27-8-479 πΧ Οι μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης και η οριστική νίκη των Ελλήνων, στην πρώτη φάση των περσικών πολέμων, κατά την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας.
Με το σημερινό δημοσίευμα κλείνει η τριλογία, που αφορά τους περσικούς πολέμους της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, κατά την περίοδο 490 πΧ - 479 πΧ.
Ξεκίνησα, με πρώτο δημοσίευμα, για την μάχη, στον Μαραθώνα (490 πΧ), συνέχισα, με την ναυμαχία της Σαλαμίνας, που έγινε 10 χρόνια, αργότερα (480 πΧ) και τώρα ολοκληρώνω αυτό το αφιέρωμα, με την αφήγηση των μαχών, στις Πλαταιές και στην Μυκάλης, που όπως αναφέρεται, έγιναν την ίδια ημέρα· η πρώτη το πρωί και η δεύτερη το δειλινό, στις 27/8/479 πΧ, δηλαδή έναν χρόνο, μετά την ήττα των Περσών, στην Σαλαμίνα.
Και εδώ είναι ο Ηρόδοτος, που, ως ιστορικός, κατέγραψε τα γεγονότα, ξεκινώντας, από την μάχη, στις Πλαταιές, την οποία, ας αφήσουμε τον ίδιο να την διηγηθεί, διεξοδικά :
«Έτσι, λοιπόν, απέμειναν μόνοι τους οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, που η δύναμή τους, μαζί με τους, ελαφρά, οπλισμένους, ήσαν 50.000 οι πρώτοι και 3.000 οι Τεγεάτες (διότι αυτοί, σε καμιά περίπτωση, δεν αποχωρίζονταν από τους Λακεδαιμονίους) και έκαναν θυσίες, αφού είχαν σκοπό να έλθουν, στα χέρια, με τον Μαρδόνιο και τον στρατό, που είχε μαζί του. Και να που οι θυσίες δεν έδιναν ενθαρρυντικά προμηνύματα και εν τω μεταξύ, πολλοί από αυτούς σκοτώνονταν και πολλοί περισσότεροι τραυματίζονταν, διότι οι Πέρσες έκαναν φράχτη, με τα γέρρα τους (πρόκειται, για μακρόστενες ελαφρές ασπίδες από βέργες λυγαριάς, καλυμμένες, με δέρμα βοδιού) και έριχναν, με τα τόξα τους, βροχή, από βέλη, χωρίς φειδώ και έτσι, οι Σπαρτιάτες περνούσαν δύσκολες στιγμές, ενώ οι θυσίες δεν έφερναν αποτέλεσμα. τότε, ήταν, που ο Παυσανίας σήκωσε τα μάτια του, προς τον ναό της Ήρας των Πλαταιέων και έκανε επίκληση, στην θεά, παρακαλώντας την να μην διαψεύσει, με κανέναν τρόπο, τις ελπίδες τους (“αποβλέψαντα τον Παυσανίην προς το Ηραίον το Πλαταιέων επικαλέσασθαι την θεόν, χρηίζοντα μηδαμώς σφέας ψευσθήναι της ελπίδος”).
Και καθώς αυτός έκανε, ακόμη, την επίκλησή του, οι Τεγεάτες ξεπετάχτηκαν πρώτοι, από τις γραμμές τους και βάδιζαν εναντίον των βαρβάρων και αμέσως, μετά την προσευχή του Παυσανία, οι Σπαρτιάτες κάνοντας θυσίες, πήραν ενθαρρυντικά προμηνύματα και αφού, επιτέλους, τα πήραν, βάδιζαν και αυτοί, εναντίον των Περσών και οι Πέρσες τους αντιμετώπιζαν, ρίχνοντας βέλη.
Η πρώτη μάχη, λοιπόν, δόθηκε, γύρω από τον φράχτη, με τα γέρρα και όταν αυτός έπεσε, τότε πλέον, γινόταν αγώνας αδυσώπητος και για πολλή ώρα, ακριβώς, δίπλα, στον ναό της Δήμητρας, ώσπου έφτασαν, σε μάχη, σώμα με σώμα, γιατί οι βάρβαροι έπιαναν, με τα χέρια τους, τα δόρατα και τα τσάκιζαν. Λοιπόν, οι Πέρσες δεν υστερούσαν, σε παλικαριά και σε σωματική δύναμη, αλλά δεν είχαν βαρύ οπλισμό και επιπροσθέτως, τους έλειπε η γνώση και δεν κάτεχαν την τέχνη του πολέμου, όσο οι αντίπαλοί τους. Λοιπόν, έτσι που ξεπετάγονταν, μπροστά απο τις γραμμές τους, ένας - ένας και δέκα - δέκα, άλλοτε περισσότεροι και άλλοτε λιγότεροι, σχηματίζοντας πυκνές ανθρώπινες μάζες εισχωρούσαν στις γραμμές των Σπαρτιατών και έβρισκαν τον θάνατο.
Και εκεί, που έτυχε να βρίσκεται ο ίδιος ο Μαρδόνιος, ο οποίος πολεμούσε καβάλα, σε άσπρο άλογο και περιστοιχιζόταν, από τα πρώτα παλικάρια, τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες, εκεί οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν την μεγαλύτερη πίεση. Λοιπόν, για όση ώρα ο Μαρδόνιος ήταν ζωντανός, οι δικοί του κρατούσαν τις θέσεις τους και κρατώντας μέτωπο, στον εχθρό, σκότωναν πολλούς Λακεδαιμονίους. Από την στιγμή, όμως, που σκοτώθηκε ο Μαρδόνιος και το τάγμα, που τον περιστοίχιζε, κι ήταν το πιο δυνατό, γονάτισε, τότε λοιπόν, το έβαλαν, στα πόδια και οι άλλοι και υποχώρησαν, μπροστά, στους Λακεδαιμονίους, γιατί το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους ήταν η φορεσιά τους, καθώς ήταν χωρίς θωράκιση· δηλαδή αγωνίζονταν, απροστάτευτοι αυτοί, με εχθρούς, βαριά, οπλισμένους.
Τότε, ήλθε η ώρα να πληρώσει, δίκαια, ο Μαρδόνιος, για τον φόνο του Λεωνίδα, σύμφωνα, με τον χρησμό, που εδόθη, στους Λακεδαιμονίους και από όλες τις νίκες, που είδαμε, στον καιρό μας, την πιο λαμπρή την κερδίζει ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου, γιου του Αναξανδρίδα. Λοιπόν, βρίσκει τον θάνατο ο Μαρδόνιος, από το χέρι του Αριμνήστου, φημισμένου παλικαριού της Σπάρτης. (Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα, μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε, στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς, για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα", εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες").
………… Ο Παυσανίας έβαλε να κηρύξουν ότι κανένας να μην αγγίξει την λεία και διέταξε τους είλωτες να μαζέψουν, σε ένα μέρος, τα λάφυρα και αυτοί σκορπίστηκαν, σε όλο το στρατόπεδο και εύρισκαν σκηνές, που τα πανιά τους ήσαν χρυσοπλουμισμένα και ασημοπλουμισμένα και κρεβάτια επιχρυσωμένα και επαργυρωμένα και ολόχρυσους κρατήρες και κούπες και ποτήρια, κάθε λογής και πάνω, στις άμαξες, εύρισκαν σάκκους που, όπως μπορούσες να διακρίνεις, είχαν μέσα λέβητες χρυσούς κι ασημένιους. Και σκύλευαν τα πτώματα, που κείτονταν, καταγής, παίρνοντας βραχιόλια και περιδέραια και ακινάκες (μικρά και πλατιά ξίφη, που και αυτά ήσαν, από χρυσάφι) και όσο, για τις πολύχρωμες φορεσιές, κανείς δεν τους έδινε σημασία.
Τότε, οι είλωτες έκλεβαν πολλά και τα πουλούσαν, στους Αιγινήτες, πολλά όμως, όσα απο αυτά, δεν μπορούσαν να τα κρύψουν, τα παρέδωσαν. Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η αρχή των μεγάλων περιουσιών των Αιγινητών, που αγόραζαν το χρυσάφι, από τους είλωτες, για χαλκό.
Συγκέντρωσαν, λοιπόν, όλα τα λάφυρα, σε ένα μέρος και πήραν το ένα δέκατο και το έβαλαν, στην άκρη, για τον θεό των Δελφών και με αυτά, έκαναν το αφιέρωμα, τον χρυσό τρίποδα, που στηρίζεται, στο τρικέφαλο χάλκινο φίδι, ακριβώς, δίπλα απο τον βωμό. Ακόμη, διάλεξαν και έβαλαν, στην άκρη και για τον θεό της Ολυμπίας, και με αυτά, έκαναν το αφιέρωμα, το άγαλμα του Δία, δέκα πήχες ψηλό και για τον θεό του Ισθμού και με αυτά, έγινε το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, εφτά πήχες ψηλό. Και αφού έβαλαν αυτά, κατά μέρος, τα υπόλοιπα τα μοίρασαν, ανάμεσά τους, και πήρε η κάθε πόλη, κατά την αξία της και παλλακίδες των Περσών και χρυσάφι και ασήμι και άλλα πολύτιμα πράγματα και υποζύγια. Τώρα, από κανέναν δεν έχω ακούσει πόσα διαλεχτά λάφυρα δόθηκαν, τιμητικά, σε όσους αρίστευσαν, στις Πλαταιές, πιστεύω, όμως, ότι δόθηκαν και σε αυτούς· τέλος, για τον Παυσανία, διάλεξαν και του έδωσαν άφθονα από όλα, γυναίκες, άλογα, τάλαντα, καμήλες, και επίσης και από τα άλλα λάφυρα».
Η μάχη των Πλαταιών, που αφηγείται ο Ηρόδοτος, υπήρξε μεγάλης σημασίας στρατιωτική αναμέτρηση, μέσα, στα πλαίσια των Περσικών Πολέμων και μαζί με την μάχη της Μυκάλης, οι Έλληνες της κλασικής αρχαιότητας απέκρουσαν και κατανίκησαν την περσική επιθετικότητα, στην πρώτη φάση των πολέμων αυτών, ενώ το πρόβλημα των Περσών θα επιλυθεί, περίπου, ενάμισυ αιώνα, αργότερα, στην δεύτερη φάση των περσικών πολέμων, με την κατάκτηση και την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, από τον βασιλιά των Ελλήνων Αλέξανδρο Α’ (Αλέξανδρο Γ’, τον Μακεδόνα).
Στο πεδίο της μάχης, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήσαν οι μόνοι από τους Έλληνες συμμάχους των Περσών που πολέμησαν με πείσμα. Κατά τον Ηρόδοτο, 3.000 Πέρσες, στην μάχη, κατάφεραν να επιζήσουν, ενώ σκοτώθηκαν 257.000 άνδρες, εκ των οποίων 159 ήσαν Έλληνες. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 1.360 Έλληνες, ενώ ο Έφορος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρουν ότι σκοτώθηκαν 10.000 Έλληνες.
Παράλληλα, με την μάχη των Πλαταιών, έγινε και η μάχη, στην Μυκάλη. Ο ελληνικός στόλος, υπό την ηγεσία του Λεωτυχίδα, έφτασε στην Σάμο για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες, οι οποίοι υποχώρησαν, στην Ιωνική μικρασιατική ακτή και ενώθηκαν με 60.000 άνδρες πεζικού στην Μυκάλη. Οι Έλληνες επιτέθηκαν και διέλυσαν τον περσικό στόλο και στρατό. Μετά τις δύο αυτές μάχες, η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα έληξε - οι Έλληνες ωστόσο πίστευαν ότι ο Ξέρξης θα ξαναεπιτεθεί, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι οι Πέρσες δεν επιθυμούσαν άλλες συγκρούσεις, με τους Έλληνες.
Ο Αρτάβαζος μετέφερε τον στρατό του, στο Βυζάντιο (την αποικία των Μεγαρέων, που, σήμερα, είναι η Κωνσταντινούπολη). Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν, στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στην Θρακική Χερσόνησο και οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στην Σηστό, την οποία οι Αθηναίοι πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί, είναι, που τελειώνει ο Ηρόδοτος την αφήγηση των περσικών πολέμων.
Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν, μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία (από το όνομα του Αθηναίου πολιτικού, που έκανε την διαπραγμάτευση), αν και πολλοί την αναφέρουν, ως Κιμώνειο Ειρήνη, επειδή ο Κίμων ο Αθηναίος ήταν ο κύριος συντελεστής της, με τις νίκες του, εναντίον των Περσών.
Η συνθήκη αυτή συνομολογήθηκε το 449 πΧ, μεταξύ της Αθήνας;(ως ηγεμονεύουσας δύναμης της Δηλιακής Συμμαχίας) και της Περσίας των Αχαιμενιδών, τερματίζοντας τους περσικούς πολέμους της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας και υπήρξε το πρώτο σύμφωνο συμβιβασμού μεταξύ της Περσικής Αυτοκρατορίας και μιας ελληνικής πόλης.
Η συνθήκη αυτή αναγνώρισε την αυτονομία των ιωνικών πόλεων στην Μικρά Ασία, απαγόρευσε την ίδρυση περσικών σατραπειών, στην ακτή του Αιγαίου, καθώς και την είσοδο των περσικών πλοίων, στο Αιγαίο, ενώ η Αθήνα συμφώνησε να μην παρέμβει, στις περσικές κτήσεις στην Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Λιβύη.
Έτσι, έληξε, άδοξα και ταπεινωτικά, η περσική επιθετικότητα.
Πολύ αργότερα, οι εξελίξεις ακολούθησαν την αντίθετη κατεύθυνση, όταν οι Έλληνες, υπό τον Αλέξανδρο, κατέλυσαν την Περσική Αυτοκρατορία και άνοιξαν την εποχή του ελληνιστικού κόσμου.
Σχόλια