Δεν χρειαζόταν η “Καθημερινή”, για να πληροφορηθούμε ότι η συστηματική φοροδιαφυγή διατηρείται, σε εξωπραγματικά και τεράστια μεγέθη, στην χώρα μας, τα οποία, μέσα στο 2022, φθάνουν και μπορεί να υπερβαίνουν το 50%, ή και το 100% του ελληνικού ΑΕΠ, έτσι όπως υπολογίζεται, από την ΕΛΣΤΑΤ, παρά - ίσως και εξ αιτίας - της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, την οποία επέβαλε και συνεχίζει να επιβάλει η τρόικα των ξένων δανειστών, από την εποχή της αρχής των Μνημονίων, το 2010, μέχρι σήμερα και με μακροχρόνια, άδηλο τέλος αυτής της συμπιεστικής πολιτικής, η οποία, όμως, αν και το προσπάθησε, δεν κατάφερε και εν μέρει φαίνεται ότι απέτυχε να εξοντώσει τα μικρομεσαία οικονομικά στρώματα και τις αντίστοιχες επιχειρήσεις, που εξακολουθούν να αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, στον χώρο αυτόν, δεν έχουν αποτιμηθεί, μέχρι τώρα, αν και η αλήθεια είναι ότι κάποια, άγνωστης τάξεως, επίδραση έχει υπάρξει, αλλά δεν έχουν δοθεί, στην δημοσιότητα, τα απαιτούμενα στοιχεία, σχετικά, με την υπαρκτή, αλλά μη καταμετρημένη συρρίκνωση του χώρου των μικρομεσαίων εισοδηματικών τάξεων και επιχειρήσεων και ως προς τα οικονομικά στοιχεία των πραγματικών εισοδημάτων τους και ως προς τους απόλυτους αριθμούς, που αφορούν τα κυμαινόμενα μεγέθη τους, στον χώρο αυτόν, τα οποία φαίνεται ότι παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αντοχή και παρά την δεδομένη, αν και ακατάγραφη, συρρίκνωσή τους, παραμένουν, σε ευάριθμα επίπεδα. Και φυσικά, κατάφεραν, μερικώς, να αποφύγουν, ή να υπομείνουν τους μηχανισμούς ελέγχων των ξένων δανειστών.
Ας δούμε κάποια, από τα παρουσιαζόμενα, επισήμως, στοιχεία :
Το 40% των φορολογουμένων υποβάλλει δηλώσεις, με οικογενειακό εισόδημα, κάτω από 5.000 ευρώ τον χρόνο, ενώ ετήσια εισοδήματα, άνω των 20.000 ευρώ, κατ’ έτος, εμφανίζει, μόνο, το 17%, από τους φορολογούμενους. Επίσης, οι αυτοαπασχολούμενοι (γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, και λοιπά επαγγέλματα), αν και μοιράζονται έσοδα 39 δισ. ευρώ, τον χρόνο, δηλώνουν καθαρά κέρδη, που φθάνουν ίσα, με 3,4 δισ. ευρώ, ενώ περίπου οι μισοί, από τους αυτοαπασχολούμενους, προκύπτει να επιβιώνουν, με ζημιές, επί σειρά ετών. Ίδια είναι η παρουσιαζόμενη κατάσταση και στους εταίρους των προσωπικών εταιρειών, όπου, από το σύνολο των 101.437 ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιρειών, οι 47.222 παρουσιάζουν τα αντίστοιχα στοιχεία, ενώ 660.000 δηλώσεις έχουν μηδενικό εισόδημα και το 39,53% του συνολικού αριθμού των φορολογουμένων φαίνεται ότι, με βάση τις δηλώσεις αυτές ότι ζούν, με λιγότερα, από 400 ευρώ τον μήνα καθαρά, εμφανίζονται, ως ζημιογόνες.
Προφανώς, οι μεσαίες επιχειρήσεις και πολύ περισσότερο, οι μισθωτοί περνούν δύσκολες ημέρες. Αλλά τα χάλια της ελληνικής οικονομίας, σε σχέση με την πραγματικότητα, δεν είναι αυτά, που δηλώνονται, μέσα από τον όγκο των φορολογικών δηλώσεων και φυσικό είναι ο Γιάννης Στουρνάρας να υπολογίζει την φοροδιαφυγή, στην Ελλάδα, άνω του 45% του παρουσιαζόμενου, ως ετήσιου ελληνικού ΑΕΠ αν και η δική μου εντύπωση, από τα παρουσιαζόμενα επισήμα επίπεδα διαβίωσης και της σχετικής μέσης κατανάλωσης του πληθυσμού της χώρας, είναι ότι το μαύρο και αφανές ελληνικό ΑΕΠ μπορεί να πλησιάζει, ίσως και το 100% του εμφανιζόμενου, ως επίσημου, βοηθώντας την κρυφή άνοδο των μακροοικονομικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, αν και παράλληλα, την βλάπτει, αφού το συνολικό ποσόν των κεφαλαίων, που διέφυγαν, στο εξωτερικό, υπολογίζεται ότι πρέπει να ξεπερνάει τα 990.000.000.000 ευρώ, από την είσοδο της ελληνικής οικονομίας, στην ευρωζώνη, την κατάργηση της δραχμής και την αντικατάστασή της, από το ευρώ.
Κάπου εδώ, προκειμένου να έχουμε και ένα μέτρο σύγκρισης, θα παρουσιάσω, για μία ακόμη φορά, τα επίσημα στοιχεία της εξέλιξης του ελληνικού ΑΕΠ, από το 1995, μέχρι σήμερα :
Έτσι, λοιπόν, το ΑΕΠ της χώρας μας, σύμφωνα, πάντα, με τα τρέχοντα στοιχεία, που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, παρουσιάζεται, ως εξής :
1995 : 93,064 δισεκ. €.
1996 : 103,037 δισεκ. €.
1997 : 114,712 δισεκ. €.
1998 : 125,263 δισεκ. €.
1999 : 133,789 δισεκ. €.
2000 : 141,247 δισεκ. €.
2001 : 152,194 δισεκ. €.
2002 : 163,461 δισεκ. €.
2003 : 178,905 δισεκ. €.
2004 : 193,716 δισεκ. €.
2005 : 199,242 δισεκ. €.
2006 : 217,862 δισεκ. €.
2007 : 232,695 δισεκ. €.
2008 : 241,990 δισεκ. €.
2009 : 237,534 δισεκ. €.
2010 : 224,124 δισεκ. €.
2011 : 203,308 δισεκ. €.
2012 : 188,381 δισεκ. €.
2013 : 179,884 δισεκ. €.
2014 : 177,236 δισεκ. €.
2015 : 176,369 δισεκ. €.
2016 : 174,494 δισεκ. €.
2017 : 176,903 δισεκ. €.
2018 : 179,558 δισεκ. €.
2019 : 183,351 δισεκ. €.
2020 : 165,406 δισεκ. €.
2021 : 181,675 δισεκ. €.
2022 : Υπολογίζεται ότι θα φθάσει, στα 210 δισεκ. €.
2023 : Υπολογίζεται ότι θα φθάσει, στα 224 δισεκ. €.
(Τα υπολογισμένα μεγέθη του εμφανιζόμενου, ως, επίσημα, καταμετρηθέντος ελληνικού ΑΕΠ είναι, σε τρέχουσες τιμές. Δεν είναι αποπληθωρισμένα, αλλά αυτό δεν επηρεάζει το γεγονός ότι τα μεγέθη αυτά είναι πολύ μικρότερα, από τα πραγματικά, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της εισφοροδιαφυγής, δημιουργώντας μια παραοικονομία, που όσοι την μετρούν την βρίσκουν - εσφαλμένα, κατά την γνώμη μου - να φθάνει το 29,5% του εμφανιζόμενου ΑΕΠ της χώρας μας).
Εδώ εντοπίζεται η παταγώδης αποτυχία των, ασφυκτικά, περιοριστικών και συμπιεστικών μέτρων, που έλαβε και συνεχίζει να λαμβάνει η τρόικα των ευρωθεσμικών δανειστών του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας, λόγω του μηχανισμού της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων, στο εξωτερικό, που, σε έναν βαθμό τηρήθηκε, στην εποχή των capital controls, με το δημοψήφισμα της 5/7/2015 και λίγο, μετά από αυτό, αλλά, στην πορεία του χρόνου, ατόνησε και καταργήθηκε ολοσχερώς.
Έχοντας αντιληφθεί η τρόικα των ξένων δανειστών αυτήν την πραγματική κατάσταση, πολύ γρήγορα, αυτό, που έκανε, στηριζόμενη, στα εγχώρια πολιτικά τους όργανα, όλου του ελληνικού μνημονιακού πολιτικού κόσμου, δεν ήταν άλλο από το να προσαρμοστεί, σε αυτήν την πραγματικότητα και να κοιτάξει να αξιολογήσει και να περιορίσει τα οικονομικά στοιχεία του ελληνικού κράτους, σε τέτοια επίπεδα, τα οποία να μπορούν να χαρακτηριστούν ως διατηρήσιμα, με δεδομένο το βαρύ ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο, όπως έχω γράψει, στο πρόσφατο παρελθόν (ήτοι λίγες ημέρες νωρίτερα, από τώρα), ξεπερνάει τα 425 δισεκατομμύρια ευρώ και κουτσά-στραβά, έχει καταστεί, σχετικά, εξυπηρετήσιμο, μέχρι το 2030, αν και αυτό είναι δεν είναι, καθόλου, σίγουρο ότι πρόκειται να συμβεί, αφού τα επιτόκια του ελληνικού δανεισμού έχουν ξεπεράσει το 4,5%, για δεκαετή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου και ουσιαστικά, έχουν καταστήσει τον δανεισμό αυτόν, άκρως δυσχερή, γεγονός το οποίο, όπως φαίνεται, οδηγεί την παρούσα ελληνική κυβέρνηση, αλλά και αυτές, που θα ακολουθήσουν, στο μέλλον, στην εξάντληση του λεγόμενου δανειστικού μαξιλαρακίου, το οποίο εξασφάλισε, υπό προϋποθέσεις και ύστερα από τρίμηνες και τώρα, εξάμηνες εκθέσεις προόδου, εκ μέρους της ευρωθεσμικής τρόικας, ως προς την εκταμίευση, κατά περίσταση, ποσών, από το “μαξιλαράκι” αυτό, το οποίο σχηματίστηκε, επί της εποχής της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, το καλοκαίρι 2018, όταν σύναψε και υπέγραψε το αφανές και “ντροπαλό” τέταρτο Μνημόνιο, το οποίο, απλώς και οι δύο μεριές, δηλαδή και οι ξένοι δανειστές και η ελληνική κυβέρνηση εκείνης της εποχής, απέφυγαν να το αποκαλέσουν, με το πραγματικό του όνομα και το παρουσίασαν, ως μια μακροχρόνια δημοσιονομική και οικονομική προσαρμογή, η οποία θα φθάσει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των, εκατέρωθεν, πλευρών, το 2070.
Κατά τη δική μου αντίληψη, θα το ξεπεράσει αυτό το μακροπρόθεσμο χρονικό όριο, εάν, εν τω μεταξύ, η ελληνική οικονομία δεν υποστεί μια νέα χρεωκοπία, εντός της, ήδη, υπάρχουσας χρεωκοπίας, κάτι το οποίο, ουδόλως, αποκλείεται και είναι, μάλλον, το χειρότερο σενάριο, στα χρόνια που έρχονται.
Αλλά όλα αυτά, που αφορούν το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο μέλλον, εδώ θα είμαστε, για να τα διαπιστώσουμε.
Αρκεί να είμαστε καλά.
Σχόλια