Πώς και γιατί η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να καταγγελθεί από την ελληνική κυβέρνηση, πριν καν ψηφισθεί. (Θα τολμήσει η αντιπολίτευση να παραιτήσει τους βουλευτές της και τους αναπληρωτές τους; Δύσκολο).
Συμφωνία των Πρεσπών (Άρθρο 1, παράγραφος 4, περιπτώσεις ε' και ζ') : Όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση του κειμένου, το Δεύτερο Μέρος - η Σλαβομακεδονία - έχει αναλάβει την συμβατική υποχρέωση να ολοκληρώσει, in toto (δηλαδή, καθ' ολοκληρίαν), τις συνταγματικές τροποποιήσεις, μέχρι το τέλος του 2018. Στην συνέχεια, όπως προκύπτει από το ίδιο κείμενο, η Σλαβομακεδονία πρέπει να γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία. Από εκεί και πέρα, το Πρώτο Μέρος - η Ελλάδα - υποχρεούται να ψηφίσει, χωρίς καθυστέρηση την Συμφωνία των Πρεσπών.
Όμως, η Συμφωνία έρχεται, στην ελληνική βουλή, χωρίς η Σλαβομακεδονία να έχει ολοκληρώσει τις συνταγματικές τροποποιήσεις και τις εσωτερικές διαδικασίες, για την θέση σε ισχύ της Συμφωνία των Πρεσπών, αφού, στον νόμο, για τις συνταγματικές τροποποιήσεις, προβλέπεται ότι αυτές οι συνταγματικές τροποποιήσεις θα ισχύσουν, αφού η ελληνική βουλή υπερψηφίσει την Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό, φυσικά, δεν προβλέπεται, στην Συμφωνία. Το γειτονικό κράτος δεν έχει ολοκληρώσει όλες, in toto, τις συνταγματικές τροποποιήσεις, αφού αυτές δεν ισχύουν, τώρα, που η Συμφωνία βρίσκεται ενώπιον της ελληνικής βουλής.
Αυτή η σοβαρή παρασπονδία (η κουτοπονηριά) της κυβέρνησης του Ζόραν Ζάεφ αποτελεί λόγο καταγγελίας της Συμφωνίας των Πρεσπών και αυτός είναι η αιτία για την οποία οι αντιπολιτευόμενοι την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ζητούν το κείμενο του Συντάγματος της Σλαβομακεδονίας, με τις ενσωματωμένες συνταγματικές τροποποιήσεις. Τέτοιο επίσημο κείμενο Συντάγματος δεν υπάρχει, στην γειτονική χώρα, για τον απλούστατο λόγο ότι οι συνταγματικές τροποποιήσεις, που έγιναν, δεν είναι σε ισχύ. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τίποτε άλλο να παρουσιάσει, εκτός από ανεπίσημα κείμενα και το ισχύον Σύνταγμα της Σλαβομακεδονίας, το οποίο είναι το παλαιό Σύνταγμα, που δεν περιέχει τις ψηφισμένες, από την βουλή της πΓΔΜ, συνταγματικές αλλαγές.
Πέραν, όμως, αυτού του λόγου ακυρότητας της Συμφωνίας, υπάρχουν και άλλοι λόγοι, που καθιστούν προβληματική αυτή την Συμφωνία των Πρεσπών. Ας τους δούμε :
Οι συνταγματικές τροποποιήσεις, που ψηφίστηκαν, όπως ψηφίστηκαν (το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών έχει μιλήσει, επίσημα, για χρηματισμό των βουλευτών του αντιπολιτευόμενου κόμματος ΒΜΡΟ, από τα κονδύλια της αμερικανικής πρεσβείας, στα Σκόπια και οι καταγγελίες αυτές δεν είναι αβάσιμες, αφού ένα άλλο κανάλι χρηματισμού πολιτικών και μέσων ενημέρωσης της Σλαβομακεδονίας, από τον George Soros, μέσω του ελληνικού ΥΠΕΞ, καταγγέλθηκε, από τον πρώην υπουργό Αμυνας Πάνο Καμμένο, όταν, ακόμη, ήταν στην κυβέρνηση, γεγονός το οποίο οδήγησε, στην παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά), δεν φέρουν την υπογραφή του προέδρου του γειτονικού κράτους Γκιόργκε Ιβάνωφ, λόγω της διαφωνίας του, με την συνταγματική αναθεώρηση. Την δημοσίευση του σχετικού συνταγματικού νόμου, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της FYROM (με την επιφύλαξη, ως προς την ισχύ των συνταγματικών τροποποιήσεων, που προαναφέραμε) την έκανε, με την υπογραφή του, ο πρόεδρος της βουλής Ταλάτ Τζαφέρι.
Επίσης, ο νόμος, με τον οποίο κυρώθηκε, από την βουλής της Σλαβομακεδονίας, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν φέρει την υπογραφή του προέδρου του γειτονικού κράτους Γκιόργκε Ιβάνωφ, ο οποίος αρνήθηκε να τον υπογράψει, επειδή, επίσης, διαφωνεί, με την Συμφωνία. Και αυτός ο νόμος δημοσιεύθηκε, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της πΓΔΜ, με την υπογραφή του προέδρου της βουλής Ταλάτ Τζαφέρι.
Στην πραγματικότητα, παρά τα όσα βεβαιώνει ο Matthew Nimetz, τα σχετικά κείμενα δεν συνάδουν, με τις εσωτερικές νομικές διαδικασίες της Σλαβομακεδονίας. Υπάρχει νομικό και πραγματικό πρόβλημα, το οποίο, κάποια στιγμή, εάν αφεθούν τα πράγματα να κυλήσουν, ως έχουν, θα εμφανισθεί και δεν θα συμμαζεύεται, διότι υπάρχουν σαφείς παρανομίες, οι οποίες δεν μπορούν να συγκαλυφθούν και τις οποίες θα χρησιμοποιήσει, πολύ γρήγορα, η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και μια νέα κυβέρνηση, στην Σλαβομακεδονία, όταν αυτή του Ζόραν Ζάεφ θα μας αφήσει χρόνους. (Οι Ρώσοι του έχουν διαμηνύσει ότι θα πληρώσει, πολύ ακριβά, όσα πράττει. Και φυσικά, δεν αστειεύονται).
Κατ' αρχήν, όσον αφορά την μη υπογραφή του νόμου, με τις τροποποιήσεις του Συντάγματος, από τον πρόεδρο Γκιόργκε Ιβανώφ είναι σημαντικό. Θα μπορούσε να ξεπερασθεί, με το σκεπτικό ότι αρμόδιος είναι ο πρόεδρος της βουλής, επειδή οι συνταγματικές τροποποιήσεις αφορούν, βάσει του Συντάγματος, την βουλή. Όμως, το πρόβλημα της μη υπογραφής του νόμου της Συμφωνίας των Πρεσπών, από τον πρόεδρο Γκιόργκε Ιβάνωφ είναι πολύ πιο ουσιαστικό.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το περασμένο καλοκαίρι η βουλή της πΓΔΜ ψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο και το έστειλε για υπογραφή, στον πρόεδρο του κράτους. Αυτός, όπως είχε δικαίωμα, το ανέπεμψε, στην βουλή, η οποία το ξαναψήφισε και το ξανάστειλε, στον πρόεδρο για υπογραφή. Ο Γκιόργκε Ιβάνωφ, το έβαλε, στο συρτάρι και αρνήθηκε, μέχρι τις αρχές του Ιανουαρίου 2019, να υπογράψει και να δημοσιεύσει τον νόμο, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Προφανώς, το έπραξε παράνομα και για να ξεπεραστεί η παρανομία του προέδρου του κράτους, η κυβέρνηση έβαλε τον πρόεδρο της βουλής να υπογράψει και να δημοσιεύσει τον νόμο, με τον οποίο κυρώθηκε η Συμφωνία των Πρεσπών.
Με αυτόν τον τρόπο, η πλευρά της παρούσας κυβερνητικής συμμαχίας, στην Σλαβομακεδονία, απάντησε, στην παράνομη πράξη του προέδρου του κράτους, με μια αντίστοιχη παρανομία του προέδρου της βουλής, ο οποίος, από το Σύνταγμα, δεν είχε καμμία αρμοδιότητα να υπογράψει τον νόμο, για την Συμφωνία. Αυτό, που μπορούσε να πράξει η πλευρά της κυβέρνησης, ήταν το να παραπέμψει, στα ποινικά δικαστήρια, τον πρόεδρο Γκιόργκε Ιβάνωφ, με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, ούτως ώστε να μπορέσει να υπογράψει, στην θέση του ο πρόεδρος της βουλής Ταλάτ Τζαφέρι, ή κάποια στιγμή να απουσιάσει, από την χώρα, ο πρόεδρος του κράτους. Η κυβερνητική πλευρά, όμως, δεν είχε την απαραίτητη πλειοψηφία, στην βουλή, για να προβεί, σε αυτή την ενέργεια, ενώ ο Γκιόργκε Ιβάνωφ δεν σκόπευε να πάει πουθενά.
Για όλα αυτά, βέβαια, το ΒΜΡΟ και ο πρόεδρος έχουν καταθέσεις μηνύσεις, αλλά όποια και αν είναι η κατάληξη, αυτό, που θα προκύψει κάποια στιγμή, στο όχι μακρινό μέλλον, είναι ότι θα βρεθούν ένας πρόεδρος του κράτους (η θητεία του Γκιόργκε Ιβάνωφ λήγει τον Μάρτιο και στην Σλαβομακεδονία θα γίνουν εκλογές, από τον λαό, για νέο πρόεδρο, τον Απρίλιο, που μας έρχεται) και μια άλλη κυβέρνηση, που θα θεωρήσουν άκυρα όλα αυτά, με αποτέλεσμα να υπάρξει ένα νομικό και πραγματικό confusio, στις διεθνείς σχέσεις της Σλαβομακεδονίας, με την Ελλάδα, με πρώτη επίπτωση την απώλεια της ισχύος της ονομασίας της "Βόρειας Μακεδονίας", erga omnes.
Αυτό που θα συμβεί, απλούστατα, είναι ότι, ακυρώνοντας την Συμφωνία των Πρεσπών και αυτόματα τις συνταγματικές τροποποιήσεις, η σλαβομακεδονική πλευρά, θα επαναφέρει την σημερινή συνταγματική ονομασία του κράτους και θα την χρησιμοποιεί, στο εσωτερικό. Αλλά και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα, στους διεθνείς θεσμούς, θα υπάρξει πρόβλημα, αφού η Ρωσία, με το δικαίωμα veto, που έχει, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., δεν πρόκειται να αποδεχθεί την Συμφωνία των Πρεσπών, ως προϊόν χρηματισμού και εκβιασμού, με αποτέλεσμα να μην ισχύσει η ονομασία "Βόρεια Μακεδονία" και να παραμείνει, σε αυτόν τον βασικό διεθνή οργανισμό, η ονομασία "πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας".
Αλλά και στο ΝΑΤΟ, η σλαβομακεδονική πλευρά θα επαναφέρει την σημερινή συνταγματική ονομασία της, χωρίς να μπορεί η ελληνική πλευρά να κάνει τίποτε. Και αυτό δεν είναι ανάγκη να το πράξει άμεσα. Μπορεί να περιμένει την είσοδό της στην "Ευρωπαϊκή Ένωση", αλλά μπορεί και να μην το πράξει, διότι αυτή η ένταξη δεν είναι, καθόλου, σίγουρη.
Όλα αυτά, λίγο - πολύ, αποτελούν σοβαρούς λόγους καταγγελίας της Συμφωνίας των Πρεσπών, από την ελληνική κυβέρνηση. Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση δεν είναι ελληνική. Είναι νατοϊκή και δεν πρόκειται να καταγγείλει την Συμφωνία. Αντίθετα, μάλιστα, τοις των συμμάχων ρήμασι πειθόμενη, επισπεύδει την ψήφιση αυτής της Συμφωνίας, παρά τις ουσιώδεις παρασπονδίες της σλαβομακεδονικής πλευράς, η οποία, όμως, έτσι αποσπά αυτά, για τα οποία ενδιαφέρεται, ήτοι την αναγνώριση, από ελληνικής πλευράς της ύπαρξης "μακεδονικού" έθνους (και όχι σλαβομακεδονικού έθνους, μέσω της χρήσης του αγγλικού όρου nationality, ο οποίος χρησιμοποιείται, με την έννοια της εθνικότητας και όχι citizenship, που σημαίνει υπηκοότητα και ιθαγένεια) "μακεδονικής" γλώσσας (στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών και όχι σλαβομακεδονικής γλώσσας), "μακεδονικού" κράτους (στο προοίμιο και στο άρθρο 36 του σλαβομακεδονικού Συντάγματος, που δεν τροποποιήθηκαν, από την βουλή της πΓΔΜ) και "μακεδονικού λαού" (που προστέθηκε, στην ρηματική διακοίνωση της κυβέρνησης Ζόραν Ζάεφ, προς την ελληνική κυβέρνηση, το περιεχόμενο της οποίας ρηματικής διακοίνωσης, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει αποδεχθεί, χωρίς καμμία αναφορά, στον σλαβομακεδονικό, ή βορειομακεδονικό λαό).
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα εμφανίζει, ως επιτυχία το γεγονός ότι, μετά από πίεση των αλβανικών κομμάτων, που συμμετέχουν, στην βουλή της πΓΔΜ, στην ρηματική διακοίνωση αναφέρεται ότι ο όρος nationality του αγγλικού κειμένου (το οποίο είναι και το επίσημο κείμενο) της Συμφωνίας των Πρεσπών, δεν παραπέμπει, σε εθνικότητα, αλλά σε ιθαγένεια, διότι, πέραν των Σλαβομακεδόνων, υπάρχει και η αλβανική κοινότητα, στην χώρα αυτή.
Δεν πρόκειται, για καμμία επιτυχία. Απλώς, η αλβανική κοινότητα ανέτρεψε - και σωστά έπραξε - τους αρχικούς σχεδιασμούς της ελληνικής και της σλαβομακεδονικής πλευράς, που προσπάθησαν να χωρίσουν την "μακεδονική" εθνικότητα, από την υπηκοότητα/ιθαγένεια του "πολίτη της Βόρειας Μακεδονίας". Έτσι, δεν είναι επιτυχία το γεγονός ότι η ελληνική και η σλαβομακεδονική πλευρά ξεβρακώθηκαν, από την αλβανική κοινότητα. Απλώς, αυτό το σκηνικό δείχνει την προχειρότητα, με την οποία κινήθηκαν οι Νίκος Κοτζιάς - Νικόλα Δημητρώφ (και ο Matthew Nimetz).
Και μπορεί, μεν, η ρηματική διακοίνωση της σλαβομακεδονικής κυβέρνησης να κάνει αυτές τις διευκρινίσεις, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα δεδομένα, διότι αυτό αφορά την αλβανική κοινότητα, η έννοια του "Μακεδόνα", ως εθνότητας, για τους Σλαβομακεδόνες, παραμένει. Δεν αλλάζει. Ως εκ τούτου, όλα αυτά είναι προσχηματικά και προϊόντα ανοησιολογιών.
Αυτά είναι τα δεδομένα, που έχουμε μπροστά μας. Και γι' αυτούς τους λόγους, μαζύ με την προβλεπόμενη είσοδο της Σλαβομακεδονίας, στο ΝΑΤΟ (ο λόγος αυτός είναι ο κυριότερος), η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να μην περάσει, από την παρούσα ελληνική βουλή, ή πρέπει να καταψηφισθεί.
Το τί θα πρέπει να πράξει η αντιπολίτευση, με το νομοσχέδιο, για την Συμφωνία των Πρεσπών και την διαδικασία, για την ψήφισή του, στην βουλή, το έχουμε περιγράψει. Η αντιπολίτευση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, με κορμό την Νέα Δημοκρατία, εάν επιθυμούν να πείσουν ότι, πράγματι, σκοπεύουν να πράξουν τα πάντα, για να μην ψηφισθεί και για να μην γίνει νόμος του κράτους, αυτή η Συμφωνία, πρέπει να παρακωλύσουν τις διαδικασίες ψήφισης του νομοσχεδίου. Και το κυριότερο, όπως έχουμε γράψει, πρέπει να οδηγήσει τους βουλευτές της και τους αναπληρωτές τους, σε παραίτηση. Κατώτερο όριο παραιτήσεων, που πρέπει να γίνουν, τώρα, που η παρούσα βουλή βρίσκεται, στο τελευταίο έτος της θητείας της είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 του Συντάγματος, οι 61 βουλευτές. Εάν, τουλάχιστον, τόσοι βουλευτές παραιτηθούν και τους ακολουθήσουν και οι αναπληρωτές τους, η χώρα θα οδηγηθεί, σε αναπληρωματικές/επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές και κατ' ουσίαν, σε κανονικές βουλευτικές εκλογές, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ θα συντριβεί.
Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης.
Χθες, είδα ότι συζητείται - και υποτίθεται ότι το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη εξετάζει - το ενδεχόμενο της παραίτησης, τουλάχιστον 101 βουλευτών και των αναπληρωτών τους, έτσι ώστε, με βάση το άρθρο 51, παράγραφος 1 του Συντάγματος να μείνει η βουλή, με λιγότερους, από 200 βουλευτές, με το σκεπτικό ότι, έτσι δεν θα μπορεί να λειτουργήσει και θα υποχρεωθεί να διακόψει τις εργασίες της. Επίσης, έχει λεχθεί ότι αυτό το σενάριο δεν έχει περπατήσει, επειδή, στην Νέα Δημοκρατία δεν είναι σίγουροι ότι θα παραιτηθούν όλοι οι αναπληρωτές των βουλευτών, που θα υποβάλουν την παραίτησή τους, από τις έδρες τους.
Αυτή η ερμηνεία της σχετικής διάταξης του Συντάγματος είναι προβληματική. Ας δούμε το άρθρο 51 του Συντάγματος, για να σχηματίσουμε άμεση γνώμη :
1. O αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να είναι μικρότερος από διακόσιους ούτε μεγαλύτερος από τριακόσιους.
2. Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.
3. Oι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.
**4. Oι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια. Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.
**5. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.
Η όλη υπόθεση εστιάζεται στην πρώτη παράγραφο. Εκεί, όντως, ορίζεται ότι ο αριθμός των βουλευτών δεν μπορεί να είναι μικρότερος, από διακόσιους. Όμως αυτό δεν αφορά την λειτουργία της βουλής, ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων, στις εργασίες της. Αφορά τον συνολικό αριθμό των βουλευτών, που μπορούν να εκλεγούν και να συγκροτήσουν την εκάστοτε βουλή. Αυτό είναι που προκύπτει από το κείμενο της συνταγματικής διάταξης, η οποία παραπέμπει, στην έκδοση νόμου, ο οποίος μπορεί να ορίζει το εύρος του αριθμού των βουλευτών, που μπορεί να αποτελείται μια βουλή, η οποία πρόκειται να εκλεγεί. Και αυτό το εύρος μπορεί να κυμαίνεται, ανάμεσα στους 200, έως 300 βουλευτές.
Από εκεί και πέρα, αυτή η - κατά την γνώμη μου - εσφαλμένη ερμηνεία, που οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η βουλή πρέπει, εάν παραιτηθούν 101 βουλευτές και οι αναπληρωτές τους, να διακόψει τις εργασίες της, εάν υιοθετηθεί, από την αντιπολίτευση, μπορεί, πράγματι, να δημιουργήσει έναν μεγάλο πολιτικό θόρυβο, τον οποίο θα δούμε εάν και κατά πόσον μπορεί να αντέξει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Πάντως, για να επιχειρηθεί μια τέτοια διαδικασία, θα πρέπει η Νέα Δημοκρατία να συμφωνήσει, τουλάχιστον, με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, διότι δεν έχει τους 101 βουλευτές, για να ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία. Φυσικά, εάν την ξεκινήσει, θα γίνει χαμός και είναι πολύ προβληματικό, το εάν έχει τέτοια πρόθεση. Δεν θα την έχει, κατά πάσα πιθανότητα. (Μακάρι να πέσω έξω).
Ένα άλλο που, πιθανότατα, σκέπτονται, στην Νέα Δημοκρατία, είναι να αποχωρήσουν, σήμερα, από την βουλή, κατά την διάρκεια της συνεδρίασης, για το νομοσχέδιο της Συμφωνίας των Πρεσπών, καταγγέλλοντας ότι η βουλή δεν έχει, πλέον, τον απαραίτητο αριθμό των βουλευτών, που απαιτούνται, για να συνεδριάσει και να ψηφίσει την Συμφωνία.
Αν πράξει κάτι τέτοιο η αντιπολίτευση, αυτό δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό νόημα, ακόμη και εάν η αποχή των 101 και πλέον βουλευτών αποκτήσει σταθερά, ή και μόνιμα χαρακτηριστικά, μέχρι το τέλος της παρούσας βουλής. Η Συμφωνία των Πρεσπών θα περάσει, εύκολα και χωρίς πρόβλημα.
Ως εκ τούτου, η μόνη λύση είναι, όπως είπα, η παραίτηση, τουλάχιστον, 61 βουλευτών (και όσο το δυνατόν περισσότερων) και των αναπληρωτών τους. Μόνο, έτσι, η παρούσα κυβέρνηση θα συρθεί σε εκλογές.
Θα το τολμήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Θα μπορέσει να θέσει στο περιθώριο τις επιθυμίες της πρεσβείας της οδού Βασιλίσσης Σοφίας;
Δύσκολο...
Σχόλια