21/7/1928 Κώστας Καρυωτάκης : Από την μελαγχολία, στην ποίηση και στον αυτοκτονικό θάνατο. (Μια απόπειρα διερεύνησης του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου του μέγιστου νεοέλληνα ποιητή και πεζογράφου).

 


Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στην Πρέβεζα, φωτογραφημένος, από την χωροφυλακή, λίγο μετά την αυτοκτονία του.



Από τότε, που ήμουν μικρός, στην εφηβική και την μετεφηβική μου ηλικία, ασχολήθηκα, με τον Κώστα Καρυωτάκη, με την ποίησή του και κυρίως, με την, βαθιά, μελαγχολική ψυχοσύνθεσή του και τον αυτοκτονικό του θάνατο.

Δεν είναι η ποίησή του και το πεζογραφικό του έργο αυτά, που θα απασχολήσουν το παρόν πόνημα. Ο Καρυωτάκης έχει κριθεί, γι’ αυτά και θεωρώ ότι είναι περιττή κάθε δική μου κριτική, στο έργο του αυτό. Και σαν ποιητής, βέβαια και σαν πεζογράφος, θεωρώ ότι υπήρξε και παραμένει, ασύγκριτος, με τον βαθύτατο λυρισμό, τον οποίο αποπνέουν τα ποιήματά του και τα πεζά του έργα. 

Είναι η αυτοκτονία του και οι αιτίες της, ουσιαστικά, δηλαδή η, εκ των υστέρων, διαγνωσμένη βαριά μελαγχολία, από την οποία διακατεχόταν και την οποία δεν ήταν δυνατόν να διαγνώσουν οι αρμόδιοι ιατροί, κατά την διάρκεια του βίου του, στους οποίους, άλλωστε, ουδέποτε απευθύνθηκε. Δεν είχαν τα μέσα, ούτε και τις ενδεδειγμένες ιατρικές και φαρμακευτικές αγωγές, προκειμένου να προλάβουν την εξέλιξη και την κατάληξη αυτής της ψυχικής νόσου, η οποία, τελικά, οδήγησε τον θλιμμένο ποιητή και πεζογράφο, στην αυτοκτονία, ενώ ακόμα ήταν πολύ νέος· δεν είχε κλείσει, καν, τα 32 χρόνια ζωής. 

Αλλά, πώς μπορούμε εμείς, σήμερα, να πούμε, με βεβαιότητα, ότι ο Κώστας Καρυωτάκης έπασχε από μελαγχολία/κατάθλιψη, ενώ αυτή η διάγνωση δεν είχε γίνει, τότε που ζούσε; Αυτο είναι ένα σοβαρό ερώτημα, στο οποίο πρέπει να απαντήσω.

Για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, πρέπει, βασικά, να ορίσουμε το τί είναι μελαγχολία/κατάθλιψη, η οποία, ως μια παροδική ψυχοσυναισθηματική εκδήλωση, είναι κάτι το φυσιολογικό, στην καθημερινή ζωή. Πάντοτε, κατά την διάρκεια του βίου όλων των ανθρώπων και των κοινωνιών, οι λυπηρές και οι οδυνηρές στιγμές και καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να είναι και μακρόχρονιες, έρχονται και παρέρχονται. Και η σημασία τους, εντοπίζεται και βρίσκεται, στο απλό γεγονός ότι παρέχονται. Ο χρόνος απομακρύνει τους ανθρώπους, από τα καταθλιψιογόνα γεγονότα. Η πάροδος του χρόνου, μαζί με τα νέα γεγονότα της καθημερινής ζωής, απαλύνουν και απομακρύνουν την μελαγχολία, που, φυσιολογικά, παρουσιάζεται, ως αποτέλεσμα γεγονότων, τα οποία συντελούνται, στον εξωτερικό κόσμο του κάθε ανθρώπου.

Στην περίπτωση της μελαγχολίας/κατάθλιψης, ως παθολογίας, δηλαδή, ως νόσου, τα πράγματα είναι, τελείως, διαφορετικά. Εδώ, η μελαγχολία/κατάθλιψη δεν οφείλεται, στα εξωτερικά γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου. Τα γεγονότα αυτά, όταν υπάρχουν, προφανώς, ενισχύουν και εξελίσσουν την ίδια την νόσο και την πορεία της, αλλά δεν αποτελούν την αιτία της μελαγχολίας, ως παθολογικού φαινομένου. Αποτελούν αφορμή, για την εξέλιξη του φαινομένου αυτού, αλλά η ίδια η αιτία της νόσου βρίσκεται στον εσώτερο ψυχικό κόσμο, στον ίδιο τον ψυχισμό του ανθρώπου, που πάσχει, εκ γενετής, δηλαδή, εκ κατασκευής, από αυτήν την χαρακτηριζόμενη, ως ασθένεια και η οποία, όπως και να το κάνουμε, είναι εγγεγραμμένη, στο DNA του.

Αυτή η δυσμενής ψυχική κατάσταση συνοδεύεται, από έντονα στοιχεία μειονεξίας και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Ο, εγγενώς, καταθλιπτικός άνθρωπος ζει, μέσα σε ένα συνεχές πιεστικό συναίσθημα κατωτερότητας, το οποίο, τελικά, συνηθίζει και οδηγείται, συμβιβαζόμενος, με αυτή την ψυχική και συναισθηματική του κατάσταση, στο να πιστεύει ότι, έτσι είναι η ζωή. 

Πρέπει να σημειώσω, εδώ, οτι αυτή η πεποίθηση του, εγγενώς, καταθλιπτικού ανθρώπου είναι, μόνον μερικώς, ορθή, αλλά, κατά βάσιν, είναι εσφαλμένη και τούτο, διότι ναι, αυτή η ζωή, την οποία αντιλαμβάνεται και μέσα, στην οποία ζει, είναι η δική του ζωή. Ομιλεί, δηλαδή, αναφερόμενος, σε μια υπαρκτή κατάσταση. Δεν είναι, όμως, η ζωή όλων των ανθρώπων. 

Το πρόβλημα της εσφαλμένης αυτής διαπίστωσης βρίσκεται, στην γενίκευση, στην οποία προβαίνει ο καταθλιπτικός άνθρωπος, διότι, στην πραγματικότητα, η, εν λόγω, πεποίθηση δεν ισχύει, για όλους τους ανθρώπους. Ισχύει, για τον ίδιο και για μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, η οποία αφορά το 10% του γενικού πληθυσμού (ποσοστό, το οποίο, στους σύγχρονους καιρούς μας, αυξάνεται, με ταχύτητα και διακλαδώνεται και συμπλέκεται, με τις σχιζοσυναισθηματικές ψυχώσεις, αφού και η ίδια η εγγενής μελαγχολία είναι και αυτή, μια ψύχωση)· αυτούς που ονομάζουμε, εγγενώς, καταθλιπτικούς και οι οποίοι νοσούν, εκ φύσεως, εξαιτίας του γενετικού τους κώδικα, από την μελαγχολία.

Έτσι, η διαταραχή του ψυχοσυναισθηματικού κόσμου των, εγγενώς, καταθλιπτικών ανθρώπων εντοπίζεται, στα προβλήματα της μειονεξίας και της κατωτερότητας, σε σχέση, με τους άλλους ανθρώπους. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η αλήθεια είναι ότι αυτή η ψυχοσυναισθηματική διαταραχή παραμένει, στην συντριπτική της πλειοψηφία, στον χώρο αυτών, που αφορά και σχετίζεται και περιορίζεται, στο εμφανιζόμενο, ως ισχυρό, εγώ τους, το οποίο, στην πραγματικότητα είναι ένα εξασθενισμένο, ένα αδύναμο εγώ, όπως συμβαίνει, σε όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων, που πάσχουν, από ψυχωσική κατάθλιψη. 

Από εκεί και πέρα, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν έναν πολύ ρηχό λοιπό συναισθηματικό κόσμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται, από την αδυναμία τους να αγαπήσουν και κυρίως, να ερωτευτούν, αν και στην συντριπτική πλειοψηφία των πεπαιδευμένων και καλλιεργημένων ψυχωσικών καταθλιπτικών, οι άνθρωποι αυτοί είναι ερωτεύσιμοι και δημιουργούν, στους άλλους, δυνατούς, ταραχώδεις και βασανιστικούς έρωτες. 

Στην πραγματικότητα, οι όποιες αγάπες τους είναι περιορισμένες και πολύ περισσότερο, οι έρωτες τους, όταν εμφανίζονται, φευγαλέα, είναι εφήμεροι και ουσιαστικά, είναι ανύπαρκτοι, αφού αυτοί οι εφήμεροι “έρωτες” δεν είναι δοτικοί και μάλιστα, σχετίζονται, άμεσα και λειτουργούν, κυρίως, ως υποστηρικτικά βοηθήματα, στο κλονισμένο εγώ των καταθλιπτικών ψυχωσικών ανθρώπων και στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τα αισθήματα μειονεξίας και κατωτερότητας, τα οποία, δια βίου, αισθάνονται, μέσα από την αίσθηση της απόμακρης υπεροχής, που φροντίζουν να παρουσιάζουν, στους άλλους και η οποία “υπεροχή”, κυριολεκτικά, καταρρέει, όταν οι άνθρωποι και οι κοινωνίες, μέσα στις οποίες ζουν και κινούνται, τους απορρίπτουν (ορθώς, ή μη).

Σε αυτήν την χείριστη πραγματικότητα, σε αυτήν την πάρα πολύ κακή ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, είχε εμπλακεί, προφανώς χωρίς να το θέλει, ο Κώστας Καρυωτάκης. Ήταν το DNA του, το οποίο τον κατηύθυνε, στην καταθλιπτική ψυχωσική νόσο, η οποία, σταδιακά, εξελίχθηκε και ως κλασική περίπτωση κλινικής κατάθλιψης/μελαγχολίας και τον οδήγησε, στην αυτοκτονία. 

Ήταν μοιραίο να συμβεί αυτό; Ναι· εκείνη την εποχή ήταν μοιραίο να συμβεί αυτό. Αυτό, το οποίο δεν ήταν μοιραίο, ήταν ο χρόνος της αυτοκτονίας του, η οποία μπορούσε να συμβεί, είτε νωρίτερα, είτε πολύ αργότερα, από την 21η Ιουλίου 1928, οπότε και ο μελαγχολικός ποιητής και πεζογράφος αυτοκτόνησε, προφανώς και λόγω των πολιτικών διώξεων, που υπέστη, από τον, τότε, προϊστάμενό του υπουργό Μιχάλη Κύρκο - πατέρα του, μετέπειτα, κομμουνιστή Λεωνίδα Κύρκου -, ο οποίος τον κατηγορούσε, για μπολσεβικισμό, εξ αιτίας της έντονης και πρωτοποριακής συνδικαλιστικής δραστηριότητας του Κώστα Καρυωτάκη, στον χώρο των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και λόγω των πολύ πιθανών και προφανώς, υπαρκτών πιέσεων και εκβιασμών, που δέχτηκε, από την Ασφάλεια, λόγω της "απρεπούς" σεξουαλικής συμπεριφοράς του. (Πιθανόν, μάλιστα, είναι ότι τον κατηγόρησαν, ως μαστρωπό και χασικλή).

Στις ημέρες μας, εάν ζούσε ο Κώστας Καρυωτάκης, τα γεγονότα, πιθανότατα, θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Θα του εδίδετο η κατάλληλη ιατρική φροντίδα και η ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή και θα μπορούσε να ζήσει, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, χωρίς να αυτοκτονήσει. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν αδύνατον να αυτοκτονήσει, αλλά αυτό, που είναι σίγουρο, είναι ότι θα είχαν περιορισθεί, κατά πολύ, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο - ή, αν και όταν, θα αυτοκτονούσε, αυτό θα συνέβαινε, αργότερα· και μάλιστα, πολύ αργότερα, υπό την επήρεια, κατά πάσα πιθανότητα, του γήρατος, ή/και της πιθανότατης διακοπής της φαρμακοληψίας.

Αλλά η ιστορία των ανθρώπων δεν γράφεται με το εάν. Ως εκ τούτου, ο Κώστας Καρυωτάκης, ως πάσχων, εκ ψυχωσικής γενέσεως, μελαγχολίας, ήταν μοιραίο να οδηγηθεί, εκεί που οδηγήθηκε· στην αυτοκτονία.

Από την άλλη πλευρά, ο ερωτικός και σεξουαλικός βίος του Κώστα Καρυωτάκη είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο αυτής της κλινικής ψυχωσικής μελαγχολίας, για την οποία κάνω λόγο, στο παρόν κείμενο. Ο Καρυωτάκης είχε μια πολύ άστατη σεξουαλική ζωή - η οποία θυμίζει πάρα πολύ την περίπτωση του “Γιάννη Γεωργόπουλου”, που διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, στο διήγημά μου, με τίτλο «Τάνια», το οποίο, τμηματικά, δημοσιεύω, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ [δείτε, ιδιαίτερα, το δεύτερο τμήμα του, εν λόγω, διηγήματος : Τάνια. (Οι αυταπάτες του Γιάννη. Θραύσμα διηγήματος, Νο 2)]-, που την κατασπατάλησε, στον αγοραίο έρωτα, με διάφορες πόρνες, με αποτέλεσμα να πάθει σύφιλη, η οποία τον ταλαιπώρησε, από το 1922 και υπήρξε μια όχι ασήμαντη αφορμή της, περαιτέρω, εξέλιξης της πρωτογενούς και κυρίας ψυχικής νόσου, από την οποία έπασχε.

Όσον αφορά την ερωτική του ζωή, στην σφαίρα του συναισθήματος, αυτό που μπορούμε να διαπιστώσουμε, είναι ότι αυτό το κομμάτι της ζωής του Κώστα Καρυωτάκη υπήρξε πολύ πτωχό, έως, περίπου, ανύπαρκτο. Εδώ, αναφέρομαι, στον υποτιθέμενο παιδικό του έρωτα, με την Άννα Σκορδύλη, με την οποία, φυσικά, δεν προχώρησε, σε σεξουαλικές σχέσεις και ο οποίος υποτιθέμενος έρωτας έληξε άδοξα, όταν εκείνη παντρεύτηκε έναν άλλο άνδρα, με τον οποίο απέκτησε παιδιά, γεγονός, το οποίο καταρράκωσε τον Κώστα Καρυωτάκη, όσον αφορά το κομμάτι του υπερφίαλου και παρουσιαζόμενου, στο εξωτερικό του περιβάλλον, ως παραφουσκωμένου εγωισμού του, ο οποίος στηριζόταν, όπως έχουμε πει, σε ένα αδύναμο, σε ένα καχεκτικό εγώ. Ενός εγώ την χαμηλή ανθεκτικότητα του οποίου η εγκατάλειψη του Καρυωτάκη, από την Άννα Σκορδύλη, φανέρωσε, σε ολόκληρη την εσώτερη διάστασή του.

Ακόμη και ο πολυδιαφημισμένος, πλην όμως, βραχύβιος, έρωτάς του, το 1922, με την ομότεχνη και συνάδελφό του, στο Δημόσιο, Μαρία Πολυδούρη, δεν ξέφυγε, από αυτά τα όρια, που του έθετε η γενετική του προδιάθεση. Από όλα τα στοιχεία, που έχω μαζέψει και έχω μελετήσει, για τον υποτιθέμενο αυτόν έρωτα, έχω καταλήξει, στο συμπέρασμα ότι αυτός ο “έρωτας” του Κώστα Καρυωτάκη υπήρξε προσχηματικός, ή, για να είμαι σαφέστερος, δεν υπήρξε ποτέ, ως πραγματικός έρωτας. Ο Κώστας Καρυωτάκης δεν ήθελε, δεν άντεχε και δεν μπορούσε να δεχθεί και να εμπλακεί, σε τόσο στενές και αποκαλυπτικές συναισθηματικές σχέσεις και επαφές, οι οποίες τον αποδιοργάνωναν και έρχονταν, σε άμεση και ευθεία σύγκρουση, με τον ψυχισμό του, αρνούμενος και μη μπορώντας, σε τέτοιου είδους σχέσεις, να δεθεί, τόσο στενά, με τις ερωμένες του, ούτως ώστε να μην είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί, να υποβληθεί και να δεθεί, ή να παραχωρήσει, σε αυτές (αλλά και σε άλλους), στενά προσωπικά δικαιώματα και να επιβάλει, στον εαυτό του, τις αντίστοιχες υποχρεώσεις, που απορρέουν, από αυτού του είδους τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Κάτι τέτοιο φάνταζε, στο μυαλό του και ήταν, πραγματικά, για τον ίδιο, απλώς, αδύνατο να συμβεί. Και φυσικά, ουδέποτε συνέβη. 

Δεν είναι ότι δεν προσπάθησε, ή ότι δεν θέλησε ο Κώστας Καρυωτάκης να ερωτευθεί την Μαρία Πολυδούρη. Και το θέλησε και το προσπάθησε, αλλά απέτυχε, διότι, απλούστατα, εκ φύσεως, εκ κατασκευής, δεν μπορούσε να ερωτευθεί. Ήταν, πέραν των δυνάμεων του, όσες προσπάθειες και αν κατέβαλε. 

Αυτό, που συνέβη, είναι το γεγονός ότι, μέσα από την προσπάθεια, για την συναισθηματική ερωτική σύνδεσή του, με το άλλο φύλο, έτσι όπως εκφράστηκε και στην περίπτωση της Άννας Σκορδύλη, αλλά και στην περίπτωση της Μαρίας Πολυδούρη, ο μελαγχολικός ποιητής, ουσιαστικά και στην πραγματικότητα, επιθυμούσε, μέσα, από την ερωτική προσέλκυση και την κατάκτηση των γυναικών αυτών, να αυτοεπιβεβαιωθεί, να τονώσει το αδύναμο εγώ του και να κυριαρχήσει, επί αυτών, προκειμένου να καταπολεμήσει τα έντονα και διαρκή συναισθήματα προσωπικής μειονεξίας και να επιδείξει την πνευματική του υπεροχή και την ηχηρή επιβλητικότητα της (εσωτερικά, εύθραυστης και ασταθούς) προσωπικότητάς του.

Αλλά και όταν κατακτούσε τις γυναίκες αυτές, το εσωτερικό συναισθηματικό του πρόβλημα, δηλαδή η εγγενής κατάθλιψη, με συνοδό στοιχείο την αδυναμία του να ερωτευθεί, τον οδηγούσε, στην απαξίωση των ερωτικών του συντρόφων, τις οποίες έπαυε να θεωρεί, ως ερωτεύσιμες και απομακρυνόταν, από αυτές, ίσως και περιφρονώντας τες, ζώντας, πραγματικά, μέσα σε έναν φαύλο συναισθηματικό και υπαρξιακό κύκλο, με δεδομένο το γεγονός ότι δεν προχωρούσε, σε σεξουαλικές επαφές, μαζί τους· γεγονός το οποίο συνέβη, με την διαθέσιμη και δοτική, απέναντί του, Μαρία Πολυδούρη, παρά τις δικές της παρακλήσεις να επισημοποιήσουν την ερωτική σχέση τους και ενώ η ίδια είχε πληροφορηθεί, από τον Καρυωτάκη, ότι ηταν συφιλιδικός.

Αυτή η προσωπική συμπεριφορά του Κώστα Καρυωτάκη, σε όλες τις εκφάνσεις και σε όλες τις παραλλαγές της, ήταν, προφανώς, όχι μόνον προβληματική, αλλά και ουσιαστικά, άρρωστη. 

Λίγη σημασία έχει εάν ο ίδιος ο Καρυωτάκης αντιλαμβανόταν το πρόβλημα ή όχι. Προφανώς, μπορούσε, σε έναν βαθμό, να το αντιληφθεί, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε το μέγεθος της αντιληπτικής του ικανότητας και το εάν αυτή υπήρξε πλήρης και διαυγής, εξαιρουμένης της περιόδου του τέλους του βίου του, οπότε, με την αυτοκτονία του, έχουμε και γραπτώς, αποτυπωμένη την προσωπική μαρτυρία του. Έτσι, ο μελαγχολικός ποιητής ήταν αυτό, που ήταν και δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο, πέρα, από αυτό. 

Καταλήγοντας, πρέπει να αναφέρω ότι το παρόν κείμενο δεν έχει σκοπό να μειώσει, ή να θίξει τον Κώστα Καρυωτάκη και το, ανεκτίμητης αξίας, συγγραφικό έργο του. Κάθε τι άλλο, εκτός από μια τέτοια πρόθεση υποτίμησης υφίσταται. Το κείμενο αποπειράται και προσπαθεί να εξερευνήσει και να περιγράψει τον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο, την ψυχοσύνθεση του μεγάλου νεοέλληνα ποιητή (ο οποίος, κατά την γνώμη μου, είναι ο μεγαλύτερος όλων, φθάνοντας, στο επίπεδο του Διονύσιου Σολωμού, ο οποίος και αυτός, υπήρξε ένας διαταραγμένος, ψυχοσυναισθηματικά, ποιητής, αλλά και στο επίπεδο του Κωνσταντίνου Καβάφη, που είχε και αυτός, έναν ιδιαίτερο ψυχισμό και τις δικές του λοιπές ιδιαιτερότητες) και τις εκδηλώσεις αυτών των καταστάσεων, στην προσωπικότητά του, στην εξωτερική συμπεριφορά του και στην ίδια του την ζωή. Μια ζωή, την οποία ο ίδιος απαξίωσε, πλήρως, οδηγούμενος, στην αυτοκτονία, όπως συνέβαινε, με κάθε ψυχωσικό καταθλιπτικό άνθρωπο, εκείνη την εποχή, αλλά, πολλές φορές, συμβαίνει και σήμερα, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν ο μελαγχολικός άνθρωπος, που συνοδεύεται, από ψυχωσική συνδρομή, στερείται της κατάλληλης ιατρικής φροντίδας και της απαιτούμενης φαρμακευτικής θεραπευτικής αγωγής.

Πολλοί αναγνώστες του παρόντος δοκιμίου οι οποίοι έχουν ιδιαίτερες ευαισθησίες είναι, σφοδρότατα, πιθανό να χαρακτηρίσουν όσα γράφω, ως σκληρά, για τον ποιητή, στον οποίο αποδίδουν ψυχικές και συναισθηματικές ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες, τις οποίες φαίνεται ότι δεν τις λαμβάνω, υπόψιν μου, ή, ακόμη χειρότερα, ότι δεν τις θεωρώ υπαρκτές.

Εννοείται, βέβαια, ότι τα πράγματα και τα δεδομένα, στην περίπτωση Καρυωτάκη, είναι περισσότερο σύνθετα, από όσο φαίνονται και περισσότερο απλά, από ό,τι πολλοί νομίζουν. 

Αυτός ο αντιφατικός συνδυασμός των δύο, εν λόγω, αντίθετων καταστάσεων, δηλαδή της συνθετότητας και της απλότητας της περιπτώσεως του Κώστα Καρυωτάκη, μπορεί να γίνει κατανοητός, εάν και όταν γίνει αντιληπτό, από το αναγνωστικό κοινό, ότι, ενώ, από την μια πλευρά, ο συναισθηματικός του κόσμος ήταν ρηχός, από την άλλη πλευρά, ο πνευματικός του κόσμος αποδείχτηκε πλούσιος. 

Χωρίς, βέβαια, ο συναισθηματικός κόσμος του Κώστα Καρυωτάκη να είναι μια ευθεία γραμμή, άνευ αυξομειώσεων και ενδιαφέροντος, η λυπηρή, αλλά και πραγματιστική/ρεαλιστική διάσταση αυτού του συναισθηματικού κόσμου διακρίνεται, από την ρηχότητά του, αφού ήταν μη ικανός να αγαπήσει, σε βάθος, πλην, ίσως, κάποιων, κατ’ εξαίρεση, περιπτώσεων, οι οποίες, όμως, έμειναν μακριά, από το φως της δημοσιότητας και δεν κατέστησαν φανερές, κατά την διάρκεια του βίου του ποιητή.

Η ερωτική/συναισθηματική σχέση του Κώστα Καρυωτάκη, με την Μαρία Πολυδούρη, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση της συναισθηματικής ρηχότητας, έως αναισθησίας, του λυρικού ποιητή και πεζογράφου. 

Κατ’ αρχήν, αυτή η ερωτική σχέση ήταν βραχύβια και μπορεί, άνετα, να προσδιορισθεί, ως εφήμερη, τουλάχιστον, εκ μέρους του ίδιου του Καρυωτάκη, ο οποίος, κυριολεκτικά, την ξέχασε και σπανίως (ή και καθόλου), αναφέρεται, σε αυτήν, μετά τον χωρισμό τους, ο οποίος επήλθε, ύστερα από την επιμονή του Κώστα Καρυωτάκη και στηριζόταν, στο σοβαρότατο, για εκείνη την εποχή, επιχείρημα της σύφιλης, από την οποία διαπίστωσε ότι έπασχε ο ίδιος, κατά την διάρκεια της σύντομης ερωτικής του σύνδεσης, με την Μαρία Πολυδούρη.

Όπως προανέφερα, το επιχείρημα της ασθένειας, από την σύφιλη, ήταν σοβαρό. Και φυσικά δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όμως, λύσεις υπήρχαν, για να συνεχιστεί η σχέση των δύο εραστών, αφού ίδια η Μαρία Πολυδούρη ήταν διατεθειμένη και του πρότεινε, επανειλημμένως, να παντρευθούν και να μοιραστεί και η ίδια, ως οιονεί νοσοκόμα, αυτό το πρόβλημα υγείας μαζί του, σε ολόκληρο τον μελλοντικό κοινό βίο τους.

Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε, επίμονα, αυτές τις προτάσεις της Πολυδούρη, ανάμεσα, στα άλλα, επειδή η ασθένεια της σύφιλης ήταν, όντως, σοβαρή και ως ευγενής άνθρωπος, δεν επιθυμούσε να διακυνδινεύσει την υγεία της ερωμένης του. Επειδή, όμως και σε αυτό το πρόβλημα, υπήρχε η λύση του γάμου και της, δια βίου, συμβίωσης, που του πρότεινε η Πολυδούρη, οι αιτίες της επίμονης άρνησης του Καρυωτάκη να αποδεχτεί τις προτάσεις της ερωμένης του, παραπέμπουν και οφείλονται, σε άλλους λόγους, οι οποίοι έχουν να κάνουν, με την ιδιοσυγκρασία, τον ψυχικό και τον συναισθηματικό κόσμο του ποιητή. 

Με δεδομένη και την ρηχότητα του συναισθηματικού του κόσμου και την ψυχωσική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ο ψυχικός του κόσμος, ήταν πολύ φυσικό να επικρατήσουν, στον Κώστα Καρυωτάκη, τα συναισθήματά της μειονεξίας και της χαμηλής αυτοεκτίμησης, τα οποία, πάντοτε, τον διακατείχαν. 

Έτσι, ως άρρωστος, από μία χρονία νόσο, η οποία, εκείνη την εποχή, δεν είχε οριστική θεραπεία και δεν συνοδευόταν και δεν συνδεόταν, με την ίαση, υπήρξε πολύ φυσικό να περιχαρακωθεί, στον εαυτό του και να αγνοήσει τις επιθυμίες της ερωτικής του συντρόφου, οι οποίες διεύρυναν την προσωπική του αίσθηση μειονεξίας και ανέτρεπαν το αίσθημα υπεροχής, που είχε απέναντί της, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι εκείνη τον είχε ερωτευθεί και εκείνος την είχε κατακτήσει. 

Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, ξαναφάνηκε ο φαύλος συναισθηματικός και ψυχικός κόσμος του Κώστα Καρυωτάκη. Ο άνθρωπος αυτός, που δυσκολευόταν πολύ να αγαπήσει, δεν μπορούσε να ερωτευθεί. Και φυσικά, δεν μπορούσε να βρεθεί, σε μειονεκτική θέση, απέναντι, στην γυναίκα, που τον αγάπησε και τον ερωτεύτηκε, με βαθύτατο τρόπο, όπως αποδεικνύουν τα, μετά την σχέση της, με τον ποιητή, κείμενα που άφησε πίσω της, μέχρι τον δικό της πρόωρο θάνατο, το 1930, σε ηλικία, μόλις 28 ετών και μερικών ημερών, εξαιτίας της φυματίωσης, από την οποία αρρώστησε και που την οδήγησε, ουσιαστικά, στην δική της αυτοκτονία, με την χρήση ενέσεων μορφίνης, τις οποίες χρησιμοποίησε, περνώντας τες, μέσα, στο θεραπευτήριο, στο οποίο βρισκόταν και στο οποίο κατέληξε, αφήνοντας την τελευταία της πνοή. Από την δική του πλευρά, μάλιστα, ο Κώστας Καρυωτάκης δεν άφησε κανένα σχετικό γραπτό μνημείο, μετά από την σύντομη ερωτική σχέση του, με την δυστυχή κοπέλα, στην οποία η τύχη της έφερε ένα, εντελώς, πρόωρο και τραγικό τέλος.

Όμως, πρέπει να ομολογήσω ότι, χωρίς αυτόν τον νοσηρό ψυχικό κόσμο, την διαταραγμένη ψυχοσύνθεσή του, σε συνδυασμό με τον, απαθή, στρεβλωμένο και εν τοις πράγμασι, κακό και άρρωστο συναισθηματικό του κόσμο, που διαταρασσόταν, από το ασταθές και κλονισμένο εγώ του και τα αισθήματα μειονεξίας και κατώτερότητας, που πήγαζαν, από τον εσώτερο ψυχικό του κόσμο και τον οδηγούσαν, στο να κλείνεται, ως εσωστρεφής, που ήταν, στον εαυτό του, να καθίσταται απόμακρος και σε απόσταση, από τους γύρω του και από τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, ο Κώστας Καρυωτάκης δεν θα μπορούσε, ποτέ, να γίνει αυτό, που έγινε. 

Δεν θα μπορούσε να είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας λυρικός ποιητής και πεζογράφος, στο επίπεδο του οποίου δεν έχει φτάσει, μέχρι τώρα, ουδείς μεταγενέστερός του, σε όλα τα είδη της ποίησης και του πεζού λόγου. Και αυτό δεν πρέπει να κρύβεται. Πρέπει να ομολογείται, διότι αυτή είναι η αλήθεια, που αφορά τον ίδιο και το έργο του. Χωρίς αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητάς του, ο Κώστας Καρυωτάκης δεν θα γινόταν αυτό που ήταν και αυτό που παραμένει, έναν, σχεδόν, αιώνα, μετά τον θάνατό του, να είναι. 

Και φυσικά, η τυχούσα απουσία του, από την ελληνική γραμματεία, θα ήταν δεδομένη και αναντικατάστατη. Γι’ αυτό και μόνον, τον λόγο, του αξίζει η τιμή, που του πρέπει. Και να του αποδίδεται.

(Πολλοί, ίσως, αναρωτηθούν, γιατί αποφάσισα να γράψω, για τον Κώστα Καρυωτάκη και ιδιαίτερα, γιατί, τώρα. Δεν είναι δύσκολο να απαντήσω. Όπως ανέφερα και στην αρχή του κειμένου αυτού, ο Καρυωτάκης, πάντοτε, με απασχολούσε. Ήταν η λυρική του ποίηση; Ήταν η αυτοκτονία του; Μάλλον, ήταν και είναι ο συνδυασμός αυτών των δύο πραγμάτων, που με οδήγησε, στην συγγραφή του παρόντος πονήματος. Αλλά υπάρχει και άλλος λόγος, για την συγγραφή αυτού, εδώ, του δοκιμιακού μορφώματος, ο οποίος έχει να κάνει, με το γεγονός ότι φέτος, το 2022, συμπληρώνονται 100 χρόνια, από το ειδύλλιο του Κώστα Καρυωτάκη, με την Μαρία Πολυδούρη, γεγονός το οποίο θεωρώ, εξαιρετικά, σημαντικό, όχι τόσο, για τον ίδιο τον ποιητή, αλλά, για την Μαρία Πολυδούρη, η οποία τον αγάπησε, πιστά και ουδέποτε τον ξέχασε, μέχρι το τέλος της ζωής της. Και η αλήθεια είναι ότι η δοτικότητα αυτής της γυναίκας υπήρξε και είναι, για μένα, πάντοτε, συγκινητική).

Η τελευταία επιστολή, που άφησε στην τσέπη του, ενώ αυτοκτονούσε, είναι χαρακτηριστική της ψυχοσύνθεσης του Κώστα Καρυωτάκη και της πρωτογενούς νόσου, από την οποία έπασχε και την οποία, ουσιαστικά, περιγράφει, στην επιστολή αυτή. 

Ας δούμε την, εν λόγω, επιστολή, προκειμένου να βγάλει ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα, τα οποία, κατά την γνώμη μου, είναι ολοφάνερα:

«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.  

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος. 

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας» 

Κ.Γ.Κ. 

« [Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου». 

 Κ.Γ.Κ.

Σχόλια

Ο χρήστης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ είπε…
Τουλάχιστον ο Καρυωτάκης δε δυσχέραινε με τη βιολογική παρουσία του τις κοινωνικές λειτουργίες, οι εσωτερικές του τρικυμίες βασάνιζαν αποκλειστικά κυρίως τον ίδιο, το ακριβώς αντίθετο από ότι γίνεται σήμερα με τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, πράγμα που συνέβαινε και τότε μιας και αναφέρθηκε ο Μιχάλης Κύρκος - του οποίου ο γιος έγινε και κομμουνιστής ένα φεγγάρι μιας και το νεοελληνικό σύστημα είναι τόσο αρπακτικό και κοντόφθαλμο που μέχρι και κομμουνιστές δημιουργήθηκαν σε έναν τόπο που δεν τον είχε ανάγκη τον κομμουνισμό, τον είχε βίωμά του-. Φυσικά και δεν του αποδίδονται οι τιμές που του πρέπουν ούτε και προβάλλεται το μεγαλείο του ποιητή και πεζογράφου Καρυωτάκη.
Ο χρήστης TassosAnastassopoulos είπε…
Έτσι, είναι τα πράγματα Γιώργο. Και τότε, ήσαν χειρότερα. Χείριστα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παρουσιάζοντας, τμηματικά, το περιεχόμενο του σχεδιάσματος της μήνυσης, για τις παρανομίες, σχετικά, με την “ληστεία” των, υπερβαλλόντως, των ασφαλιστικών κατηγοριών ποσών, που κατέβαλαν οι “νέοι ασφαλισμένοι” και οι ασφαλισμένοι των λεγόμενων “νέων περιοχών” βενζινοπώλες και τις παράνομες επικουρικές συντάξεις των πρατηριούχων υγρών καυσίμων του e-ΕΦΚΑ, λόγω μη συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (1).

Άρθρο 16 Συντάγματος : Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαγορεύονται, χωρίς περιστροφές και “δια ροπάλου”, ενώ το άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι άσχετο, με το θέμα. Μνήμες δικτατορίας του 1973, αστυνομοκρατία και συνταγματική εκτροπή και ανωμαλία φέρνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που κάνει τεράστια μαλακία, καταργώντας, κάθε, έστω και τυπική, έννοια της εθνικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και τα δικαστήρια - παρά τις μπουρδολογίες του Βαγγέλη Βενιζέλου - οφείλουν να κρίνουν τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, όταν ψηφιστεί, ως αντισυνταγματικές.

2/2024 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο : Κατεξευτελιστικό ψήφισμα καταδίκης του αυταρχικού καθεστώτος φυλαρχίας κράτους της υποσαχάριας Αφρικής του - κατά τους αφελείς χριστιανούς, εκφραστή των “Γωγ και Μαγώγ” - και κατά τον ορθό λόγο, δυνάμενου να αποκληθεί και ως «disordered» Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει αποθρασυνθεί και “έγινε ρόμπα”, για την ανυπαρξία κράτους δικαίου, την αστυνομοκρατία, την ανελευθερία των ΜΜΕ, την κατασκοπεία με το σύστημα “Predator”, τον έλεγχο της ΕΥΠ, από τον ίδιο και την ανισορροπία της κατανομής των εξουσιών, με τον κυβερνητικό έλεγχο, στο δικαστικό σύστημα. (Καιρός ήταν. Άργησε. Πολύ άργησε)…