Ο βλάχος και τα σπακιστηρόνια, απ' την στάνη, στα σαλόνια.
Βάζει ο βλάχος το βρακί του
και το φέσι το μακρύ του,
στο μαντρί του, πάει το βράδυ,
μέσα στο βαθύ σκοτάδι.
Πήγε ο βλάχος να αρμέξει,
το τυρί του να μαζέψει,
μ’ απ’τα λόγια τα μεγάλα
του εχύθηκε το γάλα.
Μαχλέπα τυροκαυτερέ,
βλαχέμπουρά μου κουτεντέ,
την δουλειά σου δεν την ξέρεις
και για τούτο, υποφέρεις.
Το πόστο σου θες να τ’ αλλάξεις
και για πάντα, να αράξεις,
βρήκες και κάτι κορόιδα,
θα τα κάνετ’ όλοι ρόιδα.
Βλάχοι και σπακιστηρόνια,
τα αφήσαν τα αλώνια,
επλακώσαν στα σαλόνια,
μα δεν δέσαν τα κορδόνια.
Έτσι λυμένα τα πατήσαν
και το χώμα όλοι φιλήσαν.
Την αλήθεια δεν θελήσαν,
τα μυαλά τους χαραμίσαν.
Με ετούτα και με τ’ άλλα,
τα μικρά και τα μεγάλα
βλάχε μου προσποιητέ
θα σας πάρουν, στον μεζέ.
Ως εκ τούτου, συμμαζέψου
τις απειλές σου, πάλι, σκέψου,
δέσε, τώρα, τα κορδόνια
κι άσε τα σπακιστηρόνια.
Όσο αυτά να μην το θέλουν
σαν λιγούρια, πάντα, μένουν,
να βοηθήσουν δεν μπορούν
και στον πάτο, θα βρεθούν.
Τώρα, όμως, θα σ’ αφήσω
και για άλλα, θα κινήσω.
Την επόμενη φορά
θα τα πούμε εμείς, ξανά.
θα τα πούμε εμείς, ξανά.
*
*(Τα πρόσωπα και όσα αναφέρονται, στο στιχούργημα, είναι φανταστικά και ουδεμία σχέση έχουν, με την πραγματικότητα).
Σχόλια