Μπορούν ένα ναζιστικό κόμμα, ή μια αναρχική/αντιεξουσιαστική οργάνωση, υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος, να συμμετάσχουν, στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές, με βάση το Σύνταγμα και την νέα νομοθετική ρύθμιση, που προωθεί, στην βουλή, η απελπισμένη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στα στερνά του βίου της; Η απάντηση είναι κατηγορηματική : OXI. (Μόνο, εάν επιβάλλουν, όπως το KKE και η λοιπή κομμουνιστική αριστερά, την παρουσία τους, ή, εάν καμουφλαρισθούν, κάτι που μπορούν να το πράξουν).
Πολύς αχός ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν, γύρω από την συμμετοχή του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη, στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Η απελπισμένη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μπροστά στο δεδομένο ότι η Νέα Δημοκρατία πρόκειται να έχει μεγάλες διαρροές, προς το νεοναζιστικό κόμμα, το οποίο έχει, ως αρχηγό τον Ηλία Κασιδιάρη, ο οποίος δεν είναι το παλαιό στέλεχος και πρώην βουλευτής της Χρυσής Αυγής, αλλά ο εξάδελφός του, που έχει το ίδιο ονοματεπώνυμο, με τον κρατούμενο και καταδικασμένο για κακουργηματικές πράξεις Ηλία Κασιδιάρη, προωθεί, στα στερνά της, όπως και στο τέλος του βίου της βουλής των εκλογών της 7/7/2019, μια νέα νομοθετική ρύθμιση, που σκοπό έχει να αφαιρέσει την δυνατότητα, στον κρατούμενο πρώην βουλευτή της Χρυσής Αυγής και στο νέο κόμμα, που στηρίζει και στο οποίο φιλοδοξεί να είναι υποψήφιος βουλευτής, να συμμετάσχουν, στις ερχόμενες, εντός ολίγων μηνών, βουλευτικές εκλογές.
Με αφορμή αυτή την εξέλιξη, το παρόν δημοσίευμα θα εξετάσει την δυνατότητα συμμετοχής ενός ναζιστικού κόμματος, ή μιας αναρχικής/αντιεξουσιαστικής οργάνωσης, στις βουλευτικές εκλογές, παρά το γεγονός ότι, όσον αφορά τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, δεν τίθεται και δεν έχει τεθεί, στο παρελθόν, ένα τέτοιο ζήτημα, από την εποχή της εγκαθίδρυσης της μεταπολιτευτικής αστικής δημοκρατίας, το 1974.
Όλη η σχετική διαδικασία ρυθμίζεται, από το Σύνταγμα του ελληνικού κράτους, το 1975, με όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, μέχρι το 2019 και την, κατά καιρούς, εκλογική νομοθεσία, την οποία, τώρα η παρούσα κυβέρνηση, επιχειρεί - και θα το φέρει εις πέρας - να τροποποιήσει, επί το, κατά πολύ, αυστηρότερο, στα πλαίσια της συνταγματικής θεωρίας της λεγόμενης “επιθετικής δημοκρατίας”, η οποία, όμως, δεν συνάδει, κυρίως, με την πρακτική εφαρμογή των ρυθμίσεων, που διέπουν το καθεστώς της συμμετοχής των κομμάτων, στις βουλευτικές εκλογές, από το 1974, μέχρι τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019.
Και πάλι, όμως, όλα αυτά δεν είναι αρκετά, λόγω της ουσιαστικής και άκρως, σημαντικής ρηγμάτωσης, στο πλαίσιο των ισχυουσών νομικών ρυθμίσεων, που έχει επιφέρει όλες αυτές τις δεκαετίες, που πέρασαν, από την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών της 17/11/1974, μέχρι τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019, η ίδια η κοινωνική και πολιτική δυναμική, η οποία, στην πράξη και στην ίδια την πραγματικότητα, αλλοίωσε και μετέτρεψε, στο αντίθετό της, την βούληση του συνταγματικού νομοθέτη του 1975 και επέβαλε, κατά την διάρκεια της μακροχρόνιας εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων, ως κάτι το δεδομένο και ως φυσιολογικό, την αναίρεση του σκληρού πυρήνα των διατάξεων του Συντάγματος και της νομοθεσίας, που ρυθμίζουν, με έναν σαφή και σκληρό τρόπο το τι πρέπει να συμβεί, με την απλή προσπάθεια και απόπειρα συμμετοχής μη δημοκρατικών, ή αντιδημοκρατικών οργανώσεων και κομμάτων, στις βουλευτικές εκλογές, απαγορεύοντας, σαφώς, την συμμετοχή τους. Παρά ταύτα, όμως, αυτή η απαγόρευση, στην πράξη, δεν ισχύει· ή, για α το πούμε καλύτερα, σε κάποια σημαντικότατες περιπτώσεις δεν ισχύει και σε κάποιες άλλες ισχύει.
Αλλά, για να έχουμε μια σαφή και συγκεκριμένη εικόνα, γύρω από την υπόθεση της συμμετοχής, στις βουλευτικές εκλογές, οργανώσεων και πολιτικών κομμάτων, τα οποία είναι μη δημοκρατικά, ή αντιδημοκρατικά και στοχεύουν, προγραμματικά, στην ανατροπή του αποκαλούμενου, ως δημοκρατικού καθεστώτος, δηλαδή, μιλώντας πρακτικά, στην ανατροπή του κοινοβουλευτικού συστήματος της σύγχρονης ολιγαρχικής/ολιγαρχοκρατούμενης αστικής/καπιταλιστικής δημοκρατίας, πρέπει να δούμε το ισχύον συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο υφίσταται και το οποίο προτίθεται να τροποποιήσει η μονοκομματική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Χρήσιμο είναι να δούμε, λοιπόν, κατ’ αρχήν, το συνταγματικό πλαίσιο, που διέπει την διαδικασία της συμμετοχής των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων, στις βουλευτικές εκλογές. Τα σχετιζόμενα άρθρα του Συντάγματος, που αφορούν αυτή την διαδικασία, είναι δυο. Το άρθρο 29, που αφορά τα πολιτικά κόμματα, το άρθρο 51, που αφορά την ελιγη των βουλευτών και το εκλογικό δικαίωμα των πολιτών του κράτους και τέλος, το άρθρο 52, στο οποίο γίνεται λόγος, για την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης.
Ας τα δούμε :
'Αρθρο 29: (Πολιτικά κόμματα)
'Αρθρο 51: (Εκλογή βουλευτών, εκλογικό δικαίωμα)
1. O αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να είναι μικρότερος από διακόσιους ούτε μεγαλύτερος από τριακόσιους.
2. Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.
3. Oι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.
**4. Oι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια. Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.
**5. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.
Άρθρο 52: (Ελεύθερη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης)
H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Nόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.
Ας δούμε, τώρα, τι αναφέρει η νέα ρύθμιση, για την συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων, στις βουλευτικές εκλογές :
«Η παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 (Α’ 57) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος, είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων, είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων, είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα.
β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του κόμματος να μην έχουν καταδικασθεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ή σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, η πραγματική ηγεσία έχει την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα.
γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την αξιολόγηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής λαμβάνεται υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών, ή ιδρυτικών μελών, ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα και στις ποινές του πρώτου εδαφίου της περ. β).
Στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για καθένα από τα κόμματα που απαρτίζουν τον συνασπισμό.
Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου. Προς υποβοήθηση της κρίσης του, πολιτικά κόμματα και κάθε εκλογέας έχουν δικαίωμα να υποβάλουν υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης μέχρι την επομένη της λήξης της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 34.».
Έχοντας, τώρα, υπόψη μας, τις παραπάνω ισχύουσες ρυθμίσεις, όπως και αυτήν, που επιχειρεί να ψηφιστεί, στην απερχόμενη, εντός ολίγων μηνών, βουλή, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία είναι σαφές ότι είναι απελπισμένη, διότι αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα, προς τα δεξιά της, μπορούμε, πλέον, να σχηματίσουμε μια σαφή και κατηγορηματική άποψη, για το τι ισχύει, για τα πολιτικά κομματα και την συμμετοχή τους, ή μη, στις βουλευτικές εκλογές.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, λοιπόν, οποιαδήποτε οργάνωση, η οποία δεν έχει την μορφή του πολιτικού κόμματος, δεν μπορεί να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό είναι σαφές και κατηγορηματικό, από το άρθρο 29 του Συντάγματος και το οποίο δεν δέχεται άλλη ερμηνεία, ως προς αυτό το σημείο. Ως προς την μορφή της οργάνωσης, αυτή μπορεί, στον τίτλο της, να αναφέρεται, ως οργάνωση, αλλά θα πρέπει να είναι να έχει ιδρυθεί, επίσημα, με δήλωση, στον Άρειο Πάγο και να είναι πολιτικό κόμμα, προκειμένου να μπορεί να συμμετέχει σε εκλογές. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί καμιά κοινωνική και πολιτική οργάνωση, που δεν έχει την μορφή του πολιτικού κόμματος, να συμμετέχει, στις βουλευτικές εκλογές.
Ως εκ τούτου, οι αναρχικές/αντιεξουσιαστικές οργανώσεις δεν μπορούν να συμμετάσχουν, στις βουλευτικές εκλογές.
Για να μπορέσουν οι αναρχικές/αντιεξουσιαστικές οργανώσεις να συμμετάσχουν στις εκλογές, θα πρέπει να ενδυθούν τον μανδύα του πολιτικού κόμματος, με ιδρυτική πράξη, στον Άρειο Πάγο, στην οποία ιδρυτική πράξη να αναφέρονται η ηγεσία, οι σκοποί, το πρόγραμμα, η οργάνωση και τα άλλα στοιχεία, που προσδιορίζουν ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα και τα οποία, στο σύνολό τους, να εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του λεγόμενου δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο το Σύνταγμα προσδιορίζει, ως προεδρευόμενη δημοκρατία, η οποία είναι μια μορφή αστικής/καπιταλιστικής δημοκρατίας, δηλαδή μια μορφή των φιλελεύθερων ολιγαρχικών καθεστώτων, που επικρατούν, κυρίως, στην Δύση (με την ουσιώδη και πρωταρχική παρατήρηση ότι η λεγόμενη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην Ελλάδα, υπό το καθεστώς της υποδούλωσής της, στους κανόνες της μνημονιακής εποχής και της διαδικασίας της ελεγχόμενης πτώχευσης, που έχει υπαχθεί, από την χρεωκοπία του 2010 και μετά, έχει υποστεί ουσιαστική και κεφαλαιώδη στρέβλωση και ως νομιζόμενη, πλέον, δημοκρατία, έχει μετατραπεί, σε μια νεοαποικία, η οποία τελεί, υπό το παρανομικό καθεστώς της χρεωδουλείας), ή οι υποψήφιοι αναρχικοί/αντιεξουσιαστές βουλευτές να κατέλθουν, στις εκλογικές περιφέρειες της επικράτειας, ως ανεξάρτητοι μεμονωμένοι, από πολιτικά κόμματα.
Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, όσον αφορά την δήλωση – ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος, στον Άρειο Πάγο, από μία οργάνωση αναρχικών/αντιεξουσιαστών δημιουργεί ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα Και τούτο διότι η ίδια η έννοια του πολιτικού κόμματος και η ύπαρξη του, δεν αποτελούν κάτι το ουδέτερο. Το πολιτικό κόμμα έχει μια συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, έχει ηγεσία, ακόμη και όταν, στο κόμμα αυτό, έχει συμφωνηθεί και λειτουργεί μια, εκ περιτροπής, ηγεσία και η εναλλαγή των προσώπων, στις οργανωτικές και τις λοιπές θέσεις αυτού του πολιτικού κόμματος.
Επίσης ο σκοπός ενός πολιτικού κόμματος και ίδια η ύπαρξή του είναι δεδομένο ότι αποσκοπούν στην κατάληψη της πολιτικής, δηλαδή, ουσιαστικά, της κρατικής εξουσίας. Αυτή είναι η βάση, ο πυρήνας και ο προσδιορισμός της έννοιας του πολιτικού κόμματος, σύμφωνα με το συνταγματικό δίκαιο και την πράξη, γεγονός το οποίο έρχεται σε σύγκρουση, με τους υποτιθέμενους σκοπούς και στόχους των αναρχικών/αντιεξουσιαστών και των οργανώσεών τους, που αποσκοπούν, στην διάχυση των εξουσιών, στα μέλη της κοινωνίας, έως και την εξάλειψη, κάθε μορφής εξουσίας.
Και φυσικά, αυτή η αντίθεση, ανάμεσα σε μια αναρχική/αντιεξουσιαστική οργάνωση και σε ένα πολιτικό κόμμα, που, εξ ορισμού, μάχεται για και αποσκοπεί, στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, δεν μπορεί να αγνοηθεί και φυσικά, δεν είναι, καθόλου, εύκολο να ξεπεραστεί. Δηλαδή εν τέλει, τα χνώτα των αναρχικών/αντιεξουσιαστικών οργανώσεων και της πολιτικής/κρατικής εξουσίας δεν συνταιριάζουν. Οι δρόμοι τους είναι αντιθετικοί και εντελώς, διαφορετικοί. Και αυτή είναι η αντίληψη και η πεποίθηση, που επικρατεί, στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, όποιος και αν είναι αυτός, όπως και αν εκφράζεται.
Η προσωπική μου γνώμη είναι διαφορετική. Νομίζω ότι οι αναρχικοί/αντιεξουσιαστές μπορούν να σχηματίσουν μια οργάνωση και να την ενδύσουν, με τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και να αποπειραθούν να συμμετάσχουν, στις βουλευτικές εκλογές, όχι για να κατακτήσουν, ή να μοιραστούν, με κρατιστές, την πολιτική/κρατική εξουσία, αλλά για να μπορέσουν να δηλώσουν και να αναβαθμίσουν την παρουσία τους και του προγράμματος, που έχουν (αν έχουν και εφόσον δεν έχουν, να κάτσουν και να φροντίσουν να το διαμορφώσουν), το οποίο δεν θα περιγράφει, απλώς, ιδέες, για ένα μακρινό μέλλον, αλλά πρέπει να επιχειρεί να έχει προτάσεις και να δίνει απαντήσεις και πρακτικές λύσεις, στα πραγματικά και πρακτικά προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων της ελληνικής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απόφαση, για ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι δική τους.
Έτσι, όπως προκύπτει από τις παραπάνω αναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις και κυρίως, από αυτή του άρθρου 29 του Συντάγματος, ένα αναρχικό πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να γίνει νόμιμο και αποδεκτό, από το αστικό δημοκρατικό σύστημα της χώρας και τούτο διότι ο σκοπός των αναρχικών/αντιεξουσιαστών δεν είναι να εξυπηρετήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, αλλά να το ανατρέψουν και φυσικά, να κονιορτοποιήσουν, έως διαλύσεως, την πολιτική/κρατική εξουσία.
Βέβαια, άλλα πολιτικά κόμματα, τα οποία και αυτά δεν έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν το (αστικό) δημοκρατικό πολίτευμα, όπως το ορίζει το άρθρο 29 του Συντάγματος, αλλά να το καταλύσουν, όπως συμβαίνει, με το ΚΚΕ και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς συμμετέχουν - υποτίθεται -, νόμιμα, στις βουλευτικές εκλογές, από το 1974 μέχρι τώρα, με μια δήλωση, στον Άρειο Πάγο, ότι δεν σκοπεύουν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και ότι σκοπεύουν να το εξυπηρετήσουν, κάτι που ο Άρειος Πάγος, παραδοσιακά, αποδέχεται και επιτρέπει την συμμετοχή των κομμάτων αυτών, στις βουλευτικές εκλογές παρά την κραυγαλέα αντίθεση των προγραμμάτων τους, με αυτά που δηλώνουν, στον ίδιο. Όμοια ήταν και η διαδικασία, που επέτρεπε, μέχρι το 2019, την συμμετοχή της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, στις βουλευτικές εκλογές, η οποία, μάλιστα, επί σειρά εκλογών κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας ελληνικής οικονομικής κρίσης, να εισέλθει στην βουλή, ξεπερνώντας το όριο του 3% των έγκυρων ψήφων, που προέβλεπε και εξακολουθεί να προβλέπει η εκλογική νομοθεσία και να συμμετέχει, σε αυτήν με βουλευτές, ως κανονικό πολιτικό κόμμα.
Ως εκ τούτου, η απάντηση στο, αν επιτρέπεται, από το Σύνταγμα και την νομοθετική ρύθμιση, που φέρνει, προς ψήφιση, στην Βουλή, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, να συμμετάσχει μια εμφανιζόμενη, ως πολιτικό κόμμα, αναρχική/αντιεξουσιαστική οργάνωση, στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές είναι σαφής :
ΟΧΙ. Δεν μπορεί μια αναρχική/αντιεξουσιαστική οργάνωση να συμμετάσχει, στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές, εμφανιζόμενη, ως πολιτικό κόμμα, λόγω της ασυμβατότητάς της, με τον σκοπό της ελεύθερης λειτουργίας του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο, ως πολιτική έκφραση της κρατικής εξουσίας οι αναρχικοί σκοπεύουν να καταργήσουν. Μπορεί, όμως, να επιβάλει την συμμετοχή της, στις βουλευτικές εκλογες, εφόσον επιτύχει να βρει, μέσα στην ελληνική κοινωνία την ελάχιστη κοινωνική μάζα υποστήριξης της συμμετοχής της στα πολιτικά δρώμενα και φυσικά και στις βουλευτικές εκλογές. Και κάτι τέτοιο θέλει δουλειά. Πολύ δουλειά…
Ουσιαστικά, λοιπόν, η συμμετοχή, στις βουλευτικές εκλογές, πέρα από νομικό ζήτημα, είναι κυρίως, ζήτημα πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δύναμης και αυτό προκύπτει και από την νομολογία του Αρείου Πάγου, ο οποίος, σε διαφορετικές περιπτώσεις, έχει επιδείξει άλλη συμπεριφορά, όσον αφορά, πχ διάφορα κόμματα των βασιλοφρόνων και κομμάτων, που υποστηρίζουν την δικτατορία της 21/4/1967.
Έτσι, ο Άρειος Πάγος μπορεί να ελέγξει την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης των πολιτικών κομμάτων, που επιθυμούν να συμμετάσχουν, στις βουλευτικές εκλογές και το έχει πράξει, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες, αν και η ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος είναι το ατομικό δικαίωμα του καθενός να ιδρύει, μαζί με άλλους, πολιτικά κόμματα, βάσει του ευρύτερου δικαιώματος “του συνεταιρίζεσθαι”, το οποίο, όμως, έχει τα όριά του, σε όσα ορίζονται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος που λέει ότι «Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται». Και καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, σύμφωνα, με τις λεκτικές και νοηματικές ακροβασίες των αστών συνταγματολόγων, υπάρχει, όταν η χρήση του δικαιώματος, για συμμετοχή ενός πολιτικού κόμματος, στις βουλευτικές εκλογές, αντιστρατεύεται την συνταγματική τάξη, όταν δηλαδή παραβιάζεται το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, από την κατάχρηση του δικαιώματος. Έτσι, ο Άρειος Πάγος μπορεί να μην ανακηρύξει ένα τέτοιο κόμμα και τους υποψηφίους του, στις βουλευτικές εκλογές.
Άλλωστε, το αντίστοιχο άρθρο 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαγορεύει και αυτό, την λειτουργία εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων, σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο έχει δεχθεί ότι «ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί ολοκληρωτική ιδεολογία ασυμβίβαστη, με την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι οπαδοί του, αναμφισβήτητα, επιδιώκουν σκοπούς, που εμπίπτουν στο άρθρο 17».
Βέβαια, όλα αυτά είναι ανοησίες. Στην πραγματικότητα, όπως προανέφερα, είναι η πολιτική και κοινωνική δύναμη, που έχει κάθε πολιτικό κόμμα, ανεξάρτητα, από την ιδεολογία του και το πρόγραμμα του, που επιβάλει την παρουσία του, μέσα στα αστικοδημοκρατικά πολιτεύματα.
Σχόλια
Οι Αρεοπαγίτες δεχόμενοι την εισήγηση της Αρεοπαγίτου, Κανέλλας Τζαβέλα, αποφάνθηκαν ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορούν να ενεργούν δικαστικές πράξεις και να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds.
Κατά συνέπεια, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου άναψε το φως στα funds να πραγματοποιούν πλειστηριασμούς στο όνομα τους σε ακίνητα, τα οποία έχουν αποκτήσει με εξαγορά.
Πλέον αναμένεται η δημοσίευση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία θα οδηγήσει σε νέο κύμα πλειστηριασμών χιλιάδων «κόκκινων» οφειλετών.
ΠΗΓΗ
https://www.newsit.gr/ellada/areios-pagos-apofasi-vomva-yper-ton-funds-mporoun-na-dienergoun-pleistiriasmous/3703376/