3/2025 Το Κίεβο οδεύει προς δορυφοροποίηση, από την Μόσχα, οι δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ανίκανες να πράξουν ο,τιδήποτε, ενώ η Ελλάδα αποτελεί ουραγό και ασήμαντη ποσότητα, στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια σκηνή.
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, όσο περνάει ο καιρός, με έναν αργό και βασανιστικό τρόπο, ο οποίος, παράλληλα, είναι και πολύ αιματηρός, η Μόσχα προωθεί τις θέσεις της κατά μήκος ενός τεράστιου πολεμικού μετώπου, ενώ η ουκρανική αντίσταση έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια κόπωσης, γεγονός που σημαίνει ότι η κατάσταση της χώρας αυτής γίνεται, ολοένα και περισσότερο, κακή, όσο συνεχίζονται οι μάχες, γεγονός, που σημαίνει, ότι ο ρωσικός στρατός είναι πολύ πιθανό να φτάσει, βαθιά, μέσα στα ουκρανικά εδάφη, κάτι που, αν συμβεί, θα σημάνει και το απλό γεγονός ότι αυτά τα εδάφη θα χαθούν, οριστικά, από ό,τι απομείνει, από την μεταπολεμική Ουκρανία.
Άλλωστε, στην παρούσα φάση οι επιθετικές δραστηριότητες του ρωσικού στρατού δεν περιορίζονται, μόνο, στις τέσσερις επαρχίες της ουκρανικής Ανατολής, που η Ρωσία έχει ενσωματώσει, στην επικράτειά της και με συνταγματική μεταρρύθμιση, αλλά οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, πλέον, φτάνουν, πλέον και στην επαρχία του Χαρκόβου, όπως επίσης και στις επαρχίες του Ντνιεπροπετρόφσκ, του Σούμι και της Οδησσού.
Με αυτά τα δεδομένα και χωρίς να είναι γνωστό το περιεχόμενο των οποιοδήποτε παρασκηνιακών συνεννοήσεων, ανάμεσα, στην Ουάσινγκτων και την Μόσχα, γύρω από το ουκρανικό θέμα, το οποίο θεωρώ ότι παραμένει ανοιχτό, διότι οι δύο υπερδυνάμεις δεν έχουν ξεκαθαρίσει τα δεδομένα των επιδιώξεων τους, σχετικά με την χώρα αυτή, παρά το γεγονός ότι, βέβαια, οι ρωσικές προθέσεις είναι σαφείς και είναι αυτές, που ήσαν και στην αρχή του πολέμου.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, βέβαια, χθες, για πρώτη φορά, έθεσε τους όρους του, για μια εκεχειρία και οι οποίοι είναι η αποδοχή, από το Κίεβο της μη ένταξης της Ουκρανίας, στο ΝΑΤΟ, η άμεση αποχώρηση του ουκρανικού στρατού, από τις 4 περιφέρειες, που η Μόσχα ενσωμάτωσε, στην ρωσική επικράτεια και η άρση των κυρώσεων, κατά της Ρωσίας, όμως, ακόμη και η αποδοχή των όρων αυτών, από το καθεστώς του Κιέβου, δεν σημαίνει ότι πρόκειται ο πόλεμος να τερματισθεί, αφού δεν είναι το Κίεβο αυτό που θα αποφασίσει, για την άρση των κυρώσεων, κατά της Μόσχας. Κάθε άλλο.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η κυβέρνηση του Donald Trump αυτό, που επιδιώκει, είναι να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί, από το ουκρανικό κράτος και το καθεστώς του και Κιέβου. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούν να περισωθούν πολλά πράγματα, από αυτό το καθεστώς, το οποίο θα πάει άκλαυτο, αλλά οι Αμερικανοί έχουν στόχο να διαπιστώσουν, καταρχήν, τις πραγματικές επιδιώξεις της Μόσχας, για να δουν, έως πού αυτές φθάνουν, καθώς και τα υπάρχοντα τα αδύνατα σημεία (αν υπάρχουν) των επιδιώξεων αυτών, προκειμένου να τα εκμεταλλευθούν και να περιορίσουν την τεράστια ζημιά, που υφίσταται η Δύση και φυσικά, να βγάλουν βγάλουν χρήματα, από αυτή την υπόθεση, μέσα από μία εμπορευματικού τύπου συναλλαγή, την οποία επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν, είτε με την Ουκρανία, εάν αυτή η επιβιώσει και έτσι όπως επιβιώσει, ως κράτος, σε σχέση με την εκμετάλλευση του πλούτου της χώρας, κάτι για το οποίο η Μόσχα δεν έχει καταρχήν αντίρρηση.
Αλλά, πέρα από εκεί, το Κρεμλίνο δεν είναι διατεθειμένο να κάνει καμιά άλλη υποχώρηση, σε σχέση με τους αρχικούς πολιτικοστρατιωτικούς σχεδιασμούς, που έχει καταστρώσει και τους οποίους θέτει, σε εφαρμογή.
Έτσι, η διαχείριση της ήττας της Δύσης, στην οποία προβαίνει ο Donald Trump έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε, για να δούμε το πώς θα εξελιχθεί αυτή η διαχείριση και τους καρπούς, που θα αποδώσει, στο τέλος της ημέρας, δηλαδή όταν η περιοχή της Ουκρανίας, που θα καταλήξει να ενσωματωθεί, οριστικά, στην ρωσική επικράτεια, μετά το τέλος του πολέμου και όσον αφορά την τύχη του μεταπολεμικού καθεστώτος του Κιέβου, το οποίο η Μόσχα προορίζει να είναι ανοιχτά φιλορώσικο, ως ένας δορυφόρος της Ρωσίας, περίπου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της Λευκορωσίας, αλλά και της Γεωργίας.
Από την άλλη πλευρά, σημασία έχει η στάση των δυτικοευρωπαϊκών πρωτευουσών, όχι γιατί αυτή είναι άξια λόγου. Άλλωστε, ουδέποτε αυτό το κατασκεύασμα, το οποίο ψευδώς και παραπλανητικώς, ονομάζουν Ευρώπη, είχε κάποια πραγματική βαρύτητα, στις παγκόσμιες εξελίξεις. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως αποδεικνύεται, οι δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν είναι ικανές να διαχειρισθούν, ούτε και τα προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται, στον ευρωπαϊκό χώρο, διότι, μέχρι τώρα, ήσαν επαναπαυμένες, στην παρουσία της Ουάσιγκτων και στην ομπρέλα ασφαλείας, δηλαδή την πυρηνική ομπρέλα, που τους παρέχει, μέσω του ΝΑΤΟ, οι διαφορές αμερικανικές κυβερνήσεις, που πέρασαν όλο το χρονικό διάστημα, από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, αλλά και αργότερα, την αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης”, μέχρι τώρα.
Οι δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες παραμένουν να είναι ένας πολιτικός νάνος, ο οποίος, συνάμα, είναι και νάνος, σε στρατιωτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η πραγματική ανυπαρξία των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, ως σοβαρού θεσμικού παίκτη, στα ζητήματα που αφορούν ακόμη και τον ευρωπαϊκό χώρο είναι δεδομένη και εκδηλώνεται, σε κάθε φάση των δραστηριοτήτων τους, μέσα από το σχήμα της, ψευδώς, αποκαλούμενης “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, είτε, ευρύτερα, ως πρωτοβουλίες, που ξεφεύγουν, από τα μίζερα επίπεδα, στα οποία έχουν περιπέσει οι δυτικοευρωπαϊκές ελίτ.
Από εκεί και πέρα, το να μιλήσει κανείς, για την “ενωμένη Ευρώπη” και όλα τα υπόλοιπα, είναι κουραφέξαλα.
Οι δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, απλώς, θα παρακολουθήσουν το τί μέλλει γενέσθαι και στο ζήτημα του ουκρανικού πολέμου, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, σε ό,τι είναι πιθανόν να συμφωνηθεί. Όπως, επίσης, πρόκειται να είναι ουραγοί, σε οποιονδήποτε ευρύτερο διακανονισμό προχωρήσουν ο Λευκός Οίκος και το Κρεμλίνο.
Όσον αφορά την Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, διότι η Αθήνα ούτε, καν, υπολογίζεται, σε οποιασδήποτε σχεδιασμούς, σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Παραμένει δεδομένη, στο άρμα των ισχυρών και το μόνο πρόβλημα, που έχει, είναι να βρει το σε ποιά πλευρά να συνταχθεί, τώρα, που η Ουάσινγκτων, με την νέα κυβέρνηση του Donald Trump έχει αλλάξει, πλήρως, την στάση της, στο ζήτημα της Ουκρανίας και όχι μόνον αυτής, αλλά και της στάσης της Ουάσινγκτων, απέναντι στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”, αλλά και στα διμερή ζητήματα, τα οποία απασχολούν το ελληνικό κράτος, δηλαδή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό.
Και φυσικά, όλα αυτά αποτελούν ένα σκέτο πονοκέφαλο, για την ελληνική κυβέρνηση, εξαιτίας του γεγονότος ότι, εδώ, δε μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση, που επικρατεί, στην Ελλάδα, πόσο, μάλλον, θα μπορέσει να διαχειριστεί τέτοιας σοβαρότητας, ζητήματα, όπως το ουκρανικό και οι διαταραγμένες αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις οι οποίες επιδεινώνονται, αφήνοντας την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε ένα δίλημμα, το οποίο παραμένει δυσχερές και μπορεί να δημιουργήσει μια βαριά ζημιά, στα ζητήματα, που αφορούν την χώρα, αλλά και την ίδια την ύπαρξη της ίδιας της κυβέρνησης.
Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, μένει να το δούμε και στο μέτωπο της Ουκρανίας και στις διατλαντικές σχέσεις Δυτικής Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, αλλά και στα ζητήματα, που αφορούν, στενότερα, την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Αυτά είναι τα δύσκολα και θα δούμε, προς τα που θα καταλήξουν τα πράγματα.
Σχόλια