Τί γίνεται, στο Αιγαίο και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο; Πού το πάει ο Recep Tayyip Erdoğan; (Ουκ έστι κρείττον, ειδέναι, εν μέσαις Αθήναις, φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, μηδέ καλύπτραν λατινικήν).
14/3/2003 Ο Recep Tayyip Erdoğan, αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, διαδεχόμενος τον Abdullah Gül. Ο πρόεδρος Ahmet Necdet Sezer, ο στρατός και το κεμαλικό κατεστημένο, τον βλέπουν, σαν ένα παροδικό φαινόμενο, το οποίο θεωρούσαν ότι είναι, υπό έλεγχο, γι' αυτό και τον αποδέχτηκαν, με προφανή καθοδήγηση, από τις Η.Π.Α., στις οποίες κατοικοεδρεύει ο ισλαμιστής Fethullah Gülen, ο οποίος εθεωρείτο, ως πνευματικός πατέρας του ηγέτη του ισλαμιστικού κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν, διαφορετικά. Ο Recep Tayyip Erdoğan δεν ήταν περαστικός. Γι' αυτό και τους έβαλε όλους, στο τσεπάκι του, θέτοντας, εκτός πολιτικού παιχνιδιού, όσους του πήγαν κόντρα. Ανάμεσα, σε αυτούς βρίσκονται και οι παλαιοί κομματικοί του συνοδοιπόροι, ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της χώρας Abdullah Gül και ο (κρητικής καταγωγής) πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός, που διετέλεσε και πρόεδρος της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, Bulent Arinc. Τώρα ήλθε και η σειρά του Ahmet Davutoğlu, του πολιτικού τέκνου του Τούρκου προέδρου, στον οποίο ο μαυροθαλασσίτης (και καταγόμενος από μια παλαιά εξισλαμισμένη οικογένεια της Ποταμιάς της Ριζούντας του Πόντου) Recep Tayyip Erdoğan, έδειξε την άγουσα προς τα αποδυτήρια...
Την ίδια στιγμή, που η αποδυναμωμένη, κοινωνικά και πολιτικά, κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα προχωρεί, υπό την καθοδήγηση του François Hollande και των ευρωσοσιαλιστών, στην εσπευσμένη ψήφιση των δικών της νομοσχεδίων, για τις αλλαγές, στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό σύστημα, προκειμένου να δείξει την "καλή θέληση" της και να έχει (υποτίθεται) κάποια όπλα, στην διαπραγμάτευση, με τους ξένους δανειστές τους οποίους νομίζει ότι θα φέρει, προ τετελεσμένων γεγονότων, στο Eurogroup της ερχόμενης Δευτέρας και θα αποφύγει, έτσι, δυσμενείς αλλαγές και τροποποιήσεις, στα όσα μέχρι τώρα, έχουν συμφωνηθεί, οι γείτονες, στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου, φαίνεται ότι έχουν βρει την ευκαιρία να ενεργοποιήσουν τις δικές τους διεκδικήσεις και να απλώσουν την εκκρεμή θεματολογία, στην δική τους ατζέντα, που αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές, οι οποίες, ουσιαστικά, εξαντλούνται, στην πολυετή, συστηματική και ανοικτά, αναθεωρητική πολιτική της κυβερνητικής - κεμαλικής και ισλαμιστικής - ελίτ της Άγκυρας, στο Αιγαίο και κυρίως, στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αλήθεια, πού το πάει και τι γυρεύει ο Τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan, στο Αιγαίο;
Προφανώς, η συντριπτική ήττα, που υπέστη ο ίδιος και η πολιτική της τουρκικής ελίτ, στην Συρία, όπως και η ανελέητη αντιπαράθεση του τουρκικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, με την Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, η οποία, εάν, με κάποιο τρόπο, δεν διευθετηθεί, θέτει πραγματικό πρόβλημα, γύρω από την ασφάλεια και την ύπαρξη του τουρκικού κράτους, έχουν οδηγήσει τον Recep Tayyip Erdoğan, με αφορμή τις προσφυγικές ροές και την έλευση του νατοϊκού στολίσκου, στο Αιγαίο, στην ενεργοποίηση της ατζέντας, με τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Αυτή η ενέργεια του προέδρου της Τουρκίας δεν είναι, απλώς, μια κίνηση, που αφορά την εσωτερική πολιτική σκηνή. Δεν είναι, μόνον, μια επίδειξη ενός φθηνού πολιτικαντισμού του ιδίου και του κύκλου των ανθρώπων, που τον περιβάλλει. Η απομάκρυνση του Ahmet Davutoğlu, από την πρωθυπουργία, που γίνεται, προκειμένου ο πρόεδρος της Τουρκίας να ασκήσει τον πλήρη έλεγχο, στο ισλαμιστικό κόμμα AKP, το οποίο, άλλωστε, είναι και δημιούργημά του (όχι, μόνο, δικό του βέβαια, αφού η συμβολή του αμερικανικού παράγοντα, στις πολιτικές εξελίξεις, από το 2000 και μετά, υπήρξε καθοριστική, για την τύχη του ίδιου του Recep Tayyip Erdoğan και του κόμματός του) και στην κυβέρνηση, έχει, ανάμεσα, στα άλλα και ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, που αφορά την εξωτερική πολιτική της γειτονικής χώρας.
Αυτό το περιεχόμενο της εξωτερικής πολιτικής, την οποία θέλει να ασκήσει ο Τούρκος πρόεδρος έχει έναν αντιευρωπαϊκό και εκ των πραγμάτων, ανθελληνικό χαρακτήρα. Η απομάκρυνση του πρωθυπουργού, που έχει έναν, εντός ορίων, φυσικά, φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, δείχνει ότι ο Recep Tayyip Erdoğan αποκόπτεται από την φιλοευρωπαϊκή (όχι, όμως, κατ' ανάγκη και την φιλοδυτική) πολιτική ατζέντα, με την οποία αναδείχτηκε. Ο προσανατολισμός, πλέον, του προέδρου της Τουρκίας και του κυβερνώντος τουρκικού κατεστημένου δεν κατευθύνεται, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην - έστω, μακροπρόθεσμη - ένταξη της χώρας αυτής, στην Ε.Ε.
Όσο και αν αυτός ο νέος προσανατολισμός της κυβερνώσας τουρκικής ελίτ φαίνεται παράταιρος, στην πραγματικότητα, δεν είναι. Η στροφή αυτή του Τούρκου προέδρου είναι ορθή και ανταποκρίνεται, στα ευρύτερα συμφέροντα της χώρας του και των κοινωνικών τάξεων, που αυτός εκπροσωπεί. Η Τουρκία - η τουρκική οικονομία και κοινωνία - δεν έχει καμμία σχέση, με το ετοιμόρροπο μόρφωμα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.
Ο Recep Tayyip Erdoğan και οι συν αυτώ, έβγαλαν τα σωστά συμπεράσματα, από την ελληνική τραγωδία και φυσικά, δεν έχουν καμμία διάθεση να επαναλάβουν, τα τραγικά σφάλματα, που διέπραξαν οι Έλληνες "εκσυγχρονιστές" και μάλιστα σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και με απείρως μεγαλύτερη ένταση, ως προς τις ανάλογες καταστροφικές επιπτώσεις. Η γνώση που αποκόμισε η τουρκική ηγεσία, από την ελληνική εμπειρία και την διάβρωση και την καταστροφή, που υπέστη η χώρα μας, από την ευρωπαϊκή της περιπέτεια, υπήρξε πολύτιμη και καθοριστική. Και αυτή η γνώση συνοψίζεται, σε κάποια πολύ απλά διδάγματα, τα οποία ο Recep Tayyip Erdoğan έλαβε υπόψη του.
Η τουρκική οικονομία και η κοινωνία της χώρας αυτής δεν ταιριάζουν, ούτε κατ' ελάχιστο, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι, μόνο, επειδή αυτό το πλαίσιο είναι, εκ κατασκευής, άθλιο και ως εκ τούτου, ετοιμόρροπο.
Ακόμη και αν το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν λειτουργικό και τεχνικά, άψογο, η τουρκική οικονομία, με την δική της δομή και λειτουργία και με τα δικά της επίπεδα ανταγωνιστικότητας, θα υφίστατο μια εντυπωσιακή αποδόμηση και καταστροφή, τα αποτελέσματα των οποίων θα έκαναν την ανάλογη ελληνική περίπτωση να φαίνεται, σαν κάτι το αστείο και θα την καθιστούσαν αναξιόλογη, συγκρινόμενη με την απόλυτη καταστροφή, την οποία θα υφίστατο η κοινωνία της χώρας αυτής, ως απότοκο της κατάρρευσης της οικονομίας της.
Ως εκ τούτου, η τουρκική ηγεσία αφήνει, στην άκρη τα όποια ευρωπαϊκά της οράματα και φυσικά, προσανατολίζεται, στα του οίκου της και στην φιλοδοξία της (που αγγίζει τα όρια της ματαιοδοξίας), για την μετατροπή της χώρας της, σε μια τοπική "υπερδύναμη", η οποία θα είναι συνεργατική, με την πραγματική αμερικανική υπερδύναμη. (Και αυτό, μέσα, στα όρια, που της επιτρέπουν τα συμφέροντα της ιθύνουσας τάξης της Τουρκίας).
Και εδώ, ακριβώς, είναι που αναφύεται η παραδοσιακή ανθελληνική αιχμή της τουρκικής πολιτικής, αφού η Ελλάδα βρίσκεται, απέναντί της, στον χώρο του Αιγαίου και (περιέργως πως), στον χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου, μέσω της ελληνικής κυριαρχίας, στο Κρητικό πέλαγος και το κυριότερο, μέσω της κυριαρχίας της, στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου.
Οι τελευταίες εξελίξεις, που αφορούν την, χαμηλής (έως τώρα) εντάσεως, ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, στα νησάκια των Οινουσσών, έξω από την Χίο, ίσως, να καθιστά περίεργο τον ισχυρισμό μου αυτόν, ο οποίος επικεντρώνει και προσδιορίζει τα κύρια ενδιαφέροντα και τους τακτικούς και στρατηγικούς προσανατολισμούς της Άγκυρας, στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά, στην πραγματικότητα, ο τουρκικός σχεδιασμός έχει, ως επίκεντρό του, τον προσδιορισμό της ΑΟΖ, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα, στο μικρό, αλλά καθοριστικό νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου, η παρουσία του οποίου διακόπτει την ομαλή ροή και συναφώς, περιορίζει, δραστικά, την έκταση και τα όρια της τουρκικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στην κρίσιμη αυτή περιοχή και στερεί, από την Τουρκία ένα πολύ μεγάλο μέρος, από το πλουτοπαραγωγικό δυναμικό της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Όπως φαίνεται, στον παραπάνω χάρτη, ο οποίος απεικονίζει την έκταση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών των κρατών, σε αυτή την περιοχή και όπως έχουμε, επανειλημμένως, τονίσει [δείτε, στο παρόν μπλογκ, το, πάντοτε, επίκαιρο δημοσίευμα, με τίτλο : 1923 - 2014 : Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, από την Συνθήκη της Λωζάνης, μέχρι την αμφισβήτηση της ελληνικής AOZ. Το Καστελλόριζο (και τα Δωδεκάνησα), στο επίκεντρο των νεοοθωμανικών κατακτητικών σχεδιασμών], η ύπαρξη του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου, ως αναπόσπαστου τμήματος της ελληνικής εδαφικής επικράτειας, αποκόπτει την τουρκική ΑΟΖ, από ένα πολύ σημαντικό τμήμα του θαλάσσιου χώρου της νοτιοανατολικής Μεσογείου, και περιορίζει πάρα πολύ, την συμμετοχή της Τουρκίας, στην εκμετάλλευση των αποκαλούμενων θαλάσσιων και υποθαλάσσιων οικοπέδων της περιοχής, αφού αυτό το μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα συνδέει την ελληνική ΑΟΖ, με την κυπριακή, αποκόπτοντας, πλήρως, την τουρκική ΑΟΖ, από την οποιαδήποτε επαφή της, με την αιγυπτιακή.
Με αυτά τα δεδομένα, η Τουρκία, μετατρέπεται, όπως και στο Αιγαίο, σε έναν παρία, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και αποκλείεται, από την εκμετάλλευση μεγάλων τμημάτων των οικοπέδων αυτής της περιοχής. Προφανώς, αυτή η διαμορφωμένη πολιτική και νομική πραγματικότητα, που έχει προκύψει, από το ευρύτερο Διεθνές Δίκαιο, που αφορά την Θάλασσα, σε συνδυασμό, με την Συνθήκη της Λωζάννης της 24/7/1924, που προσδιόρισε τα ελληνοτουρκικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα, στην περιοχή της Θράκης και στο Αιγαίο και την Συνθήκη των Παρισίων της 10/2/1947, με την οποία ολοκληρώθηκε ο προσδιορισμός των ελληνοτουρκικών θαλάσσιων συνόρων, στην περιοχή της Δωδεκανήσου και στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου, ουδόλως, αρέσει στην τουρκική ελίτ.
Αυτή την δυσάρεστη πραγματικότητα, για τα συμφέροντα του τουρκικού κράτους, η ελίτ, που το διοικεί, προσπαθεί, εδώ και τέσσερεις δεκαετίες, με επίμονο τρόπο, να την αλλάξει. Μπορεί, μέχρι τώρα, να μην το έχει καταφέρει, έτσι όπως το επιθυμεί, αλλά και όσα επιτύχει, δεν μπορούν να αγνοηθούν. Και τούτο διότι, ναι, μεν, αυτά, που ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει επιτύχει, δεν είναι ικανά να αλλάξουν την νομική κατάσταση, που έχει διαμορφωθεί, στις περιοχές των ελληνοτουρκικών χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, στην Θράκη, στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά, από την άλλη πλευρά, οι τουρκικές επιτυχίες δεν είναι ασήμαντες. Δυστυχώς, είναι ορατές και αξιοσημείωτες.
Με δεδομένη την σταδιακή, αρχικά αποδυνάμωση του ελληνικού κράτους και τις, ιστορικά, πρόσφατες ήττες του, που είχαν, ως αιτία, το γεγονός ότι, στο τιμόνι του, βρέθηκαν, είτε πράκτορες ξένων δυνάμεων (όπως συνέβη τον Ιούλιο - Αύγουστο του 1974, με την δικτατορία του Δημήτριου Ιωαννίδη και την στάση των επιτελικών στελεχών των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής, στην Κύπρο), είτε συνειδητοί οπαδοί ενός αφελούς ψευδοσυνειδησιακού κοσμοπολιτισμού, ο οποίος τους οδήγησε, στην έμπρακτη αρνησιπατρία και δια του οποίου υποβάθμισαν, μέχρι, περίπου εκμηδενίσεως, την έννοια της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και τις σχετικές διακρατικές αντιπαραθέσεις, γύρω από αυτά τα ζητήματα (όπως συνέβη τον Ιανουάριο του 1996, με την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη και την κρίση, στα Ίμια, αλλά και τον Ιούλιο του 1997, πάλι με την κυβέρνηση του ίδιου "κακού δαίμονα" του σύγχρονου ελληνισμού και την ατιμωτική Συμφωνία της Μαδρίτης), η τουρκική ελίτ κέρδισε κάποια πλεονεκτήματα, που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Η στρατιωτική κατοχή του 40% του εδάφους της Κύπρου, αλλά και η βλακώδης και εν τοις πράγμασι, προδοτική αναγνώριση, από την Ελλάδα, της ύπαρξης συνοριακών "γκρίζων ζωνών", αλλά και "ζωτικών συμφερόντων" της Τουρκίας, στο Αιγαίο, σε συνδυασμό, με την ουσιαστική κατάρρευση του ελληνικού κράτους, μια κατάρρευση, που ήλθε, ως αποτέλεσμα της ελληνικής κρατικής χρεωκοπίας και του κατοχικού καθεστώτος, που επέβαλαν οι ξένοι δανειστές, με την συνεργεία, της μεγίστης πλειοψηφίας του πολιτικού προσωπικού της χώρας, έχουν οδηγήσει τις εξελίξεις να είναι, άκρως, επικίνδυνες, αφού, η αναβίωση της λατινικής κατάκτησης του ελλαδικού χώρου, την περίοδο 1204 - 1261, με την μορφή του σύγχρονου καθεστώτος της χρεωδουλείας, απειλεί να οδηγήσει, στην εμφάνιση και μιας αντίστοιχης, με την περίοδο 1453 - 1821, κατάκτησης του ελληνικού χώρου, από τους σύγχρονους κληρονόμους των Οθωμανών.
Εννοείται, βέβαια, ότι, σύμφωνα, με το γράμμα και των πνεύμα των ισχυουσών Συνθηκών, αλλά και όπως προκύπτει, από την ίδια την πραγματικότητα και την καθημερινή ζωή, αυτοί οι ισχυρισμοί των ελίτ, που διαδέχτηκαν την παλαιά οθωμανική διοίκηση και τους οποίους αποδέχτηκαν, αφρόνως και εγκληματικώ τω τρόπω, οι εγχώριοι ιδεολογικοί υπερασπιστές του αφελούς, αλλά και καιροσκοπικού "εκσυγχρονιστικού" κοσμοπολιτισμού, είναι έωλοι και ανυπόστατοι. Οι ισχυρισμοί αυτοί της τουρκικής ελίτ, πρέπει να απορριφθούν, ασυζητητί και φυσικά, απαραίτητο είναι να κοπεί, σύρριζα, ο βήχας των διαφόρων αξιωματούχων του τουρκικού κράτους, όταν αυτοί αποπειρώνται να προβαίνουν, στην έμμεση και στην άμεση αμφισβήτηση των συνόρων, στο Αιγαίο. (Μόνο, που αυτό δεν μπορεί, δεν θέλει και δεν πρόκειται να το πράξει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ).
Τα ονόματα των 152 νησιών, νησίδων, βράχων και βραχονησίδων, των οποίων την κυριότητα διεκδικεί η τουρκική πλευρά, έτσι, όπως τα έχει παρουσιάσει ο Χρήστος Μηνάγιας.
Στο Αιγαίο δεν υπάρχουν συνοριακές "γκρίζες ζώνες", έτσι όπως τις έχουν κωδικογραφήσει αυτοί, που λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις, στην Άγκυρα.
Τα ελληνοτουρκικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα είναι, επαρκώς, καθορισμένα, από τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων. Στην τουρκική πλευρά, δεν είναι, καθόλου, αρεστές αυτές οι δύο Συνθήκες (εκ των οποίων, στην δεύτερη δεν είναι συμμετέχουσα και δεν την έχει υπογράψει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν την δεσμεύει - την δεσμεύει, γεγονός, το οποίο και η ίδια αποδέχεται) και οι ρυθμίσεις, που αυτές περιέχουν για το εδαφικό και θαλάσσιο καθεστώς του Αιγαίου και τα ελληνοτουρκικά σύνορα, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, γύρω από το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου και οι οποίες δεν εγκαθιστούν, την Τουρκία, ως ένα εδραιωμένο νησιωτικό κράτος, στον αιγαιακό χώρο.
Για την Τουρκία, οι ρυθμίσεις αυτές, που αναγνωρίζουν την ελληνική κυριαρχία, στα νησιά του Αιγαίου, πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών νήσων, αποτελούν μια καταθλιπτική υποχώρηση και ουσιαστικά, μια ήττα, την οποία η τουρκική ελίτ την αποδίδει, στην άγνοια εκείνων, που αποδέχτηκαν αυτές τις ρυθμίσεις, που έγιναν, με την Συνθήκη της Λωζάνης και στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει, ως ενδιαφερόμενο μέρος, στην σύνταξη της Συνθήκης των Παρισίων. Ως εκ τούτου, υπάρχει ένα βαθύ ψυχολογικό, αλλά και χειροπιαστό τραύμα, με την ύπαρξη του οποίου η τουρκική ελίτ δεν μπορεί να συμβιβασθεί και έχει μετανιώσει, πικρά, για το γεγονός ότι, διαχρονικά, έχει αποδεχθεί αυτές τις δυσμενείς, για τα συμφέροντά της, ρυθμίσεις.
Έτσι, από τον Νοέμβριο του 1973, οι ασκούντες την διοίκηση, στο βαθύ τουρκικό κράτος, έχουν αρχίσει, συστηματικά, να προσπαθούν να ανατρέψουν αυτές τις ρυθμίσεις και να αλλάξουν το δυσμενές νομικό καθεστώς, στο Αιγαίο, όπου απαιτούν συγκυριαρχία, αλλά και στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου, στο οποίο απαιτούν να μην αναγνωρισθεί υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Βέβαια, όλα αυτά, αποτελούν ανοησίες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την τουρκική ηγεσία να απλώνει, στο τραπέζι, αυτές τις διεκδικήσεις, όποτε της δίνεται ευκαιρία - την οποία, πολλές φορές, δημιουργεί και μόνη της, εκμεταλλευόμενη την δειλία του ελληνικού πολιτικού προσωπικού και της εντόπιας (αλλά και της ευρωπαϊκής, όπως και της αμερικανικής) ελίτ, της οποίας τα συμφέροντα υπηρετεί.
Μάλιστα, ο αποπεμπόμενος πρωθυπουργός της γείτονος χώρας, ο Ahmet Davutoğlu, στο βιβλίο του, με τίτλο "Το στρατηγικό βάθος", είναι πολύ χαρακτηριστικός και εκφραστικός, αναφερόμενος, στο σχετικό ζήτημα, όπου λέει ότι "το status quo, που διαμορφώθηκε, στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία, κατά ένα απερίσκεπτο τρόπο, εγκαταλείφθηκαν, στην Ελλάδα, περιόρισε, σε σημαντικό βαθμό, το πεδίο δράσης της Τουρκίας, στην θάλασσα".
Το ίδιο και περισσότερο χαρακτηριστικός και εκφραστικός υπήρξε και ο παλαιός πρόεδρος της Τουρκίας, ο μακαρίτης, πλέον, Turgut Özal, ο οποίος, το 1986 είχε δηλώσει ότι η κατάσταση, στο Αιγαίο, ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Τουρκία, "δεν είναι ικανοποιητική και τούτο διότι, εάν η Τουρκία γνώριζε, πού θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λωζάνης, ουδέποτε θα την είχε υπογράψει. Όμως, παρά την υπογραφή της Συνθήκης αυτής, δεν ξεχνάμε", είχε προσθέσει, τότε, ο Turgut Özal, "ότι χάσαμε, από τα χέρια μας, τα νησιά, αυτά τα πάτρια τουρκικά εδάφη".
Και φυσικά, ακριβώς, επειδή η τουρκική ηγεσία δεν ξεχνά, για τον λόγο αυτόν, επιδιώκει την έμπρακτη αναθεώρηση του καθεστώτος των Συνθηκών αυτών, μέσα από μια συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια κατασκευής διάφορων παραδοξολογικών επιχειρημάτων, που, ουδόλως, αντέχουν, όχι μόνο, σε οποιοδήποτε κριτήριο της κοινής λογικής, αλλά στέκονται δύσκολα, ακόμη και στα κριτήρια της εκπεσούσας παραλογικής, που επικρατεί, στους χώρους των σύγχρονων ψυχιατρικών θεραπευτηρίων. Άλλωστε, στην τουρκική ηγεσία, δεν είναι η λογική του επιχειρήματος, που μετράει. Είναι η λογική της ισχύος. Και μάλιστα, της στρατιωτικής ισχύος.
Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, η τουρκική πλευρά προσπαθεί να αρθρώσει και μια κάποια επιχειρηματολογία, η οποία να μπορεί να είναι σοβαροφανής, αν και η αλήθεια είναι ότι αυτή δεν πατάει, σε καμμία λογική και νομική βάση, καταλήγοντας, στο να αποτελεί ένα σκέτο παραδοξολόγημα, ανθρώπων οι οποίοι, κυριολεκτικά, "πουλάνε τρέλα". Και αυτό πράττουν, άλλωστε.
Έτσι, σχετικά με το ζήτημα της έκτασης και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο Αιγαίο, η τουρκική πλευρά προσπαθεί να υποστηρίξει ότι τα νησιά, σε αυτή την περιοχή, δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και φυσικά, ούτε και ΑΟΖ. (Τα ίδια νησιά, όμως, θα είχαν, μια χαρά και υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, εάν ανήκαν, στην Τουρκία).
Το επιχείρημα, το οποίο επιχειρούν να προβάλουν οι Τούρκοι ιθύνοντες, για να υποστηρίξουν την θέση τους ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στερούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, μέχρι την αποκαλούμενη "τάφρο της Aνατολίας", η οποία, φθάνει, στα μισά του βυθού αυτού του πελάγους, αποτελεί την υποθαλάσσια φυσική προέκταση του τουρκικού ηπειρωτικού εδαφικού χώρου. Υπό το πρίσμα αυτής της συλλογιστικής παραδοξότητας, τα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, επειδή βρίσκονται πάνω, σε αυτή την υποθαλάσσια τουρκική προέκταση.
Με αυτό το αποκαλούμενο, ως γεωλογικό επιχείρημα, η τουρκική κυβερνητική ελίτ, που υποτίθεται ότι στηρίζεται στις ζώνες της γεωλογικής ασυνέχειας, στον βυθό του Αιγαίου, προσπαθεί να ενδύσει την επιχειρηματολογία της, περί της ανυπαρξίας υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, όσον αφορά τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπως και ανάλογη είναι και η τουρκική επιχειρηματολογία, για το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου.
Με αυτό το επιχείρημα, η τουρκική πλευρά θέλει να στηρίξει την δημιουργία μιας οροθετικής γραμμής, στο Αιγαίο, για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, η οποία, όπως δείχνει και ο παραπάνω χάρτης, τέμνει αυτό το πέλαγος, στην μέση, ενώ, με την επιδιωκόμενη αγνόηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου, τα θαλάσσια σύνορα της ΑΟΖ της Τουρκίας εφάπτονται, με αυτά της Αιγύπτου.
Περιττό να πούμε ότι όλη η τουρκική επιχειρηματολογία είναι ένα σκέτο ανοησιολόγημα, μια ακατάσχετη μπαρουφολογία, η οποία ουδόλως, έχει ληφθεί, υπόψη και έχει απορριφθεί, σε όλα τα διεθνή fora, που ετέθη. Και για τον λόγο αυτόν, η Τουρκία (μαζύ με την Βενεζουέλα, η οποία και αυτή έχει, απέναντι, από τις ακτές της νησιωτικά εδάφη, τα οποία υπόκεινται, στην κυριαρχία άλλων κρατών) δεν δέχτηκε, το 1982, και εξακολουθεί να μην δέχεται να υπογράψει την διεθνή Συνθήκη, για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Όμως, πέρα από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν, στο Αιγαίο, περιοχές, με ακαθόριστα σύνορα, η πικρή αλήθεια, για την τουρκική πλευρά είναι ότι δεν υφίστανται ούτε και "ζωτικά συμφέροντα" της Τουρκίας, στο πέλαγος αυτό και στην ανατολική Μεσόγειο, αφού η Τουρκία δεν είναι νησιωτικό κράτος και η ύπαρξή της, ως κοινωνίας και ως κράτους, δεν εξαρτάται, από το status, που υφίσταται, σε αυτές τις θάλασσες. Η Τουρκία, κάλλιστα, υπάρχει, χωρίς να ατονίσει οποιαδήποτε ζωτική της λειτουργία και χωρίς να έχει τα συμφέροντα, που διεκδικεί, τα οποία, ανοήτως, της αναγνώρισαν, τον Ιούλιο του 1997, με την αποκαλούμενη "Συμφωνία της Μαδρίτης", ο Κώστας Σημίτης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος και η θλιβερή κυβέρνηση των ξεπεσμένων και εκτός πάσης πραγματικότητος "εκσυγχρονιστών" (κάποιοι, εκ των οποίων, πιθανότατα, πρακτόρευσαν τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, όπως προκύπτει, από την υπόθεση της Αμερικανίδας Valery Plame, η οποία υπηρέτησε, στο γραφείο της CIA, στην Αθήνα και έχει καταγράψει πολλά και ενδιαφέροντα γεγονότα, η έκταση των οποίων κάποια στιγμή, έστω και στο πολύ μακρινό μέλλον, ίσως να αποκαλυφθεί).
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το κείμενο, που υπέγραψαν, ως πρωθυπουργός, ο Κώστας Σημίτης και ο, τότε, πρόεδρος της Τουρκίας, ο μακαρίτης, πλέον, Sami Süleyman Gündoğdu Demirel, δεν αποτελεί κάποια πραγματική δεσμευτική συμφωνία, αφού, στην πραγματικότητα, πρόκειται, περί ενός απλού κοινού ανακοινωθέντος. Όμως, η ζημιά έγινε και άφησε, πίσω, τα ίχνη της.
Εννοείται, βέβαια, ότι το τουρκικό κράτος και η κοινωνία, που εκπροσωπεί, έχουν συμφέροντα, στο Αιγαίο, τα οποία είναι νόμιμα και δικαιούνται να τα υπερασπιστούν. Αλλά αυτά τα νόμιμα συμφέροντα, όπως και τα άλλα συμφέροντα, που διεκδικούν, ενώ στερούνται οποιασδήποτε νόμιμης δικαιολογητικής βάσης, σε καμμία περίπτωση, δεν αποτελούν ζωτικά συμφέροντα, για την Τουρκία, ως χώρα, ως κράτος και ως κοινωνία.
Αφήνοντας, στην άκρη, τις τουρκικές κουτοπονηριές, τα νησιά του Αιγαίου έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, σύμφωνα, με όσα προβλέπει η Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία δεσμεύει την γείτονα χώρα, επειδή κωδικοποιεί και εξειδικεύει, όσον αφορά τα ισχύοντα, στην θάλασσα, ένα γενικό εθιμικό δίκαιο, το οποίο προϋπήρχε, ήδη, από την Σύμβαση της Γενεύης του 1958, η οποία καθιέρωσε την υφαλοκρηπίδα, ως νομική έννοια και δια της οποίας είχαν, ήδη, από τότε, αναγνωρισθεί τα δικαιώματα των κρατών, που έχουν ακτές στην θάλασσα, στην υφαλοκρηπίδα αυτών των ακτών και η οποία προσδιορίστηκε, ως η περιοχή του βυθού και του υπεδάφους, στην θάλασσα, που εκτείνεται, πέρα από τα χωρικά ύδατα (την αιγιαλίτιδα ζώνη), έως τα 200 ναυτικά μίλια.
Η Σύμβαση του 1982 αυτό, που έκανε, είναι να προσδιορίσει ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη μπορεί να επεκταθεί, μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια (1 μίλι = 1852 μέτρα) και προσδιόρισε την έννοια και την έκταση της ΑΟΖ, η οποία διαφέρει, σε σχέση, με την αιγιαλίτιδα ζώνη, ως προς το ότι, στην τελευταία, το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, ενώ η ΑΟΖ αποτελεί, μόνον, ένα κυριαρχικό δικαίωμα για την εκμετάλλευση του πλούτου που βρίσκεται, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, την ίδια στιγμή, που η ίδια η επιφάνεια της θάλασσας εμπίπτει, στην έννοια των διεθνών υδάτων και υπόκειται, στους κανόνες της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Ως εκ τούτου, ακριβώς, επειδή οι τουρκικές θέσεις είναι, καταφανώς, αβάσιμες και αποτελούν μια νομική κοτσάνα, που δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς, τα όποια προβλήματα, στο Αιγαίο δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται, ως νομικά προβλήματα. Όπως μας έχει πει ο Bülent Ecevit, ο μακαρίτης πρωθυπουργός της εισβολής, στην Κύπρο και της ονειδιστικής παράδοσης του Abdullah Öcalan, τα προβλήματα αυτά είναι πολιτικά και όχι νομικά.
Υπό το φως αυτής της λογικής, φυσικά, αυτά τα προβλήματα πρέπει να λυθούν, σε πολιτική βάση, την οποία, επίσης, φυσικά, οι ιθύνοντες της γείτονος νοούν, ως επιβολή του δικαίου εκείνου, ο οποίος προκύπτει, ή φαίνεται ότι είναι ο ισχυρότερος, στο τραπέζι των διαβουλεύσεων. Και όταν η τουρκική πλευρά αναφέρεται, στην ισχύ, πάντοτε, εννοεί, όπως είπαμε, την στρατιωτική ισχύ.
Μάλιστα, οι κίνδυνοι, για την εδαφική ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας και την εθνική κυριαρχία της ελληνικής κοινωνίας, στις ημέρες μας, έχουν καταστεί τόσο άμεσοι, ακριβώς, επειδή, στην πραγματικότητα, η Ελλάδα, στην παρούσα φάση της χρεωκοπίας της, σε συνδυασμό, με την επιβολή του καθεστώτος της χρεωδουλείας, που έχουν εξυφάνει οι σύγχρονες ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες είναι οι ιστορικοί κληρονόμοι των μεσαιωνικών βαρβαρικών στιφών της ευρωπαϊκής Δύσης, έχουν οδηγήσει, στην ουσιαστική συρρίκνωση των δαπανών, για την άμυνα της χώρας, γεγονός, το οποίο καθιστά την πολεμική υπεροχή της ελίτ της Άγκυρας, όχι, απλώς, μεγάλη, αλλά, πιθανότατα και συντριπτική.
Ως εκ τούτου, η απειλή, που υφίσταται, για την χώρα μας, η οποία μπορεί να απωλέσει νησιωτικά και άλλα εδάφη και να συρρικνωθεί η παρουσία της, στην περιοχή του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου είναι υπαρκτή, μεγάλη και άμεση. Και τούτο, διότι ουδεμία, εκ των ξένων δυνάμεων, πρόκειται να υπερασπιστεί την ελληνική εδαφική ακεραιότητα, εάν η τουρκική πλευρά εκτιμήσει ότι πρέπει να προβεί, σε μια στρατιωτική ενέργεια, με την οποία θα αποσπάσει - έστω και για ευρύτερους διαπραγματευτικούς λόγους - κάποιο, ή κάποια, από τα νησιά του Αιγαίου, ή το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου, το οποίο, στην πραγματικότητα, αντιμετωπίζει τις περισσότερες πιθανότητες να αποτελέσει αντικείμενο μιας υποτιθέμενης, ως εύκολης, τουρκικής κατάκτησης.
Με δεδομένη την ελληνική στρατιωτική αδυναμία, είναι σαφές ότι η στροφή της τουρκικής ηγεσίας, στα του οίκου της και στην περιοχή των άμεσων συμφερόντων της, επαναφέρει και επικαιροποιεί τον τουρκικό αναθεωρητισμό, ως τρέχουσα εξωτερική πολιτική της χώρας αυτής, χωρίς αυτός να εντάσσεται, σε κάποιο ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι, αφού ο Recep Tayyip Erdoğan έχει καταστεί ανεξέλεγκτος.
Αυτό σημαίνει ότι, όσο η τουρκική ηγεσία ηττάται, στην Συρία, τόσο θα ασκεί, ως αντιστάθμισμα, την αναθεωρητική πολιτική της, στο Αιγαίο και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, από το Καστελόριζο, έως την Κύπρο.
Κάπου, εδώ, όμως, ο πρόεδρος της Τουρκίας είναι πιθανόν να χάσει το μέτρο και να οδηγήσει, στην υλοποίηση των χειρότερων φόβων αυτών, που χαράσσουν την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. και την στρατιωτική τακτική και στρατηγική του ΝΑΤΟ. Το πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό.
Μπορεί, σήμερα, στην Ελλάδα, να μην υπάρχουν, ακόμη, οι κατάλληλες πολιτικές και άλλες προϋποθέσεις, αφού το υπάρχον πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι υποτακτικό, στους ξένους δανειστές και πρωτίστως, στην αμερικανική υπερδύναμη. Αλλά η ανάγκη - πολύ περισσότερο, εάν και όταν αυτή καταστεί άμεση και επείγουσα - , δεν γνωρίζει νόμους και ισορροπίες.
Άλλωστε, ένα πιθανό Grexit, ουδόλως, αποκλείεται να οδηγήσει την Ελλάδα, στην αγκαλιά του Βλαντιμίρ Πούτιν, προκειμένου να βρει βοήθεια - έστω και αν η ρωσική κυβέρνηση δεν μπορεί να βοηθήσει, σε οικονομικό επίπεδο (που μπορεί) -, στον βαθμό, που η αμερικανική κυβέρνηση δεν θέλει και δεν είναι έτοιμη, για κάτι τέτοιο, παρά τις περυσινές προτροπές του Joseph Stiglitz, για μια άμεση αμερικανική βοήθεια, την εποχή, που η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, με τον Γιάννη Βαρουφάκη, βρίσκονταν, σε αντιπαράθεση, με τους ευρωζωνίτες. Σε μια τέτοια περίπτωση, πάντως, είναι οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ, που θα χάσουν.
Ως εκ τούτου, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η σύγχρονη Ελλάδα κινδυνεύει, άμεσα, από ένα νέο 1453 και επειδή "ουκ έστι κρείττον, ειδέναι, εν μέσαις Αθήναις, φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, μηδέ καλύπτραν λατινικήν" (παρά τα όσα πρέσβευαν ο Λουκάς Νοταράς και οι ανθενωτικοί, τότε, που η Κωνσταντινούπολη έπεσε, στα χέρια των Τούρκων), αυτό που πρέπει να γίνει, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, εφ' όσον το ΝΑΤΟ και οι Η.Π.Α. δεν καλύπτουν την Ελλάδα, απέναντι, στην επιθετικότητα της γείτονος, είναι ότι πρέπει να επανεξετασθούν οι αμυντικές και οι λοιπές συμμαχίες της χώρας μας, με την σύναψη των απαραίτητων αμυντικών και άλλων συναφών συμφωνιών, με την επανακάμπτουσα Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Και φυσικά, αυτές οι συμφωνίες να τηρηθούν, απαρέγκλιτα, πέρα (και παρά) τις όποιες υποχρεώσεις της χώρας, απέναντι στον δυτικό συνασπισμό, από τον οποίο δεν είναι καθόλου, απαραίτητο να αποσχισθεί.
Και η Ελλάδα και η Ρωσία θα βγουν, πολλαπλώς, κερδισμένες, από μια τέτοια συμμαχία, απέναντι στην Τουρκία, η οποία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει, ακόμη και ζήτημα, ως προς την υπόστασή της. Άλλωστε, μια ρωσική επέμβαση, στην περίπτωση μιας επιθετικής ενέργειας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, θα τσακίσει, όχι μόνο το στρατιωτικό δυναμικό της γείτονος, αλλά και θα διαλύσει το νοτιοανατολικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο δεν θα μπορεί να πράξει τίποτε το αξιόλογο, ενώ θα βλέπει το τουρκικό κράτος να διαλύεται, στα εξ ων συνετέθη και να χάνει εδάφη και θάλασσες, τις οποίες, τώρα, το ΝΑΤΟ και οι Η.Π.Α. θεωρούν δεδομένες.
Με δεδομένη την επανάκαμψη της Ρωσίας, η οποία, σύμφωνα, με τον νέο αρχηγό των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, στην Ευρώπη Curtis Scaparotti, "θέλει να εμφανίζεται, ως παγκόσμιο κράτος", η Ελλάδα δεν έχει να χάσει, από την επανεξέταση και τον επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής.
Κάθε άλλο...
Σχόλια
Ως εκ τούτου, αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει, στα σοβαρά και να καταλήξει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Παρά τις όποιες, επί μέρους, ανακωχές, τα αμερικανικά και τα ρωσικά συμφέροντα, στον χώρο, που καλύπτει η Τουρκία και με τον οποίο γειτνιάζει, από την Μαύρη Θάλασσα, μέχρι την Μέση Ανατολή, συγκρούονται, ανελέητα. Και το κυριότερο είναι ότι, για πρώτη φορά, μετά από αρκετές δεκαετίες, οι Η.Π.Α. ηττώνται. Και μάλιστα, κατά κράτος.
Ως εκ τούτου, είτε αυτό αρέσει στους Αμερικανούς, είτε όχι (και η αλήθεια είναι ότι τους δυσαρεστεί, λόγω των αυτόνομων κινήσεων του Τούρκου προέδρου), η Τουρκία, ως χώρα και ως οικόπεδο, παραμένει άκρως σημαντική, για την αμερικανική παρουσία και τα αμερικανικά συμφέροντα, στην περιοχή. Μια διάλυσή της, ή ένας ακρωτηριασμός της, (και μάλιστα, σε συμφωνία με την Ρωσία) θα φέρει άλλους παίκτες στον χώρο αυτόν, μέσα στους οποίους θα είναι και η Ρωσία. Και αυτό είναι, για τις Η.Π.Α. ανεπιθύμητο. Ως εκ τούτου, αυτή την κατάσταση, που μέχρι τώρα, επικρατεί, στην εδαφική περιοχή, που καλύπτει η Τουρκία, οι Αμερικανοί δεν θέλουν να την διαταράξουν, με μια διάλυση αυτής της χώρας. Οι Η.Π.Α. μπορεί να κάνουν παιχνίδι, με τους Κούρδους του Ιράκ και της Συρίας (ή αύριο του Ιράν), αλλά τα όποια κουρδικά κρατικά μορφώματα τα θέλουν να υπάρχουν, ως συμπληρωματικοί παίκτες και υπό τον έλεγχο της Τουρκίας. Για τον ίδιο λόγο, δεν απευθύνονται, καθόλου, στους Κούρδους της Τουρκίας, με τους οποίους είναι πολύ προσεκτικοί και αρκούντως, εχθρικοί, όπως φάνηκε και στην περίπτωση Οτσαλάν, τον οποίο, σε συνεννόηση, με τον Κώστα Σημίτη, τον παρέδωσαν, στην ΜΙΤ.
Με αυτά τα δεδομένα, αυτό που φοβούνται οι Αμερικανοί και κυριολεκτικά το τρέμουν, είναι μήπως ο Ερντογκάν καταλάβει κάποιο ελληνικό νησί και ωθήσει την Ελλάδα, σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, τις οποίες θα μπορούσε και θα ήθελε να εκμεταλλευθεί η Ρωσία.
Ακόμη, οι ιθύνοντες στην Ουάσινγκτων, φοβούνται ότι ο Ερντογκάν μπορεί να κάνει κάποια άλλη ανοησία, σε σχέση με την Ρωσία, η οποία ανοησία να μην σχετίζεται με την Ελλάδα και θα έδινε την ευκαιρία, στον Πούτιν να καταλάβει τον Βόσπορο, την θάλασσα του Μαρμαρά και τα Δαρδανέλια.
Και εδώ, που τα λέμε, δεν έχουν άδικο, που φοβούνται, διότι ο Ερντογκάν πιστεύει ότι μπορεί να κάνει αυτό που θέλει και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί δεν θα αφήσουν ακάλυπτη την Τουρκία.
Θα δούμε...
Για την Ελλάδα τα δούναι και λαβείν με την Ρωσία είναι επικίνδυνα διότι μεταφράζονται σε παραχώρηση και άλλων κλειδιών της οικονομίας σε ξένους με αποτέλεσμα ο αφελληνισμός να επιδεινωθεί.
Η πολύ πιθανή κατάληψη Ελληνικού νησιού από τους Τούρκους θα βγάλει και το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας από τη δύσκολη θέση , πλέον θα μπορεί να επικαλείται την κατάληψη αυτή για να δικαιολογεί τη διεθνοποίηση της χώρας.
Το τί θέλουν οι Ρώσοι από την Τουρκία, είναι σαφές. Αυτό, που, πρώτ' απ' όλα, θέλουν, είναι τα Στενά και την ομαλή, απρόσκοπτη και ανεξέλεγκτη κάθοδο του στόλου τους, στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο. Και τα υπόλοιπα τα θέλουν (έλεγχο, στην περιοχή, που βρίσκονται τα πετρέλαια κλπ), αλλά τα Στενά δεσπόζουν, στα σχέδια της ρωσικής ηγεσίας. Και αυτό είναι που οι Αμερικανοί (και οι Δυτικοευρωπαίοι) δεν επιθυμούν να προκύψει, υπό οποιοδήποτε σενάριο. Γι' αυτό και δεν επιθυμούν την διάλυση της Τουρκίας.
Μπορεί οι διοικούντες, στην Ουάσινγκτων να επιθυμούν μια ανατροπή του Ερντογκάν, αλλά δεν έχουν την δυνατότητα να τον ανατρέψουν, με δημοκρατικές διαδικασίες, αφού η αντιπολίτευση είναι αδύναμη. Πραξικοπηματικά, πάλι, οι Αμερικανοί είναι, εξαιρετικά, αμφίβολο το εάν έχουν την δυνατότητα να τον ανατρέψουν. Ο στρατός, όλα αυτά τα 13 χρόνια της πολιτικής κυριαρχίας του Τούρκου ισλαμιστή ηγέτη έχει αλλοιωθεί και δεν αποκλείεται μια απόπειρα πραξικοπήματος να οδηγήσει, σε εμφύλιο πόλεμο, λόγω της ισχυρής λαϊκής υποστήριξης, που έχει ο ισλαμιστής ηγέτης, κάτι που - εάν συμβεί - θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου.
Από εκεί και πέρα, οι Αμερικανοί και οι Δυτικοί, έχουν τραυματίσει, βαρύτατα - και πιθανόν, ανεπίστρεπτα - τις σχέσεις τους, με την Ρωσία, αφού, με τις βλακώδεις ενέργειές τους, στο ουκρανικό ζήτημα, τον Φεβρουάριο του 2014, υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Ως εκ τούτου, οι όποιες παρασκηνιακές συμφωνίες, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, εάν και όταν υπάρχουν, καθίστανται επισφαλείς και αβέβαιες, λόγω της καχυποψίας, που έχει δημιουργθεί και η οποία, διαρκώς, ανατροφοδοτείται.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή με μια αφορμή (που δεν ήταν μικρή) η ρωσική ηγεσία κατέλαβε την Κριμαία, το ίδιο εύκολα μπορεί να πάρει και τα Στενά των Δαρδανελίων, εάν προκύψουν τα γεγονότα, που θα της δώσουν την ευκαιρία να πράξει κάτι τέτοιο, με τους Αμερικανούς να είναι σε απίστευτα δύσκολη θέση.
Αυτή η εξέλιξη μπορεί να προκύψει, από κάποια βλακεία της τουρκικής ηγεσίας, απέναντι στην Ρωσία (εάν π.χ. κλείσει τα Στενά, για λόγους που σχετίζονται με το συριακό). Αλλά, όπως φαίνεται ο Ερντογκάν προσέχει, επειδή έχει γνώση των κινδύνων.
Όμως, η ίδια εξέλιξη μπορεί να προκύψει, εάν ο Ερντογκάν επιχειρήσει μια στρατιωτική ενέργεια, κατά της Ελλάδας, στα νησιά του Αιγαίου, ή στο Καστελλόριζο. Αν το πράξει, θα το πράξει, όχι με την έγκριση των Αμερικανών, άλλα με την πεποίθηση ότι η ελληνική πλευρά θα συρθεί, λόγω αδυναμίας, στο τραπέζι των ουσιαστικών και οριστικών διαπραγματεύσεων και θα αποδεχθεί την νομιμοποίηση των απαιτήσεων της τουρκικής πλευράς, στο Αιγαίο και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και έχοντας δεδομένο ότι οι Αμερικανοί δεν θα αντιδράσουν, ακριβώς, επειδή θα θελήσουν να αποφύγουν μια σύγκρουση με την Τουρκία και στην πράξη, θα πάρουν (πέρα από τις όποιες φραστικές καταδίκες - το μέρος των ισχυρών, όπως έπραξαν, μετά την τουρκική εισβολή, στην Κύπρο.
Κάπου εκεί, όμως, είναι που μπορούν (όπως έχω περιγράψει, σε αυτό εδώ το δημοσίευμα, το οποίο σχολιάζουμε) να εμπλακούν οι Ρώσοι, βρίσκοντας την ευκαρία να τσακίσουν την στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας και να διαλύσουν την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, εάν (και εφ΄όσον) υπάρξουν οι πρέπουσες συμμαχίες και συνεννοήσεις, χωρίς οι Αμερικανοί να μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.
Θα δούμε...
Όσον αφορά τα υπόλοιπα, μην νομίζεις ότι, επειδή τα σενάρια αυτά είναι, όντως, πολύ επικίνδυνα, δεν μπορούν να προκύψουν, ως πραγματικότητα. Στην εποχή μας, οι εξελίξεις - δηλαδή η διαδικασία της βασανιστικής αποδόμησης, σε ρυθμό slow motion, της παγκοσμιοποίησης - έχουν εισαγάγει, σε μεγάλο βαθμό, τον παράγοντα της ανησυχαστικής αβεβαιότητας και ως εκ τούτου, όλα είναι πιθανά, όχι κάτι το γενικό και αόριστο, αλλά ως ειδικό και συγκεκριμένο.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, στην περιοχή μας, όπως και στην περιοχή των Θαλασσών της νότιας Κίνας...
Έτσι, η Ελλάδα ως νησιωτικό κράτος, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοήσει τις Η.Π.Α., η οποία είναι η σύγχρονη θαλασσοκράτειρα, αλλά, με δεδομένη την ανάγκη να απεμπλακεί, από την παρούσα ευρωδουλεία, δεν μπορεί να αγνοήσει τον τουρκικό επεκτατισμό, ο οποίος προκύπτει, από την αναθεωρητική πολιτική της γείτονος χώρας, στον χώρο του Αιγαίου, αλλά και της Θράκης.
Προφανώς, η εξίσωση αυτή είναι πολύ δύσκολη, αφού, εκ των πραγμάτων, συνυφαίνει, εν μέρει, τα συμφέροντα της χώρας μας, με την Ρωσία, δηλαδή, με μια δύναμη, η οποία δεν είναι θαλασσοκράτειρα, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί, διότι δεν βρίσκεται, στην θέση της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, την οποία ο Ιωάννης Μεταξάς μπορούσε να αγνοήσει, επιλέγοντας την συμμαχία, με την (τότε) θαλασσοκράτειρα Βρετανία.
Η σύγχρονη Ρωσία, ως υπερδύναμη, δεν μπορεί να αγνοηθεί, διότι, για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να μπορεί κάποιος να προεξοφλήσει, ως βέβαιη την ήττα της. Αλλά μια τέτοια προεξόφληση είναι αδύνατη. Πολύ περισσότερο πιθανός είναι ένας μεσομακροπρόθεσμος οδυνηρός συμβιβασμός των υπερδυνάμεων, το περιεχόμενο και τα όρια του οποίου μας είναι άγνωστα, επειδή βρίσκονται, υπό εξέλιξη και ουσιαστικά, υπό διαπραγμάτευση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ξέρουμε ότι η αμερικανική θαλασσοκρατορία, σε τοπικό επίπεδο, στην περιοχή μας, έχει δυο αδύναμους κρίκους. Πρώτα την Ελλάδα και μετά την Τουρκία.
Αυτή η πραγματικότητα δίνει μεγάλα περιθώρια ελιγμών, στο ελληνικό πολιτικό προσωπικό, εαν αυτό απεγκλωβισθεί, από τον παραδοσιακό φιλοαμερικανικό προσανατολισμό του.
Αυτός ο απεγκλωβισμός, όμως, είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι της εξίσωσης...
Αλλά και τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο.
Θα δούμε...
Μπορείτε, ακόμη, να πιστεύετε ό,τι επιθυμείτε και να νομίζετε ότι θεωρώ πως ο Πούτιν είναι ένας ... άγγελος (!!!)
Σας διαβεβαιώ ότι δεν είναι. Κάθε άλλο. Αλλά δεν είναι αυτό, που έχει σημασία.
(Όσον αφορά την αναμενόμενη, κατ' εσάς, ρωσική χρεωκοπία, καλόν είναι να διαβάσετε το σχετικό λήμμα, στο Factbook της CIA. Εκεί, θα μάθετε αρκετά. Και πάντως, όλα όσα, μάλλον, δεν γνωρίζετε).
Και τα υπόλοιπα που αναφέρετε πάσχουν, ως προς την συλλογιστική τους δομή, αλλά δεν έχει σημασία. Άλλωστε, όλες οι εκπλήξεις είναι μπροστά σας...
Αν, όμως, κάποιος δεν γνωρίζει, ούτε την μία γλώσσα, ούτε την άλλη, τότε, υπάρχει - και έχει - πρόβλημα.
Αυτό καλόν είναι να το κοιτάξετε...
(Και είπαμε : Πρέπει να αποφύγετε να αναφέρεσθε, σε πράγματα, που είναι άσχετα, μεταξύ τους. Π.χ. Λιβύη και Συρία. Όταν το καταφέρετε και αποκτήσετε την ικανότητα να προβαίνετε στην απαραίτητη - υπό την αριστοτελική της έννοια - διάκριση των πραγμάτων, τότε, ίσως, να μπορέσετε να αρθρώσετε ένα κάποιο επιχείρημα, που να μπορεί να στέκει).
Επίσης χρειάζεται να είσθε περισσότερο μελετηρός, όταν διαβάζετε ένα κείμενο. Αυτό είναι, πάντοτε, χρήσιμο, ούτως ώστε να δύνασθε να απαντάτε, σε αυτά που αυτό αναφέρεται και όχι σε αυτά, που εσείς νομίζετε.
Καλόν είναι να φροντίσετε, για την περίπτωσή σας...
Είναι κρίμα να σπαταλάτε τον χρόνο σας με άλλα πράγματα, που δεν επείγουν, όπως και όσο αυτή.
Καλή τύχη...
Ως εκ τούτου, αγαπητέ μου, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι σκοπεύετε να το πράξετε.
Σας εύχομαι τα καλύτερα...