Η απομυθοποίηση της σύγχρονης ολικής επαναφοράς στα προκεϋνσιανά οικονομικά της ύφεσης. (Μια συζήτηση στο e-rooster.gr).
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 2009 στο e-rooster.gr, στα σχόλια του άρθρου του κ. Αντώνη Βακιρτζή ("Αναδιανομή : Συμφέρει τους φτωχούς;" http://e-rooster.gr/12/2009/1969#comment-127053 ) και μετά την πλήρη προσχώρηση του μοιραίου, για τον τόπο και βαθύτατα ασυνεπούς και ανειλικρινούς - για να μιλήσουμε κομψά - ΓΑΠ στις μονεταριστικές ντιρεκτίβες των γραφειοκρατών της Κομισιόν και των γερμανικών πολιτικών και χρηματοπιστωτικών κύκλων, που θα οδηγήσουν στην φτωχοποίηση ευρέων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, αν οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι δεν αλλάξουν οικονομική πολιτική, καθίσταται επίκαιρο, δείχνοντας το βαθύ αντιαναπτυξιακό περιεχόμενο αυτής της οικονομικής πολιτικής, στην οποία σύρεται ο ΓΑΠ, η Ελλάδα και το σύνολο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για χάρη της πολιτικής, που στοχεύει στην υπεράσπιση του "σκληρού ευρώ".
Αυτή η οικονομική πολιτική έχει την στήριξή της στην σύγχρονη αναδιατύπωση του αλήστου μνήμης "νόμου του Say", διαφοροποιούμενη μόνο στο γεγονός ότι, ενώ ο Say θεωρούσε ότι το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, βρισκόταν σε διαρκή ισορροπία, με βάση την λειτουργία των επιτοκίων, που εξισορροπούσε τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, μετατρέποντας τις μεν στις δε, χωρίς την ύπαρξη ανεργίας και αργούντος παραγωγικού δυναμικού, η σύγχρονη αναδιατύπωση του "νόμου του Say", αποδέχεται και καθιστά σημείο αναφοράς της ισορροπίας την ύπαρξη εκτεταμένης ανεργίας και αργούντος παραγωγικού δυναμικού - πάντοτε βεβαίως, σε βάρος ευρέων στρωμάτων του μισθωτικού (αλλά όχι μόνον) πληθυσμού των σύγχρονων γραφειοκρατικών καπιταλιστικών κοινωνιών.
[Δείτε στο μπλογκ μου και το θέμα : "Η σύγχρονη οικονομική ύφεση, ο Κέϋνς και ο νόμος του Say. (Μια καλή συζήτηση με τον φίλο Παναγιώτη Μπαζιωτόπουλο στο μπλογκ του Μίμη Ανδρουλάκη)" http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/12/panagiotisbaziotopoulos.html ].
Ας θυμηθούμε εκείνο το κείμενό μου στο e-rooster.gr, που παραμένει επίκαιρο :
"Το να επιστρέψουμε στα προκεϋνσιανά οικονομικά είναι εύκολο και βοηθάει στο να διατηρούμε αλώβητες τις όποιες ιδεοληψίες (την οικονομολογική ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση των οικονομολογούντων) έχει καθιερώσει, μέσα στην ιστορική του διαδρομή, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, όπως ακριβώς πράττει ο κ. Βακιρτζής.
Βέβαια, όσα λέει ο κ. Βακιρτζής στηρίζονται ουσιαστικά στον »νόμο του Ζαν-Μπαπτίστ Σαίη» και φυσικά παραγωρίζουν ότι η πτώση της ζήτησης και της κατανάλωσης, που παρατηρούνται παραδοσιακά στις καπιταλιστικές κρίσεις και υφέσεις – αυτό έγινε και την δεκαετία του 1930, αυτό επαναλήφθηκε, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και το 2008 και συνεχίζεται και σήμερα -, είναι αποτέλεσμα, ενός άλλου προκρισιακού ή/και προϋφεσιακού φαινομένου, ήτοι της ανισορροπίας ανάμεσα στα μακροοικονομικά μεγέθη της αποταμίευσης και της επένδυσης, την οποία οι κλασσικοί οικονομολόγοι (Άνταμ Σμιθ, Νταίηβιντ Ρικάρντο, Τζων Στιούαρτ Μιλλ κλπ) απέκλειαν, θεωρώντας δεδομένη την αυτόματη μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, όπως ακριβώς προέβλεπε ο περίφημος »νόμος του Say», μαζί με τις δυνάμεις της αγοράς, που – υποτίθεται ότι – κρατούσαν την οικονομία σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Αυτόν τον »νόμο» και τις παραδοχές του είναι που κονιορτοποίησε ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, στην "Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» και πέταξε στα σκουπίδια η πραγματικότητα της κρίσης του 1929, επιβεβαιώνοντας την κεϋνσιανή παραδοχή ότι το σύγχρονο οικονομικό σύστημα, αν αφεθεί στην τύχη του, μπορεί να λειτουργήσει – και στην πράξη λειτουργεί -, με σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα μεγέθη της αποταμίευσης και της επένδυσης (δηλαδή χωρίς την, περίπου, αυτόματη μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, που προέβλεπε ο »νόμος του Say») και με ανάλογα (και ακόμα περισσότερο) σημαντική αρνητική επίπτωση στην συναθροιστική ζήτηση και στην ολική καταναλωτική δαπάνη της οικονομίας.
Σε αυτήν την διαδικασία, σημαντικό ρόλο παίζει η μεγάλη ανισοκατανομή του εισοδήματος και όχι μόνον αυτή.
Εξ ίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η ανυπαρξία, ή η απορρύθμιση, των ελεγκτικών, παρεμβατικών και εξισορροπιτικών μηχανισμών της κοινωνίας, οι οποίοι – καλώς ή κακώς – συμπυκνούνται στο κράτος, που, με όπλο την δημοσιονομική πολιτική ασκεί, ή δεν ασκεί, ή ασκεί στρεβλωμένα, τον εξισορροπιτικό του ρόλο, που έχει να κάνει με την στήριξη των συνολικών καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών της κοινωνίας.
Αυτή ήταν, άλλωστε, και η τεράστια συνεισφορά του Κέϋνς στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία.
*Τον »νόμο του Say», ας τον δούμε αναλυτικότερα από τον Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ στο περίφημο – και ουσιαστικά ανυπέρβλητο – βιβλίο του, για την ιστορία του χρήματος, με τίτλο (ποιόν άλλον;) »ΤΟ ΧΡΗΜΑ»:
»Σύμφωνα με τον νόμο του Σαίη, που δεν ήταν τίποτα το καταπληκτικά πολύπλοκο, από τις προσόδους κάθε πώλησης ενός αγαθού, πληρώνονταν σε κάποιον, κάπου, με τη μορφή μισθών, τόκων, ενοικίου, ή κέρδους (ή παίρνονταν από αυτόν που απορροφούσε την ζημιά) τα μέσα για να αγοράσει εκείνο το αγαθό. Όπως αυτό γινόταν με το ένα αγαθό, έτσι γινόταν με όλα. Με τα πράγματα σ’ αυτήν την κατάσταση, δεν θα μπορούσε να υπάρξει έλλειμμα αγοραστικής δύναμης και τα επιτόκια επιβεβαίωσαν τότε τις απόψεις του Σαίη και εξασφάλισαν πως η βασική τάση της οικονομίας θα ήταν να φτάσει στο να λειτουργεί με καθολική απασχόληση. Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις αποταμίευαν απ’ το εισόδημά τους, και αυτή η αποταμίευση έπρεπε βέβαια να ξοδευτεί. Αυτό συνέβαινε όταν την επένδυαν σε έπιπλα, σε εργοστάσια ή σε μηχανήματα. Αν οι άνθρωποι αποταμίευαν περισσότερα απ’ ότι ξόδευαν, το πλεόνασμα των απoταμιεύσεων θα κατέβαζε τα επιτόκια. Οι επενδύσεις λοιπόν θα ενθαρρύνονταν και οι αποταμιεύσεις (στη θεωρία τουλάχιστον) θα αποθαρρύνονταν. Τα πλεονάσματα, συνεπώς, των αποταμιεύσεων θα εξαλείφονταν και θα επιβεβαιώνονταν ο Σαίη. Οι τιμές των αγαθών θα έπεφταν επίσης, σαν αποτέλεσμα των σύντομων πτώσεων της αγοραστικής δύναμης που θα επακολουθούσαν από ένα πλεόνασμα των αποταμιεύσεων. Αυτό θα ενθάρρυνε την αγορά, και μειώνοντας το εισόδημα από το οποίο σχηματίζονταν οι αποταμιεύσεις, θα μείωνε επίσης τις αποταμιεύσεις. Και πάλι επιβεβαιώνονταν ο Σαίη.
Μέχρι τον ερχομό του Κέϋνς, ο νόμος του Σαίη είχε κυριαρχήσει στην οικονομική επιστήμη για περισσότερο από έναν αιώνα. Και η κυριαρχία αυτή δεν ήταν κάτι τυχαίο. Σε μεγάλο βαθμό, το να αποδεχτεί κανείς τον Σαίη ήταν η δοκιμασία με την οποία οι ευυπόληπτοι οικονομολόγοι ξεχωρίζονταν από τους παράλογους. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας -1930-40, κανένας υποψήφιος για το ανώτατο μεταπτυχιακό δίπλωμα σε ένα από τα μεγάλα αμερικάνικα πανεπιστήμια, που θα υποστήριζε στα σοβαρά πως το έλλειμμα της αγοραστικής δύναμης ήταν η αιτία του μαρασμού, δεν μπορούσε να πάρει το δίπλωμα. Ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε την επιφάνεια μόνο των πραγμάτων και δεν ήταν άξιος για τον κύκλο των γραμματιζούμενων.
Ο νόμος του Σαίη είναι το πιο διάσημο παράδειγμα της σταθερότητας των οικονομικών ιδεών, ακόμα και όταν είναι λαθεμένες. Όπως σημειώσαμε, τον Σαίη τον συμπλήρωναν οι δυνάμεις που διατηρούσαν την οικονομία σε καθολική απασχόληση. Ήταν κι’ αυτές σχετικά φανερές. Αν υπήρχε ανεργία, ο ανταγωνισμός για τις δουλειές θα έφερνε πτώση στους μισθούς. Οι τιμές θα επηρεάζονταν λιγότερο άμεσα απ’ την ανεργία. Η σχέση λοιπόν των τιμών με το κόστος παραγωγής, θα γίνονταν έτσι περισσότερο ελκυστική – οι πραγματικοί μισθοί θα έπεφταν – και οι εργάτες, που η απασχόλησή τους δεν ήταν πριν επικερδής, για τους εργοδότες, θα προσλαμβάνονταν τώρα. Η πτώση των τιμών δεν θα είχε επίδραση στην αγοραστική δύναμη. Εξ αιτίας του Σαίη, αυτό ήταν πάντοτε αρκετό. Το ποσοστό της απασχόλησης θα συνέχιζε να αυξάνεται, μέχρις ότου το πλησίασμά του στην καθολική απασχόληση να μεγαλώσει το μισθωτικό κόστος και να σταματήσει τις προσλήψεις. Έτσι λοιπόν η οικονομία βρήκε την ισορροπία της στην καθολική, ή έστω, πολύ κοντά στην καθολική απασχόληση».
Περιττό να πω – αν και στην Ελλάδα, που ζούμε, ουδέν είναι περιττό και αυτονόητο : Από τον »νόμο» αυτόν, ουδέν έχει απομείνει σήμερα. Με τον ερχομό του Κέϋνς και της μεγάλης δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, την περίοδο 1929 – 1941, αυτό το κατασκεύασμα, που είχε την θέση του, όταν λειτουργούσε ο κλασσικός καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού, πετάχτηκε κυριολεκτικά στα σκουπίδια της Ιστορίας….
(Περισσότερα μπορείτε να δείτε το θέμα στο μπλογκ μου, με τίτλο : »Προϋπολογισμός 2010 : Ένας Προϋπολογισμός μακροχρόνιας αντιαναπτυξιακής λογικής και ομιχλώδους στόχευσης» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/11/proypologismos-2010.html ).
Καλά Χριστούγεννα."
Την ίδια ημέρα (25/12/2009) υπήρξε συνέχεια, ως προς το παραπάνω σχόλιό μου, με νέο μου σχόλιο το (Δείτε το και στο : http://e-rooster.gr/12/2009/1969#comment-127068 ), το οποίο έχει, ως εξής :
"Γιατί όχι, φίλε περαστικέ;
Το rooster.gr, το οποίο τυχαία συνάντησα, είναι πολύ αξιόλογο site και αξίζει να ασχολείται κάποιος με αυτό και να εκφράζει τις όποιες απόψεις του.
Ως εκ τούτου – αν και ιστοσελίδα οικονομικά φιλελεύθερη, ενώ είναι σαφές ότι οι δικές μου αντιλήψεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες στον οικονομικό τομέα – και επειδή οι δικές μου φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις είναι πολιτικά φιλελεύθερες (ουσιαστικά ελευθεριακές) και στον βαθμό που οι αντιλήψεις του Καρλ Πόππερ, για την »Ανοικτή Κοινωνία» (και όχι μόνον εκείνου) είναι μια από τις φιλοσοφικές αναφορές μου, θα εκφράζω τις όποιες απόψεις μου και μέσα από την πολύ καλή αυτήν ιστοσελίδα.
Όσον αφορά τον »νόμο του Say» και την σαρωτική αντιμετώπισή του από τον κακό δαίμονα των νεοφιλελεύθερων – αν και συντηρητικό – Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, ας δούμε και την συνέχεια της αντίκρουσής του από τον μεγάλο Βρετανό οικονομολόγο, έτσι, όπως την περιγράφει στο βιβλίο του με τίτλο »ΤΟ ΧΡΗΜΑ», ο Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ :
»Αυτό ήταν το δόγμα, ή, ίσως ακριβέστερα, η θεολογία, που ο Κέϋνς έφερε το τέλος του. Είναι πολυάριθμα τα σημεία απ’ τα οποία μπορεί κανείς να ξεκινήσει την συζήτηση. Ίσως το πιο εύκολο να είναι αυτό που ασχολείται με το επιτόκιο. Ο Κέϋνς πίστευε πως ο τόκος δεν ήταν η τιμή που πληρώνονταν οι άνθρωποι για να αποταμιεύουν. Αντίθετα, ήταν το κέρδος που είχαν από το να διατηρούν τα κεφάλαιά τους σε εργοστάσια, μηχανήματα, ή παρόμοιες μορφές μή ρευστών επενδύσεων και, κατά το λεξιλόγιό του, αυτό που είχαν πληρωθεί, για να κατανικήσουν την προτίμησή τους για ρευστότητα. Συνεπώς, μία πτώση στα επιτόκια μπορεί να μην αποθάρρυνε τις αποταμιεύσεις, να μην ενθάρρυνε τις επενδύσεις, και να μην εξασφάλιζε πως όλες οι αποταμιεύσεις θα χρησιμοποιόντουσαν. Μπορεί να εξανάγκαζε τους επενδυτές να καταφύγουν στα μετρητά, ή το ισοδύναμό τους.
Τα επιτόκια λοιπόν δεν υποστήριζαν πια τον νόμο του Σαίη, ότι εξασφαλίζουν πως οι αποταμιεύσεις θα ξοδεύονταν. Και αν ο νόμος του Σαιη δεν ήταν πια ένα σοβαρό αξίωμα της ζωής, η ιδέα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης, δεν μπορούσε πια να αποκλείεται από τους υπολογισμούς. Ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα, θα μπορούσε να ήταν και το αποτέλεσμα μιας μείωσης των μισθών. Αυτό που οι άνθρωποι επιδιώκαν να αποταμιεύσουν, σύμφωνα με τον Κέϋνς, έπρεπε ακόμα και να εξισωθεί μ’ αυτό που ήθελαν να επενδύσουν. Ο μηχανισμός όμως της εξομάλυνσης δεν ήταν το επιτόκιο, αλλά η συνολική παραγωγή της οικονομίας. Αν οι προσπάθειες γι’ αποταμίευση ήταν μεγαλύτερες από την επιθυμία για επένδυση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης ή ζήτησης, που επακολουθούσε, προκαλούσε την πτώση της παραγωγής. Θα εξακολουθούσε να πέφτει, ως την στιγμή που η απασχόληση και το εισόδημα θα είχαν τόσο ελαττωθεί, που και η αποταμίευση θα μειώνονταν, ή θα γίνονταν αρνητική. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι αποταμιεύσεις θα εξισώνονταν με τις επενδύσεις, που, στο μεταξύ, θα είχαν κι’ αυτες μειωθεί, αλλά όχι πολύ. Στην οικονομική ισορροπία, που θα εξασφαλίζονταν έτσι, δεν υπήρχε πια καθολική απασχόληση αλλά ανεργία. Η ανεργία, λοιπόν, ήταν για τον Κέϋνς μία φυσική κατάσταση της οικονομίας.
Υπήρχαν και πολλά άλλα. Αλλά όλα τα επιχειρήματα του Κέϋνς δεν επέζησαν. Η θεωρία της προτίμησης της ρευστότητας του τόκου, ας πούμε, αν και εξυπηρέτησε τα επιχειρήματα του Κέϋνς, δεν κέρδισε συνεχή παραδοχή, σαν περιγραφή της πραγματικότητας. Αλλά ο Κέϋνς είχε άμεση επίδραση σε δύο θέματα. Ο νόμος του Σαιη καταποντίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνος. Όπως συμφώνησαν από τότε, μπορούσε να υπάρξει υπεραποταμίευση. Και μπορούσε, σαν συνεπακόλουθό της, να υπάρξει έλλειψη της αποτελεσματικής ζήτησης για αυτά που παράγονταν.
Η ιδέα επίσης πως η οικονομία μπορούσε να βρει την ισορροπία της με ανεργία – μία σκέψη που ενισχύονταν πολύ από τις καθημερινές εμπειρίες της δεκαετίας 1930 – 40 είχε κι αυτή σχεδόν άμεση επίδραση. Αν ο Κέϋνς φαίνονταν ριζοσπάστης σε μερικούς ανθρώπους της εποχής του, από μια σημαντική πλευρά, ήταν απόλυτα ορθόδοξος. Η οικονομική δομή που αποδέχτηκε, ήταν αυτη που οι οικονομολόγοι είχαν φανερά διακηρύξει από παλιά.- Η δομή με τον συναγωνισμό, τις ελεύθερα μεταβαλλόμενες τιμές, και τον τελικό, ανεμπόδιστο έλεγχο της οικονομικής συμπεριφοράς απο την αγορά. Συνδικαλιστικές ενώσεις υπήρχαν, αλλά αυτό δεν είχε πολύ σημασία για τις απόψεις του Κέϋνς. Οι επιχειρήσεις και η εταιρική δύναμη, δεν είχαν καθόλου σημασία. Στην πραγματικότητα, και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, και οι επιχειρήσεις, όπως έγραψε ο Κέϋνς, έπαιζαν τέτοιον ρόλο, που να στηρίζουν την κεντρική του ιδέα. Είχε επιχειρήματα για τις ιδέες του, που δεν τα χρησιμοποίησε. Στη διάρκεια, εντούτοις, των πενήντα χρόνων πριν από τον Κέϋνς, σ’ όλες τις βιομηχανικές χώρες, η επιρροή των επιχειρήσεων και η δύναμή τους στην αγορά είχε μεγαλώσει πολύ. Φτάνουμε τώρα, όπως στα πανεπιστημιακά βιβλία, σ’ αυτό που είχε αρχίσει να ονομάζεται εταιρική συγκέντρωση. Είχε σημειωθεί επίσης η ανάπτυξη του σύγχρονου εργατικού συνδικάτου, με εξαίρεση, ως έναν ορισμένο βαθμό, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προς το τέλος όμως της δεκαετίας 1930-40, κάτω απ’ την αιγίδα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και σαν ανταπόκριση στην οργανωτική προσπάθεια του ALF-CIO (του Συνδέσμου των Βιομηχανικών Οργανώσεων), οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν φτάσει στο επίπεδο των άλλων χωρών στην οργάνωση του συνδικαλισμού. Το αποτέλεσμα, και της εταιρικής συγκέντρωσης και της δύναμης των συνδικάτων, ήταν να κάνει ουσιαστικά περισσότερο αναξιόπιστες τις εξομαλύνσεις που υποτίθεται πως στήριζαν τον νόμο του Σαιη και την ισορροπία, της καθολικής απασχόλησης».
Από εκεί και πέρα, το να ασχολούμεθα με την αναβίωση νεκρών κειμένων, ίσως αυτό να έχει κάποια ιστορική αξία.
Αλλά, όσον αφορά την ζώσα πραγματικότητα, η αναβίωση αυτών των ιδεών είναι αποπροσανατολιστική και φυσικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ιδεολογία, ήτοι μια έκφανση της ψευδούς συνείδησης των οικονομολόγων και του κοινωνικού στρώματος που αυτή η ιδεολογία εκφράζει : Των κλασσικών καπιταλιστών του παλαιού κλασσικού καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και (περιέργως, αλλά όχι ανεξήγητα) της σύγχρονης γραφειοκρατικής εταιρικής νομενκλατούρας – της τεχνοδομής – των μεγάλων επιχειρήσεων, η οποία ασκώντας την εν τοις πράγμασι εξουσία, μέσα σε αυτές, έχει υποκαταστήσει την εξουσία των μετόχων τους.
Και αυτό πρέπει να λέγεται, για να είναι ξεκάθαροι οι όροι με τους οποίους διεξάγεται μια συζήτηση, ενός τέτοιου επιπέδου – εάν επιθυμούμε αυτή η συζήτηση να είναι διεξοδική και ουσιαστική στο περιεχόμενό της.
Εάν επιθυμούμε, δηλαδή, η συζήτηση να διεξάγεται (όσον το δυνατόν) μακρυά από ψευδοσυνειδησιακούς (ιδεολογικούς) όρους…
Πάντα φιλικά…"
Αυτή η οικονομική πολιτική έχει την στήριξή της στην σύγχρονη αναδιατύπωση του αλήστου μνήμης "νόμου του Say", διαφοροποιούμενη μόνο στο γεγονός ότι, ενώ ο Say θεωρούσε ότι το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, βρισκόταν σε διαρκή ισορροπία, με βάση την λειτουργία των επιτοκίων, που εξισορροπούσε τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, μετατρέποντας τις μεν στις δε, χωρίς την ύπαρξη ανεργίας και αργούντος παραγωγικού δυναμικού, η σύγχρονη αναδιατύπωση του "νόμου του Say", αποδέχεται και καθιστά σημείο αναφοράς της ισορροπίας την ύπαρξη εκτεταμένης ανεργίας και αργούντος παραγωγικού δυναμικού - πάντοτε βεβαίως, σε βάρος ευρέων στρωμάτων του μισθωτικού (αλλά όχι μόνον) πληθυσμού των σύγχρονων γραφειοκρατικών καπιταλιστικών κοινωνιών.
[Δείτε στο μπλογκ μου και το θέμα : "Η σύγχρονη οικονομική ύφεση, ο Κέϋνς και ο νόμος του Say. (Μια καλή συζήτηση με τον φίλο Παναγιώτη Μπαζιωτόπουλο στο μπλογκ του Μίμη Ανδρουλάκη)" http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/12/panagiotisbaziotopoulos.html ].
Ας θυμηθούμε εκείνο το κείμενό μου στο e-rooster.gr, που παραμένει επίκαιρο :
"Το να επιστρέψουμε στα προκεϋνσιανά οικονομικά είναι εύκολο και βοηθάει στο να διατηρούμε αλώβητες τις όποιες ιδεοληψίες (την οικονομολογική ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση των οικονομολογούντων) έχει καθιερώσει, μέσα στην ιστορική του διαδρομή, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, όπως ακριβώς πράττει ο κ. Βακιρτζής.
Βέβαια, όσα λέει ο κ. Βακιρτζής στηρίζονται ουσιαστικά στον »νόμο του Ζαν-Μπαπτίστ Σαίη» και φυσικά παραγωρίζουν ότι η πτώση της ζήτησης και της κατανάλωσης, που παρατηρούνται παραδοσιακά στις καπιταλιστικές κρίσεις και υφέσεις – αυτό έγινε και την δεκαετία του 1930, αυτό επαναλήφθηκε, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και το 2008 και συνεχίζεται και σήμερα -, είναι αποτέλεσμα, ενός άλλου προκρισιακού ή/και προϋφεσιακού φαινομένου, ήτοι της ανισορροπίας ανάμεσα στα μακροοικονομικά μεγέθη της αποταμίευσης και της επένδυσης, την οποία οι κλασσικοί οικονομολόγοι (Άνταμ Σμιθ, Νταίηβιντ Ρικάρντο, Τζων Στιούαρτ Μιλλ κλπ) απέκλειαν, θεωρώντας δεδομένη την αυτόματη μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, όπως ακριβώς προέβλεπε ο περίφημος »νόμος του Say», μαζί με τις δυνάμεις της αγοράς, που – υποτίθεται ότι – κρατούσαν την οικονομία σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Αυτόν τον »νόμο» και τις παραδοχές του είναι που κονιορτοποίησε ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, στην "Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» και πέταξε στα σκουπίδια η πραγματικότητα της κρίσης του 1929, επιβεβαιώνοντας την κεϋνσιανή παραδοχή ότι το σύγχρονο οικονομικό σύστημα, αν αφεθεί στην τύχη του, μπορεί να λειτουργήσει – και στην πράξη λειτουργεί -, με σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα μεγέθη της αποταμίευσης και της επένδυσης (δηλαδή χωρίς την, περίπου, αυτόματη μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, που προέβλεπε ο »νόμος του Say») και με ανάλογα (και ακόμα περισσότερο) σημαντική αρνητική επίπτωση στην συναθροιστική ζήτηση και στην ολική καταναλωτική δαπάνη της οικονομίας.
Σε αυτήν την διαδικασία, σημαντικό ρόλο παίζει η μεγάλη ανισοκατανομή του εισοδήματος και όχι μόνον αυτή.
Εξ ίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η ανυπαρξία, ή η απορρύθμιση, των ελεγκτικών, παρεμβατικών και εξισορροπιτικών μηχανισμών της κοινωνίας, οι οποίοι – καλώς ή κακώς – συμπυκνούνται στο κράτος, που, με όπλο την δημοσιονομική πολιτική ασκεί, ή δεν ασκεί, ή ασκεί στρεβλωμένα, τον εξισορροπιτικό του ρόλο, που έχει να κάνει με την στήριξη των συνολικών καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών της κοινωνίας.
Αυτή ήταν, άλλωστε, και η τεράστια συνεισφορά του Κέϋνς στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία.
*Τον »νόμο του Say», ας τον δούμε αναλυτικότερα από τον Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ στο περίφημο – και ουσιαστικά ανυπέρβλητο – βιβλίο του, για την ιστορία του χρήματος, με τίτλο (ποιόν άλλον;) »ΤΟ ΧΡΗΜΑ»:
»Σύμφωνα με τον νόμο του Σαίη, που δεν ήταν τίποτα το καταπληκτικά πολύπλοκο, από τις προσόδους κάθε πώλησης ενός αγαθού, πληρώνονταν σε κάποιον, κάπου, με τη μορφή μισθών, τόκων, ενοικίου, ή κέρδους (ή παίρνονταν από αυτόν που απορροφούσε την ζημιά) τα μέσα για να αγοράσει εκείνο το αγαθό. Όπως αυτό γινόταν με το ένα αγαθό, έτσι γινόταν με όλα. Με τα πράγματα σ’ αυτήν την κατάσταση, δεν θα μπορούσε να υπάρξει έλλειμμα αγοραστικής δύναμης και τα επιτόκια επιβεβαίωσαν τότε τις απόψεις του Σαίη και εξασφάλισαν πως η βασική τάση της οικονομίας θα ήταν να φτάσει στο να λειτουργεί με καθολική απασχόληση. Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις αποταμίευαν απ’ το εισόδημά τους, και αυτή η αποταμίευση έπρεπε βέβαια να ξοδευτεί. Αυτό συνέβαινε όταν την επένδυαν σε έπιπλα, σε εργοστάσια ή σε μηχανήματα. Αν οι άνθρωποι αποταμίευαν περισσότερα απ’ ότι ξόδευαν, το πλεόνασμα των απoταμιεύσεων θα κατέβαζε τα επιτόκια. Οι επενδύσεις λοιπόν θα ενθαρρύνονταν και οι αποταμιεύσεις (στη θεωρία τουλάχιστον) θα αποθαρρύνονταν. Τα πλεονάσματα, συνεπώς, των αποταμιεύσεων θα εξαλείφονταν και θα επιβεβαιώνονταν ο Σαίη. Οι τιμές των αγαθών θα έπεφταν επίσης, σαν αποτέλεσμα των σύντομων πτώσεων της αγοραστικής δύναμης που θα επακολουθούσαν από ένα πλεόνασμα των αποταμιεύσεων. Αυτό θα ενθάρρυνε την αγορά, και μειώνοντας το εισόδημα από το οποίο σχηματίζονταν οι αποταμιεύσεις, θα μείωνε επίσης τις αποταμιεύσεις. Και πάλι επιβεβαιώνονταν ο Σαίη.
Μέχρι τον ερχομό του Κέϋνς, ο νόμος του Σαίη είχε κυριαρχήσει στην οικονομική επιστήμη για περισσότερο από έναν αιώνα. Και η κυριαρχία αυτή δεν ήταν κάτι τυχαίο. Σε μεγάλο βαθμό, το να αποδεχτεί κανείς τον Σαίη ήταν η δοκιμασία με την οποία οι ευυπόληπτοι οικονομολόγοι ξεχωρίζονταν από τους παράλογους. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας -1930-40, κανένας υποψήφιος για το ανώτατο μεταπτυχιακό δίπλωμα σε ένα από τα μεγάλα αμερικάνικα πανεπιστήμια, που θα υποστήριζε στα σοβαρά πως το έλλειμμα της αγοραστικής δύναμης ήταν η αιτία του μαρασμού, δεν μπορούσε να πάρει το δίπλωμα. Ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε την επιφάνεια μόνο των πραγμάτων και δεν ήταν άξιος για τον κύκλο των γραμματιζούμενων.
Ο νόμος του Σαίη είναι το πιο διάσημο παράδειγμα της σταθερότητας των οικονομικών ιδεών, ακόμα και όταν είναι λαθεμένες. Όπως σημειώσαμε, τον Σαίη τον συμπλήρωναν οι δυνάμεις που διατηρούσαν την οικονομία σε καθολική απασχόληση. Ήταν κι’ αυτές σχετικά φανερές. Αν υπήρχε ανεργία, ο ανταγωνισμός για τις δουλειές θα έφερνε πτώση στους μισθούς. Οι τιμές θα επηρεάζονταν λιγότερο άμεσα απ’ την ανεργία. Η σχέση λοιπόν των τιμών με το κόστος παραγωγής, θα γίνονταν έτσι περισσότερο ελκυστική – οι πραγματικοί μισθοί θα έπεφταν – και οι εργάτες, που η απασχόλησή τους δεν ήταν πριν επικερδής, για τους εργοδότες, θα προσλαμβάνονταν τώρα. Η πτώση των τιμών δεν θα είχε επίδραση στην αγοραστική δύναμη. Εξ αιτίας του Σαίη, αυτό ήταν πάντοτε αρκετό. Το ποσοστό της απασχόλησης θα συνέχιζε να αυξάνεται, μέχρις ότου το πλησίασμά του στην καθολική απασχόληση να μεγαλώσει το μισθωτικό κόστος και να σταματήσει τις προσλήψεις. Έτσι λοιπόν η οικονομία βρήκε την ισορροπία της στην καθολική, ή έστω, πολύ κοντά στην καθολική απασχόληση».
Περιττό να πω – αν και στην Ελλάδα, που ζούμε, ουδέν είναι περιττό και αυτονόητο : Από τον »νόμο» αυτόν, ουδέν έχει απομείνει σήμερα. Με τον ερχομό του Κέϋνς και της μεγάλης δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, την περίοδο 1929 – 1941, αυτό το κατασκεύασμα, που είχε την θέση του, όταν λειτουργούσε ο κλασσικός καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού, πετάχτηκε κυριολεκτικά στα σκουπίδια της Ιστορίας….
(Περισσότερα μπορείτε να δείτε το θέμα στο μπλογκ μου, με τίτλο : »Προϋπολογισμός 2010 : Ένας Προϋπολογισμός μακροχρόνιας αντιαναπτυξιακής λογικής και ομιχλώδους στόχευσης» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/11/proypologismos-2010.html ).
Καλά Χριστούγεννα."
Την ίδια ημέρα (25/12/2009) υπήρξε συνέχεια, ως προς το παραπάνω σχόλιό μου, με νέο μου σχόλιο το (Δείτε το και στο : http://e-rooster.gr/12/2009/1969#comment-127068 ), το οποίο έχει, ως εξής :
"Γιατί όχι, φίλε περαστικέ;
Το rooster.gr, το οποίο τυχαία συνάντησα, είναι πολύ αξιόλογο site και αξίζει να ασχολείται κάποιος με αυτό και να εκφράζει τις όποιες απόψεις του.
Ως εκ τούτου – αν και ιστοσελίδα οικονομικά φιλελεύθερη, ενώ είναι σαφές ότι οι δικές μου αντιλήψεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες στον οικονομικό τομέα – και επειδή οι δικές μου φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις είναι πολιτικά φιλελεύθερες (ουσιαστικά ελευθεριακές) και στον βαθμό που οι αντιλήψεις του Καρλ Πόππερ, για την »Ανοικτή Κοινωνία» (και όχι μόνον εκείνου) είναι μια από τις φιλοσοφικές αναφορές μου, θα εκφράζω τις όποιες απόψεις μου και μέσα από την πολύ καλή αυτήν ιστοσελίδα.
Όσον αφορά τον »νόμο του Say» και την σαρωτική αντιμετώπισή του από τον κακό δαίμονα των νεοφιλελεύθερων – αν και συντηρητικό – Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, ας δούμε και την συνέχεια της αντίκρουσής του από τον μεγάλο Βρετανό οικονομολόγο, έτσι, όπως την περιγράφει στο βιβλίο του με τίτλο »ΤΟ ΧΡΗΜΑ», ο Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ :
»Αυτό ήταν το δόγμα, ή, ίσως ακριβέστερα, η θεολογία, που ο Κέϋνς έφερε το τέλος του. Είναι πολυάριθμα τα σημεία απ’ τα οποία μπορεί κανείς να ξεκινήσει την συζήτηση. Ίσως το πιο εύκολο να είναι αυτό που ασχολείται με το επιτόκιο. Ο Κέϋνς πίστευε πως ο τόκος δεν ήταν η τιμή που πληρώνονταν οι άνθρωποι για να αποταμιεύουν. Αντίθετα, ήταν το κέρδος που είχαν από το να διατηρούν τα κεφάλαιά τους σε εργοστάσια, μηχανήματα, ή παρόμοιες μορφές μή ρευστών επενδύσεων και, κατά το λεξιλόγιό του, αυτό που είχαν πληρωθεί, για να κατανικήσουν την προτίμησή τους για ρευστότητα. Συνεπώς, μία πτώση στα επιτόκια μπορεί να μην αποθάρρυνε τις αποταμιεύσεις, να μην ενθάρρυνε τις επενδύσεις, και να μην εξασφάλιζε πως όλες οι αποταμιεύσεις θα χρησιμοποιόντουσαν. Μπορεί να εξανάγκαζε τους επενδυτές να καταφύγουν στα μετρητά, ή το ισοδύναμό τους.
Τα επιτόκια λοιπόν δεν υποστήριζαν πια τον νόμο του Σαίη, ότι εξασφαλίζουν πως οι αποταμιεύσεις θα ξοδεύονταν. Και αν ο νόμος του Σαιη δεν ήταν πια ένα σοβαρό αξίωμα της ζωής, η ιδέα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης, δεν μπορούσε πια να αποκλείεται από τους υπολογισμούς. Ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα, θα μπορούσε να ήταν και το αποτέλεσμα μιας μείωσης των μισθών. Αυτό που οι άνθρωποι επιδιώκαν να αποταμιεύσουν, σύμφωνα με τον Κέϋνς, έπρεπε ακόμα και να εξισωθεί μ’ αυτό που ήθελαν να επενδύσουν. Ο μηχανισμός όμως της εξομάλυνσης δεν ήταν το επιτόκιο, αλλά η συνολική παραγωγή της οικονομίας. Αν οι προσπάθειες γι’ αποταμίευση ήταν μεγαλύτερες από την επιθυμία για επένδυση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης ή ζήτησης, που επακολουθούσε, προκαλούσε την πτώση της παραγωγής. Θα εξακολουθούσε να πέφτει, ως την στιγμή που η απασχόληση και το εισόδημα θα είχαν τόσο ελαττωθεί, που και η αποταμίευση θα μειώνονταν, ή θα γίνονταν αρνητική. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι αποταμιεύσεις θα εξισώνονταν με τις επενδύσεις, που, στο μεταξύ, θα είχαν κι’ αυτες μειωθεί, αλλά όχι πολύ. Στην οικονομική ισορροπία, που θα εξασφαλίζονταν έτσι, δεν υπήρχε πια καθολική απασχόληση αλλά ανεργία. Η ανεργία, λοιπόν, ήταν για τον Κέϋνς μία φυσική κατάσταση της οικονομίας.
Υπήρχαν και πολλά άλλα. Αλλά όλα τα επιχειρήματα του Κέϋνς δεν επέζησαν. Η θεωρία της προτίμησης της ρευστότητας του τόκου, ας πούμε, αν και εξυπηρέτησε τα επιχειρήματα του Κέϋνς, δεν κέρδισε συνεχή παραδοχή, σαν περιγραφή της πραγματικότητας. Αλλά ο Κέϋνς είχε άμεση επίδραση σε δύο θέματα. Ο νόμος του Σαιη καταποντίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνος. Όπως συμφώνησαν από τότε, μπορούσε να υπάρξει υπεραποταμίευση. Και μπορούσε, σαν συνεπακόλουθό της, να υπάρξει έλλειψη της αποτελεσματικής ζήτησης για αυτά που παράγονταν.
Η ιδέα επίσης πως η οικονομία μπορούσε να βρει την ισορροπία της με ανεργία – μία σκέψη που ενισχύονταν πολύ από τις καθημερινές εμπειρίες της δεκαετίας 1930 – 40 είχε κι αυτή σχεδόν άμεση επίδραση. Αν ο Κέϋνς φαίνονταν ριζοσπάστης σε μερικούς ανθρώπους της εποχής του, από μια σημαντική πλευρά, ήταν απόλυτα ορθόδοξος. Η οικονομική δομή που αποδέχτηκε, ήταν αυτη που οι οικονομολόγοι είχαν φανερά διακηρύξει από παλιά.- Η δομή με τον συναγωνισμό, τις ελεύθερα μεταβαλλόμενες τιμές, και τον τελικό, ανεμπόδιστο έλεγχο της οικονομικής συμπεριφοράς απο την αγορά. Συνδικαλιστικές ενώσεις υπήρχαν, αλλά αυτό δεν είχε πολύ σημασία για τις απόψεις του Κέϋνς. Οι επιχειρήσεις και η εταιρική δύναμη, δεν είχαν καθόλου σημασία. Στην πραγματικότητα, και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, και οι επιχειρήσεις, όπως έγραψε ο Κέϋνς, έπαιζαν τέτοιον ρόλο, που να στηρίζουν την κεντρική του ιδέα. Είχε επιχειρήματα για τις ιδέες του, που δεν τα χρησιμοποίησε. Στη διάρκεια, εντούτοις, των πενήντα χρόνων πριν από τον Κέϋνς, σ’ όλες τις βιομηχανικές χώρες, η επιρροή των επιχειρήσεων και η δύναμή τους στην αγορά είχε μεγαλώσει πολύ. Φτάνουμε τώρα, όπως στα πανεπιστημιακά βιβλία, σ’ αυτό που είχε αρχίσει να ονομάζεται εταιρική συγκέντρωση. Είχε σημειωθεί επίσης η ανάπτυξη του σύγχρονου εργατικού συνδικάτου, με εξαίρεση, ως έναν ορισμένο βαθμό, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προς το τέλος όμως της δεκαετίας 1930-40, κάτω απ’ την αιγίδα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και σαν ανταπόκριση στην οργανωτική προσπάθεια του ALF-CIO (του Συνδέσμου των Βιομηχανικών Οργανώσεων), οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν φτάσει στο επίπεδο των άλλων χωρών στην οργάνωση του συνδικαλισμού. Το αποτέλεσμα, και της εταιρικής συγκέντρωσης και της δύναμης των συνδικάτων, ήταν να κάνει ουσιαστικά περισσότερο αναξιόπιστες τις εξομαλύνσεις που υποτίθεται πως στήριζαν τον νόμο του Σαιη και την ισορροπία, της καθολικής απασχόλησης».
Από εκεί και πέρα, το να ασχολούμεθα με την αναβίωση νεκρών κειμένων, ίσως αυτό να έχει κάποια ιστορική αξία.
Αλλά, όσον αφορά την ζώσα πραγματικότητα, η αναβίωση αυτών των ιδεών είναι αποπροσανατολιστική και φυσικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ιδεολογία, ήτοι μια έκφανση της ψευδούς συνείδησης των οικονομολόγων και του κοινωνικού στρώματος που αυτή η ιδεολογία εκφράζει : Των κλασσικών καπιταλιστών του παλαιού κλασσικού καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και (περιέργως, αλλά όχι ανεξήγητα) της σύγχρονης γραφειοκρατικής εταιρικής νομενκλατούρας – της τεχνοδομής – των μεγάλων επιχειρήσεων, η οποία ασκώντας την εν τοις πράγμασι εξουσία, μέσα σε αυτές, έχει υποκαταστήσει την εξουσία των μετόχων τους.
Και αυτό πρέπει να λέγεται, για να είναι ξεκάθαροι οι όροι με τους οποίους διεξάγεται μια συζήτηση, ενός τέτοιου επιπέδου – εάν επιθυμούμε αυτή η συζήτηση να είναι διεξοδική και ουσιαστική στο περιεχόμενό της.
Εάν επιθυμούμε, δηλαδή, η συζήτηση να διεξάγεται (όσον το δυνατόν) μακρυά από ψευδοσυνειδησιακούς (ιδεολογικούς) όρους…
Πάντα φιλικά…"
Σχόλια