Εθνικό κράτος vs παγκοσμιοποίηση : Ο Δονάλδος Τραμπ και η δυναμική επαναφορά του εμπορικού προστατευτισμού, ως βασικού εργαλείου, για την ανάταξη της παγκόσμιας αμερικανικής κυριαρχίας. (Μια, εκ των υστέρων δικαίωση του Κορνήλιου Καστοριάδη και του John Kenneth Galbraith, για τον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό και την τεχνοδομή).
Ενώ οι εγχώριοι "λεβέντες" πρόκειται να αποδράσουν, όχι πολύ αργά, από σήμερα (ο Πάνος Καμμένος είναι έτοιμος να βγει από την κυβέρνηση, με αφορμή το Μακεδονικό, εάν και όταν κλείσει η σχετική συμφωνία, με την ηγεσία της FYROM), όχι επειδή αυτό είναι που επιθυμούν, αλλά εξ αιτίας των πρακτικών επιπλοκών, που δημιουργούνται, στην ανατολική Μεσόγειο, από τις πολλαπλές, συνθέτες και δύσκολες, ως προς την διαχείριση τους, επιπτώσεις της περαιτέρω, όξυνσης της αποδιοργάνωσης της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, από τους αδυσώπητους εμπορικούς πολέμους, που εξακολουθεί να εξαπολύει ο Donald Trump, με επίκεντρο, πρωταρχικά την Κίνα, αλλά, σε δεύτερο και ουδόλως, αμελητέο επίπεδο και την Γερμανία, ήλθε η ώρα να δούμε, περισσότερο επισταμένως, την εσωτερική και την διεθνή οικονομική πολιτική, αλλά και την πλανητική στρατηγική του Αμερικανού προέδρου, σε συνέχεια των δύο πρόσφατων δημοσιευμάτων μου, σε αυτό εδώ το μπλογκ (δείτε τα δημοσιεύματα αυτά, υπό τους τίτλους : Πού το πάει ο Δονάλδος Τραμπ; (Το ξέσπασμα των ανοικτών εμπορικών πολέμων, ως εργαλείο εμβάθυνσης της ανακοπής της παγκοσμιοποίησης και ως μέτρο ανάταξης της αμερικανικής ισχύος) και Κίνα : Μια αναλυτική επισκόπηση των στρατηγικών ανοησιών των αμερικανικών ηγεσιών, από το 1990, έως το 2008. (Όταν ενθαρρύνεις την είσοδο μιας χώρας με συγκεντρωτικό κεντρικό σχεδιασμό, στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία, είναι πολύ φυσικό και απολύτως αναμενόμενο να την πατήσεις)...).
Όπως έχουμε γράψει, στα πλαίσια των παραπάνω δημοσιευμάτων, το κεντρικό μέλημα της Ουάσινγκτων είναι η διατήρηση, πάση θυσία, της πρωτοκαθεδρίας του δολλαρίου, ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Και αυτό είναι το διακύβευμα της σύγχρονης εποχής, αφού η φθίνουσα δυναμική των Η.Π.Α., στην εποχή της παγκοσμιοποίησης επηρεάζει, άμεσα (και ταυτόχρονα, επηρεάζεται από) την αμφισβήτηση της αμερικανικής νομισματικής κυριαρχίας, στον πλανήτη, από το κινέζικο γουάν και τις συμφωνίες διεθνών συναλλαγών, που γίνονται στο νόμισμα αυτό, αλλά και από το ευρώ.
Όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, η παραμονή, στην παρούσα κατάσταση της - έστω, ασταθούς και εύθραυστης - παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων, απαιτεί την διαρκή εκτύπωση δολλαρίων, τα οποία να μπορούν να διατηρούν, μέσες-άκρες, την αγοραστική δύναμή τους, προκειμένου το αμερικανικό νόμισμα να διατηρεί την συναλλακτική και την αποθησαυριστική αξία του, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Αυτή η κατάσταση διαμορφώθηκε, ήδη, από το 1971, όταν ο πρόεδρος Richard Nixon κατάργησε την μετατρεψιμότητα του δολλαρίου, σε χρυσό, αλλά η αναμφισβήτητη δύναμη της Ουάσινγκτων, ως υπερδύναμης και η τεράστια δυναμική της αμερικανικής οικονομίας, ως, μακράν, πρώτης οικονομίας, στον κόσμο, έθεσε, μετά από μια σειρά αναταράξεων, στην άκρη, κάθε σχετικό προβληματισμό.
Αυτό, ακριβώς, είναι, που, τώρα, πλέον, αλλάζει, με επιταχυνόμενους ρυθμούς, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Κάτι που οι κυβερνώντες, στην Ουάσινγκτων, έχουν, πλήρως και σαφώς, αντιληφθεί.
Η κάμψη της αμερικανικής ισχύος οδήγησε τις Η.Π.Α., στην συνεχή εκτύπωση δολλαρίων, αλλά αυτή η διαδικασία δεν συνοδεύεται, πλέον, από την απαραίτητη δυναμική της αμερικανικής οικονομίας και κυρίως της αμερικανικής παραγωγικής μηχανής, η οποία φθίνει, σε βαθμό, ο οποίος είναι, επικίνδυνα, ορατός, με αποτέλεσμα, στην πράξη, τα αποθησαυριζόμενα, παγκοσμίως, δολλάρια, όπως και αυτά, που χρησιμοποιούνται, στις καθημερινές διεθνείς συναλλαγές, να μην διατηρούν την απαραίτητη αγοραστική δύναμη, ως αποτέλεσμα των διαρκών, επί σειρά δεκαετιών, δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικών και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία και τα οποία συνοδεύονται, από την μείωση του μεγέθους της, στο παγκόσμιο εμπόριο και στο αντίστοιχο παγκόσμιο ΑΕΠ.
Η κάμψη της αμερικανικής ισχύος οδήγησε τις Η.Π.Α., στην συνεχή εκτύπωση δολλαρίων, αλλά αυτή η διαδικασία δεν συνοδεύεται, πλέον, από την απαραίτητη δυναμική της αμερικανικής οικονομίας και κυρίως της αμερικανικής παραγωγικής μηχανής, η οποία φθίνει, σε βαθμό, ο οποίος είναι, επικίνδυνα, ορατός, με αποτέλεσμα, στην πράξη, τα αποθησαυριζόμενα, παγκοσμίως, δολλάρια, όπως και αυτά, που χρησιμοποιούνται, στις καθημερινές διεθνείς συναλλαγές, να μην διατηρούν την απαραίτητη αγοραστική δύναμη, ως αποτέλεσμα των διαρκών, επί σειρά δεκαετιών, δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικών και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία και τα οποία συνοδεύονται, από την μείωση του μεγέθους της, στο παγκόσμιο εμπόριο και στο αντίστοιχο παγκόσμιο ΑΕΠ.
Η αντιμετώπιση αυτού του πολύ σημαντικού προβλήματος, από την παρούσα αμερικανική κυβέρνηση του Donald Trump, όπως και από την προηγούμενη του Barack Hussein Obama, δεν επικεντρώνεται, στην εφαρμογή μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας και δημοσιονομικών περικοπών. Η πολιτική αυτή, που ακολουθούν οι ευρωζωνίτες, δεν ακολουθήθηκε, ούτε από τον προηγούμενο Αμερικανό πρόεδρο και φυσικά, δεν την ακολουθεί, ούτε ο σημερινός. Η διαφορά των δύο προέδρων, όμως βρίσκεται, στο γεγονός ότι, ενώ ο Barack Hussein Obama στηρίχθηκε στην μαζική εκτύπωση δολλαρίων, προκειμένου να αντιμετωπίσει την βαθύτατη ύφεση του 2008, χωρίς να εμβαθύνει, στον περιορισμό των δίδυμων ελλειμμάτων, επειδή δεν ήθελε να συγκρουσθεί, με τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών, ο Donald Trump, τώρα, ενώ και αυτός εφαρμόζει μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η οποία, προφανώς και αυτή στηρίζεται, στην μαζική εκτύπωση δολλαρίων, από την άλλη πλευρά, εξαπολύει οξύτατους εμπορικούς πολέμους, αποδομώντας, έτι περαιτέρω, την παγκοσμιοποιητική διαδικασία, προκειμένου να υποχρεώσει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις να επαναφέρουν τις δραστηριότητές τους, μέσα στα πλαίσια της εσωτερικής αμερικανικής οικονομίας, ούτως ώστε να ανακάμψει η φθίνουσα αμερικανική βιομηχανική και λοιπή παραγωγή.
Η κυβέρνηση του businessman Donald Trump, εκφράζοντας, μέσα από τις προσωπικές ιδιοτυπίες του Αμερικανού προέδρου, τα συμφέροντα της "εθνικής αστικής τάξης" και της κρατικής και ιδιωτικής γραφειοκρατίας των μεγάλων οργανισμών και επιχειρήσεων, που είναι στραμμένες στην εσωτερική αμερικανική αγορά, στοχεύει στην διατήρηση της κυρίαρχης θέσης των Η.Π.Α., στον πλανήτη, μέσα από τον πειθαναγκασμό των εμπορικών τους αντιπάλων - των στρατηγικών τους συμμάχων συμπεριλαμβανομένων -, οι οποίοι καλούνται, πλέον, με το καλό και με το άγριο, να διαπραγματευθούν, εκ νέου και σε διαφορετικές, από τις τυπικές και ουσιαστικές διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, βάσεις, τις διμερείς (και ως επί το πλείστον, όχι τις πολυμερείς) εμπορικές σχέσεις του καθενός, εξ αυτών, με την Ουάσινγκτων.
Έτσι η αμερικανική κυβέρνηση, έχοντας, παρά πόδα, όλα τα τεράστια πολιτικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα, που έχει, ως υπερδύναμη, θεωρεί, όχι αβάσιμα, ότι μπορεί και πρέπει να επιβάλει τις θελήσεις της, αφού, εν τέλει, είτε αυτό αρέσει, είτε όχι, ο κύριος πελάτης όλων των άλλων είναι ο μέσος Αμερικανός καταναλωτής και η ίδια η αμερικανική αγορά. Βασικοί αποδέκτες αυτής της νέας συμπεριφοράς της αμερικανικής κυβέρνησης, φυσικά, είναι ο κυριότερος αντίπαλος των Η.Π.Α., η μεταμαοϊκή Κίνα, αλλά και δευτερευόντως (χωρίς η σχετική απειλή να είναι αμελητέα), η αυτοαποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας τα μέλη θα κληθούν, κατά πάσα πιθανότητα, σε διμερείς διαπραγματεύσεις, προκειμένου να καθορισθούν οι τιμές του χάλυβα, του αλουμινίου και των αυτοκινήτων, σήμερα, αλλά και πολλών άλλων εισαγόμενων αγαθών, στην αμερικανική εσωτερική αγορά.
Έτσι η κυβέρνηση του Δονάλδου Τράμπ εφαρμόζει, στην πράξη, μια (προφανώς, όχι ακίνδυνη, αλλά, σαφέστατα, αναγκαία) κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, η οποία συνδυάζεται, με σκληρά και πολλαπλασιαζόμενα μέτρα προστατευτισμού, για να αντιμετωπίσει τον αποκαλούμενο "μη υγιή ανταγωνισμό", ο οποίος παρά τα εισαγωγικά, είναι, απολύτως, υπαρκτός και είναι προϊόν της βλακώδους θεσμικής ισορροπίας της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, που οικοδόμησαν οι αμερικανικές ηγεσίες, από το 1990 και μετά.
Και φυσικά, αυτός ο συνδυασμός του εμπορικού και οικονομικού προστατευτισμού, με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αποσκοπεί, στην αύξηση της απασχόλησης και του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος, προκειμένου, προσωρινά (πόσο προσωρινά όμως;), να αυξηθεί ο όγκος του δημόσιου χρέους, για να μειωθεί, μεταγενέστερα, το χρέος αυτό, ως προς το ΑΕΠ της χώρας, το οποίο υπολογίζεται να αυξηθεί και αυτό, με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς, από το δημόσιο χρέος.
Με απώτερο τελικό στόχο, τον επαναπατρισμό της αμερικανικής παραγωγής.
Φυσικά, η επιτυχία αυτής της πολιτικής, η οποία έχει τους κινδύνους της, προϋποθέτει την συρρίκνωση του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος και τούτο διότι, εάν αυτή η βασική συνιστώσα του αμερικανικού σχεδιασμού δεν είναι αποτελεσματική, τότε, αυτό που θα συμβεί, θα είναι μια πλήρης καταστροφή, για την αμερικανική οικονομία, αφού το όποιο εισόδημα αποκτήσουν οι Αμερικανοί καταναλωτές, σε ένα μεγάλο μέρος του, θα κατευθυνθεί, στο εξωτερικό, για την αγορά κινεζικών, γερμανικών, μεξικανικών, ιαπωνικών, ινδικών και άλλων ξένων προϊόντων, ενισχύοντας τις βιομηχανίες και ευρύτερα, τις οικονομίες των χωρών αυτών, καταβαραθρώνοντας την αμερικανική.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η πολιτική του απώτερου, αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος, μέσω της οποίας, η Fed τύπωνε χρήμα, εις το διηνεκές, για να μπορούν οι ηττημένοι και οι "νικητές" (Ευρωπαίοι, Ιάπωνες, Κινέζοι και λοιποί) του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, που ανοικοδομήθηκαν, οι πλείστοι εξ αυτών, με άφθονο και δωρεάν φθηνό αμερικανικό χρήμα, να μπορούν να πωλούν, αδιατάρακτα, τα προϊόντα τους, στην αμερικανική αγορά, δεν μπορεί να συνεχισθεί, αφού υπονομεύει την αμερικανική κυριαρχία, στον πλανήτη.
Εννοείται βέβαια ότι δεν υπάρχει - όπως άλλωστε, ουδέποτε υπήρξε - υγιής ανταγωνισμός. Και φυσικά, η αμερικανική ηγεσία και η εντόπια ελίτ, την οποία εκφράζει η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση, δεν αποτελούνται από ανόητους και ως εκ τούτου, δεν παίρνουν, στα σοβαρά, αυτήν την προπαγανδιστική κατασκευή, που συμφέρει τους εμπορικούς και οικονομικούς, αλλά και τους στρατηγικούς ανταγωνιστές τους (και τις πολυεθνικές εταιρείες βεβαίως-βεβαίως).
Έτσι, η κυβέρνηση του Donald Trump δεν θεωρεί ότι είναι υγιής ο ανταγωνισμός, που υφίσταται η αμερικανική παραγωγή, από τους Ευρωπαίους (κυρίως τους Γερμανούς, τους Γάλλους, αλλά και πολλούς άλλους) και τους Ιάπωνες ανταγωνιστές των Η.Π.Α., οι οποίοι επωφελούνται, τα μάλα, από την πυρηνική και την ευρύτερη αμυντική προστασία, που τους παρέχει η Ουάσινγκτων, από την Ρωσία και την Κίνα, με πολύ χαμηλά αμυντικά κόστη, για τους ανταγωνιστές των Η.Π.Α. και πολύ υψηλά αντίστοιχα κόστη, για την αμερικανική οικονομία.
Ακόμη, η αμερικανική ηγεσία δεν έχει κανέναν λόγο να θεωρεί, ως υγιή τον ανταγωνισμό, στον οποίο επιδίδονται η Κίνα και η Γερμανία, οι οποίες διατηρούν τα νομίσματά τους (το γουάν και το ευρώ, αντίστοιχα), παρατεταμένα και ουσιαστικά, μονίμως, υποτιμημένα, έναντι του δολλαρίου, επωφελούμενες, κατά κόρον, από αυτή την κατάσταση (όπως και οι πολυεθνικές εταιρείες, βεβαίως - βεβαίως).
Επίσης, ο Δονάλδος Τραμπ και το επιτελείο του δεν θεωρούν υγιή τον ανταγωνισμό, που υφίσταται η αμερικανική παραγωγή, από τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, που κατασκευάζουν, κατά τμήματα, ή και εν όλω, οι αμερικανικές και οι άλλες πολυεθνικές εταιρείες, σε κοντινές (Μεξικό, με εμπορικό πλεόνασμα, έναντι των Η.Π.Α., της τάξεως των 65 δισ. $), ή μακρινές (Κίνα, με εμπορικό πλεόνασμα, έναντι των Η.Π.Α., της τάξεως των 375 δισ. $) χώρες του τρίτου κόσμου, ή άλλες χώρες του αναπτυγμένου γραφειοκρατικού καπιταλισμού (Γερμανία, με εξαγωγές, στις Η.Π.Α., της τάξεως των 111, 5 δισ. $ - πρώτη στις εξαγωγές στην αμερικανική αγορά - και με εμπορικό πλεόνασμα ίσο, με 50,5 δισ. $) και τα οποία διοχετεύουν, πάμφθηνα, με την εκμετάλλευση του τριτοκοσμικού εργατικού κόστους, ή το παρατεταμένο ντάμπινγκ των μισθών, στην αμερικανική αγορά.
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, ο Donald Trump σκοπεύει και έχει διακηρύξει ότι θα διαπραγματευθεί, σε νέα βάση, όλες τις εμπορικές συμφωνίες, που έχουν συναφθεί, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Και έχει την δυνατότητα να επιτύχει τους στόχους του. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει σκοπό να σταματήσει την διαδικασία της υπόσκαψης των θεμελίων της κυριαρχίας του αμερικανικού κράτους, που έχει προκύψει, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, η οποία, εκ φύσεως, απειλεί την ύπαρξη των εθνικών κρατών, η αυτοτέλεια των οποίων υπονομεύεται.
Και φυσικά, είναι οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες, ως τεράστια υπερεθνικά γραφειοκρατικά και παραγωγικά μεγέθη, που, μέσα από μια - όχι απρόσμενη - ειρωνεία της Ιστορίας, οδηγούν, στον εκφυλισμό της αμερικανικής ισχύος, παρά το γεγονός ότι, αρχικά, αλλά και ενδιάμεσα, αύξησαν αυτή την ισχύ, αφού, τώρα πιά, τα συμφέροντα των εταιρειών αυτών διαφοροποιούνται, από αυτά του αμερικανικού κράτους. Και αυτός είναι ο λόγος, που η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρεί να επαναπατρίσει τις παραγωγικές δραστηριότητες των εταιρειών αυτών, προκειμένου να συντονίσει, εκ νέου, τα συμφέροντά τους, με τα συμφέροντα της αμερικανικής οικονομίας και του αμερικανικού κράτους.
Κάπως έτσι - και επίσης, διόλου απρόσμενα - είναι, που επανεμφανίζεται, στο προσκήνιο το εθνικό κράτος, αντιτιθέμενο, στις επιδιώξεις των "ιδιωτικών" γραφειοκρατιών της τεχνοδομής των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων (για να θυμηθούμε και τον παραπάνω εικονιζόμενο κορυφαίο οικονομολόγο John Kenneth Galbraith, τον πατέρα της έννοιας της τεχνοδομής, ως κοινωνικού και οικονομικού κυρίαρχου στρώματος, που διαφοροποιείται, από την κλασική έννοια της αστικής τάξης), εκφράζοντας τα συμφέροντα των κρατικών γραφειοκρατιών, αλλά και των κοινωνιών εκείνων, που, είτε οι ίδιες περιθωριοποιούνται (Ρωσία), είτε επειδή αυτή η περιθωριοποίηση συμβαίνει, σε μεγάλα τμήματά τους (Η.Π.Α. και ευρωπαϊκά κράτη), είτε επειδή αυτά τα κράτη, μέσω του συγκεντρωτισμού τους και της ιδιότυπης ιστορικής τους πορείας (Κίνα και δευτερευόντως, Ινδία), θέλουν να φέρουν, στα μέτρα τους, την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.
Και φυσικά, η παγκοσμιοποίηση, όπως και αυτή η επανεμφάνιση, στο ιστορικό προσκήνιο, των εθνικών κρατών, δημιουργούν τεράστιους κινδύνους, για την ανθρωπότητα, αφού η σύνθεση όλων των τεράστιων αντιπαλοτήτων, που προκύπτουν, μπορεί κάλλιστα, να οδηγήσει, σε φαινόμενα, αντίστοιχα, με την καταστροφή του αρχαίου κόσμου. Μόνο, που, στην σύγχρονη εποχή, οι νέοι "βάρβαροι", εύκολα μπορούν να καταστραφούν, μαζί με τις, έως τώρα, κατεστημένες δυνάμεις.
Οι επόμενες δύο δεκαετίες θα είναι κρίσιμες και πολύ επικίνδυνες...
Σχόλια