Γαλλικές βουλευτικές εκλογές 2017 - Αποχή vs Macron : It's not too close to call. (Το εκλογικό σώμα απέχει από την ψηφοφορία, αλλά θα καταβάλει το βαρύ κόστος της φαινομενικής παντοκρατορίας του ακραίου κέντρου και της γαλλικής "ευρωπαϊστικής" ολιγαρχίας).
Αυτό, που χαρακτηρίζει τις γαλλικές βουλευτικές εκλογές είναι η ευρύτατη επικράτηση του αισθήματος της απογοήτευσης, στο σύνολο, σχεδόν, των ομάδων, που συνθέτουν την κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού της χώρας, μετά την εκλογή του Emmanuel Macron, στην προεδρία του γαλλικού κράτους. Και όπως, πάντοτε, συμβαίνει, σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, η επικράτηση της απογοήτευσης οδηγεί τις κοινωνικές πλειοψηφίες, που διακατέχονται, από αυτού του είδους το συναίσθημα και όσα το συνοδεύουν, στην αδράνεια και συνακόλουθα, στην παραίτηση.
Σε αυτή την κατάσταση, είναι, που έχει εγκλωβισθεί η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας. Και αυτή η κατάσταση είναι που οδήγησε το γαλλικό εκλογικό σώμα, στην πλειοψηφική επικράτηση της αποχής, κατά την διάρκεια του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών της 11/6/2017, όπως και στην επίδειξη της ίδιας, περίπου, εκλογικής στάσης και στον δεύτερο γύρο των εκλογών, που διεξήχθησαν χθες (18/6/2017).
Έτσι, μιλώντας, για τις εκλογές αυτές, το εύκολο συμπέρασμα, που μπορούμε να βγάλουμε, είναι ότι η αποχή, από την ψηφοφορία, που διακυμάνθηκε, στα επίπεδα του 52%, επικράτησε και νίκησε τον "αυγουλά" Emmanuel Macron και το νεοσύστατο κόμμα του. Αυτή την εύκολη (και βολική, για πολλούς) διαπίστωση είναι, που εκφράζει και το αρχικό τμήμα του τίτλου του παρόντος δημοσιεύματος.
Πράγματι, αποχή vs Macron, it's not too close to call. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Γαλλίας και το κόμμα του δεν απολαμβάνουν την εύνοια των Γάλλων ψηφοφόρων. Το γαλλικό εκλογικό σώμα αποδοκίμασε και περιόρισε τον Emmanuel Macron και το "La République En Marche" (La REM), σε τόσο μικρά ποσοστά, τα οποία ουδέποτε έχουν υπάρξει, στα εκλογικά χρονικά, που έχουν καταγραφεί, στα πλαίσια της γαλλικής πολιτικής ιστορίας, από την εποχή του στρατηγού Charles de Gaulle.
Η αποχή υποτίθεται ότι - και όντως - νίκησε, κατά κράτος, τον Macron και το κόμμα του, το οποίο, λαμβάνοντας το 32% των ψηφοφόρων, που συμμετείχαν, στον πρώτο γύρο των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, ουσιαστικά, όταν υπολογισθεί και ο αριθμός των ψηφοφόρων που προτίμησαν να μην συμμετάσχουν, στην ψηφοφορία, περιορίζεται, στα ισχνότατα επίπεδα του 16-20% του εκλογικού σώματος, ακολουθώντας την φθίνουσα πορεία της συμμετοχής των ψηφοφόρων, στην διαδικασία των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, όπως προκύπτει, από την παρακάτω περιγραφόμενη εξέλιξη των ποσοστών της συμμετοχής, σε αυτές τις εκλογές, μετά τον πόλεμο:
1945 : 79,83%
1946 : 81,85%
1951 : 80,19%
1956 : 82,69%
1958 : 77,18%
1962: 68,69%
1967 : 81,12%
1968 : 79,85%
1973 : 81,31%
1978 : 71,63%
1981 : 70,87%
1986 : 78,48%
1988 : 66,18%
1993 : 68,93%
1997 : 67,96%
2002 : 60,32%
2007 : 59,98%
2012 : 55,40%.
Με δεδομένη την εκτίμηση ότι, στον δεύτερο γύρο των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, η συμμετοχή έφθασε, στο 43%, η πολύ μεγάλη πτώση της συμμετοχής, στις βουλευτικές εκλογές, που παρατηρείται, ιδίως, μετά το 1997, μετατρέπεται, τώρα, σε μια πλήρη κατάρρευση και αντιστοίχως σε μια θηριώδη αύξηση της αποχής.
Αλλά αυτή είναι η μία πλευρά των γαλλικών βουλευτικών (αλλά και των προεδρικών) εκλογών. Και φυσικά, αυτή η πλευρά, όταν βλέπουμε το αποτέλεσμα και τις επιπτώσεις του, στην πραγματική ζωή, δεν είναι η πιο σημαντική. Είναι, απολύτως, δευτερεύουσα και έτσι αντιμετωπίζεται, ενώ, ουκ ολίγες φορές, η διευρυμένη αποχή των ψηφοφόρων, από την εκλογική διαδικασία, αποτελεί έναν (μη διακηρυγημένο) στόχο εκείνων, που ευνοούνται, από αυτήν.
Έτσι, λοιπόν, μπορεί ο Emmanuel Macron και το κόμμα του να υπερκεράστηκαν, από την αποχή, αλλά η ωμή αλήθεια είναι ότι η στοχευμένη διεύρυνση της αποχής, στις τάξεις του εκλογικού σώματος και η, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη απομάκρυνση των ψηφοφόρων, από τις κάλπες των βουλευτικών εκλογών, αποτέλεσε μια βασική επιδίωξη και ένα από τα κύρια εργαλεία του επιτελείου του νεοεκλεγέντος Γάλλου προέδρου, για την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής παντοδυναμίας, ούτως ώστε ο ίδιος και το κόμμα του να μπορούν να κάνουν ό,τι σχεδιάζουν και επιθυμούν, χωρίς περιορισμούς, χωρίς συμβιβασμούς και φυσικά, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Αρεστή, ή όχι, αυτή είναι η απλή και ωμή αλήθεια. Ο μόνος που ευνοήθηκε από την τεράστια, για τα δεδομένα της γαλλικής πολιτικής ζωής, διόγκωση της αποχής των εκλογέων, από τις ψηφοφορίες των δύο γύρων των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, είναι ο Emmanuel Macron και το κόμμα του. Βέβαια, δεν χρειάστηκε κανένας κόπος, ούτε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, για την επίτευξη αυτής της επιδίωξης, για την στοχευμένη μεγέθυνση της αποχής του εκλογικού σώματος, από τις κάλπες των βουλευτικών εκλογών. Κάθε άλλο. Το επιτελείο του Γάλλου προέδρου δεν χρειάστηκε να κάνει πολλά πράγματα. Με δεδομένη την αδυναμία και την ανικανότητα των πολιτικών αντιπάλων τους, ήταν αρκετό το να αφήσει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους.
Και αυτό συνέβη διότι, απλούστατα, εκείνοι, που απείχαν από την εκλογική διαδικασία, ήσαν, όπως ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο, οι ψηφοφόροι των ηττημένων υποψηφίων των προεδρικών εκλογών, οι οποίοι (κακά τα ψέμματα) δεν φάνηκαν ικανοί και δεν μπόρεσαν να εμπνεύσουν και να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους, ούτως ώστε να συμμετάσχουν, στις ψηφοφορίες των βουλευτικών εκλογών και να ανακόψουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς του Emmanuel Macron και της γαλλικής μπατιροτραπεζικής και λοιπής ολιγαρχίας, που υποστήριξαν, με φανατισμό, μαζύ με την παρακμιακή ακροδεξιά πτέρυγα του καταρρεύσαντος Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας, την υποψηφιότητά του.
Και φυσικά, αυτή την υπέρμετρη αύξηση της αποχής, από την προσέλευση στις κάλπες, την αποδέχτηκε και την καλλιέργησε το επιτελείο του Γάλλου προέδρου, αφού, μέσα από όλες τις μορφές ανάγνωσής της, ως συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος, αυτή η έκφραση της απογοήτευσης, δηλαδή η παραίτηση, ως πολιτική επιλογή της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων, πέρα από την ίδια την απογοήτευση, αλλά και την αδιαφορία, για την τρέχουσα κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων της χώρας και την μελλοντική τους πορεία, διακρίνεται και η ύπαρξη μιας κάποιας - καθόλου ασήμαντης - ανοχής ενός ευάριθμου τμήματος του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας, στον νεοεκλεγμένο πρόεδρο και την κυβέρνησή του.
Μένοντας, στην ουσία του τρέχοντος πολιτικού παιγνίου, του οποίου το διακύβευμα, μέσα στα πλαίσια των κανόνων του, είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και η άσκησή της, από τις ομάδες, που την διεκδικούν, τελικά, η γαλλική κοινωνία έχει δεχθεί, ως αναπόφευκτο, το γεγονός της άσκησης της εξουσίας, κατά την διάρκεια της προσεχούς πενταετίας, από τον Emmanuel Macron. Και ως εκ τούτου, δίδει, στον εκλεγμένο πρόεδρο την φυσιολογικά, αναμενόμενη ανοχή, παρά το γεγονός ότι δεν επικροτεί το πρόγραμμά του και δεν τον επιλέγει, ως κυβερνήτη.
Όμως, με δεδομένες τις ρυθμίσεις και τις (καθόλου περίεργες) προβλέψεις του γαλλικού εκλογικού συστήματος, που ευνοούν την συγκρότηση μεγάλων και συμπαγών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, οι οποίες, συνηθέστατα, στηρίζουν τις κυβερνήσεις, που πρόσκεινται, στον πρόεδρο του κράτους, τελικά, ο πολιτικός πεσσιμισμός των ψηφοφόρων αυτή η μοιρολατρική στάση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, που εκφράζεται, με την αποχή, από την διπλή ψηφοφορία των βουλευτικών εκλογών, οδηγεί στην πολιτική παντοδυναμία, στην, οιονεί, παντοκρατορία του Γάλλου προέδρου, ο οποίος έχει κάθε λόγο να μπορεί να προβάλει τον ισχυρισμό ότι η εκλογική διαδικασία τον καθιστά απερίσπαστο, στην εφαρμογή του πολιτικού του προγράμματος.
Όπως φαίνεται, από τα πρώτα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου, για την εκλογή των μελών της γαλλικής εθνοσυνέλευσης και με δεδομένες τις τεράστιες και χαοτικές ιδιομορφίες του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, η τελική κατανομή των εδρών, στα κόμματα, που συμμετείχαν, στις εκλογές και η οποία κατανομή είναι, εντελώς, άσχετη, από τα ποσοστά τους, σε επίπεδο ψηφοφόρων, κυμαίνεται, ως εξής :
Το κόμμα του Emmanuel Macron φαίνεται να κερδίζει 311 έδρες, στην γαλλική εθνοσυνέλευση και μαζύ με τους συνεργαζόμενους, με αυτό, κεντρώους, φθάνει στις 355 έδρες.
Οι Ρεπουμπλικάνοι (το παλαιό γκωλλικό κόμμα) φαίνεται να κερδίζουν 101 έδρες και μαζύ με τους συνεργαζόμενους, φθάνουν τις 125 έδρες.
Οι καταρρεύσαντες Σοσιαλιστές , τους οποίους, κυριολεκτικά, πούλησε η ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος, με επί κεφαλής τον οπερετικό "Hollandreou" και τον, απολύτως, αστείο Jacques Attali (ο οποίος, μάλιστα, θεωρεί τον Macron, ως δικό του δημιούργημα), για χάρη του νεοεκλεγέντος προέδρου του γαλλικού κράτους, τον οποίο, όλοι αυτοί υποστήριξαν με φανατισμό, φαίνεται να κερδίζουν 34 έδρες και μαζύ με τους συνεργαζόμενους, φθάνουν τις 49 έδρες.
Η παράταξη "La France Insoumise" του Jean-Luc Mélenchon φαίνεται να κερδίζει 19 έδρες.
Το Κ. Κ. Γαλλίας φαίνεται να κερδίζει 11 έδρες.
Το Εθνικό Μέτωπο της Marine Lepen φαίνεται να κερδίζει 8 έδρες.
Τέλος, διάφοροι άλλοι υποψήφιοι φαίνεται να κέρδισαν 10 έδρες.
Και εδώ, εντοπίζεται το πρόβλημα, που έχει και που πρόκειται να αντιμετωπίσει η γαλλική κοινωνία, σε όλες της τις εκφάνσεις και τις διαστρωματώσεις, από τις οποίες συγκροτείται. Και αυτό το πρόβλημα έχει να κάνει, με το οικονομικό και το κοινωνικό πρόγραμμα, που και ο ίδιος θέλει και καλείται, από την γαλλική μπατιροτραπεζοκρατία και την ευρύτερη ολιγαρχία - που τον στήριξε, με όλα τα μέσα και με κάθε τρόπο, για να εκλεγεί - να εφαρμόσει.
Όπως έχουμε πολλές φορές γράψει, το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του Emmanuel Macron συγκροτείται από και κατά κυριολεξίαν, εξαντλείται, σε μία πυκνή δέσμη μέτρων, που συναποτελούν ένα άτυπο, μεν, αλλά και πλήρες, δε, Μνημόνιο, ελληνικού τύπου, σε πολύ πιο ήπια μορφή, το οποίο, όμως, σκοπεύει να αλλάξει, ριζικά, την παραγωγική διαδικασία και την ισορροπία των δυνάμεων, στην γαλλική οικονομία, όπως επίσης και την διαστρωμάτωση της γαλλικής κοινωνίας, με την πλήρη ανατροπή των υπαρχόντων δεδομένων και ιδίως, της διαπραγματευτικής ισχύος των κοινωνικών ομάδων και τάξεων, που την συγκροτούν.
Με δεδομένη την πεποίθηση, που επικρατεί, στους κύκλους των γαλλικών ελίτ, που ολιχαρχούν, εντός των πλαισίων του κοινωνικού σχηματισμού της χώρας αυτής και η οποία πεποίθηση έχει ως βασική της παραδοχή, την αντίληψη ότι το μέσο κόστος εργασίας, όχι μόνο, στον χώρο της γαλλικής βιομηχανίας, αλλά, ευρύτερα, εντός της γαλλικής παραγωγικής διαδικασίας, είναι υπερμεγέθες και ως εκ τούτου, πολύ ακριβό, με επακόλουθο αποτέλεσμα η γαλλική παραγωγή να μην είναι ανταγωνιστική και να χάνει, σταδιακά, τα μερίδια της, όχι, μόνο, στις διεθνείς αγορές, αλλά και μέσα στην ίδια την εσωτερική αγορά της χώρας, ο "εκγερμανισμός" της γαλλικής οικονομίας, καθίσταται αναγκαίος και απαραίτητος.
Και φυσικά, όταν μιλάμε, για τον "εκγερμανισμό" της γαλλικής οικονομίας, απαραίτητη προϋπόθεση της επίτευξής του είναι ο αντίστοιχος "εκγερμανισμός" της γαλλικής παραγωγικής διαδικασίας, με την επιβολή, κατ' αρχήν, μιάς δραστικής συμπίεσης του μισθωτικού κόστους και στην συνέχεια, με την ευρύτερη και αντιστοίχως, μεγάλη συμπίεση του κόστους παραγωγής της γαλλικής οικονομίας, προκειμένου αυτή να ανακτήσει την χαμένη ανταγωνιστικότητα της, στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Βέβαια, είναι προφανές ότι η γαλλική "ευρωπαϊστική" ελίτ, που καταφέρνει να κουμαντάρει τις τύχες της κοινωνίας αυτής της χώρας, βρίσκεται, σε μία προγενέστερη φάση, από αυτήν, που ζούμε, σήμερα και ως εκ τούτου, σκέπτεται και συμπεριφέρεται, όπως και η γερμανική, με όρους, οι οποίοι αφορούν το, σχετικά, απόμακρο - δηλαδή το, προ της κρίσης του 2008 - παρελθόν, αλλά αυτό δεν έχει καμμία ουσιώδη σημασία, αφού, συνήθως, δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα, που μετράει, στους στοχασμούς, στις σκέψεις και στους στόχους, που προσδιορίζουν την συμπεριφορά των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων.
Αυτό που, εν τέλει και στην πράξη, έχει σημασία και που προσδιορίζει, καθοριστικά, τις εξελίξεις, είναι οι πεποιθήσεις, που σχηματίζουν οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες εξουσίας, γύρω από την πραγματικότητα. Αυτές οι πεποιθήσεις είναι, που μετρούν, αφού αυτές οι πεποιθήσεις προσδιορίζουν και τον σκληρό πυρήνα των αποφάσεων και των επιδιώξεων των κυρίαρχων ελίτ, πέρα και έξω, από την σχέση τους, με την ίδια την πραγματικότητα και τον όποιο ορθολογισμό, ή τον ανορθολογισμό τους.
Αυτός είναι και ο κύριος λόγος, για τον οποίο, όλοι οι Γάλλοι πρόεδροι και όλες οι γαλλικές κυβερνήσεις της τελευταίας επταετίας συμπεριφέρονται, λιγότερο, ή περισσότερο, όπως συμπεριφέρονταν ο στρατάρχης Petain, ο Pierre Laval και οι κυβερνήσεις του κατοχικού καθεστώτος του Vichy. Η γαλλική "ευρωπαϊστική" ελίτ έχει, ως προγραμματικό της στόχο, την μετατροπή της Γαλλίας, σε μια συστημική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική εκδοχή της Γερμανίας. Και αυτόν τον συστημικό προγραμματισμό της σκοπεύει να τον φέρει, σε πέρας, με όργανο και εργαλείο τον Emmanuel Macron και την κυβέρνησή του.
Έτσι, με δεδομένη την απόφαση των "ευρωπαϊστών" Γάλλων ολιγαρχών να συμπιέσουν, δραστικά, το εργατικό και το μισθωτικό κόστος, όπως και το ευρύτερο κόστος της γαλλικής παραγωγής, προκειμένου να καταστήσουν την γαλλική οικονομία εξωστρεφή, στα πρότυπα της γερμανικής, ούτως ώστε να ανακόψουν την καθοδική πορεία των μεριδίων της γαλλικής παραγωγής, στον διεθνή καταμερισμό και να αντιστρέψουν αυτή την πολύχρονη δυσμενή εξέλιξη, στην ευρωπαϊκή, την παγκόσμια, αλλά και την εσωτερική αγορά, είναι η γαλλική κοινωνία, που θα κληθεί να πληρώσει τον λογαριασμό και το βαρύτατο κόστος, που αυτός ο λογαριασμός συνεπάγεται.
Και αυτό το κόστος δεν αφορά, μόνο, τα στρώματα των εργατών και των μισθωτών. Αφορά και την ευρεία γαλλική μεσαία τάξη, η οποία θα συμπιεστεί και θα συνεχίσει να οδηγείται, στην προλεταριοποίησή της, προκειμένου να τεθεί, εκτός της παραγωγικής διαδικασίας και να ενισχύσει τον κλασικό "εφεδρικό βιομηχανικό στρατό", ο οποίος θα λειτουργεί, ως ένας κλασικός μηχανισμός, που θα αναχαιτίζει, σε μόνιμη βάση, την αύξηση του μέσου εργατικού μισθού και του κόστους εργασίας.
Υπ' αυτές τις προδιαγραφόμενες συνθήκες, που προτίθενται να διαμορφώσουν η νέα διακυβέρνηση του Emmanuel Macron και η γαλλική ελίτ, που υποστήριξε την εκλογή του, είναι προφανές ότι η γαλλική κοινωνία δεν θα παραμείνει τόσο αδρανής και παθητική, όσο υπήρξε, με δεδομένη την προφανή ανεπάρκεια των αντιπάλων του Γάλλου προέδρου, στις βουλευτικές εκλογές, που μόλις τελείωσαν.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η άνετη επικράτηση των εκπροσώπων του "ακραίου κέντρου", που, παραστατικότατα, εκφράζεται, από τον Emmanuel Macron και το κόμμα του, σημαίνει ότι το τραίνο πέρασε και η γαλλική κοινωνία, στην παρούσα φάση, το έχασε. Και αυτή η απώλεια της ευκαιρίας, για ένα ριζικό ανασχεδιασμό της Γαλλίας και της ίδιας της αυτοαποκαλούμενης "Ευρωπαϊκής Ένωσης" και της ευρωζώνης, προφανώς, θα έχει επιπτώσεις, οι οποίες θα είναι δυσμενείς.
Όμως, όπως είναι φανερό, η ιστορία δεν τελειώνει, εδώ. Η γαλλική κοινωνία μπορεί, στην παρούσα χρονική περίοδο, να έχασε την ευκαιρία, αλλά οι εξελίξεις, που πρόκειται να ακολουθήσουν, θα δώσουν πολλές άλλες, ποικίλες και πλούσιες ευκαιρίες, για την ανατροπή των σχεδιασμών και του καταθλιπτικού μέλλοντος, που ετοιμάζουν οι νέοι κυβερνήτες, μαζύ με όσους, από την ελίτ του τόπου αυτού, τους στηρίζουν.
Με δεδομένη την κοινωνική διαίρεση, που γκρέμισε το παλαιό πολιτικό σκηνικό και παρά την, προσώρας, αναστήλωσή του, η διαδικασία, για την μετεξέλιξη αυτής της κοινωνικής διαίρεσης, σε έναν ανοικτό κοινωνικό διχασμό, συνεχίζεται.
Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του άτυπου Μνημονίου, που η γαλλική ελίτ επιφυλάσσει, στην μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, δεν προοιωνίζει, τίποτε το καλό, ούτε για την κοινωνία, αλλά ούτε και για όσους λαμβάνουν τις στρατηγικές αποφάσεις, για το μέλλον αυτής της χώρας και του λαού της.
Η γαλλική κοινωνία, ήδη, έχει αρχίσει να βιώνει μια προεπαναστατική περίοδο, η οποία εμφανίζεται, επί του παρόντος, να βρίσκεται, σε μια αργή διαδικασία και φάση. Μπορεί, στην παρούσα χρονική στιγμή, να φαίνεται ότι ελέγχεται και η αλήθεια είναι ότι η πολύπλοκη εκλογική διαδικασία, που, μόλις, ολοκληρώθηκε, βοηθάει και οδηγεί, σε μια προσωρινή εκτόνωση, όπως συμβαίνει, πάντοτε, με όλες τις εκλογικές διαδικασίες.
Όμως, αυτό, που προκύπτει, από την παρούσα εκλογική διαδικασία, είναι ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του γαλλικού κράτους πάσχει από μια πρόωρη και πρωτοφανή πολιτική απονομιμοποίηση, παρά το γεγονός ότι, με βάση την τελική εκλογική αριθμητική των βουλευτικών εδρών, φαίνεται ότι, είναι κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού.
Στην πραγματικότητα, η όποια νομιμοποίηση έχει δοθεί, μέσα από την εκλογική διαδικασία, στον Emmanuel Macron και στην κυβέρνησή του, θα κουρελιασθεί, όταν (και εάν) η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας παύσει να διακατέχεται, από το συναίσθημα της απογοήτευσης και όταν εξέλθει, από την κατάσταση της παραίτησης, στην οποία, τώρα, έχει περιέλθει.
Προφανώς, αυτή η διαδικασία θα πάρει κάποιον καιρό. Πάντοτε, σε όλες τις ανάλογες καταστάσεις, όλες οι κοινωνίες θέλουν τον χρόνο τους, για να αντιδράσουν, αφού, προηγουμένως, αντιληφθούν το status, εντός του οποίου έχουν εγκλωβισθεί και όταν βρουν τα όποια (κατάλληλα, ή και ακατάλληλα) εργαλεία, που θα τους επιτρέψουν να εκφράσουν, στην πράξη τις αντιδράσεις τους.
Έτσι και η γαλλική κοινωνία. Θέλει και αυτή τον χρόνο της, για να εκφράσει την αντίδρασή της, αφού, προηγουμένως, εκτυλιχθεί, στην πράξη, ο κυβερνητικός οικονομικός και κοινωνικός σχεδιασμός.
Και όπως, έχουμε, στο πρόσφατο παρελθόν, επισημάνει, πέρα από την παρούσα κατάσταση της παραίτησης, η γαλλική κοινωνία, πολύ περισσότερο εύκολα, από όσο, σήμερα, φαίνεται, μπορεί να φέρει, στην επικαιρότητα μια νέα και σύγχρονη εκδοχή του γαλλικού "Μάη", ή - γιατί όχι; - της Κομμούνας του Παρισιού.
Αλλά αυτές οι εξελίξεις, δεν προβλέπονται και δεν προαναγγέλονται. Η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι πολύ πιο απρόβλεπτη, από όσο, συνήθως, θεωρούμε και νομίζουμε.
Γι' αυτό και το μόνο, που μπορούμε να κάνουμε, είναι να περιμένουμε.
Άλλωστε, οι Γάλλοι (και όχι εμείς) είναι αυτοί, που θα πράξουν τα πολύ περισσότερα, ή τα πολύ λιγότερα...
Σχόλια