Ernesto "Che" Guevara de la Serna : Η δύναμη του μύθου, ως ενεργού τμήματος της πραγματικότητας και η αναγκαία απομυθοποίηση. (Η βία είναι, πάντα, κακή, αλλά πολλές φορές καθίσταται αναγκαία, χωρίς αυτό να την κάνει καλή).
Αυτό, που, πάντοτε, με δυσαρεστούσε - μπορώ να πω, ότι με εκνεύριζε -, σχετικά, με τον Ernesto Guevara de la Serna, τον πασίγνωστο Λατινοαμερικάνο, με τον μεταπτωτικό βίο και ο οποίος εναλλασσόταν, ανάμεσα στον συντηρητικό υπουργό του καθεστώτος του Φιντέλ Κάστρο και στον επαναστάτη των διάφορων ανταρτικών κινημάτων, ήταν το τεράστιο ηθικό πλεονέκτημα, που έχει κερδίσει, εξ αιτίας της δολοφονίας του, έτσι όπως αυτή πραγματοποιήθηκε, όταν, στις 9 Οκτωβρίου 1967, αυτός και η μικρή ανταρτική ομάδα του, πιάστηκαν αιχμάλωτοι, από την CIA και τον βολιβιανό στρατό.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, έχει περιγράψει, με έναν απίθανο τρόπο, τον Ernesto "Che" Guevara, συμβάλλοντας και αυτός, στην πλήρη μυθοποίηση του ανδρός, αναφέροντας ότι ο Τσε ήταν το μεγαλύτερο ανθρώπινο ον του 20ου
αιώνα. Φυσικά, πρόκειται, όχι, απλώς, για μια υπερβολή, πρόκεται, για μια ανοησία, η οποία, όχι μόνο δεν έχει καμμία σχέση με την αλήθεια, αλλά συνέβαλε, στην αγιοποίηση του Ernesto "Che" Guevara και στην μετατροπή του σε έναν διαρκή μύθο, που παραμένει, 47 χρόνια, μετά την άγρια δολοφονία του και θα παραμείνει, διαχρονικά, νοηματοδοτώντας την ζωή πολλών ανθρώπων, των οποίων η παρουσία εκτείνεται και θα εξακολουθήσει να εκτείνεται, σε πολλές γενεές.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τσε δεν ήταν, αυτό, που ο μύθος του κάνει να φαίνεται, ότι υπήρξε. Δεν ήταν ένας μαχητής, για την ανθρώπινη ελευθερία και την κοινωνική απελευθέρωση. Ο ίδιος, προφανώς, πίστευε ότι ήταν, αλλά αυτό, φυσικά, δεν αρκεί, για να του αποδοθεί ένας τέτοιος τίτλος, μια τέτοια ιδιότητα, μια τέτοια τιμή. Κάπου, στην πορεία, στην σχέση του, με την βία, κυρίως, ως εργαλείο, αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο, ο, μετέπειτα, Comandante έχασε το μέτρο - αν είχε, ποτέ κάποιο μέτρο -, σε αυτή την σχέση.
Αυτό το μέτρο, που έχασε, στην σχέση του, με την βία, ως εργαλείο, ο Ernesto Guevara, έχει να κάνει, με την ίδια την χρήση του εργαλείου αυτού, αλλά, κυρίως, αφορά την φύση της βίας, ως προσωπικού εργαλείου και ως εργαλείου, για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή.
Η εύκολη απάντηση, όσον αφορά την βία είναι ότι αυτή είναι αναγκαία και χρήσιμη. "Η βία είναι η μαμμή της Ιστορίας" έχει γράψει ο Karl Marx, ως ιστορική διαπίστωση, αλλά και ως αιχμή της πολιτικής πολεμικής του, απέναντι στους κάθε είδους πασιφιστές, των οποίων ο πασιφισμός, στην μεγίστη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι υποκριτικός, αφού, ενώπιον της χρήσης της βίας, ως εργαλείου, προτιμούν την εφαρμογή και την κυριαρχία των κανόνων, που έχουν επιβάλει οι, εκάστοτε, ισχυροί και οι οποίοι κανόνες, δεν είναι τίποτε άλλο, από την οργανωμένη και συστηματικοποιημένη αποκρυστάλλωση της δικής τους βίας. Και φυσικά, ο Karl Marx έχει δίκιο.
Όμως, η βία και η χρήση της δεν είναι μόνον αυτό, όσο αναγκαία και χρήσιμη και αν είναι, ως εργαλείο. Και αυτό συμβαίνει, διότι η βία δεν είναι ένα απλό εργαλείο, το οποίο το χρησιμοποιείς, όσο θέλεις και μετά το αφήνεις, στην άκρη. Η βία και η χρήση της είναι ένα χαρακτηρομορφοποιητικό εργαλείο. Διαμορφώνει και ποιεί χαρακτήρες, συμπεριφορές και στάσεις ζωής. Γίνεται ένα, με τους ανθρώπους, που την χρησιμοποιούν και τους διαπερνά, καθιστάμενη στοιχείο της προσωπικότητάς τους.
Ως εκ τούτου, επειδή η βία έχει και αποτελείται, καθ' ολοκληρίαν, από ένα αναπόδραστο και αναπόσπαστο διεκδικητικό, επιβλητικό και τιμωρητικό περιεχόμενο, είναι, εκ των πραγμάτων και εκ της ίδιας της φύσεώς της, κακή, ως στοιχείο μεσολάβησης και συγκρότησης των διαπροσωπικών και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων.
Βέβαια, αυτή η φυσική κακότητα της βίας δεν της αφαιρεί την όποια αναγκαιότητα και την όποια χρησιμότητά της, μέσα στην κοινωνική ζωή. Μόνο, που αυτή η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα της βίας κρίνεται, από τις περιστάσεις, μέσα στις οποίες πρέπει - ή δεν πρέπει - η βία να ασκηθεί, ως εργαλείο άμυνας, σωφρονισμού, ή επίθεσης. Και φυσικά, αν και όταν κριθεί ότι η βία πρέπει να ασκηθεί, λόγω των όποιων περιστάσεων, που την καθιστούν αναγκαία και χρήσιμη, ως εργαλείο, η περιστασιακή αυτή αναγκαιότητα και η χρησιμότητά της, δεν καθιστούν την εργαλειακή αυτή βία καλή. Κάθε άλλο.
Σε κάθε περίπτωση, η βία παραμένει, πάντα, κακή. Ακόμη και όταν είναι αναγκαία και χρήσιμη, η βία είναι ένα κακό εργαλείο, διότι είναι ένα χαρακτηροδιαπλαστικό και ως εκ τούτου, εθιστικό εργαλείο, το οποίο, εύκολα, κυριαρχεί, στα ανθρώπινα ένστικτα, τα οποία εμπεριέχουν, ως κυρίαρχο εργαλειακό όπλο, την βία και την χρήση της.
Έτσι, η βαθιά γνώση του γεγονότος (διότι, περί γεγονότος πρόκειται και έτσι πρέπει να αντιμετωπισθεί) ότι η βία είναι ένα κακό και καταστροφικό εργαλείο, ακόμη και όταν είναι αναγκαία, είναι αυτή, που οδηγεί, στο μέτρο, στην αυτοσυγκράτηση και στον περιορισμό της χρήσης της, με την υποταγή της, σε κάποιους κανόνες, οι οποίοι είναι, πρωτίστως, προσωπικοί και δευτερευόντως, κοινωνικοί.
Αυτό το μέτρο, στην σχέση του, με την βία και την χρήση της, είναι που έχασε - αν ποτέ το είχε - ο Ernesto "Che" Guevara.
Το γιατί και το πώς, είναι αυτό, που θα δούμε, ευθύς αμέσως:
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο "ανθρωπιστής", που διακήρυσσε ότι η νίκη του "σοσιαλισμού" - εννοώντας το κουβανέζικο, το "σοβιετικό" και το κινεζικό καθεστώς, όπου η γραφειοκρατική ελίτ των, λενινιστικής πολιτικοϊδεολογικής προέλευσης, "επαγγελματιών επαναστατών" των κομμουνιστικών κομμάτων είχε επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία της, πάνω στις κοινωνίες, τις οποίες διοίκησε και εξακολουθεί, στην Κούβα και στην πολυάνθρωπη Κίνα, να τις διοικεί - αξίζει εκατομμύρια θύματα. Με αυτή την λογική και την ανάλογη συλλογιστική, ήταν που, ο Ernesto Guevara, κατά την διάρκεια της κρίσης των πυραύλων, πίεζε, απροκάλυπτα και φορτικά, τον Νικήτα Χρουστσώφ και την υπόλοιπη ηγεσία της "Ε.Σ.Σ.Δ." να αρνηθούν, κάθε διαπραγμάτευση, με τις Η.Π.Α., να μην αποσύρουν τους πυραύλους, από την κουβανική επικράτεια και να προχωρήσουν, σε έναν πυρηνικό πόλεμο, εναντίον των Η.Π.Α. τις οποίες χαρακτήριζε, όπως και ο Μάο Τσετουνγκ, ως "χάρτινη τίγρη". Βέβαια, ο Χρουστσώφ και η λοιπή "σοβιετική" ηγεσία, δεν τον άκουσαν και προχώρησαν, στους απαραίτητους συμβιβασμούς και στις αναγκαίες υποχωρήσεις, με αποτέλεσμα η παγκόσμια κρίση, που είχε, τότε, προκύψει, να εκτονωθεί. Αυτό το περιστατικό, όμως, ράγισε το γυαλί της σχέσης του Ernesto Guevara, με τους "Σοβιετικούς" και τον έφερε πιο κοντά, στους Κινέζους, των οποίων η σχέση, με την "σοβιετική" ηγεσία, επίσης, διαταράχθηκε, για να οδηγηθεί, στην συνέχεια, στην πλήρη διάρρηξη των σοβιετοκινεζικών σχέσεων.
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο "δίκαιος επαναστάτης", ο οποίος θεωρούσε ότι, για την καταδίκη, σε θάνατο, ή σε άλλες ποινές, των κατηγορουμένων, ως "αντεπαναστατών", δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων, που να την στηρίζουν, αφού αυτή η διαδικασία είναι παλαιάς κοπής και αστικής φύσεως, λεπτομέρεια, που δεν έχει θέση, μέσα στην επαναστατική εξέλιξη, η οποία απαιτεί, από τον επαναστάτη, να γίνει μια ψυχρή μηχανή θανάτου, με κίνητρο, το αγνό και καθαρό μίσος, το οποίο είναι το κεντρικό στοιχείο της επαναστατικής πάλης και το οποίο μίσος πρέπει να είναι πολύ βαθύ, ώστε να κινητροδοτεί την βία, για να οδηγεί τον επαναστάτη, στην υπέρβαση των φυσικών του δυνατοτήτων.
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο "άνθρωπος, με την πραότητα και την "ευγένεια ψυχής", που, με χαρακτηριστική απάθεια, περιέγραψε ότι πυροβόλησε κάποιον στο κεφάλι και η σφαίρα, που μπήκε, από το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, βγήκε, από τον αριστερό κρόταφο και ο πυροβολημένος βόγκηξε λίγο και πέθανε.
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο ίδιος "άκακος άνθρωπος", που ομολόγησε ότι, εκείνη την στιγμή, ανακάλυψε ότι του αρέσει πολύ να σκοτώνει.
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο "αμφισβητίας", που, ως κλασικός συντηρητικός σταλινικός προπαγανδιστής, στο απόγειο της εξουσιαστικής του ισχύος, σαν μέλος του υπουργικού συμβουλίου, στην Κούβα, διακήρυσσε, ότι οι νέοι δεν πρέπει να αμφισβητούν τις κυβερνητικές εντολές και ότι, αντιθέτως, πρέπει να αφιερωθούν, στην μελέτη, στην δουλειά και στην στρατιωτική τους θητεία.
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο "ανήσυχος, ανεξάρτητος και αντικομφορμιστής διανοητής", που θεωρούσε ότι αποτελεί έγκλημα, το να σκέπτονται, ως ξεχωριστά άτομα και ότι πρέπει να μάθουν να σκέπτονται και να λειτουργούν, ως μάζα.
Ο Comandante Ernesto Guevara είναι ο "ριζοσπαστικός δημοκράτης και υπερασπιστής της ελευθερίας", ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η "επανάσταση" (αυτό, δηλαδή, που αυτός προσδιορίζει, ως επανάσταση) δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, με την ελευθερία του τύπου.
Κάπως έτσι ο Ernesto Guevara έχασε το μέτρο, στην σχέση του, με την βία και την χρήση της. Έπεσε, στο μοιραίο σφάλμα του Karl Marx, του Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν και των μαρξιστών - λενινιστών (και όχι μόνον αυτών), που θεωρητικοποίησαν την βία, προσδιορίζοντάς την, ως ένα κοινωνικό εργαλείο, το οποίο έχει διαστάσεις φυσικού φαινομένου, με ουδέτερο χαρακτήρα και περιεχόμενο και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, άφοβα και χωρίς ευρύτερες επιπτώσεις, μέσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα.
Ο Ernesto "Che" Guevara, ο άνθρωπος με όλες αυτές τις ιδιότητες και με αυτή την συμπεριφορά, δεν μπορεί να έχει - και δεν έχει - καμμία σχέση, με οποιαδήποτε εκδοχή της όποιας κοινωνικής αλλαγής, η οποία αποσκοπεί, στην κοινωνική και στην ατομική απελευθέρωση, όπως και αν αυτή ονομασθεί και σε όποια χρονική στιγμή της Ιστορίας της ανθρωπότητας και αν αυτή προσδιορισθεί.
Σίγουρα ο Comandante Ernesto Guevara έχει άρρηκτη σχέση με τα συνεχή προσκηνιακά και τα παρασκηνιακά παιχνίδια της εξουσίας - και μάλιστα, μιας εξουσίας, η οποία εκφράστηκε, στην πιο απόλυτη και στην πιο ολοκληρωμένη/ολοκληρωτική μορφή της, μέσα από το ψευδοσυνειδησιακό παραμυθολόγημα του "σοσιαλισμού" και συγκεκριμενοποιήθηκε, στην υλοποιημένη εκδοχή του ιδεολογήματος αυτού, έτσι όπως αυτή πραγματώθηκε, στην "Σοβιετική Ένωση" και στην "Λαϊκή Δημοκρατία" της Κίνας.
Ναι, με αυτά τα σκοτεινά παιχνίδια της εξουσίας και τους διεθνείς ανταγωνισμούς, των κυρίαρχων υπερδυνάμεων, στον πλανήτη, κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για την επέκταση των σφαιρών επιρροής τους, ο Ernesto Guevara έχει πλήρη και απόλυτη σχέση, ακόμη και όταν αυτό διέφευγε της προσοχής του. Ακόμη και όταν η "σοβιετική" και η κουβανέζικη γραφειοκρατία τον πέταξαν - ή τον άφησαν να πέσει - στα χέρια της CIA, προκειμένου να ξεφορτωθούν και αυτόν και τις ιδεοληψίες του.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι η άγνοια του συνόλου των πεπραγμένων του Ernesto Guevara, το αντιφατικό περιεχόμενο του χαρακτήρα του ανδρός, η ανάγκη των ανθρώπων, για την δημιουργία και την στήριξη μύθων, που κινητροδοτούν την ζωή τους, ως ατόμων και ως κοινωνικών συνόλων, καθώς και η πάροδος του χρόνου, όλα αυτά στο σύνολό τους,
έχουν μετατρέψει την μορφή του Ernesto Guevara, σε σύμβολο μιας γενιάς, την οποία αυτό το σύμβολο την έχει μυθοποιήσει και μέσα, από τον μύθο, την έχει ξεπεράσει, αφού ο ίδιος ο Guevara έχει
γίνει αποδεκτός ακόμα και από τους εχθρούς του, που του αντιπαρατέθηκαν ιδεολογικά, που τον
πολέμησαν, στα πεδία των μαχών, που τον κυνήγησαν, σαν αγρίμι, και διεκπεραίωσαν την ωμή και βάρβαρη δολοφονία του, από την CIA και τον Φελίξ Ροντρίγκες, τον Κουβανό αντικαθεστωτικό, τον gusano, που είχε καταφύγει στο Μαϊάμι, όπου, φυσικά, στρατολογήθηκε, από αυτή την αμερικανική μυστική υπηρεσία.
Η δολοφονία του Ernesto Guevara είχε αποφασιστεί από τα όργανα του βαθέος αμερικανικού κράτους, το οποίο γνώριζε, πολύ καλά, με ποιόν είχε να κάνει και το τί αυτός αντιπροσώπευε. Η απόφαση, για την δολοφονία του, δεν είχε ληφθεί, σε ένα κατώτερο επίπεδο της αμερικανικής κρατικής ιεραρχίας. Είχε αποφασισθεί, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, αφού οι, εκάστοτε, πρόεδροι των Η.Π.Α., ουδόλως, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Είχαν ασχοληθεί, με αυτόν και φυσικά, τον προτιμούσαν νεκρό (όπως συνέβη και με πολλούς άλλους, μετά από αυτόν, με τελευταίο τον Οσάμα μπιν Λάντεν).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1961, λίγο μετά την ταπεινωτική ήττα των Αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, στον Κόλπο των Χοίρων, ο πρόεδρος των Η.Π.Α. John Fitzgerald Kennedy διάβασε το βιβλιαράκι του Ernesto Guevara, για τον ανταρτοπόλεμο και την νεολενινιστική και μαοϊκή λογική του foquismo. Η μαθητεία του Αμερικανού προέδρου, στα μαοϊκής εμπνεύσεως, επιχειρησιακά δόγματα του Ernesto Guevara, δεν έμεινε, σε θεωρητικό επίπεδο, αφού, με το τέλος της μελέτης αυτής, ο Τζών Κέννεντυ υπέγραψε διαταγή να δημιουργηθεί, στο Φορτ Μπραγκ της Βόρειας Καρολίνας μια σχολή καταστολής αντάρτικων κινημάτων και πρακτικών.
Το ότι ο Ernesto Guevara αγαπήθηκε, ανάμεσα στα άλλα, επειδή υπήρξε ένας πολύ ωραίος άνδρας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πράγματι, τεράστια τμήματα των νεανικών - και όχι μόνο των νεανικών - πληθυσμών των γυναικών, όλων των γενεών, που ακολούθησαν την γενιά του, θέλχθηκαν από τον έντονο ερωτισμό, που αποπνέει η μορφή του και η ένταξή της, μέσα στον μύθο του. Αυτό υπήρξε και είναι άμεσα ορατό.
Αλλά τον Comandante δεν τον ερωτεύθηκαν - και δεν τον ερωτεύονται -, μόνον, οι γυναίκες. Τον ερωτεύθηκαν και εξακολουθούν να τον ερωτεύονται και οι ομοφυλόφιλοι, όπως και οι αμφίφιλοι άνδρες, οι οποίοι κυκλοφορούν, πάντοτε, με την, ψυχολογικά, τονωτική και υποστηρικτική, ως προς τα επίπεδα της προσωπικής τους αυτοεκτίμησης, παρουσία της μορφής του, δίπλα τους. Όμως, αυτό, που δεν ξέρουν, είναι ότι ο ίδιος ο Ernesto Guevara τους μισούσε. Και φυσικά, ως σωστός σταλινικός, που ήταν, όταν είχε την εξουσία, στα χέρια του, τους καταδίωξε, απηνώς και συστηματικά.
Η καταστολή των ομοφυλόφιλων, εντάχθηκε, μέσα στον ευρύτερο διωγμό των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, που διαμορφώθηκε, στην Κούβα, από τον Ιανουάριο του 1959, μετά την πτώση του καθεστώτος του στρατηγού Φουλχένσιο Μπατίστα, από τους αντάρτες του Φιντέλ Κάστρο. Τον Απρίλιο του 1960 ο Ερνέστο Γκεβάρα αναλαμβάνει τη διεύθυνση του τομέα εκπαίδευσης των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων και καταρτίζει ένα "Γενικό Σχέδιο Φυλακών", το οποίο, στην ουσία, αφορά την δημιουργία στρατόπεδων συγκεντρώσεως και έχει να κάνει με τον εγκλεισμό και την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης και αναμόρφωσης ιδρύεται και λειτουργεί, στην χερσόνησο του Guanaha. Θα ακολουθήσουν και άλλα.
Η αλήθεια είναι ότι, τον πρώτο καιρό της κατάληψης της εξουσίας, από τους αντάρτες του Φιντέλ Κάστρο, μαζύ με τους όποιους ριζοσπαστικούς κοινωνικούς πειραματισμούς, επιχείρησε το καθεστώς, συμβάδισε και ένα κύμα σεξουαλικής ανεκτικότητας, αλλά, όλα αυτά, έληξαν, πολύ γρήγορα. Και φυσικά, άδοξα.
Εκείνο τον καιρό, ο Ernesto Guevara, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόκληση των ομοφυλοφίλων, ως καλός σταλινικός, έστειλε, στην Κίνα τον Ραμίρο Βαλντές, που ήταν αρχηγός της κουβανέζικης μυστικής υπηρεσίας, για να μάθει από τον δήμαρχο της Σαγκάης τον τρόπο, με τον οποίο η πόλη απαλλάχθηκε, από τους ομοφυλόφιλους. “Πολύ εύκολο. Χτυπάτε τους στο κεφάλι και πετάξτε τους στο ποτάμι”, ήταν η απάντηση του Κινέζου και του επιτελείου του.
Από την άλλη πλευρά, ο αδελφός του Φιντέλ, ο τωρινός γενικός γραμματέας του Κ. Κ. Κούβας και πρόεδρος της χώρας Ραούλ Κάστρο, έχει πάει, στην Βουλγαρία, για να πληροφορηθεί, σχετικά με τις μεθόδους που, εκεί, εφαρμόζονται, για μένουν οι δρόμοι της Σόφιας χωρίς ομοφυλόφιλους. Εκεί πληροφορείται ότι, στην Βουλγαρία, έχουν ανοίξει ένα ειδικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, για τα αντικοινωνικά στοιχεία, όπως οι ομοφυλόφιλοι.
Ο Ernesto Guevara, ανάμεσα στην κινεζική λύση του ποταμιού και την βουλγαρική του εγκλεισμού, επιλέγει την δεύτερη. Φυλακίζει τους πάντες, ακόμη και όσους ήσαν, μαζύ με το καθεστώς, αφού η "επανάσταση" (αυτό, που ο "Τσε" ονόμαζε επανάσταση), δεν έγινε, για όλους. Έγινε, μόνο, για τους - υπό οποιαδήποτε έννοια - αρεστούς.
Ο Ernesto Guevara, δεν έμεινε, όμως, μόνο, στο πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και φυσικά, δεν περιορίστηκε, στους ομοφυλόφιλους. Το 1961, σαν υπουργός Βιομηχανίας, άνοιξε άλλα τρία, εκ των οποίων "καλύτερο" όλων ήταν το "Νουέβα Βίδα", στο Πάλος, όπου μάζεψαν, εκατοντάδες ανήλικους - μέχρι και μικρά παιδιά εκτελεσμένων αντιφρονούντων. Για τις συνθήκες "διαβίωσης", σε αυτά, καλύτερα να μην μιλήσουμε.
Το έργο του Comandante εκείνη την περίοδο είναι φρικτό.
Ο Γκεβάρα θα δημιουργήσει, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, τον κανονισμό των φυλακών, καθώς και τον κατάλογο των ποινών και τις λεπτομέρειες των βασανισμών των κρατουμένων, την τύχη των οποίων θα καθορίζει ο ίδιος. Ο Comandante, ο χασάπης της "Λα Καμπάνια", θα υπογράψει την θανατική καταδίκη και την εκτέλεση, φυσικά, χωρίς δίκη, πολλών κρατουμένων και κάποιες από αυτές, τις εκτελέσεις θα τις πραγματοποιήσει ο ίδιος, ενώ, πολλές φορές, οδήγησε, στην εκτέλεση, με διαταγές του, ή εκτέλεσε, με τα ίδια του τα χέρια, αξιωματικούς, καθώς και στρατιώτες. Όλα αυτά θα γίνουν, μέχρι το 1962, τότε, δηλαδή, που περιέγραφε, με ψυχρό τρόπο, το πώς πυροβόλησε κάποιον στο κεφάλι, καθώς και το πόσο του αρέσει να σκοτώνει.
Μετά τον "Τσε", το έργο του, ως άρχοντα των κουβανικών φυλακών και στρατοπέδων συγκέντρωσης, θα αναλάβει να το συνεχίσει ο Ραούλ Κάστρο.
Και για να μην μείνουν αυταπάτες, ως προς το ποιούς κυνήγησε, προσωπικά, ο ίδιος ο Ernesto Guevara, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις, χωρίς δίκη, δεν αφορούσαν, μόνο τους οπαδούς του Μπατίστα, ή τους παλαιούς συντηρητικούς. Αν και οι "Σοβιετικοί", αργότερα, τον κατηγόρησαν, ως "τροτσκιστή", η αλήθεια είναι ότι τους τροτσκιστές του Partido Obrero Revolucionario τους φυλάκισε, αφού έκλεισε τα γραφεία τους, στην Αβάνα, έκαψε τα βιβλία τους και συνέλαβε κάπου 500 άτομα και παρά λίγο να εκτελέσει, στην πλατεία της πρωτεύουσας, τον Ποσάντας και άλλον έναν, από αυτούς. Το γεγονός ότι γλύτωσαν την εκτέλεση, οφείλεται, στην διεθνή κινητοποίηση, που έγινε, για την σωτηρία τους, η οποία οδήγησε την κουβανική ηγεσία, στην εκτίμηση ότι δεν ήταν, προς το συμφέρον του καθεστώτος να προβεί σε μια τέτοια πράξη.
Και όμως, όλα αυτά, έχουν μείνει, στην άκρη. Ο μύθος, που κατασκευάστηκε, για τον Comandante, δεν τα περιλαμβάνει. Τα αγνοεί.
Σε τελική ανάλυση, αυτό, που ο Guevara αντιπροσωπεύει στον σύγχρονο καταναλωτικό κόσμο, είναι μια ανύπαρκτη ιδιότητα του κόσμου αυτού, η οποία συνίσταται σε έναν ιδανικό καταναλωτικό κόσμο, ένα ιδανικό μιας ανύπαρκτης καθαρότητας, ενός ουτοπικού εξισωτισμού, το οποίο ταυτίζεται με το πρότυπο του έντιμου ανθρώπου, που οδηγείται, στην διαρκή επικαιροποίηση και τον επαναπροσδιορισμό της προσωπικότητάς του.
Κάπου εδώ, η ιδεατή προσωπική εντιμότητα συναντά την ιδεατή επανάσταση, αφού ο Guevara υπήρξε θύμα, μιας στυγνής δολοφονίας, από μια συνεργεία σκοτεινών και αδυσώπητων εξουσιαστικών μηχανισμών (της CIA και του στρατού του δικτατορικού βολιβιανού κράτους), όντας τραυματίας και αδύναμος, ενώπιον των δολοφόνων του, θυμίζοντας κάτι από την τύχη και το τέλος του Ιησού. Και φυσικά, με δεδομένο το γεγονός ότι ο "Τσε" δολοφονήθηκε νέος, στα 39 του χρόνια, ήταν όμορφος και του πήγαινε ωραία η στρατιωτική του στολή, έδεσε την πραγματικότητα, με τον μύθο, σε μια θαυμάσια αφηγηματική μυθιστορία, η οποία υπήρξε βούτυρο στο ψωμί των τεχνικών του marketing, στον καπιταλιστικό κόσμο, όχι μόνο στην σύγχρονη εκδοχή του, αλλά και διαχρονικά, αφού το fairy tail του αξέχαστου "Comandante" καλά κρατεί.
Και θα εξακολουθεί να κρατεί, αφού αγγίζει και θα εξακολουθεί να αγγίζει τα νεανικά σύνολα των, μετέπειτα, γενεών, που ακολούθησαν την δική του γενιά, όπως επίσης και των γενεών, που τώρα είναι ενεργές, καθώς και εκείνες, που πρόκειται να ακολουθήσουν τις τωρινές.
Όμως, ο μύθος του είναι αυτός, που είναι. Είναι, δηλαδή, ένα ιστορικό παραμύθι. Και αν ο θάνατός του τον έσωσε, ως μύθο, αλλά και ως προσωπικότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι τα αληθή πεπραγμένα του και οι στόχοι, που υπηρέτησε, έχουν δικαιωθεί.
Κάθε άλλο...
Σχόλια