Πού πάει η παγκοσμιοποίηση; (Από το 1914, στο 2014 : Τα δομικά αδιέξοδα της παγκοσμιοποιητικής λειτουργίας, ως αποτυχημένου αμερικανικού εθνικού σχεδιασμού και η εσωστρεφής αναδίπλωση των Η.Π.Α. και της Δύσης, λόγω της ανακατανομής της παγκόσμιας ισχύος, εις βάρος τους και υπέρ της Κίνας και της Ρωσίας).
Benjamin Franklin : "Ή θα μείνουμε δεμένοι, ή – είναι βέβαιο - θα μας δέσουν για κρέμασμα".
Πού πάει η παγκοσμιοποίηση;
Οι εξελίξεις, που ακολούθησαν την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς και η τρέχουσα αντιπαράθεση της Δύσης, με την Ρωσία, γύρω, από την Ουκρανία, όπως και η ίδια η εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, δείχνουν ότι η παγκοσμιοποίηση, που ξεκίνησε, με ορμητικό τρόπο, αμέσως, μετά την κατάρρευση και την αυτοδιάλυση της "Σοβιετικής Ένωσης", ως οικονομικό και πολιτικοϊδεολογικό εργαλείο άσκησης της αμερικανικής εθνικής πολιτικής και της συντήρησης της μονοκρατορικής αμερικανικής κυριαρχίας, σε πλανητικό επίπεδο, οδεύει, προς ένα οδυνηρό τέλος.
Η παγκοσμιοποίηση της τελευταίας 20ετίας, όπως δείνουν τα πράγματα, φαίνεται να οδηγείται, σε ένα τέρμα, το οποίο θα είναι ανάλογο, με το τέλος της αντίστοιχης παγκοσμιοποίησης, η οποία είχε προηγηθεί, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, του οποίου η έκρηξη, τον Αύγουστο του 1914, έφερε την κατάρρευσή της και ουσιαστικά έβγαλε, στην επιφάνεια, όλες εκείνες τις αντίρροπες δυνάμεις, που αντιστρατεύονταν την συνέχισή της, ως οικονομικής διαδικασίας, καθώς και τις ίδιες τις αδυναμίες της, ως οικονομικού φαινομένου, οι οποίες δεν ήσαν λίγες, ούτε χωρίς σημασία.
Έτσι, η παγκοσμιοποίηση, ως οικονομικό φαινόμενο και ως θεσμική οικονομική λειτουργία, η οποία, για να πούμε την αλήθεια, υπήρξε λιγότερο χαώδης, κατά το απώτερο παρελθόν (ήτοι στις αρχές του περασμένου αιώνα), από ό,τι είναι η τωρινή, πραγματοποιήθηκε, με τους κοσμοπολιτικούς κανόνες και τους θεσμούς της εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης του καπιταλισμού και εκ των πραγμάτων και εξ αυτής της λειτουργίας της, προέβη, σε μια τεράστια διανομή και ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες δεν είχαν ουδέτερο χαρακτήρα και φυσικά, δεν επήλθαν, χωρίς συνέπειες, οι οποίες είχαν κεφαλαιώδη σημασία και αξία.
Όπως και τότε, κατά την εποχή, της προηγούμενης παγκοσμιοποίησης, που ξεκίνησε, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και έληξε, άδοξα, το 1914, με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, έτσι και τώρα, με την παγκοσμιοποίηση, που ξεκίνησε, μετά την πτώση της "Ε.Σ.Σ.Δ.", οι κανόνες του παιχνιδιού, ως αυτόνομου οικονομικού φαινομένου και μέσα από την καθαρά οικονομική του λειτουργία, οδήγησαν, σε πολύ απτά και συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία είχαν να κάνουν, με την τεράστια έκταση του παραγόμενου πλούτου και της διανομής του, η οποία, εκ των πραγμάτων, οδήγησε και στην ανακατανομή του, σε διεθνές επίπεδο, ανάμεσα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και στις νέες δυνάμεις, που προϋπήρχαν της παγκοσμιοποίησης, ως μεγάλα αριθμητικά πληθυσμιακά μεγέθη, αλλά ήσαν οικονομικοί νάνοι, γεγονός, το οποίο δεν τους επέτρεπε, πριν από την έλευση της παγκοσμιοποίησης, να είναι αξιόλογα μεγέθη, στην διεθνή κατανομή της ισχύος.
Και στην περίπτωση της τωρινής διαδικασίας παγκοσμιοποίησης, όπως συνέβη και στην προηγούμενη, η διανομή και η ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου, σε διεθνές επίπεδο, δεν υπήρξαν ουδέτερες, ούτε ήσαν, χωρίς κεφαλαιώδεις συνέπειες και επίσης, δεν στερούνται της ανάλογης τεράστιας σημασίας και αξίας.
Καί τότε, όπως και τώρα, η τεράστια έκταση του παραγόμενου πλούτου και η ανακατανομή του, οδήγησαν, σε μιάν άλλη διαδικασία, η οποία μπορεί να ήταν αναπόφευκτη και να προέκυψε, ως φυσικό αποτέλεσμα, αυτών των δύο αποτελεσμάτων των δύο παγκοσμιοποιήσεων του 20ου και του 21ου αιώνα, αλλά δεν ήταν και εξακολουθεί και σήμερα, να μην είναι αποδεκτή.
Έτσι και στις δύο αυτές παγκοσμιοποιήσεις, η παραγωγή, η διανομή και η ανακατανομή του παραγόμενου παγκόσμιου πλούτου, ως οικονομικά φαινόμενα, οδήγησαν στην δραματική ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος, ανάμεσα, στις παραδοσιακές κυρίαρχες δυνάμεις και στους νέους ανταγωνιστές τους, γεγονός, το οποίο ήταν και τότε, όπως και τώρα, καταλυτικό, αφού αυτή η δραματική ανακατανομή της ισχύος προξένησε και προξενεί την ένταση των αντιδράσεων τεράστιων αντίρροπων δυνάμεων, οι οποίες προέρχονται από εκείνους, οι οποίοι θίγονται - ή θεωρούν ότι θίγονται -, από την εξέλιξη και την φορά των πραγμάτων, έτσι, όπως αυτές προκύπτουν, από τους κανόνες και τα αποτελέσματα των δράσεων, μέσα στις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες.
Αυτοί οι θιγόμενοι, που αντιδρούν και διαβρώνουν το έδαφος, στο οποίο κινείται, σε κάθε χρονική περίοδο, η παγκοσμιοποίηση, είναι τα εθνικά κράτη και οι εθνικές ελίτ (αλλά, σε έναν βαθμό και από κοντά και οι κοινωνίες, επί των οποίων στηρίζονται τα κράτη και για την τύχη των οποίων αποφασίζουν οι ελίτ αυτές), που διαπιστώνουν ότι αυτή η ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος λειτουργεί, εις βάρος τους, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό και την περιθωριοποίησή τους, εάν έχουμε να κάνουμε, με παραδοσιακές κυρίαρχες δυνάμεις.
Πολλές φορές, όμως, οι θιγόμενοι είναι οι νέες ανερχόμενες δυνάμεις, οι οποίες κάποια στιγμή διαπιστώνουν ότι η προϋπάρχουσα κατανομή της ισχύος, η οποία είχε διαμορφωθεί, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, εμποδίζει την - κατά την γνώμη τους - ομαλή και φυσιολογική εξέλιξη της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, η οποία, εντέλει, τείνει και πραγματοποιεί τον μετασχηματισμό της αναδιανομής της οικονομικής ισχύος, στην αντίστοιχη ανακατανομή της εθνικής, της πολιτικής και της στρατηγικής ισχύος, κάθε χώρας, ή κάθε συνασπισμού χωρών.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι καθόλου αφύσικο. Είναι, απολύτως, φυσιολογικό, αφού η ίδια η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, ιστορικά, δεν προέκυψε, αφ' εαυτής και δεν υπήρξε ένα καθαρά οικονομικό φαινόμενο. Σίγουρα, η παγκοσμιοποίηση έχει μια σαφέστατη οικονομική λειτουργία, η οποία είναι και άμεσα ορατή, αλλά ως μηχανισμός και ως πολιτικός και κοινωνικός σχεδιασμός, είναι κάτι, πολύ περισσότερο, από ένα οικονομικό φιανόμενο.
Η παγκοσμιοποίηση, όσες φορές έλαβε χώρα, ως εφαρμοσμένο παγκόσμιο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σχέδιο, ήταν, μεν, προϊόν της ίδιας της διαδικασίας ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο, ως επεκτατικό οικονομικό σύστημα, ασφυκτιά, μέσα στα εθνικά πλαίσια των διαφόρων κρατών και στηρίζεται, στις θεωρίες, τις αντιλήψεις και τις δοξασίες διάφορων χρηματοπιστωτικών, κατά βάση - αν και όχι μόνο - καπιταλιστικών ελίτ, των οποίων το σύνολο των πεποιθήσεών τους υπήρξε και είναι κοσμοπολιτικό και φιλελεύθερο, αλλά, πάντοτε, στον πυρήνα της η παγκοσμιοποίηση ήταν ένα εθνικό σχέδιο των, σε κάθε χρονική περίοδο, κρατών και των ελίτ, που διοικούσαν και διοικούν αυτά τα κράτη, τα οποία ασκούν μια άτυπη, ή τυπική, αλλά, πάντως, σε κάθε περίπτωση, αναγνωρισμένη και αποδεκτή παγκόσμια κυριαρχία.
Έτσι, πάντοτε, η παγκοσμιοποίηση, σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, εμπεριέχει και εκείνο το ουσιαστικό στοιχείο, το οποίο οδηγεί, στην αναστροφή των διαδικασιών εξέλιξής της και επιφέρει την διακοπή της, η οποία δεν θα είναι χωρίς σοβαρές αρνητικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να είναι και καταστροφικές, όπως συνέβη, πριν, από, ακριβώς, 100 χρόνια, με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τον Αύγουστο του 1914.
Το ουσιώδες στοιχείο, που οδηγεί την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, στην αποδιοργάνωση, στην διάβρωση και τελικά, στην κατάρρευση, δεν είναι άλλο, από την εθνική της βάση, ως σχεδίου και ως εργαλείου άσκησης εθνικής πολιτικής, σε παγκόσμια κλίμακα.
Όμως, δεν είναι μόνον ο εθνικισμός, ως φαινόμενο, που οδηγεί την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, στα αδιέξοδα, που περιγράψαμε. Ο εθνικισμός, ως ενεργή και έμπρακτη εκδήλωση, έρχεται, ως παράγωγο, άλλων ενδογενών αδιεξόδων, στα οποία οδηγείται η παγκοσμιοποίηση, τα οποία προκύπτουν από την στιγμή, που η ανακατανομή της ισχύος, σε παγκόσμιο, ή ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, ξεπερνάει κάποια όρια, τα οποία, ως διαπίστωση, έχουν και ένα υποκειμενικό περιεχόμενο, του οποίου η διάσταση δεν μπορεί να αγνοηθεί. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να πούμε ότι είναι, μόνον, το φαινόμενο του εθνικισμού, που αποδομεί την παγκοσμιοποίηση και να μείνουμε με την εντύπωση, ότι έχουμε περιγράψει τις αιτίες αυτής της αποδόμησης.
Όμως, δεν είναι έτσι, τα πράγματα. Ο ενεργοποιημένος εθνικισμός, ως παράγωγο φαινόμενο της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας και συγκεκριμένα, ως αντίρροπη δύναμη, που δρα, μέσα στα πλαίσιά της, προφανώς, παίζει καταλυτικό ρόλο, όταν το οικοδόμημα αυτό αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές και να τρίζει. Και προφανώς, είναι αυτός ο ενεργοποιημένος και έμπρακτος εθνικισμός, που οδηγεί την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, σε αποσύνθεση. Ο ενεργός και έμπρακτος εθνικισμός είναι ο δράστης της δολοφονίας της παγκοσμιοποίησης. Ο δράστης, όμως αυτής της δολοφονίας δεν είναι η αιτία της δολοφονίας. Η αιτία - ή καλύτερα οι αιτίες - αυτής της δολοφονίας είναι αλλού.
Ένα πολύ σημαντικό μέρος του προβλήματος της αποτυχίας του εφαρμοσμένου σχεδίου της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης έχει να κάνει, βέβαια, με το γεγονός της εγγενούς αδυναμίας, της παγκοσμιοποίησης, ως οικονομικού μηχανισμού, ο οποίος, στηριζόμενος, σε σκληρά νομίσματα, αφού το τραπεζικό σύστημα και ο ευρύτερος χρηματοπιστωτικός τομέας είναι εκείνοι οι μηχανισμοί, που προσδιορίζουν τις ροές του χρήματος, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των οικονομικών λειτουργιών των εθνικών κρατών, οδήγησε, στην δημιουργία μιας συμπιεσμένης μεσαίας τάξης, αφού, μέσα από αυτήν την παγκοσμιοποιητική διαδικασία, το ανώτερο 1% μάζεψε όλα τα κέρδη της διαδικασίας αυτής.
Το γεγονός αυτό, που ήταν, προφανώς, σημαντικό και βοήθησε, τα μάλα, στην αποδιοργάνωση του συστήματος, αφού, πάντοτε, η τεράστια ανισότητα, στην εισοδηματική κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος, οδηγεί τις οικονομίες, στο ξέσπασμα υφέσεων και κρίσεων, είχε και μιαν άλλη τεράστια και κεφαλαιώδη παγκόσμια διάσταση, η οποία οδηγεί, στην αναδίπλωση, τις αμερικανικές και τις δυτικές ελίτ και στην εγκατάλειψη του σχεδίου της παγκοσμιοποίησης.
Και αυτή η διάσταση είναι καίρια, αφού έχει να κάνει, με την οικονομική λειτουργία της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή με την διανομή και την ανακατανομή, του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες λειτούργησαν εις βάρος των παραδοσιακών κυρίαρχων δυνάμεων της κάθε εποχής και υπέρ των οικονομιών των νέων δυναμικών χωρών, κοινωνιών και εθνικών ελίτ - της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Βραζιλίας, μιλώντας, για την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, σήμερα, ή της Γερμανίας, των Η.Π.Α., της Ιαπωνίας και της Ιταλίας, μιλώντας για την παγκοσμιοποίηση, που προηγήθηκε του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι οι αιτίες της δολοφονίας της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται, στον ίδιο τον σχεδιασμό της, εντός του οποίου οι δημιουργοί του, εν λόγω σχεδιασμού εμφανίζουν την παγκοσμιοποίηση, ως ουδέτερη - ή, περίπου, ουδέτερη - διαδικασία ενοποίησης του πλανήτη, μέσα από την οικονομική αναπτυξιακή διαδικασία, που επιφέρει η καπιταλιστική κερδοφορία και της προσδίδουν ένα φιλελεύθερο κοσμοπολιτικό περιεχόμενο, το οποίο πολλές φορές παρουσιάζεται, - χωρίς, όμως, να είναι -, ως διεθνιστικό.
Όμως, παρά τα πολιτικοϊδεολογικά ψυμίθια, με τα οποία περιβάλλεται η παγκοσμιοποίηση, ως ενεργός διαδικασία, από τους κατασκευαστές της, η ωμή αλήθεια είναι ότι ο πυρήνας και η στόχευση του παγκοσμιοποιητικού σχεδίου, σε κάθε εποχή, έχει εθνική βάση και εξυπηρετεί εθνικούς, στόχους και τις ανάλογες επιδιώξεις των εθνικών ελίτ, που εξυπηρετούνται, από το σχέδιο αυτό.
Εάν η παγκοσμιοποίηση δεν είχε εθνική βάση, εάν, δηλαδή, δεν αποτελούσε ένα εθνικό σχέδιο και εάν οι βάσεις της είχαν ένα, μίνιμουμ, έστω, διεθνισμού και όχι κοσμοπολιτισμού - ο οποίος πλασσάρεται ως διεθνισμός -, τα οικονομικά ζητήματα της όλης παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, τα οποία υποτίθεται ότι είναι ζωτικά, θα έμεναν, σε απόσταση από τις αντιπαραθέσεις, που προέρχονται, από τις εθνικές, τις πολιτικές και τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των εμπλεκομένων.
Μια παγκόσμια οικονομία, που οδεύει, προς ενοποίηση, μέσα απο τις οικονομικές διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, έχει ανάγκη μία αρχιτεκτονική θεσμών, που θα οδηγούσαν στην πολιτική συνεργασία. Και εάν αυτό ήταν το κυριότερο πρόβλημα, θα την έβρισκαν αυτήν την θεσμική αλληλουχία, που θα προχωρούσε, παραπέρα, την παγκοσμιοποιητική διαδικασία.
Όμως, η παγκοσμιοποίηση δεν μπόρεσε, ούτε, κατά τελευταίο τέταρτο του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και όπως φαίνεται, δεν μπορεί, ούτε και στους σύγχρονούς μας καιρούς, να βρει την κατάλληλη θεσμική συγκρότηση, προκειμένου να σταθεί δυνατό να εκατασκευή, απρόσκοπτα.
Δεν μπόρεσε η παγκοσμιοποίηση να βρεί την κατάλληλη θεσμική συγκρότηση και δεν το μπορεί, διότι, ως σχεδιασμός και ως πραγματοποιημένη ιδεολογικοπολιτική κατασκευή, μπορεί να υπήρξε κοσμοπολιτική, αλλά, ουδέποτε υπήρξε διεθνιστική, αφού, σε κάθε χρονική φάση, η παγκοσμιοποίηση συγκροτήθηκε και υπήρξε, ως πολιτική μιας πλανητικά κυρίαρχης εθνικής ελίτ, περισσότερο, ή λιγότερο, μεγάλης, ως αριθμητικού μεγέθους και όχι ως διεθνιστικό σχέδιο, με οικουμενική βάση και ενοποιητική στόχευση μιας οικουμένης, ως συνόλου.
Και στην προηγούμενη φάση της παγκοσμιοποίησης, που έληξε, με καταστροφικό τρόπο, τον Αύγουστο του 1914 και όπως φαίνεται και στις ημέρες μας, τα οικονομικά ζητήματα, μπορεί να υπήρξαν και να είναι πολύ σημαντικά, αλλά δεν ήσαν και δεν είναι ζωτικά. Όπως αποδείχτηκε, με οδυνηρό τρόπο, το 1914 και όπως προκύπτει και σήμερα, τα ζωτικά ζητήματα ήσαν και εξακολουθούν να παραμένουν, για τους εμπλεκόμενους, στην όλη διαδικασία, τα άλλα. Και αυτά τα άλλα είναι οι εθνικές επιδιώξεις, οι πολιτικές στοχεύσεις και συμμαχίες, καθώς και οι γεωστρατηγικοί προσανατολισμοί των εμπλεκομένων μερών.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι, κοινωνιολογικά, δυσεξήγητο.
Η παγκοσμιοποίηση υπήρξε και υπάρχει, ως ένα εθνικό σχέδιο, προς υλοποίηση και εφαρμογή και όχι, ως πραγματοποιήσιμο διεθνιστικό σχέδιο, επειδή η ύπαρξη ενός οποιουδήποτε κοινωνικού σχεδιασμού απαιτεί και μια κοινωνική βάση, με συγκεκριμένα και ενεργά συμφέροντα, που να τον στηρίξει και πάνω από όλα, να τον σχεδιάσει. Έτσι, ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός απαιτεί την ύπαρξη κάποιας συγκροτημένης κοινωνικής ομάδας, μέσα από την οποία θα προκύψει και θα στηριχθεί, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο σχεδιασμός αυτός θα συναρτάται και θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτής της ομάδας, με τα οποία θα έχει άμεση συνάφεια.
Όπως συμβάνει, με όλα τα κοινωνικά σχέδια, έτσι συμβαίνει και με την παγκοσμιοποίηση, η οποία, ως κοινωνικό σχέδιο, που συναρτάται, με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες συμφερόντων, εκφράζει τα συμφέροντα αυτά. Όμως, στα πλαίσια της οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών και των θεσμών, που τις διαρθρώνουν, τέτοιου επιπέδου κοινωνικά σχέδια, σαν την παγκοσμιοποίηση, συγκροτούνται, από εκείνες τις ομάδες συμφερόντων, που μπορούν να προβούν, σε τέτοιους σχεδιασμούς, σαν αυτόν της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας και οι οποίες μπορούν να φέρουν, σε πέρας και να υλοποιήσουν αυτόν τον σχεδιασμό.
Φυσικά, στον σύγχρονο και στον παλαιότερο κόσμο, που έχουν διαρθρωθεί, από τα εθνικά κράτη και τους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, πάνω, στους οποίους στηρίζονται τα κράτη αυτά, ανατροφοδοτόντας τους, τα όποια κοινωνικά σχέδια τέτοιας εμβέλειας, που αφορούν όλον τον πλανήτη, σαν αυτό της παγκοσμιοποίησης, ή της αποδόμησης της παγκοσμιοποίησης, ή οποιοδήποτε άλλο, παρεμφερές, ή μη, μόνον οι εθνικά οργανωμένες ελίτ και τα κράτη τους, που έχουν, παράλληλα, ένα ικανό μέγεθος, το οποίο τους επιτρέπει να διεκδικούν την παγκόσμια κυριαρχία, μπορούν να προβούν, σε τέτοιους κοινωνικούς σχεδιασμούς, που να είναι βατοί και πραγματοποιήσιμοι.
Έτσι, η παγκοσμιοποιητική διαδικασία, ως κοινωνικό σχέδιο, δεν είναι - και δεν θα μπορούσε να είναι - κάτι το διαφορετικό, ως προς τον πυρήνα της κοινωνιολογικής της βάσης και της συγκρότησής της, ως μηχανισμού, που συμπυκνώνει και εξυπηρετεί τα συμφέροντα εκείνων των εθνικών κοινωνικών ομάδων, που την έχουν σχεδιάσει και των ελίτ, που την διεκπεραιώνουν.
Ακόμη και οι πολυεθνικές εταιρίες και η τεχνοδομή τους, όπως, επίσης και οι κοινωνικές βάσεις, στις οποίες στηρίζονται, παρά την παγκόσμια στόχευσή τους και την δημιουργία μιας ελίτ, η οποία έχει διεθνείς/παγκόσμιες αναφορές και παρεμφερή συμφέροντα, δεν στερείται εθνικών αναφορών. Μπορεί να είναι οι σπόνσορες της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, αλλά δεν στερούνται εθνικής βάσης, αφού ουδείς - και πολύ περισσότερο οι ίδιες οι ελίτ, που τις διοικούν - δεν μπορούν να φαντασθούν και να δράσουν, σε ένα κόσμο, που δεν θα καταφεύγει, στην δύναμη επιρροής και επιβολής ενός στιβαρού κράτους, το οποίο θα στηρίζει τα συμφέροντά τους, στον πλανήτη, ή, έστω, στις χώρες, εντός των οποίων δραστηριοποιούνται. Ποιός, άραγε, θα μπορούσε να σκεφθεί ότι οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες θα μπορούσαν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, χωρίς την στήριξη του πανίσχυρου κράτους των Η.Π.Α. Πρακτικά, ουδείς.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, είναι κατανοητό ότι η παγκοσμιοποίηση, ως κοινωνικός σχεδιασμός, δεν έχει κάποια σοβαρή διεθνιστική κοινωνική βάση, διότι στερείται σοβαρής έμπρακτης αναφοράς, στην εξυπηρέτηση συμφερόντων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες να είναι οργανωμένες, σε διεθνή βάση και να εξυπηρετούν συμφέροντα, τα οποία να μην έχουν εθνικές αναφορές και να μην στηρίζονται, σε εθνικά κράτη, ή σε συμμαχίες εθνικών κρατών, όπως είναι η Δύση.
Μιλώντας, για την Δύση, οδηγούμαστε και στον εντοπισμό των εξουσιαστικών κοινωνικών ελίτ, που σχεδίασαν και εφάρμοσαν, στην πράξη, την σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, άμέσως, μόλις κατέρρευσε και αυτοδιαλύθηκε η "Σοβιετική Ένωση".
Οι ελίτ αυτές δεν ήσαν άλλες, από εκείνες, οι οποίες ασκούσαν, εκείνη την εποχή μια μονοκρατορική παγκόσμια κυριαρχία, την οποία εξακολουθούν να επιμένουν να ασκούν και στις ημέρες, που, τώρα, διανύουμε. Έτσι, την παγκοσμιοποίηση την σχεδίασαν και ενεργοποίησαν, στην πράξη, το ευρύτατο και δύσκολο αυτό κοινωνικό σχέδιο, οι αμερικανικές εξουσιαστικές ελίτ και για τον λόγο αυτόν, το ίδιο το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης, η υλοποίησή του, η θεσμική του συγκρότηση και οι αρμοί, που το διαρθρώνουν, αποτελούν και είναι ένα σαφέστατο αμερικανικό εθνικό σχέδιο, το οποίο αποσκοπεί, στην προαγωγή και στην διατήρηση, εις το διηνεκές της αμερικανικής παντοκρατορίας.
Το γεγονός ότι ο στόχος του σχεδίου φαίνεται να εξαντλεί την αρχική του δυναμική και να οδηγείται, σε μια αντίστροφη πορεία μείωσης, μέχρι εξαντλήσεως, της πλανητικής κυριαρχίας των Η.Π.Α., είναι ένα, άλλης τάξεως, θέμα, που δεν έχει να κάνει, με το κλίμα ευφορίας και τις αλαζονικές πεποιθήσεις, που επικρατούσαν, στις τάξεις της αμερικανικής ελίτ, κατά την δεκαετία του 1990, οπότε ελήφθησαν και ενεργοποιήθηκαν οι σχετικές αποφάσεις, ούτε σχετίζεται, με τις εμφανιζόμενες, ως προοπτικές του όλου παγκοσμιοποιητικού εγχειρήματος, εκείνη την εποχή, κατά την οποία οι Αμερικανοί θεωρούσαν ότι ο 21ος αιώνας θα τους ανήκε, καθ' ολοκληρίαν.
Αυτό το πραγματοποιηθέν αμερικανικό εθνικό σχέδιο, με τον τίτλο και το περιεχόμενο της παγκοσμιοποίησης, που έχει ως βασικό στόχο του, την διατήρηση της παγκόσμιας κυριαρχίας των αμερικανικών ελίτ, προφανώς, έχει και άλλες σημαντικές διαστάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν, με την οικονομική του λειτουργία και τον κοσμοπολιτικό του χαρακτήρα, όπως, επίσης και με την, περαιτέρω, συγκρότηση της Δύσης, ως ενός συνόλου συμμάχων, οι οποίοι βρίσκουν κοινούς τόπους και ρόλους, οι οποίοι αναδιανέμονται, ανάλογα, με την συγκυρία.
Όμως, η βασική στόχευση του σχεδίου της παγκοσμιοποίησης, που είναι η εξυπηρέτηση των εθνικών αμερικανικών συμφερόντων - δηλαδή, πρωτίστως, η εξυπηρέτηση των αμερικανικών εξουσιαστικών ελίτ, που έχουν σαφείς κρατικές εξαρτήσεις, δεν έχει αλλάξει. Αυτό έχει συμβεί, για τον απλούστατο λόγο ότι η προώθηση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης δεν άλλαξε τον εθνικό χαρακτήρα και τον εθνικό προσανατολισμό των κυρίαρχων αμερικανικών ελίτ. Κάθε άλλο.
Βέβαια, η τρέχουσα αποδιοργάνωση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, η οποία οφείλεται στις εγγενείς της αδυναμίες, οι οποίες ασκούν διαβρωτική επίδραση, στο όλο οικοδόμημα, το οποίο οδηγείται, προς μια νέα διάλυση και η εμφάνιση, στο διεθνές προσκήνιο, τεράστιων χωρών και κρατών, όπως η Κίνα, η Ρωσία και κατά δεύτερο λόγο, η Ινδία και η Βραζιλία, με αντίστοιχες πολυάριθμες εθνικές ελίτ, οι οποίες λειτουργούν ανταγωνιστικά, απέναντι στις αμερικανικές και τις ευρύτερες δυτικές ελίτ, έχουν οδηγήσει κάποια μειοψηφικά τμήματα της αμερικανικής ελίτ να δουν τα πράγματα διαφορετικά, αφού αντιλαμβάνονται ότι η εξέλιξη και η φορά των πραγμάτων, αν αυτά αφεθούν να πάρουν τον δρόμο τους, οδηγεί στον μακροπρόθεσμο παραγκωνισμό και την υπαγωγή των Η.Π.Α. και των ελίτ, που απαρτίζουν τον μηχανισμό λήψης των αποφάσεων, σε αυτή την μεγάλη χώρα, σε έναν ρόλο δευτερεύοντα, αν ληφθούν, υπόψη, τα αντιπαρατιθέμενα μεγέθη και η δυναμική της εξέλιξής τους.
Το τμήμα αυτό, όμως, της αμερικανικής ελίτ είναι και παραμένει, συντριπτικά, μειοψηφικό.
Οι κρατούσες αντιλήψεις στην αμερικανική ελίτ είναι, εντελώς, διαφορετικές, αφού ενισχύονται και από την εσωτερική πολιτική, η οποία οδηγείται, σε τάσεις ενός νέου απομονωτισμού, ύστερα, από μια δεκαετία - και περισσότερο - εμπλοκής σε πολέμους, οι οποίοι έγιναν, στην πλειοψηφία τους , χωρίς να συναρτώνται, με κάποιο ουσιώδες αμερικανικό εθνικό συμφέρον και χωρίς να επιτευθούν κάποιες νίκες, οι οποίες να αντέξουν, σε βάθος χρόνου. Το Ιράκ και το Αφγανιστάν είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Έτσι, οι αμερικανικές και οι δυτικές ελίτ οδηγούνται, στο να γίνονται επιφυλακτικές και να εγκαταλείπουν, σιγά-σιγά, την παγκοσμιοποίηση, ενώ οι ψηφοφόροι γίνονται, ανοικτά, εχθρικοί, αφού η παγκοσμιοποίηση διαφημίστηκε και πλασαρίστηκε, ως προϊόν και στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ως ένα πεφωτισμένο συμφέρον, από το οποίο θα επωφελούνταν όλοι, με την καλλιέργεια της ψευδούς ιδεολογικής πεποίθησης, δηλαδή της ψευδούς συνείδησης ότι αυτό θα οδηγούσε, σε έναν κόσμο που θα καταργούσε τα εθνικά σύνορα, την ίδια στιγμή, που ο συνολικός σχεδιασμός των αμερικανικών ελίτ απέβλεπε, στην εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων, τα οποία εδράζονται, στην διατήρηση και την επέκταση της αμερικανικής κυριαρχίας, στο παγκόσμιο σύστημα.
Αυτή η κεφαλαιώδης και καθοριστική παγκόσμια διάσταση έχει να κάνει, με την τεράστια δυναμική, που ανέπτυξαν οι νέες δυνάμεις, στο πλανητικό παιχνίδι, που στήθηκε, με την ενεργοποίηση του αμερικανικού παγκοσμιοποιητικού σχεδίου και οι οποίες, αν αφεθούν, χωρίς ανάσχεση, θα παραγκωνίσουν, στο όχι μακρινό μέλλον, τις Η.Π.Α. και την Δύση, καθιστώντας και τις δύο, παράγοντες, με δεύτερο και τρίτο ρόλο, στην διεθνή και στην παγκόσμια αρχιτεκτονική ενός κοντινού μέλλοντος.
Θα καταφέρει να πάρει ο εικονιζόμενος Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, μέσω του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος - αυτού του τερατογεννημένου τέκνου του, στην ίδρυση του οποίου, το 1921, συνέβαλε, τα μάλα - την νίκη και την εκδίκησή του, απέναντι στην γερασμένη, αλλά, πάντα, ανθεκτική, δυτική εκδοχή του γραφειοκρατικού καπιταλισμού της εποχής μας; Διόλου απίθανο. Αρκεί να έχουμε υπομονή και ίσως, να το δούμε κι' αυτό, αφού η ζωή (όπως και η μπάλα) είναι πουτάνα...
Η Κίνα και η αναγεννημένη Ρωσία, κατά πρώτο λόγο, αποτελούν τον σύγχρονο και μελλοντικό εφιάλτη των αμερικανικών ελίτ. Αλλά, δευτερευόντως και η Ινδία, όπως, επίσης και η Βραζιλία, δεν ξεφεύγουν, από το στόχαστρο των Αμερικανών και των Δυτικών, οι οποίοι βλέπουν ότι, μακροπρόθεσμα, θα οδηγηθούν να υποταχθούν, σε κοινωνίες και δυνάμεις, οι οποίες είναι ανεξέλεγκτες και εχθρικές.
Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού οι ανταγωνιστές των αμερικανικών και των δυτικών ελίτ είναι τεράστιες εθνικές κοινωνίες, που στηρίζονται, σε, αμιγώς, εθνικά κράτη, εκ των οποίων η Κίνα, που είναι και το κυριότερο, έχει μια τεράστια εθνική συνοχή και μια εθνική ελίτ, η οποία διακατέχεται, από πλήρες ανταγωνιστικό και εχθρικό πνεύμα και είναι φορέας αντιλήψεων, οι οποίες δεν έχουν καμμία σχέση με τα αμερικανικά και τα δυτικά δεδομένα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κινεζικό καθεστώς, προέρχεται από την κομμουνιστική πολιτική και κοινωνική εκδοχή του σύγχρονου φαινόμενου του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, αφού, εκεί, κυβερνά, με σιδηρά πυγμή, το Κ. Κ. Κίνας, το οποίο και συμπυκνώνει στις τάξεις του την, λενινιστικής προέλευσης, κομματική και κρατική γραφειοκρατία των κληρονόμων των "επαγγελματιών επαναστατών" και την αναπτυσσόμενη σύγχρονη υβριδική αστική τάξη της χώρας.
Η Κίνα, λοιπόν, δεν κυβερνάται από κάποια δυτική εκδοχή του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, όπως συμβαίνει, με τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Και αυτό παραπέμπει, σε, εντελώς, ασύμβατες στοχεύσεις της κινεζικής γραφειοκρατίας, σε σχέση, με τις Η.Π.Α. και την Δύση, οι οποίες στοχεύσεις, πέρα από τις όποιες ιδεολογικού χαρακτήρα, παραμορφώσεις, συναρτώνται και αποτελούνται, από την εξυπηρέτηση των αμιγών εθνικών συμφερόντων της αχανούς αυτής χώρας, η ελίτ της οποίας σκέπτεται, κυρίως, με όρους, που έχουν, ως επίκεντρο και ξεκινούν από την τοπική γεωστρατηγική θέση της Κίνας.
Έτσι, ο ανερχόμενος, ως παγκόσμια δύναμη, κινεζικός εθνικισμός αποτελεί τον μεγαλύτερο εφιάλτη των αμερικανικών και των δυτικών ελίτ, του οποίου, μάλιστα, η ανάσχεση, μπορεί να είναι επείγουσα, αλλά είναι, εντελώς, προβληματική. Πολύ περισσότερο, τώρα, που η αναγεννημένη Ρωσία παρουσιάζεται ,στην διεθνή σκηνή και ιδιαίτερα, στον ευρωπαϊκό χώρο, ως ένας, ακόμη, πιο επικίνδυνος αντίπαλος, για τις Η.Π.Α. και την Δύση.
Για να αντιληφθούμε το τί έχει συμβεί, μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να πούμε ότι εφέτος η Κίνα είναι πολύ πιθανό να καταστεί, με βάση την ισοδυναμία των αγοραστικών δυνάμεων, η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη. Αυτό, ακόμα και αν δεν γίνει, στο τρέχον έτος, θα γίνει του χρόνου. Ή και αν δεν γίνει το επόμενο έτος, θα γίνει μετά. Αυτό το γεγονός, όταν συμβεί, θα καταστεί, γρήγορα, μη αναστρέψιμο, εάν η Κίνα, με κάποιον τρόπο, δεν αναχαιτισθεί. Έτσι, ο πλανήτης θα περάσει και θα μάθει να ζει, με δεδομένο ότι η κινεζική οικονομία είναι και θα είναι η μεγαλύτερη οικονομία, στον κόσμο.
Από μόνο του, αυτό το γεγονός, βέβαια, δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, διότι το μέγεθος του ΑΕΠ μιας μεγάλης χώρας, από μόνο του, δεν σημαίνει πολλά πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι το κινεζικό ΑΕΠ δεν έχει την ίδια βαρύτητα, με αυτήν του αμερικανικού ΑΕΠ, όταν δούμε ότι η κινεζική οικονομία έχει να κάνει, με έναν πληθυσμό, που ξεπερνάει το 1.355.000.000 ανθρώπους, ακόμη και όταν το μέγεθος του κινεζικού ΑΕΠ, φθάσει να είναι διπλάσιο, ή και τριπλάσιο του ΑΕΠ των Η.Π.Α., οι οποίες έχουν έναν πληθυσμό 310.000.000 ανθρώπων και μια οικονομία, η οποία είναι πολύ πιο μοντέρνα, από την κινεζική.
Αλλά, η κινεζική πλανητική πρωτοκαθεδρία, σε επίπεδο όγκου ΑΕΠ, έναντι των Η.Π.Α. δεν είναι μόνο ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα, το οποίο μπορεί και να παραβλεφθεί, ως μη έχον πραγματική αξία. Η αξία της βρίσκεται, στην δυναμική φορά των πραγμάτων, μέσα στον χρόνο και μάλιστα όταν αυτόν τον χρόνο τον βλέπουμε, στην μακροπρόθεσμη προοπτική του.
Έτσι, μπορεί σήμερα το μέσο, κατά κεφαλήν, εισόδημα, στην Κίνα, να φθάνει το 18% του αμερικανικού, όμως, αν η αναπτυξιακή δυναμική της Κίνας, συνεχισθεί και προχωρήσει, χωρίς να ανασχεθεί, τότε, πολύ γρήγορα, το, κατά κεφαλήν εισόδημά της θα φθάσει, στο 40% και στο 50% του αμερικανικού και κατόπιν, με γρηγορότερους ρυθμούς, θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία και είναι πολύ πιθανό, κάπου, λίγο πριν, ή λίγο μετά, από τα μέσα του τωρινού αιώνα - και ίσως νωρίτερα -, το κινεζικό, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ να προσεγγίσει, ή και να ξεπεράσει το αμερικανικό. Και φυσικά, πολύ πριν συμβεί αυτό, οι Η.Π.Α. θα έχουν βρεθεί να βρίσκονται, μακράν, πίσω, από την Κίνα και θα υποχρεούνται να ζουν, κάτω από την βαριά σκιά του κινεζικού γίγαντα και να συνομιλούν μαζύ του, από μια εμφανή θέση αδυναμίας.
Όσο και να μην θέλει κάποιος να το παραδεχθεί, η αλήθεια είναι απλή και ωμή. Η παγκοσμιοποίηση, ως οικονομικός μηχανισμός, βοήθησε στην παραγωγή ενός τεράστιου πλούτου, η κατανομή και αναδιανομή του οποίου, μακροπρόθεσμα, λειτούργησε, υπέρ των νέων δυνάμεων, που εμφανίστηκαν, στον πλανήτη, με την μερίδα του λέοντος να έχει κατευθυνθεί, στην Κίνα, η οποία μείωσε, στα τελευταία 25 χρόνια, κατά πολύ, την απόσταση, που την χώριζε, από τις Η.Π.Α. και τις άλλες αναπτυγμένες χώρες του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ, παράλληλα, έχει αναπτύξει την επιρροή της, σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη, ιδίως στην Αφρική.
Και αυτό το γεγονός της οικονομικής μεγέθυνσης της Κίνας δεν θα είχε τόσο μεγάλη σημασία, εάν δεν συνοδευόταν, από το γεγονός ότι αυτή η κατανομή και η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, οδήγησε, στην ανακατανομή της διεθνούς ισχύος, μεταξύ των μεγάλων χωρών του πλανήτη και στην αλματώδη αύξηση της εθνικής κρατικής ισχύος της Κίνας και της ελίτ, που την κυβερνά. Και φυσικά, αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει, με αυξανόμενους ρυθμούς, εάν η αλματώδης κινεζική αναπτυξιακή διαδικασία, δεν ανακοπεί και εάν δεν ανατραπεί.
Και αυτή την αλήθεια, οι αμερικανικές εξουσιαστικές ελίτ, που ασχολούνται, με τον στρατηγικό σχεδιασμό, για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας τους, τα οποία είναι τα δικά τους συμφέροντα, την έχουν δει.
Η παγκοσμιοποίηση, λοιπόν, οδήγησε, στην σταδιακή σχετική αποδυνάμωση της πλανητικής κυριαρχίας των Η.Π.Α., οι οποίες μπορεί, επί του παρόντος, να παραμένουν κυρίαρχη δύναμη, στον πλανήτη, αλλά, πλέον, δεν είναι μόνες. Η επανεμφάνιση της Ρωσίας και η δυναμική εμφάνιση της Κίνας, καθιστούν σαφές το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. δεν είναι, πλέον, μόνες, στην κυριαρχία αυτή. Έχουν ανταγωνιστές, οι οποίοι, μάλιστα, είναι και απαιτητικοί, ζητώντας - ο καθένας, με τον τρόπο του -, από τις αμερικανικές και τις δυτικές ελίτ, μια κάποια μορφή συγκυριαρχίας, όσο βλέπουν ότι η παλαιά αμερικανική υπερδύναμη, αγκομαχεί και δεν μπορεί, ή δεν επιθυμεί, να σηκώνει μόνη της τα βάρη εκείνα, τα οποία, στο παρελθόν, ήταν πρόθυμη και ικανή να σηκώσει.
Το πρόβλημα, μάλιστα, αυτό, γίνεται πολύ χειρότερο, λόγω της αδυναμίας των δυτικών συμμάχων των Η.Π.Α., στην Ευρώπη, να αντιμετωπίσουν τις σοβαρές οικονομικές κρίσεις, που διαβρώνουν την δυνατότητά τους να ασκήσουν την απαραίτητη εξουσία, αφού η χαοτική επιλογή της δημιουργίας της ευρωζώνης, ως μιας απαρχαιωμένης νομισματικής ένωσης, μαζύ με την εσωτερίκευση, εντός της ζώνης αυτής, της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, έχουν αποδιοργανώσει την ευρωπαϊκή ενότητα και οδηγούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια προϊούσα αποδυνάμωση, η οποία είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει την ευρωζώνη, στην διάλυση και δεν είναι απίθανο το ίδιο να συμβεί και στην ίδια την Ε.Ε.
Και αυτά τα αποδιοργανωτικά φαινόμενα είναι προϊόντα της παγκοσμιοποίησης και του παραγκωνισμού, που αυτή έφερε, στις παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Αν δούμε τους αριθμούς, θα κατανοήσουμε το τί έχει συμβεί.
Στην παγκόσμια οικονομία, η Δύση, ως σύνολο, καταλαμβάνει ένα μερίδιο, το οποίο, συνεχώς, συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα ο παλαιός κόσμος και οι ισορροπίες του, που κρατούσαν τον κόσμο αυτόν, υπό την κυριαρχία της Δύσης, να είναι, πλέον, ένας σκέτος αναχρονισμός. Και φυσικά, αυτόν τον ενεργό αναχρονισμό είναι, που αμφισβητούν η μεγαθηριακή Κίνα, η αναγεννημένη Ρωσία, αλλά, σιγά-σιγά και η Ινδία, καθώς και άλλες ανερχόμενες δυνάμεις του πλανήτη, οι οποίες, όλες μαζύ, ευνοήθηκαν, από την παγκοσμιοποίηση, αυξάνοντας, όχι μόνο τον πλούτο τους, αλλά και την εθνική και κρατική δύναμή τους, από την τεράστια ανακατανομή της διεθνούς ισχύος, που ήλθε, ως ένα ευγεργετικό αποτέλεσμα της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας.
Έτσι, οι αμερικανικές ελίτ - και κοντά σε αυτές και οι δυτικές -, διαπιστώνοντας την εξελισσόμενη υποβάθμιση της διεθνούς ισχύος της χώρας τους και της Δύσης, ως συνόλου, καθώς και το γεγονός ότι η δυναμική φορά των πραγμάτων, στο μακροπρόθεσμο, αλλά όχι και πολύ μακρινό, μέλλον οδηγεί, στον αναπόφευκτο παραγκωνισμό τους και σε μια πλανητική κυριαρχία της Κίνας και των όποιων συμμάχων της, οι οποίοι όλο και θα πληθαίνουν, όσο η τεράστια αυτή χώρα θα ωθείται, εκ των πραγμάτων και με την δική της επιδίωξη, στο να καταστεί ο κεντρικός πλανητικός παίκτης, είναι αποφασισμένες να ανακόψουν και να αναστρέψουν αυτή την διαδικασία, φρενάροντας την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, την οποία οι ίδιες, μεν, ξεκίνησαν, αλλά, στην πορεία, πλέον, διαπιστώνουν ότι αυτή έχει καταστεί αντιπαραγωγική, για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, που δεν είναι άλλα, από την διατήρηση της αμερικανικής - ή έστω της δυτικής - παντοκρατορίας, αφού αντιλαμβάνονται ότι το βάρος της διαχείρισης των παγκόσμιων πραγμάτων πρέπει να το μοιραστούν, με τους δυτικούς τους εταίρους, διατηρώντας, για τις ίδιες, τον πρώτο λόγο, στην διαχείριση αυτή.
Οι αμερικανικές ελίτ, αντιλαμβανόμενες ότι η πλανητική ανακατανομή της στρατηγικής ισχύος, λειτουργεί, εις βάρος τους, όχι μόνο δεν έχουν κάποιο ζωτικό συμφέρον να στηρίξουν την απρόσκοπτη συνέχιση της παγκοσμιοποίησης, αλλά, αντιθέτως, έχουν κάθε συμφέρον να την φρενάρουν, αφού η διατήρησή της, ως έχει, οδηγεί στην πραγματοποίηση μίας νέας ισορροπίας δυνάμεων, στον πλανήτη, κατά την οποία αναδιανέμεται η διεθνής ισχύς και εξουσία, με έναν τρόπο, ο οποίος ευνοεί τους αντιπάλους των Η.Π.Α. και της Δύσης.
Πέραν τούτων, αυτό που έχει καίρια σημασία είναι ότι η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και οι άλλες ανερχόμενες δυνάμεις, είναι εθνικά κράτη, χωρίς - ή με ασθενή - παγκοσμιοποιητική λογική, στόχευση και κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, δεν είναι πρόθυμες να υιοθετήσουν την παγκοσμιοποίηση, παρά, μόνο, όσο αυτή τις εξυπηρετεί και συνδυάζεται, με το εθνικό συμφέρον τους, έτσι όπως αυτό προσδιορίζεται, από τις ελίτ, που τις κυβερνούν. Και φυσικά, οι χώρες αυτές δεν έχουν κανέναν λόγο να συμφωνήσουν και να συντηρήσουν αυτή την κατάσταση, εάν οι Η.Π.Α., ως σχεδιαστής του παγκοσμιοποιητικού μηχανισμού, δεν θέλουν να είναι ο εγγυητής της λειτουργίας αυτού του μηχανισμού, επιδιώκοντας, μαζύ με την Ευρώπη, να ανακόψουν την πορεία της στρατηγικής τους εξασθένισης και υποβάθμισης και σκοπεύουν να καταστρέψουν, ή να συρρικνώσουν την παγκοσμιοποίηση.
Οι κυρώσεις, στην Ρωσία, για το ουκρανικό ζήτημα, προφανώς, ενισχύουν την αποδιοργάνωση της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, που, όπως είπαμε, ξεκίνησε, με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ενώ η, φαινομενικά, αναχωρητική στάση των αμερικανικών ελίτ και η απεμπλοκή τους, από τα διεθνή δρώμενα, δείχνουν ότι οι Η.Π.Α. στοχεύουν, στον περιορισμό του διεθνούς συστήματος και στην διάσπασή του, σε, επί μέρους συνασπισμούς, οι οποίοι θα ανακόψουν, σε μια πρώτη φάση, την αύξηση της ισχύος των αντιπάλων τους (Κίνα, Ρωσία) και στην συνέχεια, θα την περιορίσουν, σε επίπεδα τέτοια, που να είναι και να παραμείνει, υπό έλεγχο και ακίνδυνη, για τα συμφέροντα τους.
Έτσι, η διαδικασία της εξελισσόμενης αποδυνάμωσης της παγκόσμιας ισχύος και της μονοκρατορικής εξουσίας των Η.Π.Α. και της Δύσης έχει παύσει να είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή, που αφορά το μακρινό μέλλον. Ούτε είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όπως νομίζει ο Gideon Rachman. Είναι μια ωμή πραγματικότητα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το μέλλον των Η.Π.Α. και της Δύσης φαίνεται ότι θα είναι καταθλιπτικό, ενώ ανησυχητικό θα είναι και το μέλλον της ειρήνης και της ασφάλειας, στο σύνολο του πλανήτη, αφού οι αναταράξεις, που θα προκύψουν, από την ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος και τα όποια αντίμετρα, για την αναστροφή αυτής της ανακατανομής, που λειτουργεί, σε βάρος της Δύσης, θα είναι απρόβλεπτες.
Αυτό, άλλωστε, έχουν μάθει οι παλαιότερες γενιές των ανθρώπων - άσχετα, εάν οι πολλοί, στην διαδρομή του χρόνου το ξέχασαν - και το έχουμε διδαχθεί και εμείς, μέσα από την τεράστια τραγωδία του 1914, οπότε έγινε φανερό, για μία ακόμη, φορά, ότι η οικονομική αλληλοδιασύνδεση των κρατών, μέσα από την παγκοσμιοποιητική διαδικασία, είναι πολύ ασθενής και αδυνατεί να θέσει, σε δεύτερη μοίρα, την σύγκρουση των εθνικών συμφερόντων των μεγάλων κρατών και των ελίτ, που αποφασίζουν, για τις τύχες των κοινωνιών, ακριβώς, επειδή η παγκοσμιοποίηση, πάντοτε, ήταν - και παραμένει και σήμερα - ένα εθνικό σχέδιο εκείνων, που έχουν την δύναμη να το επιβάλουν.
Έστω και αν αυτό το σχέδιο, εξαντώντας τα όριά του, στην πορεία, λειτουργεί, εις βάρος εκείνων, που το σχεδίασαν και το εφάρμοσαν, στην πράξη.
Κάπου, εδώ, οδηγούμαστε και σήμερα.
Ως εκ τούτου, με δεδομένη την, μακροπρόθεσμα - αλλά όχι πολύ μακριά ευρισκόμενη - καταθλιπτική τύχη των αμερικανικών και των δυτικών ελίτ, η ρήση του αξέχαστου Benjamin Franklin, που θυμάται και επικαλείται ο Gideon Rachman (στο άρθρο του : Rachman : Η Δύση κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο του κόσμου ), αναφερόμενος, στις Η.Π.Α., στην Ευρώπη και στους συμμάχους τους, που όλοι μαζύ συγκροτούν αυτό, που, ιστορικά, αποκαλούμε Δύση, ισχύει, πλήρως και απολύτως.
Ας την ξαναθυμηθούμε :
"Ή θα μείνουμε δεμένοι, ή – είναι βέβαιο - θα μας δέσουν για κρέμασμα".
Σχόλια
Η Κίνα ειναι εξαρτωμενη οικονομικά απο τις δυτικές πολυεθνικές. Το Κινεζικο κρατος ελεγχει ακόμα ενα σημαντικο στρατηγικό τμήμα της οικονομιας αλλα το περιφημο "κινεζικο οικονομικο θαυμα" δεν ειναι τιποτα αλλο παρα η μαζική μεταφορα των εργοστασιων απο τη δυση προς τη Κινα/Ασια με σκοπό τη αύξηση των κερδών μεσω της εκμεταλλευσης φθηνου εργατικού δυναμικού.
Η Ινδία και η Βραζιλία ειναι μεν αχανεις χωρες σε εκταση και πλυθησμο αλλα εχουν τεράστιο τμήμα των λαών τους σε ένδεια. Δεν έχουν (και δεν προκειται να εχουν) την οικονομική και τεχνολογική δυναμη να αποτελέσουν "υπερδυναμη".
Και ερχόμαστε στη Ρωσία.
Μπορεί να αποτελεί σκιά της ΕΣΣΔ αλλα παρο'ολα αυτα ειναι και η μόνη εν δυναμει υπερδύναμη με σχετική εθνική κυριαρχία.
Η Ρωσία ειναι συμβατική και πυρηνική στρατιωτική υπερδύναμη με αυτοδυναμία στη παραγωγή στρατιωτικού οπλισμού.
Δεν είναι πλήρως ενταγμένη στο σύστημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αφου υπο την ηγεσία του Πούτιν είχαμε αντιστροφή αυτης της κατεύθυνσης με το κράτος να αποκτά ολο και μεγαλύτερο έλεγχο στην οικονομία. Δεν έχει υπογραψε συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου κα μπήκε στον ΠΟΕ μολις προσφατα...
Η Ρωσία για να επανελθει ως υπερδυναμη χρειάζεται εκτος απο το να προχωρησει σε μια πιο αυτοδυναμη οικονομια και να αποκτήσει επειγόντως συμμάχους. Δηλαδη εκτος απο την εξασφάλιση των πρωην χωρων της ΕΣΣΔ και της Ουκρανίας, πρεπει να αποκόψει απο την ΕΕ διαφορες χωρες κλειδιά στην Ανατολική Ευρώπη και να της φέρει υπο ρωσικη σφαίρα επιρροής (ενα νέο ανατολικό μπλοκ). Χώρες όπως η Ουγγαρία (πολυ πιθανο να γινει υπο τον Ορμπαν), Βουλγαρία, Σερβία, και ακομα και την Ελλάδα (εαν στο μελλον γινει καποια "επανασταση" και ανατραπει το κατοχικο καθεστως ΔΝΤ-ΕΕ....)
Όλα θα κριθούν απο τη κατάσταση στη Ρωσία. Εαν η Ρωσία υποταχθεί, τοτε ολος ο πλανήτης θα γίνει προτεκτορατο της Νεας τάξης πραγμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.