Η καταστροφική πολιτική των οικονομικών πλεονασμάτων, η επανεμφάνιση των εθνικών κρατών και τα αδιέξοδα της παγκοσμιοποίησης, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα βαδίζει τον δρόμο προς τον όλεθρο. (Let's go back to drachma).
1929 - 2014 : Τα στοιχεία, που αφορούν την ελληνική οικονομική κρίση, συγκρινόμενα, με αυτά της αμερικανικής οικονομικής κρίσης του 1929 - 1939, είναι, απολύτως, καταθλιπτικά. Η ελληνική οικονομία δεν ανακάμπτει και βρίσκεται πολύ πίσω, από την αντίστοιχη περίοδο της αμερικανικής GREAT DEPRESSION. Ομοίως, πολύ καταθλιπτική είναι η σύγκριση της ελληνικής κρίσης, με την ευρωζωνική, παρά την στασιμότητα της τελευταίας, μια στασιμότητα, που αποδεικνύει ότι η ευρωζώνη δεν παράγει πλούτο και είναι ένα ζόμπυ, που, απλώς, περιμένει, τον νεκροθάπτη του. Από την άλλη πλευρά, η σαφής ανάκαμψη της Βρετανίας, ύστερα από την βαθιά οικονομική ύφεση του Σεπτεμβρίου του 2008, δείχνει τον δρόμο, που πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα. Μετά το BREXIT, έχει έλθει η ώρα του GREXIT...
Αυτό που δεν έχει, αλλά, τείνει να καταστεί σαφές, όσο περνάει ο καιρός και όσο τα αδιέξοδα εντείνονται, όλα αυτά τα χρόνια, που πέρασαν, από τον Σεπτέμβριο του 2008, έως τις ημέρες μας, όσον αφορά τις αιτίες της σύγχρονης παγκόσμιας ύφεσης και της επακόλουθης ευρωζωνικής κρίσης, παρά το γεγονός ότι, με πείσμονα τρόπο, επιχειρούν να κρύψουν και να θέσουν, εκτός της ατζέντας κάθε συζήτησης, οι διεθνείς γραφειοκρατικές καπιταλιστικές ελίτ, με επί κεφαλής, την διεθνή μπατιροτραπεζοκρατία, την τεχνοδομή των πάσης φύσεως πολυεθνικών εταιρειών, αλλά και την εξουσιαστική κρατική και κομματική γραφειοκρατία του κινεζικού κράτους και του Κ. Κ. Κίνας, είναι ότι οι πλεονασματικές πολιτικές και οι επακόλουθες πολιτικές της συστηματικής λιτότητας αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του αδιεξόδου, στο οποίο έχει οδηγηθεί ο οικονομικός χώρος των αναπτυγμένων οικονομιών του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Για αυτές τις ελίτ του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού (εκ των οποίων οι δύο πρώτες είναι διεθνείς και παγκοσμιοποιημένες, ενώ η τελευταία έχει τοπικά/εθνικά χαρακτηριστικά και απλώς, εκμεταλλεύεται την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης) οι πολιτικές, που ευνοούν τα οικονομικά πλεονάσματα και διαχειρίζονται την οικονομική και κοινωνική λιτότητα, έχουν ένα σαφέστατο οικονομικό και κοινωνικό/ταξικό αποτέλεσμα, το οποίο προσανατολίζεται στον διαρκή προσπορισμό κερδών, με στόχευση την σταθεροποίηση και την αναβάθμιση των επιπέδων τους, κατά την διάρκεια της κοινωνικής διανομής και αναδιανομής τους.
Στα πλαίσια αυτά, οι πολιτικές αυτές, που ευνοούν την διαρκή επίτευξη και την παράλληλη αύξηση των οικονομικών πλεονασμάτων, ταυτίζονται, περίπου, απόλυτα, με την δημιουργία κερδών, αφού αυτά τα πλεονάσματα αποτελούν τον σκληρό πυρήνα και την βάση της κερδοφορίας των επενδύσεων, της κοινωνικής διαφοροποίησης και της διανομής του οικονομικού προϊόντος, ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τις ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ η διαχείριση των πολιτικών της λιτότητας αυτό που έρχεται να πραγματοποιήσει, δεν είναι τίποτε άλλο, από την δημιουργία και την σταθερή λειτουργία αυτού του μηχανισμού, ο οποίος θα διατηρήσει τις, περίπου και κατά το δυνατόν, πολιτικές προϋποθέσεις, για την αναπαραγωγή και την (υποτιθέμενη ως) ομαλή λειτουργία του συστήματος, έτσι όπως αυτό, σε αυτό εδώ το κείμενο, περιγράφεται, στα πλαίσια της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.
Αυτή, τουλάχιστον, είναι η ελπίδα όλων των ελίτ, που εμπλέκονται και έχουν εγγενή συμφέροντα, από την λειτουργία αυτού του σχήματος, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του γραφειοκρατικού καπιταλισμού των ημερών μας και της σύστοιχης παγκοσμιοποίησης, που εκκίνησε, με τις ευλογίες της αμερικανικής ελίτ, στις αρχές του 1990, με αφορμή την πτώση της "Σοβιετικής Ένωσης". Μπορεί αυτή η ελπίδα, η οποία, επί μακρόν, συντηρήθηκε, να αποδεικνύεται ότι είναι μια φρούδα ελπίδα, αλλά δεν είναι αυτό, που ενδιαφέρει τους σύγχρονους παγκοσμιοποιητές.
Ο εντοπισμός των οικονομικών αιτιών, ένεκα των οποίων η σύγχρονη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχει περιέλθει, σε ένα αδιέξοδο, του οποίου οι προοπτικές τείνουν να καταστούν εφιαλτικές, δεν είναι καθόλου δύσκολος. Είναι πανεύκολος αφού το θεωρητικό τους υπόβαθρο ανάγεται στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν της οικονομικής επιστήμης και έχει διερευνηθεί και αναλυθεί, με περισσή ενάργεια, από τον John Maynard Keynes. [Έχουμε εκτεταμένα και πλείστες φορές μιλήσει, για το φαινόμενο αυτό, που αφορά την πτώση της οριακής και της μέσης ροπής προς κατανάλωση, στα πλαίσια των καπιταλιστικών οικονομιών και του πλούτου, που σχηματίζεται, μέσα στις κοινωνίες, ως αποτέλεσμα της διανομής, ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και τάξεις, του συνολικού εισοδήματος, που παράγεται. Οι αναγνώστες του παρόντος κειμένου μπορούν να ανατρέξουν ενδεικτικά στο παλαιό δημοσίευμα, σε αυτό εδώ το μπλόγκ, με τίτλο : Η χρησιμότητα της θεωρίας του Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, για την πτώση της οριακής και της μέσης ροπής προς κατανάλωση (marginal and average propensity to consume) στην εξέταση της παρούσας καπιταλιστικής ύφεσης. (Η ανισοκατανομή του εισοδήματος και η ανάγκη για την "ευθανασία των εισοδηματιών"). Επίσης, μπορούν να διαβάσουν και άλλο ένα άρθρο μου, σε αυτό το μπλογκ, με τίτλο : 1890 - 2013 : Η ακραία ανισοκατανομή του εισοδήματος, ως αιτία των οικονομικών κρίσεων. Ένα οδοιπορικό στις ακραίες εισοδηματικές ανισότητες στην αμερικανική κοινωνία, πριν και μετά τις κρίσεις του 1929 και του 2008 και η περίπτωση της Ελλάδας].
Όπως πολλές φορές έχουμε γράψει, οι πολιτικές, οι οποίες αποσκοπούν στην διαρκή και αέναη δημιουργία και στην επέκταση παραγωγικών/οικονομικών πλεονασμάτων και κερδών και στην επενδυτική ανακύκλωσή τους, μέσα από την αποταμιευτική διαδικασία του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθίσταται, από ένα σημείο και μετά, αδιέξοδη. Αυτό συμβαίνει, απλούστατα, διότι η, επί μακρόν, σώρευση των πλεονασμάτων και των κερδών οδηγεί, στην πτώση της κατανάλωσης, η οποία επέρχεται, εξ αιτίας του γεγονότος ότι αυτά τα πλεονάσματα και αυτά τα κέρδη χάνουν την οικονομική τους λειτουργικότητα, με δεδομένο το γεγονός ότι, σε βάθος χρόνου, αν και οι κοινωνικές τάξεις, ή - ευρύτερα - οι κοινωνίες, αυξάνουν τον πλούτο τους, δεν αυξάνουν, στον ίδιο βαθμό και τα επίπεδα της κατανάλωσής τους.
Το αποτέλεσμα αυτής της - πολύ απλής, στην κατανόησή της - οικονομικής λειτουργίας, είναι οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις του επίσημου και του σύγχρονου σκιώδους χρηματοπιστωτικού τομέα να εμφανίζουν μια προφανή και σαφέστατη δυσχέρεια, στο να μετατραπούν, σε επικερδείς επενδύσεις, δίνοντας, έτσι, ένα επιφανειακό δίκαιο, στην θεωρία του Karl Marx, περί της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, αν και όπως έχουμε πει, το πρόβλημα είναι, κατά πολύ, ευρύτερο και συναρτάται, με την πτώση των επιπέδων της ολικής/συναθροιστικής ζητήσεως, της κατανάλωσης. Αν αυτά δεν πέσουν, ή αν αυτά δεν λιμνάσουν, η οικονομική ύφεση και η κρίση δεν θα ξεσπάσουν.
Ως εκ τούτου, με δεδομένη αυτή την, κοινωνικά, ανισόρροπη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, επέρχεται ένα χρονικό σημείο, το οποίο αποτελεί ορόσημο, κατά το οποίο αυτή η οικονομική και κοινωνική ανισορροπία εκφράζεται με την εμφάνιση του φαινομένου της οικονομικής ύφεσης, η οποία, όταν δεν προσέχεται και όταν δεν λαμβάνονται τα απαιτούμενα εκείνα μέτρα, για την αντιμετώπισή της και την άρση των δημιουργημένων οικονομικών και κοινωνικών ανισορροπιών, μεταπίπτει σε οικονομική κρίση.
Αυτό είναι εκείνο, που συνέβη το 1929. Αυτό, το ίδιο, ως φαινόμενο, είναι εκείνο, που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει από το 2008. Βέβαια, πίσω από όλα αυτά, βρίσκονται οι κοινωνικές ομάδες, οι τάξεις, οι κοινωνίες και τα επενδυμένα συμφέροντά τους. Και φυσικά, στην πρώτη θέση των κοινωνικών ομάδων και των επενδυμένων συμφερόντων τους βρίσκονται οι γραφειοκρατικές ελίτ του σκιώδους χρηματοπιστωτικού τομέα των funds και του επίσημου τραπεζικού τομέα και οι διάφοροι και ποικίλοι αποταμιευτές και χρηματοπιστωτικοί επενδυτές, ως διαχειριστές αυτών των τοξικών αποταμιεύσεων, που επιζητούν επίπεδα κερδοφορίας, η αναζήτηση των οποίων, από ένα σημείο και πέρα, καθίσταται ατελέσφορη.
Στα πλαίσια της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, που ξεκίνησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτή η διαδικασία υπήρξε πολύ πιο σύνθετη, αφού οι παράγοντες, που υπεισήλθαν, στην διαμόρφωση των παραμέτρων των σχετικών εξισώσεων, σε πλανητικό επίπεδο, υπήρξαν πλείστοι και ως εκ τούτου, κατέστησαν όλο αυτόν τον μηχανισμό, εξαιρετικά, πολύπλοκο, αβέβαιο, ως προς την παραγωγή των σχετικών αποτελεσμάτων και κατ' εξοχήν, ανεξέλεγκτο, αφού δεν υπήρχε κάποια πλανητική κεντρική αρχή, η οποία θα μπορούσε να παρέμβει, για να μετριάσει τα αποτελέσματα των αναμενόμενων ανισορροπιών, που ήταν φυσικό να προκύψουν, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παράλληλα, η όλη διαδικασία της υποτιθέμενης μετατροπής της πλανητικής οικονομικής δραστηριότητας, σε μια λειτουργική οικονομική ενότητα, την οποία εξέφραζε η παγκοσμιοποιητική ιδεολογία, που είχε ως σπόνσορες την τεχνοδομή των πολυεθνικών εταιρειών και την διεθνή μπατιροτραπεζοκρατία, ήταν ευάλωτη, απέναντι στην επανεμφάνιση του παράγοντα των μεγάλων ισχυρών κρατών και των συμφερόντων ισχύος, που εκφράζουν οι βαθείες ελίτ, που τα διοικούν και παίρνουν τις σχετικές αποφάσεις, για την δράση τους.
Έτσι, η ανάδειξη της τεράστιας ισχύος του κινεζικού κράτους, η οποία προέκυψε, ευθέως, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας και της ευφυούς εμπλοκής της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας της τεράστιας αυτής χώρας, σε αυτή την διαδικασία, όπως, επίσης και η επανεμφάνιση της ρωσικής ισχύος, η οποία, αν και ήλθε καθυστερημένα (και τούτο, επειδή η Ρωσία έχασε μια δεκαετία, μετά την τεράστια γεωπολιτική καταστροφή την οποία υπέστη, ως αποτέλεσμα της βλακώδους πολιτικής των διαδοχικών ελίτ, που στήριξαν τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και τον Μπορίς Γέλτσιν), υπήρξε αποτέλεσμα της, ομοίως, ευφυούς αναστηλωτικής πολιτικής του Βλαντιμίρ Πούτιν, ήταν φυσικό να οδηγήσουν την αμερικανική ελίτ, στην αλλαγή πλεύσης, έναντι της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας.
Σε αυτή την διαδικασία, που η ίδια η αμερικανική ελίτ είχε θέσει σε εφαρμογή, ως ένα σχέδιο εξυπηρέτησης των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων, τα οποία συγκεκριμενοποιούνταν, στην διατήρηση της πλανητικής κυριαρχίας των Η.Π.Α., η κυβέρνηση του George Walker Bush, με αφορμή τον ρωσογεωργιανό πόλεμο του Αυγούστου του 2008, αποφάσισε να βάλει φρένο, προκειμένου να ανακόψει την λελογισμένη αύξηση της ρωσικής ισχύος, αλλά και την φρενήρη αύξηση της ισχύος του κινεζικού κράτους, το οποίο, με διάφορες ευέλικτες πολιτικές μιας μορφής ενός πρωτόγνωρου, σε παγκόσμιο επίπεδο, κρατικού καπιταλισμού, κέρδισε τα μάλα, από την εξέλιξη της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, με ιδιαίτερη βαρύτητα, στον τομέα της τεχνογνωσίας και μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό, που οι αντίπαλοί του αγνοούν το πραγματικό επίπεδο των τεχνολογικών δυνατοτήτων, που έχει στην διάθεσή της η κινεζική κρατική γραφειοκρατία και η ηγεσία του κινεζικού Κ. Κ.
Με αυτά τα δεδομένα, η σύμφυση αυτών των δύο παραγόντων, που αφορούν, αφ' ενός, μεν, τον διαβρωτικό και απορρυθμιστικό ρόλο του ίδιου του πολύπλοκου οικονομικού μηχανισμού, που, όπως είπαμε, ήταν γνωστός, ως προς την λειτουργία του, αφού έχει περιγραφεί, πλήρως και επαρκώς, από τον John Maynard Keynes και αφορά την πτώση της οριακής και της μέσης ροπής προς κατανάλωσης, μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος του πρώϊμου γραφειοκρατικού καπιταλισμού και αφ' ετέρου, δε, την, έντονα, αποδιοργανωτική εμφάνιση των ισχυρών κρατών και των συμφερόντων, που αυτά εκφράζουν και υπηρετούν, ήταν, απολύτως, βέβαιο ότι θα έθεταν, εκτός τροχιάς την σύγχρονη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όπως είχαν πράξει και στο παρελθόν, τα αντίστοιχα φαινόμενα, που εκτροχίασαν την παγκοσμιοποιητική διαδικασία, το 1914, με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην παρούσα φάση, ένα από τα θύματα της θέσεως, εκτός τροχιάς, της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης είναι η ευρωζώνη και η ίδια η αυτοαποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ουδέποτε υπήρξε αυτό, που θέλει να λέει και να ισχυρίζεται ότι είναι.
Αυτό, που φιλοδόξησε να είναι η εν λόγω ένωση, δεν είναι τίποτε άλλο από μια οικονομική ένωση, από ένα πεδίο οικονομικού ανταγωνισμού, που εκφράστηκε, με τον πιο εκκωφαντικό και συνάμα, χαοτικό τρόπο, με την δημιουργία του λεγόμενου και εμφανιζόμενου, ως κοινού νομίσματος, του ευρώ, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε περισσότερο, από ένας συμπαγής μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Αυτός ο, με την μορφή του ευρώ, υποκρυπτόμενος μηχανισμός συναλλαγματικών ισορροπιών (στην πραγματικότητα, πρόκειται, περί ανισορροπιών) λειτουργεί, σκανδαλωδώς, ευνοϊκά, για την, έντονα, πλεονασματική Γερμανία, η οποία, μόλις πέρυσι, είχε ένα εμπορικό πλεόνασμα της τάξεως των 252 δισ. € και τις άλλες πλεονασματικές χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, αφού, για την γερμανική οικονομία, όπως και τις οικονομίες των υπόλοιπων πλεονασματικών χωρών, το ευρώ λειτουργεί, ως ένα, κατά πολύ, υποτιμημένο νόμισμα.
Έτσι, το "γερμανικό" ευρώ, το οποίο ισούται, με το μάρκο, εάν η Γερμανία δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης, έχει πραγματική ισοτιμία, με το "μέσο" ευρώ, η οποία κυμαίνεται στο 1,88 "D"€/1,00 € και φυσικά, έχει ένα τεράστιο συναλλαγματικό πλεονέκτημα, έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης, αλλά και όλων των άλλων χωρών, στην υδρόγειο και φυσικά, η επιθετική ρητορική και η συνακόλουθη πολιτική, την οποία ασκεί η αμερικανική ελίτ, που εκφράζει ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Donald Trump είναι, απολύτως, τεκμηριωμένη και εδράζεται σε μια ατράνταχτη ορθολογική βάση.
Από την άλλη πλευρά, για την ελλειμματική ελληνική οικονομία και τις οικονομίες των άλλων ελλειμματικών χωρών, το ευρώ λειτουργεί, ως ένα, κατά πολύ, υπερτιμημένο νόμισμα, επιβαρύνοντας, υπέρμετρα, τις οικονομίες των χωρών αυτών, με ένα υπερμεγέθες ανταγωνιστικό μειονέκτημα, το οποίο δεν μπορούν να υπερβούν. Αυτό γίνεται κατανοητό, εάν δούμε τα οικονομικά δεδομένα, όσον αφορά τις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, που αποκρύπτει το ευρώ, το οποίο, όπως είπαμε, αν και εμφανίζεται, ως κοινό νόμισμα, στην πραγματικότητα, είναι ένας μηχανισμός σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Και αυτά τα δεδομένα είναι συντριπτικά, για την Ελλάδα, την οικονομία και την κοινωνία της, αφού το "ελληνικό" ευρώ - δηλαδή η δραχμή, εάν η ελληνική οικονομία ήταν, εκτός ευρωζώνης, με το σημερινό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας - παρά την ιλιγγιώδη πραγματική υποτίμηση, που υπέστη η ελληνική οικονομία, από το 2010, μέχρι σήμερα, στα πλαίσια της πολιτικής, για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της, εξακολουθεί να είναι υπερτιμημένο, τουλάχιστον, κατά 7%, σε σχέση με το μέσο ευρώ, το οποίο, τώρα, που μιλάμε έχει μια ισοτιμία, σε σχέση με το αμερικανικό δολλάριο, η οποία κυμαίνεται, στο 1,00 €/1,07 $. Έτσι, το "ελληνικό" ευρώ, υποτίθεται ότι ισούται, με 0,93 € (Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα πράγματα είναι, ακόμη, χειρότερα, αφού η δική μου πεποίθηση είναι ότι το "ελληνικό" ευρώ πρέπει να βρίσκεται, πολύ πιο κάτω από το 0,90 του μέσου ευρώ).
Έχοντας αυτά, υπόψη μας, καθίσταται, απόλυτα, κατανοητό, ότι οι πλεονασματικές πολιτικές, που επιβάλλουν οι ξένοι δανειστές, είναι, εκ των πραγμάτων, καταστροφικές, για την ελληνική οικονομία. Τα δημοσιονομικά, τα παραγωγικά και τα αποταμιευτικά πλεονάσματα, που επιδιώκονται, είναι, απολύτως, εξωπραγματικά. Εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις (η παρούσα και οι επόμενες) συνεχίσουν να επιδιώκουν να παραγάγουν δημοσιονομικά πλεονάσματα, έτσι όπως το επιθυμούν οι ξένοι τοκογλύφοι δανειστές, οι οποίοι, απλώς και μόνον, επιδιώκουν να εισπράξουν τα χρήματα, που δάνεισαν και να αρπάξουν, μέσω αισχροκερδών αγοραπωλησιών, την ελληνική δημόσια περιουσία και μέσω κατασχέσεων ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων, είναι σαφές ότι θα περιέλθουν σε αδιέξοδο.
Αυτό θα συμβεί διότι, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας (οι εξαγωγικές επιχειρήσεις), να μπορέσει, μέσα από την αύξηση των εξαγωγών, να ισορροπήσει, σε ένα μεγάλο επίπεδο αποταμιεύσεων, το οποίο απαιτεί ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, προκειμένου να αντισταθμίσει την απώλεια των χρηματικών ροών, που προκύπτει, εις βάρος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, από τις ζητούμενες πλεονασματικές πολιτικές. Έτσι όμως, με δεδομένο το διαρκές πλεόνασμα του δημόσιου τομέα, το συνολικό πλεόνασμα του τομέα των εξαγωγών (του εξωτερικού τομέα της οικονομίας) θα πρέπει να ισορροπήσει, με τα έσοδα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα μειωθεί, μέχρις ότου το πλεόνασμα των εξαγωγών οδηγήσει σε αυτά τα επίπεδα ισορροπίας.
Αλλά κάπου εδώ ελλοχεύει το παράδοξο των αποταμιεύσεων και η αδυναμία τους να μετασχηματισθούν, σε επενδύσεις, με δεδομένο το πλαίσιο του οξύτατου ανταγωνισμού, που επικρατεί στην ευρωζώνη και στην διεθνή οικονομία, όπου το πλεονέκτημα του ενός γίνεται μειονέκτημα, για τους άλλους. Έτσι, με δεδομένη την συνέχιση της οικονομικής αβεβαιότητας και την επιβάρυνση της χώρας από το υπέρμετρο τοκογλυφικό χρέος, που την έχει γονατίσει, η δεδομένη συνέχιση της αποταμίευσης και η εκροή τεράστιων ποσοτήτων χρήματος, θα οδηγήσει στην παραπέρα μείωση του ΑΕΠ και στην συνέχιση της εμφάνισης των κρατικών ελλειμμάτων, την εξάλειψη των οποίων θα συνεχίσουν να απαιτούν οι ξένοι τοκογλύφοι δανειστές, την ίδια στιγμή, που αυτά είναι απαραίτητα, για αντιμετώπιση της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, που την μαστίζει και για την επαναφορά της, στην οικονομική ανάκαμψη.
Η πολιτική των κρατικών πλεονασμάτων, που απαιτούν οι ξένοι δανειστές και εφαρμόζουν, πιστά, οι εντόπιοι υποτακτικοί τους, θα μπορούσε να είναι βιώσιμη, εάν το πλεόνασμα του εξαγωγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, θα έφθανε, σε τέτοια επίπεδα, τα οποία θα ήσαν θεόρατα και θα μπορούσαν να ισοφαρίσουν τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, μαζύ με τα πλεονάσματα του ιδιωτικού τομέα και στην συνέχεια να βοηθήσουν, στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αυτή η περίπτωση, βρίσκεται, σε επίπεδο θεωρητικής συζήτησης. Δεν αποτελεί στοιχείο της τρέχουσας και της μελλούμενης πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο, όταν το διεθνές εμπόριο βρίσκεται, στα κάτω του και οι προοπτικές του είναι, άκρως, δυσοίωνες.
Ως εκ τούτου, η συντεταγμένη και σχεδιασμένη εγκατάλειψη αυτού του υποκρυπτόμενου μηχανισμού σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οποίο έχει επιβάλλει το Βερολίνο, η ευρωμπατιροτραπεζοκρατία της Φραγκφούρτης και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, με την μορφή του ευρώ, ως κοινού νομίσματος της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, είναι απαραίτητη και απολύτως, επιβεβλημένη.
Let's go back to drachma, λοιπόν.
Ελπίζω ότι η επαναφορά της ελληνικής οικονομίας, στο εθνικό νόμισμα της χώρας μας δεν θα αργήσει. Αλλά και αν αργήσει, τελικά, θα έλθει. Θα προκύψει, έστω και εξ ανάγκης...
Σχόλια
ΝΙΚΟΣ
Ο τύπος αυτός - ο παλαιός σταλινογιάννης - είναι ψυχάκιας. Ως εκ τούτου κατέχει ένα, οιονεί, ακαταλόγιστο.
Όσον αφορά το εάν αυτά που λέει, για το ευρώ, την δραχμή και την Ελλάδα, νοουμένη, ως ... Βόρεια Κορέα, είναι και επίσημη θέση της Τράπεζας της Ελλάδος, αυτό είναι δεδομένο και αυτονόητο. Όσα λέει ο κ. διοικητής της, που διετέλεσε και υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης των σαμαροβενιζέλων, αποτελούν και επίσημη θέση της (υποτιθέμενης και ψευδώς, αποκαλούμενης ως) Κεντρικής Τράπεζας της χώρας μας, αφού ο Γιαννάκης, ως διοικητής της είναι η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος - και η ηχώ του κ. Mario Draghi, βεβαίως-βεβαίως.
Ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα ο Γιάννης Στουρνάρας δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη, ούτε τοποθέτηση και φυσικά, ούτε χούϊ. Θα μείνει ο ίδιος και απαράλλακτος και θα συνεχίσει να επιμένει ότι ο ήλιος ανατέλλει από την Δύση και ότι δύει, στην Ανατολή.
Για μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου μιλάμε. Εντελώς, άρρωστη. Και απολύτως, ανίατη...