Νατοϊκά σκυλόψαρα ξεβράζουν οι Πρέσπες. (Οι άμεσες και μεσομακροπρόθεσμες πολιτικές και εκλογικές στοχεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η Συμφωνία με την Σλαβομακεδονία : μακεδόνες ναι, Μακεδόνες όχι).
Ευδοκιμούν, στις Πρέσπες καρχαρίες; Να που ευδοκιμούν. Και είναι νατοϊκοί...
Από τότε που τα πρώτα σλαβικά φύλα (οι σκλαβηνίες των Βελεγιζιτών, των Ρινχινών, των Βεζεριτών, των Σμολιανών και διαφόρων άλλων) κατοίκησαν, στο χώρο της βυζαντινής Μακεδονίας, έχουν περάσει, τουλάχιστον, 1300 χρόνια. Οι απόγονοι εκείνων των εποίκων του σλαβικού κλάδου αυτού, που στην συνέχεια, αποτέλεσε το σύγχρονο βουλγαρικό έθνος, έχουν, εδώ και πολλούς αιώνες, το δικαίωμα να αποκαλούνται μακεδόνες. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να τους αρνηθεί το δικαίωμα τους αυτό. Και πάντως, δεν είμαι εγώ αυτός, που θα πράξω κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου οι άνθρωποι αυτοί, το 1.292.000 κατοίκων της πΓΔΜ είναι μακεδόνες.
Αλλά δεν είναι, μόνο αυτοί μακεδόνες. Και σίγουρα, δεν είναι οι Μακεδόνες. Στον ιστορικό χώρο της Μακεδονίας κατοικούν και άλλοι πληθυσμοί (Έλληνες, Βλάχοι, Αλβανοί κλπ), που είναι και αυτοί μακεδόνες. Και ως εκ τούτου, οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνας, που προσδιορίζουν τοπωνύμιο και τοπική καταγωγή, δεν είναι δυνατόν και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται, ως όροι που προσδιορίζουν εθνική καταγωγή και εθνότητα.
Αυτή είναι η ουσία και το πραγματικό επίδικο αντικείμενο του σύγχρονου μακεδονικού ζητήματος. Η ψευδεπίγραφη μονοπώληση, από την πλευρά της πΓΔΜ, του μακεδονισμού, ως εθνικού προσδιοριστικού χαρακτηριστικού του βουλγαρικής καταγωγής πληθυσμού της χώρας αυτής.
Η κατανόηση αυτής της αλήθειας προσδιορίζει, σε έναν βαθμό, την αντίθεση μου, στην Συμφωνία των Πρεσπών, παρά τα σημαντικά θετικά στοιχεία, που αυτή περιέχει και τα οποία σε μια ψύχραιμη συζήτηση μπορούν να αναδειχθούν. Όμως, η διατήρηση του μακεδονισμού, ως, εκ των πραγμάτων, μονοπωλιακού εθνικού αφηγήματος των Σλαβομακεδόνων της πΓΔΜ, καταστρέφει τα θετικά σημεία της Συμφωνίας των Πρεσπών, η όποια, τελικά, δεν κάνει τίποτα άλλο, πέραν του να συντηρεί τον ψευδεπίγραφο "νεομακεδονικό" εθνικισμό, ως μακεδονισμό.
Πέρα, όμως, από τον μακεδονισμό, υπάρχει και ένας άλλος λόγος (ο οποίος είναι και ο κύριος), που με οδηγεί, στο να αντιτίθεμαι, στην Συμφωνία των Πρεσπών. Και αυτός ο λόγος είναι το ΝΑΤΟ. Δηλαδή η ένταξη της FYROM, στην Ατλαντική Συμμαχία, η οποία είναι η γενεσιουργός αιτία της Συμφωνίας των Πρεσπών τα θεμέλια της οποίας τέθηκαν τον Οκτώβριο του 2017, στην Ουάσινγκτων, κατά την διάρκεια της συνάντησης του Αμερικανού προέδρου Donald Trump, με τον Αλέξη Τσίπρα.
Αυτός ο λόγος - δηλαδή η ένταξη της πΓΔΜ, στο ΝΑΤΟ - είναι ο αποκλειστικός λόγος, για τον οποίο υπογράφηκε η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία εντασσόμενη στους σχεδιασμούς της Δύσης, για την απομάκρυνση της Ρωσίας, από τα Βαλκάνια, φέρνει τον κίνδυνο μιας γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης, στην περιοχή μας. Ως εκ τούτου, η υπερψήφιση αυτής της Συμφωνίας πρέπει να αποτραπεί. Δύσκολο. Πολύ δύσκολο, αλλά αναγκαίο.
Όλοι οι άλλοι λόγοι, που οδήγησαν στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι δευτερογενείς και παρεπόμενοι. Αν και για τον Αλέξη Τσίπρα υπάρχει ένας πολύ σημαντικός και κρίσιμος λόγος, που τον έκανε να αποδεχθεί την συνομολόγηση αυτής της Συμφωνίας και ο οποίος σχετίζεται, άμεσα, με το ΝΑΤΟ.
Πολλοί δίνουν μια ιδεολογική χροιά, στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πιστεύουν ότι ο πρωθυπουργός και ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκαν, στην υπογραφή της Συμφωνίας, επειδή αυτή η συμβαδίζει με τον παραδοσιακό διεθνισμό (περί κοσμοπολιτισμού πρόκειται, αλλά τέλος πάντων) της αριστεράς και δη του ριζοσπαστικού τμήματός της. Προφανώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εργαλειοποιεί και αυτή την ιδεολογική διάσταση της όλης υπόθεσης και την χρησιμοποιεί, ως όχημα, για την αιτιολόγηση αυτής της πολιτικής, που ακολουθεί, στο μακεδονικό ζήτημα, αφού αυτή η πολιτική της πάει, ως ιδεολογικό ένδυμα, αλλά, εάν η Ουάσινγκτων και η Δύση, δεν ενδιαφέρονταν, για την πΓΔΜ, ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ, δεν θα έδιναν δεκάρα, για το μακεδονικό.
Ο βασικός και ουσιαστικός λόγος, για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχτηκε την συνομολόγηση της Συμφωνίας των Πρεσπών έχει να κάνει, με την απόφαση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να ενταχθεί, πλήρως, στην συνομοταξία των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων, τα οποία εξυπηρετούν, στις διεθνείς σχέσεις, τα συμφέροντα της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης και των νατοϊκών συμμάχων. Παλαιότερα, το 1981 - 1982 αυτό το βήμα το είχε κάνει το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου (με τις δικές του αρχικές επιφυλάξεις, που γρήγορα ξεπεράστηκαν), τώρα ήλθε η ώρα το ίδιο βήμα να το πράξει, χωρίς καμμία επιφύλαξη ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Και το πράττει, βρίσκοντας την απαραίτητη ανταπόκριση, αφού η Ουάσινγκτων και οι νατοϊκοί σύμμαχοι, με προεξάρχουσα την Γερμανία της Angela Merkel, κράτησαν στην κυβέρνηση, τον Πάνο Καμμένο, για όσο διάστημα χρειάστηκε, για να καταλήξουν, σε συμφωνία, οι ελληνο"μακεδονικές" διαπραγματεύσεις και μέχρις ότου να φθάσει η διαδικασία, στο στάδιο της εισαγωγής της συμφωνίας αυτής, στην ελληνική βουλή, για ψήφιση, ενώ, για την συνέχεια, βρήκαν, στην ετοιμόρροπη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τους απαραίτητους σύμμαχους, για την κοινοβουλευτική στήριξή της, μετά την αναγκαστική αποχώρηση του αρχηγού των Ανεξάρτητων Ελλήνων, από το συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, μαζύ με όσους βουλευτές του απέμειναν.
Ο πρωθυπουργός και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν, πολύ καλά, ότι οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές είναι χαμένες, για το κόμμα τους. Περί αυτού, δεν έχουν καμμία αυταπάτη. Αλλά το πολιτικό παιχνίδι δεν σταματά εδώ. Θα συνεχισθεί και μετά από αυτές τις εκλογές, όποτε και αν διεξαχθούν. Ως εκ τούτου, αυτό, που θέλουν να επιτύχουν είναι το να κατοχυρωθούν, ως ένας από τους πυλώνες των κατεστημένων ελληνικών πολιτικών κομμάτων, ο οποίος θα είναι χρήσιμος, στην Ουάσινγκτων, στο Βερολίνο και στον ευρύτερο δυτικό παράγοντα, με αντάλλαγμα την συνέχιση της παροχής εσωτερικής και διεθνούς στήριξης, στον παρόντα ριζοσπαστικοφανή κομματικό σχηματισμό της αριστεράς και στο επερχόμενο μέλλον, όταν αυτός δεν θα βρίσκεται, στην κυβέρνηση. Αυτή την στήριξη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να την έχει επιτύχει. Αρκεί, βέβαια, να καταφέρει να κατακτήσει την δεύτερη θέση, στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. (Φαίνεται ότι αυτό είναι σίγουρο, αλλά, παρά ταύτα, δεν είναι).
Αλλά υπάρχει και ένα τρίτος λόγος, στενά πολιτικός και καθαρά πρακτικός, για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας και η λοιπή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προωθούν και στηρίζουν την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο οποίος αφορά την εσωτερική κομματική αντιμαχία του ασταθούς πολιτικού συστήματος της χώρας μας και έχει να κάνει, με την προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να κατοχυρωθεί, ως ο αριστερός πυλώνας του νέου και συνάμα ρευστού δικομματισμού, που φαίνεται να διαμορφώνεται, με κορμό την Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το δημοσκοπικό επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος (οι Χριστόφορος Βερναρδάκης και Κώστας Πουλάκης), παρακολουθώντας τις τάσεις της κοινής γνώμης, γνωρίζει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών απορρίπτεται από το 70% (και άνω) του πληθυσμού της χώρας μας. Ως εκ τούτου, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται και στοχεύει, στην άγρα ψήφων, ανάμεσα σε αυτό το, περίπου, 30% της κοινής γνώμης, που αποδέχεται, λιγότερο, ή περισσότερο, αυτή την Συμφωνία, που υπέγραψε και προωθεί, προς ψήφιση, στην βουλή, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, η οποία έχει (υποτίθεται) απελευθερωθεί, από τον στενό κορσέ του Πάνου Καμμένου.
Αντικειμενικά, μιλώντας μπορούμε να πούμε ότι το παρασκηνιακό εκλογικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ δεν απευθύνεται, στο κενό. Ο χώρος αυτός, που αποδέχεται και ανέχεται την Συμφωνία των Πρεσπών, μπορεί να εκφράζει μια πολυποίκιλη ομάδα του πληθυσμού, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να πιστεύει ότι μπορεί να αλιεύσει ψηφοφόρους, μέσα σε αυτόν τον αμορφοποίητο χώρο και, λίγο - πολύ, να αλλάξει το σώμα των ψηφοφόρων του κόμματός της, το οποίο, στην πλειοψηφία του, δεν την ακολουθεί, στον μνημονιακό βηματισμό της, ακόμη και όταν ένα τμήμα αυτού του σώματος, εξ αιτίας της διάχυτης απογοήτευσης, που το διακατέχει, στρέφεται, προς άλλα μνημονιακά κόμματα.
Αυτό το στοίχημα του εκλογικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι είναι - και είναι - ριψοκίνδυνο. Οι αποδεχόμενοι την Συμφωνία των Πρεσπών, σε ένα μέρος τους, είναι, ήδη, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ένα άλλο μέρος τους, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο, έχουν διάσπαρτη πολιτική καταγωγή, με αποτέλεσμα, αυτό το τμήμα των ψηφοφόρων να εμφανίζει μια ρευστή πολιτική συμπεριφορά, η ύπαρξη της οποίας δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτε, στον ΣΥΡΙΖΑ, ως προς το πού πρόκειται να καταλήξει, όταν φθάσουμε, στις κάλπες των προσεχών βουλευτικών εκλογών, αφού τα κριτήρια των ανθρώπων αυτών δεν πρόκειται να εγκλωβισθούν, στο περιεχόμενο της Συμφωνίας, με την πΓΔΜ και στην αποδοχή του, εκ μέρους τους.
Υπάρχει, βέβαια και η πεποίθηση ότι κάτι το ανάλογο θα συμβεί και σε εκείνο το πολύ μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων, που δεν αποδέχεται την Συμφωνία των Πρεσπών. Ότι δηλαδή και οι ψηφοφόροι αυτοί δεν θα εγκλωβισθούν, στην άρνησή τους, στο περιεχόμενο της Συμφωνίας. Προφανώς, κάποιοι εξ αυτών δεν θα εγκλωβισθούν. Όμως, το μέγιστο τμήμα τους θα καταψηφίσει την κυβέρνηση, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η Συμφωνία των Πρεσπών έχει καταστεί εργαλείο και έχει στερεοποιήσει μιαν σαφή πλειοψηφική αντικυβερνητική αντίληψη, στην ελληνική κοινωνία, η οποία έχει απογοητευθεί, από την κυβερνητική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, κατά την διάρκεια της τετραετίας, που έχει διαρρεύσει, από τον Ιανουάριο του 2015 και εφεξής.
Έτσι, η κυβερνητική προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να ψαρέψει ψηφοφόρους, από τους, πέραν της αριστεράς, πολιτικούς χώρους, απευθύνεται και στην εκλογική δεξαμενή της παραδοσιακής δεξιάς, υπενθυμίζοντας την διεθνή και φιλονατοϊκή πολιτική των κυβερνήσεων της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.), από την εποχή της δεκαετίας του 1950 και της πρώτης πρωθυπουργικής περιόδου του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε δεχθεί, επισήμως, την ύπαρξη της ομόσπονδης γιουγκοσλαβικής "λαϊκής", ή "σοσιαλιστικής Μακεδονίας", επί εποχής του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο.
Δεν είναι τυχαία αυτή η κυβερνητική μνεία, στις πράξεις της, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσας, παλαιάς ελληνικής δεξιάς, η οποία, από την μία πλευρά, πωλούσε, στον κόσμο, φθηνό "πατριωτισμό" και από την άλλη, αυτόν τον πατριωτισμό, τον προέδιδε, για χάρη των αμερικανικών και των νατοϊκών συμφερόντων, κατά την διάρκεια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Ας θυμηθούμε, εδώ, τα λόγια του Ευάγγελου Αβέρωφ, στην ελληνική βουλή, στις 17 Σεπτεμβρίου 1959, τότε, που συζητούσαν, για την κύρωση μιας σειράς ελληνογιουγκοσλαβικών συμφωνιών (τμήμα μίας, εξ αυτών, εικονίζεται, παραπάνω), στις οποίες η κρατική υπόσταση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και η γλώσσα των κατοίκων της, αναγνωρίζονται, ως τέτοιες, από το ελληνικό κράτος :
Ευάγγελος Αβέρωφ -Τοσίτσας (υπουργός Εξωτερικών) : "Κύριοι, εις το ζήτημα της γλώσσης, πολλά δύνανται να λεχθούν. Πρώτον, εις την ελληνικήν Μακεδονίαν, δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει γραμματικήν και συντακτικόν. Ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα, το οποίον δεν έχει καμμίαν σχέσιν, με την μακεδονική γλώσσαν".
Παναγιώτης Γιυόκας (βουλευτής νομού Καστοριάς Ε.Ρ.Ε.) : "Μακεδονική γλώσσα δεν υπήρξεν ποτέ. Μόνον η ελληνική γλώσσα υπήρξεν, εις την Μακεδονίαν. Μη χρησιμοποιείται τοιαύτας εκφράσεις. Μόνον, ελληνική γλώσσα υπήρξεν".
Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας : Κύριε συνάδελφε, εάν μου εκάματε την τιμήν να με παρακολουθήσετε, θα εβλέπατε ότι είπον ότι, εις την Μακεδονίαν, ομιλείται η ελληνική και είς τινα σημεία, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα. Όπως δεν είναι δυνατόν να λεχθή ότι, εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα, ομιλείται η ρουμανική, διότι ομιλείται η κουτσοβλαχική, η οποία είναι μια ανάμειξις λατινικής, σλαβικής και τουρκικής, έτσι και εις την Μακεδονίαν, όπου ομιλείται ένα ιδίωμα, το οποίον είναι άσχετον, προς οιανδήποτε γλώσσαν της Γιουγκοσλαβίας. Αλλά, ας υποθέσωμεν ότι δεν είναι έτσι το πράγμα. Κατά ποίαν λογικήν θα ηθέλατε η ελληνική κυβέρνησης να είπη εις την γιουγκοσλαβικήν, με μίαν γλώσσαν, την οποίαν το Σύνταγμα έχει μεταξύ των επισήμων γλωσσών, να είπη ότι εγώ θέλω να την καταργήσετε; Είναι ωσάν να είπωμεν ότι πρέπει να καταργηθεί το Σύνταγμά της. Γνωρίζουν οι βουλευταί του Κόμματος των Φιλελευθέρων ότι η γλώσσα αυτή υπήρξεν, εις το Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας και όταν αποκατεστάθησαν αι σχέσεις και όταν ιδρύθη το προξενείον το ελληνικόν, εις τα Σκόπια, γνωρίζουν ότι τα χαρτονομίσματα έχουν τρεις γλώσσας. Τί νομίζετε ότι πρέπει να είναι η στάσις; Η λογική συνέπεια θα έπρεπε να είναι η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, εάν μία γλώσσα, η οποία δεν έχει καμμίαν σχέσιν, με το ιδίωμα, το οποίον ομιλείται, εις ορισμένα χωρία της Μακεδονίας. Ούτω και έχει το περίφημον αυτό θέμα, το οποίον, εάν θέλωμε να είπωμεν ότι υφίσταται τοιούτον θέμα, πρέπει να είπωμεν ότι υφίσταται, ως έχει σήμερον και θα ηδύνατο να είπωμεν ότι υφίσταται, από το 1949, αλλά, εις την πράξιν, δεν υφίσταται τοιούτον θέμα".
Εννοείται ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ, λέγοντας αυτά, στο ελληνικό κοινοβούλιο, έλεγε ανοησίες. Στην πραγματικότητα, ο αρνησίπατρις τυροκόμος του Μετσόβου, ως πιστό κανισάκι των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της Δύσης, τα οποία συμφέροντα προσανατολίζονταν, στην στήριξη της τιτοϊκής κομμουνιστικής γραφειοκρατίας, απέναντι, στην "Σοβιετική Ένωση" του Ιωσήφ Στάλιν και του Νικήτα Χρουστσώφ, κατά την διάρκεια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτά τα συμφέροντα εξυπηρέτησαν οι κυβερνήσεις της Ε.Ρ.Ε. του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εις βάρος των πραγματικών συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτή την μειοδοσία είναι που έρχεται να πατήσει, στις ημέρες μας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να δικαιολογήσει την δική της πολιτική, στο μακεδονικό πρόβλημα και να να προσπαθήσει να αγρεύσει ψήφους, από τον συντηρητικό χώρο, μέσα σε εκείνο το κοσμοπολιτικό τμήμα του χώρου αυτού, το οποίο υποβαθμίζει κάθε τι, το οποίο έχει αναφορά, στο έθνος και στα ιδιαίτερα συμφέροντά του.
Μια ανάλογη "απροσεξία" διέπραξε (δεν ήταν απροσεξία, διότι ήταν, πάλι, τα συμφέροντα της Δύσης, που εξυπηρέτησε) ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο του 1977, κατά την δεύτερη πρωθυπουργική του περίοδο (και κυρίως, ο, τότε, υπουργός Εξωτερικών Δημήτριος Μπίτσιος), στην Διάσκεψη του Ο.Η.Ε., στην Αθήνα, για την λατινοποίηση των μη λατινικών αλφαβήτων (αραβικό, κυριλλικό κλπ), στα συμπεράσματα της οποίας γίνεται λόγος, για το σερβοκροατικό και το "μακεδονικό" κυριλλικό αλφάβητο, χωρίς αναφορά, στην ύπαρξη "μακεδονικής" γλώσσας (δείτε το, παραπάνω, εικονιζόμενο κείμενο της Διάσκεψης), η οποία, όμως, αν και δεν αναφέρεται, όπως είπαμε, στα συμπεράσματα της Διάσκεψης, αναφέρεται, σε διάφορα τεχνικού περιεχομένου έγγραφα, τα οποία αναφέρονται, σε "μακεδονική" γλώσσα, όπως προκύπτει, από την εικόνα, που παρουσιάζω, παρακάτω.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αλήθεια είναι ότι, στα συμπεράσματα αυτής της Διάσκεψης του Ο.Η.Ε., υπάρχει και μία διευκρίνιση, η οποία λέει τα εξής, στο προοίμιό της :
"Οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί/ονομασίες και η παρουσίαση του υλικού, σε αυτή την δημοσίευση, δεν υποδηλούν την έκφραση οιασδήποτε απόψεως, από πλευράς της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, αφορώσα, εις το νομικό καθεστώς οιασδήποτε χώρας, περιφερείας, πόλεως, ή περιοχής, ή περί των διοικητικών Αρχών αυτών, η αφορώσα τον καθορισμό των ορίων, ή των συνόρων αυτών".
Στο απόσπασμα αυτό ενός τεχνικού κειμένου, που χρησιμοποιήθηκε, στην Διάσκεψη του Ο.Η.Ε., στην Αθήνα, τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο του 1977, πρώτα αναφέρεται το κράτος, ακολουθεί, η γλώσσα και στο τέλος η γραφή.
Με λίγα λόγια και εδώ υπάρχουν ατέλειες, οι οποίες έγιναν, για να ικανοποιηθούν οι τιτοϊκοί, προς χάρη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, που εξακολουθούσαν, σταθερά, να στηρίζουν την κομματική και την κρατική γραφειοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, απέναντι στην "Ε.Σ.Σ.Δ" του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Η στήριξη αυτή ήταν, βέβαια, πολύ πιο επιτηδευμένη, από εκείνη, που προαναφέραμε, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δινόταν, από το βήμα ενός διεθνούς Οργανισμού, σαν αυτόν του Ο.Η.Ε. και μαζύ με άλλες ανάλογες στηρίξεις, απετέλεσε εκείνο το εφαλτήριο, πάνω στο οποίο πάτησε, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το 1992, για να αποδεχθεί την τωρινή προσωρινή ονομασία της Σλαβομακεδονίας, ως "πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας". Δυστυχώς, τότε, δεν υπήρξε καμμία επιφύλαξη της ελληνικής πλευράς, ως προς την, τότε, ομόσπονδη "Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας", την "μακεδονική" γλώσσα και το "μακεδονικό" αλφάβητο. Και όλα αυτά, προς χάρη των Η.Π.Α., του ΝΑΤΟ και της Δύσης.
Και φυσικά, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, μαζύ με την κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ, εκμεταλλεύονται αυτή την παράλειψη της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκειμένου να ισχυρισθούν, στο κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, ότι η γλώσσα, που ομιλείται, στην πΓΔΜ, είναι μακεδονική, όπως (υποτίθεται ότι) αναγνωρίζεται, στην Διάσκεψη του Ο.Η.Ε. του 1977, αν και τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο θέλουν να τα παρουσιάζουν οι δύο φιλονατοϊκές κυβερνήσεις.
Όπως είπαμε, λοιπόν, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με όλα αυτά, δεν αποσκοπεί, μόνο, στο να αντιπαρατεθεί, στα όποια επιχειρήματα προβάλλει η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, θέλοντας να ισχυρισθεί ότι ακολουθεί τον δικό της δρόμο. Αυτό, βέβαια, είναι ένα κομμάτι της επιχειρηματολογίας των κυβερνητικών παραγόντων.
Το εκλογικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, στοχεύει, στο ίδιο το ακροατήριο της ελληνικής δεξιάς - για να είμαστε, ακριβείς, σε ένα τμήμα του, το οποίο έχει κοσμοπολιτικές και άλλες ιδιοτελείς αντιλήψεις. Πάνω σε αυτή την βάση είναι που απορρόφησε όλα, ή σχεδόν, όλα, τα, δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων, στελέχη των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου και πιθανώς και την Κατερίνα Παπακώστα, από την Ν.Δ. και θέλει να υποθέτει ότι θα πράξει το ίδιο και στην εκλογική τους βάση. Όπως, επίσης, θέλει να πιστεύει ότι μπορεί να απορροφήσει και ένα κάποιο τμήμα - μικρότερο, ή μεγαλύτερο -, από τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας. Κατά πάσα πιθανότητα, ματαίως ελπίζει. Τα όποια κέρδη, από αυτή την άγρα ψήφων, θα είναι πενιχρά.
Όμως, σε αυτή την φάση, δεν είναι αυτό, που έχει πραγματική σημασία, για την χώρα. Αυτό, που έχει σημασία, είναι να μην σταθεί δυνατό να περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία υπάρχει, μόνο και μόνο, επειδή έτσι θέλουν η Ουάσινγκτων και το ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι πολύ δύσκολο, μετά την ψήφο, που θα δώσουν (ή έστω και αν απέχουν από την ψηφοφορία) οι - πολιτικά ανύπαρκτοι, πλέον - Σταύρος Θεοδωράκης, Γιώργος Μαυρωτάς, Σπύρος Λυκούδης, από το Ποτάμι και ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, από την ΔΗΜΑΡ (ο οποίος θα ψηφίσει, υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών και για τον λόγο αυτόν, η Φώφη Γεννηματά τον διέγραψε, από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΙΝΑΛ).
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει δυνατότητα να ταρακουνηθεί η κυβέρνηση και να γίνει, μια ουσιαστική προσπάθεια, για να μπλοκαρισθεί η ψήφιση της Συμφωνίας. Και αυτή η δυνατότητα παρέχεται από την παραίτηση του συνόλου, ή μέρους των βουλευτών της αντιπολίτευσης και των αντικαταστατών τους, από τις έδρες τους, στην σημερινή βουλή.
Η υποχρεωτική, για την κυβέρνηση, προκήρυξη εκλογών, στις περιφέρειες εκείνες, στις οποίες οι βουλευτικές έδρες θα μείνουν κενές, θα υποχρεώσει τον Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη κανονικών βουλευτικών εκλογών. Κάτι που, ούτως, ή άλλως, είναι αναγκαίο.
(Είναι πιθανόν, άλλωστε, η Angela Merkel να ήλθε στην Αθήνα, ανάμεσα, στα άλλα σενάρια, για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο).
Θα το τολμήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Αν θέλει, το μπορεί...
Σχόλια