Casus belli μια πιθανή προσάρτηση της βόρειας Κύπρου, από την Τουρκία του Recep Tayyip Erdogan, εν όψει των τουρκικών εκλογών της 14/5/2023; Κανονικά, ναι, αλλά το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελείται, από ψοφοδεείς, ενώ το κράτος και η ελληνική κοινωνία δεν έχουν ετοιμασθεί, για μια τέτοια εξέλιξη.
Με δεδομένο το γεγονός ότι η Τουρκία έχει εισέλθει, σε μια, ουσιαστικά, μακρά προεκλογική περίοδο, αφού, όπως έχει ανακοινώσει ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan, οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές θα γίνουν, στις 14/5/2023, έχει αρχίσει να διακινείται, στην γείτονα χώρα, προφανώς, όχι χωρίς την γνώση και την παρασκηνιακή ενθάρρυνση του ίδιου του Τούρκου προέδρου και του προεδρικού περιβάλλοντος, το παλαιό και μέχρι τώρα, σενάριο της προσάρτησης του βόρειου τμήματος της κατεχόμενης μεγαλονήσου, από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, ύστερα από την επιτυχή τουρκική εισβολή, στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974.
Αυτή τη φορά η πραγματοποίηση αυτού του σεναρίου καθίσταται, ολοένα και περισσότερο, ρεαλιστική, ενόψει της αβέβαιης εκλογικής μάχης, που έχει να διεξαχθεί, σε κοινοβουλευτικό και προεδρικό επίπεδο και τα πολιτικά πράγματα, στην Τουρκία, βρίσκονται, σε μεγάλη αναταραχή, αφού οι σχέσεις του προέδρου και του κυβερνητικού συνασπισμού των ισλαμιστών του AKP και των ακροδεξιών εθνικιστών του MHP του Devlet Bahceli, είναι εχθρικές και διχαστικές, ενώ ο Erdogan, για πρώτη φορά, από το 2003, που κυβερνά, είτε, ως πρωθυπουργός, είτε, ως πρόεδρος, κινδυνεύει να χάσει τις προεδρικές εκλογές, αν και η αντιπολίτευση, δεν έχει καταλήξει, ακόμη και δεν έχει ανακοινώσει, το πρόσωπο, το οποίο, σε ενωτική βάση, θα την εκπροσωπήσει και το οποίο πρόκειται να στηρίξει, στην προεδρική εκλογή, ως αντίπαλο, στην νέα υποψηφιότητα του Erdogan.
Όσον αφορά την πολιτική κατάσταση, σε επίπεδο κομμάτων, το ισλαμικό AKP έχει χάσει αρκετά, αλλά άγνωστα, ως προς το μέγεθός τους, τμήματα του τεράστιου εκλογικού σώματος, ενώ το MHP κινδυνεύει να πέσει, κάτω από το όριο του 10% των ψήφων, που απαιτούνται, για να εισέλθει, στην τουρκική εθνοσυνέλευση. Όμως και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν τα δικά τους προβλήματα, τα οποία οφείλονται, στην μακροχρόνια (20ετή) απομάκρυνσή τους, από την άσκηση της κυβερνητικής και της προεδρικής εξουσίας, η οποία, από το 2016, έχει ενισχυθεί, αφού, μετά το ανεπιτυχές στρατιωτικό πραξικόπημα της 15/7/2016, ο Erdogan μετέτρεψε το κοινοβουλευτοκεντρικό κυβερνητικό σύστημα της χώρας, σε ενισχυμένο προεδρικό σύστημα, στο οποίο ο πρόεδρος του κρατους, μετά την κατάργηση του πρωθυπουργικού αξιώματος, την ηγεσία της, εκάστοτε, κυβέρνησης την έχει ο πρόεδρος, ο οποίος έχει απορροφήσει και τα καθήκοντα του πρωθυπουργού.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό πεδίο, στην Τουρκία, μέσα, στο κρίσιμο 2023, είναι θολό και αβέβαιο, διότι ο Erdogan, παρά την πολιτική του φθορά, η οποία αντανακλάται περισσότερο, στο κόμμα του, έχει σοβαρές πιθανότητες επανεκλογής του, στην προεδρία του κράτους, επειδή αν και ο πληθωρισμός στην οικονομία της χώρας, καλπάζει στα επίπεδα του 64% (στο παρελθόν έχει φθάσει και στο 84%), το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε, σε ετήσια βάση, κατα 7,6%, στο β’ τρίμηνο του 2022, ενώ η τριμηνιαία αύξησή του έφθασε, στο 2,1%, ενώ εντυπωσιακό είναι το επίπεδο των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίων, που φθάνει, στο 28% του τουρκικού ΑΕΠ (και για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, πρέπει να αναφέρω ότι, στις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει, στο 10% και στην παρακμασμένη Ελλάδα, μόλις, στο 13%).
Με λίγα λόγια, ενώ, στις δυτικές οικονομίες παρατηρείται το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, στην τουρκική οικονομία, ο πληθωρισμός, έστω και τεράστιος, έχει μια σαφή αναπτυξιακή διάσταση, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι ο πληθωρισμός είναι, για την, κάθε κοινωνία, καλύτερος του αποπληθωρισμού, παρά την, πολιτικά, φθοροποιό του διάσταση και την αποστροφή των φιλελεύθερων οικονομολόγων.
Άλλωστε, τα επικαιροποιημένα στοιχεία της τουρκικής οικονομίας, ως προς την κοινωνική της διάσταση και επίπτωση, δείχνουν ότι η αυξημένη εγχώρια ζήτηση και η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, έπαιξαν τον καίριο ρόλο τους, στην πραγματική/αποπληθωρισμένη ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, με την κατανάλωση του μέσου τουρκικού νοικοκυριού να έχει αυξηθεί, 22,5%, μέσα σε έναν χρόνο, ένα γεγονός, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί και εκ των πραγμάτων, ευνοεί τον Τούρκο πρόεδρο, στην εκλογική μάχη, την οποία έχει να αντιμετωπίσει.
Όμως ο προεκλογικός αγώνας πρόκειται να είναι σκληρός και δύσκολος, για τον κυβερνητικό συνασπισμό και τον πρόεδρο της χώρας, εξαιτίας της δυσαρέσκειας που έχει προκληθεί από την εικοσαετή διακυβέρνηση των ισλαμιστών και του ίδιου του Erdogan, με σημαντική αιχμή και επίπτωση του μακροχρονίου και υψηλού πληθωρισμού, που αγγίζει όλη την κοινωνία και ενοχλεί μεγάλα κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, ο Τούρκος πρόεδρος και το κόμμα του, έχουν ανάγκη την λήψη εντυπωσιακών μέτρων, προκειμένου να ανεβάσουν τα εκλογικά ποσοστά τους, προσελκύοντας κρίσιμα κομμάτια του πληθυσμού.
Ένα σημαντικό μέτρο, το οποίο, προφανώς, θα επηρεάσει το εκλογικό σώμα είναι η πρωτοφανής κατάργηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει, στην θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού και είναι φυσικό πολλοί τούρκοι δικαιούχοι να χρησιμοποιώ αυτές τις ευεργετικές Κοινωνικό ασφαλιστικές διατάξεις και να συνταξιοδοτηθούν με βάση την νομοθεσία και ως εκ τούτου, είναι λογικό αυτή η εξέλιξη να επηρεάσει την εκλογική τους ψήφο. Αυτή η συνταξιοδοτικη μεταρρύθμιση, όμως, δεν κρίνεται ικανή, από μόνη της, για να δώσει, στους κυβερνητικούς εταίρους, την πολυπόθητη νίκη, στις δίδυμες εκλογές του προσεχούς Μαΐου.
Ο Erdogan και οι κυβερνητικοί εταίροι έχουν, εδώ και μήνες, φέρει, στην επιφάνεια, να διαρρεύσει το σενάριο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου - υποτίθεται ολίγων ημερών -, με την δημιουργία ενός επεισοδίου, στο Αιγαίο, με την κατάληψη κάποιας, από αυτές, που αποκαλούν, ως δικές τους, που εχουν καταληφθεί, από την Ελλάδα, υποτίθεται, παρανόμως. Όμως, η χρησιμότητα μιας τέτοιας ενέργειας και η πραγματοποιησή της, μετά τον πόλεμο, στην Ουκρανία, όσο περνάει ο καιρός, εξασθενεί και δεν φαίνεται να λάβει σάρκα και οστά, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται και το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ χρειάζονται την επίδειξη μιας αρραγούς ενότητας, στη Ατλαντική Συμμαχία.
Αλλά, αφού ο ρωσοουκρανικός πόλεμος φαίνεται ότι αποτρέπει τον Erdogan, από την πρόκληση ενός πολεμικού επεισοδίου, στο Αιγαίο, έχει την ευχέρεια, μέσα στην προεκλογική περίοδο των τουρκικών εκλογών, να τονώσει και να εκφράσει τα εθνικιστικά και πατριωτικά αισθήματα της τουρκικής κοινωνίας, με την φημολογούμενη και καλλιεργούμενη, ως διακινούμενη, από το προεδρικό περιβάλλον, κίνηση της προσάρτηση, από την Τουρκία εδάφη, της βόρειας Κύπρου, στα οποια έχει συσταθεί, από τον Νοέμβριο του 1983, το de facto κράτος της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της βόρειας Κύπρου, το οποίο δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένο, παρα, μόνον, την Τουρκία, η οποία και, ουσιαστικά, το συντηρεί και το επικοί ΕΙ, με στόχο την τόνωση της επιρροής της Άγκυρας, μέσα, στον καθιστάμενο, στην θέση της συμπιεζόμενη πληθυσμιακής ομάδας, ολοένα και μεγαλύτερο πληθυσμό της βόρειας περιοχής της μεγαλονήσου, την παλαιά τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Σημασία, για μια τετοια κίνηση, από την Άγκυρα, πρόκειται να έχει και η γνώμη των κατοίκων των βόρειων εδαφών της Κύπρου, οι οποίοι, σύμφωνα με το τουρκοκυπριακό κράτος, ανέρχονται, στους 264.172 κατοίκους, από τους οποίους, το 74% είναι γηγενείς (το 1960 ήσαν, σε ολόκληρη την Κύπρο, 102.000, ενώ οι Ελληνοκύπριοι ήσαν 450.000). Οι ελληνοκυπριακές αρχές υπολογίζουν, διαφορετικά, τον πληθυσμό της ΤΔΒΚ, τον οποίο περιορίζουν, στις 200.000, εκ των οποίων, κάπου 80.000, έως 89.000, είναι γηγενείς Τουρκοκύπριοι και κάπου, 109.000, έως 117.000 είναι Τούρκοι και τουρκογενείς έποικοι.
Είναι προφανές ότι εάν ο Erdogan σκοπεύει να προβει, στην κίνηση της προσάρτησης των εδαφών, που η Άγκυρα κατέχει, στην βόρεια Κύπρο, κρίσιμο σημείο μιας τέτοιας ενέργειας, αφού είναι σίγουρο ότι, μέσα, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα θα υπάρξουν αντιδράσεις. Όμως, εαν οι ελληνοκυπριακός υπολογισμοί, για τον πληθυσμό της βόρειας Κύπρου, είναι σωστοί, το έργο της τουρκικής κυβέρνησης πρόκειται να είναι ευκολότερο, βασιζόμενη, στην πλειοψηφία των εποχικών, επί των απομειναριών της παλαιάς τουρκοκυπριακές κοινότητας, αφού, πιθανότατα, μια τέτοια κίνηση προσάρτησης της βόρειας Κύπρου, στην Τουρκία, θα συνοδευτεί και, από ένα δημοψήφισμα, στον πληθυσμό της βόρειας Κύπρου, πριν, ή μετά, την διεξαγωγή των τουρκικών προεδρικών και βουλευτικών εκλογών.
Κάπως έτσι, θα λάβει υπόσταση και η δήλωση του συμβούλου, σε θέματα οικονομίας του Erdogan του Yiyit Bulut, στις 16/11/1916 ότι «η επανένωση και παράδοση της Κύπρου, στην “Ε.Ε”, σηματοδοτεί την δολοφονία της σύνθεσης Τουρκισμού-Ισλάμ, σε αυτή την γεωγραφία. Σε περίπτωση που η “ΤΔΒΚ” δεν επιθυμεί να συνεχίσει την πορεία της, τότε, θα μετατραπεί, σε επαρχία της Τουρκίας και θα συνεχίσει, με αυτό τον τρόπο, την πορεία της. Σε αυτό το νησί εμείς παρέχουμε νερό και ηλεκτρικό. Η οικονομία οργανώνεται, στην Τουρκία. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάποιοι ακόμη προπαγανδίζουν για λογαριασμό της Αγγλίας και της “Ε.Ε.”» .
Άλλωστε, η προσάρτηση των κατεχομένων θεωρείται, ως το πιθανότερο σενάριο, διότι ότι έχει, κατά την γνώμη κυβερνητικών - και όχι μόνο - κύκλων, στην Άγκυρα, λιγότερο ρίσκο και μεγαλύτερο συμβολισμό, ενώ παρουσιάζει ως σοβαρά και ισχυρά τρία επιχειρήματα :
1) Σχεδόν μισός αιώνας διαπραγματεύσεων δεν οδήγησε, σε λύση,
2) Η λύση των δύο κρατών δεν έγινε αποδεκτή, από την άλλη πλευρά, και
3) η διεθνής κοινότητα συνεχίζει να μην αναγνωρίζει την “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”.
Στα πλαίσια αυτά, η μόνη δυνατή επιλογή είναι η προσάρτηση του de facto τουρκοκυπριακού κράτους και των κατεχόμενων, από τον τουρκικό στρατό, εδαφών του, στην Τουρκία, με την επικύρωση αυτής της πράξης, από ένα δημοψήφισμα, πριν της τις τουρκικές εκλογές, ή με απόφαση της βουλής της βόρειας Κύπρου, πριν τις τουρκικές εκλογές και την διεξαγωγή των τουρκικών εκλογών. Αυτό είναι το σενάριο το οποίο διακινείται έντονα στους κυβερνητικούς κύκλους και στην πολιτική ζωή της Τουρκίας αυτό τον καιρό. Το αν λάβει υπόσταση και με ποιον τρόπο θα πραγματοποιηθεί, μένει να το δούμε. Έχει τις δυσκολίες του, αλλά δεν είναι, καθόλου, απίθανο.
Αλλά τα ερωτήματα, που γεννώνται, είναι διαφορετικά, όσον αφορά την Ελλάδα και την ελληνική κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή. Φυσικά εάν η τουρκική κίνηση, για προσάρτηση των εδαφών της Βόρειας Κύπρου, γίνει μέχρι τις 14 Μαΐου, που είναι προγραμματισμένες οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, στην γείτονα χώρα και με δεδομένο ότι οι τελευταίες εκμυστηρεύσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές πηγαίνουν, για, μετά το Πάσχα, δηλαδή τον ερχόμενο Μάιο, φαίνεται ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι αυτή που θα αντιμετωπίσει, όχι μόνο τις επιπτώσεις από την προσάρτηση των εδαφών της βόρειας Κύπρου, στην Τουρκία, αλλά θα είναι και εκείνη, η οποία θα πρέπει να αντιδράσει, με έναν κάποιον τρόπο, σε αυτές τις ενέργειες της Άγκυρας.
Ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος αντίδρασης, κατά τη γνώμη μου είναι, τώρα, πριν συμβεί ο,τιδήποτε, η ελληνική κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει ότι η τυχούσα προσάρτηση της βόρειας Κύπρου, από την Τουρκία αποτελεί casus belli, αιτία πολέμου, για την Ελλάδα.
Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Θεωρητικά, είναι και για να εκφράσω την γνώμη μου, είναι απαραίτητο Μια τέτοια ελληνική διακήρυξη, φυσικά, θα πρέπει να γίνει και πράξη, εάν και όταν, η ελίτ, που κυβερνάει την γείτονα χώρα, αποφασίσει να προβεί, στην προσάρτηση των βόρειοκυπριακών εδαφών.
Όμως, όπως είναι γνωστό, το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι, εντελώς, ψοφοδεές και ως εκ τούτου, το πιθανότερο είναι να προσφύγει, στα όργανα της “Ευρωπαϊκής Ένωσης” και του ΟΗΕ, προκειμένου να καταδικάσουν και να λάβουν κάποια καταδικαστικά ψηφίσματα, για τις τουρκικές πράξεις. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει καμιά στρατιωτική προετοιμασία, για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου σοβαρού γεγονότος, όπως θα είναι, εάν και όταν υπάρξει, η προσάρτηση των βορειοκυπριακών εδαφών, στην τουρκική επικράτεια.
Δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια, από την εποχή, που η Τουρκία, το καλοκαίρι του 1974, κατέλαβε το 40%, περίπου, των κυπριακών εδαφών, ουδέποτε υπήρξε, από ελληνικής πλευράς, κάποια σοβαρή και μακροπρόθεσμη πολιτική, ανεξάρτητα, από οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν ήρθε, στην εξουσία, όλα αυτά τα, σχεδόν, 50 χρόνια, που πέρασαν, από τότε, ούτως ώστε η ελληνική πλευρά να ακολουθήσει, να προετοιμάσει και εντέλει, να πραγματοποιήσει την δέουσα στρατιωτική απάντηση, στην τουρκική εισβολή και κατοχή, στην Κύπρο, για την απομάκρυνση των κατοχικών τουρκικών στρατιωτικών, στο νησί. Και βέβαια, πέρα από την πληρη αποδυνάμωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν προετοίμασε την κοινωνία μας, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ως εκ τούτου και η παρούσα ψοφοδεής πολιτική τάξη, που κυβερνάει την χώρα μας, οποιασδήποτε πολιτικής απόχρωσης και αν είναι, είτε δεξιά, είτε κέντρο, είτε αριστερά, δεν πρόκειται να πράξει ο,τιδήποτε από όσα πρέπει να πράξει. Θα αρκεστεί σε παχιά λόγια σε σφοδρές λεκτικές καταδίκες και ψηφίσματα από την λεγόμενη διεθνή κοινότητα και ουσιαστικά, αυτό που θα συμβεί, σε ένα βάθος χρόνου, θα είναι η έμπρακτη και χωρίς λόγια, αποδοχή των νέων τετελεσμένων, που πιθανότατα θα δημιουργήσει η Άγκυρα.
Δυστυχώς, αυτή πρόκειται να είναι η τελική λύση του κυπριακού προβλήματος. Θα είναι μια κακή λύση. Αλλά θα αποτελεί μια κάποια λύση.
Σχόλια