Η Δύση σε αδιέξοδο : Ενσωμάτωση της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς, σε βάσεις ισοτιμίας, ή πόλεμος; (Η ήττα των Δυτικών στην Ουκρανία και η όξυνση των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, με την Ρωσία, για την κυριαρχία στην Ευρασία).
Η συνεχιζόμενη ουκρανική κρίση και η σταθερή παραμονή του κινδύνου, για μια ξαφνική πυρηνική σύρραξη, ανάμεσα στις δύο στρατιωτικές υπερδυνάμεις του πλανήτη - τις Η.Π.Α. και την Ρωσία - αποτελούν τα θέματα, με τα οποία θα απασχοληθώ, στο παρόν δημοσίευμα. Μπορεί ο πολύς κόσμος να εξακολουθεί να μην έχει αντιληφθεί τό άμεσο και επείγον της επικινδυνότητας της κατάστασης, που έχει διαμορφωθεί, στην νοτιοανατολική ευρωπαϊκή απόληξη του ευρασιατικού χώρου, αλλά αυτή η άγνοια δεν σημαίνει ότι οι κίνδυνοι, για μια πυρηνική αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων, στον ευρωπαϊκό χώρο (και όχι, μόνο, σε αυτόν), που ήλθαν, στην επιφάνεια, από την κρίση, στην Ουκρανία, δεν είναι υπαρκτοί, ή ότι έχουν παρέλθει. Κάθε άλλο.
Το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής αναμέτρησης του ΝΑΤΟ, με την Ρωσία, κατά την διάρκεια της οποίας θα γίνει και χρήση τακτικών και ίσως, στην συνέχεια και στρατηγικών πυρηνικών όπλων, δεν έχει απομακρυνθεί και φυσικά, δεν έχει εξαλειφθεί. Η ουκρανική κρίση μπορεί να αποτελέσει την αφορμή, αλλά, επίσης, πέρα από αφορμή, είναι και μια ικανή αιτία, για μια τέτοια εξέλιξη.
Βέβαια, η αντιπαράθεση, γύρω από την Ουκρανία, η οποία, πλέον, έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να την κατατάξουν, ως μια χρονίζουσα, πλέον, κρίση, δείχνει τις επιδιώξεις των αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων, στην περιοχή, αλλά και στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο. Για τις επιδιώξεις αυτές έχουμε κάνει λόγο σε άλλα δημοσιεύματα, αλλά χρήσιμο είναι να τις ξαναδούμε, με περισσότερες λεπτομέρειες και υπό το φως των εξελίξεων, που έχουν υπάρξει, από τον περασμένο Μάρτιο, κατά την διάρκεια του οποίου η απόσπαση της Κριμαίας, από την Ουκρανία και η προσχώρησή της στην Ρωσία, άλλαξε, σημαντικά και χωρίς συναίνεση, τα γεωγραφικά σύνορα στον ευρωπαϊκό χώρο, ύστερα από πολύ καιρό.
Οι επιδιώξεις της αμερικανικής ελίτ, όσον αφορά την μετασοβιετική Ρωσία, είναι σαφέστατες. Όπως, επίσης, αναλόγως σαφείς είναι οι επιδιώξεις και της ευρωπαϊκής ελίτ, η οποία ενεργεί και λειτουργεί, ως παρακολούθημα της αμερικανικής, με αποτέλεσμα οι στοχεύσεις και των δύο να είναι κοινές και να συνοψίζονται στην απαίτηση των Αμερικανών και των παρακολουθημάτων τους, στον ευρωπαϊκό χώρο, να συμπεριφέρεται η Ρωσία, ως μια ηττημένη και εξαρτημένη, από την Δύση, δύναμη.
Οι αμερικανικές ελίτ θεωρούν ότι η Ρωσία, ως διάδοχος και συνέχεια της "Σοβιετικής Ένωσης", είναι η ηττημένη δύναμη, στον Ψυχρό Πόλεμο. Η δύναμη, αυτή δεν είχε την τύχη της ναζιστικής Γερμανίας, μόνο και μόνο, λόγω του τεράστιου πυρηνικού της οπλοστασίου. Βέβαια, η ύπαρξη αυτού του πυρηνικού οπλοστασίου, δεν προστάτευσε την "Σοβιετική Ένωση", από τον διαμελισμό και την διάσπαση, η οποία ήλθε, ως αποτέλεσμα της ανικανότητας της ανικανότητας της "μεταρρυθμιστικής" ηγεσίας του Κ.Κ.Σ.Ε. να διαχειριστεί τον φιλελεύθερο καπιταλιστικό μετασχηματισμό του "σοβιετικού" κράτους και της κοινωνίας, στην οποία αυτό το κράτος αντιστοιχούσε.
Όμως, το πυρηνικό οπλοστάσιο της "Ε.Σ.Σ.Δ.", το οποίο κληρονόμησε η Ρωσία, ήταν ικανό να προστατεύσει την μετασοβιετική Ρωσία, από την τύχη, που της είχαν σχεδιάσει οι Δυτικοί και δεν ήταν άλλη, από αυτήν της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή την πολυδιάσπαση, έως την πλήρη κονιορτοποίηση, ξεκινώντας από τα εδάφη της Μόσχας, μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και το οπλοστάσιο αυτό προστάτευσε την Ρωσία, από την διαμελιστική βουλιμία των Αμερικανών και των Ευρωπαίων υποτακτικών τους. Η μετασοβιετική Ρωσία δεν καταστράφηκε, δεν κατακτήθηκε, δεν αποικιοποιήθηκε και απέφυγε την τύχη της μεταναζιστικής Γερμανίας, αφού το πυρηνικό της οπλοστάσιο ήταν τέτοιας ισχύος, που μπορούσε - και μπορεί - να καταστήσει τις Η.Π.Α., κυριολεκτικά, μιλώντας, μια τεράστια μάζα ραδιενεργού σκόνης. Όπως, άλλωστε και τον πλανήτη ολόκληρο.
Αλλά οι απαιτήσεις και οι ευρύτερες στρατηγικές στοχεύσεις των Αμερικανών δεν άλλαξαν κατεύθυνση. Αυτό, που δεν μπορεί να γίνει, στα γρήγορα και με το άγριο, επιδιώκεται να γίνει, σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου, μέσα από μια διαδικασία υπαγόρευσης των εξελίξεων, που αφορούν την Ρωσία, την οποία διαδικασία η ρωσική ελίτ, σύμφωνα με την λογική των Αμερικανών, οφείλει να αποδεχθεί, με κάποια, επί μέρους, μικρά - ή και μεγαλύτερα - ανταλλάγματα, μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, κατά το οποίο η διάβρωση της ρωσικής ισχύος θα οδηγήσει την ρωσική ελίτ (όπως συνέβη και με την "σοβιετική"), στο να πέσει στα γόνατα και να αποδεχθεί την υποταγή της, στις επιδιώξεις των Δυτικών.
Με λίγα λόγια, οι Δυτικοί απαιτούν από την Ρωσία να συμπεριφέρεται, σαν μια ηττημένη δύναμη, σε έναν πόλεμο - τον ψυχρό πόλεμο της "σοβιετικής" περιόδου -, ο οποίος, όμως, αν και έχει λήξει, για τους Ρώσους, δεν έχει λήξει, για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, μάλιστα, για την Δύση, ο πόλεμος αυτός, κατά της Ρωσίας συνεχίζεται.
Την συνέχιση αυτού του πολέμου, εις βάρος της, χωρίς συμμετοχή, στις εχθροπραξίες του, κλήθηκε η μετασοβιετική ρωσική ελίτ να αποδεχτεί, κατά την διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, που ξεκίνησε μετά το 1991, που κατέρρευσε η "Σοβιετική Ένωση" και η οποία περίοδος επεκτείνεται, στο απροσδιόριστο μέλλον.
Και αν η πρώτη μετασοβιετική ελίτ, που εκφραζόταν, από την νεοφιλελεύθερη ολιγαρχία του Μπορίς Γέλτσιν, αποδέχτηκε, αυτόν τον ρόλο, για την Ρωσία, με τα όποια - μικρότερα, ή μεγαλύτερα - ανταλλάγματα, εκ μέρους των Δυτικών, η διάδοχος κατάσταση αυτής της ελίτ, έτσι όπως αυτή εκφράζεται, από τον Βλαντιμίρ Πούτιν (τον οποίον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ο ίδιος ο Γέλτσιν, που τον επέλεξε, ως διάδοχό του, στην προεδρία της Ρωσίας, βλέποντας το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει η Ρωσία, εξ αιτίας της ανοικτά, υποτιμητικής και απαξιωτικής πολιτικής των Η.Π.Α., έναντι των νεοφιλελεύθερων κύκλων της Μόσχας, τους οποίους οι Αμερικανοί θεωρούσαν δεδομένους και ως αμελητέα ποσότητα), ξεκίνησε, από το 2000, μια πορεία απεγκλωβισμού της Ρωσίας, από τον ασφυκτικό κλοιό των Δυτικών.
Η συνέχιση αυτής της πορείας, για την ανάκτηση του ρωσικού αισθήματος του αυτοσεβασμού και της αποκατάστασης, στο μέτρο του εφικτού, της γεωπολιτικής και της στρατηγικής ισχύος της Ρωσίας, οδηγεί τώρα, πλέον, τον ευρασιατικό γίγαντα, την παλαιά ρωσική αρκούδα, στην πλήρη αμφισβήτηση της διαρκούς αναθεωρητικής πολιτικής των Δυτικών και στην ανατροπή της, μέσα από την ρωσική πολιτική της ανάσχεσης των πολιτικών, που συνεχίζουν να ακολουθούν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι, οι οποίες αποσκοπούν και στοχεύουν, στην ανάσχεση της Ρωσίας, επιδιώκοντας την περιθωριοποίησή της, σε μια τοπική/περιφερειακή δύναμη, η οποία δεν θα μπορεί να παίξει κανένα σημαντικό ρόλο, στις πλανητικές εξελίξεις και η οποία, στην πορεία του χρόνου , θα οδηγηθεί, στον εδαφικό κατατεμαχισμό, σε μια πολλαπλή οικοπεδοποίηση.
Αυτή, τουλάχιστον, είναι η εμμενής φιλοδοξία των Δυτικών, με απώτερο σκοπό την κυριαρχία, στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο. Μια κυριαρχία, η οποία αποτελεί και το κλειδί, για τον έλεγχο του ασιατικού χώρου και για την δημιουργία ενός ασφυκτικού κλοιού, μιας απόλυτης παγιδευτικής λαβίδας, για τον πλήρη εγκλωβισμό, την αποδυνάμωση και την απενεργοποίηση του κινεζικού γίγαντα.
Η μερική επαναφορά της ρωσικής ισχύος, η οποία έχει επιτευχθεί, κατά την εποχή της πολιτικής επικράτησης του Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει οδηγήσει, στην εμπλοκή του στρατηγικού σχεδιασμού των Δυτικών και το γεγονός αυτό έχει φέρει, στις τάξεις τους, τον πανικό, ο οποίος είναι εμφανής, σε όλες τις ενέργειες, στις οποίες καταφεύγουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την σύγχρονη Ρωσία.
Ο φόβος των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, απέναντι στην ρωσική ισχύ, δεν είναι καθόλου αβάσιμος. Είναι απόλυτα ρεαλιστικός και έχει ένα υπαρκτό, ένα άμεσο περιεχόμενο, το οποίο, γι' αυτούς, καθίσταται επίκαιρο και επείγον, προς διαχείριση και αντιμετώπιση, εξ αιτίας και του γεγονότος ότι η επαναφορά της ρωσικής ισχύος είναι, όπως είπαμε, μερική και όχι καθολική, όπως συνέβαινε την εποχή της "Σοβιετικής Ένωσης".
Το γιατί συμβαίνει αυτό, είναι εύκολα κατανοητό.
Η μερική αποκατάσταση της ρωσικής ισχύος καθιστά την σύγχρονη Ρωσία λιγότερο ικανή να διαχειριστεί, με τα συνήθη πολιτικά, διπλωματικά και - κυρίως -, με τα τρέχοντα συμβατικά στρατιωτικά μέσα, τις εχθρικές στρατηγικές επιλογές της Δύσης, που εκδηλώνονται, άμεσα, στον ευρασιατικό περίγυρο της Ρωσίας, μέσα σε συνθήκες πανικού - δηλαδή μέσα σε ένα πλαίσιο, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του ορθού λόγου, κατά την εκτίμηση της κατάστασης και όσον αφορα την διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
Πράγματι, η παλαιά συμβατική στρατιωτική ισχύς της "Σοβιετικής Ένωσης", αν και επίσης, ανισοσκελής και επαρκώς, ελλειμματική, σε σχέση, με την αντίστοιχη ισχύ των Δυτικών, έδινε πολύ περισσότερες δυνατότες χειρισμού των, κάθε φορά εμφανιζόμενων κρίσεων, αφού η ισχύς αυτή των "Σοβιετικών" ήταν, πρακτικά, αξιόπιστη - ιδίως, στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου η κυριαρχία της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος της "Σοβιετικής Ένωσης", ήταν, περίπου, πλήρης και αντισταθμιζόταν, από την αμερικανική πυρηνική ομπρέλλα και την απειλή του πρώτου πυρηνικού πλήγματος, την οποία επέσειαν οι Η.Π.Α., σε περίπτωση "σοβιετικής" συμβατικής στρατιωτικής εισβολής, στον χώρο της Δυτικής Ευρώπης.
Τώρα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η μερική αποκατάσταση της ρωσικής ισχύος δεν οδηγεί στην αντιστοίχιση της δύναμης της Ρωσίας, με αυτήν της "Ε.Σ.Σ.Δ.". Αντιθέτως, μάλιστα, η ρωσική συμβατική στρατιωτική ισχύς, παρά το μέγεθός της και παρά τις μεγάλες τεχνολογικές βελτιώσεις, στα οπλικά συστήματα, που παράγει και διαχειρίζεται, υπολείπεται, κατά πολύ, σε σχέση, με την αμερικανική συμβατική στρατιωτική ισχύ.
Αν δούμε τα σχετικά μεγέθη, που αφορούν τις στρατιωτικές δαπάνες των Η.Π.Α. και της Ρωσίας, θα αντιληφθούμε την διαφορά. Έτσι, εφέτος οι Η.Π.Α. θα δαπανήσουν, με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού τους, γύρω στα 680 δισ. $ και το 2015 θα μειώσουν, το ποσόν αυτό (αν πράξουν, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι λένε ότι θα πράξουν, κάτι το οποίο δεν πιστεύω ότι θα πράξουν, επειδή, προφανώς, οι υπολογισμοί τους έγιναν, πριν από το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης), στα 500 δισ. $, ενώ η Ρωσία προγραμματίζει ετήσιες δαπάνες, για εφέτος, οι οποίες θα φθάσουν στα 93,2 δισ. $, τις οποίες και θα αυξήσει, σύμφωνα, με όσα υπολογίζουν οι αρμόδιοι παράγοντες του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, κατά τα επόμενα έτη.
Η τεράστια απόσταση των δύο χωρών είναι εμφανής και καθίσταται, ακόμη εμφανέστερη, εάν δούμε ότι οι αντίστοιχες ετήσιες δαπάνες της Κίνας, κατά το 2014, θα φθάσουν στα 131,5 δισ. $, με προοπτική να φθάσουν, στα αμερικανικά επίπεδα, μέσα στο 2050. Και γίνεται, ακόμη εμφανέστερη, όταν αναλογισθούμε ότι οι ετήσιες αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες των 500 δισ. $ αντιστοιχούν, στο 35% των ετήσιων παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, οι οποίες αγγίζουν τα 1,43 τρισ. $.
Αυτές οι πολύ σημαντικές διαφορές, που καθιστούν μεγάλη την αμερικανική πρωτοπορεία, στις συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις (η οποία πρωτοπορεία μεγαλώνει, εάν αναλογιστούμε και την αναμφισβήτητη τεχνολογική υπεροχή των Η.Π.Α., έναντι της Ρωσίας), καθιστούν, επίσης, μη υπολογίσιμη, εκ των προτέρων, καθώς και απρόβλεπτη την κλιμάκωση της στρατιωτικής αντίδρασης της Ρωσίας, έναντι των όποιων ανορθολογικών (αφού στηρίζονται, σε ανύπαρκτα δεδομένα και σε στρατηγικά "πιστεύω" των δυτικών στρατηγικών σχεδιαστών, τα οποία δεν αντιστοιχούν, στην παρούσα θέση και ισχύ της Ρωσίας, μέσα στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων), στην σκέψη και στον σχεδιασμό, εγχειρημάτων, με τα οποία οι Δυτικοί θα προσπαθήσουν να υποστηρίξουν τους ευρύτερους γεωστρατηγικούς τους σχεδιασμούς, οι οποίοι, όπως είπαμε, επιδιώκουν την μετατροπή της Ρωσίας, σε ένα γεωπολιτικό παρία.
Η Ρωσία, ακριβώς, επειδή υστερεί, στο επίπεδο των συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων μπορεί να φλερτάρει, ανά πάσα στιγμή, με την μερική, ή την γενική, με την περιορισμένη, ή την απεριόριστη, με την τοπική, ή την πλανητική χρήση της πυρηνικής της ισχύος, προκειμένου να αποκρούσει, ανάλογα, με το εύρος και την έκτασή τους, κάθε πράξη, ή συμπεριφορά των αντιπάλων της, που θα θεωρήσει ως άμεση απειλή και η οποία θα στρέφεται εναντίον της.
Και φυσικά, αυτό η ρωσική ελίτ θα το πράξει, εάν εκτιμήσει ότι η χρησιμοποίηση των συμβατικών στρατιωτικών της δυνάμεων δεν θα μπορέσει να αποκρούσει τους κινδύνους, που θα έχει να αντιμετωπίσει, ή εάν θεωρήσει ότι η όποια απάντησή της, σε επίπεδο συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων, θα είναι ανεπαρκής. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, η ρωσική ηγεσία θα πράξει κάτι τέτοιο, εάν, εκ των πραγμάτων, αποδειχθούν τέτοιου είδους αδυναμίες, κατά την διάρκεια μιας συμβατικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης, με την Δύση - δηλαδή, με τις Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ.
Σε αυτή την περίπτωση, τα δεδομένα αλλάζουν, δραματικά. Και αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως έχουμε, ήδη, πει, η Ρωσία, σε επίπεδο πυρηνικής στρατιωτικής ισχύος, δεν είναι, ούτε Ινδία, ούτε Ιράν, ούτε Βόρεια Κορέα. Η Ρωσία, μάλιστα, δεν είναι ούτε Κίνα. Δεν είναι δηλαδή, μια περιφερειακή δύναμη, με κάποια - λιγότερο, ή περισσότερο σημαντικά - πυρηνικά όπλα, στην κατοχή της.
Η Ρωσία είναι μια πυρηνική υπερδύναμη, η οποία, μάλιστα, κατέχει και τα πρωτεία, όσον αφορά των αριθμό των πυρηνικών όπλων, σε σχέση, με τις Η.Π.Α. Και φυσικά, αυτή η αδυσώπητη πραγματικότητα καθιστά τα πράγματα πολύ επικίνδυνα, διότι η απάντηση της Ρωσίας, στους γεωπολιτικούς τυχοδιωκτισμούς των Δυτικών, μπορεί να είναι - και θα είναι - πολύ σκληρή, εάν οι Δυτικοί, δηλαδή, ουσιαστικά, οι Η.Π.Α. υπερβούν τα όρια, που τους έχουν τεθεί, από την ρωσική ελίτ, η οποία δεν θα διστάσει να πραγματοποιήσει τις απειλές της, για χρήση του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας της.
Το παιχνίδι στην γεωπολιτική σκακιέρα της νοτιοανατολικής απόληξης του ευρασιατικού χώρου, έτσι όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, στην Ουκρανία χοντραίνει. Και θα χοντρύνει, ακόμη περισσότερο, εξα αιτίας της ήττας των Δυτικών, την οποία αυτοί δεν μπορούν να αποδεχτούν. Αλλά, δεν θα αποφύγουν το πικρό ποτήρι αυτής της αποδοχής της ήττας τους. Και από ό,τι φαίνεται, τα χειρότερα δεν έχουν έλθει, ακόμη. Είναι καθ' οδόν...
Η περίπτωση της Ουκρανίας είναι πολύ χαρακτηριστική. Οι Δυτικοί, με πρώτους από όλους τους Αμερικανούς, επιχείρησαν να αποσπάσουν την Ουκρανία, από την Ευρασιατική Ένωση, η οποία τελεί, υπό την κηδεμονία της Μόσχας. Και προς το παρόν, το κατάφεραν, με την ανατροπή του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, μέσα από το πραξικόπημα του περασμένου Φεβρουαρίου, το οποίο στηρίχτηκε, στις φιλοναζιστικές δυνάμεις των νατοϊκών πρακτόρων και μισθοφόρων, που εκπαίδευσαν οι Αμερικανοί, στην Πολωνία και στην Λιθουανία και τους οποίους εξαπέλυσαν, στο Κίεβο.
Όμως, η αστραπιαία κατάληψη της Κριμαίας, από τον ρωσικό στρατό, η ουσιαστική απόσχιση, από το Κίεβο, της ανατολικής Ουκρανίας, με την βοήθεια ειδικών παραστρατιωτικών δυνάμεων του ρωσικού στρατού και των διαφόρων μυστικών υπηρεσιών του ρωσικού κράτους και η σαφέστατη απειλή των Ρώσων, ότι θα κάνουν, ακόμη και περιορισμένη χρήση πυρηνικών όπλων, εάν οποιοσδήποτε αριθμός στρατιωτικών δυνάμεων των Δυτικών εισέλθουν, στο ουκρανικό έδαφος, προκειμένου να αποκρούσουν ανοικτή ρωσική στρατιωτική επέμβαση, στην Ουκρανία, άλλαξε τα δεδομένα, στην περιοχή.
Η Ρωσία, με τις πράξεις της αυτές και κυρίως, με τις απειλές, που εξαπέλυσε, για την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, με τα οποία θα έπληττε, τις μεθοριακές, με την ίδια, με την Λευκορωσία, με την Ουκρανία και με την Μολδαβία, χώρες του ΝΑΤΟ, κατατρομοκράτησε τους Δυτικούς και κατέστησε την Ουκρανία, ουσιαστικά ένα μη κράτος, το οποίο έγινε υποχείριο, στην Ρωσία, είτε μιλάμε, για τις αποσχισθείσες ανατολικές περιοχές, είτε αναφερόμαστε, σε εκείνες τις περιοχές της κεντρικής και της δυτικής Ουκρανίας, που βρίσκονται (και για όσο βρίσκονται), κάτω από την εξουσία των πραξικοπηματιών του Φεβρουαρίου και του Πέτρο Ποροσένκο, που, μετά, από μια εκλογική διαδικασία (για την οποία η Ρωσία αδιαφόρησε, πλήρως, αφού θεωρεί την Ουκρανία δεδομένη και χωρίς σημασία το ποιός την κυβερνά), η οποία υπήρξε μια σκέτη παρωδία, εξελέγη, στις 25/5/2014, ως νέος προέδρος της χώρας.
Με αυτά τα δεδομένα, τα οποία επιτρέπουν στην ρωσική ελίτ να επέμβει, στρατιωτικά, στην υπόλοιπη Ουκρανία, όποτε αυτή θέλει και τα οποία απαγορεύουν κάτι ανάλογο, στους Δυτικούς, η τύχη της χώρας αυτής είναι προκαθορισμένη. Και δεν είναι άλλη, από την εμπέδωση του χαοτικού καθεστώτος ενός αποτυχημένου κράτους, το οποίο, στις διάφορες εκδοχές του και με όλες και τις όποιες και όσες διασπάσεις υποστεί, θα είναι ένας δορυφόρος της Μόσχας.
Με λίγα λόγια, οι Δυτικοί απέτυχαν, πλήρως. Έχουν ηττηθεί και έχουν χάσει το σύνολο της Ουκρανίας, κάτι, που, ήδη, επισημοποίησε, χθες, ο Πέτρο Ποροσένκο, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος αυτού του κρατικού μορφώματος, το οποίο, ακόμη, αποκαλείται Ουκρανία και ο οποίος, μπροστά, στην αδυναμία του αποδιοργανωμένου ουκρανικού στρατού να αντιμετωπίσει τους αυτονομιστές του μορφώματος της "Νέας Ρωσίας", που εγκαθιδρύθηκε, στα εδάφη της ανατολικής Ουκρανίας, από τους Ρώσους αυτονομιστές και τις ειδικές παραστρατιωτικές δυνάμεις του ρωσικού στρατού, που τους ενισχύουν, κήρυξε μια μονομερή κατάπαυση του πυρός.
Οι Δυτικοί χάνουν, λοιπόν την Ουκρανία.
Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Συμβαίνει, επειδή οι όποιοι τακτικισμοί τους δεν αλλάζουν την γεωγραφία της περιοχής, όσο εξακολουθούν να αρνούνται την άμεση στρατιωτική και οικονομική εμπλοκή τους, στα ουκρανικά εδάφη, προς αντιμετώπιση των ειδικών παραστρατιωτικών δυνάμεων του ρωσικού στρατού, που ούτε ο διαλυμένος ουκρανικός στρατός, ούτε οι ολιγάριθμοι ναζιστές παραστρατιωτικοί του Κιέβου, μπορούν να αντιμετωπίσουν. Και η οποία εμπλοκή θα πρέπει να είναι τέτοιας έκτασης, που να ανατρέψει τα γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής και να προσομοιάζει, προς την εμπλοκή των Η.Π.Α., στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1946 - 1949, προκειμένου η Δύση να έχει τα ανάλογα αποτελέσματα, στον συσχετισμό των δυνάμεων, επί του εδάφους.
Τέτοιας έκτασης εμπλοκή οι Δυτικοί αρνούνται, ακόμη και να την σκεφθούν. Και μπροστά, στον κίνδυνο, που αντιμετωπίζουν, από την Ρωσία, η οποία είναι διατεθειμένη να τους τσακίσει, με κάθε μέσο, που διαθέτει και ανεξάρτητα, από το όποιο κόστος, δεν έχουν άδικο, που αρνούνται μαι τέτοια εμπλοκή.
Η Ουκρανία, ως περιοχή, στις όποιες εκδοχές της και με την όποια εδαφική της διαμόρφωση και τις διάφορες κρατικές της αναπλάσεις, υφίσταται, ήδη, τον ασφυκτικό ρωσικό εναγκαλισμό, από τον οποίον δεν θα μπορέσει να ξεφύγει και λόγω της ιστορίας του γεωπολιτικού αυτού χώρου, αλλά, κυρίως, λόγω των αμείλικτων γεωπολιτικών δεδομένων και των στρατηγικών συμφερόντων, που παίζονται, στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο και τα οποία, για την Ρωσία, είναι ζωτικά.
Και τα συμφέροντα αυτά είναι εκείνα, που δεν επιτρέπουν το πέρασμα, στην σφαίρα επιρροής των Αμερικανών και των Ευρωπαίων (δηλαδή του ΝΑΤΟ), όχι μόνον της ανατολικής και της κεντρικής Ουκρανίας, αλλά, ούτε, καν, του Κιέβου και της δυτικής Ουκρανίας, διότι, απλούστατα, η Ρωσία δεν μπορεί να δεχτεί, ούτε τώρα, ούτε αργότερα, την ύπαρξη δυτικών στρατευμάτων και οπλικών συστημάτων 800 χιλιόμετρα, μακρυά από την Μόσχα και απέναντι, από τις πεδιάδες, που εκτείνονται από τα ρωσοουκρανικά σύνορα, μέχρι την ρωσική πρωτεύουσα.
Η Ρωσία θα τους τσακίσει και θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, για να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη - ακόμη και πυρηνικά όπλα. Αυτό, πλέον, έχει γίνει, απόλυτα, κατανοητό, από τους Δυτικούς, οι οποίοι το φυσάνε και δεν κρυώνει. Και φυσικά, δεν πρόκειται να κρυώσει. Όσο και αν το φυσάνε.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η ρωσική ελίτ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν βαδίζουν, στα τυφλά. Ο στρατηγικός στόχος της Ρωσίας είναι η ενσωμάτωση του "σοβιετικού χώρου", όπως αυτός διαμορφώθηκε, μετά την κατάρρευση της "Σοβιετικής Ένωσης". Φυσικά, όσοι αντιτίθενται σε αυτόν τον διακηρυγμένο, πλέον, στόχο, δεν μπορούν να θεωρηθούν φίλοι, ή εταίροι της Ρωσίας. Μπορούν να θεωρηθούν - και θεωρούνται - αντίπαλοι, ή/και εχθροί, διότι, έχει καταστεί σαφές, στην σύγχρονη ρωσική ελίτ, ότι όλοι αυτοί επιχειρούν να πλήξουν τις βάσεις τις οικονομικής, της γεωπολιτικής, της στρατιωτικής και της εθνικής ισχύος της Ρωσίας, ως περιφερειακής και ως παγκόσμιας δύναμης. Κάτι, που δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό.
Έτσι, οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις προβαίνουν, σε συχνότατες επιδείξεις ισχύος, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, παρενοχλώντας τις Η.Π.Α. και τις νατοϊκές δυνάμεις, όπου οι Ρώσοι στρατιωτικοί σχεδιαστές των ρωσικών ενεργειών κρίνουν απαραίτητο.
Όλον αυτόν τον καιρό της ουκρανικής κρίσης τα ρωσικά πυρηνικά υποβρύχια έχουν ζώσει και τις δύο ακτές των Η.Π.Α., στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό και φροντίζουν να κάνουν εμφανή την παρουσία τους.
Η ρωσική στρατηγική πολεμική αεροπορία περιπολεί, συνεχώς, από την Αλάσκα, μέχρι την Καλιφόρνια, κάνοντας φανερές ασκήσεις, επίθεσης κατά πόλεων, παραβιάζοντας και τον εναέριο χώρο των Η.Π.Α., ενώ, παράλληλα, επιτηρεί και απειλεί τις αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, στο Γκουάμ, ή οπουδήποτε αλλού, στον πλανήτη.
Ακόμη, στρατηγικά πολεμικά αεροπλάνα της Ρωσίας κάνουν ασκήσεις, έξω από την Βρετανία, με εικονικές πυρηνικές στοχεύσες, επί πολλαπλών πόλεων της βρετανικής επικράτειας και φροντίζουν, συνεχώς, να παραβιάζουν τους εναέριους χώρους των Ευρωπαίων συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Αλλά και ο ρωσικός στρατός προχωρεί σε αιφνιδιαστικές ασκήσεις χρήσης βαλλιστικών πυραύλων και συγκεντρώνει στρατεύματα, στα σύνορα, με την Ουκρανία, στα εδάφη της λεγόμενης "Νέας Ρωσίας", όπως αποκαλούνται οι αποσχισθείσες ανατολικές περιοχές της χώρας αυτής, τις οποίες ενισχύει, παντοιοτρόπως, φθάνοντας, μέχρι το σημείο του εγκλωβισμού των ουκρανικών τεθωρακισμένων και μέχρι την καταστροφή των στρατιωτικών επικοινωνιών του αποδιοργανωμένου ουκρανικού στρατού.
Και φυσικά, η ρωσική ελίτ δεν σταματά, εδώ.
Οι απειλές των Ρώσων, προς την Φιλλανδία και την Σουηδία, εάν αυτές αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το θεσμικό καθεστώς της ουδετερότητας, το οποίο έχει συμφωνηθεί, από τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου είναι σαφείς και απροσχημάτιστες.
Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Φιλλανδία, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο σαφής και κατηγορηματικός, όταν απάντησε, σε σχετικό δημόσιο ρητορικό ερώτημα του Φιλλανδού πρωθυπουργού, ο οποίος, με αφορμή τα γεγονότα, στην Ουκρανία, αναρωτήθηκε, εάν η Φιλλανδία θα έπρεπε να υποβάλει αίτημα, για την είσοδό της, στο ΝΑΤΟ.
Η ρωσική απάντηση υπήρξε άμεσα εκφοβιστική και φυσικά είχε σκοπό να κατατρομοκρατήσει και να πτοήσει την φιλλανδική ηγεσία, αφού το περιεχόμενό της, δια του στόματος του πρέσβη της Ρωσίας, στην χώρα αυτή, ήταν ότι "εάν η Φιλανδία εισερχόταν στο ΝΑΤΟ, τότε θα έπρεπε να σκεφθεί πρώτα τον εαυτό της. Θα θέλετε να συμμετέχετε, στο έναυσμα του 3ου Παγκοσμίου Πολέμου;"
Η ρωσική ελίτ προχώρησε, παραπέρα. Προειδοποίησε ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί, οποιαδήποτε άμεση, ή έμμεση, συμμετοχή της Φιλλανδίας, στα σχέδια του ΝΑΤΟ και στις όποιες κινήσεις του, προς Ανατολάς και απαίτησε από την φιλλανδική ηγεσία να μην συμμετέχει ενεργητικά στις προβοκάτσιες και στα σχέδια εξοπλισμού του ΝΑΤΟ. Η ποινή, εάν η Φιλλανδία πράξει κάτι το οποίο την εντάσσει, στους εχθρούς της Ρωσίας και στους σχεδιασμούς των νατοϊκών, θα είναι ο πόλεμος.
Έτσι, η τρέχουσα ρωσική θέση, για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι αυτή ελέγχεται και καθοδηγείται, από τις Η.Π.Α., μέσω του ΝΑΤΟ, γεγονός το οποίο έχει μετατρέψει την Φιλλανδία, σε ευρωπαϊκή αποικία, με χαρακτηριστικότερο μοντέλο αυτού του καθεστώτος την Ελλάδα, η οποία δεν κυβερνάται, πλέον, από τον όποιο πρωθυπουργό της, αλλά από τους μοντέρνους κατακτητές, οι οποίοι έχουν επιφορτίσει τον εκάστοτε Έλληνα πρωθυπουργό και ανεξάρτητα, από το ποιό κόμμα κυβερνάει, με την διατήρηση της τάξης και της κοινωνικής ηρεμίας, προκειμένου η χώρα να διατηρείται, τεχνητά, στην ζωή και με κάθε τρόπο, πέρα από την όποια μεγαλύτερη, ή μικρότερη αποτυχία των οικονομικών προγραμμάτων, που εφαρμόζονται, πειραματικά, στην Ελλάδα, μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα καταρρεύσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όλα αυτά θα συνεχίζονται, όσο υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Αλλά, εάν αυτός περάσει, ή εάν μεσολαβήσει μία "μαζική εσωτερική αντίδραση στην κατοχή και στην ληστεία", τότε η Ελλάδα, η οποία αποτελεί ένα failed state, θα οδηγηθεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα, έξω από την ευρωζώνη και θα πεταχτεί, στα σκουπίδια της Ιστορίας, αφού, όμως, προηγουμένως, θα έχει λεηλατηθεί και θα έχει εξαθλιωθεί.
Ρωσικές υπερβολές; Προπαγανδιστικές ρήσεις, οι οποίες αποσκοπούν, στην δυσφήμιση των αντιπάλων και στην καταπτόηση εκείνων, στους οποίους απευθύνονται οι ρήσεις αυτές;
Σε έναν βαθμό, ναι. Αλλά η ύπαρξη μιας στερεούς βασιμότητας, μέσα σε αυτούς τους ισχυρισμούς, είναι περισσότερο, από εμφανής.
Αυτή η νέα πραγματικότητα, που έχει διαμορφωθεί, στις σχέσεις της Ρωσίας, με την Δύση, στο σύνολό της, οδηγεί την ρωσική ελίτ να αμφισβητεί, κάθε τί, που οι αντίπαλοί της θεωρούσαν δεδομένο, μέσα από τον συσχετισμό των δυνάμεων, έτσι, όπως αυτός είχε σχηματισθεί, κατά την διάρκεια της μετασοβιετικής περιόδου, μέχρι σήμερα και το οποίο είχε αποσπασθεί από την Ρωσία, κατά παράβαση των συμφωνιών, που είχαν υπάρξει. Και αυτά, που έχουν υφαρπάξει οι Αμερικανοί, κόντρα στα συμφωνηθέντα, δεν είναι λίγα, ούτε επουσιώδη.
Έτσι, η Μόσχα αμφισβητεί, ευθέως και χωρίς περιστροφές, την επέκταση του ΝΑΤΟ, στην ανατολική Ευρώπη, δηλαδή, στις χώρες του πρώην "υπαρκτού σοσιαλισμού" και αντιδρά, σφοδρότατα και με επιθετικό τρόπο και τόνο, στην εγκατάσταση αμερικανικών και νατοϊκών στρατευμάτων, στις χώρες αυτές. Και φυσικά, δεν έχει άδικο, αφού η αμερικανική ελίτ, από την εποχή της προεδρίας του George H. Bush (δηλαδή επί πατρός Μπους), είχε συμφωνήσει ότι η ενοποίηση της Γερμανίας και η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, θα γινόταν, με την προϋπόθεση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα προχωρούσε ούτε βήμα, στην Ανατολική Ευρώπη.
Αυτή την συμφωνία και αυτή την υπόσχεση, οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ δεν την τήρησαν, αφού είχαν, απέναντί τους, την αμερικανόφιλη και νεοφιλελεύθερη ηγεσία του Μπορίς Γέλτσιν, η οποία είχε, ως οδηγό μια περίεργη και ουτοπική αυταπάτη, η οποία συνίστατο, στην πεποίθηση ότι ήταν δυνατόν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι να παύσουν να βλέπουν την Ρωσία, ως αντίπαλο και ότι, μέσα στην πορεία του χρόνου και με δεδομένη την διαδικασία φιλελευθεροποίησης της οικονομίας της, θα την αντιμετώπιζαν, ως ισότιμο εταίρο.
Αυτήν την πεποίθηση, που, στην πορεία του χρόνου, αποδείχτηκε εξωπραγματική και ανόητη, σε έναν βαθμό, την υιοθέτησε και ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η αλήθεια είναι ότι άργησε να απεγκλωβιστεί, από αυτήν, αφού είχε αναχθεί, σε έναν τύπο δόγματος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Και η αλήθεια είναι ότι η ρωσική ελίτ, σε κάποια όχι ασήμαντα τμήματά της - τα οποία, βέβαια, φθίνουν, αλλά δεν παύουν να υφίστανται -, εξακολουθεί να μην θέλει να εγκαταλείψει αυτό το μετασοβετικό "πιστεύω".
Όμως, η σκληρή πραγματικότητα και η, ανοικτά, εχθρική συμπεριφορά των Δυτικών, απέναντι, στους, προσωρινά, ηττημένους (αλλά όχι καθυποταγμένους) Ρώσους, δεν άφησε πολλά περιθώρια, στην ρωσική ηγεσία, για την συντήρηση τέτοιων αυταπατών, οι οποίες είναι καταστροφικές, για τα συμφέροντα της χώρας της, αλλά και της ιδίας, ως τμήματος της κυρίαρχης τάξης.
Έτσι, η ρωσική ελίτ έχει οδηγηθεί, στην πεποίθηση ότι οι Δυτικοί πρέπει να αντιμετωπισθούν, δυναμικά και με αποφασιστικότητα.
Γι' αυτό και τους εκφράζεται, ρητά, η απαίτηση, για την τήρηση των συμφωνιών, τις οποίες δεν τήρησαν, όσον αφορά την υπόσχεσή τους, για την μη επέκταση του ΝΑΤΟ, ούτε ένα βήμα, προς ανατολάς, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Με λίγα λόγια, η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν απαιτεί, από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, να τα μαζέψουν και να φύγουν, από τις χώρες του πρώην "υπαρκτού σοσιαλισμού", καθώς και από τις Βαλτικές χώρες, που ήσαν μέλη της "Σοβιετικής Ένωσης". Και φυσικά, η σύγχρονη Ρωσία διακηρύσσει ότι δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή η μεταφορά, στα εδάφη αυτών των χωρών, οπλικών συστημάτων των δυτικών δυνάμεων και του ΝΑΤΟ, τα οποία θα αποτελούν απειλή, για την ασφάλεια της Ρωσίας και για τα αμυντικά συστήματα, που έχουν εγκατασταθεί, στα ρωσικά εδάφη.
Και αυτές τους τις διακηρύξεις οι Ρώσοι τις εννοούν, απολύτως, αφού έχουν καταστήσει σαφές ότι οποιαδήποτε απόπειρα εγκατάστασης, στις ανατολικές χώρες, νατοϊκών οπλικών συστημάτων, τα οποία θα αποτελούν κίνδυνο, για την εγκατεστημένη ρωσική άμυνα, θα αντιμετωπιστεί δραστικά. Έτσι, οποιαδήποτε εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων, στις χώρες αυτές, ως πυραυλική, ή αντιπυραυλική ασπίδα, θα πληγεί, απροειδοποίητα, χωρίς δισταγμό και χωρίς καθυστέρηση.
Μέχρι τώρα, οι Δυτικοί έχουν πάρει το μήνυμα και έχουν αποφύγει ενέργειες, που θα προκαλέσουν τέτοιου είδους απαντήσεις, από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
Γι' αυτό και τους ξεκαθαρίζονται, με έναν απότομο και καθόλου ευγενή τρόπο, σαφώς και πλήρως, τα όρια, μέσα στα οποία μπορούν να κινηθούν, όταν έχουν να κάνουν, με θέματα και ενέργειες, που αφορούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας.
Αλλά, πέρα από την σαφή και κατηγορηματική υπόμνηση των ορίων, μέσα στα οποία μπορούν να κινηθούν οι Δυτικοί, η κυβερνώσα ρωσική ελίτ επεσήμανε, στις Η.Π.Α. και τους Ευρωπαίους φίλους και συμμάχους τους, τις συνέπειες, τις οποίες πρόκειται να υποστούν, εάν δεν συμμορφωθούν, με τις σαφείς ρωσικές υποδείξεις των ορίων δράσης τους.
Η τρέχουσα ουκρανική κρίση έχει καταδείξει και τα όρια δράσης των Δυτικών και τις συνέπειες, που αυτοί και οι φίλοι τους θα υποστούν, εάν τολμήσουν να υπερβούν αυτά τα όρια. Έτσι, κατέστη σαφές, στους Δυτικούς, ότι οποιαδήποτε νατοϊκή στρατιωτική παρέμβαση, σε οποιαδήποτε κομμάτι του ουκρανικού εδάφους, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ακόμη και σε απάντηση αιτήματος, για βοήθεια των κυβερνώντων, στο Κίεβο, θα αντιμετωπισθεί, ακόμη και με την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, ενώ έχει καταστεί σαφές ότι η Πολωνία και η Λιθουανία, οι οποίες εκπαίδευσαν και εξαπέστειλαν τους Ουκρανούς ναζιστές, στο Κίεβο, για την ανατροπή του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, θα υποστούν συνέπειες, για την αποδοχή, στα εδάφη τους, οποιωνδήποτε στρατιωτικών δυνάμεων, ή οπλικών συστημάτων του ΝΑΤΟ και της Δύσης, που θα κριθούν, ή θα μπορούσαν να κριθούν, ότι αποτελούν κίνδυνο, για την ρωσική άμυνα.
Κάπως έτσι, φαίνεται ότι τελείωσε η περίοδος των όποιων ρωσικών αυταπατών, για τις προθέσεις της Δύσης. Και κάπως έτσι, φαίνεται ότι έλαβε τέλος και η αλαζονική πεποίθηση των Δυτικών ότι μπορούν να πράξουν ό,τι θέλουν, χωρίς να λαμβάνουν, υπόψη τους, τις θελήσεις και τα συμφέροντα της Ρωσίας.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν εμποιούν φόβο, μόνο, στους Αμερικανούς.
Τρομοκρατούν, κυρίως, τους Ευρωπαίους και πολύ περισσότερο τις χώρες εκείνες, οι οποίες, μέχρι την περίοδο 1989 - 1991, βρίσκονταν κάτω από την "σοβιετική" κυριαρχία, οι οποίες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η κάλυψη και η προστασία, που τους παρέχει το ΝΑΤΟ, είναι πολύ πιθανόν να είναι ανύπαρκτη, αφού την ώρα της σύγκρουσης, ίσως, οι Η.Π.Α. να μην εμφανισθούν, στα πεδία των μαχών και να εγκαταλείψουν τους τωρινούς τους εταίρους και συμμάχους, στις διαθέσεις των Ρώσων.
Βλαντιμίρ Πούτιν και Μπαράκ Ομπάμα, σε παλαιές καλές στιγμές. Η εποχή των μειδιαμάτων έχει παρέλθει, ανεπιστρεπτί. Στον Barack Obama, έτυχε το κακό μαντάτο της έμπρακτης αμφισβήτησης της πλανητικής κυριαρχίας των Η.Π.Α., από έναν αντίπαλο - την Ρωσία - ο οποίος είναι αξιόπιστος, ως προς το περιεχόμενο των απειλών, που εκτοξεύει. Και οι αντιδράσεις του Αμερικανού προέδρου δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές. Κάθε άλλο, μάλιστα...
Φυσικά, ο Barack Obama και η αμερικανική διοίκηση προσπαθούν να πείσουν τους συμμάχους τους ότι οι Η.Π.Α. δεν πρόκειται να αποσυρθούν, από την ανατολική Ευρώπη, αλλά η στάση της Ρωσίας, η αυξημένη επιθετικότητα της Κίνας και το γεγονός ότι η Ευρώπη βρίσκεται πίσω, από την Ασία, σε επίπεδο στρατιωτικών δαπανών, δεν ενισχύουν καθόλου την πειστικότητα των διαβεβαιώσεων των Αμερικανών, οι οποίοι δεν έχουν την ελευθερία των κινήσεων, στον χώρο της ανατολικής Ευρώπης, αφού έχουν αναλάβει δεσμεύσεις, έναντι των Ρώσων, τις οποίες, μάλιστα, δεν τήρησαν και εγκαλούνται, για αυτή τους την παρασπονδία, ενώ δεν μπορούν να αγνοήσουν τους εγκαλούντες Ρώσους, οι οποίοι δεν αποτελούν μια δύναμη, που μπορεί να αγνοηθεί.
Οι Ρώσοι δεν είναι Ιρακινοί, ούτε Αφγανοί και τα αντίμετρα, που μπορούν να λάβουν, έναντι των Αμερικανών, θα κοστίσουν στην αμερικανική ελίτ, η οποία βρίσκεται ενώπιον του κινδύνου ενός διεθνούς διασυρμού και μιας επονείδιστης ήττας.
Αυτό που ζητούσε και επιδίωκε η ρωσική ελίτ, μετά την κατάρρευση της "Σοβιετικής Ένωσης", την οποία η ίδια προώθησε (έστω και αν, τώρα, έχει μετανοιώσει, γι' αυτήν την επιλογή) και αυτό, που εξακολουθεί να ζητάει και να επιδιώκει, είναι η ενσωμάτωση της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς και η δημιουργία μιας ενιαίας ευρασιατικής ζώνης, η οποία θα είναι συνδεδεμένη με τις Η.Π.Α., μέσω του ΝΑΤΟ.
Ζητεί, δηλαδή, η ρωσική ελίτ την ένταξη της Ρωσίας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, τον μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε Ευρασιατική Ένωση και την δημιουργία ενός ευρασιατλαντικού συστήματος ασφαλείας, το οποίο - εάν σχηματισθεί - θα κατέχει μια μακραίωνη κυριαρχία, στον πλανήτη ολόκληρο.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι κατηγορούνται, από την ρωσική ηγεσία, ότι δεν επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη και ότι προτιμούν να ακολουθούν την πεπατημένη λογική τους, που στηρίζεται, στην γεωπολιτική αποσταθεροποίηση και στην απομόνωση της Ρωσίας, με κυρίαρχο στόχο την απώθηση της Ρωσίας, στην Ασία, με την διεύρυνση, προς την ανατολή, του γεωπολιτικού χώρου, που βρίσκεται, στον έλεγχό τους.
Η ρωσική ηγεσία δεν έχει άδικο, στις διαπιστώσεις, που, τώρα, κάνει. Αντιθέτως, είχε άδικο, ως προς τις αυταπάτες, που έτρεφε, πιστεύοντας ότι οι δικές της θελήσεις και επιθυμίες μπορούσαν να ταυτισθούν, με τις θελήσεις και τις επιθυμίες των Δυτικών, με τελικό στόχο την ένταξη της Ρωσίας, στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Η Ρωσία, προς το παρόν, αλλά και στο απώτερο προβλεπτό μέλλον, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, από τους Δυτικούς, ως ισότιμος εταίρος, ή, έστω, ως απλός εταίρος. Και αυτό δεν έχει να κάνει, απλώς, με την Ιστορία, με τον πολιτισμό, ή με κάποια συναισθήματα απλής δυσπιστίας, ή ανασφάλειας, που τρέφουν οι Δυτικοί. Όλα αυτά έχουν μικρή αξία, αφού η Δύση μπόρεσε να ενσωματώσει, στους κόλπους της, την Γερμανία και πολύ περισσότερο, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα και μια σειρά, από άλλες χώρες, οι οποίες, γεωγραφικά, ανήκουν, στην Ανατολή και όχι, στην Δύση.
Η άρνηση των Αμερικανών και των Ευρωπαίων - δηλαδή του σκληρού πυρήνα αυτού, που, σχηματικά, αποκαλούμε Δύση - να αποδεχθούν την ένταξη της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς και να την δουν, ως τμήμα της Δύσης, στηρίζεται στην γεωγραφία, στα μεγέθη και στην ισχύ. Και αν δούμε τα σχετικά δεδομένα, μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς σκέπτονται, το τί σχεδιάζουν και το πώς ενεργούν οι δυνάμεις της Δύσης.
Μια Ρωσία ενταγμένη στους δυτικούς θεσμούς, δηλαδή, στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι κυρίαρχη στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο, μόνο και μόνο, εάν δούμε την γεωγραφία του χώρου. Αυτή η γεωγραφία, παραπέμπει, άμεσα, στα μεγέθη και στην σύγκρισή τους. Και αυτά τα μεγέθη, με την σειρά τους, παραπέμπουν, στην αντιπαραβολή και στην κατανομή της ισχύος. Και μόνον η απλή θέαση των δεδομένων της πραγματικότητας του ευρασιατικού χώρου, από την Λισαβώνα, μέχρι το Βλαδιβοστόκ, είναι καταθλιπτική, για τους Δυτικούς και ειδικά, για τους Ευρωπαίους.
Με δεδομένο το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. είναι μακριά και ότι δεν έχουν δυνατότητα επιρροής, επί των εξελίξεων και επί του συσχετισμού των δυνάμεων, μέσα στον χώρο αυτό, η γεωγραφία της περιοχής, το τεράστιο μέγεθος της Ρωσίας η, ομοίως, τεράστια γεωπολιτική ισχύς, που αυτό το μέγεθος δίνει, στην ρωσική ελίτ και η στρατιωτική υπεροπλία, που ακολουθεί αυτή την γεωπολιτική ισχύ, καθιστά την Ρωσία, περίπου, απόλυτη δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί, με οποιονδήποτε τρόπο.
Αυτή η κατάσταση, με αυτόν τον συσχετισμό των δυνάμεων, καθιστά τις ευρωπαϊκές ελίτ ουραγούς και υποτελή παρακολουθήματα της ρωσικής ελίτ, η οποία θα έχει τον πρώτο και το τελευταίο λόγο, για κάθε τί, που αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο και θα έχει αποκτήσει ένα τεράστιο προβάδισμα, απέναντι στις Η.Π.Α., στον ανταγωνισμό τους, για την παγκόσμια κυριαρχία, με αποτέλεσμα να υποχρεώσει τους Αμερικανούς να στραφούν, σε μια στρατηγική συμμαχία, με την Κίνα.
Το τέλος αυτής της διαδικασίας, εάν αφεθεί να προχωρήσει, είναι προδιαγεγραμμένο :
Λιγότερο, ή περισσότερο, γρήγορα, αλλά, κάθε περίπτωση, γρήγορα, μια ηγεμονεύουσα, στον ευρωπαϊκό χώρο, Ρωσία θα παραγκωνίσει τις Η.Π.Α., τις οποίες και θα καταστήσει υποτελείς.
Αυτό είναι το εφιαλτικό σενάριο, που οδηγεί τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς να μην επιθυμούν την ένταξη της Ρωσίας, στην Δύση, στην βάση μιας εταιρικής ισοτιμίας. Η αποδοχή της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς, στην βάση της εταιρικής ισοτιμίας, λόγω γεωγραφίας, μεγέθους και ισχύος, θα οδηγήσει στην ρωσική επικράτηση, στον ευρωπαϊκό χώρο, θα καταστήσει τους Ευρωπαίους υποτελείς, στην Ρωσία, η οποία, έτσι, θα νικήσει τους Αμερικανούς, σε πλανητικό επίπεδο.
Αυτός είναι ο φόβος των Δυτικών. Αλλά, πέρα από φόβος, αυτή η πιθανολόγηση αποτελεί και πρόφαση, προκειμένου να αποφευχθεί η ισότιμη ένταξη της Ρωσίας, στην Δύση. Η πραγματικότητα και σε αυτήν την περίπτωση, που εξετάζουμε, είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη, από όσο φαίνεται.
Στην πραγματικότητα, οι παραδοσιακές δυτικές δυνάμεις δεν αρνούνται, κάθε μορφή ένταξης της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς. Εδώ, δέχτηκαν την ένταξη, στους θεσμούς της Δύσης, των ηττημένων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, παρά τις εκατόμβες των θυμάτων, που άφησε πίσω του, αυτός ο πόλεμος. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν λογικό να αρνηθούν, κάθε μορφή ένταξης της Ρωσίας, στην Δύση. Και πράγματι, υπάρχει μια συγκεκριμένη περίπτωση αποδοχής της Ρωσίας, στην Δύση.
Αυτή η συγκεκριμένη μορφή αποδοχής της εισόδου της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς, προϋποθέτει ότι η Ρωσία θα είναι, εντελώς, ακίνδυνη, για τα συμφέροντα των μεγαλύτερων δυτικών χωρών. Προϋποθέτει, δηλαδή, μια ηττημένη Ρωσία. Και λόγω του μεγέθους της χώρας αυτής, καθώς και λόγω της ισχύος, που αναδεικνύει αυτό το μέγεθος, μια ηττημένη Ρωσία σημαίνει μια πολυδιασπασμένη Ρωσία.
Αλλά μια πολυδιασπασμένη Ρωσία δεν είναι η Ρωσία, που γνωρίζουμε. Και φυσικά, δεν είναι η Ρωσία, που οι ίδιοι οι Ρώσοι γνωρίζουν.
Αυτή η Ρωσία είναι κάτι το, ριζικά, διαφορετικό. Είναι ένα συνονθύλλευμα κρατών και κρατιδίων, μέσα στα οποία, προφανώς, θα υπάρχει και μια μικρή Ρωσία, τα οποία θα ελέγχονται, από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις και τα οποία θα ετεροπροσδιορίζονται, από αυτές.
Στην περίοδο του "σοβιετικού" καθεστώτος, σε ένα τέτοιο συνονθύλλευμα κρατών και κρατιδίων έλπιζαν, υπολόγιζαν και σχεδίαζαν οι Δυτικοί ότι θα κατέληγε η "Σοβιετική Ένωση", όταν θα κατέρρεε. Και μια καρικατούρα ενός τέτοιου συνονθυλλεύματος κρατικών μορφωμάτων και κρατικών οπλαρχηγιών φάνηκε να διαδέχεται το παλαιό "σοβιετικό" κράτος, δημιουργώντας την μεγαλύτερη στρατηγική καταστροφή, που έχει γνωρίσει ο σύγχρονος κόσμος.
Προφανώς, η διάλυση της "σοβιετικής" αυτοκρατορίας, κατά την περίοδο 1989 - 1991 και η δημιουργία μιας όχι μικρής σειράς κρατών, που διαδέχτηκαν την "Ε.Σ.Σ.Δ", καθώς και οι πόλεμοι, που ξέσπασαν, σε αρκετά, από αυτά, μαζύ με την ομοσπονδιοποίηση της Ρωσίας, συνέβαλαν, στην γεωπολιτική αποδυνάμωση όλων αυτών των κρατικών υποστάσεων, που ήλθαν στην επιφάνεια. Και αυτή η γεωπολιτική αποδυνάμωση πήρε μεγάλες διαστάσεις, κράτησε πολύ. Στην πραγματικότητα, ουδέποτε έπαυσε και θα κρατήσει, για καιρό, ακόμη.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η καταβαράθρωση του γεωπολιτικού αυτού χώρου έχει ανακοπεί. Ο μετασοβιετικός χώρος και οι πληθυσμοί του θα ζήσουν, για αρκετά χρόνια, τις συνέπειες της γεωστρατηγικής καταστροφής, που επέφερε η διάλυση της "Σοβιετικής Ένωσης", αλλά τα χειρότερα, για τον χώρο αυτόν, είναι πίσω του - με δεδομένο ότι οι ηγετικές ελίτ, που θα κρίνουν την πορεία του, μέσα στον χρόνο, δεν θα λάβουν καταστροφικές αποφάσεις, ανάλογες, με εκείνες τις αποφάσεις, που έλαβε η ύστερη "σοβιετική" ελίτ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις οποίες δεν στάθηκε ικανή να διαχειρισθεί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, πρέπει να ειδωθεί και να καταμετρηθεί η νίκη των Δυτικών, στον Ψυχρό Πόλεμο, της περιόδου 1946 - 1991 και η καταστροφή της "Σοβιετικής Ένωσης".
Η ήττα των "Σοβιετικών" υπήρξε, προφανώς, μεγάλη. Όπως τεράστια ήταν και η γεωπολιτική καταστροφή, που ακολούθησε. Και τα δύο αυτά μείζονα γεγονότα, σαφώς χρεώθηκαν, στην Ρωσία. Και χρεώθηκαν, ορθώς. Με μια διαφορά, η οποία είναι σημαντική :
Η ήττα αυτή της Ρωσίας δεν ήταν μια οριστική ήττα, όπως ήθελαν να πιστεύουν ορισμένοι κύκλοι στην Δύση. Η ήττα αυτή ήταν προσωρινή ήττα. Και αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι εκείνο, που κάνει την διαφορά, σε σχέση με όλες τις άλλες περιπτώσεις του παρελθόντος, κατά τις οποίες οι δυτικές δυνάμεις ενσωμάτωσαν, στην Δύση, τις ηττημένες δυνάμεις του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Όπως, επίσης, αυτό το γεγονός είναι εκείνο, το οποίο δεν επιτρέπει, στους Δυτικούς, να αποδεχθούν την ένταξη της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς.
Η ενσωμάτωση της Γερμανίας, στους δυτικούς θεσμούς (η οποία ήταν εύκολη, αφού η Γερμανία αποτελεί τμήμα της Δύσης, όπως, άλλωστε, εξ αντικειμένου, τμήμα της ευρωπαϊκής Δύσης αποτελεί και η Ρωσία), όπως, επίσης και της Ιαπωνίας (αν και η χώρα αυτή ανήκει, στην παράδοση της Ανατολής) πραγματοποιήθηκε, αφού έγινε αποδεκτή, από τις δυτικές δυνάμεις, ακριβώς, επειδή η ήττα των χωρών αυτών δεν ήταν μια προσωρινή ήττα, όπως συνέβη, στην περίπτωση της Ρωσίας. Η ήττα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας υπήρξε μια ολοκληρωτική ήττα, η οποία κατέστησε τις χώρες αυτές πραγματικές αποικίες της Δύσης και ειδικότερα, των Η.Π.Α., οι οποίες καθοδηγούν, με στιβαρό χέρι, όχι μόνο τις στρατηγικές επιλογές των χωρών αυτών, αλλά και ένα μεγάλο μέρος, από τις λεπτομέρειες των ασκούμενων πολιτικών, από τις χώρες αυτές.
Έτσι, αυτές οι, ολοκληρωτικά και οριστικά, ηττημένες χώρες μπόρεσαν και τους επιβλήθηκε να ενσωματωθούν, στην Δύση, ακριβώς, επειδή αποικιοποιήθηκαν, από τις δυτικές δυνάμεις και δεν είναι τίποτε περισσότερο, από παρακολουθήματα των Η.Π.Α., που προσδιορίζουν, περίπου, τα πάντα, που αφορούν τις χώρες αυτές. Προφανώς, μέσα στην πορεία του χρόνου, ο βαθμός εξάρτησης της Γερμανίας (περισσότερο) και της Ιαπωνίας (λιγότερο), από τις Η.Π.Α. έχει διαφοροποιηθεί, έχει αλλάξει, αφού ο χώρος της αυτονομίας τους έχει διευρυνθεί, αλλά, ως προς τα κεφαλαιώδη και τα καθοριστικά, η κατάσταση παραμένει, ως είχε, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (και οι Γερμανοί πολιτικοί εξακολουθούν να φέρουν βαρέως το γεγονός ότι το καθεστώς της 9ης Μαΐου 1945, που επιβλήθηκε, στην κατεχόμενη Γερμανία, από τους νικητές του πολέμου, εξακολουθεί να ισχύει, ως έχει).
Η Ρωσία τέτοια οριστική και ολοκληρωτική ήττα δεν έχει υποστεί.
Η χώρα αυτή δεν αποικιοποιήθηκε, από τις Δυτικές δυνάμεις, μετά την κατάρρευση της "Σοβιετικής Ένωσης". Ακόμη και στις περιόδους εκείνες, που οι Αμερικανοί έλυναν και έδεναν, τις καταστάσεις στο Κρεμλίνο και προσδιόριζαν (ή ορθότερα επηρέαζαν, πολλές φορές καθοριστικά) τις ασκούμενες πολιτικές της Ρωσίας, αυτό συνέβαινε, όχι επειδή η χώρα είχε, ουσιαστικά, αποικιοποιηθεί, από την Δύση, αλλά επειδή, αυτό το μοντέλο είχε επιλεγεί, από το νεοφιλελεύθερο τμήμα της "σοβιετικής" ρωσικής ελίτ, η οποία είχε επιλέξει την πλήρη καπιταλιστικοποίηση της ρωσικής οικονομίας και κοινωνίας, πάνω στα πρότυπα της δυτικής εκδοχής του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Όπως έχουμε πει, η Ρωσία κατάφερε να αποφύγει την τύχη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, λόγω του τεράστιου πυρηνικού οπλοστασίου, το οποίο κληρονόμησε, από την "Σοβιετική Ένωση". Το οπλοστάσιο αυτό την προστάτευσε, από την ολοκληρωτική ήττα και την υποταγή της, στις επιθυμίες και στην βουλιμία των νικητών του Ψυχρού Πολέμου, κατέστησε την ήττα της προσωρινή και της επίτρεψε μια μελλοντική επαναφορά της, στο παγκόσμιο προσκήνιο, κάτι το οποίο, όσο και αν αργούσε, θα προέκυπτε, εκ των πραγμάτων, λόγω του αχανούς μεγέθους της χώρας, την οποία οι Δυτικοί απέτυχαν να κατατεμαχίσουν, σε διάφορα ελεγχόμενα, από αυτούς, τιμάρια.
Αυτή η Ρωσία, η σύγχρονη Ρωσία, η οποία βρίσκεται, στην διαδικασία της επαναφοράς της, ως παγκόσμιας δύναμης, όσο και αν αυτή η διαδικασία απέχει, μακράν, από το να ολοκληρωθεί, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ως εταίρος της Δύσης, διότι, εάν η τωρινή Ρωσία γίνει αποδεκτή και συμμετάσχει, στους δυτικούς θεσμούς ο ρόλος της δεν θα είναι αυτός του ηττημένου και τεμαχισμένου περιφερειακού παρία, που της επιφυλάσσουν, μέσα στα πλαίσια της συμμετοχής της, στους δυτικούς θεσμούς, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι. Θα είναι ο ρόλος του ισότιμου εταίρου, με τους νικητές. Και αυτός ο ρόλος δεν είναι επιθυμητός, από τις παραδοσιακές δυνάμεις της σύγχρονης Δύσης.
Όμως, οι Δυτικοί βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Οι αναλύσεις τους είναι εξωπραγματικές και παλαιομοδίτικες. Βλέπουν το παρόν και το μέλλον, μέσα από το πρίσμα του απώτερου παρελθόντος και δεν αντιλαμβάνονται (και όταν το αντιλαμβάνονται, προτιμούν να το παρακάμψουν) ότι, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των διαφόρων ελίτ, που συναπαρτίζουν τις κυρίαρχες δυτικές κοινωνίες, βλάπτουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους, ως συνόλου, αφού αυτά, όχι μόνον επιτρέπουν, αλλά και επιβάλλουν την αποδοχή, την ένταξη και την ενσωμάτωση της Ρωσίας, στους δυτικούς θεσμούς.
Η ενσωμάτωση αυτή, είναι βατή και επιτεύξιμη, αφού η Ρωσία βλέπει τον εαυτό της, ως κομμάτι της Δύσης και υπήρξε και παραμένει, πάντοτε, Δύση, παρά την βαριά επίδραση, που υπέστη, από τον ανατολικό δεσποτισμό και τα τεράστια ιστορικά - και όχι μόνον - βάρη, που αυτός επισώρευσε, στο σώμα της ρωσικής κοινωνίας.
Προφανώς, η ένταξη της Ρωσίας, στους θεσμούς της Δύσης, αν και βατή, δεν θα είναι εύκολη και ανέφελη. Η Ρωσία έχει την νοοτροπία μιας τεράστιας και ισχυρής αυτοκρατορίας, με πρωτεύοντα όπλα, αυτά της στρατιωτικής ισχύος και εσχάτως, της ενέργειας και των άφθονων πρώτων υλών, που υπάρχουν, στα αχανή εδάφη της. Φυσικά, η χώρα αυτή αποτελεί τον μόνο αξιόλογο σύγχρονο απόγονο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως, επίσης και το κύριο άμεσο τέκνο της "Σοβιετικής Ένωσης", το πυρηνικό οπλοστάσιο της οποίας προστάτευσε την Ρωσία, από την αποικιοποίηση και την πολυδιάσπαση.
Αλλά, παρά τα παραπάνω, η Ρωσία βρίσκεται, καθ' οδόν, προς την κοινωνική και την πολιτική μετεξέλιξή της, σε μια κανονική χώρα της Δύσης και η οποία χώρα ζητεί να αντιμετωπισθεί, ως τέτοια. Και έχει δίκιο, που το ζητεί. Και αυτό της το αίτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί και ικανοποιηθεί, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία έχει, παράλληλα, μετεξελιχθεί σε έναν ισχυρό αντίπαλο της, πέραν του Ατλαντικού, υπερδύναμης και παρά το γεγονός ότι τα παιχνίδια εξουσίας, με στόχο την παγκόσμια ηγεμονία και με λάφυρο την Ευρώπη, έχουν βρεθεί, στην πρώτη γραμμή του πλανητικού ενδιαφέροντος.
Οι δυσκολίες, στην πορεία της ενσωμάτωσης της Ρωσίας, στην Δύση, προφανώς, θα υπάρξουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ενσωμάτωση αυτή πρέπει να αποφευχθεί. Κάθε άλλο. Η ενσωμάτωση της Ρωσίας, στην Δύση, πρέπει να προχωρήσει και πρέπει να ολοκληρωθεί, παρά τις όποιες δυσκολίες, που θα προκύψουν, μέσα από αυτήν την διαδικασία και οι οποίες μπορούν να ξεπεραστούν.
Η Δύση, με λίγα λόγια, πρέπει να κατανοήσει και να αποδεχθεί ορισμένα βασικά πράγματα, στην σχέση της, με την Ρωσία :
1) Η Δύση δεν μπορεί να καθυποτάξει την Ρωσία. Δεν υπάρχει δρόμος, προς την υλοποίηση μιας τέτοιας επιδίωξης.
2) Η Δύση δεν μπορεί να διαμελίσει και να διαμοιράσει τα ιμάτια της Ρωσίας. Ο δρόμος, για μια τέτοια επιδίωξη, είναι κλειστός.
3) Η Δύση δεν μπορεί να νικήσει την Ρωσία. Πρέπει να αποδεχτεί το απλό, αλλά και αληθές, γεγονός ότι η μεγάλη νίκη της, επί της "Σοβιετικής Ένωσης", η οποία είχε δραματικές επιπτώσεις και στην Ρωσία, δεν σήμανε και την οριστική ήττα της Ρωσίας, αφού το ρωσικό κράτος και η ρωσική κοινωνία, μέσα από την προστασία, που τους παρείχε και εξακολουθεί να τους παρέχει, το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο, που κληρονόμησαν, από την "Ε.Σ.Σ.Δ.", απέφυγαν την πλήρη ήττα, καθώς και την τύχη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας.
4) Η Δύση δεν μπορεί να ξεφορτωθεί την Ρωσία. Η γεωγραφία είναι αμείλικτη και από την στιγμή, που η Ρωσία, από την εποχή των τσάρων, παγιώθηκε, ως μια αχανής ευρασιατική δύναμη, ουδείς μπορεί να την ξεφορτωθεί. Εκτός, εάν πολεμήσει. Αλλά, μια τέτοια επιλογή θα είναι, απολύτως, καταστροφική, για όποιον την τολμήσει, αφού θα είναι υποχρεωμένος να αδρανοποιήσει, μέσα από ένα πρώτο πυρηνικό πλήγμα, πλήρως, ή περίπου, πλήρως, το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας, άλλως θα υποστεί τις αναμενόμενες συνέπειες των όσων επιχειρήσει να πράξει. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κάτι τέτοιο, όσο και αν είναι αδιανόητο, κάποιοι (λιγότερο, ή περισσότερο) νοσηροί εγκέφαλοι, που βρίσκονται στην Δύση και κυρίως, στις Η.Π.Α., το σκέπτονται, κατά καιρούς. Ματαιοπονούν και στο βάθος, το ξέρουν, όσο και αν επιθυμούν να παρακάμψουν αυτή τους την γνώση.
Ως εκ τούτου, οι Δυτικοί καλόν είναι να το πάρουν απόφαση. Την Ρωσία δεν την νίκησαν, οριστικά. Και δεν μπορούν να την νικήσουν, ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον. Δεν μπορούν να την καθυποτάξουν. Δεν μπορούν να της υπαγορεύσουν την συμπεριφορά. Δεν μπορούν να την αποικιοποιήσουν. Δεν μπορούν να την αγνοήσουν. Δεν μπορούν να την ξεφορτωθούν.
Οφείλουν, έχουν υποχρέωση, στον εαυτό τους και στις κοινωνίες, που εκφράζουν, να την ενσωματώσουν, στους δυτικούς θεσμούς και να την καταστήσουν τμήμα και ισότιμο εταίρο της Δύσης.
Άλλως, θα υποχρεώσουν την Ρωσία να στραφεί, αμετάκλητα, προς την Κίνα. Και κάτι τέτοιο δεν θα είναι καθόλου, μα καθόλου, ευχάριστο για όλους τους...
Σχόλια
Και αυτήν την ένταξη είναι, που δεν επιθυμούν οι Αμερικανοευρωπαίοι...
Και η μεν και οι δε, έχουν τα όποια δίκια τους, αλλά η ουσία είναι ότι, μέσα από την μίζερη βραχυπρόθεσμη οπτική, που εξετάζουν τις εξελίξεις, χάνουν την ευρύτερη εικόνα και το μακροπρόθεσμο συμφέρον όλων τους, το οποίο είναι κοινό...