Γιώργος Φλωρίδης : Ένας ξοφλημένος και βγαλμένος από την ναφθαλίνη, πολιτικός - τέως ΠΑΣΟΚ και αεί, σημιτικός -, ως “made in USA” υπουργός “Δικαιοσύνης” της ΝΔ, μετέτρεψε, με τον Ν. 5090/24-2-2024, για τον Ποινικό Κώδικα και τον ΚΠοινΔ, σε πλημμελήματα, περίπου, τα πάντα, με την αστυνομοκρατική λογική «όλοι στην φυλακή», τον οποίο, προθύμως και προφανώς, με, υπόδειξη των ενοίκων του κτιριακού συγκροτήματος της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 91, ένταξε, στην κυβέρνηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Το χαλαρό της ποινικής αντιμετώπισης των 


Ο εικονιζόμενος Γιώργος Φλωρίδης, πάντοτε, από τότε, που, από άσημο τοπικό παράγοντα (νομάρχης) του ΠΑΣΟΚ, στο Κιλκίς, ο Κώστας Σημίτης και οι “εκσυγχρονιστές” του, τον ξεπέταξαν, στην κεντρική πολίτη σκηνή, στις βουλευτικές εκλογές της 22/9/1996, μου ήταν, εξαιρετικά, αντιπαθής, ως ένας κλασικός τύπος γλοιώδους νέοπασόκου πολιτικού, που είχε ενταχθεί, ως νέα γλίτσα, πλήρως, στο αστικό πολιτικό σύστημα, χωρίς κανέναν δισταγμό και με μόνο προσανατολισμό την προσκόλληση, στην προσωπική πολιτική του καριέρα και στην βουλευτική και υπουργική καρέκλα, πρόθυμος να εξυπηρετήσει οποιοδήποτε εντόπιο ολιγαρχικό συμφέρον, αλλά και άλλα αλλότρια συμφέροντα, γι’ αυτό, άλλωστε, όπως έχει λεχθεί, όταν, στην τελευταία κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης, ήταν το αγαπημένο παιδί της, πέραν του Ατλαντικού, υπερδύναμης και των ενοίκων του κτιριακού συγκροτήματος της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 91, οι οποίοι, όταν, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές της 7/3/2004, πρότειναν, στον Κώστα Καραμανλή, να κρατήσει, στην δική του νέα κυβέρνηση, τον αγαπημένο τους άνθρωπο, τον Γιώργο Φλωρίδη, στην ίδια υπουργική καρέκλα. Ο Κώστας Καραμανλής απέρριψε, ευγενώς, την πρόταση, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό του έκανε καλό, όμως, η ίδια η ευθεία αμερικανική παρέμβαση και υπόδειξη, στον, τότε, πρωθυπουργό, έδειξε την πολιτική και προσωπική ποιότητα του Γιώργου Φλωρίδη και τα συμφέροντα, με τα οποία αυτός είχε δικτυωθεί.

Ο Γιώργος  Φλωρίδης, πολύ πριν χρεωκοπήσει, εμφανώς και επισήμως, η ελληνική οικονομία, λόγω της ένταξής της, στην ζώνη του ευρώ, μια ένταξη, για την οποία φέρει βαρύτατες ευθύνες και ο ίδιος, ως μέλος του υπουργικού συμβουλίου του Κώστα Σημίτη, υπήρξε και είναι ένας σκληροπυρηνικός νεοσυντηρητικός, όπως φαίνεται και από την δήλωσή του, το 2010, παραιτούμενος, από βουλευτής, επειδή τσακώθηκε, με τον Γιώργο Παπανδρέου, που τον είχε παραγκωνίσει, ως νεοφιλελεύθερο, όταν ο Φλωρίδης υπερασπίστηκε την πολιτική των απολύσεων των εργαζομένων και στην οποία ανέφερε, το κλασικό παραμυθάκι των αστών μνημονιακών πολιτικών και της, εθελουσίως και συμφεροντολογικώς, κινούμενης υποχείριας εντόπιας ολιγαρχίας ότι  «η κρίση στη χώρα μετεξελίσσεται ραγδαία από οικονομική και κοινωνική σε βαθιά πολιτική, με απρόβλεπτη πορεία. Μετά τη χρεοκοπία της δανειοδοτούμενης παρασιτικής οικονομίας, ζούμε τη βαθύτατη κρίση του πολιτικού μας συστήματος. Η ευθύνη γι' αυτήν θα πρέπει να αποδοθεί κατεξοχήν στα κλειστά κατεστημένα συστήματα εξουσίας που, ως πραγματικοί εχθροί της δημιουργικής κοινωνίας, διαμόρφωσαν και στήριξαν το πελατειακό, αδιαφανές κράτος και το αντιπαραγωγικό οικονομικό μοντέλο - σε «αγαστή» συνεργασία με παρασιτικές δυνάμεις από το σύνολο της πολιτικής γεωγραφίας, αλλά και της μεγαλομεσαίας κοινωνικής κλίμακας της μεταπολίτευσης. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, ο καθένας μπορεί να δει, περισσότερο η λιγότερο, τον εαυτό του».

Τώρα, ο ομογάλακτός του Κυριάκος Μητσοτάκης, έβγαλε, από την ναφθαλίνη, αυτόν τον ξοφλημένο πολιτικό, ο οποίος, με το νέο, πλέον, νομοθέτημα, τον Ν.5090/24-2-2024, άλλαξε 138 άρθρα του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας, με την τιμωρητική λογική του «όλοι, στην φυλακή» και την συρρίκνωση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων.

Προφανώς, αυτό, που έπραξε δεν είναι, απλώς, δικής του εμπνεύσεως έργο. Είναι και έργο του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά αυτό το νομοθέτημα, κονιορτοποιείται, από τον δικαστικό και τον ευρύτερο νομικό κόσμο της χώρας, οι εκπρόσωποι του οποίου κατέθεσαν στην κοινοβουλευτική ακρόαση, προβλέποντας ότι, με τις νέες ρυθμίσεις, θα αυξηθεί η εγκληματικότητα, με ενορχήστρωση, κυρίως, από τις φυλακές. «Αυτός, που μπαίνει, στην φυλακή, είναι άλλος άνθρωπος, από αυτόν, που βγαίνει», είπε η καθηγήτρια Σοφία Βιδάλη, σχολιάζοντας τον υπερβολικό ζήλο του Γιώργου Φλωρίδη να επιβάλει εγκλεισμό, ακόμη και σε ανήλικους.

Ο Γιώργος Φλωρίδης και το νομοθέτημα, που εισηγήθηκε, αντιλαμβάνονται την λεγόμενη δίκαιη δίκη, ως άσκοπη σπατάλη του χρόνου των δικαστηρίων και οδηγούν, σε θεσμική και συνταγματική εκτροπή, αφού οι αναμορφωμένοι Κώδικες παραβιάζουν δικαιώματα και καθιστούν το ποινικό σύστημα μηχανισμό ενοχοποίησης όσων κατηγορούνται και με την αυστηροποίηση των ποινών, αλλάζει την αποστολή του ποινικού νομικού συστήματος, στο οποίο, πλέον η φυλάκιση, από έσχατη λύση, μετατράπηκε, σε επιδιωκόμενη προτεραιότητα, αφού οι αστικοδημοκρατικές  νομικές αξίες και οι δικονομικές εγγυήσεις, ισοπεδώνονται, όπως και η αρχή της αναλογικότητας και το τεκμήριο αθωότητας, με την  σκοπούμενη παραμόρφωση του ποινικού νόμου, με την εισαγωγή των στοιχείων της νομικής αντιδραστικότητας, του χυδαίου λαϊκισμού και της αντισυνταγματικότητας.

Έτσι, φθανουμε, στο σημείο οι ποινικοί δικαστές να βγάζουν αστικές αποζημιώσεις (!), ενώ, τα ΜΜΕ περιέρχονται, στο έλεος της κυβερνητικής ποδηγέτησης της, έτσι και αλλιώς, άθλιας και κατευθυνόμενης ενημέρωσης και ο δικαστής δεσμεύεται να καταδικάζει, όχι, απλώς, τον δημοσιογράφο, αλλά την ιδιότητά του.

Η θεωρία Φλωρίδη ότι «το ποινικό σύστημα έτεινε στην προστασία των δικαιωμάτων όσων εγκληματούν», υποδηλώνει ότι όσοι παραπέμπονται, σε δίκη, για εγκλήματα, δεν έχουν δικαιώματα.

Ας δούμε, συνοπτικά, τα πεπραγμένα του Γιώργου Φλωρίδη :

Πλημμελήματα. 

Οι ποινές φυλάκισης, πλέον, θα πρέπει να εκτίονται, πραγματικά, για την πλειοψηφία των αδικημάτων. Συγκεκριμένα, για πλημμελήματα, έως ενός έτους, δύναται η χορήγηση αναστολής, υπό προϋποθέσεις, ενώ για φυλάκιση, έως 3 έτη, ο καταδικασθείς καλείται να εκτίσει ποινή, από 30 ημέρες έως έξι μήνες. Όσο για πράξεις, για τις οποίες προβλέπονται ποινές, από τρία, έως πέντε έτη, προβλέπεται έκτιση από το 1/5 έως τα 2/5 της ποινής.

Κακουργήματα. 

Το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνεται, στα 20 έτη, από τα 15. Αντίστοιχα, στα κακουργήματα, που τελούνται, κατά συρροή, η ανώτατη ποινή, από 20 έτη, μετατρέπεται σε 25 έτη, ενώ στα πλημμελήματα, κατά συρροή, από τα 8 έτη, στα 10 έτη.

Αυτεπάγγελτη δίωξη.

Αλλαγές υπάρχουν, στα αδικήματα κακουργηματικής φύσης και ως προς το πότε διώκονται, αφού, πλέον, μπορούν να διωχθούν, αυτεπαγγέλτως, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί μηνυτήρια αναφορά, από το θύμα, ή τρίτο πρόσωπο. Έτσι, καταργείται και η, κατ’ έγκληση, κακουργηματική απάτη, υπεξαίρεση, απιστία, σε βάρος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τοκογλυφία και η αποδοχή προϊόντος εγκλήματος, που έχει αποκτηθεί, με, κατ’ έγκληση, διωκόμενη αξιόποινη πράξη.

Ενδοοικογενειακή βία. 

Νομοθετείται, πλέον, η υποχρέωση των επαγγελματιών (εκπαιδευτικοί, ιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι κ.ά.) να καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, ενώ, συγχρόνως, τους παρέχεται προστασία, από κακόβουλες μηνύσεις, ή από δυσμενή μεταχείριση, που μπορεί να υφίστανται, λόγω καταγγελίας τους, προς τις αρμόδιες αρχές. Η σημασία των επαγγελματιών διαφαίνεται και από το ότι θεσμοθετείται και η δυνατότητα κλήτευσής τους, με την ιδιότητα του μάρτυρα, σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, σε περίπτωση, που δεν αποδεικνύεται, με άλλο τρόπο, το περιεχόμενο της καταγγελίας.

Εμπρησμός. 

Η, από αμέλεια, πρόκληση πυρκαγιάς δάσους, σε συνθήκες, με ακραίο δείκτη επικινδυνότητας, όταν αυτή επιφέρει σωματικές βλάβες, θανάτους, ή βαρύτατη οικολογική βλάβη, μετατρέπεται, σε κακούργημα. Επίσης, αυστηρότερες ποινές προβλέπονται και στο αδίκημα του εμπρησμού (264ΠΚ), τόσο στην πλημμεληματική όσο και στην κακουργηματική του ποινή, όπου ορίζεται μεταξύ άλλων και επιβολή χρηματικής ποινής. Επίσης, στο αδίκημα του εμπρησμού σε δάσος (265ΠΚ) σε περιπτώσεις καταδίκης απαγορεύεται η χορήγηση αναστολής ή η μετατροπή της ποινής.

Δήμευση, σε περίπτωση εμπρησμού, σε δάση. 

Με τον αναμορφωμένο Ποινικό Κώδικα, θεσμοθετείται και η δήμευση περιουσιακών στοιχείων όσων καταδικάζονται, για το έγκλημα του εμπρησμού, σε δάση, από πρόθεση, τετελεσμένο και σε απόπειρα. Το άρθρο 265Α ΠΚ αφορά και σε όσους καταδικάζονται, για εμπρησμό, σε δάση, από αμέλεια, από τις οποίες προκλήθηκε πυρκαγιά, που είχε, ως αποτέλεσμα, θάνατο, ή βαριά σωματική βλάβη, ή εξαπλώθηκε, σε μεγάλη έκταση και είχε, ως επακόλουθο, σοβαρή, ή ευρεία ρύπανση, ή υποβάθμιση, ή σοβαρή οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη, ή καταστροφή.

Επικίνδυνη οδήγηση. 

Η επικίνδυνη οδήγηση τιμωρείται, με κάθειρξη και στην περίπτωση παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη, εφόσον, από την ενέργεια αυτή, προκαλείται θάνατος, ή βαριά σωματική βλάβη.

Θεσπίζεται η πράξη της διατάραξης λειτουργίας νοσηλευτικού, ή εκπαιδευτικού ιδρύματος, με φωνασκίες θόρυβο, ύβρεις, ή απειλές. Συγχρόνως, προβλέπονται αυστηρότερες ποινές, ήτοι, φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή, όταν υπάρχει και βιαιοπραγία.

Η ευθύνη των νομικών προσώπων για αδικήματα δωροδοκίας. 

Σε νομικό πρόσωπο, που εμπλέκεται, σε δωροδοκία προβλέπεται χρηματικό πρόστιμο, ύψους, από 50.000 ευρώ, έως 10 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, το πρόστιμο μπορεί να φτάσει, μέχρι το διπλάσιο των, προ φόρων, ετησίων καθαρών κερδών του νομικού προσώπου, αν το ποσό αυτό υπερβαίνει τα 10.000.000 ευρώ. Εκτός από το πρόστιμο, μπορούν να επιβληθούν ανάκληση, ή αναστολή, της άδειας λειτουργίας, ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ή αποκλεισμός, από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, επιδοτήσεις, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του δημοσίου τομέα.

Αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.

Αυστηρότερη γίνεται και η ποινή φυλάκισης, για την, εξ αμέλειας, ανθρωποκτονία, αφού αυξάνεται, από ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 ετών, σε φυλάκιση, τουλάχιστον, 2 ετών, με αποτέλεσμα ο καταδικασθείς, πλέον, να καλείται να εκτίσει μέρος της ποινής του.

Στην καθημερινότητα, οι νέοι Ποινικοί Κώδικες φέρνουν ριζικές αλλαγές, στο κοινωνικό σύνολο, αυξάνοντας, έτσι, τα όρια των καταδικαστικών αποφάσεων και ειδικότερα, στα κακουργήματα, αλλά κυρίως δημιουργώντας μια νέα αντίληψη, στην δικαστηριακή πρακτική, καθιερώνοντας, παράλληλα, την πραγματική έκτιση των ποινών, σε περίπτωση πλημμελημάτων. 

Ο νέος Ποινικός Κώδικας εισάγει παραμέτρους, με τις οποίες είναι δυνατή, αν όχι υποχρεωτική, σε πολλές περιπτώσεις, η πραγματική έκτιση της ποινής, σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος πλημμεληματικού χαρακτήρα.

Έτσι, πλέον, οι ποινές φυλάκισης, έως ένα έτος, θα μπορούν να αναστέλλονται, αν οι αμετάκλητες καταδίκες, εφόσον υπάρχουν στο ποινικό μητρώο, δεν υπερβαίνουν το ένα έτος. Οι ποινές φυλάκισης, άνω του ενός έτους και μέχρι 2 έτη, θα εκτίονται, πρωτίστως, με εναλλακτικούς τρόπους έκτισης της ποινής. Δηλαδή της μετατροπής των ποινών, σε χρηματικές, ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Αντίθετα, οι ποινές φυλάκισης, μέχρι 3 έτη, θα μπορούν να εκτίονται, μερικώς, σε σωφρονιστικό κατάστημα  - από έναν έως 6 μήνες - και το υπόλοιπο της ποινής να αναστέλλεται.

Για αδικήματα της “καθημερινότητας”, δηλαδή, για αδικήματα, που, πολύ εύκολα και συχνά διαπράττονται, από τους πολίτες, όπως π.χ. φορολογικές παραβάσεις, μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών, σωματική βλάβη τρίτων, υγειονομικές παραβάσεις, απειλείται φυλάκιση, για μέρος της ποινής.

Με τα νέα δεδομένα, αν κάποιος που δεν έχει, στο παρελθόν, καταδικαστεί, αμετάκλητα, με μία, ή περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, σε στερητική της ελευθερίας ποινή, άνω του ενός έτους και καταδικαστεί, σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, τότε, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, για ορισμένο διάστημα. Η αναστολή δεν μπορεί να είναι κατώτερη, από ένα έτος και ανώτερη από τρία έτη, εφόσον κριθεί, από το δικαστήριο, αιτιολογημένα, ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία, για να αποτρέψει τον παραβάτη, από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Έτσι, σε αδικήματα, με ποινή έως ένα έτος, η αναστολή θεωρείται, σχεδόν υποχρεωτική, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι το αδίκημα της επανειλημμένης εξύβρισης. 

Εάν κάποιος καταδικαστεί, σε φυλάκιση, που δεν υπερβαίνει τα 3 έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής του, σε χρηματική, ή, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, δεν επιτρέπεται, με βάση το ύψος της ποινής, ή κρίνει ότι δεν είναι επαρκής, για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα, από την τέλεση άλλων νέων αξιόποινων πράξεων και για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της ποινής, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση μέρους της ποινής. Η διάρκεια της φυλάκισης δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ενός μηνός, αλλά, ούτε και ανώτερη των 6 μηνών, ενώ, για τον υπόλοιπο χρόνο της ποινής, θα επέρχεται αναστολή εκτέλεσής της.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η διάπραξη του αδικήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, αδίκημα το οποίο έχει απειλούμενη ποινή, έως 2 έτη. Έτσι, πρακτικά, αν κάποιος καταδικαστεί, για φθορά ξένης ιδιοκτησίας, μπορεί να εκτίσει, πραγματικά, την ποινή του, δηλαδή να μπει φυλακή.

Το ίδιο ισχύει και για άλλα αδικήματα, όπως είναι οι φορολογικές παραβάσεις, μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών, κάποιες από τις σωματικές βλάβες, αλλά και πολλά από τα αδικήματα της καθημερινότητας, όπως η παράνομη τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων, σε κοινόχρηστο χώρο, η παραβίαση υγειονομικών διατάξεων, σε καταστήματα (εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες, μπαρ κ.λ.π.).

Το επόμενο επίπεδο επιβολής των ποινών είναι αυτό, από 3, έως 5 έτη φυλάκισης. Εάν κάποιος καταδικαστεί, σε φυλάκιση, για αδίκημα πλημμεληματικού χαρακτήρα, που υπερβαίνει τα 3 έτη, το δικαστήριο διατάζει την πραγματική έκτιση της ποινής, εντός σωφρονιστικού καταστήματος.

Ωστόσο, εάν το δικαστήριο κρίνει, αιτιολογημένα, ότι η έκτιση, μέρους της ποινής, αρκεί, για να αποτραπεί η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, έχει την δυνατότητα να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής, που δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 1/5, ούτε ανώτερη των 2/5 και την αναστολή του υπολοίπου της ποινής.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, όσες ποινές είναι, από 3 έως 5 έτη, η πραγματική έκτιση της ποινής είναι βέβαιη και όσοι διαπράξουν πλημμεληματικής μορφής αδικήματα, δηλαδή παραβιάσουν πολεοδομικές διατάξεις, κατά την ανέγερση οικοδομής, ή μετατρέψουν τον χώρο της πιλοτής πολυκατοικίας, ή μονοκατοικίας, σε κατοικήσιμο χώρο, ή διαπράξουν τα αδικήματα της συμμορίας, της πλαστογραφίας, της απάτης, της κλοπής, του εμπρησμού και τα λοιπά, θα μπουν φυλακή.

Οι τροποποιήσεις, στον Ποινικό Κώδικα, αυξάνουν, κατά πολύ, τις ποινές όσων διαπράττουν κακουργήματα. Αυτοί, θα παραμένουν, πολύ περισσότερο, εντός των φυλακών, ενώ δυσκολεύουν, κατά πολύ, οι προϋποθέσεις, για την, υφ’ όρον απόλυση.

Το ανώτατο όριο κάθειρξης, για τα κακουργήματα, αυξήθηκε, από τα 15, στα 20 έτη. Έτσι, σε όποιο άρθρο του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται, ως προβλεπόμενη ποινή η «κάθειρξη», πλέον μπορεί αυτή να φτάσει, έως τα 20 έτη.

Ακόμη, αυξήθηκε, στα 25 έτη - από τα 20 - το όριο του αδικήματος της κάθειρξης, επί συρροής κακουργημάτων και η μέγιστη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, από τα 15, στα 20 έτη, για όλα τα κακουργήματα, ενώ, επί συρροής πλημμελημάτων, αυξήθηκε η ποινή, στα 10, από τα 8 έτη, που ήταν, έως τώρα. Με τα νέα δεδομένα, σε επίπεδο κακουργηματικού χαρακτήρα, κάποια από τα αδικήματα, που αφορούν ναρκωτικά, ή υποθέσεις λαθρεμπορίας, ή παράνομη διακίνηση αλλοδαπών και τα άλλα, το ανώτερο όριο φυλάκισης αυξήθηκε, υπερβολικά.

Έτσι, αφού το μέγιστο όριο κάθειρξης αυστηροποιείται, για όλα τα κακουργήματα, στα 20 έτη, αυτό συμπαρασύρει, προς το αυστηρότερο και την, υφ’ όρον, απόλυση, ως προς τον χρόνο παραμονής στη φυλακή.

Ετσι, πλέον, θα εναπόκειται, στην ουσιαστική κρίση του δικαστικού συμβουλίου, ανάλογα με την επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη και ανεξαρτήτως, των τυπικών προϋποθέσεων της συμπλήρωσης του χρόνου κράτησης, εάν θα υπάρξει, ή όχι, υφ’ όρον, απόλυση.

Στο αδίκημα του εμπρησμού, από εδώ και πέρα, όποιος προξενεί πυρκαγιά, σε δάσος, ή δασική έκταση, ή έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, τιμωρείται:
α) με κάθειρξη 10 ετών και χρηματική ποινή, 
β) με κάθειρξη, έως 10 έτη και χρηματική ποινή, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, 
γ) με κάθειρξη, τουλάχιστον, 10 έτη και χρηματική ποινή, εάν προκάλεσε σημαντική βλάβη, σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, ή υπήρξε βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, ή η φωτιά εξαπλώθηκε, σε μεγάλη έκταση, ή υπήρξε ευρεία ρύπανση, ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική καταστροφή, και
δ) με ισόβια κάθειρξη, εάν υπάρξει απώλεια ανθρώπινης ζωής.

 Όσοι κάνουν επικίνδυνη οδήγηση, με το αυτοκίνητο και πολύ περισσότερο, όσοι παραβιάζουν το κόκκινο του σηματοδότη και προκαλούν βαριά σωματική βλάβη, ή θάνατο, έρχονται αντιμέτωποι, μέχρι και με ισόβια κάθειρξη. Η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη, από εδώ και πέρα, αντιμετωπίζεται, ως ειδικότερο αδίκημα, με αποτέλεσμα να τιμωρείται ο δράστης, που πέρασε με κόκκινο, με ποινές οι οποίες μπορούν να φτάσουν, μέχρι και τα ισόβια. Αν κάποιος παραβιάσει κόκκινο σηματοδότη τιμωρείται με:
α) φυλάκιση έως 3 έτη, αν υπάρξει κίνδυνος σε ξένα πράγματα-αντικείμενα,
β) φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αν υπάρξει κίνδυνος για ανθρώπινη ζωή,
γ) κάθειρξη έως 10 έτη, αν υπάρξει βαριά σωματική βλάβη ή προκληθεί σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις,
δ) κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, αν επέλθει θάνατος ανθρώπου. Και εάν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, τότε, στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να επιβληθεί, ακόμη και ισόβια κάθειρξη. 
Έτσι, είναι φανερό ότι, εάν κάποιος δεν τηρήσει τους κανόνες οδηγικής συμπεριφοράς, που προβλέπει ο ΚΟΚ, κινδυνεύει να μπει φυλακή.

Οι νέες αλλαγές, στον Ποινικό Κώδικα, έρχονται να αλλάξουν, ριζικά την υπάρχουσα νομική ισορροπία. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές έρχονται να αυξήσουν τα όρια των επιβαλλόμενων ποινών, στοχεύοντας, όμως, ταυτόχρονα, στην λεγόμενη μικροεγκληματικότητα.

Πλημμελήματα, τα οποία οδηγούσαν, σε ποινές φυλακίσεως, έρχονται, πλέον, να μετατραπούν, είτε σε χρηματικές ποινές, είτε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (που καθιστά, τον καταδικασθέντα δούλο του κράτους), είτε σε πραγματική έκτιση της ποινής, ήτοι, σε, επί της ουσίας, φυλάκιση

Πρόκειται, δηλαδή, για μία συνολική τροποποίηση, που αφορά το γενικότερο πλαίσιο, με το οποίο η νομοθετική εξουσία επιδιώκει να αλλάξει τον τρόπο, με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τον ποινικό δράστη.

Ο Ν.5090/24-2-2024, με τις παρεμβάσεις, στους Ποινικούς Κώδικες δίνει την ευκαιρία μιας αποτίμησης των βασικών νομοθετικών αλλαγών, που επιχειρούνται, αλλά και μιας γενικότερης θεώρησης του τρόπου, με τον οποίο η Πολιτεία νομοθετεί. 




Ο, παραπάνω, εικονιζόμενος μακαρίτης καθηγητής μου, στο Ποινικό Δίκαιο και ατην Φιλοσοφία του Δικαίου, Ιωάννης Μανωλεδάκης θεωρούσε «όχι φυσιολογική, αλλά παθολογική, την διαπλοκή του ποινικού δικαίου, με την πολιτική, αφού μεταφέρει το ποινικό δίκαιο, από τον χώρο αναζήτησης του κοινού καλού… στον χώρο των ιδιοτελών στόχων των πολιτικών ομάδων» και έχει δίκιο. 

Και εάν, ως ένα βαθμό, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι αντιληπτός ο τρόπος αλληλεπίδρασης, μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του ποινικού δικαίου, με το δεύτερο να αποτελεί αντικαθρέπτισμα συγκεκριμένων πολιτικών αξιολογήσεων (η τιμωρητική πολιτική απέναντι στην φιλελεύθερη-εγγυητική), ωστόσο οι βασικοί κανόνες, που διαμόρφωναν τις νομοθετικές αλλαγές, είχαν προσδιοριστεί, αποκλειστικά, από την νομική επιστήμη. Στην χώρα μας, πλέον, η επιστήμη έχει παραμεριστεί, για χάρη ενός λαϊκού εντυπωσιασμού. 

Ο Ν. 5090/24-2-2024 είναι χαρακτηριστικό δείγμα αντιεπιστημονικού κειμένου, που υπόκειται, μόνο, στην ανάγκη επικοινωνιακής πολιτικής. Και μόνο το γεγονός ότι γίνονται τέτοιες βαθιές αλλαγές, σε δύο βασικά νομοθετήματα, χωρίς να υπάρχει νομοπαρασκευαστική επιτροπή, χωρίς την σύμπραξη νομικών επιστημόνων, παρά μόνο, από τους τεχνοκράτες υπαλλήλους και συνεργάτες του υπουργείου, φανερώνει την επιστημονική ένδεια. Οι αλλαγές, στους Κώδικες, δεν αποτελούν προϊόν ωρίμανσης μιας εξελικτικής διαδικασίας, ούτε υπόκεινται, στον ορθό λόγο. Γι’ αυτό είναι και θνησιγενείς. Αντικαθίστανται, από νέες διατάξεις, σε σύντομο χρόνο, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και την ειδησεογραφία. Οι συχνές και εκτεταμένες αλλαγές δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου, στους πολίτες και μια δαιδαλώδη νομολογιακή πραγματικότητα. Σκοπός των νομοθετικών αλλαγών δεν είναι να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής των πολιτών, αλλά να τους εντυπωσιάσουν. Τέτοιες είναι και οι αλλαγές του νέου νόμου. Και όσο, στην Ελλάδα, η ποινική επιστήμη αντιμετωπίζεται, ως περιττό βάρος, όσο οι νομοθετικές αλλαγές, στους ποινικούς κώδικες, γίνονται, με όρους επικοινωνιακής πολιτικής, τόσο οι πολίτες θα βλέπουν την αντινομία, μεταξύ πολιτικών εξαγγελιών και πραγματικότητας, ως ένα ανεξήγητο φαινόμενο, που, ωστόσο, είναι πολύ εύκολα εξηγήσιμο. 

Δυστυχώς, αυτό είναι το «κράτος του νόμου» και η, απίστευτα, διαστροφική συλλογιστική και «λογική» του.

Τα στατιστικά δεδομένα της Αστυνομίας αποδεικνύουν ότι η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας το 2021, όχι μόνο δεν επέφερε μείωση της εγκληματικότητας, αλλά αύξησή της. Οι κοινωνικές αιτίες διαμόρφωσης μιας κατάστασης και η επιλογή του λιγότερου κόστους για τις κρατικές υπηρεσίες, εξισορροπούνται εύκολα με μια βαρύγδουπη εξαγγελία αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Από το 2019, μέχρι και σήμερα, με διαδοχικές παρεμβάσεις, στον νέο Ποινικό Κώδικα, αυξήθηκαν οι απειλούμενες ποινές πολλών εγκλημάτων. Τελευταία σημαντική παρέμβαση, στον ΠΚ, ήταν, στο τέλος του 2021, με την ψήφιση του Ν. 4855/2021. Ωστόσο, από τα επίσημα στατιστικά της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι το 2021, πριν την αύξηση των ποινών, είχαν βεβαιωθεί 191.224 εγκλήματα, ενώ το 2022, μετά την αύξηση των ποινών, βεβαιώθηκαν 241.549 εγκλήματα, δηλ. η εγκληματικότητα αυξήθηκε σε ποσοστό που ξεπερνά το 25%. Ειδικά ως προς την βαριά εγκληματικότητα (κακουργήματα) διαπιστώνεται από τα ίδια στατιστικά στοιχεία, ότι, το 2021, είχαν βεβαιωθεί 8.561 κακουργήματα και το 2022, βεβαιώθηκαν 10.202 κακουργήματα, αύξηση, που ξεπερνά το 20%. Μάλιστα, η ίδια αύξηση παρατηρείται, σε όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων, ακόμη και στα εγκλήματα, για τα οποία ο Ν. 4855/2021 προέβλεψε αυξημένα όρια ποινών. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι, ενώ, το 2021, αυξήθηκαν τα όρια ποινής, για το κακούργημα του εμπρησμού και του εμπρησμού, σε δάση, το καλοκαίρι του 2023 εκδηλώθηκαν οι μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών, οι περισσότερες, από τις οποίες αποδόθηκαν, σε εμπρησμό. Ο μύθος της πάταξης της εγκληματικότητας, μέσω της αύξησης των ποινών, υποκρύπτει αδυναμία, ή έλλειψη βούλησης, για αντιμετώπιση των πραγματικών αιτίων της αύξησης της εγκληματικότητας, αλλά και για την στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών και προσφέρεται, τελικά, μόνο, για πολιτική διαχείριση του ζητήματος της ασφάλειας.

Πέρα από τις πιο πάνω παρατηρήσεις, η αύξηση των ορίων πρόσκαιρης κάθειρξης εδραιώνει την Ελλάδα, στην τελευταία θέση, ως προς την αυστηρότητα των ποινών, μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών κρατών, αυξάνοντας, δραματικά, την απόσταση, από το, αμέσως, επόμενο κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, για το 2015, όταν τα όρια ποινών ήσαν αυτά, στα οποία ο Ν 5090/24-2-2024 επαναφέρει τον Ποινικό Κώδικα, διαπιστώνει ότι, στην Ελλάδα, το 47,8% των ποινών είναι, μεταξύ 10 και 20 ετών, σε σύγκριση, με το 11,80% του μέσου όρου όλων των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, ενώ οι ποινές ισόβιας κάθειρξης αποτελούν, στην Ελλάδα, το 13,10%, έναντι του 1,70% του μέσου όρου των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών. Η σύγκριση, με τα ευρωπαϊκά κράτη, δεν μπορεί να γίνεται επιλεκτικά, αλλά πρέπει να είναι συνολική και να αφορά, ιδίως εκείνους τους θεσμούς και τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν ένα κράτος, ως κράτος δικαίου και αποδεικνύουν τον νομικό πολιτισμό του. Με τον Ν. 5090/24-2-2024, δεν γίνεται καμία προσπάθεια σύγκλισης, με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά οδηγούμεθα, σε απομόνωση και περιθωριοποίηση, η οποία μάλιστα έχει αποτυπωθεί, σε δικαστικές αποφάσεις πολλών ευρωπαϊκών κρατών, με την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, λόγω της διαπίστωσης των συστημικών προβλημάτων και ιδίως της δραματικής κατάστασης στις ελληνικές φυλακές. Οι  αλλαγές, στα άρθρα 42 και 47 ΠΚ, συνιστούν αναμφίβολα μια οπισθοδρόμηση και παράλληλα, αποκαλύπτουν λογικές ιδιότυπης επαναφοράς του θεσμού της προφυλάκισης, καθώς η κράτηση, στα πλαίσια της προδικασίας, αντιμετωπίζεται, ως υποκατάστατο της ποινής, με μοναδικό σκοπό τον κατευνασμό της κοινής γνώμης. Το πρόβλημα της συμπλήρωσης των ορίων προσωρινής κράτησης, πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, σε πρώτο βαθμό, που, όχι σπάνια, παρατηρείται, στην δικαστηριακή πρακτική, δεν συνδέεται, με την πρόβλεψη, από το ίδιο το Σύνταγμα, μικρών χρονικών ορίων διάρκειας της προσωρινής κράτησης, ούτε πολύ περισσότερο, με την απειλή μικρών ποινών. Και σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται η απειλούμενη, για κάθε έγκλημα, ποινή να αποτελέσει το όχημα, για την επιβολή προσωρινής κράτησης, αφού αυτή έχει δικονομικό χαρακτήρα, συνδέεται, αποκλειστικά, με το άδικο της συγκεκριμένης πράξης και πρέπει να σέβεται την,,συνταγματικά, κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.

Η επιλογή των μονομελών συνθέσεων, με αυτονόητα λιγότερα εχέγγυα ορθοκρισίας, σε σχέση με τις πολυμελείς συνθέσεις, θα οδηγήσει, αυτόματα, σε συρρίκνωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, τα οποία επιτείνονται και από άλλες ρυθμίσεις του νέου νόμου, όπως : 


α) η προαιρετική, πλέον,,διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης, για πλημμελήματα, που θα έχει, ως, περαιτέρω, αποτέλεσμα, την αδυναμία έγκαιρης προβολής των ισχυρισμών του κατηγορουμένου και την άκριτη παραπομπή, σε δίκη, με δικογραφίες, που, σε πολλές περιπτώσεις, θα είναι ελλιπείς, 


β) η αύξηση των ορίων του εκκλητού, που θα οδηγεί, σε έκδοση τελεσίδικων καταδικαστικών αποφάσεων, από μονομελείς συνθέσεις, καθώς ενώ η μεταφορά ύλης, από το τριμελές, στο μονομελές δικαστήριο θα δικαιολογούσε μείωση του ορίου του εκκλητού, το άρθρο 79 του νόμου, τροποποιώντας το άρθρο 489 ΚΠΔ, προβλέπει ότι, σε έφεση, υπόκεινται οι αποφάσεις του μονομελούς πλημμελειοδικείου, που επιβάλλουν ποινή φυλάκισης, πάνω από 5 μήνες, την στιγμή, που, σήμερα,,το όριο εκκλητού, για τις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου, είναι οι 4 μήνες, ενώ οι αποφάσεις του μονομελούς εφετείου όπως και του τριμελούς εφετείου, θα υπόκεινται, σε έφεση, μόνο όταν επιβάλλουν ποινή στερητική της ελευθερίας, τουλάχιστον, 3 ετών, την στιγμή, που σήμερα, το όριο εκκλητού, για τις ίδιες αυτές αποφάσεις, είναι τα 2 έτη, 


γ) η κατάργηση, ουσιαστικά, του δικαιώματος του κατηγορουμένου ,για άσκηση προσφυγής, κατά της απευθείας κλήσης, για πλημμέλημα, αφού, όπως, ήδη, αναφέρθηκε, η αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου είναι, εξαιρετικά, περιορισμένη και το άρθρο 322 ΚΠΔ εξακολουθεί να προβλέπει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής, μόνο, για πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, στραγγαλίζεται, με την πρόβλεψη, σχεδόν, τριπλάσιου παραβόλου 350,00 ευρώ, έναντι 150,00 ευρώ,,που προβλέπεται, σήμερα.


Μπορεί, εύκολα, να γίνει αντιληπτό ότι η συρρίκνωση της αρμοδιότητας των δικαστικών συμβουλίων θα έχει, ως αποτέλεσμα, την υπέρμετρη επιβάρυνση, με, σχεδόν, διπλάσιες υποθέσεις, της διαδικασίας,,στο ακροατήριο και παράλληλα, την υπέρμετρη επιβάρυνση της θέσης του κατηγορουμένου. Η επικαλούμενη στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών, στην διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται,,από την πρακτική εφαρμογή του θεσμού, αλλά, αντίθετα, επαληθεύονται οι εκτιμήσεις, για μία απλή τυπική διαδικασία, χωρίς ουσιαστικό προστατευτικό και εγγυητικό περιεχόμενο.

Με το άρθρο 63 του Ν. 5090/24-2-2024, προστίθεται νέα παρ. 5,,στο άρθρο 215 ΚΠΔ, που ορίζει ότι «αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει, στην προδικασία, δεν καλούνται, στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους, στο ακροατήριο, είναι αναγκαία, για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας». Για την δικαιολόγηση της ρύθμισης αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου αναφέρει ότι «η προσθήκη της παρ. 5 κρίθηκε επιβεβλημένη και θεωρείται πως θα συμβάλλει, τόσο στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης, που συνίσταται, στην συντομότερη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και στην αποφυγή αναβολών οφειλόμενων, στην απουσία μαρτύρων, όσο και στην αποφυγή της υποστελέχωσης υπηρεσιών, μέσω της άσκοπης και δαπανηρής, για το Δημόσιο, μετακίνησης αστυνομικών,,ή άλλων προανακριτικών υπαλλήλων, που έχουν, ήδη, καταθέσει, ενόρκως, κατά την προδικασία, για ζητήματα, που άπτονται της εκκρεμούς κατηγορίας και στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν έχουν να εισφέρουν,,αποδεικτικά, τίποτα το επιπρόσθετο. Για τις εξαιρετικές περιπτώσεις, που ο εισαγγελέας, ή το δικαστήριο κρίνουν πως η εξέτασή τους, στο ακροατήριο, είναι αναγκαία, για την ασφαλή διάγνωση της αλήθειας, η διάταξη επιφυλάσσει την δυνατότητα κλήτευσής τους».

Περαιτέρω, το άρθρο 81 τροποποιεί το άρθρο 500 ΚΠΔ, προβλέποντας πλέον ότι, στην δευτεροβάθμια δίκη, η κλήτευση μαρτύρων είναι προαιρετική, δίνοντας το δικαίωμα, στον αρμόδιο εισαγγελέα, να μην κλητεύσει μάρτυρες, αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί, με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν, στον πρώτο βαθμό. Για την δικαιολόγηση της προτεινόμενης αυτής ρύθμισης η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου αναφέρει ότι η τροποποίηση αυτή «αποσκοπεί, στην επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας, μέσω της αποφυγής, δικονομικά και αποδεικτικά, άσκοπης επαναληψιμότητας, στην δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων, που έχουν, ήδη, εξετασθεί, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ουδέν άλλο έχουν να συνεισφέρουν, στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας».

Το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ΄ ΕΣΔΑ κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας. Το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή, διατυπώνει τον γενικό κανόνα ότι η αυτοπρόσωπη παρουσία του μάρτυρα, στην ακροαματική διαδικασία, διασφαλίζει την διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, καθώς δίνεται η δυνατότητα, στον κατηγορούμενο, όχι μόνο να θέτει, απευθείας, ερωτήσεις, αλλά και να αμφισβητεί, με δηλώσεις, ή παρατηρήσεις, το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και έκρινε αδικαιολόγητη την άρνηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να διατάξει την εμφάνιση των μαρτύρων κατηγορίας, στο ακροατήριο, για να εξεταστούν, από τον κατηγορούμενο, ο οποίος καταδικάστηκε, σε πρώτο βαθμό, ερήμην. 

Με τα ίδια κριτήρια ελέγχει και το ΔΕΕ την δικαιότητα της διαδικασίας, υπό το πρίσμα του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας. Με βάση την νομολογία, τόσο του ΕΔΔΑ, όσο και του ΔΕΕ, υπάρχει μη συμβατός, με το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ΄ ΕΣΔΑ, περιορισμός των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όταν η καταδίκη του στηρίζεται, αποκλειστικά, ή σε καθοριστικό βαθμό, επί ανέλεγκτων μαρτυρικών καταθέσεων, δηλαδή, επί καταθέσεων μαρτύρων, τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν είχε την δυνατότητα, κατά το στάδιο της προδικασίας, ή της συζήτησης, στο ακροατήριο, να εξετάσει και παράλληλα, δεν υπάρχουν αντισταθμιστικά μέτρα ελέγχου της αξιοπιστίας της μαρτυρικής κατάθεσης.

Με την ρύθμιση του νέου νόμου, περιορίζεται το δικαίωμα των διαδίκων και ιδίως, του κατηγορουμένου, να εξετάζει, στο ακροατήριο, τους μάρτυρες κατηγορίας και μάλιστα, τόσο, στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό. Σημειώνεται, εδώ, ότι οι αστυνομικοί και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, όταν καλούνται να εξεταστούν, στο ακροατήριο, αποτελούν, κατά κανόνα, τους πιο σημαντικούς μάρτυρες, με συνολική γνώση της υπόθεσης, είτε λόγω των ερευνών, που, προσωπικά, πραγματοποίησαν, είτε λόγω της, χρονικά,,εγγύτερης επαφής τους,  με τον τόπο και τις συνθήκες διάπραξης του εγκλήματος. Έτσι, όμως, παραβιάζονται θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, που είναι κατοχυρωμένα, από την ΕΣΔΑ, εκθέτοντας την χώρα μας, στον κίνδυνο νέων καταδικών, από το ΕΔΔΑ, προσβάλλονται θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης, όπως της δημοσιότητας και της προφορικότητας και αλλοιώνεται η φυσιογνωμία της ποινικής δίκης. 

Η φιλοσοφία, που διαπνέει όλον τον νέο νόμο, σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, είναι απλή :

Κατάργηση όλων των δικονομικών εγγυήσεων και συρρίκνωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, με επίκληση της ανάγκης για επιτάχυνση. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου για έλεγχο των επιβαρυντικών μαρτυρικών καταθέσεων ονομάζεται μία άσκοπη και δαπανηρή, για το Δημόσιο, διαδικασία και περιττή, στο μέτρο, που δεν εισφέρει, τίποτε διαφορετικό, από το περιεχόμενο της ανέλεγκτης κατάθεσης, στην προδικασία, ενώ για το ίδιο ζήτημα, στον δεύτερο βαθμό, το δικαίωμα αυτό χαρακτηρίζεται άσκοπη επαναληψιμότητα. Το χειρότερο, όμως, με τέτοιες επιλογές είναι ότι εκπαιδεύει τους δικαστές και εισαγγελείς να ασχολούνται, εντελώς, επιφανειακά και διεκπεραιωτικά, με τις ποινικές υποθέσεις, υποβαθμίζοντας την σημασία των βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εν τέλει, η ρύθμιση αυτή δεν πρόκειται να βοηθήσει, στην επιτάχυνση της διαδικασίας, αλλά αντίθετα, κατά κανόνα, θα είναι η αιτία, για αλλεπάλληλες διακοπές, ή αναβολές της δίκης, προκειμένου να εξεταστούν οι ουσιώδεις μάρτυρες, στο ακροατήριο.

Με τον νέο νόμο, επιβάλλεται, ως προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης ορισμένων δικονομικών δικαιωμάτων, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου, όπως, για παράδειγμα, το παράβολο των 100,00 ευρώ, για την υποβολή αίτησης εξαίρεσης (με το άρθρο 52, που προσθέτει παρ. 5, στο άρθρο 17 ΚΠΔ) και για την υποβολή έγκλησης, στα, κατ’ έγκληση, διωκόμενα εγκλήματα (με το άρθρο 55, που προσθέτει παρ. 1Α, στο άρθρο 51 ΚΠΔ) και το παράβολο (80,00 ευρώ, στο μονομελές πλημμελειοδικείο, 120,00 ευρώ, στο τριμελές πλημμελειοδικείο και 200,00 ευρώ, στο Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και στα εφετεία), για την παραδεκτή υποβολή αιτήματος αναβολής, λόγω κωλύματος του συνηγόρου (κατά το άρθρο 349 παρ. 2Α ΚΠΔ, όπως τροποποιείται, με το άρθρο 76), ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, αυξάνονται τα, ήδη, προβλεπόμενα παράβολα, όπως το παράβολο, για την προσφυγή, κατά διάταξης απόρριψης της έγκλησης, που αυξάνεται, από 250,00 ευρώ, σε 350,00 ευρώ (με το άρθρο 52, που τροποποιεί το άρθρο 52 ΚΠΔ) και το παράβολο, για την προσφυγή, κατά της απευθείας κλήσης, που αυξάνεται από 150,00, σε 350,00 ευρώ (με το άρθρο 72, που τροποποιεί το άρθρο 322 παρ. 2 ΚΠΔ).

Εκείνο, που πρέπει να παρατηρηθεί, σε σχέση με τις διατάξεις αυτές και ιδίως, σε ό,τι αφορά την πρόβλεψη παραβόλου, για το παραδεκτό της έγκλησης, στα, κατ’ έγκληση, διωκόμενα εγκλήματα, είναι ότι τέτοιες ρυθμίσεις συνιστούν μορφή προληπτικού ελέγχου της βασιμότητας των καταγγελλόμενων πράξεων, κάτι που είναι αντίθετο, στην αρχή του κράτους δικαίου και στην υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει την παροχή δικαστικής προστασίας, σε κάθε πολίτη. 

Έχει καταδειχθεί, εξάλλου, ότι η αποτροπή υποβολής αβάσιμων μηνύσεων και εγκλήσεων εξασφαλίζεται, με την σωστή εφαρμογή του άρθρου 580 ΚΠΔ, που προβλέπει την επιβολή των δικαστικών εξόδων, σε βάρος εκείνων, που υποβάλλουν  ψευδείς εγκλήσεις, ή μηνύσεις, αλλά και του άρθρου 229 ΠΚ, που τιμωρεί, με αυστηρές ποινές το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, διατάξεις, που έχουν, υπέρ αυτών, τα εχέγγυα της δικαστικής κρίσης. Εξάλλου, αντίστοιχες διατάξεις είχαν προστεθεί, στον ΚΠΔ/1950, χωρίς να επιφέρουν κάποιο αποτέλεσμα, στον περιορισμό των αβάσιμων μηνύσεων και εγκλήσεων. Τελικά, οι διατάξεις αυτές, στην πράξη, αποδεικνύεται ότι έχουν εισπρακτικό, μόνο, χαρακτήρα, χωρίς να συμβάλλουν, στην επιτάχυνση της διαδικασίας.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο κοινός νομοθέτης καλείται να κάνει, εκ νέου, σταθμίσεις, σχετικά, με την λειτουργία των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, που, όμως, έχουν γίνει, με δεσμευτικό τρόπο, από το ισχύον Σύνταγμα, στο άρθρο 97. Η έλλειψη νομικών γνώσεων και εμπειρίας ήταν δεδομένη, κατά την ψήφιση του Συντάγματος και η επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη ήταν η λειτουργία των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, με αρμοδιότητα εκδίκασης των κακουργημάτων και των πολιτικών εγκλημάτων. Και φυσικά, εκδίκαση μιας υπόθεσης, με συμμετοχή ενόρκων, δεν σημαίνει συμμετοχή των τελευταίων, σε ορισμένα, μόνο, στάδια της διαδικασίας. 

Οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσης της σύμπραξης του λαϊκού στοιχείου, στην κρίση, για κάθε ζήτημα, που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την κατηγορία και την ποινή, που πρέπει να επιβληθεί, είναι, ευθέως, αντίθετη, στο Σύνταγμα. 

Για παράδειγμα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η συμμετοχή των ενόρκων, από την λήψη απόφασης, για τις παρεπόμενες ποινές και τα μέτρα ασφαλείας, για τον σχηματισμό συνολικής ποινής, για την συνδρομή ελαφρυντικών, ή επιβαρυντικών περιστάσεων, για βελτίωση της κατηγορίας, ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, για την συνδρομή λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου, για την ανάγκη αναβολής της δίκης, προκειμένου να κληθούν νέοι μάρτυρες, για την ανάγκη εγκλεισμού του κατηγορουμένου, σε ψυχιατρείο, για παρακολούθηση, για την αναγκαιότητα, ή μη, εξέτασης του ανήλικου θύματος, ή του θύματος των πράξεων του άρθρου 228 ΚΠΔ, στο ακροατήριο, για την χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος, στην έφεση, κ.λ.π. Είναι προφανές ότι η προτεινόμενη αυτή ρύθμιση υποδηλώνει μία έντονη δυσπιστία, στον θεσμό των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, με τρόπο, που δείχνει έλλειψη σεβασμού, στις επιλογές του συνταγματικού νομοθέτη.

Με λίγα λόγια : Wellcome to hell…

Σχόλια

Ο χρήστης GEORGE είπε…
Αναφέρουν για φυλάκιση σε περίπτωση παραβίασης του κόκκινου σηματοδότη.

Αλλά δεν υπάρχουν φωτογραφικές κάμερες να καταγραφούν παραβιάσεις του κόκκινου σηματοδότη. Ούτε καν ραντάρ υπάρχουν να ελέγχουν τα όρια ταχύτητας και την υπέρβαση του. Μόνο εάν υπάρχει κοντά η τροχαία και ελέγξει ότι έγινε η παράβαση.

Πώς θα εξακριβώσουν λοιπόν ποιος παραβιάζει το κόκκινο σηματοδότη?

Στο εξωτερικό υπάρχουν όλα αυτά και μπαίνουν χρηματικά πρόστιμα και μαζεύονται πόντοι που εάν ξεπεράσουν κάποιο όριο γίνονται αναστολή του διπλώματος για κάποιο διάστημα.
Ο χρήστης TassosAnastassopoulos είπε…
Σιχαμερός και σιχαμένος…

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…