Μάρτιος - Αύγουστος 2022 : Σε χαμηλές πτήσεις κινούνται οι δημοσκοπικές επιδόσεις των κομμάτων. (Θα παίξει ρόλο η υπόθεση των υποκλοπών; Υπό προϋποθέσεις, ναι, αλλά)…
Αν και η παραπάνω δημοσκόπηση προέρχεται, από το ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, που πρόσκειται, στον ΣΥΡΙΖΑ, μπορώ να εκτιμήσω ότι η έρευνα αυτή βρίσκεται κοντά, στην πραγματικότητα και την απεικονίζει. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η τελευταία μέτρηση και καταγραφή της πρόθεσης ψήφου (χωρίς αναγωγές) έγινε, στις αρχές Αυγούστου του 2022, η δημοσκόπηση αυτή έχει την δική της αξία, πολύ περισσότερο, επειδή τα στοιχεία της συγκρίνονται, με τα στοιχεία της αντίστοιχης δημοσκόπησης, που έγινε πέντε μήνες νωρίτερα, ήτοι τον περασμένο Μάρτιο, ο οποίος είναι ένας ενεργός μήνας, χωρίς την καλοκαιρινή ραστώνη και τις δυσχέρειες, που αντιμετωπίζουν οι δημοσκοπήσεις του καλοκαιριού, αν και τώρα, τα δημοσκοπικά εργαλεία είναι πιο αξιόπιστα, ιδίως εάν και όταν οι μετρήσεις αυτές έχουν κάποια εχέγγυα επιστημονικότητας, δηλαδή την απαραίτητη αντικειμενικότητα, ως προς την εξαγωγή και την παρουσίαση των δεδομένων τους.
Βέβαια, αν και η πορεία των συγκρινόμενων δημοσκοπήσεων, παρουσιάζει τις επιπτώσεις του επίμονου κύματος του πληθωρισμού και της ακρίβειας των τιμών, που αυτός επιφέρει, η μέτρηση της πρόθεσης ψήφου, τον τρέχοντα μήνα, δεν έχει προλάβει να καταγράψει τις όποιες επιπτώσεις έχουν και πρόκειται να προκύψουν, στο εκλογικό σώμα, από την υπόθεση των παρακολουθήσεων, από την ΕΥΠ, των τηλεφώνων του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη και άλλων. Αυτά θα τα δούμε, στην πορεία του χρόνου, στις μετρήσεις των επόμενων μηνών και ανάλογα, με τις εξελίξεις.
Πάντως, με βάση τα δεδομένα, που παρουσιάζουν οι μετρήσεις, υπάρχουν αξιοσημείωτες διαπιστώσεις, στις οποίες οφείλουμε να επισημάνουμε και να σταθούμε το δεδομένο ότι τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας, στις προθέσεις ψήφου βρίσκονται, κάτω από το 30% (στο 29,3 και στο 29,2%). Αυτό σημαίνει ότι το κυβερνητικό κόμμα θα βρεθεί, στο 32%, με 33%, αν οι βουλευτικές εκλογές γίνουν, περίπου τον Σεπτέμβριο, έως Οκτώβριο του 2022. Κάπως έτσι το 39,85%, που πήρε στις εκλογές βουλευτικές εκλογές του 2019 φαντάζει, ως άπιαστο όνειρο. Βέβαια και σε αυτά τα επίπεδα, τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι μικρά και μπορώ να πω ότι δεν είναι, καθόλου, λίγα· είναι πάρα πολλά, αν λάβουμε υπόψη μας το τι έχει μεσολαβήσει, από τότε.
Απλούστατα, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει αντίπαλο· και για την ακρίβεια, δεν έχει αντίπαλους. Είναι ο εαυτός του ο αντίπαλος του κυβερνητικού κόμματος και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ή το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη. Και τα δύο αυτά κόμματα είναι ανίκανα να παρουσιάσουν κάτι, το οποίο να μπορεί να ελκύσει την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, που το πιθανότερο είναι να προτιμήσει την αποχή, από τις κάλπες.
Εξαιρουμένου του ΚΚΕ, το οποίο έχει πολιτική άποψη και πρόταση, τις οποίες, όμως, δεν θέλει και δεν μπορεί να επικοινωνήσει, όλα τα άλλα κόμματα, που κινούνται στον χώρο της δεξιάς, του κέντρου και της αριστεράς, δεν έχουν καμία ουσιαστική πρόταση, οποία να είναι ελκυστική και πειστική για το εκλογικό κοινό. Αυτό είναι και το πρόβλημα τους. Δεν πρόκειται να κινηθούν, σε υψηλά επίπεδα, απλούστατα, διότι δεν έχουν τέτοια πολιτική και κοινωνική εμβέλεια.
Αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να οδηγεί βέβαια αυτό συμπέρασμα ότι δεν θα υπάρξει δεν πρόκειται να υπάρξει αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού στις νέες βουλευτικές εκλογές όποτε και αν γίνουν αυτές. Θα υπάρχει αναδιάταξη σίγουρα. Τα υπάρχοντα κοινοβουλευτικά κόμματα, πέραν της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, θα είναι στην επόμενη βουλή. Το πιθανότερο, μάλιστα, είναι ότι δεν θα είναι, μόνον, αυτά.
Όπως φαίνεται και το νεοφασιστικό κόμμα του φυλακισμένου Ηλία Κασιδιάρη θα βρίσκεται, στην επόμενη Βουλή και, ίσως, στον χώρο της νεοδεξιάς, το κόμμα - συμμαχία του Φαήλου Κρανιδιώτη και Θάνου Τζήμερου να εισέλθει και αυτό, στην Βουλή, αν και η πρόσφατη διαγραφή του Κώστα Μπογδάνου πρόκειται να έχει πολιτικό κόστος, το οποίο να μην επιτρέψει, την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση αυτής της συγκυριακής εκλογικής συμμαχίας.
Όσον αφορά τα ποσοστά των ψήφων, έτσι όπως αυτά καταγράφονται, στις δύο δημοσκοπήσεις του Μαρτίου και του Αυγούστου, μπορώ να πω ότι, σε επίπεδο πρόθεσης ψήφου, τα ποσοστά αυτά φαίνονται να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει σταθερή, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει μια μικρή αύξηση, με το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται, σε καθοδική πορεία, αν και τα ποσοστά, που, μέχρι τώρα, μαζεύει, δεν είναι αμελητέα, αφού ξεπερνούν αρκετά τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά, στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, αλλά φαίνεται ότι η δημοσκοπική δυναμική του ΠΑΣΟΚ έχει αρχίσει να φθίνει.
Θα δούμε το τι πρόκειται να συμβεί, στο μέλλον και ιδιαίτερα, από τις επιπτώσεις, στην πρόθεση ψήφου που θα εμφανισθούν το επόμενο χρονικό διάστημα, μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, που θα γίνουν, το αργότερο, μέχρι το καλοκαίρι του 2023 και εξαιτίας της υπόθεσης των υποκλοπών από την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος είναι σαφές ότι είναι εκείνος, που έδωσε τις εντολές, στην ΕΥΠ, για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη και άλλων. Θα καταφέρει η κυβέρνηση τα ξεπεράσει τον κάβο; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Θα μπορέσει, με το πέρασμα του χρόνου, να ροκανίσει την υπόθεση αυτή και να την θέσει σε δεύτερη μοίρα, ή θα μπορέσει η αντιπολίτευση και κυρίως το ΠΑΣΟΚ, να κρατήσει, στην επικαιρότητα, το ζήτημα των υποκλοπών, μέχρι τις επόμενες εκλογές, ώστε να ξεθυμάνει, όσο δυνατόν λιγότερο, το δυσμενές κλίμα των εντυπώσεων, που έχει σχηματιστεί, εις βάρος του Κυριάκου Μητσοτάκη, εξαιτίας αυτής της υπόθεσης.
Είναι γεγονός ότι ένας αριθμός ψηφοφόρων, που ταλαντεύεται, ή θα ταλαντευτεί, ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη και στο ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, θα προβληματιστεί, ως προς την τελική εκλογική επιλογή του και αυτό φυσικά, θα παίξει έναν ρόλο στο μετεκλογικό σκηνικό. Το πόσο μεγάλος θα είναι αυτός ο ρόλος είναι κάτι που θα το δούμε και δεν μπορεί να προβλεφθεί, από τώρα.
Μυστήριο παραμένει και το ποσοστό των ψήφων που θα λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, στις επόμενες εκλογές και τούτο διότι τώρα βρίσκεται, σύμφωνα με τις μετρήσεις, περίπου, στα ποσοστά εκείνα που βρισκόταν, κατά την προεκλογική περίοδο του 2019. Δηλαδή κάπου, στο 25% και σε εκείνες τις βουλευτικές εκλογές, τελικά, κατάφερε να λάβει το 31,53% των ψηφισάντων. Τώρα σίγουρα, θα είναι πάνω, από το 25%, αλλά το πόσο ψηλότερα θα φθάσει και αν θα μπορέσει να πλησιάσει και να ξεπεράσει το ποσοστό των ψήφων, που πήρε τον Ιούλιο του 2019, είναι κάτι που εξαρτάται, από τον ανταγωνισμό του, με το ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη. Πάντως, δεν φαίνεται να μπορέσει να ξαναπάρει τον αριθμό των ψήφων, που πήρε εκείνη την εποχή, αν και δεν είναι απίθανο.
Αν αντέξει το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει θέμα, αν όχι, θα καταφέρει να λάβει το ίδιο, ή και λίγο περισσότερο, ποσοστό, από τις βουλευτικές εκλογές του 2019. Εξαρτάται από την κατεύθυνση, στην οποία θα στραφεί η πλειοψηφία των αντιδεξιών ψηφοφόρων, οι οποίοι, τον Ιούλιο του 2019, επέλεξαν να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Πάντως, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, τώρα, έχει ανταγωνιστή, στον χώρο αυτόν και είναι αναμενόμενο να μην μπορέσει να προσελκύσει όλους τους ψηφοφόρους αυτού του χώρου. Λογικά, θα έχει απώλειες.
Τα κόμματα του Κυριάκου Βελόπουλου και του Γιάννη Βαρουφάκη φαίνεται ότι θα μείνουν και αυτά, σε χαμηλές πτήσεις, αλλά, όπως προανέφερα, θα είναι, εντός βουλής. Η δυναμική τους δεν είναι μεγάλη και δεν μπορούν να έχουν φιλοδοξίες, για κάτι το πολύ καλύτερο.
Άγνωστο είναι το τι θα κάνει ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Είναι πιθανό να μην κάνει τίποτα, αλλά δεν αποκλείεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ένα συμμαχικό σχήμα, να μπορέσει να ξεπεράσει το όριο του 3% και να μπει, στη νέα βουλή, αλλά αυτό είναι νωρίς να το πούμε, από τώρα.
Έχοντας σαν δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα αποφύγει να κάνει εκλογές, η αλήθεια είναι ότι έχουμε καιρό μπροστά μας, μέχρι την ερχόμενη άνοιξη, τουλάχιστον, για να δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα. Αλλά όπως φαίνεται με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, οι εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων φαίνεται ότι θα κινούνται, σε χαμηλά επίπεδα, με μόνο απροσδιόριστο στοιχείο το επίπεδο της αποχής, από τις εκλογές. Ένα επίπεδο που θα αυξηθεί και είναι σαφές ότι θα επηρεάσει το μετεκλογικό σκηνικό.
Οπότε, από Σεπτέμβρη - Οκτώβρη και βλέπουμε.
Σχόλια