Ελλάδα, Δύση και Ρωσία : Αντικρούοντας τις ανιστόρητες ιστορικιστικές σοφιστείες του “σοφού” Βαγγέλη Βενιζέλου, που στο παρασκήνιο ορισμένοι τον θέλουν πρωθυπουργό, σε μια μετεκλογική συμμαχική κυβέρνηση. (Με απλά λόγια : Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες).
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε χειραψία, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη (και από κοντά, ο Σταύρος Θεοδωράκης). Όλα τα εξαπτέρυγα της κυβέρνησης, επί σκηνής, η οποία είναι χαρακτηριστική και συνάμα, αχαρακτήριστη. Πολύ περισσότερο, που, στο παρασκήνιο, διακινείται ένα - όχι απίθανο - σενάριο, που θέλει να εμφανίζει τον Βαγγέλη Βενιζέλο, με πρόταση και της Νέας Δημοκρατίας, ως πρωθυπουργό, σε μια μετεκλογική συγκυβέρνηση της ΝΔ, με το ΠΑΣΟΚ…
Στην ΕΡΤ και στον Γιώργο Κουβαρά, έδωσε, πρόσφατα, μια συνέντευξη ο Βαγγέλης Βενιζέλος, προφανώς, ενόψει της τοποθέτησής του, από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ως ενός από τους επτά σοφούς, σε μια επιτροπή στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στην συνέντευξη αυτή, ο Βαγγέλης Βενιζέλος λέει και σωστά πράγματα, αλλά, με έναν τρόπο πονηρό, ο οποίος ακυρώνει και αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων του. Και φυσικά, λέει και πράγματα, τα οποία είναι ανιστόρητα, ως σχήματα πρωθύστερα και ιστορικιστικά.
Γι’ αυτό και κρίνω απαραίτητο, με το παρόν δημοσίευμα, να ανασκευάσω και να αποδομήσω το ιστορικιστικό αφήγημα αυτού του ιδεοληπτικού καταστροφέα της χώρας μας.
Ας δούμε λοιπόν, κατ’ αρχήν, τις εκφρασμένες θέσεις του Βαγγέλη Βενιζέλου, για το πού ανήκει η Ελλάδα· για το γεγονός, δηλαδή, ότι ανήκει, στην Δύση και ότι, κάνοντας αυτή την βασική επιλογή, ήδη, από την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, πριν από 200 χρόνια, η χώρα μας και η κοινωνία μας βγήκαν κερδισμένες, από την υποτιθέμενη, ως διαχρονική, αυτή επιλογή.
Με αυτήν την κεντρική του τοποθέτηση, ο Βαγγέλης Βενιζέλος επιδίδεται, σε πρωθύστερα και φυσικά, ανιστόρητα ιστορικιστικά λεκτικά σχήματα, τα οποία, προφανώς, δεν αντιστοιχούν, στην παρελθούσα ιστορία της ελληνικής κοινωνίας και τούτο διότι, από την εποχή της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1821, μέχρι και το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και την καταστροφή, το 1917, της ρωσικής τσαρικής Αυτοκρατορίας, δεν υπήρχε στην πραγματικότητα και στην ρέουσα ιστορία, διαχωρισμός, ανάμεσα, σε Δύση και Βορρά και ειδικά, ανάμεσα, σε Δύση και Ρωσία.
Φυσικά, υπήρχαν οι εθνικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί των μεγάλων δυνάμεων, καθόλη αυτή την μακρά ιστορική περίοδο, οι οποίοι ανταγωνισμοί αντανακλώνται και στην ελληνική ιστορική εξέλιξη, αλλά αντιπαράθεση, ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία, με την σύγχρονη έννοια του όρου, ουδέποτε υπήρξε. Έτσι τα όποια ελληνικά κέρδη, τα οποία ήσαν μεγάλα, μέχρι και ιδίως, την εποχή των δύο βαλκανικών πολέμων, το 1912-1913, δεν ήσαν, απλώς, κέρδη τα οποία, η χώρα μας απέκτησε, με την λεγόμενη, εκ των υστέρων, δυτική επιλογή της, αλλά τα κέρδη αυτά υπήρξαν, κυρίως, λόγω της συναίνεσης όλων των μεγάλων δυνάμεων εκείνης της εποχής (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία και στο τέλος, εν μέρει, Γερμανία), οι οποίες στήριξαν τις ελληνικές διεκδικήσεις, με τον ένα, ή τον άλλο τρόπο, εις βάρος της οθωμανικής Τουρκίας.
Η έννοια της Δύσης άρχισε, πρωτόλεια, να σχηματοποιείται, με την επικράτηση μπολσεβίκων, στην Ρωσία, κατά την μετεπαναστατική περίοδο, την νίκη τους, στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, το 1917-1921 και την ίδρυση της “Σοβιετικής Ένωσης”, κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου. Και φυσικά, αυτή η έννοια (μιλάμε, πάντα, για την έννοια της Δύσης), σε αντιπαράθεση με την “Σοβιετική Ένωση”, η οποία υποκατέστησε την ρωσική αυτοκρατορία, εδραιώθηκε και επισημοποιήθηκε, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπό την αμερικανική επικυριαρχία, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 και στην δεκαετία του 1950 και μετά, ακόμη και όταν η “Σοβιετική Ένωση” και το λεγόμενο “σοσιαλιστικό στρατόπεδο”, κατέρρευσαν, κατά την περίοδο 1989-1991 και υποκαταστάθηκαν, από την σημερινή μετασοβιετική Ρωσία.
Πρωτομαγιά του 1921, στην Μόσχα, με τον Β. Ι. Λένιν, ήδη, μυθοποιημένο, εν ζωή. Ο μπολσεβίκος ηγέτης υποστήριξε, με όλα τα μέσα, που μπορούσε να διαθέσει, το κεμαλικό κίνημα, εναντίον του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, στην Μικρά Ασία, επειδή εκτιμούσε - και ορθώς - ότι το ελληνικό κράτος ηταν ένα όργανο, ένα εργαλείο εξυπηρέτησης των συμφερόντων του αγγλικού ιμπεριαλισμού, ιδίως, μετά την αποστολή ενός άλλου ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, στην Ουκρανία, όπου πολέμησε τους μπολσεβίκους. Το 1922, οι εκτιμήσεις του Λένιν είχαν διαφοροποιηθεί, αλλά η φιλοβασιλική παράταξη, που κυβερνούσε, στην Αθήνα, προφανώς και εξ αιτίας της αντίδρασης της αγγλικής πλευράς, δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της ειρηνευτικής διαμεσολάβησης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της κυβέρνησης των μπολσεβίκων.
Μάλιστα - και αυτό πρέπει να το τονίσω -, κατά την πρώιμη εποχή της έναρξης της σχηματοποίησης της έννοιας της Δύσης, υπήρξε εποχή, που η πρόσδεση της Ελλάδας, στην Δύση και ειδικά, στην Αγγλία, ήταν, καθοριστικά και ολοκληρωτικά, καταστροφική. Μιλάμε, περίπου, για τον Μάρτιο - Απρίλιο του 1922, όταν η νεοσύστατη Κομμουνιστική Διεθνής έδωσε εντολή, στον γενικό γραμματέα του ΣΕΚΕ Γιάννη Κορδάτο, να έλθει σε επαφή, με την, τότε, ελληνική συντηρητική και φιλοβασιλική κυβέρνηση, για μια ειρηνευτική διαμεσολάβηση της κυβέρνησης των μπολσεβίκων, για τον τερματισμό της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Ο Γιάννης Κορδάτος είδε τον φιλοβασιλικό πολιτικό Νικόλαο Στράτο, ο οποίος δεν ήταν, καθόλου, αρνητικός και προφανώς, για τον λόγο αυτόν, η κυβέρνηση, που σχημάτισε, υπήρξε βραχύβια (3/5/1922 - 9/5/1922), με αποτέλεσμα την συνέχιση του πολέμου και την ολοσχερή καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού.
Δεν το ξέρει αυτό ο Βαγγέλης Βενιζέλος; Πιθανώς· αν και είμαι δύσπιστος, ως προς αυτό. Καιρός είναι να το μάθει, αν δεν το γνωρίζει. Και καλόν είναι, όταν δεν γνωρίζει κάτι, να πληροφορείται και να μην λέει μπούρδες.
Ευκαιρία, τώρα, είναι να δούμε τις μπούρδες αυτές του Βαγγέλη Βενιζέλου :
“ Η Ελλάδα - βρισκόμαστε, εδώ, στο χώρο που γεννήθηκε το κράτος, που ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι συνεργάτες του, πρότειναν το Σύνταγμα της Επιδαύρου και τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας - έκανε, πολύ πρώιμα, Δυτική επιλογή και μεγάλωσε και υπήρξε και υπάρχει, επειδή έχει κάνει, πάντα, τη Δυτική επιλογή σε όλες τις μεγάλες και διλημματικές στιγμές. Άρα, η Ελλάδα είναι μία χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωζώνης, του ΝΑΤΟ από το 1952, είναι μία χώρα Δυτική και βέβαια, υπερασπίζεται το κεκτημένο της. Με επαμφοτερίζοντα τρόπο, δεν υπερασπίζεσαι το κεκτημένο σου. Η Ελλάδα κέρδισε, σε ανεξαρτησία, σε εδάφη, σε πληθυσμό και σε πλούτο, εν δυνάμει, όταν έκανε καθαρές Δυτικές επιλογές, στα 200 χρόνια της Iστορίας της”.
“Δεν πρέπει να έχουμε φοβίες και αμφιθυμίες. Μία φοβική και αμφιθυμική στάση, μία ενοχή επειδή η Ελλάδα ανήκει στη Δύση και επειδή λέει ότι ανήκει στη Δύση, δεν μας οδηγεί πουθενά. Οδηγεί σε δηλώσεις, σαν αυτές, που κάνει η κυρία Ζαχάροβα, ότι «απορούμε και ενιστάμεθα, για την ελληνική στάση, η οποία οφείλει, τα πάντα, στη Ρωσία, οφείλει την ύπαρξή της και δεν μας το ανταποδίδει». Όχι, δεν οφείλει η Ελλάδα την ύπαρξή της, ως ανεξάρτητο κράτος, δεν οφείλει την έκταση της επικράτειάς της, τη δημοκρατία της και την ένταξή της, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη και σε αυτό το επίπεδο ζωής, στη Ρωσία. Υπήρχε ο μύθος, υπήρχε ο Ορλώφ, υπήρχε ο Λάμπρος Κατσώνης, υπήρχε ο Γεώργιος Παπαζώλης, υπήρχε η Μεγάλη Αικατερίνη, αλλά η Μεγάλη Βρετανία είναι αυτή που αναγνώρισε τους Έλληνες, ως εμπολέμους, είναι αυτή που αναγνώρισε το δικαίωμά τους να προβαίνουν, σε ναυτικούς αποκλεισμούς, μέσα στην Επανάσταση και είναι αυτή που, μαζί με τη Γαλλία, τελικά, οδήγησε τα πράγματα και στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και στο τρίτο Σύμφωνο, στο τρίτο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που αναγνωρίζει την Ελλάδα, ως ανεξάρτητο κράτος. Ποτέ η Ρωσία δεν αποδέχθηκε, στην πραγματικότητα, την ιδέα ενός εθνικού ελληνικού κράτους, ανεξάρτητου, βεστφαλικού, όπως λέμε. Θα μπορούσε να αποδεχθεί πολλές ηγεμονίες ελληνικές υποτελείς, στο Σουλτάνο, ή μία μεταφορά της Ελλάδος, στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ή μία βαλκανική αυτοκρατορία Ελληνοσλαβική, όπου η Ελλάδα θα ήταν μία συνιστώσα, αλλά δεν ήταν αυτό το όραμα της Επανάστασης. Το όραμα της Επανάστασης ήταν η εθνική ανεξαρτησία και το εθνικό κυρίαρχο κράτος”.
Εννοείται, αυτονόητα, ότι ο Βαγγέλης Βενιζέλος διαστρέφει, μέσα από την κατασκευή πρωθύστερων λεκτικών σχημάτων, λόγω των ευρωπαϊστικών και φιλοδυτικών ιδεοληψιών του, την παλαιότερη, αλλά και την, προσφάτως, παρελθούσα ιστορία και την ζώσα πραγματικότητα της χώρας μας και της ελληνικής κοινωνίας.
Κατ’ αρχήν, αποπειρώμενοι να μιλήσουμε, ψύχραιμα, για την ελληνική επανάσταση του 1821, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αγώνας, κατά των κατακτητών εκείνης της εποχής, δεν κρίθηκε, μόνο, στο αιματηρό πεδίο των μαχών, στον ελλαδικό χώρο. Προφανώς, η ελληνική κοινωνία, χωρίς την επανάσταση, δεν θα μπορούσε και δεν επρόκειτο, ποτέ, να απελευθερωθεί, από τους Οθωμανούς, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι, χωρίς την βοήθεια του εξωτερικού παράγοντα, δίχως την, ρωσικής εμπνεύσεως και καθοδηγήσεως, Φιλική Εταιρεία, η ελληνική επανάσταση δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσει, αφού αυτό προέκυπτε, από την αδυσώπητη πραγματικότητα, ιδίως, όταν τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά εισέβαλαν, στον απελευθερωμένο ελληνικό χώρο και ουσιαστικά, στην μεγίστη πλειοψηφία του, τον κατέλαβαν.
Αυτό, που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι, ακόμη και μετά την μεγάλη ήττα και την βύθιση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, στο Ναυαρίνο, από τους στόλους των τριών μεγάλων δυνάμεων εκείνης της εποχής, η Υψηλή Πύλη, στην Κωνσταντινούπολη και ο σουλτάνος Μαχμούτ Β', δεν υποχώρησαν και ο στρατός του Ιμπραήμ εξακολούθησε να λυμαίνεται την Πελοπόννησο. Παρά τα όσα λέγονται, δεν είναι η ναυμαχία στο Ναυαρίνο, η αιτία, για την επικράτηση της ελληνικής επανάστασης. Έτσι, κάπου εδώ, φθάνουμε, στην επιρροή του εξωτερικού παράγοντα, στην επικράτηση της ελληνικής επανάστασης. Και φυσικά, πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η επιρροή αυτή υπήρξε, εξόχως, ανισοβαρής, αφού η Αγγλία υπήρξε εχθρική, στην ελληνική επανάσταση, την οποία θεωρούσε, σωστά, ως υποκινούμενη από την Ρωσία και στην συνέχεια (όπως και η Γαλλία των Βουρβώνων), αναγκάστηκε να προσαρμοστεί; στην πραγματικότητα, που δημιούργησε η επικράτηση της επανάστασης, χωρίς όμως να επιδιώκει την διάσπαση του οθωμανικού χώρου και περιοριζόμενη, στην υποστήριξη ενός καθεστώτος αυτονομίας, υποτελούς, στην Υψηλή Πύλη.
Κακά τα ψέμματα. Χωρίς την Ρωσία, δεν επρόκειτο να γίνει τίποτε. Η οθωμανική ελίτ παρέμεινε, σταθερή, στην γραμμή της κατάπνιξης της ελληνικής επανάστασης, διότι έβλεπε ότι μπορούσε να την επιτύχει. Τότε ήταν, που η Υψηλή Πύλη έκανε το λάθος να κλείσει τα στενά του Βοσπόρου, πλήττοντας την Ρωσία και το διεθνές εμπόριο, με αποτέλεσμα να επιτεθεί η Μόσχα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να δείξει, στην πράξη, ότι αυτή ήταν, απολύτως αδύναμη, αφού, σε αυτόν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29, ο ρωσικός στρατός έφθασε έξω από την Κωνσταντινούπολη, υποχρεώνοντας την Υψηλή Πύλη, στις 14/9/1829, να υπογράψει την Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, στην οποία ο σουλτάνος αποδεχόταν την αυτονομία της Ελλάδας.
Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τον πανικό, στο Λονδίνο, το οποίο έβλεπε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε μέλλον, με αποτέλεσμα η Αγγλία να αποδεχθεί και να προτείνει την δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το οποίο, καθόλου αβάσιμα, έλπιζε ότι μπορούσε να το ελέγξει, παρά το γεγονός ότι, στην συγκεκριμένη συγκυρία, υποχρεώθηκε να δεχτεί τον πραγματικό αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, τον Ιωάννη Καποδίστρια, ως κυβερνήτη του ελληνικού κράτους, αφήνοντάς το, σε εκείνη την φάση, υπό την ρωσική επιρροή.
Από εκεί και πέρα, ξεπερνώντας τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης του 1821, πρέπει να επαναλάβω ότι η έννοια της Δύσης, έτσι όπως την γνωρίζουμε σήμερα, δημιουργήθηκε, αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και σε αντιπαράθεση, με την “Σοβιετική Ένωση”, η ύπαρξη της οποίας δημιούργησε και ένα σαφές ταξικό μέτωπο, ανάμεσα στις άλλες καπιταλιστικές τάξεις, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν, ιστορικά, στην νεογενή Δύση (στην οποία συμπεριλαμβάνονται, από το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και οι ΗΠΑ), με την νέα γραφειοκρατική κρατικοκαπιταλιστική (κομματική και κρατική) τάξη, που δημιουργήθηκε, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και την επικράτηση του μπολσεβικικού καθεστώτος, στα εδάφη της παλιάς τσαρικής Ρωσίας, με την μορφή της “Σοβιετικής Ένωσης” και τώρα, της μετασοβιετικής Ρωσίας.
Και φυσικά, αν θελήσουμε να προσχωρήσουμε, στο πρωθύστερο σχήμα της Δύσης, που κατασκευάζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος (και όχι, μόνον, αυτός), τότε, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η τσαρική Ρωσία δεν ήταν και δεν εκφράζει, απλώς, την Ανατολή, στον χώρο αυτής της ευρύτερης έννοιας της Δύσης, αλλά και ότι, αντιθέτως, η τσαρική Ρωσία ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, μέχρι την άπω Ανατολή και ειδικά, στην Ευρασία.
Στην πραγματικότητα, όμως, η έννοια της Δύσης, όπως σήμερα είναι γνωστή, ήταν ανύπαρκτη, καθόλη την διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι, περίπου, την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα διότι, σε εκείνη την ιστορική περίοδο, είχαμε να κάνουμε, κυρίως, με τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, τις οποίες δίχασε η ανάδυση της Πρωσίας και συνάμα, της Γερμανίας, από την δεκαετία του 1860 και του 1870, λόγω της γερμανικής ανόδου και της αμφισβήτησης της παλιάς τάξης πραγμάτων, όπως είχε διαμορφωθεί, στον ευρωπαϊκό και στον υπόλοιπο παγκόσμιο χώρο - εξαιρουμένης της αμερικανικής ηπείρου, όπου κυριαρχούσαν οι ΗΠΑ -, ένας διχασμός, ο οποίος οδήγησε σε δύο παγκόσμιους πολέμους, μέσα στον 20ό αιώνα και κατέληξε, με την συντριβή όλων· και της ηττημένης και τις δυο φορές, Γερμανίας, αλλά και της Βρετανίας και των συμμάχων της, με την ανάδειξη των ΗΠΑ, ως κυρίαρχης δύναμης, στον παγκόσμιο χώρο και στην ουσιαστική και επίσημη δημιουργία του δυτικού στρατοπέδου, έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Μια δημιουργία, η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι συνδυάστηκε, με μία, ακόμη, ελληνική καταστροφή· δηλαδή τον εμφύλιο πόλεμο, οποίος, κακά ψέματα, προέκυψε, ως απόπειρα και προσπάθεια της γραφειοκρατίας του ΚΚΕ να καταλάβει, με την βοήθεια της “Σοβιετικής Ένωσης” και των νεοσύστατων κρατών του “σοσιαλιστικού” (και στην πραγματικότητα, του γραφειοκρατικού κρατικοκαπιταλιστικού) στρατοπέδου, την εξουσία, στην Ελλάδα, από τα μέσα, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, ύστερα από την λήξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Αφήνοντας, στην άκρη, τα ανιστόρητα πρωθύστερα ιστορικά λεκτικά σχήματα, που κατασκεύασε, για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της Δύσης, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, είναι απαραίτητο να τοποθετηθώ, για τις πραγματικές καθαρές δυτικές επιλογές του ελληνικού κράτους, κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου 1946-1949 και μετέπειτα, από την δεκαετία του 1950 και μετά, μέχρι τώρα. Σε αυτό το κομμάτι της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, πρέπει να αναφέρω ότι η Δυτική επιλογή του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου απέβη θετική και ωφέλησε την ελληνική κοινωνία. Αυτό μας δείχνει η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε.
Υπάρχουν, όμως, ειδικότερες δυτικές επιλογές, οι οποίες άλλες ήσαν, από ουδέτερες, έως θετικές και άλλες, κυριολεκτικά, καταστροφικές, παρά το γεγονός ότι όλες αυτές τις επιλογές ο Βαγγέλης Βενιζέλος τις παρουσιάζει, ως ένα ελληνικό κεκτημένο. Δεν είναι, έτσι, τα πράγματα, Διότι κάθε επιμέρους επιλογή παρουσιάζει τις δικές της ιδιαιτερότητες οι οποίες πρέπει να εξεταστούν, μία προς μία.
Αυτές οι επιμέρους δυτικές επιλογές ήσαν τρεις, εκ των οποίων, η μια ήταν θετική, συνολικώς, κρινόμενη και οι άλλες δυο, ηπίως και ολοσχερώς, καταστροφικές. Ας τις δούμε :
1) Το 1952, όπως αναφέρει και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η ελληνική ολιγαρχία επέλεξε ναι εντάξει την χώρα μας, στο ΝΑΤΟ. Αυτή η πρωτοβουλία υπήρξε, συνολικά, θετική, απλούστατα, επειδή προστάτευσε την χώρα και την ελληνική κοινωνία, από την “σοβιετική” επιθετικότητα, η οποία θα υποδαυλιζόταν και από τις βουλγαρικές βλέψεις, στον ελληνικό μακεδονικό χώρο και φυσικά, θα εξέφραζε, στην πράξη, την επιθυμία της Μόσχας να κατέλθει στις νότιες θερμές θάλασσες, δηλαδή, στο Αιγαίο, στο Ιόνιο, στο Κρητικό και στο Λιβυκό πέλαγος. Βέβαια, υπάρχουν και σοβαρές υποσημειώσεις, επειδή το ΝΑΤΟ δεν προστάτευσε την χώρα μας, από την τουρκική επιθετικότητα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός του ΝΑΤΟ, αφού, από το 1952, η Τουρκία ήταν κι αυτή μέλος της συμμαχίας. Όμως, το ΝΑΤΟ και κυρίως, η Ουάσινγκτων, λειτούργησαν αποτρεπτικά, σε δύο περιπτώσεις, στις οποίες ήταν αναγκαίος ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και αναφέρομαι, στο 1955, με την καταστροφή του ελληνισμού στην Κωσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο, όπως και στο 1974, με την καταστροφή, που έπληξε τον ελληνισμό της Κύπρου, από την τουρκική απόβαση και την κατοχή του 40% της μεγαλονήσου, μια κατοχή, η οποία συνεχίζεται, μέχρι σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, η είσοδος της Ελλάδας, στο ΝΑΤΟ, είναι η μόνη ορθή δυτική επιλογή, από αυτές, στις οποίες αναφέρεται ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο οποίος, όμως, δεν σταματά εκεί. Προχωρεί παρακάτω και θεωρεί, ως θετικό δυτικό κεκτημένο της χώρας, την ένταξη της Ελλάδας, στους ευρωθεσμούς.
2) Από το 1981 η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, την σημερινή “Ευρωπαΐκή Ένωση”, με μια συμφωνία, νεοαποικιακού τύπου, η οποία επρόκειτο να οδηγήσει την ελληνική οικονομία, στην καταστροφή, λόγω του δασμολογικού αφοπλισμού της χώρας απέναντι στον ευρωπαϊκό - και κυρίως τον βορειοευρωπαϊκό - οικονομικό ανταγωνισμό, μια διαδικασία, η οποία, σε έναν βαθμό, ανασχέθηκε και καθυστέρησε, εξαιτίας του γεγονότος ότι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, που τον Οκτώβριο του 1981 ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας, επέτυχε, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, να δημιουργήσει μια αναθεώρηση της νεοαποικιακής συμφωνίας, που είχε υπογράψει ο γηραιός Κωνσταντίνος Καραμανλής και η κυβέρνησή του, μέσα από ένα μηχανισμό εξαιρέσεων, για την ελληνική οικονομία και την δημιουργία των λεγομένων Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων στήριξης των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια είναι ότι και κατά την περίοδο 1981-2008, όπως έχω καταγράψει σε αυτό εδώ το blog, η ελληνική οικονομία, σε όλους τους τομείς βλάφτηκε, από την ένταξη στην ΕΟΚ και αυτό έχει τεκμηριωθεί, πλέον και επιστημονικά, με τα στοιχεία, που έχω παρουσιάσει, σε σχετικό άρθρο, με τίτλο : 1970 - 2008 Ελλάδα - "Ευρωπαϊκή Ένωση" - Ευρωζώνη : Η μαθηματική καταγραφή της καταστροφής, που υπέστη η ελληνική οικονομία, από την ένταξή της στην ΕΟΚ και στην ευρωζώνη, μέσα από την syntheticcounterfactual (SCM) οικονομετρική μελέτη των N. Campos, F. Corricelli και L. Moretti.
Από όλα τα παραπάνω, είναι εμφανής η προσπάθεια του Βαγγέλη Βενιζέλου, όχι μόνο να δικαιωθεί, ιστορικά, έστω και αναδρομικά, αλλά είναι εμφανείς και οι παρούσες φιλοδοξίες του, οι οποίες φθάνουν, μετεκλογικά, μέχρι τον πρωθυπουργικό, ή, έστω, τον προεδρικό θώκο, προκειμένου να άρει - έτσι νομίζει - το άγος, το οποίο έχει, οικειοθελώς, φορτωθεί, με όλα όσα έκανε, εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, φυσικά, εξακολουθεί να τον μισεί.
Σχόλια
Πάντως, επειδή τον ξέρω από παλιά, πρέπει να πω ότι είναι πιστός, σταθερός και αμετακίνητος, στις ιδεοληψίες του. Και φυσικά έχει τον τρόπο του ώστε να μαγεύει και να καθιστά τον εαυτό του σεβαστό, στην εντόπια ελίτ.