Από τον Malthus και τον Ricardo στον Keynes : Οι θεωρίες της στέρησης και του υπερπληθυσμού από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό.
1000 μ.Χ. - 2005 μ.Χ : Η εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού, από τους 310.000.000 ανθρώπους τό έτος 1000, στους 6.453.628.000 ανθρώπους το 2005 και στους 7.021.836.029 ανθρώπους σήμερα (υπολογισμός του 7/2012). Η ραγδαία και άνευ προηγουμένου αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού, πέρα από κάθε προσδοκία, σάρωσε κάθε πεσσιμιστική φωνή, που θεωρούσε αδύνατο να συμβεί αυτό που συνέβη και που συνεχίζει να συμβαίνει. με πρώτη την φωνή του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου Thomas Robert Malthus, οι θεωρίες του οποίου απηχούσαν το status που επικρατούσε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες και στις σημαντικές επιβιώσεις τους στον σημερινό Τρίτο Κόσμο, αν και οι εξελίξεις και στον κόσμο αυτό αρχίζουν, με έναν ολοένα και περισσότερο επιταχυνόμενο ρυθμό να τροποποιούν και να ανατρέπουν το βάρος του υπερπληθυσμού, που εγκλώβιζε και συνεχίζει να ακόμη να εγκλωβίζει πολλές από τις χώρες αυτές, σε έναν φαύλο κύκλο φτώχειας και υπανάπτυξης. Μπορεί, ακόμη, ο πληθυσμός της Γης να αυξάνεται, κατά 80.000.000 ανθρώπους (μια Τουρκία και μια Ελλάδα μαζύ, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης), αλλά οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού έχουν αρχίσει να παίρνουν την κατιούσα, αφού, ολοένα και πιό πολύ οι κοινωνίες αυτές και οι άνθρωποι, αντιλαμβάνονται το πρόβλημα που δημιουργείται από την ανισορροπία ανάμεσα στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και στους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να προωθούν μεθόδους ελέγχου των γεννήσεων.
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, υπήρξε το ερώτημα, που τέθηκε ειδικότερα στα πλαίσια της οικονομικής επιστήμης από τον μεγάλο, για την εποχή του, αλλά διαρκώς διαψευδόμενο από την πραγματική ροή της ιστορίας της ανθρωπότητας, Βρετανό οικονομολόγο – και ουσιαστικά έναν από τους θεμελιωτές της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας -, Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους , έναν πιστό χριστιανό, ευλαβή και συνάμα, σκληρό υπηρέτη του αγγλικανικού δόγματος. Το ερώτημα είχε να κάνει με την σχέση ανάμεσα στους υπάρχοντες πόρους του πλανήτη μας και την αυξητική εξέλιξη του ανθρώπινου πληθυσμού.
Ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους υπήρξε εκείνος ο οικονομολόγος, ο οποίος θεμελίωσε επιστημονικά και της έδωσε ένα ολοκληρωμένο σχήμα, σε μια διάχυτη στο προβιομηχανικό παρελθόν αντίληψη, η οποία είχε αποκτηθεί εμπειρικά και η οποία, μέσω του Μάλθους, πήρε μια περίοπτη θέση στην οικονομική θεωρία και καθόρισε συνειδήσεις και ατομικές και κοινωνικές πρακτικές, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μιλάμε για την αντίληψη, που θεμελίωνε τις απόψεις της στέρησης, όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπινων κοινωνιών, λόγω των περιορισμένων φυσικών πόρων της Γης και λόγω της επακόλουθης σπανιότητας των οικονομικών αγαθών, οι οποίες απόψεις διάχυτα και διεσπαρμένα επικρατούσαν μέχρι την εποχή του Μάλθους, σε καθαρά εμπειρικό επίπεδο και οι οποίες, με τον Μάλθους, απέκτησαν επιστημονικό υπόβαθρο και συνολικοποιήθηκαν, ως θεωρία του υπερπληθυσμού και της στέρησης.
Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (1766 - 1834).
Με λίγα λόγια, ο ιερωμένος Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους διατύπωσε την άποψη ότι, εκ φύσεως, η τάση των ανθρώπινων όντων είναι να αυξάνονται πληθυσμιακά, γεγονός το οποίο ενισχύεται από την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού και την συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη, που η επικράτηση αυτού του οικονομικού συστήματος επιφέρει.
Πράγματι, αν δούμε την ανοδική εξέλιξη του ανθρώπινου πληθυσμού από τα βάθη των αιώνων την εποχή των προκαπιταλιστικών κοινωνιών και την δυναμική επαύξησή του, ιδίως μετά την εμφάνιση του καπιταλισμού στην ανθρώπινη ιστορία, θα δούμε ότι, ως προς αυτό το σκέλος, ο Μάλθους έχει δίκιο. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, εκ του φυσικού τους (και εκ της κεκτημένης ιστορικά αμάθειας, ως προς την διαχείριση του θέματος των γεννήσεων) και με την βοήθεια της οικονομικής ανάπτυξης, που έφερε ο καπιταλισμός, έχουν την τάση να αυξάνονται.
Αυτή η αύξηση του πληθυσμού, ενισχυόμενη από την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, έχει την τάση να υπερβαίνει το επίπεδο ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να υφίσταται μία διαρκής σπανιότητα των αγαθών στις ανθρώπινες κοινωνίες, μια σπάνις των αγαθών, όπως λέει η κλασσική οικονομική επιστήμη, της οποίας ένας από τους θεμελιωτές (μαζί με τον Άνταμ Σμιθ, τον Νταίηβιντ Ρικάρντο και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ) είναι και ο Μάλθους, η οποία σπανιότητα των αγαθών ενισχύεται από τον περιορισμένο όγκο των φυσικών πόρων του πλανήτη μας, σε συνδιασμό με τον παραπάνω περιγραφόμενο υπερπληθυσμό των ανθρώπινων κοινωνιών.
Δεδομένο είναι ότι στην πορεία της εξέλιξης της ιστορίας, αλλά και ήδη από την εποχή του ακόμα (17ος και 18ος αιώνας) ο Μάλθους έχει διαψευστεί, επειδή δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την εκρηκτική ανάπτυξη της καπιταλιστικής τεχνολογίας και την απρόσμενη προώθηση που αυτή έδωσε στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη.
Για τον Μάλθους και για όλους τους κλασσικούς οικονομολόγους, θεραπεία για την αποφυγή των κρίσεων υπερπληθυσμού στις ανθρώπινες κοινωνίες, αυτή η πηγή των ανθρώπινων δεινών, της φτώχειας, της στέρησης και των πολέμων (οι οποίοι μόνον προσωρινά, έλυναν το πρόβλημα σε ένα περιορισμένον χρονικόν ορίζοντα), ήταν η διατήρηση της ταξικής διάρθρωσης των κοινωνιών (για να μπορεί να συσσωρεύεται ο πλούτος και να τροφοδοτείται έτσι, λελογισμένα η ανάπτυξη, αφού η συσσώρευση του κεφαλαίου και η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης των καπιταλιστών και της ευρύτερης κυβερνώσας ελίτ – μην ξεχνάμε ότι η Βρετανία δεν έζησε μια τέτοια επανάσταση, σαν αυτήν που έζησαν οι Γάλλοι και δεν εξαφάνισε την παλαιά αριστοκρατική ελίτ, η οποία υπάρχει ακόμα και στις ημέρες μας, αφού το πείραμα του Κρόμγουελλ δεν επιβίωσε, μετά τον θάνατό του -, βοηθούν στην αποφυγή της διάχυσης των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης στον γενικό πληθυσμό και αποφεύγεται έτσι η ανατροφοδότηση του υπερπληθυσμιακού φαινομένου) και η συγκράτηση του γενικού βιοτικού επιπέδου σε συνθήκες στερήσεων για τον γενικό πληθυσμό, μαζί με τις νουθεσίες της Εκκλησίας για σεξουαλική συγκράτηση – το κλασσικό μοτίβο των ιερωμένων : Σεξ μόνον για τεκνογονία και όχι για ευχαρίστηση.
Οι απόψεις του Μάλθους εξακολουθούν να έχουν οπαδούς και στην σύγχρονη εποχή, φυσικά, αναδιατυπωμένες και διορθωμένες, πλην όμως, διαρκώς διαψευδόμενες, αφού όλες οι καταστροφολογικές θεωρίες, γύρω από την σπάνη των αγαθών και των φυσικών πόρων, ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν και τούτο επειδή τώρα πια η ανθρωπότητα – όχι βέβαια καθ’ ολοκληρίαν, διότι περιορισμένα στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο οι θεωρίες του Μάλθους και των νεομαλθουσιανών έχουν μια ισχύ, αφού εκεί υπάρχει πρόβλημα, σε ορισμένες ευάριθμες περιοχές – έχει και το τεχνολογικό υπόβαθρο και το επίπεδο γνώσεων, αλλά και μέσα από την αύξηση του πληθυσμού, το ικανό ανθρώπινο δυναμικό, ώστε να βρίσκει λύσεις στο ζήτημα, που κάθε φορά αντιμετωπίζει και αφορά την σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πληθυσμό και τους φυσικούς πόρους.
Αν ο Μάλθους είχε δίκιο – και είχε σε μεγάλο βαθμό δίκιο – για την επικρατούσα κατάσταση στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, δεν είχε δίκιο για τις αστικές κοινωνίες της εποχής του και πολύ περισσότερο, για τις καπιταλιστικές κοινωνίες της εποχής μας. Εκείνος δικαιολογείται, διότι η αύρα των προκαπιταλιστικών κοινωνιών διακατείχε την εποχή του, σε επίπεδο αντιλήψεων και οι ανθρώπινες ελίτ και οι κοινωνίες εκείνες δεν ήσαν ώριμες να δουν ορθολογικά το πρόβλημα και να το λύσουν με την λήψη των δεόντων μέτρων και αυτό συνέβαινε στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο πολύ μετά τον Μάλθους. Οι σύγχρονοι, όμως, νεομαλθουσιανοί είναι ασυγχώρητοι, διότι έχουν μπροστά τους όλα τα δεδομένα, ώστε να δουν αντικειμενικά το πρόβλημα και να κατανοήσουν τις διαδικασίες επίλυσής του.
Το σε ακμή ευρισκόμενο τουρκικό σουλτανάτο, κατά τον 15ο μ.Χ. αιώνα, του ανωτέρω εικονιζόμενου Σουλτάνου Μωάμεθ Β' του Πορθητή, δεν είχε μεγάλες διαφορές, ως προς τις μεθόδους διοίκησης, αλλά και ως προς την τεχνολογία, που διαχειριζόταν, από το παρηκμασμένο τουρκικό σουλτανάτο των αρχών του 20ου αιώνα. Παρέμεινε, καθ όλη την διάρκεια του βίου του, ένας προκαπιταλιστικός κοινωνικός μηχανισμός, ο οποίος σαρώθηκε από την επαφή του, με τον καπιταλιστικό κόσμο, που γεννήθηκε, από τον 16ο αιώνα και μετά. Η πορεία του προς τον θάνατο υπήρξε μακραίωνη και βασανιστική, λόγω των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, που του επέτρεψαν να επιβιώσει συρρικνούμενο, για να πεταχθεί έξω από τα ευρωπαϊκά του εδάφη, εν ριπή οφθαλμού, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 - 1913, όταν οι Δυνάμεις αυτές αποφάσισαν να τελειώνουν μαζύ του. Για να σωθεί, τελικά, μέσα από έναν αιματηρό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ως τουρκικό εθνικό κράτος και όχι ως πολυεθνική αυτοκρατορία, στα μικρασιατικά εδάφη το 1922 από τον ανταρτικό στρατό του Μουσταφά Κεμάλ.
Ας εξετάσουμε μια, ιστορικά, κοντινή σε μας, προκαπιταλιστική αυτοκρατορία. Το σουλτανάτο των Οθωμανών.
Δεν κρατούσαν στατιστικά στοιχεία οι ιθύνοντες την Οθωμανία. Μέτραγαν κεφάλια (για την ακρίβεια καπνίζοντα τζάκια – καπνίζοντα τζάκια στα σπίτια, σήμαινε ότι τα σπίτια ήσαν κατοικήσιμα και υπολόγιζαν επίσης, γύρω στα έξι με επτά κεφάλια, ίσως και περισσότερο, ανά σπίτι) στα χωριά και έτσι υπολόγιζαν την παραγωγή, που απαιτείτο, για την διάθρεψή τους και από αυτό που υπολόγιζαν ζητούσαν το 10% – είτε υπήρχε, είτε δεν υπήρχε. Τα χρήματα (ή το είδος) ο ζαΐμης τα εισέπραττε από τους προεστούς και δεν υφίσταντο «επανορθωτικοί» μηχανισμοί, που να ελάμβαναν υπόψη την όποια μείωση της παραγωγής – φαινόμενο που ήταν πολύ συχνό στις προβιομηχανικές κοινωνίες. Το «ΑΕΠ», τότε, συχνάκις μειωνόταν, από τους εποχιακούς παράγοντες (καιρός), ή από τους ληστές, αλλά αυτό ήταν αδιάφορο για την Οθωμανία.
Από εκεί και πέρα και οι Οθωμανοί, όπως και οι ναζί, ήσαν κακοί, μπορώ να ισχυριστώ, κάκιστοι και με ομογάλακτη συναντίληψη. Θυμίζω ότι όταν ο Χίτλερ σε σύσκεψη των ναζί αξιωματούχων αντιμετώπισε αντιρρήσεις για την σχεδιαζόμενη εξόντωση των Εβραίων της Γερμανίας (πριν τον πόλεμο), με το επιχείρημα ότι θα υπάρξει διεθνής καταδίκη της Γερμανίας, θυμήθηκε τους Οθωμανούς του Ταλαάτ πασά (που είχαν οργανωθεί από τους αξιωματικούς του Κάϊζερ Γουλιέλμου) και αντέτεινε το ρεαλιστικοφανές επιχείρημα, με το οποίο έκλεισε την συζήτηση, γύρω από τις εκφρασθείσες επιφυλάξεις : «Και ποιός θυμάται την σφαγή των Αρμενίων». Όμοιος ομοίω αεί πελάζει. Έτσι και ο Χίτλερ τους Οθωμανούς νεότουρκους θυμήθηκε, αφού οι Φρίτσηδες, έχουν μια διαχρονική σχέση με σφαγές και ολοκαυτώματα…
Και γι’ αυτό και παρεμπιπτόντως, αναφέρω ότι διαφωνώ με όσα λέει η κ. Θάλεια Δραγώνα. Η Οθωμανία υπήρξε ένα διαρκές μακελικό τοπίο για τους μη μουσουλμανικούς λαούς της (εν μέρει και για τους μουσουλμανικούς), με κάποια σκαμπανεβάσματα είναι η αλήθεια, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία της οθωμανικής διακυβέρνησης, η οποία συνδύασε τα χειρότερα στοιχεία των Βυζαντινών (διαφθορά), με την αμετροεπή κτηνώδη βαρβαρότητα και συστηματική άρνηση ένταξης, σε οποιαδήποτε μορφή ορθολογισμού, των απογόνων των τουρανικών μογγολικών φυλών, που έφθασαν, ιππαστί, στην Μικρά Ασία και την ποδηγέτησαν, φέρνοντας το όνομα Tu kiu «οι άνθρωποι – ιππείς με την περικεφαλαία», με το οποίο τους βάπτισαν οι δύσμοιροι Κινέζοι χωρικοί, που υφίσταντο τα πάνδεινα από τις επιδρομές τους.
Διοικητική δομή δεν είχαν οι νέοι αυθέντες. Την πήραν από τους Βυζαντινούς, έτσι διεφθαρμένη, όπως ήταν και την μεταλαμπάδευσαν στους μεταγενέστερους και σε μας, εν μέρει – αν και εμείς το στοιχείο της διαφθοράς το είχαμε και από μόνοι μας, ως οι άμεσοι πολιτιστικοί κληρονόμοι της Ρωμανίας.
Αυτό το ενεργό ιστορικό backround της διαφθοράς κουβαλάμε, τώρα, ως νεοέλληνες (και εδώ κάνει επίσης λάθος η κ. Δραγώνα και όλοι οι έγκριτοι ιστορικοί. Η νεοελληνική μας ταυτότητα, δεν είναι προϊόν του 19ου αιώνα, είναι προϊόν του ύστερου Βυζαντίου της εποχής του Μιχαήλ Ψελλού και το τελευταίο Βυζάντιο είναι το πρώιμο νεοελληνικό κράτος). Όλα τα άλλα, είναι παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του, ή εκ του πονηρού κατασκευές, για να δικαιολογήσουμε όσα κάνουμε.
Τελικά, η Οθωμανία δεν επεβίωσε, διότι αυτό το ανορθολογικό σύστημα υπερφαλαγγίστηκε από τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό, που οδήγησε τελικά στην αποσάρθρωσή της.
Η ίδια η εξέλιξη των πραγμάτων έχει καταδείξει την αναποτελεσματική λειτουργία των παλαιών ανορθολογικών μηχανισμών που λειτουργούσαν στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες.
Για τον λόγο αυτόν οι κοινωνίες αυτές δεν «καταδικάστηκαν» (δεν είναι θέμα καταδίκης), αλλά ξεπεράστηκαν από την δύναμη του ορθού λόγου, όταν αυτός έγινε ένα ευδιάκριτο εργαλείο σκέψης των ανθρώπων και των εκάστοτε κοινωνικών ομάδων, που ελάμβαναν κάθε φορά τις αποφάσεις για την πορεία των κοινωνιών, μέσα στο διάβα της Ιστορίας.
Αυτή η εξέλιξη κατέστησε παρελθόν τις παλαιές προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και αυτές οι κοινωνίες της διαφθοράς, παρά τον μακρύ τους βίο, σε σχέση με τις σχετικά πρόσφατες προτεσταντικές κοινωνίες, που γέννησαν την καπιταλιστική ηθική και τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ως ένα κατ’ εξοχήν δημιούργημα του ορθού λόγου.
Αυτή, λοιπόν, η εξέλιξη καταδίκασε – για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του κοινωνικού εξελικτικισμού - τις υπερχιλιετείς αυτοκρατορίες της διαφθοράς ( π.χ. την Βυζαντινή και την Οθωμανική), επαναφέροντας την προχριστιανική εκδοχή της ορθοτόμησης του ορθού λόγου, που επιχείρησαν (ανεπιτυχώς και χωρίς διάρκεια, είναι η αλήθεια) ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός πολιτισμός, την οποία και η εν λόγω εξέλιξη επανέφερε στο προσκήνιο της Ιστορίας.
Και – το κυριώτερο – αυτή η εξέλιξη, έθεσε στην άκρη τις παλαιές προαιώνιες διεφθαρμένες κοινωνίες, επειδή κατάφερε – αλλά, πρωτίστως, για να καταφέρει – τα αποτελέσματα, που περιέγραψα στο προηγούμενο σημείωμά μου, μέσα μόλις σε τρεις αιώνες και με καλπάζοντες ρυθμούς ιδίως στον περασμένο αιώνα, παρά τις σφαγές που έγιναν και οι οποίες ήσαν σπονδές στο πάντα παρόν προκαπιταλιστικό ιδεολογικό οικοδόμημα, που διακατέχει τα μυαλά των ανθρώπων και το οποίο είναι πάντοτε η πηγή του ανθρώπινου ανορθολογισμού και των καταστροφικών αποτελεσμάτων του, όταν αυτός ο ανορθολογισμός επικρατεί και γίνεται κυρίαρχος, ακόμα και όταν λαμβάνει επιστημονικοφανή χροιά, εμφανιζόμενος, ως μαρξισμός, ή ως ναζισμός, η ως φιλελευθερισμός – δηλαδή, ως ιδεολογία (νοουμένη πάντοτε, ως ανθρώπινη ψευδής συνείδηση).
Τα παραπάνω προβλήματα που αναλύθηκαν ήσαν (και εξακολουθούν να είναι στις κοινωνίες με τις έντονες προκαπιταλιστικές επιβιώσεις, αλλά και στις δικές μας) προϊόντα των δομικά (ήτοι θεσμικά) διεφθαρμένων παλαιών κοινωνιών, των εγκατεστημένων συμφερόντων τους και της σταθερής κληρονομικής – εν πολλοίς – δομής των ηγεμονευόντων κοινωνικών στρωμάτων τους, τα οποία δεν ορθοτομούντο από την ισχύ του ορθού λόγου και που μαζύ με την επικρατούσα κάθε φορά ιδεολογία (πάντοτε αυτή νοουμένη, ως ψευδή συνείδηση) έδιδαν ανορθολικές απαντήσεις στα εκάστοτε προβλήματα, επιμηκύνοντας την ανορθολογική πορεία της ανθρωπότητας και καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολη την δημιουργία του δρόμου, προς την επικράτηση του ορθολογισμού, ως ενός από τα κύρια εργαλεία σκέψης και δράσης των ανθρώπινων κοινωνιών – ποτέ δεν θα γίνει το μόνο εργαλείο της ανθρωπινης σκέψης και δράσης ο ορθολογισμός. Και τούτο, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνον λογικό ον. Παραμένει πάντοτε και ένα ζωώδες ον, υποκείμενο στα ορμέμφυτά του και στις ιδεοληψίες του. (Για τα τελευταία το σύγχρονο marketing και οι τεχνικές της διαφήμισης έχουν πολλά να μας διδάξουν).
Οι προκαπιταλιστικής προέλευσης κοινωνικές και οικονομικές δοξασίες, δεν εξαλείφθηκαν στην πορεία του χρόνου και έπαιξαν και (σε έναν μεγάλο βαθμό) παίζουν ακόμα, σημαντικότατο ρόλο στα διάφορα κέντρα αποφάσεων πολλών πολιτικών, κοινωνικών στρατιωτικών και οικονομικών ελίτ, που επηρεάζουν την πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών.
John Maynard Keynes 1883 - 1946 (νεανικό σκίτσο).
Μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι οι νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επέβαλαν, ανοήτως, στην αναπτυγμένη, αλλά ηττημένη, Γερμανία του Μεσοπολέμου, συνθήκες πλήρους οικονομικής ένδειας, με τις στερήσεις, που της επέβαλαν, λόγω των πολεμικών επανορθώσεων, τις οποίες απαίτησαν, οδηγώντας τον πληθυσμό αυτής της χώρας, μαζί με την καταλυτική βοήθεια της οικονομικής κρίσης του 1929, στην απόλυτη ένδεια και στην αναζήτηση λύσεων, μέσω του ναζισμού του Χίτλερ. Οι σύμμαχοι της Αντάντ δεν άκουσαν τον Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, που επεσήμανε το βλακώδες και καταστροφικό περιεχόμενο της Συνθήκης των Βερσαλλιών και το πλήρωσαν με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Φυσικά, οι νικητές του πολέμου αυτού, δεν επανέλαβαν τα λάθη του 1918, γι’ αυτό και δεν ζήσαμε, έκτοτε, άλλον μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο.
Πολλές φορές η αύξηση του πληθυσμού συνδέεται και με το λεγόμενο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Πέρα από τις επιφυλάξεις, γύρω από αυτό το φαινόμενο, πρέπει να τονίσουμε ότι, άλλο πράγμα είναι η αύξηση των εκπεμπόμενων ατμοσφαιρικών ρύπων και άλλο πράγμα είναι η συγκρότηση μιας, τέτοιας τεραστίας τάξεως μεγέθους, κλιματικής αλλαγής, η οποία χρειάζεται περισσότερη παρατήρηση, από απόψεως χρόνου, για να διαπιστωθεί -, μπορούμε να πούμε ότι οι ενδείξεις δείχνουν ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου έχει μια στατιστική σχέση με την αύξηση του πληθυσμού, αλλά πολύ περισσότερο οφείλεται στην κακή διαχείριση της ανάπτυξης από τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες (και αυτές του Τρίτου Κόσμου), εφ’ όσον υπάρχει ένα τέτοιο φαινόμενο του θερμοκηπίου, σε επίπεδο παγκόσμιων κλιματικών αλλαγών.
Σίγουρα, πάντως, υπάρχουν και το έχουμε ξαναπεί, τοπικά »φαινόμενα του θερμοκηπίου» στον πλανήτη μας και τα ζούμε στις μεγαλουπόλεις και στις βιομηχανικές περιοχές, με τις θερμοκρασιακές αναστροφές και τα συναφή φαινόμενα που παρατηρούνται. Αυτά οφείλονται και στον υπερπληθυσμό, αλλά πολύ περισσότερο στην κάκιστη διαχείριση της ανάπτυξης και των διαδικασιών της από τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες και τις ελίτ, που τις κουμαντάρουν. Δεδομένο είναι ότι, με τον ίδιο πληθυσμό και με την ελαχιστοποίηση των ρύπων, που είναι εφικτή, με την σύγχρονη τεχνολογία, πρόβλημα δεν θα υπήρχε, πλην όμως οι αγκυλώσεις, που οφείλονται στην διάρθρωση των σύγχρονων γραφειοκρατικών καπιταλιστικών κοινωνιών, δηλαδή στα επενδυμένα συμφέροντα – μεγάλα και μικρά -, που αυτές έχουν στο εσωτερικό τους. δεν επιτρέπουν και καθυστερούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Η αντιρρυπαντική πολιτική είναι άμεσα αναγκαία, είτε υπάρχει το γενικότερο φαινόμενο του θερμοκηπίου, είτε όχι και ανεξάρτητα από το μέγεθος του πληθυσμού των ανθρώπινων κοινωνιών, που, ούτως, ή άλλως, είναι πλέον πολυπληθείς.
Παρ’ όλα αυτά, είπαμε ότι ο Μάλθους και οι μαλθουσιανοί έχουν δίκιο σε ορισμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Για παράδειγμα, είχαν δίκιο για την κινεζική κοινωνία, μέχρι την δεκαετία του 1960 και έχουν δίκιο για ένα μεγάλο κομμάτι της ινδικής κοινωνίας, μέχρι σήμερα, ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις περισσότερες κοινωνίες της υποσαχάριας Αφρικής. Εκεί με τις ιδιομορφίες κάθε χώρας, υπάρχει σπάνις των αγαθών και περιορισμός των φυσικών πόρων, λόγω της αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Αφρική, ή λόγω της μεγάλης γεννητικότητας στην Ινδία, η οποία μεγάλη γεννητικότητα, υπερκαλύπτει τους ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης στην χώρα αυτή. Μάλιστα, στην Ινδία υπάρχει και ανισοκατανομή του φαινομένου, διότι υπάρχουν περιοχές όπου η ανάπτυξη ξεπερνά την αύξηση του πληθυσμού και υπάρχει μια σταθερή άνοδος του βιοτικού επιπέδου (π. χ. Πουντζάμπ), ενώ υπάρχουν άλλες, όπου η γενική τάση επικρατεί και κινδυνεύουν με κατάρρευση, λόγω της διστακτικότητας των αρχών να προωθήσουν μια πολιτική κατά των περιττών γεννήσεων.
Παράδειγμα επιτυχημένης πολιτικής γεννήσεων είναι η κομμουνιστική Κίνα, όπου το Κινεζικό Κ. Κ., ως φορέας δυτικών ορθολογικών αντιλήψεων, γύρω από την διαχείριση της αύξησης του πληθυσμού, επέβαλε μια πολιτική ελέγχου των γεννήσεων, με το δόγμα «ένα παιδί για κάθε οικογένεια» και κατάφερε να κρατήσει την αύξηση του πληθυσμού σε ελεγχόμενα επίπεδα και να κάνει την αλματώδη υβριδική γραφειοκρατική καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας να βρίσκεται σε επίπεδα μεγαλύτερα από την αύξηση του πληθυσμού της χώρας. Μάλιστα, εσχάτως παρατηρείται ότι η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει σε έλλειψη εργατικών χεριών, λόγω της μείωσης του ποσοστού των νέων στην ηλικιακή σύνθεση του κινεζικού πληθυσμού.
Όποια κριτική και να γίνει στον Μάλθους και στις απόψεις του για τον ανθρώπινο πληθυσμό και την σχέση του με την οικονομία, δεν μπορεί να γίνει στο κενό. Προϋποθέτει γνώση της επιχειρηματολογίας του και των ίδιων των απόψεών του, προκειμένου να καταλάβει κάποιος, γνωρίζοντας, τώρα πια τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, από την τόσο μακρινή εποχή των ετών 1780 – 1830 μέχρι σήμερα, τα σημεία στα οποία ο Μάλθους είχε δίκιο και τότε, αλλά και τώρα, όπως επίσης τα σημεία εκείνα στα οποία έσφαλε και είχε άδικο και τότε, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα, σε εκείνο το έργο του, στο οποίο συνοψίζεται όλη του η θεωρία για την αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και τις επιπτώσεις του. Το έργο του αυτό είναι το ίδιο αντιπροσωπευτικό των θεωριών του ανδρός, όπως ακριβώς αντιπροσωπευτικό, για τον Καρλ Μαρξ και τις θεωρίες του, είναι «Το Κεφάλαιο» και έχει τον τίτλο «Δοκίμιο για τον πληθυσμό».
John Kenneth Galbraith ( 1908 - 2006)
Μια πολύ καλή σύνοψη – αναφορά στις απόψεις του Μάλθους κάνει ο πρόσφατα θανών Αμερικανός οικονομολόγος Τζων Κέννεθ Γκαλμπραίηθ, στο βιβλίο του «Η Κοινωνία της Αφθονίας», όπου με τον γνωστό παραστατικό, αναλυτικό και απλοποιητικό – αν μπορώ να χρησιμοποιήσω μια τέτοια λέξη, που δεν υπάρχει στο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά που εκφράζει, πλήρως, τον τρόπο γραφής του ανδρός, ο οποίος τρόπος γραφής δεν ξεπέφτει στο επίπεδο του απλουστευτικού – τρόπο γραφής του, δίνει, μέσα σε λίγες σελίδες, την ουσία των απόψεων του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου, ο οποίος είναι ένας εκ των πατέρων της Οικονομικής Επιστήμης, μαζί με τους Άνταμ Σμιθ, Νταίηβιντ Ρικάρντο και Τζων Στιούαρτ Μιλλ.
«Οι δυό μεγάλoι διάδοχοι του Σμιθ στην κεντρική παράδοση της οικονομικής σκέψης υπήρξαν ο Νταίηβιντ Ρικάρντο (1772-1823) και ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1834). Απάρτισαν, μαζί μέ τον Άνταμ Σμίθ, τη μεγάλη τριανδρία των ιδρυτών της οικονομικής επιστήμης, τoυλάχιστoν στη μορφή της εκείνη που η επιστήμη αυτή έγινε γνωστή στις αγγλόφωνες χώρες. Ο Ρικάρντο υπήρξε ο άνθρωπος που πρώτος έδωσε στην οικονομική επιστήμη τη μοντέρνα της διάρθρωση, που δηλαδή εξέτασε τους καθοριστικούς συντελεστές των τιμών, της έγγειας προσόδου, των ημερομισθίων και του κέρδους μ’ ένα πνεύμα συστηματοποίησης που από τότε στάθηκε μόνιμα χρήσιμο στους οικονομολόγους. Διαθέτει δηλαδή τους πιο εντυπωσιακούς τίτλους να θεωρηθεί σαν ο πατέρας της επιστήμης. Μαρξιστές και μη μαρξιστές του είναι εξίσου υποχρεωμένοι για το έργο του.
Για τον Ρικάρντο και τον Μάλθους, είχε βασική σημασία η έννοια των στερήσεων και της μεγάλης ανισότητας από τις οποίες υποφέρουν οι μάζες Δεν υπήρξαν ποτέ ολότελα ανεπιφύλαχτα τα σχετικά τους συμπεράσματα. Ωστόσο, οι επιφυλάξεις τους διατυπώνονταν μέσα σε στενά πλαίσια. Στον Ρικάρντο και τον Μάλθους αναφερόταν το 1850 ο Καρλάϊλ, όταν μιλούσε για τους «αξιοσέβαστους καθηγητές της μελαγχολικής επιστήμης», κολλώντας έτσι στην οικονομική μιαν ετικέττα που δεν μπόρεσε ποτέ να την ξεφορτωθεί γιατί δεν υπήρξε ποτέ απόλυτα αδικαιολόγητη.
Για τον Μάλθους δεν χρειάζεται να πούμε πολλά πράγματα. Σε όλο το δέκατο ένατο αιώνα κι’ ακόμη και σήμερα, το όνομά του συνδέεται στενά και σχεδόν αποκλειστικά με το βιβλίο του «Δοκίμιο για τον πληθυσμό». Είπε και άλλα πολλά και σπουδαία πράγματα για τα οικονομικά θέματα ο Μάλθους, και τελευταία οι αντιλήψεις του αυτές ανακαλύφτηκαν ξανά, μα ωστόσο θα μείνει πάντα γνωστός κατά κύριο λόγο για τις απόψεις που εξέφρασε πάνω στα προβλήματα του πληθυσμού. Τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να ζήσουν στον κόσμο μας καθορίζουν περιοριστικά οι δυνατότητες διατροφής που υπάρχουν. Κατά την άποψη του Μάλθους, μια οποιαδήποτε αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μιαν αύξηση του αριθμού των καταναλωτών τους. Μονάχα η αδυσώπητη ανάγκη, οι ελλείψεις δηλαδή, περιορίζουν σε τελευταία ανάλυση το ύψος των γεννήσεών και την αντοχή που δείχνει ένας δοσμένος πληθυσμός. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι πως οι άνθρωποι θα ζουν για πάντα κάτω από τη δαμόκλεια σπάθη του λιμού.
Στις τελευταίες εκδόσεις του έργου του, ο Μάλθους στάθηκε κάπως πιο επιφυλακτικός. την αύξηση του πληθυσμού, που επέρχεται σαν αποτέλεσμα της ύπαρξης ενός πλεονάσματος τροφίμων μπορεί πάντα να περιορίσει η «Ηθική συγκράτηση», όπως επίσης η επίδοση στα «βίτσια», μια έννοια που είναι πιο διφορούμενη. Ένας λαός έχει, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα να κρατήσει το βιοτικό του επίπεδο σε ύψος που να ξεπερνά τις ανάγκες συντήρησής του, κι’ η Ικανότητά του αυτή μοιραία θα μεγαλώνει εφόσον, δίπλα στην ηθική συγκράτηση και τα «βίτσια», αρχίσουν να διαδραματίζουν ένα ρόλο και τα προφυλακτικά.
Όπως, όμως συνέβηκε με τον Ρικάρντο, έτσι και στην περίπτωση του Μάλθους, οι επιφυλάξεις του πήγαν χαμένες στη χειμαρρώδη συνέχεια της κύριας επιχειρηματολογίας του. Αυτή είχε σαν πυρήνα της την πίστη στο αναπόφευκτο της φτώχειας των μαζών. ‘Άλλωστε είναι γεγονός ότι για ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου η κεντρική επιχειρηματολογία του Μάλθους ήταν σωστή, κι αντίθετα στερούνταν πραγματική σημασία οι διάφορες περιοριστικές επιφυλάξεις του. Αυτό συνέβαινε, μα και συμβαίνει ακόμη, σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος της Ασίας. Ο Μάλθους ήταν, όπως έχουμε χρέος να το σημειώσουμε, καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο Κολλέγιο Χαίηλυμπερυ, ενα εκπαιδευτικό ίδρυμα που η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (’Ήστ Ιντια Κόμπανυ) το δημιούργησε για να εκπαιδεύσει εκ ει στελέχη για τις υπηρεσίες της στις Ινδίες.
Αφού συνέβαινε να έχουν υπάρξει πάντα φτωχοί οι πιο πολλοί άνθρωποι, δεν ήταν παράδοξο που ο Μάλθους δεν συγκλονίστηκε ποτέ από τα συμπεράσματα στα όποια είχε καταλήξει και δεν θεώρησε ποτέ χρέος του να προτείνει μια θεραπεία για το κακό αυτό. Περιορίστηκε να συστήσει μιαν αναβολή στην τέλεση του γάμου και πρότεινε να περιληφθεί στην τελετή του μυστηρίου μια προειδοποίηση ότι την ευθύνη συντήρησης των παιδιών που θα γεννηθούν θα φέρει ο πατέρας τους και όχι το κράτος, έτσι σε περίπτωση παραγωγής ενός υπερβολικά μεγάλου αριθμού παιδιών, η αναπόφευκτη ένδεια θα αποτελούσε τη δίκαιη τιμωρία των γονέων για την απρονοησία τους. «Ο τόνος της απελπισίας και του πεσσιμισμού που διακρίνει μεγάλο μέρος του οικονομικού) δόγματος του δέκατου ένατου αιώνα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό κληροδότημα του Μάλθους.»
(«Η Κοινωνία της Αφθονίας» σελίδες 62-63, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ 1970. Το βιβλίο εκδόθηκε στις Η.Π.Α. το 1958 και επανεκδόθηκε αναθεωρημένο και επηυξημένο το 1969).
Η ανάλυση του ανδρός ήταν μια τυπική ταξική κοινωνικοοικονομική ανάλυση της εποχής του, μιας εποχής του ανερχόμενου βρετανικού καπιταλισμού, ο οποίος ήταν το κύριο εργαλείο και ο φορέας μιας ιδιότυπης παγκοσμιοποίησης, εκείνη την εποχή, με κύριο όργανο τις αποικίες και την αδιάκοπη συσσώρευση του κεφάλαιου, η οποία έπρεπε να προστατευθεί, πάση θυσία, όπως και οι τότε κυρίαρχες τάξεις, από τις αναδιανεμητικές διαθέσεις των μαζών και του προμαρξικού (ναι υπήρξε και ήταν μαχητικότατο) εργατικού κινήματος.
Αυτή η ανάλυση, όμως, δεν πατούσε στο πουθενά. Στηριζόταν στην προαιώνια εμπειρία από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, όπου η τεχνολογική στασιμότητα και οι κατά καιρούς δυσμενείς εξελίξεις των καιρικών φαινομένων, οδηγούσαν σε κρίσεις υπερπληθυσμού, σε πολέμους και σε στερήσεις, στην φτώχεια, στην πείνα, στην ένδεια και στον θάνατο.
Στηριζόταν, ακόμα, στις εξελίξεις στον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος κύκλωνε την τότε οικοδομούμενη Βρετανική Αυτοκρατορία και στον οποίο κόσμο – που στην συντριπτική του πλειοψηφία βρισκόταν σε προκαπιταλιστικό στάδιο – τα φαινόμενα του υπερπληθυσμού ήσαν μια »κανονική» κατάσταση, μια καθημερινότητα, με την οποία συμβίωναν – ή μάλλον καλύτερα, προσπαθούσαν να συμβιώσουν – οι κοινωνίες αυτές, με τυπικό παράδειγμα την κοινωνία των Ινδιών (το πετράδι του βρετανικού στέμματος), στην οποία οι Βρετανοί αποικιοκράτες παρατήρησαν όλα όσα περιγράφει η μαλθουσιανή θεωρία για τον υπερπληθυσμό, η οποία, σε πολύ μεγάλο βαθμό, εξακολουθεί να ισχύει και τώρα – αιώνες μετά τον Μάλθους – σε τεράστια τμήματα της σημερινής μετααποικιακής ινδικής (και πακιστανικής, διότι οι τότε Ινδίες συμπεριλαμβάνουν και το τωρινό Πακιστάν) κοινωνίας.
Που έσφαλε ο Μάλθους;
Έσφαλε στο ότι δεν μπόρεσε να δει την δυναμική του βρετανικού και μέσω αυτού, του τότε οικοδομούμενου διεθνούς καπιταλισμού, δηλαδή του καπιταλισμού, κυρίως, στην ηπειρωτική Ευρώπη και (λιγότερο) στις μόλις ανεξαρτητοποιηθείσες ΗΠΑ, ενώ είχε μπροστά του τα οικονομικά μεγέθη, δηλαδή την τεράστια αύξηση του ΑΕΠ στην χώρα του, την πραγματοποιούμενη διάχυση του πλούτου σε ευάριθμα τμήματα της βρετανικής κοινωνίας και τις κρίσεις υπερπαραγωγής, φαινόμενο που πρώτη φορά παρατηρήθηκε ιστορικά και περιγράφηκε επιστημονικά. Έμεινε στην εμπειρική παρατήρηση του παρελθόντος και στην επιβεβαίωσή του από την μεγάλη φτώχεια των πολυάριθμων κατώτερων στρωμάτων της βρετανικής κοινωνίας, η οποία φτώχεια ήταν άμεσα ορατή, χωρίς να προβεί σε περαιτέρω αναλύσεις του μεγέθους της και της διαχρονικής της πορείας, με παρατήρηση των επι μέρους ποιοτικών χαρακτηριστικών της.
David Ricardo (1772 - 1823)
Ελαφρυντικό για τον Μάλθους αποτελεί το γεγονός ότι η μακροοικονομία, μόλις τότε θεμελιώνονταν από τον Ρικάρντο, αλλά πρέπει να του καταλογισθεί η αντιπαράθεσή του με τον Ρικάρντο, ο οποίος, ορθότατα, οδήγησε την οικονομική επιστήμη στην μακροοικονομία, δηλαδή στις διαδικασίες και στους τρόπους που καθορίζουν την μοιρασία της εθνικής παραγωγής. Στους τρόπους και στις διαδικασίες αυτές ο Ρικάρντο έδωσε τον χαρακτήρα των νόμων της οικονομικής επιστήμης – και λίγο ή πολύ εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται έτσι ακόμα και σήμερα -, οι οποίοι νόμοι καθορίζουν την παραγωγή του εθνικού προϊόντος ή του εισοδήματος ανάμεσα στους γαιοκτήμονες (μικρούς ή μεγάλους), στους καπιταλιστές και τους εργάτες, οι οποίοι όλοι τους διεκδικούν ένα μέρος από αυτό.
Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα της επιστολής του Ρικάρντο, προς τον Μάλθους, της 9/10/1820, το οποίο αναδημοσιεύει ο Γκαλμπραίηθ στο παραπάνω αναφερόμενο βιβλίο του (σελίδα 64), όπου ο Ρικάρντο λέει :
«Σεις πιστεύετε ότι η Πολιτική Οικονομία αποτελεί μίαν έρευνα της φύσης και των πηγών του πλούτου – εγώ όμως θεωρώ ότι θα έπρεπε μάλλον να την αποκαλέσουμε έρευνα των νόμων που καθορίζουν την κατανομή του προϊόντος της βιομηχανίας ανάμεσα στις τάξεις εκείνες που συμβάλλουν στην παραγωγή».
Το γεγονός ότι οι νόμοι του Ρικάρντο (οι οποίοι, τώρα, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι νόμοι, με την έννοια της φυσικής νομοτέλειας, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος) λειτουργούν πάνω στην βάση μιας σκληρής ανισότητας, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες τάξεις, όπως πάνω στην βάση μιας σκληρότατης και μοιραίας ανισότητας λειτουργούσαν και οι θεωρίες του Μάλθους, δεν αναιρεί το εσφαλμένο, ή καλύτερα το ανολοκλήρωτο των απόψεων του Μάλθους, σε σχέση με τις απόψεις του Ρικάρντο. Ο Μάλθους βρέθηκε ένα βήμα πίσω από τον Ρικάρντο, ο οποίος παίρνοντας την σκυτάλη, στο πεδίο της διαχρονικής και αέναης βελτίωσης των ανθρώπινων κοινωνιολογικών και οικονομικών γνώσεων, πήγε την οικονομική επιστήμη ένα (σημαντικό) βήμα προς τα εμπρός, κάτι που ο Μάλθους δεν μπόρεσε να δει και να παραδεχτεί.
Βλέπετε και οι εγωισμοί παίζουν, πάντοτε, καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της επιστήμης και πολλές, πάμπολλες, φορές έχουν καθυστερήσει την πορεία των επιστημονικών εξελίξεων, σε σχέση με την περαιτέρω, κάθε φορά, βελτίωση των γνώσεων, πολλές φορές με καταστροφικές επιπτώσεις. Αυτό το έχουμε δει, με μεγάλη ενάργεια, στην περίπτωση του Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, στην οικονομική κρίση του 1929 - 1932, η οποία ουδέποτε ξεπεράστηκε προπολεμικά και στην έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έθαψε, δια παντός, τον κλασσικό καπιταλισμό, έτσι όπως αυτός είχε γίνει γνωστός, από την εποχή των κλασσικών οικονομολόγων (Σμιθ, Ρικάρντο, Μάλθους), στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Μαρξ.
Και στο σημείο αυτό, το οποίο είναι σημαντικότατο, η ευθύνη του Μάλθους είναι μεγάλη, ακριβώς επειδή τέτοιου είδους εγωισμοί δεν του επέτρεψαν να δει το πεπερασμένο όριο των απόψεών του, τις οποίες αυτός και οι μεταγενέστεροι οπαδοί του μετέτρεψαν σε θεωρία.
Όσο περίεργο και αν ακούγεται, τελικά, ο Μάλθους βρήκε μαθητές στις θεωρίες του για τον υπερπληθυσμό εκεί που απαιτείτο και ήταν απαραίτητο να τους βρεί. Στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, στον Μάο Τσετουνγκ και στους διαδόχους του, οι οποίοι, είδαν, ορθότατα, ότι ο μαλθουσιανισμός εύρισκε πλήρη εφαρμογή στην προκαπιταλιστική κινεζική κοινωνία, με την κατακλυσμιαία αύξηση του πληθυσμού, που απορροφούσε κάθε παραγόμενο πόρο και κρατούσε την Κίνα σε μια κατάστασης αυτοτροφοδοτούμενης ένδειας και υποταγής στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης και της Ανατολής. Έτσι το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με την σκληρή, στιβαρή και συνεκτική λενινιστική οργανωτική του δομή, επέβαλε στην κοινωνία την πολιτική "ένα παιδί για μία οικογένεια" και πέτυχε, παρά τους συνεχείς, πολλές φορές αποτυχημένους και πολυέξοδους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς πειραματισμούς του, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 να ελέγξει τον ενδημικό υπερπληθυσμό της χώρας και να την θέση στην τροχιά ρης οικονομικής ανάπτυξης, καθιστώντας την, ήδη, την δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Στον τομέα αυτόν ο μαλθουσιανικής εμπνεύσεως κινεζικός μαρξισμός υπήρξε απολύτως επιτυχής...
Ως ιερωμένος, προφανώς, ο πατήρ Τόμας Ρόμπερτ (Μάλθους) ήταν κατά του ελεύθερου έρωτα κλπ. Αλλά, ως οικονομολόγος (γιατί ήταν και οικονομολόγος και μάλιστα λαμπρότατος, παρά τα σφάλματά του – άλλωστε, όσα έχει ισχυρισθεί στο δοκίμιο για τον πληθυσμό ισχύουν περίπου πλήρως σε εκτεταμένα τμήματα του σημερινού τρίτου κόσμου και οι θεωρίες του, οι οποίες υπεκατέστησαν την μαρξιστική θεωρία, βοήθησαν το Κ. Κ. Κίνας του Μάο Τσετουνγκ και των επιγόνων του στην Κίνα, για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την εκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας στην χώρα, με την επίτευξη της πρωτογενούς συσσώρευσης του κεφάλαιου, μια διαδικασία, η οποία σκόνταφτε, έως την δεκαετία του ‘50, στον υπερπληθυσμό) ήταν ορθολογιστής, ως προτεστάντης που ήταν.
Ο Μάλθους υπήρξε το τυπικό παράδειγμα εκφραστή της ιστορικά ορθολογικοποιούμενης – ορθότερον : εξορθολογισμένης – προτεσταντικής φύσης του καπιταλισμού, έτσι όπως αυτός εκφράστηκε στην Βρετανία και την λοιπή βόρεια Ευρώπη και μεταλαμπαδεύτηκε στις ΗΠΑ.
Έτσι αντιφατικά κινείται η Ιστορία. Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε θα είναι και η τελευταία.
Αλλά, συνολικά και σε μακροπρόθεσμη προοπτική ο Μάλθους έσφαλλε. Και έσφαλλε, διότι μπορεί να καταφέραμε, ως ανθρωπότητα, τον 20ο αιώνα, να σφάξουμε τους περισσότερους ανθρώπους στην Ιστορία, όμως αλήθεια είναι ότι, καταφέραμε να διαθρέψουμε πολύ, μα πάρα πολύ περισσότερους.
Μιλάει μόνη της η εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού: Από τους 978.000.000 ανθρώπους που ήσαν το 1798 (την εποχή του αιδεσιμώτατου Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους), φθάσαμε το 1850 στους 1.262.000.000. Το 1900 ο παγκόσμιος πληθυσμός ανήλθε στους 1.650.000.000 ανθρώπους και το 1950 στους 2.518.629.000 ανθρώπους. Για να φθάσει τον Ιούλιο του 2012 στους 7.021.836.029 ανθρώπους, με ετήσια αύξηση πληθυσμού, γύρω στα 80.000.000 ανθρώπους, με συνολικό ετήσιο ΑΕΠ 79,39 τρισ. $ και με μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα 11.900 $, ποσόν καθόλου λίγο, αν και σκανδαλωδώς άνισα κατανεμημένο – και αυτή η ανισοκατανομή περιέχει μεγάλη δόση διαφθοράς μέσα της – και αυτό λέγεται, για να μπορούμε να βλέπουμε και την ευρύτερη και γενικότερη πλανητική προοπτική, με τις ελπίδες που γεννάει αυτή, αλλά και με τους φόβους που ελλοχεύουν, γεγονός, που μπορεί να μας καταστήσει περισσότερο υπεύθυνους και προσεκτικούς στις εκτιμήσεις μας στο μέτρο που ο πλανήτης ολόκληρος γίνεται σταδιακά ένα τεράστιο χωριό και ένα κοινό σπίτι όλων, με την ουσιαστική σημασία της φράσης.
Μαζύ με όσα έχω γράψει, μέχρι τώρα, ας προσθέσω και τα παρακάτω, ως μια απάντηση, που έχει να κάνει με το γιατί, όλοι οι ηθικολογικοί ισχυρισμοί, δεν έχουν ορθή ιστορική βάση – είναι, δηλαδή, εσφαλμένοι – και με ποιές μεθόδους και πως ο καπιταλισμός (κλασσικός και γραφειοκρατικός) έβγαλε από την παμπάλαια μιζέρια του τον πληθυσμό του πλανήτη, στα μεγέθη του οποίου έδωσε μια απίθανη ώθηση, αφού ούτε τάση για στασιμότητα υπάρχει στα πραγματικά οικονομικά μεγέθη παρουσιάζει, ενώ αμφισβητείται, ως αναπόδεικτη, η χρόνια κρίση, για την οποία ομιλούν οι μαρξιστές, οι οποίοι, με αγοραίο δημοσιογραφικό στυλ, για την δημιουργία εντυπώσεων, περιγράφουν, ως ‘‘κρίση του καπιταλισμού’’ τις δυσλειτουργίες, που έχει και τις οποίες ξεπερνά, με τα μεθοδολογικά εργαλεία, που του έδωσαν οι κεϋνσιανοί και μετακεϋνσιανοί οικονομολόγοι, ως συνέπεια των διδαγμάτων, που έβγαλαν από την τελευταία πραγματική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος (οι επόμενες - ακόμα και η βαθιά ύφεση του 2008, τις παρενέργειες της οποίας ζούμε και σήμερα και θα ζούμε για καιρό ακόμη και η οποία κινδυνεύει να μεταπέσει σε παγκόσμια κρίση, λόγω της τοπικής κρίσης της ευρωζώνης - ήσαν και είναι οικονομικές υφέσεις και διαρθρωτικές μεταβολές και όχι κρίσεις) αυτήν, δηλαδή του 1929, που, μερικώς και αποσπασματικώς, αντιμετωπίστηκε στην δεκαετία του 1930, με το New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ και τον ναζισμό στην Γερμανία, αλλά στην ουσία και τελειωτικώς ξεπεράστηκε με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως, ήδη, έχω γράψει σε άλλα άρθρα μου. Δείτε τα : «Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1929-1932 ΚΑΙ Η ΥΦΕΣΗ 2008 -2009 : ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΩΝ» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/04/1929-1932-2008-2009.html και «29/10/1929 : Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ!» http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/10/29101929-80.html ).
Ως εκ τούτου, το πρόβλημα δεν είναι να καταπολεμήσουμε την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση μας. Ουδείς ορθολογιστής – όχι τουλάχιστον εγώ – επιδιώκει κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα βρίσκεται στο να εντάξουμε το ορμέμφυτό μας για την απόσπαση της λείας του κυνηγιού, σε ορθολογικούς κοινωνικούς κανόνες, που δίδουν το βάρος που πρέπει και κρατούν τις ισορροπίες, ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό, γνωρίζοντας ότι η κοινωνία αποτελείται από άτομα, αλλά και ότι τα άτομα, μη όντας αυθύπαρκτα, συγκροτούν κοινωνία – παρά την απίστευτα ανεύθυνη κραυγή της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άτομα», που εκστόμισε την δεκαετία του 1980….
Αυτή είναι η προσφορά της Αναγέννησης και κυρίως της προτεσταντικής μεταρρύθμισης στην βόρεια Ευρώπη στην ανθρώπινη κοινότητα στο σύνολό της.
Ποιές είναι οι λύσεις; Ερώτημα λογικό και συνάμα γριφώδες και δύσκολα απαντήσιμο. Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις. Αυτές πρέπει να δημιουργηθούν από εμάς και να γίνουν πράξη. Διότι εύκολο είναι να κατεβάσουμε έναν μακρύ κατάλογο προτάσεων. Το δύσκολο είναι να τον κάνουμε πράξη, διότι για να γίνει πράξη οποιοσδήποτε κατάλογος προτάσεων, πρέπει πρώτα να βρει κοινωνική υποστήριξη. Και οι σύγχρονες κοινωνίες (και πρώτ’ απ’ όλα η ελληνική) έχουν αφυδατώσει όλα τα κοινωνικά κινήματα.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι διαπιστώσεις, που δυσκολεύουν πολύ τα πράγματα, ως προς τους απαιτούμενους μετασχηματισμούς και τον έλεγχο της διαφθοράς, σε μια κοινωνία, σαν την δική μας, που δεν πέρασε από μια προτεσταντική μεταρρύθμιση και που έχει μια ενδότερη σχέση με την διαφθορά.
Το πρόβλημα είναι και πλανητικό, αφού η διαφθορά συνδέεται με (και εμποδίζει) την αναγκαία αναδιανομή του ανισοκατανεμημένου παγκόσμιου εισοδήματος, ακριβώς επειδή στην όλη διαδικασία εμπλέκονται τα επενδεδυμένα συμφέροντα των (σχετικά με τους φτωχούς και τους απόκληρους) καλοζωϊσμένων κατοίκων του πλανήτη.
Και το ζήτημα δεν είναι το τι λέει ο «Ζητιάνος» τοῦ Ανδρέα Καρκαβίτσα που παραπονείται ότι είναι αποδοτικώτερο να επαιτεί από το να εργάζεται και ο οποίος έχει, παρεμπιπτόντως, άδικο. Δεν είναι πιο αποδοτικό το να ζητιανεύεις, εκτός, ίσως, αν το δεις ως επάγγελμα. Πιο αποδοτικό είναι να εργάζεσαι μέσα σε ένα ορθολογικό πλαίσιο κοινωνικών κανόνων (για όσο και ό,που η εργασία είναι απαραίτητη).
Και αυτήν την δυσκολία, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο νομίζουμε, συνήθως, δεν πρέπει να την ξεχνάμε και πρέπει να την συνυπολογίζουμε, όταν θέλουμε να σκεπτόμεθα τα ευρύτερα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας μας, αλλά και ευρύτερα του πλανητη στον οποίο ζούμε.
(Κάποια πράγματα πήρα από παλαιότερα άθρα μου Δείτε και το : «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ, ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ». [ http://www.phpbbserver.com/pfor/viewtopic.php?t=1199&mforum=pfor ] . σε μια επική συζήτηση – που πάμπολλες φορές χακεύτηκε από τους διευθύνοντες του FORUM στο οποίο έγινε, λόγω της ανεπιθύμητης (γι’ αυτούς) τροπής που πήρε -, για τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο τροτσκιστικό «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ». Όσοι έχετε την υπομονή δείτε το θέμα : «Κορνήλιος Καστοριάδης : Ένας απολογισμός, μια ερμηνεία» http://www.politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?t=17364&postdays=0&postorder=asc&start=350 , όπως αυτό έχει διασωθεί – πετσοκομμένο είναι η αλήθεια. Επίσης μπορείτε να δείτε και τα σχόλια μου στο άρθρο του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, με τίτλο "Οι πολιτικοί μηχανισμοί διευρύνουν την διαφθορά" http://e-rooster.gr/01/2010/2056 . Τα σχόλια αυτά δημοσιεύτηκαν, ανάμεσα στις 10/1/2010 και στις 13/1/2010).
Σχόλια