10/2024 : “Η τιμωρία του Πούτιν είναι πιο σημαντική, από ποτέ”. Γελώντας, με την senior αναλύτρια του Bloomberg Stephanie Baker και συγγραφέα του βιβλίου “Punishing Putin”, που αποτελεί μια χαρακτηριστική επιτομή των ηλιθιοτήτων και των ψευδαισθήσεων, που παράγουν οι δυτικές σχολές στρατηγικών αναλύσεων, οι οποίες επιτείνουν τα αδιέξοδα της Δύσης, απέναντι στην Ρωσία και τον ουκρανικό πόλεμο.
Στην μεγάλη πλειοψηφία τους, οι σχολές στρατηγικής σκέψης και ανάλυσης, κυρίως, των ΗΠΑ και της Βρετανίας, που πρωτοστατούν, στις προσπάθειες να περισώσουν την Ουκρανία, από το έμπρακτο αδιέξοδο, στο οποίο έχει εγκλωβισθεί, έχουν περιέλθει, σε απελπιστικά επίπεδα αδιεξόδων, αντιμετωπίζοντας την σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα, που επιβάλλεται, από τις εξελίξεις, στα ουκρανικά μέτωπα του πολέμου και ως εκ τούτου, οι σχολές αυτές μεταπίπτουν, σε ένα διανοητικό παραλήρημα, που συνίσταται, σε προτάσεις και απόψεις, οι οποίες στοιχειοθετούν και καθιστούν φανερή την ύπαρξη και την επικράτηση του εγγενούς ανορθολογισμού, στις τάξεις αυτών σχολών.
Η περίπτωση της Stephanie Baker, επικεφαλής (senior) αναλύτρια του πρακτορείου Bloomberg και συγγραφέως του βιβλίου «Τιμωρώντας τον Πούτιν» (“Punishing Putin”) είναι χαρακτηριστική και αποτελεί μια επιτομή και την κορωνίδα των ψευδαισθήσεων και των απίστευτων αυταπατών όλων των κατεστημένων σχολών σκέψης της Δύσης, γύρω από την εξέλιξη, σχετικά - και κυρίως - με την ισχύ του Δυτικού Κόσμου, την οποία αρνούνται, πεισματικά, να δουν και να διαπιστώσουν ότι αυτή η ισχύς φθίνει και ότι η Δύση έχει εισέλθει, στην, περίπου, ανεπίστρεπτη διαδικασία ταχείας φθοράς, περιορισμού και αναγκαστικής προσαρμογής της, στα καινούργια δεδομένα, δηλαδή, στο συρρικνούμενο μπόι της και στις νέες ισορροπίες, που διαμόρφωσε η παγκοσμιοποίηση, με την άνοδο των μεγάλων κρατών.
Αυτές τις ημέρες η Stephanie Baker δημοσίευσε και ένα άρθρο της, με τίτλο «Η τιμωρία του Πούτιν είναι περισσότερο αναγκαία, από ποτέ», το οποίο κινείται, εντός των πλαισίων του βιβλίου της, του οποίου, άλλωστε, αποτελεί και συνέχεια. Φυσικά, και σε αυτό το άρθρο, η Stephanie Baker επαναλαμβάνει τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες της, σχετικά, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την Ρωσία, όπως, επίσης και ως προς τις δυνατότητες της Δύσης, αρνούμενη να αποδεχθεί το γεγονός της ανόδου των μεγάλων εθνών, στο στερέωμα και τον περιορισμό της ισχύος του Δυτικού Κόσμου, σε πλανητικό επίπεδο.
Ας δούμε αυτό το άρθρο, προκειμένου να χαμογελάσουμε και να γελάσουμε, με το περιεχόμενό του και με τις πεισματώδεις εμμονές της Stephanie Baker και τον παραλογικό περιεχόμενο, όπως και τα αδιέξοδα, στα οποία η σύγγραφεας, αλλά και οι αντίστοιχες δεξαμενές σκέψεις, στον Δυτικό Κόσμο, έχουν περιέλθει :
«Μπορούμε να υπολογίσουμε με νούμερα το θάνατο και την καταστροφή που προκάλεσε η εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία το 2022 με πολλούς τρόπους: Δεκάδες χιλιάδες Ουκρανοί έχασαν τη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων αμέτρητων αθώων πολιτών. Η ανοικοδόμηση της χώρας θα κοστίσει τουλάχιστον 486 δισ. δολάρια, σύμφωνα με μια ξεπερασμένη πλέον εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η Ρωσία έχει υποστεί περίπου 648.000 απώλειες, νεκρούς και τραυματίες.
Αυτό που είναι πιο δύσκολο να υπολογιστεί είναι ο αντίκτυπος της οικονομικής αντεπίθεσης που εξαπέλυσαν οι σύμμαχοι της Ουκρανίας. Ποτέ άλλοτε μια χώρα τόσο μεγάλη ή τόσο ενσωματωμένη στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν είχε στοχοποιηθεί από διεθνή συνασπισμό κυρώσεων, μια χώρα που αντιπροσωπεύει το μισό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ήταν στην ουσία ένα μεγάλο πείραμα οικονομικού πολέμου, το οποίο εξακολουθεί να εξελίσσεται καθώς οι Ουκρανοί προσπαθούν να υπερασπιστούν τη χώρα τους απέναντι σε μια ανελέητη ρωσική επίθεση.
Όταν έγραφα το βιβλίο μου, "Τιμωρώντας τον Πούτιν", για τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, πολλοί άνθρωποι μου είπαν: "Οι κυρώσεις δεν αποδίδουν, ποιο είναι το νόημα;". Η απάντησή μου ήταν πάντα να μου δώσουν τον ορισμό του τι σημαίνει να λειτουργούν. Αν το ορίσετε ως, "ανάγκασαν τα ρωσικά στρατεύματα να φύγουν από την Ουκρανία;", τότε είναι σαφές ότι απέτυχαν. Αλλά αν ρωτήσετε, "έχουν επιβάλει σημαντικό κόστος στη ρωσική οικονομία;" τότε σαφώς η απάντηση είναι ναι. Οι παγκόσμιες κυρώσεις και οι έλεγχοι των εξαγωγών έχουν κοστίσει στη Ρωσία εκατοντάδες δισ. δολάρια, από τη φυγή κεφαλαίων μέχρι το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων της κεντρικής τράπεζας και τα δισ. που χρειάστηκε να δαπανήσει το Κρεμλίνο για να βρει λύσεις.
Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα "οι κυρώσεις δεν αποδίδουν, γιατί να ασχολείστε" είναι βγαλμένο κατευθείαν από το εγχειρίδιο προπαγάνδας του Πούτιν. Έχει σχεδιαστεί για να υπονομεύσει την υποστήριξη των κυρώσεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Υπήρξαν υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις αμέσως μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή ότι οι πρωτοφανείς κυρώσεις θα προκαλούσαν την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Αυτό δεν συνέβη. Το Κρεμλίνο ανέκαμψε χάρη στην υψηλή τιμή του πετρελαίου, του βασικού πυλώνα της ρωσικής οικονομίας. Η G7 προσπάθησε να υπονομεύσει τη ροή των πετροδολλαρίων επιβάλλοντας ένα ανώτατο όριο τιμών στο ρωσικό πετρέλαιο, αποκλείοντας τις δυτικές υπηρεσίες για το αργό που πωλείται πάνω από 60 δολάρια το βαρέλι. Αυτό λειτούργησε για λίγους μήνες, αλλά στη συνέχεια η Ρωσία συγκρότησε έναν σκιώδη στόλο δεξαμενόπλοιων για να μεταφέρει αργό στην Ασία, με την Ινδία να λαμβάνει μεγάλο μέρος των προμηθειών. Και αντιμέτωπη με τους σαρωτικούς ελέγχους των εξαγωγών τεχνολογίας αμερικανικού και ευρωπαϊκού σχεδιασμού, η Ρωσία χρησιμοποίησε εταιρείες βιτρίνας στην Κίνα, το Χονγκ Κονγκ και την Ινδία για να εισάγει τα τσιπ που χρειάζεται για την παραγωγή όπλων ακριβείας.
Η απάντηση της Ουάσινγκτον ήταν να παίξει "παιχνίδια" για να κλείσει τα παραθυράκια, στοχεύοντας τους μεσάζοντες που εμπλέκονται στο εμπόριο πετρελαίου, χρυσού και τεχνολογίας. Στις 17 Οκτωβρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο ενέτεινε τις προσπάθειές του βάζοντας στη μαύρη λίστα άλλα 18 δεξαμενόπλοια, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των ρωσικών πλοίων στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τη Δύση σε 90. Αλλά το Κρεμλίνο έχει επωφεληθεί από την αδύναμη επιβολή των κυρώσεων.
Ο Πούτιν θα ήθελε ο κόσμος να πιστεύει ότι οι κυρώσεις κοστίζουν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη περισσότερο από ό,τι κοστίζουν στη Ρωσία. Ωστόσο, οι κυρώσεις χρειάζονται χρόνο για να έχουν αντίκτυπο. Η οικονομία της Ρωσίας έχει αρχίσει να αισθάνεται την πίεση της αυξανόμενης απομόνωσης σε συνδυασμό με τις δαπάνες ρεκόρ του Πούτιν για τον πόλεμο. Ο πληθωρισμός είναι επίμονα υψηλός, στο 8,6%, αναγκάζοντας την κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια στο 19%. Οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό είναι ανεξέλεγκτες, καθώς το Κρεμλίνο αναζητά άνδρες για να τους στείλει τόσο στα εργοστάσια όπλων του όσο και στην κρεατομηχανή του στην Ουκρανία. Ο Αλεξάντερ Ίσακοφ, αναλυτής του Bloomberg Economics, προβλέπει ότι η Ρωσία οδεύει προς επιβράδυνση, με την ανάπτυξη να πέφτει στο 1,2% περίπου το 2025.
Εν τω μεταξύ, με τη Ρωσία σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από τα δολάρια και τα ευρώ, η εξάρτησή της από το κινεζικό γουάν δεν μοιάζει πλέον ασφαλές στοίχημα. Η απειλή της Ουάσινγκτον να επιβάλει κυρώσεις σε ξένες τράπεζες που διευκολύνουν το εμπόριο με οντότητες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα έχει οδηγήσει σε έλλειψη του κινεζικού νομίσματος στη Ρωσία. "Οι κυρώσεις είναι σίγουρα ένας από τους λόγους πίσω από την επιβράδυνση", δήλωσε ο Ίσακοφ. "Τα κεφάλαια λιγοστεύουν, ο δανεισμός περιορίζεται μόνο στις τοπικές αποταμιεύσεις, ενώ ο διακανονισμός των συναλλαγών είναι πιο δαπανηρός και απαιτεί περισσότερο χρόνο, γεγονός που ισοδυναμεί με αύξηση της εκροής κεφαλαίων".
Αφού εξάντλησε τα αποθέματα όπλων, ο Πούτιν στράφηκε προς το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα για πυραύλους ώστε να συνεχίσει τις επιθέσεις του. Θέλει χώρο για να ανασυνταχθεί και να επανεξοπλιστεί. Αν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει για δεύτερη φορά την προεδρία στις ΗΠΑ, ο Πούτιν θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ο Τραμπ έχει πει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο σε μια μέρα. Δεν έχει διευκρινίσει τον τρόπο, αλλά θα μπορούσε να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την ελάφρυνση των κυρώσεων. Επειδή οι περισσότερες από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας επιβλήθηκαν με εκτελεστικό διάταγμα, ο Τραμπ μπορεί να τις άρει αν θέλει, και μόνο μια θύελλα αντιδράσεων από το Κογκρέσο με βέτο θα μπορούσε να τον σταματήσει. Όπως περιγράφω λεπτομερώς στο βιβλίο μου (η Stephanie Baker εννοεί το «Τιμωρώντας τον Πούτιν»), ο Τραμπ ήταν επιφυλακτικός απέναντι στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας στην πρώτη του θητεία. Οι περισσότερες από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας που έθεσε σε εφαρμογή η κυβέρνηση Τραμπ οφείλονταν στην πίεση του Κογκρέσου ή των συμβούλων του σε θέματα εθνικής ασφάλειας.
Αν υπάρχει ένα μάθημα από τα τελευταία δυόμισι χρόνια, αυτό είναι ότι η αργή εφαρμογή των οικονομικών κυρώσεων επέτρεψε στον Πούτιν να προσαρμοστεί και να επωφεληθεί. Αν ο Τραμπ ή η Κάμαλα Χάρις θέλουν πραγματικά να αναγκάσουν τον Πούτιν να υποχωρήσει, θα μπορούσαν να εντείνουν δραματικά τον οικονομικό πόλεμο με σκοπό να αφαιρέσουν πόρους από το Κρεμλίνο: Να μειώσουν το πλαφόν των τιμών του πετρελαίου, να βάλουν στη μαύρη λίστα περισσότερα πλοία από τον σκιώδη πετρελαϊκό στόλο και να επιβάλουν κυρώσεις σε κινεζικές τράπεζες για συνεργασία με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ρωσίας, ώστε να τρομάξουν άλλους από αυτή την ιδέα.
Το πετρέλαιο είναι το κλειδί. Η Ρωσία κέρδισε 17,1 δισ. δολάρια από τις εξαγωγές πετρελαίου μόνο τον Ιούλιο του 2024, μέρος των αναμενόμενων εσόδων ύψους 192 δισ. δολαρίων για το 2024, σύμφωνα με ένα βασικό σενάριο που αναλύθηκε από τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου. Όμως, μια ενίσχυση της επιβολής κυρώσεων θα μπορούσε να μειώσει τον αριθμό αυτό. Όπως έχει επισημάνει ο συνάδελφός μου Τζούλιαν Λι, οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις οδήγησαν αρχικά τους αγοραστές μακριά από τη χρήση πλοίων που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα νωρίτερα φέτος. Αλλά η έλλειψη δράσης ενθάρρυνε τη Ρωσία να φορτώσει τουλάχιστον 21 δεξαμενόπλοια που έχουν υποστεί κυρώσεις μεταξύ των τελών Απριλίου και των αρχών Οκτωβρίου. Οι κυρώσεις δεν λειτουργούν τόσο καλά όσο θα μπορούσαν, αλλά είναι καιρός να σταματήσουν οι μισές δουλειές και να πληγεί ο Πούτιν εκεί που πονάει».
Ότι το άρθρο αυτό δεν είναι καθόλου καλοπροαίρετο και φυσικά, η συγγραφέας του, ουδόλως, ενδιαφέρεται να διερευνήσει την πραγματικότητα είναι σαφές, ευθύς εξ αρχής, με δεδομένο το γεγονός ότι, περιγράφοντας τις ανθρώπινες απώλειες της Ουκρανίας η Βρετανή Stephanie Baker τις ελαχιστοποιεί και αναφέρει ότι αυτές ανέρχονται, σε δεκάδες χιλιάδες (αυτή είναι η τάξη μεγέθους, την οποία χρησιμοποιεί. για να περιγράψει τις ουκρανικές απώλειες), ενώ αντίστοιχα, για την Ρωσία, ξαφνικά, οι απώλειες γίνονται πολύ πιο συγκεκριμένες και φυσικά, απολύτως, εξωπραγματικές, αφού, για την Stephanie Baker, αριθμούνται, στα επίπεδα των 648.000 ανθρώπων, νεκρών και σακατευμένων νέων. (Στην πραγματικότητα, οι απώλειες των Ρώσων, πρέπει να είναι, κάτι, παραπάνω, από 100.000 νεκρούς).
Οι ανθρώπινες απώλειες (νεκροί και σακατεμένοι) όσον αφορά την Ουκρανία είναι προκλητικά ελαχιστοποιημένες στα επίπεδα των κάποιων χιλιάδων ανθρώπων, ενώ, βέβαια, στην πραγματικότητα, οι απώλειες αυτές ξεπερνούν, κατα πολύ, το 1.000.000 ανθρώπων, κυρίως, νέων και αυτό είναι, που έχει σημασία και οι οποίοι σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών και σακατεύτηκαν, βαρύτατα.
Στην πραγματικότητα, η Stephanie Baker, ακόμη και όταν προσπαθεί να περιγράψει τις υποτιθέμενες και τις πραγματικές αρνητικές επιπτώσεις των κυρώσεων, που έχουν επιβάλει οι Δυτικοί, στην ρωσική οικονομία, η Αγγλίδα αναλύτρια, μέσα από ένα σλάλομ αντιφατικών σκέψεων και διαπιστώσεων, τελικά, στριμώχνει την πραγματική της εκτίμηση, όσον αφορά το γεγονός ότι οι δυτικές κυρώσεις, στην ρωσική οικονομία, δεν είναι αποτελεσματικές (αν και, αρχικά, το αμφισβητεί) και αυτό το χρεώνει, στο γεγονός ότι οι κυρώσεις δεν εφαρμόζονται, στην πράξη, όπως θα έπρεπε να εφαρμόζονται, χωρίς βέβαια να προσδιορίσει το πώς πρέπει και το πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, μέσα στην παγκόσμια οικονομία, όπου οι βασικοί παίκτες δεν είναι, πλέον, μόνον, οι χώρες της Δύσης, όπως ήσαν, στην εποχή της “Σοβιετικής Ένωσης” και αμέσως, μετά την αυτοδιάλυση της “Ε.Σ.Σ.Δ.” και του λεγόμενου “σοσιαλιστικού στρατοπέδου”, στην Ανατολική Ευρώπη, δηλαδή έως και περίπου, την δεκαετία του 2000, αφού οι χώρες της Δύσης έχουν, πλέον, σαφείς ανταγωνιστές και αποτελούν, βέβαια, ένα μέρος της παγκόσμιας οικονομίας, που είναι σημαντικό, μεν, αλλά όχι κυρίαρχο, δε, όπως, στις προηγούμενες δεκαετίες, μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, με δεδομένη την θυελλώδη άνοδο της κινεζικής οικονομίας, αλλά, έστω και σε μικρότερο βαθμό και των υπολοίπων οικονομιών των μεγάλων κρατών του παλαιού τρίτου κόσμου όπως η Ινδία, η Βραζιλία, ακόμη και η Τουρκία.
Αυτή η κατάσταση, που διαμορφώθηκε, στην πορεία της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, από την δεκαετία του 1990 και έχει ωριμάσει, στα επίπεδα της παρούσας εποχής, είναι το βασικό σημείο στήριξης της ρωσικής οικονομίας στον πλανήτη, κάτι που η “Σοβιετική Ένωση”, στην εποχή της, δεν διέθετε, ως αποκούμπι.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και γι’ αυτόν το λόγο, οι κατεστημένες σχολές σκέψης και στρατηγικής ανάλυσης των Δυτικών χωρών - κυρίως, των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας - βρίσκονται, εκτός τόπου και χρόνου, αφού προβάλουν ένα μακρινό, πλέον, παρελθόν της δικής τους ισχύος, ως παρόν, κάτι που, βέβαια, σε καμία περίπτωση, δεν ισχύει.
Αυτή είναι η πικρή αληθεια, όσον αφορά τον ρωσοουκρανικό πόλεμο και την αδυναμία των δυτικών ελίτ να γονατίσουν την ρωσική οικονομία και να περιθωριοποιήσουν την ρωσική ελίτ, η οποία έχει τα απαραίτητα βασικά σημεία στήριξης, σε παγκόσμιο επίπεδο, τα οποία μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και φυσικά, τα χρησιμοποιεί.
Ως εκ τούτου, όσο και αν αυτό δεν αρέσει στις δεξαμενές στρατηγικης σκέψης της Δύσης, δεν είναι δυνατόν αυτή νέα η πραγματικότητα να παρακαμφθεί.
Γι’ αυτό, άλλωστε και επιμένω, στην διαπίστωση ότι η μανιώδης αντιρωσική πολιτική, που ακολουθούν οι Δυτικοί προσκρούει, σε ανυπέρβλητα αδιέξοδα.
Όσο η Δύση δεν εισέρχεται, σε μια διαδικασία περισυλλογής και αυτογνωσίας, τόσο αυτά τα ανυπέρβλητα αδιέξοδα πρόκειται να εντείνονται και να διευρύνονται.
Και για αυτές τις εξελίξεις η Δύση δεν πρέπει να αιτιάται κανέναν άλλον. Μόνο τον εαυτό της…
Σχόλια