2010 - 2013 : Η προκρούστεια παγίδευση της Ελλάδας ανάμεσα στην εξίσωση του μηδενισμού του δημοσιονομικού και του εμπορικού ελλείμματος και της ραγδαίας πτώσης των επενδύσεων. Οι υστερόβουλες προθέσεις της τρόϊκας των εκπροσώπων των δανειστών, οι ιδεοληψίες της για την ελληνική "κρίση υπερεπένδυσης" και η συνάρτηση της κατανάλωσης του John Maynard Keynes.
Η συνάρτηση της κατανάλωσης στην βραχυχρόνια και στην μακροχρόνια περίοδο, κατά την τρέχουσα οικονομική θεωρία.
Η συνάρτηση της κατανάλωσης (η σχέση της κατανάλωσης, με το εισόδημα) στην βραχυχρόνια και στην μακροχρόνια απεικόνισή της, εμφανίζει μια σημαντική απόκλιση στην συμπεριφορά. Στην βραχυχρόνια διάστασή της (απεικονίζεται με την ελαφρά πράσινη γραμμή) συμφωνεί με τις παρατηρήσεις του John Maynard Keynes, για την φθίνουσα, μέσα στον χρόνο, μέση ροπή προς κατανάλωση (Average Propensity to Consume).
Όμως, όταν εξετάζονται οι μακροχρόνιες περίοδοι (έντονη πράσινη γραμμή), διαπιστώνεται ότι η μέση ροπή προς κατανάλωση δεν πέφτει όταν αυξάνεται το εισόδημα, γεγονός το οποίο στηρίζει την κλασική και νεοκλασική θεωρία, η οποία δίνει προτεραιότητα στην συνάρτηση της παραγωγής.
Έτσι στην περίπτωση της βραχυχρόνιας συνάρτησης κατανάλωσης, η μέση ροπή προς κατανάλωση φθίνει και δικαιώνει τον Κέϋνς, ενώ στην περίπτωση της μακροχρόνιας συνάρτησης κατανάλωσης η μέση ροπή προς κατανάλωση εμφανίζεται, ως σταθερή και φαίνεται να ταριάζει με τους κλασικούς και τους νεοκλασικούς ισχυρισμούς.
Οι οικονομολόγοι, μέσα από αυτήν την παρατήρηση θεώρησαν ότι συμφιλίωσαν τα οικονομικά της ζήτησης, με τα οικονομικά της προσφοράς.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, όπως εξηγώ παρακάτω, η εμφανιζόμενη ως μακροχρόνια σταθερότητα της μέσης ροπής προς κατανάλωση και τα οικονομικά της προσφοράς, αποτελούν υποπερίπτωση της αποκαλούμενης βραχυχρόνιας συνάρτησης κατανάλωσης.
Αυτό συμβαίνει, απλούστατα, επειδή λαμβάνουν χώρα, μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου, με το μεγάλο κράτος - σταθεροποιητή των μακροοικονομικών μεγεθών, με όπλο την δημοσιονομική πολιτική και τις μεγάλες κρατικές δαπάνες και τα παρομοίως, μεγάλα κρατικά έσοδα.
Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται, σε ποικίλες παραλλαγές, έως σήμερα και ενισχύει σημαντικά, μέσα από μια τεράστια ανακατανομή του πλούτου, τα καταναλωτικά επίπεδα του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού (και όχι μόνον αυτών). Αλλά, πέρα από το κράτος και τις δράσεις του, σημαντικός αρωγός, που ενισχύει την διατήρηση της μέσης ροπής προς κατανάλωση, σε σταθερά επίπεδα, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα είναι και ο τεράστιος μηχανισμός του μάρκετινγκ, των τεχνικών των πωλήσεων, της μαζικής διαφήμισης και των διαρκώς ανανεούμενων αναγκών, που κατασκευάζονται και πλασσάρονται στις αγορές, είτε αυτές οι ανάγκες είναι πραγματικές, είτε όχι.
Ακόμη, με δεδομένη την παρατηρούμενη αδυναμία μετατροπής των αποταμιεύσεων, σε επενδύσεις, όπως κατέδειξαν η κρίση της δεκαετίας του 1930 και η σύγχρονη επιμένουσα διεθνής ύφεση, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2008, για να αποδομήσει και να καταστήσει κλινικά νεκρή την ευρωζώνη, αλλά, ουσιαστικά, έχει τις ρίζες της στην παγκοσμιοποίηση, στην μεγάλη ανισοκατανομή του εισοδήματος και φυσικά στην πτώση της ροπής προς κατανάλωση, που τις ακολούθησε, γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι οι θεωρητικοί της παλαιότερης και της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης βιάστηκαν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι συμφιλιώνουν την κεϋνσιανή ανάλυση για την συναθροιστική ζήτηση και την συνάρτηση της κατανάλωσης, με την κλασική και την νεοκλασική ανάλυση για την συναθροιστική προσφορά και την συνάρτησή της.
Αυτή η εσφαλμένη θεωρητική κατασκευή, που θέλει να συμφιλιώσει τις δύο αυτές ασύμβατες αναλύσεις, για να λειτουργήσει ως θεωρητικός επιστημονικός μανδύας της βραχυχρόνιας μείωσης των μακροοικονομικών μεγεθών, προκειμένου να αναταχθούν, σε "υγιή" βάση, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, δεν είναι ουδέτερη. Ούτε, φυσικά και επιστημονική. Είναι, ουσιαστικά, πολιτική επιλογή.
Σε αυτήν την διχοτομική θεωρητική κατασκευή, που διαχωρίζει τις βραχυχρόνιες, από τις μακροχρόνιες τάσεις των καμπυλών της συνάρτησης κατανάλωσης είναι, που στηρίζει η τρόϊκα των εκπροσώπων των τοκογλυφικών δανειστών του ελληνικού δημοσίου, την οικονομική πολιτική, που επιβάλλει στην Ελλάδα, αφού επιλέγει την συντριβή των ελληνικών μακροοικονομικών μεγεθών - υποτίθεται - βραχυχρόνια, προκειμένου να τα ενισχύσει - υποτίθεται - μακροχρόνια.
Φυσικά, όλα αυτά είναι μια απάτη. Δεν ξέρω, εάν για τον Πόουλ Τόμσεν, τον Ματίας Μόρς και τον Κλάους Μαζούχ, ή την Κριστίν Λαγκάρντ και τους ομοίους της αυτή η απάτη είναι αυταπάτη. Πιθανόν ναι. Πιθανόν όχι. Αν και σίγουρο είναι ότι, κατά ένα μέρος, υπάρχουν και κάποια στοιχεία αυταπάτης, αφού οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και οι ιδεοληψίες δεν λείπουν, στον χώρο των δανειστών και των εκπροσώπων τους.
Αυτή την απάτη και τα αδιέξοδά της θα διερευνήσουμε σήμερα. Ας δούμε το όλο ζήτημα περισσότερο αναλυτικά.
Η μόνιμη απορία όσων παρακολουθούν την εξέλιξη των ακολουθούμενων πολιτικών στην Ελλάδα, οι οποίες εκπορεύονται από το διαρκώς αναθεωρούμενο μίγμα των οικονομικών συνταγών, που επιβάλλει και εφαρμόζει η τρόϊκα των τοκογλύφων δανειστών του ελληνικού κράτους - και η οποία, έως τώρα, δεν έχει καταφέρει να εισπράξει ούτε ένα ευρώ από το τοκογλυφικό ελληνικό δημόσιο χρέος, εντοπίζεται στο "πού το πάει" η τρόϊκα. Παρά το γεγονός ότι, ήδη, οι μνημονιακές πολιτικές στην Ελλάδα, με όλες τις, κατά καιρούς, αναθεωρήσεις τους, έχουν κλείσει τρία έτη εφαρμογής, η απορία παραμένει και ολοένα και μεγαλώνει.
Αυτό, φυσικά, έχει να κάνει, με το γεγονός ότι οι πολιτικές της τρόϊκας φαίνονται - και σε έναν μεγάλο βαθμό είναι -, όχι μόνον, απίστευτα, αναποτελεσματικές, αλλά και πλήρως καταστροφικές, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, αφού κατάφεραν να διογκώσουν ένα πρόβλημα, του οποίου το μέγεθος ήταν της τάξεως των 34 δισ. € (όσο, περίπου και το εμφανιζόμενο ως ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009), ανεβάζοντας, τώρα, το κόστος του, στα 500 δισ. € (και ακόμη περισσότερο), ενώ η εξέλιξή του, κατά το προσεχές μέλλον θα ανέλθει σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα.
Το χειρότερο είναι ότι τρία χρόνια μετά, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από εκείνη που βρισκόταν το 2009.
Ας θυμηθούμε τα μεγέθη :
Το ελληνικό ΑΕΠ το 2012 έπεσε, ακολουθώντας μια φρενήρη οπισθοδρομική πορεία, στα 193,74 δισ. € (και το 2013, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα χάσει άλλα 10 δισ. €, για να φθάσει στα 183 δισ. €), ενώ το 2009 βρισκόταν στα 231,08 δισ. €. Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2009 ήταν έτος κρίσης, αφού το ΑΕΠ εκείνη την χρονιά, μειώθηκε, σε σχέση με το ΑΕΠ του 2008, στο τέλος του οποίου έφθασε στα 233,19 δισ. €.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο στα τέλη του 2009 είχε κλείσει στα 298 δισ. € και στο πρώτο τετράμηνο του 2010 ήταν κοντά στα 340 δισ. €, τώρα, μετά από δύο κουρέματα (με το PSI του Μαρτίου του 2012 και την "επαναγορά ομολόγων" του Δεκεμβρίου του 2012), έκλεισε το 2012 στα 303,9 δισ. € (στο ποσόν αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται τα 50 δισ. € για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που στην μεγάλη τους πλειοψηφία δόθηκαν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους), για να φθάσει στο πρώτο τετράμηνο του 2013 στα 340 δισ. € και προφανώς, τώρα είναι ακόμη μεγαλύτερο, μετά τον πρόσφατο δανεισμό της χώρας από την δόση του Μαΐου, αλλά και από την πώληση έντοκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου, προκειμένου να αποπληρωθούν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, που βρίσκονταν στα χέρια της Ε.Κ.Τ., η οποία αθέτησε την μνημονιακή της δέσμευση να πάει, για αργότερα, την πληρωμή τους.
Όσον αφορά το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα, αυτό παραμένει σε υψηλά επίπεδα και από το εμφανιζόμενο 15,6% του ΑΕΠ κατά το 2009, έφθασε, μετά από τόσα μέτρα, κατά το 2012, στο 10% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας, μια επιδείνωση, σε σχέση, με το 2011, αφού εκείνη την χρονιά είχε κλείσει στο 9,5% του ΑΕΠ.
(Λένε ότι αυτή η επιδείνωση είναι περιστασιακή και ότι οφείλεται στην διάσωση του τραπεζικού συστήματος και όχι σε πρωτογενείς δαπάνες, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Το δημόσιο έλλειμμα επιδεινώθηκε. Και μάλιστα, με έναν, κατ' εξοχήν, μη παραγωγικό τρόπο, ο οποίος υπήρξε τοκογλυφικός, αφού επιβάρυνε το δημόσιο χρέος, εξ αιτίας του απλούστατου γεγονότος ότι το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε, για να σώσει το τραπεζικό σύστημα).
Όσον αφορά τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία, τα στοιχεία είναι, εξόχως, δραματικά και δείχνουν το ασύλληπτο μέγεθος της καταβαράθρωσής της : Από 45,932 δισ. €, που ήσαν το 2009, το 2012 κατακρημνίστηκαν στα 25,468 (ενώ το 2008, που ήταν το έτος αρχής της κρίσης, το μέγεθος των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου έφθασε στα 52,607 δισ. €).
Μέσα σε αυτόν τον κακό χαμό, η κυβέρνηση διοχετεύει, παρασκηνιακά, την πληροφορία ότι η Ε.Κ.Τ. θα αναλάβει το ποσόν των 50 δισ. €, που ξοδεύτηκε, για την, εντελώς, αποτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και θα το αφαιρέσει από το ελληνικό δημόσιο χρέος. Φυσικά, η πληροφορία αυτή - η οποία στηρίζει το σκεπτικό της ότι οι απαιτήσεις της Ε.Κ.Τ. θα καλυφθούν από την μεταγενέστερη πώληση των τραπεζών αυτών - αποτελεί διακαή και ευσεβή πόθο των στουρνοσαμαράδων και διοχετεύεται, για να φτιαχτεί το κατάλληλο κλίμα, αλλά, επί του παρόντος, ελέγχεται, ως προς την ακρίβειά της, διότι τα λόγια της τρικομματικής κυβέρνησης έχει αποδειχθεί, επανειλλημένως, ότι είναι λόγια του αέρα. Κάτι σαν τις πορδές, δηλαδή.
Αλλά, ακόμα και αν επαληθευθεί η πληροφορία αυτή, μετά τις γερμανικές εκλογές, η δραματική κατάσταση, με το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί. Το γιατί δεν θα διαφοροποιηθεί είναι φανερό. Οι λόγοι είναι δύο :
α) Στην περίπτωση που η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με τα 50 δισ. €, μετακυλιθεί από το ελληνικό κράτος στην Ε.Κ.Τ., το ποσόν αυτό θα παύσει να εμφανίζεται στο φανερό δημόσιο χρέος της χώρας, αλλά μεταφερόμενο, ως υποχρέωση της χώρας, στο ευρωσύστημα, θα μετατατραπεί σε κρυφό χρέος της χώρας προς την Ε.Κ.Τ. Αυτό, όμως, δεν είναι και το πιο σημαντικό.
β) Το ελληνικό δημόσιο χρέος και με την αφαίρεση του ποσού των 50 δισ. €, που πήγε για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, θα παραμείνει, απελπιστικά, μη διατηρήσιμο και θα εξακολουθήσει να είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Αυτό (που είναι το πιο σημαντικό) θα συμβεί, απλούστατα, διότι το ελληνικό κρατικό χρέος θα βρεθεί, στο τέλος του έτους στα επίπεδα, περίπου, των 320 δισ. € (και βάλε), συνυπολογιζομένων των τόκων και των δόσεων των δανείων, που θα προστεθούν, μαζύ με τα έντοκα γραμμάτια, τα οποία θα εκδοθούν στην πορεία, για την κάλυψη των κρατικών αναγκών.
Έτσι, με ένα ΑΕΠ, το οποίο, όπως είπαμε, στην καλύτερη περίπτωση, θα φθάσει, μέσα στο 2013, στα 183 δισ. €, γίνεται κατανοητό, ότι ο μετριοπαθής υπολογισμός του δημόσιου χρέους, κατά το ίδιο έτος, που το θέλει να φθάνει (στην περίπτωση της μετακύλισης των 50 δισ. € της, παταγωδώς, αποτυχημένης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών των στελεχών της τεχνοδομής της ελληνικής μπατιροτραπεζοκρατίας, σαν τον Τουρκολιά, τον Σάλλα και σια), στα 320 δισ. €, εκτοξεύει το χρέος αυτό, σε δυσθεώρητα ύψη και ως απόλυτο μέγεθος, αλλά και ως ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ, αφού αυτό θα εκτιναχθεί στο 175% του ΑΕΠ (και ακόμη περισσότερο).
Αλλά, για να φθάσουν σε αυτό το πολύ δυσμενές σημείο, για την ελληνική οικονομία, προσπαθώντας να αποφύγουν το δυσμενέστερο (το οποίο χωρίς την αφαίρεση από το φανερό ελληνικό δημόσιο χρέος των 50 δισ. € της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, θα είναι, κατά πολύ, δυσμενέστερο, αφού το χρέος αυτό θα αγγίξει και ίσως, ξεπεράσει τα 400 δισ. €), θα πρέπει να πείσουν τον κ. Jens Weidemann και τους ομοίους του στην Ε.Κ.Τ., καθώς και την γερμανική κυβέρνηση. Κάτι που δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Βέβαια, με δεδομένη την αναγκαιότητα, για αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, οι ευρωζωνίτες πρέπει να βρουν τρόπους, για να την πραγματοποιήσουν και να αποφύγουν την φανερή επιβάρυνση των φορολογουμένων της ευρωζώνης. Αυτά που μπορούν να πράξουν δεν είναι πολλά. Οι τρόποι είναι λίγοι.
Με δεδομένο το γεγονός ότι τα παλαιά ομόλογα του ελληνικού κράτους είναι, πλέον λίγα, αφού αντιπροσωπεύουν, μόλις το 1,5% του τωρινού δημόσιου χρέους, αυτά δεν έχει νόημα να κουρευτούν. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, για τον οποίον έχουν αποκλιμακωθεί τα διαφορικά επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους και φθάνουν, σήμερα, στις 673 μονάδες βάσης. Τα ελάχιστα, πλέον, ελληνικά κρατικά ομόλογα είναι ασφαλή, από αυτή την πλευρά, αφου όλοι υποθέτουν (και βάσιμα) ότι δεν κινδυνεύουν με κούρεμα. Και σίγουρα είναι πιο ασφαλή από τις καταθέσεις, οι οποίες, είναι υποψήφιες για ένα βαθύ κούρεμα. Ως εκ τούτου, η εξέλιξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχει, πλέον, αποσυνδεθεί από την πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους και δεν επηρεάζεται από αυτό. Προς το παρόν και για όσο το ελληνικό δημόσιο δεν εκδίδει ομόλογα.
(Γι' αυτό και η αποκλιμάκωση των ελληνικών spreads δανεισμού είναι πολύ μεγαλύτερη από τα πορτογαλικά, που έφθασαν στις 385 μ. β., τα ισπανικά, που έφθασαν και καθηλώθηκαν στις 286 μ.β. και στα ιταλικά, που και αυτά έχουν καθηλωθεί στις 256 μ.β. Και για τις χώρες αυτές, όπως και για τις υπόλοιπες, οι εξελίξεις στην πραγματική τους οικονομία δεν πρόκειται να επηρεασθούν, θετικά, από αυτή την κατάσταση. Θα επηρεασθούν, μόνον αρνητικά).
Έτσι, η αύξηση της ζήτησης των ελληνικών κρατικών ομολόγων, δεν σημαίνει ότι έχει αυξηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ελληνική οικονομία, όπως θέλει η τρέχουσα προπαγάνδα των κυβερνητικών παπαγαλακίων. Κάθε άλλο. Είναι μια βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπική κίνηση, η οποία δεν θα έχει βάθος και δεν πρόκειται να έχει θετική επιρροή στην ελληνική οικονομία, η οποία θα συνεχίσει να κατακρημνίζεται.
Άλλωστε, μία άλλη διάσταση αυτών των κινήσεων στην διεθνή αγορά ομολόγων έχει να κάνει με την πτώση των επιτοκίων και την μεγάλη ρευστότητα, που επικρατεί και η οποία οδηγεί στην μαζική αγορά τίτλων, οι οποίοι προσφέρουν ένα οποιοδήποτε ελκυστικό επιτόκιο και οι οποίοι μπορεί να υποτεθεί ότι θα βρουν, στο εγγύς μέλλον, αγοραστές πρόθυμουν να τα πάρουν. Και αυτή η διαδικασία δεν έχει πολύ μέλλον μπροστά της, ούτε και πρόκειται να επηρεάσει, θετικά, την ελληνική, ή τις άλλες ευρωζωνικές οικονομίες. Ότι θα τις επηρεάσει είναι γεγονός. Αλλά θα τις επηρεάσει, εντόνως αρνητικά, στο όχι μακρινό μέλλον.
Αυτό που μένει, λοιπόν, να αναδιαρθρωθεί, από το ελληνικό χρέος είναι το θεσμικό χρέος στην ευρωζώνη, που ανέρχεται στο 60% του ολικού χρέους και τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου, που φθάνουν στο 38,5% του χρέους αυτού.
Η κυβέρνηση των στουρνοσαμαράδων προσπαθεί να πείσει την Γερμανία και τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, να κουρευτεί ένα τμήμα του θεσμικού χρέους της χώρας, το οποίο οφείλεται, απ' ευθείας, στα κράτη της ευρωζώνης, τα οποία συμμετείχαν στον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, στα πλαίσια του πρώτου Μνημονίου του Μαΐου του 2010, με τον πρώτο προχειροφτιαγμένο Μηχανισμό. Αυτό το κομμάτι του θεσμικού χρέους της χώρας, φθάνει στα 100 δισ. € (και άνω), αλλά είναι πολύ δύσκολο να κουρευτεί, διότι θα πρέπει να πεισθούν, οι φορολογούμενοι των κρατών της ευρωζώνης. Κάποια τέτοια προετοιμασία δεν έχει γίνει, προφανώς, διότι δεν το επιθυμούν, όχι μόνον οι Γερμανοί, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι.
Προφανώς, αυτός είναι ο λόγος, που, τώρα, οι στουρνοσαμαράδες διαρρέουν την είδηση ότι οι ευρωζωνίτες, μέσω της Ε.Κ.Τ., θα δεχθούν να αναλάβουν τα 50 δισ. € της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, αφαιρώντας τα από το επίσημο δημόσιο χρέος, εν αναμονή των εσόδων από την μελλοντική πώλησή τους. Ούτε και αυτό είναι εύκολο. Και φυσικά, θα πρέπει να το δεχθούν οι ευρωτραπεζίτες. Κάτι καθόλου δεδομένο.
Η τρίτη λύση, για το νέο κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους, είναι αυτό να γίνει στο κομμάτι εκείνο, το οποίο αποτελείται από τα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου, τα οποία κατέχουν, κυρίως, οι ελληνικές τράπεζες. Το κομμάτι αυτό είναι μεγάλο και μπορεί, πρόχειρα και προσωρινά, να βοηθήσει στο να αποφευχθεί το κούρεμα του θεσμικού χρέους της χώρας. Σε αυτό φαίνεται να αποσκοπούν οι Γερμανοί και οι άλλοι ευρωζωνίτες. Βέβαια, αυτό θα οδηγήσει στην ανάγκη μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Και αυτή, με την σειρά της, θα φέρει ένα κούρεμα των καταθέσεων των τραπεζών αυτών. Δηλαδή, όπως έχουμε πει και στο παρελθόν, ένα τμήμα των καταθέσεων, που βρίσκονται στα πλαίσια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα κατασχεθούν. Δεν είναι, πλέον, πολλές, αλλά, με ένα μίγμα μέτρων, που θα αφορούν την πτώση των επιτοκίων δανεσμού και την επιμήκυνση των δόσεων των δανείων, μαζύ με κάποια άλλα, που θα αφορούν, ίσως και το θεσμικό χρέος, θα δώσουν μια θνησιγενή, αλλά, έστω, προσωρινή παράταση στην όλη υπόθεση της διαχείρισης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει. Πού το πάει η τρόϊκα των τοκογλύφων δανειστών;
Το που το πάει το έχουμε πει. Ας το ξαναδούμε εδώ.
Η έννοια της ύφεσης/κρίσης, σε ένα οικονομικό σύστημα (εθνικό, ή πολυεθνικό) ταυτίζεται με την ανισορροπία, ανάμεσα στα μακροοικονομικά μεγέθη της συνολικής αποταμίευσης, με την συνολική επένδυση. Όταν δηλαδή, οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων και το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει έλλειμμα αγοραστικής δύναμης στην οικονομία και πτώση της κατανάλωσης.
Το ιδεατό σχήμα (το οποίο το παρουσιάζω απλουστευτικά, για να αποφύγουμε, τις επι μέρους, λεπτομέρειες), για την πλήρη λειτουργία της οικονομίας, σε όλη της την παραγωγική δυναμικότητα είναι :
Καταναλωτική Δαπάνη + Επενδυτική Δαπάνη = Συνολικό Εισόδημα, με δεδομένες παραμέτρους την πλήρη μετατροπή των Αποταμιεύσεων σε Επενδύσεις και την, περίπου, πλήρη απασχόληση (στα όρια της ανεργίας τριβής, που φθάνει στο 2%) του εργατικού δυναμικού, καθώς και την ενεργοποίηση του συνόλου του παραγωγικού εξοπλισμού της οικονομίας.
Όταν το παραπάνω σχήμα δεν λειτουργεί και οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων, με αποτέλεσμα ένα μέρος του συνολικού εισόδήματος να μην δαπανάται, η οικονομία εισέρχεται, κατά κανόνα, σε ύφεση, ή/και υπολειτουργεί, με λιγότερο, ή περισσότερο, σημαντικά τμήματα του εργατικού δυναμικού και του παραγωγικού εξοπλισμού να υπολειτουργούν. Αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε οικονομικό σύστημα, το οποίο δεν έχει συγκεκριμένους και προσδιορισμένους, εκ των προτέρων, ενεργούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς και αφήνεται στην αυτορρύθμιση της οικονομίας. Κατ' εξοχήν, δηλαδή, συμβαίνει στην καπιταλιστική οικονομία.
John Maynard Keynes (5/6/1883 - 21/4/1946)
Η επίμονη σύγχρονη οικονομική ύφεση ξανατοποθετεί τα ερωτήματα, τα οποία αντιμετωπίστηκαν και στην κρίση της δεκαετίας του 1930, αφού το κλασικό μοντέλο εξήγησης και ανάλυσης των οικονομικών φαινομένων αδυνατούσε και τότε, όπως και τώρα, να δώσει λύσεις και να αρθρώσει μια ικανοποιητική αφήγηση του τι συμβαίνει.
Τις απαντήσεις τις έδωσε ο John Maynard Keynes και αυτές συνοψίζονταν στο γεγονός ότι η χαμηλή συναθροιστική ζήτηση (aggregate demand) είναι υπεύθυνη για τις κρίσεις αυτές, που έχουν, ως αποτέλεσμα, τις απότομες πτώσεις της παραγωγής, την υψηλή ανεργία και το χαμηλό εισόδημα. Και αυτή η χαμηλή συναθροιστική ζήτηση έχει, ως αποτέλεσμα, την αδυναμία της μετατροπής των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις, μια αδυναμία, η οποία, με την σειρά της, είναι αποτέλεσμα της πτώσης της οριακής και της μέσης ροπής, προς κατανάλωση, αλλά και δευτερευόντως, του αρνητικού ρόλου, που παίζει το επιτόκιο.
Δεν χρειάζεται να μείνουμε στην κεϋνσιανή ανάλυση, για τις αιτίες των υφέσεων και κρίσεων. Απλώς, πρέπει να επισημάνω, εδώ, ότι η κριτική του Κέϋνς στην κλασική θεωρία, η οποία θεωρία υποστηρίζει (όπως και η νεοκλασική) ότι μόνον η συνολική προσφορά (aggregate supply) κεφαλαίου, εργασίας, τεχνολογίας καθορίζει το εθνικό εισόδημα, παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια να συμβιβασθεί με την κλασική και την νεοκλασική θεωρία, στα πλαίσια μιας χρονικής κατάταξης της ισχύος των δύο αυτών θεωριών.
Έτσι, οι οικονομολόγοι θεώρησαν ότι συμφιλίωσαν τις δύο αυτές θεωρίες, προσδιορίζοντας ότι :
α) Η κλασική και νεοκλασική θεωρία της συναθροιστικής προσφοράς ισχύει, κατά την μακροχρόνια περίοδο, στην οποία οι τιμές είναι εύκαμπτες και η συναθροιστική προσφορά προσδιορίζει το εισόδημα και
β) Η κεϋνσιανή θεωρία της συναθροιστικής ζήτησης ισχύει, κατά την βραχυχρόνια περίοδο, οπότε οι τιμές είναι άκαμπτες, οπότε οι μεταβολές στην συναθροιστική ζήτηση επηρεάζουν το εισόδημα.
Στην πραγματικότητα, όμως, η κατάταξη αυτή είναι σχηματική, χωρίς ουσία και μη λειτουργική. Και είναι μη λειτουργική όχι επειδή δεν έχει πεδίο εφαρμογής. Προφανώς, έχει πεδίο εφαρμογής, αλλά το πεδίο αυτό είναι περιορισμένο.
Απλούστατα, η παρούσα εξέλιξη, με την οικονομική ύφεση, που ξέσπασε στον αναπτυγμένο γραφειοκρατικό καπιταλισμό της Δύσης, τον Σεπτέμβριο του 2008, όπως και η ανάλογη και βαθύτερη κρίση, που είχε ξεσπάσει, κατά την δεκαετία του 1930, δείχνουν ότι η κλασική και η νεοκλασική θεωρία εξακολουθούν να μην δίνουν απαντήσεις στο πρόβλημα των σύγχρονων υφέσεων και κρίσεων, οι οποίες επιμένουν, έχοντας καταστεί μακροχρόνιες, δεδομένου ότι οι πραγματικές τιμές αποδεικνύονται δύσκαμπτες, λόγω του ολιγοπωλιακού χαρακτήρα του σύγχρονου οικονομικού συστήματος του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, αλλά και της όποιας αντίστασης του εργατικού δυναμικού, και κατά την διάρκεια των εν λόγω υφέσεων και κρίσεων, αλλά και πριν από αυτές.
Δεν είναι τυχαία η λειτουργική αποτυχία του διφυούς αυτού θεωρητικού σχήματος, που θέλησε να συμφιλιώσει την κλασική και την νεοκλασική θεωρία των οικονομικών της προσφοράς, με την κεϋνσιανή θεωρία των οικονομικών της ζήτησης, διαχωρίζοντας τις βραχυχρόνιες πτώσεις της μέσης ροπής προς κατανάλωση, από την υποτιθέμενη, ή πραγματική, μακροχρόνια σταθερότητά της. Και δεν είναι τυχαία διότι το θεωρητικό σχήμα αυτό, που θέλησε να κατατάξει τις ασύμβατες αυτές θεωρίες, με βάση μια υποτιθέμενη χρονική κατάταξη κατασκευάστηκε, με πεδίο εφαρμογής τα χρονικά πλαίσια της μακροχρόνιας εφαρμογής των κεϋνσιανών μακροοικονομικών μοντέλων και πολιτικών, που ξεπήγασαν, ως απότοκο των πολιτικών του οικονομικού επιτελείου του προέδρου Franklin Delano Roosevelt, κατά την δεκαετία του 1930 και κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πολιτικές αυτές στηρίχθηκαν στην εκτεταμένη χρήση του εργαλείου της δημοσιονομικής πολιτικής, με τις αυξημένες δαπάνες, τα, επίσης, αυξημένα έσοδα και την διόγκωση του κράτους, όργανα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, ως σταθεροποιητικοί μηχανισμοί της συναθροιστικής ζήτησης και συνεχίστηκαν να χρησιμοποιούνται, επίμονα, σε όλη την μεταπολεμική περίοδο, με αυξομειώσεις, οι οποίες δεν αναίρεσαν τον βασικό πυρήνα των εφαρμοσμένων κεϋνσιανών πολιτικών.
Ως εκ τούτου, η όποια, επί μέρους, ισχύς, σε μακροχρόνιο επίπεδο, της κλασικής θεωρίας, που αφορά την επίδραση της συναθροιστικής προσφοράς στο συνολικό εισόδημα, συνέβη και συμβαίνει, ακόμη και σήμερα, μέσα στα πλαίσια της γενικής εφαρμογής των κεϋνσιανών μακροοικονομικών πολιτικών και όχι μέσα στα πλαίσια της γενικής εφαρμογής των κλασικών και των νεοκλασικών μακροοικονομικών πολιτικών.
Εδώ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η πολιτική των οικονομικών της προσφοράς, που γίνεται, με επιδιωκόμενο σκοπό να αυξήσει το μερίδιο της αμοιβής του κεφάλαιου (δηλαδή των κερδών του και κατ' επέκταση, του ιδίου του κεφάλαιου, ως ολικού μεγέθους) μέσα στην παραγωγική διαδικασία, προκειμένου να αυξηθεί η προσφορά, παρουσιάζει, πέραν των άλλων, τις εξής αδυναμίες :
1) Αυξάνει την ανισοκατανομή του εισοδήματος, υπέρ των πλουσιότερων στρωμάτων του πληθυσμού και (ως αποτέλεσμα αυτής της ανισοκατανομής)
2) Αυξάνει την αποταμίευση, στην οποία προβαίνουν, κατά προτίμηση, τα πλουσιότερα στρώματα.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες λειτουργούν αποδιοργανωτικά, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο στο οικονομικό σύστημα. Τούτο συμβαίνει επειδή η αύξηση της αποταμίευσης οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και σε μείωση των επενδύσεων, ή/και σε ολοένα και περισσότερο ριψοκίνδυνες επενδύσεις. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία φουσκών, οι οποίες εκρήγνυνται, όταν η όλη διαδικασία φθάσει στα όριά της και δεν υπάρχει η δυνατότητα εισροής νέου χρήματος, που θα τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη, που οικοδομείται, πάνω σε αυτού του είδους τις χασματικές εισοδηματικές ανισοκατανομές. Και ιδίως, όταν το κράτος, που θα έπρεπε να πάρει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες στον χώρο της νομισματικής και - κυρίως, - της δημοσιονομικής πολιτικής δεν πάρει αυτές τις πρωτοβουλίες, που θα βγάλουν την οικονομία από το τέλμα και από την παγίδα ρευστότητας, στο οποίο και στην οποία πέφτει.
Έτσι, η εμφάνιση της παρατεταμένης ύφεσης, που είναι προϊόν της φθίνουσας κατανάλωσης και των υπεραποταμιεύσεων, αποδεικνύει το ταξινομητικό σφάλμα των σύγχρονων (αλλά και των παλαιότερων) οικονομολόγων, που θέλησαν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και να ορίσουν συγκεκριμένες σφαίρες και χώρους χρονικής παρουσίας των φαινομένων της, μεν, επιρροής της συναθροιστικής ζήτησης στις βραχυχρόνιες χρονικές σειρές και της επιρροής της συναθροιστικής προσφοράς, στις μακροχρόνιες χρονικές σειρές.
Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα.
Όπως φάνηκε από την παρατεταμένη κρίση της δεκαετίας του 1930, που ξεπεράστηκε, μόνον με τον πόλεμο και την, μέσω του πολέμου, νομιμοποίηση της μαζικής και εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και όπως φαίνεται και σήμερα, με την παρατεταμένη ύφεση, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2008, αυτό που προσδιορίστηκε, ως βραχυπρόθεσμη πτώση της κατανάλωσης, παρέμεινε και παραμένει σε διάρκεια, για μακρύ χρονικό διάστημα, δείχνοντας ότι οι δυνάμεις, που τις έφεραν στην επιφάνεια ήσαν πολύ βαθύτερες και είχαν έναν μονιμότερο χαρακτήρα από αυτόν που τους αποδόθηκε και στην δεκαετία του 1930, αλλά και τώρα.
Οι αιτίες του φαινομένου αυτού έχουν να κάνουν, με την πείσμονα υπεραποταμίευση στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και τους αργότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ των κρατών, που μετέχουν στον κόσμο αυτόν.
Και ακριβώς επειδή τα φαινόμενα αυτά συνοδεύονται από την μεγάλη ανεργία του εργατικού και του εν γένει, παραγωγικου δυναμικού, καθιστούν την κεϋνσιανή ανάλυση, γύρω από τις εξελίξεις των μακροοικονομικών μεγεθών της σύγχρονης γραφειοκρατικής καπιταλιστικής οικονομίας και του, κεϋνσιανής εμπνεύσεως, ρυθμιστικού και σταθεροποιητικού ρόλου του κράτους και του όπλου της δημοσιονομικής πολιτικής, πρωταρχικό εργαλείο ανάλυσης του σύγχρονου οικονομικού συστήματος, περιορίζοντας την κλασική και την νεοκλασική ανάλυση, στον ρόλο της υποπερίπτωσης, η οποία ισχύει κάτω από ορισμένους όρους και προϋποθέσεις, μέσα στα πλαίσια της κεϋνσιανής, της νεοκεϋνσιανής και της μετακεϋνσιανής θεωρίας.
Και φυσικά, η εξελιχθείσα (και εξελισσόμενη στην ευρωζώνη) απορρύθμιση του συστήματος, με βάση ένα μέρος των κλασικών και των νεοκλασικών θεωριών είναι που οδήγησαν στην ύφεση του 2008 και στην παρούσα κρίση, ακριβώς, λόγω της μερικής, αλλά παράλληλα, πολύ σημαντικής και ουσιωδώς, αποδιοργανωτικής απόσυρσης των κρατών από τετοιου είδους πρωτοβουλίες. Πολύ περισσότερο στην ευρωζώνη, στην οποία η Κεντρική Τράπεζα είναι ανεξέλεγκτη, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ένα ομοσπονδιακό κράτος, το οποίο να χειρίζεται τα ζητήματα της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αν και για να μην αδικούμε τους γίγαντες της σκέψης της κλασικής και της νεοκλασικής θεωρίας, ήτοι τον Milton Friedman και τον Friedrich von Hayek, πρέπει να πούμε ότι υπήρξαν, εν ζωή, αμείλικτοι αντίπαλοι της ευρωζώνης, ως θεσμού και του ευρώ, ως κοινού νομίσματος, προφανώς, διότι, σαν κορυφαίοι οικονομολόγοι, που ήσαν, γνώριζαν πολύ καλά, την Ιστορία του χρήματος, των νομισματικών ζωνών και της παταγώδους αποτυχίας τους. Και φυσικά, είχαν απόλυτο δίκιο.
Στα πλαίσια αυτά, είναι κατανοητό, πλέον, το τί επιδιώκει η τρόϊκα των εκπροσώπων των τοκογλυφικών δανειστών στην Ελλάδα.
Με δεδομένη την θεωρητική κατασκευή της μακροχρόνιας ισχύος των αρχών της κλασικής και της νεοκλασικής θεωρίας, που καθιστούν τις τιμές εύκαμπτες και τονίζουν την εφαρμογή των οικονομικών της προσφοράς του κεφάλαιου, της εργασίας και της τεχνολογίας, που προσδιορίζουν το εθνικό εισόδημα, οι εκπρόσωποι των δανειστών αδιαφορούν για την βραχυχρόνια κατακρήμνιση των ελληνικών μακροοικονομικών μεγεθών, αφού, στο τέλος της διαδικασίας, θα ακολουθήσει - υποτίθεται - η αύξηση της προσφοράς, η οποία θα ανεβάσει - υποτίθεται - το εθνικό εισόδημα και έτσι την ζήτηση, έστω και αν αυτά τα δύο μεγέθη αλλάξουν, ως προς την σύνθεση και την εισοδηματική κατανομή τους.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών υπάρχει μια εξίσωση, η οποία περιγράφει την ισορροπία, μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και ουσιαστικά, είναι μια περισσότερο πολύπλοκη αναδιατύπωση του απλού σχήματος που, μόλις, περιγράψαμε. Στην εξίσωση αυτή (η οποία είναι απαραίτητη, ως εργαλείο, στους τροϊκανούς εκπροσώπους των τοκογλύφων, για την αντιμετώπιση του βαρύτατου ελληνικού δημοσίου χρέους και για την έναρξη, κάποια στιγμή - της είσπραξης εκείνου του μέρους των οφειλόμενων, το οποίο θα απομείνει, εκτός κουρέματος) έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν, αλλά ουδόλως βλάπτει να την ξαναθυμήσουμε και να δούμε τα αδιέξοδά της.
Η εξίσωση για την οποία κάνω λόγο στο ένα της σκέλος έχει το άθροισμα του δημοσίου πλεονάσματος, ή ελλείμματος και του εμπορικού πλεονάσματος, ή ελλείμματος και στο άλλο σκέλος της έχει το υπόλοιπο της αφαίρεσης των αποταμιεύσεων από τις επενδύσεις. Αυτά τα δύο σκέλη, σε κάθε περίπτωση πρέπει να ισούνται :
(Δημόσιο Πλεόνασμα ή Έλλειμμα) + (Εμπορικό Πλεόνασμα, ή Έλλειμμα) = Αποταμιεύσεις - Επενδύσεις.
Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα στο πρώτο σκέλος της εξίσωσης είχαμε το 2009, όπως και τώρα ελλείμματα [το 2012 το δημόσιο έλλειμμα έφθασε στα (έσοδα 115,139 δισ € - δαπάνες 134,561 δισ. € =) -19,422 δισ. € και το εμπορικό έλλειμμα στα -13,196 δισ. € (τα δημόσια έσοδα έφθασαν, το 2012, στο 59,42% του ΑΕΠ της χώρας και οι δημόσιες δαπάνες στο 69,45% του ΑΕΠ, ενώ το 2009 τα δημόσια έσοδα έφθασαν στα 123,592 δισ. €, ή στο 53,48% του ΑΕΠ και οι δημόσιες δαπάνες στα 159,661 δισ. €, ή στο 69,09% του ΑΕΠ)], το πρώτο σκέλος της εξίσωσης διαμορφώνεται ως εξής :
Δημόσιο Έλλειμμα (-19,422 δισ. €) + Εμπορικό Έλλειμμα (-13,196 δισ. €) = -32,618 δισ. €.
Σε αυτό το ποσόν, λοιπόν, πρέπει να καταλήγει και το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης. Πρέπει δηλαδή η αφαίρεση των αποταμιεύσεων από τις επενδύσεις να έχει αρνητικό πρόσημο. Γεγονός το οποίο παραπέμπει σε υπερεπένδυση στην ελληνική οικονομία, αφού οι επενδύσεις θα πρέπει να εμφανίζονται μεγαλύτερες από τις αποταμιεύσεις!
Μπορεί η εξίσωση, έτσι όπως παρουσιάζεται να αποτελεί ένα παράδοξο, επειδή στην πραγματικότητα, στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης συμβαίνει το αντίθετο, αφού η συνεχόμενη κρίση αποδεικνύει ότι οι αποταμιεύσεις είναι μεγαλύτερες από τις επενδύσεις. όμως, ουδέν παράδοξο συμβαίνει. Απλώς, η όλη υπόθεση είναι μια σκέτη ανοησία, η οποία, όμως, εξυπηρετεί τους στόχους των δανειστών, οι οποίοι επιδιώκουν την, περαιτέρω, ενίσχυση των αποταμιεύσεων, γεγονός που παραπέμπει, σε πτώση των επενδύσεων (αφού, πλέον, έχει παύσει να εισέρχεται χρήμα στην ελληνική οικονομία, υπό την μορφή κεφαλαίων και επενδύσεων από εξωτερικό), προκειμένου, με τον μηδενισμό των εμπορικών και κυρίως, των πρωτογενών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, να περάσουν στα πλεονάσματα και δι' αυτών στην είσπραξη των δανεικών. Αυτό φυσικά σημαίνει, πρακτικά, ότι τους είναι αδιάφορο το σημείο ισορροπίας, στο οποίο θα επιτευχθεί ο στόχος αυτός.
Παλαιότερα, πριν από την έλευση της κρίσης του 2008 και πολύ περισσότερο, πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το αρνητικό άθροισμα από το πρώτο σκέλος της εξίσωσης εκαλύπτετο από το αρνητικό υπόλοιπο του δεύτερου σκέλους της, αφού η χώρα τα πήγαινε καλά με την αποταμίευση. αλλά, παράλληλα υπήρχε και εισαγωγή κεφαλαίων (η οποία έγινε μαζική, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, κυρίως, όμως, μέσα από την τοκογλυφία, γύρω από το ελληνικό δημόσιο χρέος), που εξισορροπούσε τα δύο σκέλη της εξίσωσης, σε αρνητική βάση, αφού το αρνητικό πρόσημο του πρώτου σκέλους της εξίσωσης, που αφορούσε το άθροισμα του δημόσιου και του εμπορικού ελλείμματος ισοσκελιζόταν από την υπεροχή των επενδύσεων, έναντι των αποταμιεύσεων. Τώρα, μετά την χρεωκοπία της χώρας και την απότομη διακοπή του δανεισμού, από τις διεθνείς αγορές, κάτι τέτοιο έχει παύσει να συμβαίνει.
Φυσικά, ο μηχανισμός της, εν τοις πράγμασι, λειτουργίας της εξίσωσης αυτής, έχει έναν καθαρά προκρούστειο χαρακτήρα, για την ελληνική οικονομία - και για κάθε οικονομία, που κινείται, μέσα στα πλαίσια μιας οικονομικής ύφεσης, αφού οι "λύσεις", που προσφέρει, από μόνη της, σε περιβάλλον σκληρού νομίσματος, συνίστανται στον βαθύ ακροτηριασμό του μηχανισμού των επενδύσεων.
Η Ελλάδα είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από 52,607 δισ. €, που ήσαν το 2008, έχουν κατακρεουργηθεί και το 2012, περιορίστηκαν στα 25,468 δισ. €. Και φυσικά, έπεται συνέχεια...
Πέρα από την αναγκαστική μείωση των επενδύσεων, που συνεπάγεται η πολιτική του μηδενισμού του δημοσιονομικού και του εμπορικού ελλείμματος της χώρας, που ακολουθείται από την τρόϊκα των δανειστών, το ακόμη, χειρότερο είναι ότι αυτή η προσπάθεια τόνωσης των αποταμιεύσεων, με την καταβαράθρωση των επενδύσεων (που υποτίθεται ότι σκοπό έχει, κάποια στιγμή, την χρηματοδότηση της διαδικασίας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, από εσωτερικούς αποταμιευτικούς πόρους), αποτρέπει και την αύξησή τους, αλλά και την παραμονή των αποταμιεύσεων στην χώρα, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ανοικτών συνόρων, στην κίνηση των κεφαλαίων να οδηγεί, μαζικά, τις αποταμιεύσεις, που δημιουργούνται στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας, να φεύγουν στο εξωτερικό, είτε στην Γερμανία, είτε, εκτός ευρωζώνης.
Κατ' αρχήν, η πολιτική αυτή αποτρέπει την αύξηση των αποταμιεύσεων διότι, με την καταβαράθρωση των εισοδημάτων του πληθυσμού της χώρας, αυτός οδηγείται στην απόσυρση των καταθέσεών του, προκειμένου να διατηρήσει, κατά το δυνατόν, αλώβητο το βιοτικό του επίπεδο. Αυτό, φυσικά, για όσο χρονικό διάστημα συμβαίνει, οδηγεί αναγκαστικά στην μείωση των καταθέσεων και των, εν γένει, αποταμιεύσεων του γενικού πληθυσμού.
Επίσης, η οικονομική αστάθεια, που δημιουργείται, μαζύ με τους φόβους για την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και η ανασφάλεια, που δημιουργείται, σε καιρούς ύφεσης οδηγεί στην μαζική διαφυγή των αποταμιεύσεων σε ξένους προορισμούς, εντός και εκτός ευρωζώνης, είτε για ασφάλεια, είτε για την αναζήτηση κερδοφόρων επενδύσεων, στον βαθμό, που - και για όσο - δεν υπάρχουν περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων. Και φυσικά, πριν αυτοί οι περιορισμοί τεθούν, είτε καθ' υπόθεση, είτε στην πράξη (όπως συνέβη, δηλαδή, στην περίπτωση της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013).
Για τους λόγους αυτούς, ενώ τον Απρίλιο του 2010 οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έφθαναν στα 235 δισ. €, τώρα είναι ζήτημα αν φθάνουν τα 160 δισ. €. Και φυσικά η κατακρήμνιση των καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών, λόγω της φτώχειας που ενέσκηψε, από το 2010, αλλά και λόγω της διαρροής των καταθέσεων αυτών, σε προορισμούς, εκτός Ελλάδας, μειώνουν δραστικά τις αποταμιεύσεις, δυσχεραίνοντας την επιδιωκόμενη από τους δανειστές αύξηση των αποταμιεύσεων και οδηγούν σε περαιτέρω συρρίκνωση των επενδύσεων.
Οι αδιέξοδες προσπάθειες των τοκογλύφων δανειστών, οι οποίοι ξέρουν ότι δεν πρόκειται να εισπράξουν αυτά τα οποία θεωρούν, ως απαιτήσεις τους, έχουν την εξήγησή τους, εάν θυμηθούμε τον ορισμό και τις λειτουργίες του χρήματος στην σύγχρονη οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη και το κομβικό γεγονός ότι το νόμισμα της χώρας, δεν είναι ένα διαχειρίσιμο εθνικό νόμισμα, αλλά ένα σκληρό νόμισμα, το οποίο λειτουργεί, ως ξένο, αφού είναι ένα κοινό νόμισμα 17 χωρών, στα πλαίσια μιας νομισματικής ζώνης.
Ο όρος χρήμα έχει μια συγκεκριμένη χρήση και έναν πολύ πρακτικό ορισμό. Ως χρήμα θεωρείται και είναι το απόθεμα περιουσιακών στοιχείων, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα, για την πραγματοποίηση συναλλαγών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το χρήμα δεν είναι μόνον το νόμισμα, είτε αυτό είναι το κέρμα, είτε το χαρτονόμισμα. Φυσικά, είναι και το νόμισμα, αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Είναι και οι καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου, αλλά και οι βραχυπρόθεσμες και οι μακροπρόθεσμες προθεσμιακές καταθέσεις. Είναι οι επιταγές. Είναι οι συμφωνίες επαναγοράς, εντός 24 ωρών, ή και πολύ περισσότερο (ρέπος). Είναι και τα ομόλογα, όπως και τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, καθώς και όλα τα άλλα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία.
Οι βασικές λειτουργίες του χρήματος είναι τρείς.
1) Μέτρο διατήρησης των αξιών. Δηλαδή το χρήμα είναι ένας τρόπος να μεταφερθεί αγοραστική δύναμη από το παρόν στο μέλλον. Φυσικά, το χρήμα είναι ένα ατελές μέσο διατήρησης των αξιών, διότι όσο οι τιμές αυξάνονται, τόσο μειώνεται η πραγματική του αξία, αλλά διακρατείται από τον πληθυσμό διότι μπορεί να ανταλλαχθεί, κάποια στιγμή, στο μέλλον, με υπηρεσίες και αγαθά.
2) Μονάδα μέτρησης. Οι τιμές και τα χρέη καταγράφονται και μετρώνται σε χρήμα, αφού οι πόροι ανταλλάσσονται, σύμφωνα με τις σχετικές τους τιμές και το χρήμα είναι το μέτρο σύγκρισης, με το οποίο μετρώνται οι οικονομικές συναλλαγές.
3) Μέσο συναλλαγών. Το χρήμα, ως γενικό ισοδύναμο, είναι εκείνο που χρησιμοποιείται από τον πληθυσμό, για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και παρέχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι στο κάθε σημείο αγοράς και πώλησης, σε ένα οικονομικό σύστημα, το χρήμα θα γίνει αποδεκτό και θα ανταλλαγεί με την ποσότητα και την ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών, που είναι επιθυμητές από τους αγοραστές.
Με δεδομένη την λειτουργία του ευρώ, ως ενός σκληρού νομίσματος, γίνεται κατανοητό ότι η κύρια επιδίωξη της τρόϊκας των εκπροσώπων των δανειστών είναι το ευρώ να παραμείνει, κυρίως, μέσο διατήρησης των αξιών. Αυτό συμβαίνει, προκειμένου το κοινό νόμισμα της ευρωζώνης, ως σκληρό νόμισμα που είναι, να μπορεί να μεταφέρει, διαχρονικά, αγοραστική δύναμη, να διατηρεί την αξία του ελληνικού δημόσιου χρέους και να καταφέρει την συντομότερη δυνατή διακοπή της δανειστικής χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου και της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι, όμως, δυσχεραίνεται η λειτουργία του ευρώ, ως μέσου συναλλαγών και μπλοκάρεται η ομαλή λειτουργία της οικονομίας, αφού τίθενται ανελαστικοί περιορισμοί στην έκδοση και στην κυκλοφορία του, οι οποίοι το καθιστούν εργαλείο ενός νέου "χρυσού κανόνα", ο οποίος καταργήθηκε στην πράξη, εξ αιτίας ανάλογων περιορισμών, οι οποίοι δυσχέραιναν την λειτουργία του οικονομικού συστήματος.
Με αυτά τα πραγματικά και ρεαλιστικά δεδομένα, γίνεται κατανοητό ότι οι στόχοι της τρόϊκας των εκπροσώπων των δανειστών, μπορούν να επιτευχθούν, μόνο, μέσα από την συντριβή των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, τα οποία θεωρούνται ως προϊόντα υπερεπενδύσεων, όπως προκύπτει από την αναλυθείσα εξίσωση των επιδιωκόμενων μηδενικών δημοσιονομικών και εμπορικών ελλειμμάτων, με τον αντίστοιχο μηδενισμό των εμφανιζόμενων, ως υπερεπενδύσεων, οι οποίες αποτελούν, φυσικά, μαγική εικόνα, αφού είναι ένα εικονικό μέγεθος, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία, στην πραγματικότητα πάσχει από υπεραποταμίευση, γεγονός το οποίο πιστοποιείται από την βαθιά κρίση, στην οποία έχει περιπέσει, από την διαρκή διαφυγή καταθέσεων στο εξωτερικό, από την θηριώδη ανεργία και από την εκτεταμένη αργία του παραγωγικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας.
Όλα αυτά, όμως, για την τρόϊκα των εκπροσώπων των τοκογλυφικών δανειστών του ελληνικού δημοσίου, είναι παντελώς αδιάφορα.
Γι' αυτό και ο φρενήρης κατήφορος της ελληνικής οικονομίας θα συνεχισθεί, ενώ το τέλος του είναι άδηλο. Και όταν έλθει, θα αντικατασταθεί, προσωρινά, από μια παρατεταμένη μίζερη στασιμότητα, η οποία θα διακόπτεται από ξαφνικές καθόδους.
Εάν και εφόσον επιτρέψουμε στο ζοφερό παρόν να συνεχισθεί...
Σχόλια