Η οξυδερκής πρόβλεψη του Μιχαήλ Μπακούνιν για τα αδιέξοδα του μίζερου καπιταλιστικού διεθνισμού και η αποδιοργανωτική πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. (Από την εμπειρία της διάλυσης της Λατινικής Ένωσης, στην, σε slow motion, κατάρρευση της "Ευρωπαϊκής Ένωσης").
Μιχαήλ Αλεκσάντροβιτς Μπακούνιν (30/5/1814 - 1/7/1876) : Ο προφήτης του ζοφερού μέλλοντος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, που επιβεβαιώνεται, διαχρονικά...
Το έχουμε πει πολλές φορές, αλλά δεν βλάπτει να το επαναλάβουμε. Η απόπειρα για την αποκαλούμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως πολλές φορές έχουμε γράψει, δεν είναι κάτι το νέο. Η δημιουργία της κολοβής "Ευρωπαϊκής Ένωσης", υπό την μορφή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ακόμη και μια, προχωρημένης μορφής και συστάσεως, κατασκευή μιας Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, με έναν μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, που φιλοδόξησε να είναι σταθερός, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Έχει προϋπάρξει, ως συγκροτημένο θεσμικό σχήμα. Μπορεί αυτό το σχήμα να χάθηκε, στα βάθη της νεώτερης ευρωπαϊκής Ιστορίας, αλλά υπήρξε και λειτούργησε - όπως λειτούργησε -, επί δεκαετίες, μέχρι την αυτοδιάλυσή του.
Πρόκειται για την αποκαλούμενη Λατινική Νομισματική Ένωση, στην οποία έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές. Μάλιστα, σε αυτό εδώ το μπλογκ, έχω αφιερώσει ειδικό δημοσίευμα, με τίτλο : 1893 - 1932 - 2010 : Από την Λατινική Νομισματική Ένωση στην ΟΝΕ. Ομοιότητες και διαφορές τριών ελληνικών χρεωκοπιών. (Seigniorage, ευρωομοσπονδία και επιστροφή στην δραχμή), το οποίο θεωρώ ότι είναι ένα από τα περισσότερο αξιόλογα κείμενά μου και μπορώ να πω ότι αυτό το άρθρο αξιολογήθηκε, πολύ θετικά, ως πηγή ιστορικής γνώσης, από τους αναγνώστες και τιμήθηκε, από αυτούς ιδιαίτερα. Βέβαια, η Ένωση αυτή έχει διαλυθεί και απαντάται, πλέον, μόνον, στις δέλτους της Ιστορίας, αλλά η εμπειρία της δεν μπορεί να αγνοηθεί. Και δεν μπορεί να αγνοηθεί, διότι η σύγχρονη εμπειρία και η πορεία της ευρωζώνης και της "Ευρωπαϊκής Ένωσης", προς την αποδιοργάνωση και την διάσπαση, έχει πολλά βασικά κοινά στοιχεία, με την καταστροφή της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης.
Η Λατινική Ένωση, που ήταν μια πρώιμη και ατελής προσπάθεια των ευρωπαϊκών ελίτ του 19ου αιώνα να σχηματίσουν μια ευρωπαϊκή κοινότητα, που θα έβαζε, σε τάξη και θα έθετε, κάτω από τους κανόνες του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως τους είχαν διαμορφώσει ο Adam Smith, ο David Ricardo και οι λοιποί πατέρες της οικονομικής επιστήμης, τις δοσοληψίες, που λάμβαναν χώρα, εντός των κρατών, τα οποία συμμετείχαν, στην Ένωση αυτή, η οποία ήταν, πρώτ' απ' όλα, μια γαλλική πρωτοβουλία, δεν άφησε αδιάφορους τους κοινωνικούς επαναστάτες των χρόνων εκείνων. Κάθε άλλο.
Και ο Karl Marx και ο Μιχαήλ Μπακούνιν είχαν πλήρη γνώση, γύρω από την απόπειρα της γαλλικής ελίτ και των άλλων ευρωπαϊκών καπιταλιστικών τάξεων, όπως αυτές εκφράζονταν, από τα κράτη τους, αφού η διεθνιστική ιδεολογία του κοινωνικού εργατισμού, ήταν, ήδη, πολύ νωρίτερα, συγκροτημένη και εξαπλωμένη, ως ενεργός κοινωνική διεκδίκηση, από αυτόν τον ιδιότυπο, μερικό, εδαφικά, περιοριστικό και ως εκ του περιεχομένου του, μίζερο (ανάμεσα στα άλλα και επειδή ήταν πρώιμος και ως εκ τούτου, κοινωνικά, πρόωρος) διεθνισμό των καπιταλιστικών ελίτ.
Και αν, για τον Karl Marx, η Λατινική Ένωση εξέφραζε μια θετική έμπρακτη απόπειρα επίδειξης και συγκρότησης ενός καπιταλιστικού διεθνισμού, στηριγμένη, στην διεθνοποιημένη συσσώρευση, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφάλαιου, έτσι όπως αυτή περιγράφεται, στο μνημειώδες έργο του, "ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ", που αποτελεί την σύγχρονη Βίβλο του μαρξισμού και των οπαδών του, για τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τα πράγματα κινούνται, σε μια διαφορετική κατεύθυνση, η οποία χαρακτηρίζεται, από τον Ρώσο επαναστάτη, ως, εκ του αποτελέσματος, αρνητική.
Ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ως σαφέστατος γνώστης της μίζερης απόπειρας του ημιτελούς ευρωπαϊκού καπιταλιστικού διεθνισμού, ήδη, από το 1867, έχει γνωστοποιήσει την αρνητική του στάση, απέναντι, σε αυτό το οικονομικό και κοινωνικό εγχείρημα των καπιταλιστικών τάξεων και των κρατών της εποχής του, στηριζόμενος, όχι, στην κοινωνική ιδεολογία, στην οποία ο ίδιος είχε προσχωρήσει, αλλά, κυρίως, στην κοινωνική αναποτελεσματικότητα της προσπάθειας του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού σχηματισμού και στα αδιέξοδα, που προέκυπταν, από την ίδια την συγκρότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, των κρατών τους και την θέση τους, στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ιεραρχία και στον συναφή καταμερισμό της εργασίας και των κεφαλαίων, όπως αυτή προέκυπτε, από τους δεδομένους (ή όποιους άλλους) συσχετισμούς των ευρωπαϊκών κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων και του διαφορικού δυναμισμού των οικονομιών τους.
Η πρόβλεψη του Μιχαήλ Μπακούνιν, για το μέλλον της διαδικασίας της οικονομικής ένωσης των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών της εποχής του, δηλαδή για την μελλοντική πορεία της Λατινικής Ένωσης, υπήρξε δυσμενής, έως ζοφερή και φυσικά, αν και ο ίδιος δεν ήταν οικονομολόγος και παρά το γεγονός ότι δεν είχε καλό δάσκαλο (ό,τι έμαθε για την οικονομία, σύμφωνα, με την δική του ομολογία, το έμαθε από τον Karl Marx), είχε δίκιο, αφού η πορεία της Λατινικής Ένωσης, μέσα στον χρόνο, υπήρξε καταστροφική.
Για τον Ρώσο επαναστάτη, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης - δεν είναι δυνατόν και για την ακρίβεια, είναι αδύνατον να δημιουργηθούν από τα ευρωπαϊκά κράτη, όπως αυτά είναι συγκροτημένα, επί του παρόντος, με δεδομένη την χαοτική ανισότητα, που υφίσταται, λόγω της ανισομερούς κατανομής της οικονομικής και της πολιτικής δύναμης, ανάμεσά τους.
[Η έννοια της "Πολιτείας", στον Μπακούνιν δεν χρησιμοποιείται, ως συνώνυμη του Κράτους, όπως πράττουν οι σύγχρονοι συνταγματολόγοι, αλλά ως αντίθετή του και η ενότητα, στην οποία αναφέρεται, είναι συνώνυμη της κοινωνικής συνομοσπονδίας, έτσι όπως την έβλεπε και την περιέγραφε ο Pierre-Joseph Proudhon - δείτε, σε αυτό εδώ το μπλογκ, το δημοσίευμα, με τίτλο : 19/1/1865 - 19/1/2015 : Ο Pierre-Joseph Proudhon και το έργο του, 150 χρόνια μετά. Μια απόπειρα ιστορικής αποτίμησης των προορατικών επισημάνσεων ενός επίδοξου κοινωνικού αναμορφωτή, για τα αδιέξοδα του κρατικιστικού κομμουνισμού. (Για τις οποίες τιμωρήθηκε με το άθλιο περιεχόμενο της λιβελλογραφικής νεκρολογίας του, από τον Karl Marx)].
Για να γίνουν κατανοητά, στην πληρότητά τους, τα παραπάνω, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η αναφορά του Μπακούνιν, στην, "επί του παρόντος", συγκρότηση των ευρωπαϊκών κρατών, δεν έχει την έννοια μιας προσωρινότητας, σε αυτή την κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να αντικατασταθεί, από το αντίθετό της. Αυτή η αναφορά σχετίζεται, με την σταθερή και αταλάντευτη πεποίθηση του Ρώσου επαναστάτη ότι τα κράτη και ο κρατισμός δεν έχουν μέλλον και ότι, εάν καταφέρουν να επιβιώσουν, η ίδια η παρουσία τους θα λειτουργήσει διασπαστικά, μέχρι την έλευση ενός πολύ μακρινού μέλλοντος, όπου, ίσως, οι εξελίξεις να κινηθούν, σε διαφορετική κατεύθυνση, εάν οι χαοτικές διαφορές μετριασθούν. Έτσι, η έλευση αυτού του μέλλοντος, λόγω των προϋποθέσεων, που απαιτούνται και λόγω της τεράστιας χρονικής απόστασής του, από τις ημέρες, στις οποίες ζούσε και δρούσε ο Ρώσος επαναστάτης, δεν μπορεί να προβλεφθεί. (Και το οποίο, 150 χρόνια μετά, δεν έχει έλθει, ακόμη. Και φυσικά, θα αργήσει να έλθει, αν, ποτέ, έλθει. Εάν, δηλαδή, οι άνθρωποι και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δημιουργήσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις).
Ως εκ τούτου, για τον Μιχαήλ Μπακούνιν, αφήνοντας, στην άκρη, τις δικές του αυταπάτες, οι οποίες ήσαν προϊόν της - νοουμένης, ως ψευδούς συνειδήσεως - κοινωνιστικής ιδεολογίας του (δεν είναι αυτές, που μας ενδιαφέρουν, στο παρόν δημοσίευμα), το συνομοσπονδιακό σχήμα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, για να υπάρξει, είναι απαραίτητο αυτό να είναι όχι, μόνο, μη κρατικό, αλλά και αντικρατικό, ούτως ώστε να καταστεί αδύνατος ο εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ των διαφορετικών λαών της ευρωπαϊκής οικογένειας, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί, ως μία ενιαία οντότητα, χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις, οι οποίες - εάν υπάρξουν - θα καταστήσουν την όποια προσπάθεια, ψευδεπίγραφη και ως εκ τούτου αλυσιτελή. Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης πρέπει να συγκροτηθούν, ως μια αδελφότητα και οι συμμετέχοντες λαοί πρέπει να μετασχηματίσουν τα κράτη τους, σε ένα σύμπλεγμα αποτελούμενο, από ελεύθερες ενώσεις των ανθρώπων, σε συμβούλια, σε κομμούνες, σε ομοσπονδίες, που θα συνομοσπονδιοποιηθούν και θα αποτελέσουν, εν τέλει, όχι, μόνο, τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αλλά και του πλανήτη ολόκληρου.
Όσο και αν αυτή η επιτυχής πρόβλεψη του Ρώσου επαναστάτη , ως προς το πραγματικό αρνητικό και απορριπτικό της σκέλος, δηλαδή ως προς την ανικανότητα των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών ελίτ και των κρατών τους να συγκροτήσουν το maximum, ήτοι μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, αλλά και το έλασσον, δηλαδή να καταστήσουν λειτουργικό το θεσμικό σχήμα της νομισματικής ενοποίησης, έτσι όπως αυτή υλοποιούνταν, μέσα από την Λατινική Νομισματική Ένωση, φαίνεται, ως ένα ιστορικό παράδοξο, στην πραγματικότητα, το αληθινό παράδοξο δεν είχε να κάνει, με την, απολύτως, φυσιολογική πρόβλεψη του Μιχαήλ Μπακούνιν.
Παράδοξη και εξωπραγματική ήταν η απόπειρα των ευρωπαϊκών ελίτ, που παρέβλεπαν, αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια τους - δηλαδή τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντα και την ανισομέρεια στην κατανομή της ισχύος, μέσα στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, η οποία εντείνεται και κορυφώνεται, μέσα στα πλαίσια των κανόνων μιας νομισματικής ένωσης - και το οποίο αποτελούσε την ίδια την φύση και την ύπαρξή τους, προκειμένου να υλοποιήσουν, στην πράξη ένα μίζερο και ως εκ τούτου χιμαιρικό και μη δυνάμενο, στο βάθος του χρόνου, να στερεοποιηθεί και να ανθέξει ευρωπαϊκό/διεθνιστικό σχέδιο, ως μια νομισματική και οικονομική ένωση, η οποία, εκ της συγκροτήσεώς, της λειτουργεί, ως μια θεσμική κατασκευή, που αντιτίθεται, ως μη δυνάμενη να συγκεράσει τα διαφοροποιημένα και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των διάφορων καπιταλιστικών ομάδων, τα οποία προσβλέπουν, στην προστασία τους, από τα εθνικά τους κράτη, τα οποία έχουν συγκροτήσει και στα οποία προσφεύγουν κάθε φορά, που αυτά τα συμφέροντα βλάπτονται. Όπως, επίσης, η θεσμική κατασκευή των νομισματικών ζωνών, εκ συστάσεως, αντιτίθεται - και αυτό είναι, επίσης πολύ σημαντικό -, στα συμφέροντα των διάφορων εθνικών κρατών, τα οποία, ως αυτοτελείς οντότητες, δεν μπορούν να υποταχθούν στους φιλελεύθερους οικονομικούς κανόνες και - το κυριότερο - δεν μπορούν και δεν επιθυμούν να αποδεχθούν τα αποτελέσματα, που προκύπτουν, από την εφαρμογή αυτών των κανόνων.
Κάπως έτσι, βρέθηκε να έχει δίκιο ο Μιχαήλ Μπακούνιν, στην οξυδερκή πρόβλεψή του, για την αδυναμία, δηλαδή για την ανικανότητα των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών αρχουσών τάξεων και των αντίστοιχων κρατών της εποχής του, να διεκπεραιώσουν την διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Και δεν είναι, μόνο, σε αυτό, που είχε δίκιο, ο Ρώσος επαναστάτης. Οι προβλέψεις του, σε μια μεγάλη σειρά εξελίξεων, υπήρξαν, εκπληκτικά, ορθές).
Μάλιστα, είναι πολύ διασκεδαστικό το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός είχε δίκιο και υπήρξε, διαχρονικά, οξυδερκής, ως προς την πρόβλεψή του αυτή, όχι, μόνο, για τις καπιταλιστικές άρχουσες τάξεις και τα κράτη της εποχής του, αλλά και τα αντίστοιχα κοινωνικά υποκείμενα των εποχών, που ακολούθησαν την δική του, αφού και οι σύγχρονες ευρωπαϊκές γραφειοκρατικές καπιταλιστικές άρχουσες τάξεις και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη εμφανίζουν, για μία ακόμη φορά, την ίδια ανικανότητα διαχείρισης της προσπάθειας, για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η οποία αποδεικνύεται και πάλι, εκ του αποτελέσματος, ως μια αλυσιτελής, μακρόσυρτη και βασανιστική πορεία, προς μια χαοτική ευρωπαϊκή αποδιοργάνωση, όπως προκύπτει από την χρονίσασα και βαθύτατη κρίση της ευρωζώνης και από το εξαντλητικό Brexit - φαινόμενα, τα οποία δεν πρόκειται να σταματήσουν, εδώ.
Η σύγχρονη εμπειρία, με την διαβρωτική και διαλυτική διαδικασία, που εξελίσσεται, στην αυτοαποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, μας δείχνει ότι η Λατινική Ένωση εξέπνευσε, εξ αιτίας της αδυναμίας, της ανικανότητας και τελικά, της ουσιαστικής άρνησης των στυλοβατουσών αρχουσών τάξεων και ομάδων του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να προχωρήσουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση και όχι, απλά και μόνο, εξ αιτίας της μη ύπαρξης, ενός κοινού νομίσματος, όπως αρέσκονται πολλοί να λένε και κάποιοι άλλοι να πιστεύουν.
Βέβαια, η ανυπαρξία ενός κοινού νομίσματος, στην Λατινική Ένωση - στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συμμετείχε και η Ελλάδα, γεγονός, το οποίο δημιούργησε πλείστα όσα προβλήματα, όπως συνέβη, πάνω από 100 χρόνια μετά και με την ευρωζώνη - και η υποκατάστασή του, από το χρυσό γαλλικό φράγκο, με βάση το οποίο (υποτίθεται ότι) στήθηκε ένας μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, ο οποίος προσδιόριζε την ισοτιμία του φράγκου αυτού, με τα άλλα νομίσματα των χωρών της Λατινικής Ένωσης, στο 1 : 1, έπαιξε τον ρόλο της, αλλά, μόνο, ως αποτέλεσμα και όχι ως αιτία, όπως, ανοήτως, θέλει η σύγχρονη ευρωπαϊκή μπατιροτραπεζοκρατία (και οι υποτακτικοί της) ναι διακηρύσσει.
Όμως, στην πραγματικότητα, ήταν η βούληση των αρχουσών τάξεων, που διέλυσε την Λατινική Ένωση και όχι ο ίδιος ο μηχανισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών, αφού τα κράτη και οι καπιταλιστικές ολιγαρχίες επέλεξαν να σπάσουν αυτή την ισοτιμία και να τυπώνουν χαρτονομίσματα, στα εθνικά τους νομίσματα, προκειμένου να "κλέβουν" η μία την άλλη και στην πραγματικότητα, για να ρεφάρουν τις απώλειές τους, από την λειτουργία των κανόνων του οικονομικού φιλελευθερισμού, με βάση τους οποίους λειτουργούσε η Λατινική Ένωση, ως νομισματική ζώνη και όπως, άλλωστε, λειτουργεί κάθε νομισματική ένωση, είτε έχει καθιερώσει έναν μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, είτε λειτουργεί, με ένα κοινό νόμισμα, το οποίο, όμως, ουσιαστικά, λειτουργεί, ως παγωμένος, ή ως δυσελαστικός μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως συμβαίνει με το ευρώ, στην σύγχρονη ευρωζώνη.
Η σύγχρονη μπατιροτραπεζοκρατία και οι πολιτικοί εκφραστές της υποτίθεται ότι "διδάχθηκαν", από την αρνητική εμπειρία της Λατινικής Ένωσης και δημιούργησαν την ευρωζώνη, με το ευρώ ως κοινό νόμισμα των κρατών, που εντάχθηκαν, σε αυτήν, προκειμένου να αποφύγουν τους μπελάδες ενός αντίστοιχου μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών, τον οποίο χρησιμοποίησαν, προσωρινά, με το ECU και τον οποίο, σχετικά, γρήγορα, αντικατέστησαν, με το ευρώ, ως κοινό νόμισμα, το οποίο, για χάρη των γερμανικών εξαγωγικών ελίτ (και όχι, μόνον, αυτών), από την αρχική "φυσιολογική" ισοτιμία 1 ευρώ, προς 0,80 του αμερικανικού δολλαρίου (την οποία κράτησαν για μικρό χρονικό διάστημα), το εκτόξευσαν, στην εξωφρενική και καταστροφική ισοτιμία του 1, προς 1,40 (έως 1, προς 1,60), για να καταλήξουν, στην τωρινή (σταθερά αφύσικη) ισοτιμία του 1, προς 1,19.
Στην πραγματικότητα τα έκαναν μαντάρα, αφού με το ξέσπασμα της κρίσης της ευρωζώνης επέτρεψαν, στην ιρλανδική κυβέρνηση να τυπώσει 50 δισ. €, προκειμένου να μειώσει, σημαντικά, το βάρος που θα σήκωνε το ιρλανδικό κράτος, από την διάσωση του καταρρέοντος χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας του, ενώ στην συνέχεια, με τον μηχανισμό της "ποσοτικής χαλάρωσης" και του ELA, προέβησαν, στην εκτύπωση εκατοντάδων δισ. €, για να σώσουν το σύνολο της ευρωπαϊκής μπατιροτραπεζοκρατίας και εμμέσως, των κρατών της, ακολουθώντας τον παλαιό γνωστό και "καλό" δρόμο της εκτύπωσης χαρτονομισμάτων, τον οποίο είχαν ακολουθήσει και οι πρόγονοί τους, στην Λατινική Ένωση, αναγνωρίζοντας, στην πράξη, ότι το κοινό νόμισμα - το ευρώ - δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από έναν υποκρυπτόμενο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Το γιατί προέκυψε αυτή η εξέλιξη δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Η γερμανική οικονομική ελίτ, που, κατά βάση, στηρίζεται, στην εξαγωγική βιομηχανία και στις τράπεζες, πέρα από την "νομιμοποιημένη" αθέτηση των προπολεμικών και των πολεμικών της υποχρεώσεων, που υπερβαίνουν, κατά πολύ, το 1 τρισ. €, πέτυχε να συνδυάσει την δημιουργία του ευρώ, ως σκληρού και ανατιμημένου νομίσματος, με την Συνθήκη Σταθερότητας και (υπ)Ανάπτυξης, με τους απίστευτα, αντιαναπτυξιακούς όρους του μέγιστου ελλείμματος των κρατικών προϋπολογισμών, τα οποία θα έπρεπε να κυμαίνονται, ανάμεσα, στο 1% και στο 3% του ΑΕΠ, του πληθωρισμού, ο οποίος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 2% και του δημόσιου χρέους, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ.
Με αυτό τον τρόπο, η γερμανική οικονομική ελίτ προστατεύει την κερδοφορία της και την κεκτημένη κατανομή του εισοδήματος, την οποία αναβαθμίζει, φυσικά, υπέρ της, την ίδια στιγμή, που το γερμανικό ευρώ (δηλαδή το ευρώ, ως μάρκο) είναι δραστικά υποτιμημένο, σε σχέση, με το μέσο ευρώ, που χρησιμοποιείται, στην ευρωζώνη, για τις καθημερινές συναλλαγές (η σχετική ισοτιμία είναι 1,88 γερμανικό ευρώ, προς 1 μέσο ευρώ και φυσικά, ακόμη και με την σημερινή τιμή του ευρώ του 1 : 1,19, προς το αμερικανικό δολλάριο, το γερμανικό ευρώ είναι πολύ υποτιμημένο), ενώ οι αντίστοιχες ισοτιμίες των εθνικών ευρώ, προς το μέσο ευρώ, λειτουργούν, γι' αυτές, με έναν, καταστροφικά, ανατιμητικό τρόπο, υποβαθμίζοντας την παραγωγή τους, στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά.
Κάπως έτσι, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν οδηγηθεί, στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, ενώ η γερμανική ελίτ θέτει, με τους απίστευτα, εξωπραγματικούς όρους της Συνθήκης, κάτω από τον έλεγχό της, την σύνθεση, την διάρθρωση και την κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος, στην ευρωζώνη και καταφέρνει να ανατρέψει, υπέρ της, τους συσχετισμούς, στην ευρωπαϊκή αγορά, αφού, πριν το ευρώ και με τα μαλακά νομίσματα των κρατών αυτών, οι οικονομίες τους μπορούσαν να έχουν - και είχαν - ικανοποιητικούς, έως μεγάλους αναπτυξιακούς ρυθμούς, μέσω των υποτιμήσεων και να πολλαπλασιάσουν την βιομηχανική τους παραγωγή, κατά την διάρκεια της 30ετίας 1970 - 2000 (η Γαλλία, από 120 δισ. $, σε 244 δισ. $, η Ιταλία, από 110 δισ. $, σε 290 δισ. $ και και η Ισπανία, από 58 δισ. $, σε 149 δισ. $, την ίδια στιγμή, που η Γερμανία, κατά την ίδια περίοδο, με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να αυξήσει την βιομηχανική της παραγωγή, από 367 δισ. $, σε 550 δισ. $), επιτυγχόνοντας να έχουν μια πολύ καλή εγχώρια παραγωγή και ένα κόστος, το οποίο υπήρξε πολύ ανταγωνιστικό.
Στην πραγματικότητα τα έκαναν μαντάρα, αφού με το ξέσπασμα της κρίσης της ευρωζώνης επέτρεψαν, στην ιρλανδική κυβέρνηση να τυπώσει 50 δισ. €, προκειμένου να μειώσει, σημαντικά, το βάρος που θα σήκωνε το ιρλανδικό κράτος, από την διάσωση του καταρρέοντος χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας του, ενώ στην συνέχεια, με τον μηχανισμό της "ποσοτικής χαλάρωσης" και του ELA, προέβησαν, στην εκτύπωση εκατοντάδων δισ. €, για να σώσουν το σύνολο της ευρωπαϊκής μπατιροτραπεζοκρατίας και εμμέσως, των κρατών της, ακολουθώντας τον παλαιό γνωστό και "καλό" δρόμο της εκτύπωσης χαρτονομισμάτων, τον οποίο είχαν ακολουθήσει και οι πρόγονοί τους, στην Λατινική Ένωση, αναγνωρίζοντας, στην πράξη, ότι το κοινό νόμισμα - το ευρώ - δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από έναν υποκρυπτόμενο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Το γιατί προέκυψε αυτή η εξέλιξη δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Η γερμανική οικονομική ελίτ, που, κατά βάση, στηρίζεται, στην εξαγωγική βιομηχανία και στις τράπεζες, πέρα από την "νομιμοποιημένη" αθέτηση των προπολεμικών και των πολεμικών της υποχρεώσεων, που υπερβαίνουν, κατά πολύ, το 1 τρισ. €, πέτυχε να συνδυάσει την δημιουργία του ευρώ, ως σκληρού και ανατιμημένου νομίσματος, με την Συνθήκη Σταθερότητας και (υπ)Ανάπτυξης, με τους απίστευτα, αντιαναπτυξιακούς όρους του μέγιστου ελλείμματος των κρατικών προϋπολογισμών, τα οποία θα έπρεπε να κυμαίνονται, ανάμεσα, στο 1% και στο 3% του ΑΕΠ, του πληθωρισμού, ο οποίος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 2% και του δημόσιου χρέους, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ.
Με αυτό τον τρόπο, η γερμανική οικονομική ελίτ προστατεύει την κερδοφορία της και την κεκτημένη κατανομή του εισοδήματος, την οποία αναβαθμίζει, φυσικά, υπέρ της, την ίδια στιγμή, που το γερμανικό ευρώ (δηλαδή το ευρώ, ως μάρκο) είναι δραστικά υποτιμημένο, σε σχέση, με το μέσο ευρώ, που χρησιμοποιείται, στην ευρωζώνη, για τις καθημερινές συναλλαγές (η σχετική ισοτιμία είναι 1,88 γερμανικό ευρώ, προς 1 μέσο ευρώ και φυσικά, ακόμη και με την σημερινή τιμή του ευρώ του 1 : 1,19, προς το αμερικανικό δολλάριο, το γερμανικό ευρώ είναι πολύ υποτιμημένο), ενώ οι αντίστοιχες ισοτιμίες των εθνικών ευρώ, προς το μέσο ευρώ, λειτουργούν, γι' αυτές, με έναν, καταστροφικά, ανατιμητικό τρόπο, υποβαθμίζοντας την παραγωγή τους, στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά.
Κάπως έτσι, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν οδηγηθεί, στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, ενώ η γερμανική ελίτ θέτει, με τους απίστευτα, εξωπραγματικούς όρους της Συνθήκης, κάτω από τον έλεγχό της, την σύνθεση, την διάρθρωση και την κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος, στην ευρωζώνη και καταφέρνει να ανατρέψει, υπέρ της, τους συσχετισμούς, στην ευρωπαϊκή αγορά, αφού, πριν το ευρώ και με τα μαλακά νομίσματα των κρατών αυτών, οι οικονομίες τους μπορούσαν να έχουν - και είχαν - ικανοποιητικούς, έως μεγάλους αναπτυξιακούς ρυθμούς, μέσω των υποτιμήσεων και να πολλαπλασιάσουν την βιομηχανική τους παραγωγή, κατά την διάρκεια της 30ετίας 1970 - 2000 (η Γαλλία, από 120 δισ. $, σε 244 δισ. $, η Ιταλία, από 110 δισ. $, σε 290 δισ. $ και και η Ισπανία, από 58 δισ. $, σε 149 δισ. $, την ίδια στιγμή, που η Γερμανία, κατά την ίδια περίοδο, με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να αυξήσει την βιομηχανική της παραγωγή, από 367 δισ. $, σε 550 δισ. $), επιτυγχόνοντας να έχουν μια πολύ καλή εγχώρια παραγωγή και ένα κόστος, το οποίο υπήρξε πολύ ανταγωνιστικό.
Όλα αυτά, με την ευρωζώνη έλαβαν τέλος, για τις άλλες χώρες ενώ η Γερμανία είναι ο μεγάλος κερδισμένος, ως παραγωγός και ως εξαγωγέας. Έτσι, δεν αποδιοργανώθηκαν, μόνο, οι εσωτερικές αγορές της μεγίστης πλειοψηφίας των άλλων χωρών της ευρωζώνης, αλλά και στραπατσαρίστηκε και η βιομηχανική τους παραγωγή, αφού μπορούμε να δούμε, συγκριτικά, ότι, κατά την περίοδο 2001 - 2015, η βιομηχανική παραγωγή της Γαλλίας, από τα 244 δισ. $, πήγε στα 267 δισ. $, της Ιταλίας, μειώθηκε, από τα 290 δισ. $, στα 258 δισ. $ και της Ισπανίας, επίσης, μειώθηκε, από τα 149 δισ. $, στα 134 δισ. $.
Για την γερμανική ελίτ, όμως, τα πράγματα πήγαν διαφορετικά. Το ευρώ την ωφέλησε, αφού η γερμανική βιομηχανική παραγωγή υπεραυξήθηκε και από τα 550 δισ. $, έφθασε, στα 680 δισ. $. Κάπως έτσι, η Γερμανία παρέμεινε 4η βιομηχανική δύναμη, στον κόσμο (αν και η επένδυσή της, στο ευρωπαϊκό χρέος την οδηγεί και αυτήν στην χρεωκοπία), ενώ η Γαλλία κατρακύλισε, στην 7η θέση, η Ιταλία, πήγε, στην 8η θέση και η Ισπανία καταβαραθρώθηκε, στην 15η θέση.
Μπορούμε, τώρα, μετά από την παράθεση αυτών των στοιχείων, να κατανοήσουμε τους λόγους, για τους οποίους ο Μιχαήλ Μπακούνιν, από την μακρινή δεκαετία του 1860, δικαιώνεται, σε μια, ευρύτατα, μακροπρόθεσμη βάση, μέσα από την, σε slow motion, κατάρρευση του σύγχρονου "υπαρκτού ευρωπαϊσμού", που εκφράζεται, από την κολοβή και μίζερη "Ευρωπαϊκή Ένωση" και την τοξική ευρωζώνη, ως προς την διατύπωση των απόψεών του, για την αδυναμία, την ανικανότητα (αλλά και την ουσιαστική απροθυμία, προσθέτω εγώ) των διάφορων καπιταλιστικών ομάδων να προχωρήσουν την διαδικασία της ευρωπαϊκής (πολύ περισσότερο, της παγκόσμιας) ενοποίησης.
Και φυσικά, μπορούμε να καγχάσουμε, για την πολιτική και ιδεολογική μιζέρια των παλαιότερων και των σύγχρονων "ευρωπαϊστών" μας, οι οποίοι (ουδόλως τυχαίως) είναι και εραστές της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, η οποία καταρρέει, μαζύ με τον ψευδεπίγραφο ευρωπαϊσμό.
Θα ήσαν για γέλια, αν δεν ήσαν, για κλάματα.
Δεν τους φταίει κανείς. Ας πρόσεχαν...
Και φυσικά, μπορούμε να καγχάσουμε, για την πολιτική και ιδεολογική μιζέρια των παλαιότερων και των σύγχρονων "ευρωπαϊστών" μας, οι οποίοι (ουδόλως τυχαίως) είναι και εραστές της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, η οποία καταρρέει, μαζύ με τον ψευδεπίγραφο ευρωπαϊσμό.
Θα ήσαν για γέλια, αν δεν ήσαν, για κλάματα.
Δεν τους φταίει κανείς. Ας πρόσεχαν...
Σχόλια