Συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνει σε μια χώρα, που τελεί υπό χρεωδουλεία. Και αν γίνει, θα γίνει προκειμένου να νομιμοποιηθεί το κατοχικό καθεστώς της "νομιζόμενης δημοκρατίας", που επέβαλαν οι ξένοι δανειστές και ο μνημονιακός πολιτικός κόσμος.
Μέσα στα πλαίσια του μακρόσυρτου - όπως φαίνεται - προεκλογικού αγώνα, που έχει ξεκινήσει και ο οποίος θα τελειώσει, στα μέσα της ερχόμενης άνοιξης, ή του ερχόμενου φθινοπώρου, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έφερε, στο προσκήνιο και το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία θα ξεκινήσει, τώρα, από την παρούσα βουλή και θα ολοκληρωθεί, στην επόμενη βουλή, εάν η διαδικασία κυλίσει ομαλά και δεν διακοπεί και εάν η επόμενη βουλή είναι λειτουργική. Εάν δηλαδή, μπορέσει να δώσει κυβέρνηση και δεν διαλυθεί, πρόωρα.
Η εμπλοκή της συνταγματικής αναθεώρησης, στην προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς, εντάσσεται και εξυπηρετεί τις ανάγκες αυτής της εκστρατείας και αποσκοπεί, στην τόνωση του αριστερού προφίλ του κόμματος, το οποίο έχει τρωθεί, εξ αιτίας της μνημονιακής μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ και της πιστής εφαρμογής των εντολών των ξένων δανειστών και κατά την διάρκεια της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου, που υπέγραψαν και ψήφισαν οι συριζαίοι το καλοκαίρι του 2015, αλλά και τώρα, με την υπογραφή του 4ου Μνημονίου - του Μνημονίου, για το οποίο οι συντάκτες του ντρέπονται να πουν το όνομά του και γι' αυτό το ονοματίζουν, ως "Πρόγραμμα Μεταμνημονιακής Παρακολούθησης".
Έτσι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι οι αναθεωρητέες συνταγματικές διατάξεις, που αυτή εισάγει, προς συζήτηση και ψήφιση, στην βουλή και οι οποίες, π.χ. αφορούν την καθιέρωση της απλής αναλογικής (που, όμως, δεν είναι, ακριβώς, απλή αναλογική), τις σχέσεις του κράτους, με την εκκλησία (οι οποίες, κάθε άλλο, παρά ουσιαστικές είναι, αφού δεν προχωρούν, στον χωρισμό των δύο αυτών οντοτήτων), ή την εισαγωγή του θεσμού των λαϊκών δημοψηφισμάτων (όχι, όμως, για δημοσιονομικά ζητήματα, ενώ, παράλληλα, είναι δεδομένο ότι προκαλείται μεγάλη θυμηδία, από το γεγονός ότι είναι αυτή η ίδια, που έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5/7/2015, που αυτή προκάλεσε), ή την κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος (την ίδια στιγμή, που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είναι εκείνη, που εκχώρησε την εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας, για 99 χρόνια), θα την βοηθήσουν να ανατάξει τις τεράστιες καταστροφές, που υπέστη η - υποτιθέμενη ως - άφθαρτη αριστεροσύνη της και ότι θα προσελκύσει, στις κάλπες της, το, βαθύτατα, δυσαρεστημένο, από τα κυβερνητικά έργα και τις ημέρες της, αριστερό - αλλά και το λεγόμενο κεντροαριστερό - ακροατήριο, που μπόρεσε να κατακτήσει και να συσπειρώσει, περισσότερο, στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών της 25/1/2015 και λιγότερο, στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών της 20/9/2015.
Αυτή είναι η πρώτη προσμονή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, από την διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, που λέει ότι θέλει να ξεκινήσει. Δεν είναι, όμως, η μόνη. Πέρα από την όποια ψηφοθηρία, η οποία, κατά την γνώμη μου, θα είναι πενιχρή, στα όρια της αμελητέας, η τσιπροπαρέα επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό του ευρύτερου κοινού, μέσα από μια ανούσια δημόσια συζήτηση, η οποία θα αφορά ένα άσχετο, με τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, θέμα. Και φυσικά, επιδιώκει αυτή την ανούσια συζήτηση, προκειμένου να αποφύγει την ουσιώδη. Ή, έστω, να καταφέρει να περιορίσει τον χρόνο, που θα διατεθεί, για την διεξαγωγή της συζήτησης, περί των ουσιωδών προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η κοινωνία και το εκλογικό σώμα, όσο το δυνατόν πιο πολύ μπορεί.
Ούτε και αυτή η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι επιτυχής. Ο αποπροσανατολισμός του εκλογικού σώματος, τον οποίο επιχειρεί, δεν θα βρει ανταπόκριση, επειδή, απλούστατα, η μεγίστη πλειοψηφία των πολιτών δεν ενδιαφέρεται, για το θέμα αυτό. Όλοι γνωρίζουν ότι, για τα σημερινά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, για την χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας και για το καθεστώς της χρεωδουλείας, που έχει εγκαθιδρυθεί, από την, σχεδόν, εννεάχρονη μνημονιακή διακυβέρνηση δεν φταίει το Σύνταγμα και οι διατάξεις του, παρά τις, ομολογουμένως, μεγάλες αδυναμίες, που έχει.
Δεν είναι η τήρηση του Συντάγματος, υπεύθυνη για την μακρόχρονη κρίση, στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία. Κάθε άλλο. Υπεύθυνη για την σύγχρονη ελληνική οικονομική και κοινωνική κρίση είναι η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και όχι η τήρησή του. Και αυτή η διαρκής και παρατεινόμενη παραβίαση του Συντάγματος δεν προέκυψε, εκ του ουρανού, ούτε επειδή η χώρα έχασε κάποιον πόλεμο, η επειδή υποχρεώθηκε, ενώπιον των υπέρτερων ένοπλων δυνάμεων κάποιας ξένης εχθρικής δύναμης, να υποκύψει.
Η διηνεκής παραβίαση του Συντάγματος είναι αποτέλεσμα των αποφάσεων του μνημονιακού πολιτικού κόσμου της χώρας, είτε αναφερόμαστε, στους παλαιομνημονιακούς, κυρίως, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, είτε στους νεομνημονιακούς του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Αυτός ο πολιτικός κόσμος αποφάσισε να παραβιάσει το Σύνταγμα και να παραδώσει την ελληνική κοινωνία βορά, στους ξένους δανειστές.
Αυτός ο ίδιος πολιτικός κόσμος, που παρέδωσε την χώρα, καθιστώντας την έρμαιο, στις διαθέσεις των ξένων δανειστών και αλλοιώνοντας το πολίτευμά της, από το κλασικό περιεχόμενό του, αυτό της αστικής δημοκρατίας, στο σύγχρονο καθεστώς της νεοαποικιακής χρεωδουλείας, επιχειρεί, με τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν έχει καμμία ευθύνη, για τα σημερινά χάλια της κατεχόμενης χώρας μας, προσπαθώντας να πείσει τον πληθυσμό ότι ο ίδιος ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, που έφερε και συντηρεί την μνημονιακή Κατοχή, δεν είναι υπεύθυνος, για την παρούσα κατάσταση, την οποία - υποτίθεται ότι - θέλει να μεταρρυθμίσει.
Όμως, συνταγματική αναθεώρηση, μέσα σε ένα καθεστώς χρεωδουλείας, δεν μπορεί να γίνει και να είναι αποτέλεσμα της έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, με την αστική έννοια του όρου. Και αν γίνει, θα γίνει προκειμένου να νομιμοποιηθεί αυτό το κατοχικό καθεστώς. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Με δεδομένη αυτή την διαπίστωση, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα, όσον αφορά τις αναθεωρητέες διατάξεις, που προτείνονται απο τον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Δημοκρατία. Δεν θα μείνω στο περιεχόμενο των προτάσεών τους, ως προς το ποιά άρθρα επιθυμούν οι ηγετικές ομάδες των δύο κομμάτων να αναθεωρηθούν, ούτε και με την κατεύθυνση των κειμένων των διατάξεων, που προτείνονται να αναθεωρηθούν. Αυτά μπορεί ο καθένας να τα βρει και να τα αξιολογήσει.
Η ουσία βρίσκεται αλλού και αυτό είναι που καθιστά τα πράγματα επικίνδυνα. Και η ουσία είναι ότι, πέρα από όσα, τώρα, στην παρούσα κοινοβουλευτική σύνοδο, λεχθούν και όσα ψηφισθούν, στην πραγματικότητα, είναι η επόμενη βουλή αυτή, που θα προσδιορίσει, στην τελική τους μορφή και στο τελικό τους περιεχόμενο, τα κείμενα των άρθρων, που η παρούσα βουλή θα αποφασίσει ότι πρέπει να αναθεωρηθούν.
Ως εκ τούτου, με δεδομένο το ότι τα κείμενα των άρθρων, που θα προτείνει, προς αναθεώρηση, η παρούσα βουλή, δεν είναι δεσμευτικά, για την επόμενη, αυτό, που, στο τέλος, μπορεί να προκύψει (υπό την πίεση του ξένου παράγοντα - των ξένων δανειστών, της ευρωγραφειοκρατίας και των κυβερνήσεων του Βερολίνου και του Παρισιού -, ο οποίος δεν πρόκειται να αφήσει την ευκαρία της συνταγματικής αναθεώρησης, χωρίς να την εκμεταλλευθεί) είναι μια καθόλου ευχάριστη "έκπληξη", η οποία θα σχετίζεται, με το, εν τοις πράγμασι, καθεστώς της νομιζόμενης δημοκρατίας, που επικρατεί, στην χώρα και το οποίο καλύπτει, ως φύλλο συκής, το πραγματικό καθεστώς της κατοχικής χρεωδουλείας, το οποίο έχει επιβληθεί, από την εποχή του 1ου Μνημονίου, που συνήψε η κυβέρνηση του ΓΑΠ, με τους ξένους δανειστές.
Έτσι, λοιπόν, χωρίς πολλά λόγια, η επόμενη βουλή, η οποία δεν δεσμεύεται, από το περιεχόμενο των κειμένων των άρθρων, που, τελικά, θα επιλεγούν, από την παρούσα βουλή, να αναθεωρηθούν, μπορεί να νομιμοποιήσει το καθεστώς της κατοχικής χρεωδουλείας, που έχει επιβληθεί, στην χώρα, αλλάζοντας τα κείμενα των άρθρων αυτών, έτσι όπως θα επιθυμεί η ηγεσία της επόμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (και ο ξένος παράγοντας, βεβαίως-βεβαίως).
Αυτή θα είναι η χειρότερη δυνατή "υπηρεσία", που θα έχει να προσφέρει ο μνημονιακός πολιτικός κόσμος, στον ελληνικό πληθυσμό, η οποία, όμως, θα είναι και η καλύτερη δυνατή υπηρεσία, που θα προσφέρει, στον εαυτό του και στις πράξεις του.
Εννοείται ότι αυτή η επικίνδυνη αθλιότητα, η οποία, προφανέστατα, συζητείται, στο παρασκήνιο, πρέπει να αποτραπεί. Και μπορεί να αποτραπεί. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγαλύτερη προσφορά της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου, στην "ευρωπαϊστική" ελίτ του τόπου μας και στους ξένους δανειστές, είναι το γεγονός ότι διέσπειραν την απογοήτευση, στις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος να έχει οδηγηθεί, στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ότι, δηλαδή, η παρούσα κατάσταση ήταν και είναι αναπόφευκτη και ότι δεν έχει νόημα κάθε αντίσταση.
Δυστυχώς, αυτή είναι η πεποίθηση, που κυριαρχεί. Αυτή η πεποίθηση είναι εσφαλμένη. Τα πράγματα μπορούσαν και μπορούν να είναι διαφορετικά. Αλλά το να το λέω αυτό εγώ, ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν είναι αρκετό. Πρέπει αυτή την πεποίθηση να την επαναποκτήσει η ελληνική κοινωνία, στην πλειοψηφία της. Και για να την επαναποκτήσει, πρέπει να αποκτήση και πάλι την αυτοπεποίθησή της, την οποία τσάκισαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζύ με τον Πάνο Καμμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Και αυτό δεν είναι εύκολο. Βέβαια, δεν είναι αδύνατο, αλλά οι παρούσες ισορροπίες, στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική σκηνή του τόπου, με τον κατακερματισμό του αντιμνημονιακού χώρου, ο οποίος, εξ αιτίας αυτής της κατάστασης των αφασικών γκρουπούσκουλων, στην οποία έχει, με ευθύνη όλων, περιπέσει, δεν έχει την δυνατότητα να πείσει, για την σοβαρότητα του λόγου του και του όποιου πολιτικού του προγράμματος, κάποια μικρά, έστω, στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, για αυτή την κατάσταση είναι πελώρια. Γι' αυτό και δημοσκοπικά, έχει κολλήσει, στο 17%, το οποίο, τώρα είναι το μέγιστο ποσοστό του (το οποίο, βέβαια, είναι πολύ) και το οποίο έχει προοπτικές να πέσει πολύ πιο κάτω, εάν βρεθούν οι κατάλληλοι ανταγωνιστές του, στον χώρο της ελληνικής αριστεράς (που, τώρα, δεν υφίστανται). Όμως, αυτός έκανε την δουλειά του, με αποτέλεσμα η μεγίστη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας να απογοητευθεί και να πειστεί ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι το, ριζικά, διαφορετικό, από αυτό που γίνεται.
Όποιος καεί στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.
Δυστυχώς...
Σχόλια