6/2022 : Η Νέα Δημοκρατία αποψιλώνεται, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί το γεγονός, λόγω του βαθύτατου τραύματος αναξιοπιστίας, που κουβαλάει, από το 2015 και μετά.
Όσο πλησιάζουν οι βουλευτικές εκλογές, οι οποίες το αργότερο, από ό,τι φαίνεται, θα διεξαχθούν, σε λιγότερο από ένα χρόνο, από σήμερα και είναι πιθανό να γίνουν, αρκετά, νωρίτερα, είναι χρήσιμο, από καιρό σε καιρό, να επισκοπούμε της δημοσκοπικές εξελίξεις, που συντελούνται, στην ελληνική πολιτική σκηνή, για να μπορούμε να εξετάζουμε και να παρατηρούμε την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, το οποίο, όπως φαίνεται, είναι απογοητευμένο και βρίσκεται σε σύγχυση, εξαιτίας των κυβερνητικών πεπραγμένων, αλλά και της μη ύπαρξη κάποιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης, απέναντι στην, πραγματικά, ανυπόληπτη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ότι η κυβέρνηση και η Νέα Δημοκρατία πηγαίνουν, από το κακό, στο χειρότερο, είναι κάτι, που το έχω ξαναγράψει και αυτό, όσο περνάει ο καιρός, επιβεβαιώνεται. Αυτή την διαπίστωση την καταγράφουν, έστω και με στρεβλό τρόπο και οι, παραπάνω, δημοσκοπήσεις, που έγιναν, από την εταιρεία Prorata, στο τέλος Μαΐου 2022 και στις αρχές του τωρινού μηνός και από την εταιρεία Kappa Research, στις αρχές του Ιουνίου 2022.
Η στρεβλότητα στις συγκεκριμένες δημοσκοπήσεις, έχει, επίσης, επισημανθεί, από μένα και σε προηγούμενο πρόσφατο άρθρο μου, σε αυτό εδώ το blog και αφορά την προσπάθεια των δημοσκοπικών εταιρειών, στην πλειοψηφία τους, να τονώσουν τα δημοσκοπικά ποσοστά του κυβερνητικού κόμματος, παρουσιάζοντάς τα, όπως κάνουν και οι δυο αυτές δημοσκοπήσεις, σε επίπεδα, τα οποία απέχουν, από την πραγματικότητα.
Έτσι, παραδείγματος χάριν, οι παρουσιαζόμενες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν, στην πρόθεση ψήφου, το δημοσκοπικό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας, στο 31%, η μια και στο 32%, η άλλη (με την “γκρίζα ζώνη” των αναποφάσιστων ψηφοφόρων να φθάνει, περί το 14%), ενώ το πραγματικό ποσοστό του κυβερνητικού κόμματος, όπως έχει καταγραφεί και από άλλες δημοσκοπήσεις, ως προς την πρόθεση ψήφου, δεν πρέπει, τώρα, να ξεπερνά το 27, ή το 28%, την ίδια στιγμή, που η όποια εκτίμηση της τελικής ψήφου του εκλογικού σώματος μπορεί να γίνει, στην τωρινή εποχή, όσον αφορά την Νέα Δημοκρατία, δεν πρέπει και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 32, με 33%.
Και ίσως, το ποσοστό αυτό, που δίνω, να είναι μεγαλύτερο, από το πραγματικό τελικό ποσοστό του κυβερνητικού κόμματος, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όσο περνάει ο καιρός, η φθορά της Νέας Δημοκρατίας μεγαλώνει και όταν, τελικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάρει την απόφαση να προσφύγει, σε βουλευτικές εκλογές, τότε είναι, ακόμη, πιθανότερο το τελικό εκλογικό ποσοστό του κυβερνητικού κόμματος να βρίσκεται, σε, ακόμη, χαμηλότερα επίπεδα, βοηθούντος και του συστήματος της απλής αναλογικής, το οποίο θα εφαρμοστεί, στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν.
Μάλιστα, η Kappa Research προχωρεί ένα βήμα περισσότερο και προσπαθεί να προβλέψει την πρόθεση ψήφου όσων ρωτά, στις, πολύ πιθανές βουλευτικές εκλογές, που θα ακολουθήσουν και οι οποίες, αν διεξαχθούν, θα διεξαχθούν, με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, που πέρασε, στην παρούσα βουλή, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δίνοντας, στο κυβερνητικό κόμμα, ένα ποσοστό του μεγέθους του 34,4%.
Και πάλι, δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι, έτσι, τα πράγματα. Η Νέα Δημοκρατία θα εισέλθει, σε μια φάση κρίσης και αποσυντονισμού, η οποία δεν θα την βοηθήσει να αυξήσει, κατά πολύ, τα ποσοστά της, στις πιθανές επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές, ενώ η αντιδεξιά ψήφος θα ενισχύσει τους συριζαίους.
Αλλά τα σενάρια, για τις πιθανές επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές, είναι χρήσιμο να μείνουν, στην παρούσα φάση, στην άκρη, διότι μπροστά μας έχουμε τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, για την μετεκλογική πορεία των πολιτικών μας πραγμάτων.
Δεν πρέπει, μάλιστα, να ξεχνάμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του, έχουν προσαρμοστεί, στην πραγματικότητα, που αφορά την αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, στις επόμενες και στις πιθανές μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές και έχει αποδεχθεί, δημοσίως, το γεγονός ότι θα υποχρεωθεί να συγκυβερνήσει, με κάποιο άλλο κόμμα.
Άλλωστε, το τωρινό συντηρητικό κυβερνητικό κόμμα πρόκειται να είναι, ούτως, ή άλλως, πρώτο και στις δυο εκλογικές διαδικασίες (εκτός και αν προκύψουν σεισμικές αλλαγές, στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι, προς το παρόν, ορατό) και εφόσον αυτό επιβεβαιωθεί, θα έχει το πλεονέκτημα και τον πρώτο λόγο - και μάλιστα, από θέση ισχύος, στις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές -, στον σχηματισμό της όποιας μετεκλογικής κυβέρνησης συνασπισμού.
Αλλά το πρόβλημα των συσχετισμών, στην ελληνική πολιτική σκηνή, δεν βρίσκεται, τόσο, στην Νέα Δημοκρατία, διότι αυτή, κουτσά-στραβά, θα μπορέσει να διατηρήσει ένα επίπεδο εκλογικής δύναμης, το οποίο θα της επιτρέψει, όπως προανέφερα, να έχει τον πρώτο λόγο, στις μετεκλογικές εξελίξεις.
Το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται και βρίσκεται, στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν μπορεί να συσπειρώσει, όχι μόνο, τους δυσαρεστημένους από την διακυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, αλλά δεν μπορεί, καν, να συσπειρώσει, ούτε και τους ψηφοφόρους τους δικούς του, που τον επέλεξαν, με ένα ποσοστό 31,5%, στις βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019 και τώρα, ένα σημαντικό ποσοστό, από αυτούς τους ψηφοφόρους, μετεωρίζεται, στον χώρο των αναποφάσιστων, ή έχει μετατοπιστεί, προς τα δεξιά, ή προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος της χώρας.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να έχει καταφέρει να κρατήσει ένα, ικανοποιητικά, μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων, που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την περίοδο 2012 - 2015 και να μπορεί να προσβλέπει ότι, ως αξιωματική αντιπολίτευση, να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, όμως, οι όποιες ελπίδες του - εφόσον υπάρχουν και δεν καλλιεργούνται, απλώς, για προπαγανδιστικούς εκλογικούς λόγους. - είναι φρούδες, διότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και το στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ πάσχουν, από ένα τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας.
Είναι, δηλαδή, αναξιόπιστοι, στο ευρύ τμήμα της κοινωνίας το οποίο στήριξε, επάνω τους, όλες τις ελπίδες, που είχε, το 2015 και οι οποίες ελπίδες διαψεύστηκαν και προδόθηκαν, από τον τότε πρωθυπουργό και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με την ανατροπή, στην πράξη, του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 5/7/2015, με την υποταγή τους, στις απαιτήσεις των ξένων δανειστών και την υπογραφή και την εφαρμογή, στην συνέχεια, του 3ου Μνημονίου, το οποίο έλεγαν ότι δεν πρόκειται να υπογράψουν ποτέ και κατόπιν, με το ντροπαλό 4ο Μνημόνιο, το οποίο υπέγραψε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, τον Ιούλιο - Αύγουστο του 2018, δεσμεύοντας την χώρα και την ελληνική κοινωνία, με μνημονιακές υποχρεώσεις, μέχρι το 2070, τουλάχιστον.
Αυτή η σαρωτική αναξιοπιστία είναι που έχει καθηλώσει τον ΣΥΡΙΖΑ, σε χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις και σε επίπεδα τέτοια, τα οποία τον καθιστούν, επί μακρόν, ακίνδυνο, για την Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι το κυβερνητικό κόμμα, λόγω των άθλιων πεπραγμένων του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης, αποψιλώνεται, δημοσκοπικά και αυτό θα εκφραστεί και στις επόμενες και στις μεθεπόμενες εκλογές βουλευτικές εκλογές.
Και από αυτή την τεράστια αναξιοπιστία και ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσουν να αποκολληθούν, τουλάχιστον, στο ορατό μέλλον. Και η προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεν θα μπορέσουν, ποτέ, να την ξεπεράσουν, τουλάχιστον, μέσα στην παρούσα δεκαετία, ενώ, ουδόλως, αποκλείεται η πολιτική και η εκλογική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ να εξακολουθήσει να είναι καθοδική, ιδίως, εάν και όταν επιχειρηθεί να πραγματοποιηθεί η αντικατάσταση του αρχηγού του κόμματος αυτού.
Από εκεί και πέρα αξιοσημείωτη είναι η σχετική ενίσχυση των δημοσκοπικών ποσοστών του ΠΑΣΟΚ Κιν Αλ υπό την ηγεσία του πραγματικά άχρωμου αλλά ηλικιακά νέου Νίκο Ανδρουλάκη το ΠΑΣΟΚ. Φαίνεται να έχει ξεπεράσει δημοσκοπικά 12%, αλλά έχει κολλήσει, εκεί και μπορεί, στις επόμενες εκλογές να παρουσιάσει ένα ποσοστό μικρότερο από το 12% και τούτο, επειδή εξακολουθεί να κουβαλάει την χαώδη αναξιοπιστία, που έχει αποκτήσει και την σαρωτική απαξίωση, που έχει υποστεί, μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2009 για την δραματική μνημονιακή εμπειρία, από τις κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου, του Λουκά Παπαδήμου και του Αντώνη Σαμαρά, με συγκυβερνήτη τον, μετά την παραίτηση του ΓΑΠ, πρόεδρο του συρρικνωθέντος ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο, που χαντάκωσαν την ελληνική οικονομία και κατέστρεψαν ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού της χώρας.
Αυτό το άγος το ΠΑΣΟΚ. δεν μπορεί να το ξεπεράσει και ίσως να μην το ξεπεράσει ποτέ αν και η συστημική και ελλειμματική ψευδοαντιπολίτευση του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι ικανή να αναστήσει και το πεθαμένο ΠΑΣΟΚ, κάτι που, εν μέρει, έστω και λίγο, έχει καταφέρει.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, πρέπει να αναφέρω ότι αυτά δεν έχουν καμία δυναμική. Δεν αντανακλούν και δεν εμπνέουν κάποιον δημεγερτικό ριζοσπαστισμό, ενώ, από την άλλη πλευρά, είναι και ίδια η κοινωνία, στην συντριπτική της πλειοψηφία, απογοητευμένη, από όσα συνέβησαν, από το 2015 και μετά και ως εκ τούτου, έχει παραιτηθεί, από κάθε ελπίδα για οποιαδήποτε αλλαγή, στην γενικότερη και στην ειδικότερη πολιτική της χώρας, οι πηγές της οποίας πολιτικής βρίσκονται, στις Βρυξέλλες, στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδίως, στο Βερολίνο και στο Παρίσι - και φυσικά, στην Φρανκφούρτη, όπου εδρεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία, τυπικά και ουσιαστικά, εκδίδει και ελέγχει το νόμισμα της χώρας και καθορίζει, δι’ αυτού του τρόπου και μέσα από τις αέναες μνημονιακές υποχρεώσεις, που έχει αναλάβει το ελληνικό κράτος, την δημοσιονομική, την εισοδηματική, την χρηματοπιστωτική, την εμπορική, την συναλλαγματική και την γενικότερη οικονομική πολιτική της χώρας.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όποια κόμματα καταφέρουν να ξεπεράσουν το όριο του 3% και εισέλθουν, στην βουλή, είτε, οικειοθελώς, θα αυτοαπομονωθούν, όπως πχ το ΚΚΕ, είτε θα υποχρεωθούν να συμπεριφερθούν, ως δορυφόροι ενός νέου κυβερνητικού συνασπισμού, κατά πάσα πιθανότητα, υπό την Νέα Δημοκρατία, εάν το τωρινό κυβερνητικό κόμμα δεν συγκυβερνήσει, με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ή και (γιατί όχι;) με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Συμπερασματικά και με λίγα λόγια πρέπει να πούμε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια πολύ κακή κυβέρνηση, αλλά, όμως, δεν έχει αντίπαλο.
Ως εκ τούτου, όσον αφορά το μέλλον, οψόμεθα…
Σχόλια