Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατέθεσε, στην βουλή, πριν μερικές ημέρες, τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, ο οποίος προφανώς είναι και ο τελευταίος προϋπολογισμός της κυβερνητικής της θητείας, αφού η παρούσα βουλή, το αργότερο, εκπνέει τον βίο της, στις 7 Ιουλίου 2023 και φυσικά, με δεδομένο το γεγονός ότι δεν πρόκειται η Νέα Δημοκρατία να εξασφαλίσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ούτε στις επόμενες, αλλά ούτε και στις μεθεπόμενες - εφόσον γίνουν - εκλογές, οι επόμενοι προϋπολογισμοί θα κατατεθούν, από άλλες κυβερνήσεις, είτε συμμετέχει, σε αυτές, η Νέα Δημοκρατία είτε όχι.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει κανένα μέλλον· ό,τι ήταν να κάνει, το έκανε και φυσικά, αφήνει πίσω της, μια τεράστια μαύρη τρύπα, η οποία απεικονίζεται και στον προϋπολογισμό του 2023, που, μόλις, κατέθεσε όπως φαίνεται παρακάτω, από τα ίδια τα στοιχεία, που συναπαρτίζουν και συγκροτούν τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, τα οποία παρουσιάζονται, παρακάτω. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, η παρούσα κυβέρνηση, λόγω των επερχόμενων βουλευτικών, μέσα, στο 2023, δεν θα εκτελέσει, καθ’ ολοκληρίαν, τον προϋπολογισμό του 2023. Και αυτό αποτελεί πρόβλημα. Και μάλιστα, το γεγονός αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Ας δούμε, λοιπόν, τα γενικά στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2023 :
1. ΕΣΟΔΑ Ευρώ 798.039.000.000
11. Φόροι 51.579.000.000
12. Κοινωνικές εισφορές 55.000.000
13. Μεταβιβάσεις 7.953.000.000
14. Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών 2.405.000.000
15. Λοιπά τρέχοντα έσοδα 1.869.000.000
31. Πάγια περιουσιακά στοιχεία 24.000.000
43. Χρεωστικοί τίτλοι 23.000.000
45. Συμμετοχικοί τίτλοι και μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων 387.000.000
52. Υποχρεώσεις από νόμισμα και καταθέσεις 44.000.000
53. Χρεωστικοί τίτλοι (υποχρεώσεις) 31.554.000.000
54. Δάνεια 701.846.000.000
57. Χρηματοοικονομικά παράγωγα 300.000.000
2. ΕΞΟΔΑ Ευρώ 806.878.193.000
21. Παροχές σε εργαζόμενους 13.795.795.000
22. Κοινωνικές παροχές 397.439.000
23. Μεταβιβάσεις 32.475.557.000
24. Αγορές αγαθών και υπηρεσιών 1.540.686.000
25. Επιδοτήσεις 80.300.000
26. Τόκοι 5.851.155.000
27. Λοιπές δαπάνες 81.257.000
29. Πιστώσεις υπό κατανομή 15.117.638.000
31. Πάγια περιουσιακά στοιχεία 2.530.934.000
33. Τιμαλφή 62.000
44. Δάνεια 3.394.000.000
45. Συμμετοχικοί τίτλοι και μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων 1.058.240.000
53. Χρεωστικοί τίτλοι (υποχρεώσεις) 27.924.000.000
54. Δάνεια 702.631.130.000
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ (ΕΣΟΔΑ - ΕΞΟΔΑ) = -8.839.193.000 €.
Αλλά όλα αυτά, από μόνα τους, δεν έχουν καμία αξία, εάν δεν τα δούμε, σε σχέση με τις μεταβολές του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (του ΑΕΠ) της ελληνικής οικονομίας, το οποίο μπορεί, βέβαια, να έχει μια μερική και μια σχετική αξία, αλλά είναι ένας δείκτης πάνω, στον οποίο μπορούμε, υπό προϋποθέσεις, να βασιστούμε, για να δούμε τις παροντικές, τις παρελθούσες, αλλά, σε έναν βαθμό και τις μέλλουσες εξελίξεις, στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Ας δούμε, τώρα, την πορεία και την εξέλιξη του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, από το 1995, σε τρέχουσες τιμές (η, εν λόγω, μέτρηση έχει προβλήματα αξιοπιστίας, λόγω του πληθωρισμού των τιμών, τον οποίο δεν αφαιρεί, στα μεγέθη, που παρουσιάζονται, αλλά θα αποπειραθώ να αποπληθωρίσω, τουλάχιστον, τα τωρινά μεγέθη του ΑΕΠ, για την περίοδο 2022 και 2023, ούτως ώστε να έχουμε μια ορθότερη εικόνα αυτών των μακροοικονομικών μεγεθών).
Έτσι, λοιπόν, το ΑΕΠ της χώρας μας, σύμφωνα, πάντα, με τα τρέχοντα στοιχεία, που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, παρουσιάζεται, ως εξής :
1995 : 93,064 δισεκ. €.
1996 : 103,037 δισεκ. €.
1997 : 114,712 δισεκ. €.
1998 : 125,263 δισεκ. €.
1999 : 133,789 δισεκ. €.
2000 : 141,247 δισεκ. €.
2001 : 152,194 δισεκ. €.
2002 : 163,461 δισεκ. €.
2003 : 178,905 δισεκ. €.
2004 : 193,716 δισεκ. €.
2005 : 199,242 δισεκ. €.
2006 : 217,862 δισεκ. €.
2007 : 232,695 δισεκ. €.
2008 : 241,990 δισεκ. €.
2009 : 237,534 δισεκ. €.
2010 : 224,124 δισεκ. €.
2011 : 203,308 δισεκ. €.
2012 : 188,381 δισεκ. €.
2013 : 179,884 δισεκ. €.
2014 : 177,236 δισεκ. €.
2015 : 176,369 δισεκ. €.
2016 : 174,494 δισεκ. €.
2017 : 176,903 δισεκ. €.
2018 : 179,558 δισεκ. €.
2019 : 183,351 δισεκ. €.
2020 : 165,406 δισεκ. €.
2021 : 181,675 δισεκ. €.
2022 : Υπολογίζεται ότι θα φθάσει, στα 210 δισεκ. €.
2023 : Υπολογίζεται ότι θα φθάσει, στα 224 δισεκ. €.
Όμως, όσον αφορά τους τωρινούς υπολογισμούς του ΑΕΠ, με τις τρέχουσες τιμές, για το 2022 και το 2023, έχουμε ένα βασικό και ουσιαστικό δεδομένο πρόβλημα, το οποίο είναι ο πληθωρισμός, η έκταση του οποίου είναι τεράστια και ανατρέπει όλα τα παρουσιαζόμενα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται και είναι υπερεκτιμημένα και ως εκ τούτου, ψευδή.
Έτσι, αν υπολογίσουμε, ως προς το ελληνικό ΑΕΠ, του 2022, ο πληθωρισμός υπολογίζεται, στο 9,6%, με 9,9%, τότε το πραγματικό αποληθωρισμένο ΑΕΠ του 2022, υπολογισμένο, σε τιμές του 2021, μειώνεται, κατά 20,79 δισεκ. € και διαμορφώνεται, στα πραγματικά επίπεδα των 189,21 δισεκ. € και όσον αφορά το 2023, αν δεχθούμε, όπως προανέφερα, ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει, στο 4,8%, με 5%, τότε, το πραγματικό ελληνικό ΑΕΠ του 2023 θα φθάσει, σε τιμές του 2021, στα 187,32 δισεκ. €.
Κατ’ ουσίαν, λοιπόν, μιλώντας, για τα έτη 2022 και 2023, εχουμε να αντιμετωπίσουμε μια αναιμική ανάπτυξη, η οποία, όσον αφορά το 2023, θα πρόκειται για μείωση, δηλαδή, ουσιαστικά, θα έχουμε μια εμβάθυνση της βαριάς οικονομικής κρίσης, την οποία διεύρυναν και διαιωνίζουν τα Μνημόνια της χρεωδουλείας, στα οποία υπήχθη η ελληνική κοινωνία, από το 2010 και μέχρι σήμερα, χωρίς να προκύπτει, σε κάποια, έστω και μακρινή χρονική στιγμή, το τέλος αυτής της κρίσης, όσο η ελληνική οικονομία παραμένει, στο ευρώ και την ζώνη του. Για όσο, δηλαδή η χώρα δεν έχει δικό της εθνικό νόμισμα και για όσο το ευρώ, ως νόμισμα, εξακολουθεί να λειτουργεί, ως ένας κρυφός μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών και ως, εκ τούτου, ως νομισματικός ζουρλομανδύας.
Η παρουσίαση αυτών των μακροοικονομικών στοιχείων, εάν πραγματοποιηθεί (κάτι, που δεν πρέπει, καθόλου, να λαμβάνεται, ως δεδομένο) θα μας οδηγήσει, σε μια κατάσταση, η οποία θα μας επαναφέρει, σε, κάπως, μεγαλύτερα μεγέθη, από το 2018, αλλά εννοείται ότι τα μεγέθη αυτά θα διαμορφωθούν και πρόκειται να απέχουν, πολύ μακράν, από τα, προ της μνημονιακής κρίσης, επίπεδα του ελληνικού ΑΕΠ των 243,990 δισεκ. € του 2008.
Στην ουσία και στην πραγματικότητα, βλέπουμε, άμεσα, από τα παραπάνω στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2023, ότι η χώρα εξακολουθεί, πάντα, να βρίσκεται, σε καθεστώς χρεωκρατίας, ξοδεύουν, για να δανειζόμαστε και έχουμε και αναδιανομή εισοδήματος, εις βάρος της μεγίστης πλειοψηφίας των πολιτών, οι οποίοι υφίστανται αυτή την νομιμοποιημένη ληστεία, που γίνεται και η οποία απαιτείται, για να διατηρείται και να διαιωνίζεται αυτό το φαύλο καθεστώς.
Αυτά είναι τα γενικά στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2023, τα οποία θεωρώ δεδομένο ότι δεν πρόκειται να υλοποιηθούν. Ο προϋπολογισμός αυτός δεν μπορεί να σταθεί και να υλοποιηθεί, μέσα στο επόμενο έτος, ως έχει και φυσικά, θα υποστεί τροποποιήσεις, οι οποίες, όπως φαίνεται, θα επιβαρύνουν, επί πολύ, τα βαλάντια των ελληνικών νοικοκυριών, τα οποία, ήδη, έχουν διαβρωθεί, από τον επίμονο πληθωρισμό τιμών, που, εδώ και έναν χρόνο, έχει ξεκινήσει και ο οποίος, φυσικά, θα συνεχιστεί, καθόλη την διάρκεια του 2023.
Αλλά, έστω και αυτά τα στοιχεία, που, μόλις, παρουσίασα, όσον αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, είναι σαφή και συνοδεύονται, από ένα αρνητικό αποτέλεσμα, ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδά του· ένα αρνητικό ισοζύγιο, το οποίο, όπως προβλέπει ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, θα καλυφθεί, με την χρήση ταμειακών διαθεσίμων, ύψους 8.839.193.000 €. Με δεδομένο ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει, πραγματικά, δικά του ταμειακά διαθέσιμα, το ερώτημα, που τίθεται, είναι το πού θα βρει αυτό το χρηματικό ποσόν του ταμειακού ελλείμματος. Η απάντηση είναι σαφής.
Προφανώς, θα χρησιμοποιηθούν τα όποια ποσά έχουν απομείνει, από το διαβόητο δανειακό μαξιλαράκι, που υποτίθεται ότι εξασφάλισε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, τον Αύγουστο του 2018, με το “ντροπαλό” τέταρτο Μνημόνιο, το οποίο υπέγραψε, ή/και το κράτος θα υποχρεωθεί να καταφύγει, σε εξωτερικό δανεισμό, κάτι το οποίο δεν προβλέπει ο κατατεθείς κρατικός προϋπολογισμός και με δεδομένα τα απαγορευτικά υψηλά επιτόκια του δανεισμού, από τις διεθνείς αγορές, ή, όπως είναι φυσικό και επόμενο, θα φορολογηθούν οι εργαζόμενοι (και μη) πολίτες αυτού του τόπου. Άλλες λύσεις δεν υπάρχουν.
Τα όσα απαίτησε και τα οποία πήρε, από τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, το Eurogroup, αυτές τις ημέρες, αμέσως μετά την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, από την ευρωθεσμική τρόικα, είναι χαρακτηριστικά των όσων, ήδη, έχουν αρχίσει να συμβαίνουν και θα συμβούν, στο μέλλον, που έρχεται. Ας τα δούμε :
Α) Αποτελεσματική λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δηλαδή νέοι και μαζικοί πλειστηριασμοί.
Β) Μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, με την εισαγωγή ιδιωτών, στο ΕΣΥ.
Γ) Κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας, γεγονός, το οποίο σημαίνει, ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση των συλλογικών
συμβάσεων.
Δ) Συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις, στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Δηλαδή απόδοση
πλήρους ελευθερίας κινήσεων, στην μπατιροτραπεζοκρατία να αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού, χωρίς να
αυξάνει τα επιτόκια καταθέσεων και φυσικά, την μη φορολόγηση αυτής της αισχροκέρδειας.
Ε) Εκκρεμείς υποθέσεις αφερεγγυότητας
νοικοκυριών. Δηλαδή και άλλοι πλειστηριασμοί,
κατασχέσεις σπιτιών και λοιπών περιουσιακών τους στοιχείων και με την εφαρμογή του Οργανισμού Sale and Lease Back, για την διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του
πλαισίου αφερεγγυότητας, γεγονός, το οποίο παραπέμπει, στο ότι μπορούν οι δανειστές να πάρουν τα σπίτια των οφειλετών και να τους αφήσουν να
μείνουν, μέσα σε αυτά, με ένα ενοίκιο, που θα αποφασίζουν.
Αυτά γίνονται, επειδή η ΕΚΤ έχει αγοράσει τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, στην δευτερογενή αγορά, για να σώσει την γαλλική και την γερμανική μπατιροτραπεζοκρατία, που τα πουλούσε, στο
60-70% της αξίας τους, αλλά η ΕΚΤ τα πληρώθηκε, όμως, σε ολόκληρη την αξία τους και έντοκα, στην λήξη τους, διότι δεν
κουρεύτηκαν, αφού, μόνον, η ΕΚΤ εξαιρέθηκε του PSI, το 2012.
Και όλα αυτά, για να επιστρέψουν, στο ελληνικό κράτος την διαφορά της
τελευταίας δόσης των 725 εκατομμυρίων ευρώ, από τα κέρδη, που αποκόμισε η ΕΚΤ, από την κατοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων και την μόνιμη μη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, από τον ESM.
Ουσιαστικό πρόβλημα του προϋπολογισμού, είναι ότι η κυβέρνηση συντηρεί τους συντελεστές των έμμεσων φόρων, στα ίδια επίπεδα, διαπράττοντας, με πλήρη επίγνωση, μια ανάλγητη και ωμή κρατική κερδοσκοπία, εις βάρος των καταναλωτών. Αυτό γίνεται παντού : στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στην ενέργεια, στις υπηρεσίες, στα ρούχα, σε όλα τα προϊόντα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα της κυβερνητικής αναλγησίας και ωμής αδιαφορίας το, εξωπραγματικά, υψηλό μεταφορικό κόστος, το οποίο εκτοξεύει, στα επουράνια και τις τιμές των προϊόντων και φυσικά, η αιτία όλων αυτών βρίσκεται, στους φόρους, οι οποίοι αγγίζουν και ξεπερνούν το 55% της τελικής τιμής, ενώ η κυβέρνηση αρνείται, σταθερά και επίμονα, να μειώσει το κρατικό μερίδιο, στην ιλιγγιώδη άνοδο του κόστους των αγαθών, ώστε να μπορέσουν να πάρουν μια ανάσα οι τελικοί καταναλωτές.
Παρά ταύτα και εδώ είναι το, φαινομενικά, παράδοξο, το οποίο είναι και κυβερνητική επιδίωξη, οι πραγματικοί αποπληθωρισμένοι φόροι μειώνονται. Έχοντας, ως βάση, την Εισηγητική Έκθεση του προϋπολογισμού, παρά την ονομαστική αύξησή τους, τα δημόσια έσοδα, το 2023, ήτοι οι πραγματικοί αποπληθωρισμένοι φόροι μειώνονται. Ας δούμε πως συμβαίνει αυτό.
Με, επίπεδα προβλεπόμενου πληθωρισμού, για το 2023, της τάξεως του 4,8%, (αν δεχθούμε ότι οι εκτιμήσεις αυτές του κυβερνητικού οικονομικού επιτελικού σχεδιασμού είναι ορθές - κάτι το οποίο είναι, προς απόδειξη και ως εκ τούτου, παραμένει αμφίβολο) τα έσοδα, από έμμεσους φόρους, το 2023, με βάση τον προβλεπόμενο πληθωρισμό, στα επίπεδα του 4,8%, για το 2023, τότε θα πρέπει τα έσοδα, από φόρους, να αυξηθούν, κατά 2,63 δισεκ. €, δηλαδή, να φθάσουν στα 57,53 δισεκ. €. Αντί αυτού, αυξάνονται, σε 56,7 δισεκ. €, παρουσιάζοντας ένα πραγματικό έλλειμμα, ίσο με 0,83 δισεκ, €, ενώ, αντιθέτως, οι έμμεσοι φόροι από 31,5 δισεκ. €, το 2022, θα πρέπει, το 2023 να φθάσουν, στα 32,5 δισεκ. €, κάτι το οποίο προβλέπεται, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023. Ακόμη η αύξηση της φορολογίας εισοδήματος, κυρίως, των φυσικών προσώπων ισοδυναμεί με πραγματική μείωση, αφού, από 11,1 δισεκ. €. το 2022, το 2023, αντί η σχετική φορολόγηση να φθάσει, στα 11,63 δισεκ. €, προϋπολογίζεται να φθάσει, μόλις, στα 11,3 δισεκ. €) το μεγαλύτερο μέρος των οποίων καταβάλλουν μισθωτοί και συνταξιούχοι, ενώ η φορολογία των νομικών προσώπων, κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων, δηλαδή των ΕΠΕ και των ΑΕ, από 4,4 δισεκ. €, φτάνουν, στα 5,1 δισεκ. €. Βέβαια, όλο αυτό το ποσόν είναι μικρό, αλλά πρέπει να πούμε ότι υπερβαίνει, κατά πολύ, την αύξηση του πληθωρισμού ο οποίος θα προσθέσει, μόλις 211 εκατομμύρια €, στο αρχικό ποσόν των 4,4 δισεκ. €, ενώ, στον προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση θα προσθέσει, επιπλέον, 489 εκατομμύρια €, τα οποία, φυσικά, είναι, ούτως, ή άλλως, ελάχιστα, αφού, σταθερά, οι κάτοχοι του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου και εισοδήματος καταβάλλουν ελάχιστους φόρους, ως προς το μερίδιο, που τους αναλογεί.
Έτσι, εδώ που τα λέμε, η αλήθεια είναι ότι ένα μέρος της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής είναι εκείνο, το οποίο μπορεί και κρατάει την ελληνική οικονομία, σε έναν σημαντικό βαθμό, όρθια στα πόδια της, αφού ο Γιάννης Στουρνάρας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υπολόγιζε, παλαιότερα, την ετήσια φοροδιαφυγή, στα επίπεδα του 45% και είναι πιθανόν αυτό το ποσοστό να είναι μεγαλύτερο· και μάλιστα αρκετά, μεγαλύτερο.
Αυτό το έκανε, πάντα, η φοροδιαφυγή, στο παρελθόν και μάλιστα, κατά κόρον, από την εποχή, που η Ελλάδα είχε, ως εθνικό νόμισμα, την δραχμή. Όμως, τώρα, με την είσοδο της χώρας, στην ευρωζώνη, στην ευρωζώνη και την υιοθέτηση του ευρώ, ως νομίσματος της χώρας, τα βασικά δεδομένα, σχετικά με την φοροδιαφυγή, έχουν αλλάξει και μάλιστα, σημαντικά, προς το χειρότερο, εξαιτίας του γεγονότος ότι, τώρα, με το ευρώ και την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, μπορεί ο οποιοσδήποτε Έλληνας να μεταφέρει τα χρήματά του, στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα, αυτά να αφαιρεθούν, από τον όγκο της ελληνικής οικονομίας, ένα φαινόμενο, που συμβαίνει, εδώ και 20 χρόνια και οδηγεί στην αφαίμαξή της, με πολλούς τροπους και φυσικά, με off-shore εταιρείες, καθώς και με την χρησιμοποίηση και άλλων πρακτικών απόκρυψης εσόδων και πλούτου, από την εντόπια ολιγαρχία, αλλά και από πολλές άλλες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις, που τροφοδοτούν μια συνεχή, διογκούμενη και αθέατη φοροκλοπή των κρατικών εσόδων.
Κάπως έτσι, η αύξηση των φόρων και ο υψηλός πληθωρισμός, συρρικνώνουν το εισόδημα των μισθωτών, καθώς και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, πολλαπλασιάζοντας τις διαδικασίες φτωχοποίησης του πληθυσμού, μια διαδικασία, η η οποια θα κρατήσει καιρό, με απροσδιόριστο και άγνωστο τέλος, ενώ μια, έστω και ξεπερασμένη πηγή αύξησης των κρατικών εσόδων είναι και η συνεχιζόμενη ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων τομέων της κρατικής περιουσίας, αφού τα έσοδα του ΤΑΥΠΕΔ, το 2022, υπολογίζονται, σε 595 εκατομμύρια €, ενώ το 2023 υπολογίζονται, σε 1.993 δισεκ. €.
Στον τομέα των των δημοσίων δαπανών, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα, αφού οι δαπάνες, για αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, των συνταξιούχων και των διαφόρων άλλων επιδομάτων και κοινωνικών δαπανών, λαμβανομένου υπόψη και του αυξανόμενου πληθωρισμού, περικόπτονται παρά τα όσα λέγονται, την ίδια στιγμή, που οι τόκοι του δημόσιου χρέους αυξάνονται, παρά την, προ λίγων ημερών, απόφαση του Eurogroup, για την επιτοκιακή στασιμότητα των δανείων του ελληνικού κράτους, από τον ESM.
Εδώ, πρέπει να τονίσω ότι, με τα δεδομένα της εξέλιξης του ελληνικού ΑΕΠ, όπως, παραπάνω, τα παρουσίασα και με ένα υπολογιζόμενο ύψος του πληθωρισμού, ανάμεσα, στο 9,6% και στο 9,9%, το 2022 και 4,8% το 2023, καθώς και με υπολογιζόμενες αυξήσεις της τάξεως του 7,5% στις συντάξεις το 2023, δηλαδή αρκετά χαμηλότερες, από τον, ηδη, αναφερθέντα προβλεπόμενο πληθωρισμό της διετίας 2022 και 2023, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πραγματική αποπλθωρισμένη μείωση των συντάξεων, περισσότερο, από 7%, στην ερχόμενη διετία.
Το ίδιο ισχύει και με τις δαπάνες μισθοδοσίας δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες από 13,4 δισεκ. €, το 2022, θα παρουσιάσουν μια ονομαστική άνοδο, στα επίπεδα των 13,7 δισεκ. €, αλλά, αποπληθωριίζοντας τα ποσά, οι μισθωτοί και γενικώς, οι εργαζόμενοι πρόκειται να βρεθούν, ενώπιον πραγματικών μειώσεων των αμοιβών τους.
Δεν είναι διαφορετικά τα πράγματα, με τις κοινωνικές δαπάνες οι οποίες και ονομαστικά, μειώνονται (από 25,99 δισεκ. €, σε 25,96 δισεκ. €), ενώ η αποπληθωρισμένη πραγματική τους υπόσταση μειώνεται, λόγω του προαναφερθέντος πληθωρισμού. Όσον αφορά τις μεταβιβάσεις, στους ΟΚΑ (Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης) αυτές, από 21,4 δισεκ. € μειώνονται, σε σε 21,2 δισεκ. €, ενώ, προς τους ΟΤΑ από 2,7 δισεκ. €, το σχετικό κονδύλι προβλέπει, για το 2023, ποσόν 2,8 δισεκ.€ και παράλληλα, στα νοσοκομεία, από 1,8 δισεκ. €, θα φθάσουν στο σε 1,9 δισεκ.€, αλλά, με τον πληθωρισμό, το λιγότερο, στο 4,8%, αυτά τα αποπληθωρισμένα πραγματικά κονδύλια πρόκειται να μειωθούν, το 2023.
Απόλυτα, μειωμένες πρόκειται να είναι και οι παροχές σε ανέργους (ΔΥΠΑ) από 485 εκατομμύρια €, σε 405 εκατ. και οι παροχές υγείας (ΕΟΠΥΥ), από 485 εκατ. σε 405 εκατομμύρια €, όπως, επίσης, στο πεδίο των αναπτυξιακών δαπανών, τα κονδύλια, στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) μειώνονται, από 8,8 δισεκ. €, σε 8,3 δισεκ. €, αν και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανταγωνιστικότητας (ΤΑΑ), αυξάνονται οριακά από 11,6 δισεκ. €, σε 11,9 δισεκ. € και στην πραγματικότητα, λόγω του πληθωρισμού τα κονδύλια αυτά μειώνονται, στην πραγματικότητα, κατά περίπου, 257 εκατομμύρια €.
Το χειρότερο είναι ότι η συρρίκνωση της κατανάλωσης και η, ας το πούμε, οριακή αύξηση των επενδυτικών δαπανών δεν δίνουν, ουσιαστικά, καμιά αναπτυξιακή προοπτική, στην χώρα, η οποία θα εξακολουθήσει να έχει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα και στην παραγωγή και στην απασχόληση, αφού οι ιδιωτικές επενδύσεις προβλέπεται να κινηθούν στα ίδια επίπεδα, την ίδια στιγμή, που ο εξωτερικός παράγοντας παρουσιάζει τεράστιες αβεβαιότητες και λόγω του ουκρανικού πολέμου, αλλά και λόγω των προβλημάτων, στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής
Η συρρίκνωση της κατανάλωσης και η οριακή αύξηση των επενδυτικών δαπανών, δεν δίνουν θετικό μήνυμα, ενώ από την άλλη πλευρά η κατάσταση που επικρατεί διεθνώς με την συρρίκνωση των οικονομιών της Δύσης θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στον ελληνικό εξαγωγικό τομέα, όπως, επίσης και στον τουρισμό, ο οποίος αποτελεί μια σημαντική πηγή εσόδων, για την ελληνική οικονομία.
Τεράστιο είναι το πρόβλημα, με τόν διαβόητο στόχο της δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος, το 2023, στο 1,7 δισεκατομμύριο €, έναντι των 3,4 δισεκατομμυρίων € του 2022. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω το απλούστατο και ολοφάνερο γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία οδηγούν την ελληνική κοινωνία, στην φτώχεια. Και αν τα πράγματα είχαν λίγο χαλαρώσει και ίσως, θα εξακολουθήσουν, κάπως, να χαλαρώνουν, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, για ένα κάποιο απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, έως αυτή την στιγμή, η κατάσταση πρόκειται να αλλάξει, άρδην, σχετικά σύντομα και φυσικά, θα επανέλθουμε, στην ευρωζωνική λογική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, οι οποίοι, προφανώς και θα αποτελούν την ταφόπλακα, για την ελληνική οικονομία.
Αλλά, εδώ, θα είμαστε, για να τα δούμε και για να τα κρίνουμε όλα, αρκεί να είμαστε καλά. Και πιστεύω ότι θα είμαστε.
Σχόλια