Η Κίνα, η Ρωσία και στην μέση ο Donald Trump. (Η νέα αμερικανική διοίκηση ενώπιον των δυσμενών, για την υπερδύναμη, γεωπολιτικών δεδομένων, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την στρατηγική της, για την διατήρηση της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας των Η.Π.Α.).
Ο πρόεδρος Donald Trump και ο νέος σύμβουλός του επί θεμάτων Εθνικής Ασφαλείας στρατηγός H.R. McMaster, με δεδομένη την ανατροπή των πλανητικών γεωπολιτικών δεδομένων, σε βάρος των συμφερόντων των Η.Π.Α. ψάχνουν να βρουν εκείνα τα σημεία, στον γεωπολιτικό χάρτη, που θα τους επιτρέψουν να ανασυγκροτήσουν την αμερικανική στρατηγική, για την διατήρηση της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας του κράτους του οποίου ηγούνται. Το τί θα πράξουν και το ποιόν δρόμο συνεργασιών και συμμαχιών θα ακολουθήσουν, αποτελεί μια διαδικασία, που δεν έχει, ακόμη, ολοκληρωθεί και βρίσκεται, εν εξελίξει...
Παρακολουθώντας τα πλανητικά δρώμενα και τις διεθνείς εξελίξεις, μετά την εκλογή του Δονάλδου Τραμπ, στην αμερικανική προεδρία, το πρώτο πράγμα, που μπορούμε να συμπεράνουμε, είναι ότι το επιτελείο του νέου προέδρου των Η.Π.Α. βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης της εφαρμοστέας πολιτικής, που πρέπει να ακολουθηθεί. Και φυσικά, αυτό δεν είναι, καθόλου, περίεργο, αφού η κυβέρνηση, που συγκρότησε ο Αμερικανός πρόεδρος είναι καινούργια και το πρόγραμμά της δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει μια απλή συνέχεια των πεπραγμένων της κυβέρνησης του Barack Hussein Obama και των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Αλλά, για να εφαρμοστεί μια πολιτική, σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει, πρώτα, να συγκροτηθεί, ως τέτοια. Και για να συγκροτηθεί, απαραίτητο είναι να προσδιορισθούν, μία προς μία και τελικά, ως σύνολο, οι συνισταμένες της, προκειμένου μια παγκόσμια δύναμη, όπως η, πέραν του Ατλαντικού, υπερδύναμη, η οποία - ακόμη - κατέχει την πλανητική πρωτοκαθεδρία, να μπορέσει να δράσει, υπέρ των συμφερόντων της και να κτίσει τις απαραίτητες συμμαχίες, που θα τα υπερασπίσουν.
Σε αυτή την φυσιολογική και απολύτως, αναμενόμενη φάση προσδιορισμού των συνισταμένων και της συγκρότησης της εφαρμοστέας εξωτερικής πολιτικής, επαναπροσδιορισμού και αναζήτησης γεωπολιτικών συμμαχιών, όπως και ανατροπής των δυσμενών δεδομένων, βρίσκεται ο πρόεδρος Donald Trump και το επιτελείο, που ο ίδιος επέλεξε να τον περιστοιχίσει.
Όπως φαίνεται, η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν αρκείται, στην υποτιθέμενη ασφάλεια των συμπερασμάτων, στα οποία έχει καταλήξει η γραφειοκρατία της αμερικανικής διοίκησης, του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, μέσα από την δεδομένη πείρα των προηγούμενων δεκαετιών, τα οποία, άλλωστε, ως εργαλεία και ως απαυγάσματα μιας συνεχούς ροής στρατηγικών σφαλμάτων, οδήγησαν την αμερικανική εξωτερική πολιτική και την γεωπολιτική ισορροπία, που εξασφάλιζε την πλανητική κυριαρχία των Η.Π.Α., στο σημερινό αδιέξοδο, το οποίο προέκυψε, από την, απολύτως, προβλέψιμη επανεμφάνιση, στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη, των μεγάλων εθνικών κρατών, που έγιναν αποδεκτά και συμμετείχαν, στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, την οποία ενεργοποίησαν, ως πλανητική πολιτική, που (υποτίθεται ότι) εξέφραζε τα εθνικά συμφέροντα των Η.Π.Α., οι ελίτ, που εκφράζουν το βαθύ αμερικανικό κράτος και το establishment της Ουάσινγκτων και τα οποία μεγάλα εθνικά κράτη - υποτίθεται ότι -, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είχαν τεθεί, εκτός μάχης, όπως η "Ε.Σ.Σ.Δ.", ή ήσαν ακίνδυνα, όπως η Κίνα.
Όπως, επανειλημμένα και έγκαιρα, έχουμε επισημάνει, οι αμερικανικές ελίτ, έπεσαν έξω. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα χρόνια, μετά την πτώση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και την ακάθεκτη άνοδο της παγκοσμιοποίησης, που οι ίδιες πυροδότησαν, παρά την φαινόμενη, αλλά και υπαρκτή πλανητική παντοδυναμία των Η.Π.Α., η πολιτική επιλογή της έναρξης και της θέσης, σε πλήρη λειτουργία, της νέας μορφής της παγκοσμιοποίησης, η οποία περιλάμβανε (ολιγότερο) την Ρωσία και (πολύ περισσότερο) την Κίνα των διαδόχων του Μάο Τσετουνγκ και του Ντενγκ Ξιάοπινγκ, μακροπρόθεσμα, σε ένα βάθος, που υπερκάλυψε την εικοσαετία, έβλαψε τα στρατηγικά συμφέροντα των Η.Π.Α.
Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να ωφέλησε τις πολυεθνικές εταιρείες και το χρηματιστικό κεφάλαιο, δηλαδή το πιο κοσμοπολιτικό κομμάτι του αμερικανικού και του ευρύτερου δυτικού καπιταλισμού - και σίγουρα το έπραξε -, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι τα στρατηγικά συμφέροντα του βαθύτατου αμερικανικού κράτους και οι ελίτ, που εκφράζουν αυτά τα συμφέροντα, υπέστησαν, μια μακρόσυρτη φθορά, η οποία είναι βαρύτατη και πιθανώς, να καταστεί και ανήκεστη.
Αυτό συνέβη και ήταν δεδομένο και φυσιολογικό να συμβεί, επειδή η συμμετοχή αυτών των δύο μεγάλων εθνικών κρατών, στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τα ενδυνάμωσε και από ένα χρονικό σημείο και μετά, το οποίο εντοπίζεται, προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000, τους επέτρεψε να διεκδικήσουν, είτε την παύση των επιθετικών κινήσεων, στην διεθνή σκακιέρα, του αμερικανικού παράγοντα, ως επικεφαλής του ΝΑΤΟ και του ευρύτερου δυτικού συνασπισμού, στον ευρωπαϊκό χώρο, που εκτείνεται, από την Μαύρη Θάλασσα, έως την Βαλτική (Ρωσία), είτε μια πρώϊμη, μεν, αλλά σημαντική, δε, ανακατανομή των σφαιρών επιρροής, στην Νοτιοανατολική Ασία (Κίνα), αλλά και στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο (Ρωσία και Κίνα). [Δείτε το παλαιότερο δημοσίευμά μου, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : Αντικρίζοντας το μέλλον, από την δεκαετία του 2010, προς την δεκαετία του 2040 : Οι ρωγμές στην πλανητική κυριαρχία των Η.Π.Α., η εσφαλμένη γεωστρατηγική εχθρότητα της Δύσης προς την Ρωσία και η επιταχυνόμενη πορεία της Κίνας, προς την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Επίσης, χρήσιμα και κατατοπιστικά είναι και δύο άλλα παλαιά δημοσιεύματά μου, σε αυτό το μπλογκ, τα οποία μπορεί όποιος θέλει να δει, με τίτλους : Πού πάει η παγκοσμιοποίηση; (Από το 1914, στο 2014 : Τα δομικά αδιέξοδα της παγκοσμιοποιητικής λειτουργίας, ως αποτυχημένου αμερικανικού εθνικού σχεδιασμού και η εσωστρεφής αναδίπλωση των Η.Π.Α. και της Δύσης, λόγω της ανακατανομής της παγκόσμιας ισχύος, εις βάρος τους και υπέρ της Κίνας και της Ρωσίας) και 1 - 2008 μ.Χ. : Η άνοδος και η πτώση των Η.Π.Α. και του Δυτικού Κόσμου και η ακάθεκτη πορεία της Κίνας, προς την πρωτοκαθεδρία, μέσα από την ανακατανομή των ποσοστιαίων μεριδίων των μεγάλων χωρών, στο παγκόσμιο ΑΕΠ. (Η διάσπαση των αμερικανικών ελίτ, οι επισφαλείς αμερικανορωσικές σχέσεις και οι κρίσιμες αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου). Η αναφορά, στα δημοσιεύματα αυτά είναι, απλώς, ενδεικτική, αφού υπάρχει και ένα πλήθος άλλων σχετικών άρθρων μου, που δημοσιεύτηκαν, σε αυτό εδώ το μπλογκ. Και φυσικά, η παράθεσή τους θα ήταν κουραστική και ανώφελη].
Οι απαντήσεις της κυβέρνησης του Barack Husein Obama, που προηγήθηκε της παρούσας κυβέρνησης του Donald Trump, υπήρξαν ανόητες και χαοτικές. Μάλιστα, χαρακτηρίζονται, ως ανόητες, ακριβώς, επειδή ήσαν χαοτικές, ως προς τα αποτελέσματά τους. Αυτή η διαπίστωση γίνεται σαφής, από όσα συνέβησαν, στον χώρο της Ουκρανίας, αφού το αμερικανονατοϊκό πραξικόπημα, στο Κίεβο, τον Φεβρουάριο του 2014, οδήγησε, στην εδαφική διάσπαση της χώρας και στην ομηρεία της υπόλοιπης, από την ρωσική υπερδύναμη, η οποία οποτεδήποτε το θελήσει, μπορεί να την καταλάβει ολόκληρη, χωρίς οι Η.Π.Α. και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους, να μπορούν να πράξουν το παραμικρό.
Το ίδιο και ακόμη περισσότερο, καταστροφικές, είναι, για τις Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ, οι εξελίξεις, στον χώρο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, στην Συρία (με την συμπαράσταση και την βοήθεια της Κίνας), αλλά και η ισχυροποίηση των φιλικών, σε αυτήν, δυνάμεων, στην Λιβύη, που, βλακωδώς και χωρίς σχέδιο, κατέστρεψαν ο Barack Hussein Obama και το οπερετικό δίδυμο των Nicolas Sarközy και François Hollande, μαζύ με την ιταλική κυβέρνηση του, ανοήτως, συμπεριφερθέντος Silvio Berlusconi, με τους συνεχείς νατοϊκούς βομβαρδισμούς, που εξουδετέρωσαν τον στρατό του Μουαμάρ Καντάφι και διευκόλυναν την άνετη επικράτηση των τζιχαντιστών του ISIS και διάφορων άλλων ανταρτικών δυνάμεων και τοπικών φυλών και διέλυσαν την χώρα, έτσι, ακριβώς, όπως θα συνέβαινε και στην Συρία του Μπασάρ αλ Άσσαντ, εάν δεν επενέβαινε, στρατιωτικά, η Ρωσία, η οποία έκοψε, σύριζα, τον βήχα και κατέστησε, άνευ αντικειμένου τις προθέσεις της αμερικανικής διοίκησης, των Ευρωπαίων και των λοιπών εταίρων τους στο ΝΑΤΟ.
Αλλά η κατάρρευση της "αραβικής άνοιξης", που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Barack Hussein Obama, με κύριο εμπνευστή την ιλαροτραγική φιγούρα της Hillary Rodham Clinton, είχε, στο τέλος της τραγικής θητείας του απελθόντος προέδρου και μια ακόμη καταστροφική, για τα συμφέροντα των Η.Π.Α., επιπλοκή, με την παταγώδη αποτυχία του αμερικανονατοϊκού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, στην Τουρκία. Το αποτέλεσμα αυτής της απονενοημένης ενέργειας των Αμερικανών και των Ευρωπαίων εταίρων τους, ήταν να οδηγήσουν τον Τούρκο πρόεδρο Recep Tayyip Erdoğan και την ηγεσία των ισλαμιστών του AKP, στην αγκαλιά της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος, όπως έχουμε γράψει, έσωσε τον Τούρκο ηγέτη, από τον θάνατο και του εξασφάλισε την νίκη, επί των κεμαλιστών και των γκιουλενικών στρατιωτικών, δίνοντάς του την ευκαιρία να προβεί σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις, στις ένοπλες δυνάμεις και στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό, προκειμένου να συνεχίσει να ασκεί, απρόσκοπτα, την εξουσία του, την οποία πρόκειται να επισημοποιήσει, ως, περίπου, απόλυτη, με το επερχόμενο δημοψήφισμα της 16/4/2017.
Το ίδιο άσχημες είναι οι εξελίξεις και στην Νοτιοανατολική Ασία, όπου παγιώνεται η κυριαρχία των νεοκομμουνιστών αρχόντων του Πεκίνου, στην θάλασσα της Νότιας Κίνας, όπου η κινεζική ηγεσία, με την συνεχή κατασκευή πολλών τεχνητών νησιών, τα οποία εντάσσει, στην επικράτειά της, παρά την αντίθεση των Η.Π.Α., επιβάλλοντας την κυριαρχία του κινεζικού κράτους, σε αυτή την περιοχή, την οποία διεκδικούν, επίσης, οι γειτονικές της Κίνας χώρες και απειλώντας την Ουάσινγκτων, με πόλεμο, εάν δεν αποδεχθεί τα τετελεσμένα, τα οποία, στο σύνολό τους, αποσκοπούν στον έλεγχο αυτής της ζωτικής θαλάσσιας οδού, στην οποία διακινείται, ετησίως, ένας τεράστιος όγκος του παγκόσμιου εμπορίου, ο οποίος ξεπερνάει τα 5 τρισ. $ και η οποία έχει και έναν υποθαλάσσιο πλούτο, που αποτελείται από τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία στερείται η κινεζική οικονομία.
Αυτή η δύσκολη, για την αμερικανική υπερδύναμη, πραγματικότητα, η οποία, μάλιστα, έχει προκύψει, μετά από την, εξ αντικειμένου, ορθή και επιβεβλημένη, για τα συμφέροντα του αμερικανικού κράτους και των ελίτ, που συμπλέκονται με αυτό, στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης του, τότε, προέδρου George Walker Bush, να φρενάρει την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τον Σεπτέμβριο του 2008, προκειμένου να ανακόψει την αλματώδη άνοδο της κινεζικής και της ρωσικής ισχύος, είναι, απολύτως, γνωστή, στην κυβέρνηση του Donald Trump.
Ο ίδιος ο νέος Αμερικανός πρόεδρος και το επιτελείο του γνωρίζουν, πολύ καλά, ότι, σε όλα τα, ήδη, προαναφερθέντα μέτωπα, η γεωπολιτική ισορροπία των περιοχών αυτών, των οποίων η γεωστρατηγική αξία είναι ζωτική, για τις Η.Π.Α. και την Δύση, έχει μετατοπισθεί και έχει μεταβληθεί, σε βάρος των συμφερόντων της υπερδύναμης, που έχουν κληθεί να υπηρετήσουν και την οποία εκφράζουν. Και φυσικά, οι νέοι αξιωματούχοι, που διοικούν, στην Ουάσινγκτων, δεν πρόκειται να αποσύρουν το ενδιαφέρον τους, από αυτές τις περιοχές. Κάθε άλλο.
Αυτό, που είναι φυσικό να πράξουν και το οποίο, προφανώς, θα πράξουν ο Donald Trump και το επιτελείο του, είναι το να επικεντρώσουν τα ενδιαφέροντά τους, σε εκείνα τα σημεία, τα οποία μπορούν να ελέγξουν, προκειμένου να σταθεροποιήσουν τις βάσεις, πάνω στις οποίες θα στηριχθούν, για να ασκήσουν την, παραπέρα, επιρροή τους.
Βλέποντας το σύνολο της παγκόσμιας ισορροπίας και την μακροπρόθεσμη δυναμική της, πρέπει να πούμε, για μία ακόμη φορά, ότι ο πραγματικός αντίπαλος των Η.Π.Α., στις επόμενες δεκαετίες δεν είναι άλλος από την Κίνα. Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα των αμερικανικών ελίτ αρνείται να δεχθεί αυτή την αλήθεια, πιστεύοντας ότι η αμερικανική υπερδύναμη μπορεί, εκ παραλλήλου, να ανασχέσει όλους μαζύ τους παρόντες και τους μέλλοντες αντιπάλους της χώρας τους, αυτό είναι ένα άπιαστο όνειρο θερινής νυκτός.
Αυτό συμβαίνει, όχι επειδή οι Η.Π.Α. δεν μπορούν, σε μια μεσομακροπρόθεσμη χρονική περίοδο, να αναχαιτίσουν, χωριστά, τους δύο μεγάλους αντιπάλους τους - την Ρωσία και την Κίνα. Θεωρητικά, το μπορούν. Είναι πολύ δύσκολο, βέβαια, αλλά η αμερικανική υπερδύναμη μπορεί να υπολογίζει ότι είναι δυνατόν, μέσα σε έναν μεσομακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, να αναχαιτίσει την Ρωσία και την Κίνα. Αυτό, όμως, θα μπορούσε, ίσως, να συμβεί, εάν αυτές οι δύο μεγάλες χώρες δεν συνεργασθούν, μεταξύ τους. Όμως, όσοι και όσες από τις αμερικανικές ελίτ έχουν την πεποίθηση ότι η Κίνα και η Ρωσία δεν πρόκειται να συνεργασθούν, έχοντας, απέναντί τους, τις Η.Π.Α. και τον δυτικό συνασπισμό, ματαιοπονούν, αφού περιμένουν, από τις δύο αυτές χώρες να μην συμπεριφερθούν, φυσιολογικά και να επιδείξουν μια συμπεριφορά, η οποία αντιβαίνει, στα συμφέροντά τους.
Αν οι ηγέτες των Η.Π.Α. θέλουν να διατηρήσει η χώρα τους την παγκόσμια ηγεμονία, όσο αυτό είναι δυνατό, στο προβλεπτό μέλλον, τότε είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν, στον στρατηγικό σχεδιασμό, για την ανάσχεση του ανερχόμενου κινεζικού γίγαντα και να συγκροτήσουν τις κατάλληλες συμμαχίες, για να επιτύχουν τον στόχο τους.
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες, που ενέχει αυτό το εγχείρημα και οι οποίες γίνονται μεγαλύτερες, όσο περνάει ο καιρός, αφού η κινεζική ηγεσία είναι πολύ προσεκτική, στις κινήσεις της και έχει, ως σύμμαχό της, την διεθνή μπατιροτραπεζοκρατία και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, που ευνοούνται, τα μάλα, από την ένταξη της Κίνας, στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία, η επίτευξη του τελικού στόχου, δηλαδή η ανάσχεση της ταχύτατης ανόδου της δύναμης της Κίνας είναι, ακόμη, πραγματοποιήσιμη.
Άλλωστε, όπως και άλλες φορές έχουμε σημειώσει, αυτή η διαδικασία ανάσχεσης της φρενήρους ανόδου της κινεζικής οικονομίας έχει, σε έναν κάποιο βαθμό, ήδη, πραγματοποιηθεί, αφού οι ρυθμοί ανάπτυξης του κινεζικού ΑΕΠ, από τα επίπεδα του 12%, που βρίσκονταν, πριν την έλευση της μεθοδευμένης χρηματοπιστωτικής κρίσης του Σεπτεμβρίου του 2008, έχουν, τώρα, περιοριστεί στο - καθόλου ευκαταφρόνητο - επίπεδο του 6,7%, με προοπτική, παραπέρα, μείωσής τους.
Παρά τα όσα νομίζονται, στην Δύση, για την κινεζική κοινωνία και το καθεστώς, που, με στιβαρό χέρι, την διοικεί, από την εποχή της νίκης των Κινέζων κομμουνιστών, επί των εθνικιστών, η πραγματικότητα, εκεί, είναι πολύ διαφορετική. Η κινεζική κοινωνία, σε όλες της τις εκδοχές και διαβαθμίσεις, μπορεί να ζει, μέσα σε ένα, οικονομικά και κοινωνικά, εκσυγχρονιζόμενο γραφειοκρατικό καπιταλιστικό καθεστώς, αλλά η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε ομοιότητα, με την δυτική εκδοχή του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, σταματάει, εδώ. Από εκεί και πέρα, στην σύγχρονη Κίνα, κυριαρχεί η (μονο)κομματική αυταρχία, ο κρατικός γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός και η διοικητική δεσποτεία. Βέβαια, δεν είναι, κατ' ανάγκην, πάντοτε, επιβεβλημένα, όλα όσα συμβαίνουν, σε αυτή την αχανή χώρα των 1.373.000.000 ανθρώπων, αφού το νεοκομμουνιστικό καθεστώς, που έχει επικρατήσει, έχει γεννήσει ένα υβρίδιο μιας νέας άρχουσας τάξης, η οποία στηρίζεται, σε μια πρωτοφανή, ιστορικά, μορφή ενός κατευθυνόμενου και σχεδιασμένου κρατικού καπιταλισμού, που, ως προς τις εξουσιαστικές κοινωνικές ομάδες και συσσωματώσεις, συγκροτείται, από κομματικούς γραφειοκράτες και επίσης, κομματικούς καπιταλιστές, οι γόνοι και οι υπηρέτες των οποίων μπορούν, άνετα, να τραγουδούν την "Διεθνή", ως ιδεολογική/ψευδοσυνειδησιακή έκφραση της δικής τους εξουσίας.
Αλλά η ωμή αλήθεια είναι ότι αυτό δεν αρκεί, για να ανασχεθεί η τεράστια δυναμική της κινεζικής ανόδου, η οποία στηρίζεται και στον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του κινεζικού κράτους, τον οποίο έχει επιβάλει η τεράστια γραφειοκρατική δομή του Κ. Κ. Κίνας, που συγκροτήθηκε, με βάση τα γνωστές δογματικές οργανωτικές αρχές του λενινιστικού συγκεντρωτισμού, τις οποίες μετέφερε ως πρότυπα συγκρότησης, σχεδιασμού και δράσης, στο κινεζικό κράτος, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, που τελείωσε με την απρόσμενη - αρχικά - νίκη των Κινέζων κομμουνιστών, το 1949, επί των Εθνικιστών του Κουόμιντανγκ του στρατηγού Τσιανγκ Κάϊσεκ και την φυγή των υπολειμμάτων των τελευταίων, στην Φορμόζα - την σημερινή Ταϊβάν.
Ως εκ τούτου, η αμερικανική υπερδύναμη, εάν θέλει να ανασχέσει την κινεζική δυναμική, πρέπει να αντιστρέψει την πολιτική του προέδρου Richard Nixon και να συγκροτήσει μια άτυπη, αλλά ουσιαστική συνεργασία και συμμαχία, με την Ρωσία. Μόνον, έτσι μπορεί να ανασχεθεί, αποτελεσματικά, στο προβλεπτό μέλλον, η ανοδική κινεζική δυναμική.
Αλλά, για να συγκροτήσουν μια συνεργασία και συμμαχία, με την Ρωσία, που θα έχει έναν αντικινεζικό προσανατολισμό, οι ηγέτες των Η.Π.Α., θα πρέπει να δώσουν πολύ μεγάλα ανταλλάγματα, στην ρωσική ηγεσία. Και αυτά τα ανταλλάγματα δεν μπορούν να είναι και δεν θα είναι άλλα, από την αύξηση του χώρου της ρωσικής επιρροής, στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Με αυτά τα δεδομένα, οι αμερικανικές ελίτ, για να συγκροτήσουν, μια επαρκή και χρονικά ευμεγέθη συνεργασία και συμμαχία, με την Ρωσία, θα πρέπει να αφήσουν κάποιους συμμάχους τους, στην Ευρώπη και να δυσαρεστήσουν κάποιους άλλους.
Επί του παρόντος και αρκετά αργότερα, από τώρα, ο Donald Trump και το επιτελείο του ψάχνονται, διερευνώντας και επανεξετάζοντας όλα τα δεδομένα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, προκειμένου να μπορέσουν να προβούν στην ιεράρχηση των στόχων τους και την συγκρότηση των τακτικών και των στρατηγικών πολιτικών του αμερικανικού κράτους, το οποίο, πλέον, δεν είναι εκείνο, που ήταν, ακόμη και όταν το συγκρίνουμε, με τα δεδομένα, που υπήρχαν και το συγκροτούσαν, πριν από μια δεκαετία, ή και λιγότερο.
Το τί μέλλει γενέσθαι, με τις αναζητήσεις και την στοχοθεσία της νέας αμερικανικής ηγεσίας, είναι το ζητούμενο. Και φυσικά, θα το δούμε και θα το διαπιστώσουμε, στην ώρα του...
Σχόλια