Οι σχεδιαστές της διεθνούς πολιτικής της Ουάσινγκτων ενώπιον των οδυνηρών διλημμάτων που τίθενται από την διαφαινόμενη, ως βέβαιη, απώλεια της πλανητικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. (Η ήττα των Αμερικανών, στην Συρία, οι ρωσικές απαιτήσεις και η ταχεία άνοδος της Κίνας, φέρνουν, στην επιφάνεια, τον κίνδυνο ενός μαζικού πρώτου πυρηνικού πλήγματος).
Οι Η.Π.Α. παραμένουν η χώρα εκείνη, η οποία δαπανά τα πιο πολλά χρήματα - μακράν, πολύ περισσότερο, από όλες τις άλλες -, για τις ένοπλες δυνάμεις της. Ακολουθεί, με αυξανόμενους ρυθμούς η Κίνα και μετά, όλοι οι άλλοι, με την Ρωσία να υπολείπεται της Σαουδικής Αραβίας. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ο πίνακας αυτός δεν είναι, ούτε καν, ενδεικτικός, αφού οι πραγματικοί στρατιωτικοί προϋπολογισμοί της Κίνας και της Ρωσίας, είναι άγνωστοι, στο πολύ κοινό, αφού τα μεγέθη, που ανακοινώνονται, αποτελούν απλές εκτιμήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να διασταυρωθούν. Φυσικά, κάτι ανάλογο, πιθανότατα, σε μικρότερο (αλλά όχι ασήμαντο) βαθμό, συμβαίνει και στους αμερικανικούς προϋπολογισμούς. Ως εκ τούτου, τα μεγέθη αυτά είναι χρήσιμο να αντιμετωπίζονται, με την σχετικότητα, που τους αρμόζει.
Αυτοί, που κατευθύνουν την αμερικανική στρατηγική πολιτική και κάθε ημέρα, ανασκοπούν, αναλογίζονται και λαμβάνουν τις αποφάσεις, για την εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτων, είναι περισσότερο από προφανές ότι δυσαρεστούνται και αισθάνονται πολύ άβολα, από τις τρέχουσες εξελίξεις και από την προβολή των αποτελεσμάτων τους στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον.
Η κυριαρχία των αμερικανικών ελίτ, στον πλανήτη έχει κλονισθεί και έχει βλαβεί, ανεπανόρθωτα. Η πρωτεύουσα θέση, στην υφήλιο και η ανάλογη ισχύς των Η.Π.Α., στον οικονομικό και στον γεωπολιτικό τομέα, οδεύουν, στο να μετατραπούν, σε ένα απλό περιστατικό, το οποίο θα πάρει και αυτό την δική του θέση, ανάμεσα στα ανάλογα πολλά και ποικίλα περιστατικά, που έχουν προκύψει και έχουν καταγραφεί, κατά την διάρκεια των απρόβλεπτων διαδρομών της Ιστορίας.
Η αναμενόμενη, ως βέβαιη, αμερικανική ήττα, στην Συρία, που συνοδεύεται και από την πλήρη κυριαρχία της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν και του ιρανικού θεοκρατικού καθεστώτος του σιιτικού κλάδου του Ισλάμ, στον χώρο αυτόν, αλλά και η βαρύτατη αμερικανονατοϊκή ήττα, στα εδάφη του Αφγανιστάν, όπου, μετά, από έναν, σχεδόν, 16ετη πολυαίμακτο και δαπανηρό πόλεμο, οι πολεμικές δυνάμεις των Ταλιμπάν κυριαρχούν, στην αφγανική επαρχία και θα καταλάβουν την εξουσία, όταν οι ξένοι στρατοί υποχρεωθούν να αποχωρήσουν, οδηγεί τον σκληρό πυρήνα του βαθέος αμερικανικού κράτους, στην απελπισία και σε συμπεριφορές και πρακτικές, οι οποίες είναι ριψοκίνδυνες, ως προς τα αποτελέσματά τους και επικίνδυνες, ως προς τις άμεσες επιπτώσεις τους.
Δεν είναι περίεργη αυτή η έκφραση της τρέχουσας εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής πρακτικής της Ουάσινγκτων. Είναι αναμενόμενη και ανταποκρίνεται στους βαθύτατους φόβους της αμερικανικής ελίτ, η οποία θέλει (και πρέπει) να αποδείξει ότι είναι και παραμένει ικανή να επιβάλει τις επιθυμίες της και ότι είναι και παραμένει το αφεντικό, στον πλανήτη. Γι' αυτούς τους ουσιώδεις λόγους, η αμερικανική πολιτική διακρίνεται από έναν εγγενή τυχοδιωκτισμό, που ενέχει το στοιχείο της ριψοκινδυνότητας και της αστοχασίας.
Η αλματώδης αύξηση των πολεμικών δαπανών, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2018, από τα 521,8 δισ. $, που εκτιμάται ότι θα φθάσουν το 2017, στα 574,5 δισ. $ (αύξηση της τάξεως του 10,10%), είναι ένα σαφές δείγμα, για τις προθέσεις της Ουάσινγκτων, αλλά δεν είναι εκεί, που εντοπίζεται η ακραία και άμεση επικινδυνότητα και ο τυχοδιωκτισμός της αμερικανικής εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής, η οποία χαρακτηρίζεται από τις σπασμωδικές κινήσεις ενός γίγαντα, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι οι χρόνοι της παντοδυναμίας του ευρίσκονται εν αποδρομή.
Ο εντοπισμός του τυχοδιωκτισμού, στην αμερικανική εξωτερική και στρατιωτική πολιτική αφορά την τρέχουσα στρατιωτική δραστηριότητά της, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε, με την πρόσφατη κατάρριψη του συριακού πολεμικού αεροσκάφους, στον συριακό εναέριο χώρο, μία δραστηριότητα, η οποία μπορεί να ανταποκρίνεται στην προστασία των συμμάχων της, στην περιοχή, αλλά αποτελεί συνέχεια του βομβαρδισμού της συριακής αεροπορικής βάσης, τον περασμένο Απρίλιο.
Βέβαια, εκείνη την εποχή, η αμερικανική πολεμική αεροπορία, αμέσως μετά τον βομβαρδισμό της βάσης, έπαυσε, επί έναν μήνα, τις πτήσεις της, στον συριακό εναέριο χώρο, επειδή οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις διέκοψαν κάθε επαφή με τις αμερικανικές, καθιστώντας σαφές ότι θα κατερρίπτετο κάθε αεροπλάνο, που θα πετούσε και δεν θα είχε την έγκριση των συριακών και των ρωσικών πολεμικών αρχών και τις ξανάρχισε, όταν οι Ρώσοι αποφάσισαν να ανοίξουν και πάλι, τον δίαυλο της επικοινωνίας, με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις, στην περιοχή, αλλά, παρά ταύτα, η Ουάσινγκτων δεν έβγαλε τα πρέποντα συμπεράσματα και αποφάσισε, ίσως και λόγω των πιεστικών αναγκών, που προέκυψαν, από τις περιστάσεις, να καταρρίψουν το συριακό πολεμικό αεροπλάνο, το οποίο το καθεστώς του πατρός Άσαντ προμηθεύτηκε, από την αλήστου μνήμης "Ε.Σ.Σ.Δ.".
Όπως ήταν φυσικό και απόλυτα, αναμενόμενο, αμέσως, μετά την κατάρριψη του συριακού πολεμικού, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις διέκοψαν, για μία ακόμη φορά, τις επαφές, με τις αμερικανικές, διακηρύσσοντας ότι θα καταρρίπτονται, ως αγνώστου ταυτότητος, όλα τα αεροπλάνα των Αμερικανών και των συμμάχων τους, που θα πετούν, δυτικά του Ευφράτη ποταμού, φέρνοντας, σε δυσχερή θέση, τα σχέδια της Ουάσινγκτων. Αυτό, άλλωστε, θα πρέπει να ήταν (και ήταν) εκ των προτέρων, γνωστό, στο αμερικανικό επιτελείο.
Αλλά, όπως συμβαίνει, συνήθως, σε αυτού του είδους τα παίγνια τακτικής, τα οποία εντάσσονται, στα πλαίσια της στρατηγικής στόχευσης των αντιπάλων υπερδυνάμεων, η ρωσική απάντηση, στην κατάρριψη του συριακού πολεμικού αεροσκάφους, που πραγματοποιήθηκε, στις 18 του τρέχοντος μηνός, δεν έμεινε και δεν περιορίστηκε, στον χώρο, που διεξάγονται οι μάχες, για τον έλεγχο των εδαφών, στην Συρία. Επεκτάθηκε, άμεσα, στον εναέριο χώρο της Βαλτικής Θάλασσας, όπου ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη πλησίασαν - σύμφωνα, με τους αμερικανικούς ισχυρισμούς -, "επικίνδυνα", κάποια αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη, που έκαναν πτήσεις, στον χώρο αυτόν και φυσικά, το γεγονός αυτό δεν υπήρξε τυχαίο. Ήταν μία σαφής προειδοποίηση των ορίων, που έχουν επιβληθεί, στους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, από την ρωσική πλευρά, εντός των οποίων αυτοί είναι υποχρεωμένοι να κινούνται.
Ως εκ τούτου, το ερώτημα, που τίθεται, αφορά τις πραγματικές επιχειρησιακές προθέσεις και τους ευρύτερους στόχους των Αμερικανών, οι οποίοι, προφανώς, δεν δρουν, ερασιτεχνικά. Κάθε άλλο. Τυχοδιωκτισμό, προφανώς, επιδεικνύουν, αλλά, ερασιτέχνες δεν είναι οι σχεδιαστές της τρέχουσας αμερικανικής πολεμικής τακτικής και στρατηγικής, η οποία, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται το ρωσικό γενικό επιτελείο, στοχεύει, στην δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων, για ένα άμεσο πολεμικό και φυσικά, πυρηνικό πλήγμα, κατά της Ρωσίας, το οποίο θα εξασφαλίζει και την πλήρη κατάρρευση της.
Μπορεί αυτός ο ισχυρισμός να ενέχει όλα τα στοιχεία μιας προπαγανδιστικής αφήγησης, που ταιριάζει, πλήρως, στις ανάγκες του ρωσικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος συμφερόντων, που έχει εγκαθιδρυθεί, στην μεγάλη αυτή χώρα, από την σοβιετική εποχή (και προφανώς, τα έχει), αλλά δεν είναι άνευ αντικειμένου. Έχει περιεχόμενο. Όπως έχει περιεχόμενο και ο διαρκής φόβος του αμερικανικού επιτελείου, που εστιάζεται, στις προθέσεις της ελίτ του βαθέως ρωσικού κράτους, για ένα μαζικό πρώτο πυρηνικό πλήγμα, που θα έθετε, εκτός μάχης, τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Η ρωσική πυρηνική ισχύς είναι πολύ μεγάλη και φυσικά, μπορεί να αποκτήσει αυτή την δυνατότητα.
Σε αυτή την ισορροπία τρόμου βρίσκονται οι δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις και αυτοί είναι οι καθημερινοί φόβοι των επιτελείων τους, όσο και αν αυτό ακούγεται, στα αυτιά, σχεδόν, όλων, ως υπερβολικό. Δεν είναι, καθόλου, υπερβολικό. Αποτελεί μία σκληρή αλήθεια, η οποία, απλούστατα, περιγράφει την ωμή πραγματικότητα.
Ως εκ τούτου, η κατάρριψη του συριακού πολεμικού αεροσκάφους, από τους Αμερικανούς, κινείται, μέσα, σε κάποια συγκεκριμένα πλαίσια και εκφράζει την στόχευση του αμερικανικού επιτελείου, η οποία προσδιορίζεται από την βούληση της Ουάσινγκτων να επιβεβαιώνεται, κατά καιρούς, η αντίστοιχη βούληση της ρωσικής κυβέρνησης να συνεχίσει την πολιτική των απαγορεύσεων και των υπαγορεύσεων, στην συμπεριφορά των Αμερικανών, στα πεδία των συριακών μαχών, αλλά και η ικανότητα της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής να αντιμετωπίσει την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, στην Συρία και αλλαχού.
Τα χειρότερα, όμως, για το αμερικανικό επιτελείο, δεν εξαντλούνται, σε αυτή την διπλή αντίδραση των Ρώσων. Οι Αμερικανοί βρέθηκαν ενώπιον μιας εφιαλτικής, για τους ίδιους και τους συμμάχους τους, στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, εξέλιξης, όταν οι Ρώσοι έφεραν στο προσκήνιο των μαχών, την ιρανική στρατιωτική μηχανή, επιτρέποντας, στην ιρανική στρατιωτική ηγεσία να βομβαρδίσει, με πολλαπλά κτυπήματα βαλλιστικών πυραύλων, πιθανότατα, τους αντικαθεστωτικούς, στην Συρία και κυρίως τις θέσεις των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους.
Τα πολύ απλά αυτά μηνύματα, που εξέπεμψε η ρωσική ηγεσία και η επίσημη ενεργοποίηση της ιρανικής στρατιωτικής μηχανής, καθιστούν σαφές, στην Ουάσινγκτων, ότι δεν έχει καμμία ελπίδα, στο μέτωπο των συριακών μαχών. Η ήττα των Αμερικανών και των συμμάχων τους είναι βέβαιη και θεωρείται, πλέον, ως δεδομένη. Και φυσικά, είναι χρήσιμο, για την αμερικανική κυβέρνηση, να αποδεχθεί αυτή την δυσμενή, για τα αμερικανικά συμφέροντα, προοπτική και να προσαρμοστεί, σε αυτήν.
Αυτό που είναι προφανές, όσον αφορά την Συρία, είναι, συνάμα και πολύ απλό. Απλούστατο :
1) Η Ρωσία δεν πρόκειται να αποδεχθεί τον εδαφικό ακρωτηριασμό, ή τον τεμαχισμό της Συρίας. Δεν βρίσκεται, εκεί, για να εποπτεύσει, στο μοίρασμα των τεμαχίων της χώρας αυτής. Θέλει και θα επιβάλει την ενότητα του συριακού κράτους και της επικρατείας του. Και φυσικά, αυτή η ενιαία Συρία θα βρίσκεται, κάτω από την εξουσία του Μπασάρ αλ Άσαντ και του μπααθικού καθεστώτος των Αλεβιτών, των κοσμικών σουνιτών και των χριστιανικών μειονοτήτων, που επιβιώνουν, στην περιοχή.
2) Ο Μπασάρ αλ Άσαντ και το μειοψηφικό καθεστώς του θα επιβιώσουν, θα κυριαρχήσουν και θα αναδιοργανώσουν την μεταπολεμική Συρία, εις βάρος των συμφερόντων των Η.Π.Α. και των συμμάχων τους, αφού η επιβλητική παρουσία της Ρωσίας και κυρίως, η ανάδυση του Ιράν, ως μιας μεγάλης και μη αντιμετωπίσιμης περιφερειακής δύναμης, συνδυαστικά, θα ανατρέψουν τους αμερικανικούς και τους δυτικούς σχεδιασμούς, με την βοήθεια και των σιιτικών πληθυσμών, στην Αραβική Χερσόνησο και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Αλλά η ρωσική παρουσία, στην Συρία, δεν είναι ο μόνος μπελάς των Αμερικανών. Το ουσιαστικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί είναι οι (κατ' αυτούς) αυθάδεις απαιτήσεις της ρωσικής ηγεσίας, στην Ευρώπη, όπου ο Βλαντιμίρ Πούτιν, με την διακήρυξη του αμυντικού δόγματος της Μόσχας, το οποίο στηρίζεται στην χρήση πυρηνικών όπλων, όταν και αν το ρωσικό στρατιωτικό επιτελείο εκτιμήσει ότι απειλείται η ασφάλεια του ρωσικού κράτους, από τους αντιπάλους του - δηλαδή, από το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς -, τους οποίους, φυσικά, απειλεί με την χρησιμοποίηση ενός πρώτου πυρηνικού πλήγματος, ανά πάσα στιγμή.
Άλλωστε, οι Αμερικανοί, με πρώτον και καλύτερο τον διαβόητο "mad dog", τον υπουργό Άμυνας, στρατηγό ε.α. James Mattis, γνωρίζουν ότι η ρωσική στρατιωτική ηγεσία έχει κάνει και συνεχίζει να υλοποιεί όλους τους απαραίτητους σχεδιασμούς, για να εμποδίσει τις Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ να κάνουν ό,τι θέλουν, στο στενό περιβάλλον του ευρωπαϊκού χώρου, με πρώτη και καλύτερη την πολλαπλή αντιπυραυλική άμυνα, που, εύκολα, καθίσταται εργαλείο επίθεσης, με την δημιουργία επιτηρούμενων ζωνών στους κρίσιμους εναέριους χώρους, που ενδιαφέρουν την ρωσική στρατιωτική ηγεσία.
Οι ρωσικές απαιτήσεις είναι σαφείς και συγκεκριμένες και εντοπίζονται, στην ουσιαστική παραίτηση των Αμερικανών, από την κυριαρχία, στον ευρωπαϊκό χώρο και στην αντικατάστασή της, από μια κάποια μορφή συγκυριαρχίας, με την δημιουργία συγκεκριμένων και καθορισμένων ζωνών επιρροής. Αυτές τις απαιτήσεις, η Ουάσινγκτων δεν είναι, ακόμη, έτοιμη να τις αποδεχθεί. Μπορεί, στο παρασκήνιο, να τις συζητεί, αλλά, έως τώρα, δεν έχει φθάσει στο σημείο να τις αποδεχθεί. Και ως εκ τούτου, προφανώς, προσπαθεί να τις αποφύγει.
Αλλά η Ρωσία δεν είναι ο μόνος, ούτε ο χειρότερος εφιάλτης των Αμερικανών. Ο χειρότερος εφιάλτης τους είναι η Κίνα, ως αποτέλεσμα των δικών τους στρατηγικών λαθών, τα οποία εντοπίζονται, στο γεγονός ότι οι αμερικανικές ηγεσίες του παρελθόντος αποδέχτηκαν την ένταξη της Κίνας, στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, χωρίς να προβλέψουν την ανεξέλεγκτη δυναμική, που θα ακολουθούσε, ως επακόλουθο και η οποία θα καθιστούσε, μέσα σε λιγότερο, από 20 χρόνια, το Πεκίνο μια ανερχόμενη υπερδύναμη, η οποία θα αποκτούσε μια αυτοτροφοδοτούμενη και εκτός ελέγχου, μεγέθυνση της ισχύος της.
Η πικρή, για τους Αμερικανούς, αλήθεια, είναι ότι η ισχύς της Κίνας, μάλιστα, έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε, σε όχι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, από σήμερα, οι άρχοντες του Πεκίνου (το γεγονός ότι αυτοί αποτελούνται, από την γραφειοκρατία του κινεζικού Κ. Κ. είναι, γεωπολιτικά και ιστορικά, εντελώς, αδιάφορο, αφού το ίδιο θα συνέβαινε, εάν αντί των κομμουνιστών διαδόχων του Mao Zedong, στην ηγεσία της χώρας, θα είχαν βρεθεί, οι εθνικιστές διάδοχοι του Κουόμινταγκ και του Chiang Kaishek) να μπορούν να εκτοπίσουν την Ουάσινγκτων, από την πλανητική πρωτοκαθεδρία. Εκτός εάν, μέσα στον χρόνο, που μεσολαβεί, η Ουάσινγκτων προβεί σε εκείνες τις ενέργειες, που θα ανασχέσουν την αύξουσα και ανεξέλεγκτη κινεζική δυναμική και οι οποίες ενέργειες θα καθίστανται αναποτελεσματικές και ολοένα και περισσότερο δραματικές, όσο οι Αμερικανοί χρονοτριβούν.
Η ουσία, στην όλη υπόθεση είναι ότι η κινεζική ηγεσία έχει ρίξει όλο το βάρος της, στην γοργή ανάπτυξη των συμβατικών (και όχι, μόνο) στρατιωτικών της δυνάμεων, η δράση των οποίων μπορεί, στην παρούσα φάση, να εντοπίζεται, κυρίως, στον άμεσο χώρο, που περιβάλλει την Κίνα, αλλά η απώτερη στόχευση του Πεκίνου επεκτείνεται, στην ενίσχυση της πλανητικής κλίμακας δράσης των ενόπλων δυνάμεων του κινεζικού κράτους.
Στο παρόν στάδιο, η αμερικανική ηγεσία βλέπει, έντρομη ότι η δυναμική των εξελίξεων, εάν αυτές αφεθούν, ως έχουν, οδηγεί, σύντομα, στην απώλεια της αμερικανικής κυριαρχίας στις θάλασσες της Νότιας Κίνας, στην οποία διακινούνται, ετησίως, εμπορεύματα, η αξία των οποίων φθάνει, όπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές, γύρω στα 5 τρισ. $.
Και φυσικά, αυτή η απώλεια δεν θα μείνει εκεί. Προφανώς, θα επεκταθεί και στην θάλασσα που περιβάλλει την κορεατική χερσόνησο και την Ιαπωνία, γεγονός, το οποίο θα οδηγήσει, στον εξοβελισμό των Αμερικανών, από την περιοχή και στην δορυφοροποίηση των τωρινών συμμάχων της Ουάσινγκτων. Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν, στην κινεζική πίεση, ενώ, ακόμη και η Αυστραλία, όπως και η Νέα Ζηλανδία θα βρεθούν, σε δύσκολη θέση.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρωτοκαθεδρία των Αμερικανών, στην Άπω Ανατολή, οδεύει, προς ένα άδοξο και πιθανότατα, οδυνηρό τέλος.
Αλλά το κακό, άδοξο και οδυνηρό τέλος της αμερικανικής κυριαρχίας δεν θα περιοριστεί, στην Άπω Ανατολή και στις θάλασσες της περιοχής αυτής. Υπάρχει και συνέχεια, η οποία θα είναι, ακόμη χειρότερη, αφού η παρουσία και οι συνδυαστικές επιπτώσεις και οι δράσεις της Κίνας και της Ρωσίας, οδηγούν, στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης και της "πλανητικής τάξης πραγμάτων", δηλαδή της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, στην υφήλιο.
Η αναμενόμενη ταχεία κατασκευή και ανάπτυξη, μέχρι το 2025, δύο ευάριθμων στόλων, από ρωσικά και κινέζικα αεροπλανοφόρα και άλλα πλοία επιφανείας και υποβρύχια, καθώς και επίγειων βάσεων, με στόχο την καταστροφή του στόλου του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και της κυριαρχίας του, στις θάλασσες της υδρογείου και μάλιστα, από μεγάλες αποστάσεις, με την χρήση πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, οδηγεί τις εξελίξεις, προς αυτή την κατεύθυνση.
Πράγματι, αυτοί που αποτελούν το βαθύ αμερικανικό κράτος, αντιλαμβάνονται, με βαθύ και απέριττο τρόμο, ότι τα τεχνολογικά επιτεύγματα της Κίνας και της Ρωσίας, που είναι προϊόντα και αποτελέσματα της ένταξης τους, με τις ευλογίες της Ουάσινγκτων, στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αμφισβητούν, ευθέως και οδηγούν, στην πλήρη ανατροπή της παγκόσμιας κυριαρχίας των Η.Π.Α. και του Δυτικού Συνασπισμού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, γίνεται κατανοητό ότι, όχι μόνο, αμφισβητείται η παγκόσμια εναέρια, θαλάσσια, όπως και η υποβρύχια αμερικανική κυριαρχία, αλλά, εκ παραλλήλου, έχουν τεθεί οι ασφαλείς και βέβαιες βάσεις, για την ανατροπή της, η οποία δεν θα αργήσει να πραγματοποιηθεί (εάν και όσο αυτό δεν έχει, ήδη, εν μέρει, συμβεί).
Για τους λόγους αυτούς, οι γεωπολιτικές ισορροπίες και η γενική κατάσταση, που έχουν διαμορφωθεί, στον πλανήτη, δημιουργούν ένα κλίμα, το οποίο είναι, άκρως, επικίνδυνο, αφού η αμερικανική υπερδύναμη δεν έχει, ακόμη, εκτοπισθεί, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλες της Ουάσινγκτων δυνάμεις, δεν είναι έτοιμες να την αντικαταστήσουν και δεν έχουν συμπτύξει συμμαχία, πιστεύοντας ότι μπορούν να διαπραγματευθούν και να επιτύχουν (κυρίως, η Ρωσία), μία συμφέρουσα συμμαχία, με τις Η.Π.Α.
Αυτή η παρατεταμένη, επαμφοτερίζουσα και επισφαλής ισορροπία, στις σχέσεις, ανάμεσα, στις παλαιές υπερδυνάμεις και στον ανερχόμενο κινεζικό γίγαντα, μαζύ με μία σειρά από εσφαλμένες (ή και μη εσφαλμένες) εκτιμήσεις, μπορούν, κάλλιστα, να οδηγήσουν, σε μία ξαφνική και εκτεταμένη σύγκρουση, μεταξύ Η.Π.Α. - Ρωσίας - Κίνας, στην διεξαγωγή της οποίας, με οποιαδήποτε αφορμή, μπορούν να καταφύγουν οι δύο παλαιές πυρηνικές υπερδυνάμεις, οι οποίες έχουν και το στρατηγικό πλεονέκτημα, για να προβούν σε ένα τέτοιου είδους δραματικό και εξοντωτικό κτύπημα.
Έτσι, με δεδομένο τον ρόλο του μπαλαντέρ, που φαίνεται να επιφυλάσσει, για τον εαυτό της, η ρωσική ηγεσία, αναμένοντας τις αντιπροσφορές της Ουάσινγκτων, η αμερικανική κυβέρνηση είναι εκείνη, που αποτελεί έναν υπαρκτό και πραγματικά, άμεσο κίνδυνο, για την πραγματοποίηση ενός ξαφνικού και εξολοθρευτικού πρώτου μαζικού πυρηνικού πλήγματος κατά της Ρωσίας, ή/και ενός μερικού πυρηνικού και συμβατικού πλήγματος, κατά της Κίνας, στοχεύοντας, στην ανάσχεση των διεθνών ανταγωνιστών και αντιπάλων της.
Το ερώτημα, που γεννάται, δεν είναι το, εάν η αμερικανική ηγεσία επιθυμεί ένα τέτοιο κτύπημα, το οποίο θα μπορούσε να εξολοθρεύσει τους αντιπάλους της, ή να τους τρομοκρατήσει τόσο, ώστε αυτοί να υποταχθούν, στους όρους και στους κανόνες μιας αναθεωρημένης, επί τα χείρω, "Pax Americana".
Προφανώς, η αμερικανική ηγεσία, είτε αυτή εκφράζεται από την κυβέρνηση του Donald Trump, είτε από οποιαδήποτε άλλη, το επιθυμεί, αφού θα έλυνε, δραστικά, το ουσιώδες και εν πολλοίς, ανυπέρβλητο, κάτω από ομαλές συνθήκες, πρόβλημα, που αντιμετωπίζει και το οποίο δεν είναι άλλο, από την δεδομένη απώλεια της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας, την οποία, ακόμη (θεωρεί ότι) απολαμβάνει.
Βέβαια, η ηθική απαξία μιας τέτοιας ενέργειας είναι, σαφώς, τεράστια και βαρύτατη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ασήκωτη και μη δικαιολογήσιμη, ως χρήσιμη και απαραίτητη, αφού αυτή πραγματοποιηθεί και εφόσον αποβεί επιτυχής. Πάντοτε, υπάρχουν οι κατάλληλοι ιδεολογικοπολιτικοί μηχανισμοί, που συγκροτούν την κοινωνική ψευδή συνείδηση και οι οποίοι, ως κλασικοί μηχανισμοί της προπαγάνδας του νικητή, θα δικαιώσουν και θα καθαγιάσουν την πράξη του αυτή, όσο αποτρόπαιη και είναι.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι, αν η αμερικανική ηγεσία θέλει να καταφέρει, στους ανταγωνιστές της, για την παγκόσμια κυριαρχία, ένα μαζικό και εξοντωτικό πρώτο πυρηνικό πλήγμα, που θα τους έθετε, εκτός μάχης, ή που θα τους εξανάγκαζε, στην πλήρη υποταγή και στην μετατροπή τους, σε σύγχρονους παρίες, στην διεθνή σκηνή, μέσα από τον κατατεμαχισμό και την αποικιοποίησή τους.
Το ζήτημα είναι, εάν οι αποτελούντες το βαθύ αμερικανικό κράτος έχουν την δυνατότητα να καταφέρουν ένα τέτοιο πλήγμα, στους αντιπάλους τους, χωρίς να καταστραφούν. Και εδώ, τα πράγματα δεν είναι και τόσο σαφή, όσο πολλοί - δηλαδή η μεγίστη πλειοψηφία των ανθρώπων - νομίζουν. Είναι περισσότερο πολύπλοκα, από όσο φαίνονται.
Γενικά, μιλώντας, φαίνεται ότι η αμερικανική στρατιωτική μηχανή (παράρτημα της οποίας είναι το ΝΑΤΟ) δεν μπορεί να καταφέρει ένα τέτοιο μαζικό πρώτο πυρηνικό πλήγμα, στους κύριους και βασικούς αντιπάλους της (Κίνα - Ρωσία), χωρίς καταστροφικά αντίποινα, τα οποία θα εξαφάνιζαν τις Η.Π.Α. και την Δύση, από τον παγκόσμιο χάρτη.
Αυτή η διαπίστωση, όμως, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, δεν αποθαρρύνει το αμερικανικό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, από το να προσπαθεί να βρει και να κατασκευάσει εκείνα τα οπλικά συστήματα, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις και να υλοποιήσουν την πιθανότητα, για την επιτυχή υλοποίηση μιας τέτοιας στρατιωτικής επιχείρησης. Κάθε άλλο. Οι Η.Π.Α. δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια, όσο και αν αυτή φαίνεται, ως απονενοημένη. Και αυτό το πράττουν διότι οι ειδικοί γνωρίζουν ότι, στην ζωή και στην Ιστορία, τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο και τίποτε δεν είναι απονενοημένο, όσο αυτό εξαρτάται από τα έργα των ανθρώπων και ευρύτερα των, ιεραρχικά, δομημένων κοινωνιών.
Άλλωστε, τα πράγματα, στην τρέχουσα διεθνή σκηνή και στο επίπεδο των στρατιωτικών ισορροπιών, είναι πολύ μπλεγμένα και τούτο διότι η Ουάσινγκτων, ως ενεργή παγκόσμια υπερδύναμη, βρίσκεται, σε πλεονεκτική θέση, απέναντι στην ανερχόμενη Κίνα, στην οποία μπορεί να καταφέρει ένα μαζικό πυρηνικό πρώτο πλήγμα και να επιβιώσει, από τα όποια αντίποινα υποστεί, από το Πεκίνο.
Το δυστύχημα, για τους Αμερικανούς ηγέτες, είναι ότι αυτό το τακτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα, που έχουν, έναντι της Κίνας, δεν το έχουν, έναντι της Ρωσίας, αφού η ρωσική πυρηνική ισχύς είναι τέτοια, που μπορεί να ανταποδώσει ένα πυρηνικό πρώτο πλήγμα, προερχόμενο από την Ουάσινγκτων και να καταστήσει τις Η.Π.Α. και τους συμμάχους τους, μια τεράστια πυρηνική σκόνη.
Και ακόμη, χειρότερα, για την αμερικανική ηγεσία, αυτή η αποτρεπτική δυνατότητα, που έχει η Ρωσία, εξ αιτίας του τεράστιου πυρηνικού οπλοστασίου της, επιτρέπει, στην Κίνα, να μπορεί να διατηρείται, ως ανερχόμενη υπερδύναμη και να απολαμβάνει μια άτυπη προστασία, από το ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο, επειδή οι ηγέτες της Μόσχας δεν μπορούν να αποδεχθούν και να επιτρέψουν μια ανεξέλεγκτη πυρηνική επίθεση, κατά της Κίνας, αφού δεν θα γνωρίζουν, το πού κατευθύνονται οι αμερικανικοί βαλλιστικοί πύραυλοι, που θα φέρουν τις πυρηνικές κεφαλές και οι οποίοι, κάλλιστα, θα μπορούν να μην αφορούν, μόνο, την Κίνα και τις στρατιωτικές της δυνάμεις, αλλά και την ίδια την Ρωσία, παρά τις όποιες ενδεχόμενες διαβεβαιώσεις των Αμερικανών, που μπορεί να έχουν προϋπάρξει.
Φυσικά, αυτή η πολύπλοκη πραγματικότητα καθιστά, ακόμη, πιο δυσχερή την θέση των Η.Π.Α. και των εκπροσώπων του βαθέος κράτους της αμερικανικής υπερδύναμης, που πρέπει να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις, για το μέλλον της χώρας αυτής και ως προς το κρίσιμο διακύβευμα, που αφορά την κυρίαρχη θέση της, στον πλανήτη.
Υπό το φως αυτών των αμείλικτων δεδομένων, που ανέδειξαν και ουσιαστικά, επανέφεραν, στο ιστορικό προσκήνιο, μέσα από την αποτυχία της παγκοσμιοποίησης, ως αμερικανικού εθνικού σχεδιασμού, για την διατήρηση της παγκόσμιας κυριαρχίας των Η.Π.Α., την δύναμη των μεγάλων εθνικών συνόλων και κρατών, τα ζητήματα, που αφορούν τα πράγματα και τις ισορροπίες, στην παγκόσμια σκηνή, έχουν καταστεί, πολύ επικίνδυνα, αφού η σύγκρουση των παλαιών υπερδυνάμεων (Η.Π.Α. - Ρωσίας) και της Κίνας, ως νέας αναδυόμενης υπερδύναμης, αποτελεί έναν κίνδυνο, που, όπως έχουμε, ήδη, αναφέρει, είναι, ανά πάσα στιγμή, πιθανός.
Και φυσικά, το τί θα συμβεί - χωρίς αυτό να καθίσταται μοιραίο - μένει να το δούμε...
Σχόλια
Όλα αυτά, βέβαια, εξελίσσονται στα παρασκήνια, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα, για τις ανθρώπινες κοινωνίες, οι οποίες θα βρεθούν προ εκπλήξεων, όταν οι πυρηνικές βόμβες θα αρχίσουν να πέφτουν.
Άλλωστε, ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπήρξε πολύ σαφής, όταν διακήρυξε ότι το ρωσικό αμυντικό δόγμα, περιλαμβάνει την χρήση πυρηνικών όπλων, εάν απειληθεί η ασφάλεια, ή η ύπαρξη του ρωσικού κράτους. Όπως και ότι αυτή την φορά η Ρωσία δεν θα επιτρέψει να αρχίσει πόλεμος, στα εδάφη της.
Κανείς δεν θα μπορεί να πει ότι δεν ήξερε, δεν άκουσε, ή ότι δεν του το είπαν.
Όλες οι ηγεσίες των υπερδυνάμεων ψάχνουν να βρουν την πραγματοποίηση της δυνατότητας, για την επιτυχή πλήρη χρήση του "πρώτου πυρηνικού πλήγματος", εις βάρος των αντιπάλων τους. Και αυτό, από μόνο του, είναι, άκρως, επικίνδυνο, διότι κάποια στιγμή μπορεί να πιστέψουν ότι πέτυχαν τον στόχο τους (είτε αυτό έχει, όντως, συμβεί, είτε όχι) και ότι μπορούν να προχωρήσουν, στην χρήση αυτού του πλήγματος. Αυτό θα είναι μία απόλυτη καταστροφή, αφού θα επιχειρήσουν να φέρουν εις πέρας, αυτή την επιλογή. Και τότε, γαία, πυρί μειχθήτω.
Προφανώς, αυτή η εξέλιξη δεν είναι μοιραία, αλλά, όμως, είναι, σφοδρότατα, πιθανή.
Δυστυχώς. Και για την ακρίβεια : Δυστυχέστατα...