2025 - 2028 Οι δύσκολες ισορροπίες στις σινορωσοαμερικανικές σχέσεις. Η Ουάσινγκτων θέλει μια γεωπολιτική στρατηγική συμμαχία, με το Κρεμλίνο, αλλά δεν μπορεί να πείσει, προκειμένου να αντιμετωπίσει το Πεκίνο. (Μπορεί να επιχειρηθεί κινεζική απόβαση, στην Ταϊβάν; Εξαιρετικά, δύσκολο).
Στο σημερινό δημοσίευμα, όπως και στο, παραπάνω, βίντεο, το οποίο οι αναγνώστες είναι χρήσιμο να παρακολουθήσουν, πιάνω το νήμα, εκεί, που το άφησα, πριν μια εβδομάδα, στο δημοσίευμα της 15ης Απριλίου 2025, με τίτλο : Η δύσκολη τριγωνική σχέση των HΠΑ, με την Κίνα και την Ρωσία και οι τεράστιοι κίνδυνοι, που προκύπτουν. (Η Ουάσινγκτων θέλει, εν όψει της αντιπαράθεσής της, με το Πεκίνο, τουλάχιστον, να ουδετεροποιήσει το Κρεμλίνο, αλλά ο διχασμός της αμερικανικής ελίτ δυσχεραίνει, κατά πολύ, αυτήν την προσπάθεια, καθώς αυτή παρουσιάζεται, ως, στρατηγικά, ασταθής και χρονικά, αβέβαιη), μόνο, που, τώρα, το κέντρο βάρους, στο παρόν κείμενο, μετατοπίζεται, στις σινοαμερικανικές σχέσεις, με την Ρωσία, να είναι ένα διακύβευμα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης των δύο, εκ των βασικών αντιπάλων του σημερινού πολυπολικού κόσμου, στον πλανήτη.
Όπως έχω περιγράψει, αυτός ο νέος σημερινός πολυπολικός κόσμος, που αφαιρεί και θέτει, στην άκρη, τις βεβαιότητες του μονοπολικού κόσμου που, προέκυψε, μετά την αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης”, με την επικράτηση των ΗΠΑ και της Δύσης, που αποδεικνύεται ότι ένα, σχετικά, μικρό ιστορικό χρονικό διάστημα, γεννά τεράστιες αβεβαιότητες, οι οποίες, εξαιτίας των πολύπλοκων σχέσεων, που απαιτούνται, ανάμεσα στις τρεις, πλέον, υπερδυνάμεις του πλανήτη - των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας - γεννούν μεγάλους κινδύνους, που επικρέμανται στον πλανήτη.
Ως εκ τούτου, αυτές οι ισορροπίες, που αφορούν τις σχέσεις των τριών υπερδυνάμεων, χρήζουν μιας διαρκούς παρακολούθησης και επανεκτίμησης, δεδομένου ότι το τρίγωνο, που έχει δημιουργηθεί, οδηγεί, σε προσωρινές συμμαχίες, οι οποίες καθίστανται λυκοσυμμαχίες και ως εκ τούτου, είναι εφήμερες, γεγονός, που δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό. Οι μεγάλες αβεβαιότητες δεν επιτρέπουν την ύπαρξη του.
Όμως ο εντοπισμός των δυσκολιών, που γεννάει ο νέος πολύπλοκος πολυπολικός κόσμος, δεν πρέπει να οδηγεί σε πανικό. Αυτό, που χρειάζεται, είναι μια ψύχραιμη ανάλυση των όσων συμβαίνουν, γύρω μας και η αποτίμηση των προοπτικών, στην μεσοπρόθεσμη περίοδο, που, τώρα διανύουμε και η οποία ταυτίζεται, με την περίοδο της διακυβέρνησης του Donald Trump, στην Ουάσινγκτων.
Το πρόβλημα, που τίθεται, ως ερώτημα, είναι πολύ απλό :
Πόσο επικίνδυνη είναι να συμβεί μια θερμή, δηλαδή πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και στο Πεκίνο;
Αναλύοντας, ψυχρά, τα δεδομένα, οφείλουμε να πούμε ότι το επιτελείο του Donald Trump, παρά το γεγονός ότι θέλει να απομονώσει το Πεκίνο, σε διεθνές επίπεδο, με κύριο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, την προσέγγιση, με την Ρωσία, ή τουλάχιστον την ουδετεροποιήση του Κρεμλίνου, στην αντιπαράθεση Ουάσιγκτον και Πεκίνου, δεν επιθυμεί να προχωρήσει, σε μία ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση, με την “Λαϊκή Δημοκρατία” της Κίνας.
Σκοπεύει να αποδυναμώσει το Πεκίνο, κάτι που, ήδη άρχισε, δυναμικά, με τον σφοδρό εμπορικό πόλεμο, που κήρυξε, κατά της Κίνας, υψώνοντας τεράστια δασμολογικά τείχη, στα, κινέζικα προϊόντα τα οποία αγγίζουν τα όρια του 145%.
Αυτός ο οικονομικός και εμπορικός πόλεμος είναι σαφές ότι πρόκειται να ενταθεί και να διαρκέσει, σε όλη τη διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump. στην Ουάσινγκτων και αυτό, βέβαια, θα συνεχιστεί και στις επόμενες αμερικανικές κυβερνήσεις, που θα αντικαταστήσουν την παρούσα κυβέρνηση, μετά το το τέλος της διανυόμενης τετραετίας τον Ιανουάριο του 2029.
Άλλωστε, ο οικονομικός πόλεμος, με το Πεκίνο, είναι κοινή πολιτική, για όλες τις μερίδες της αμερικανικής ελίτ, παρά τον διχασμό, που επικρατεί, στις τάξεις της. Έτσι, λοιπόν, το κέντρο βάρους, καθόλη την διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump, επικεντρώνεται, στον οικονομικό και εμπορικό πόλεμο, με το Πεκίνο και όχι, σε μία άμεση πολεμική αναμέτρηση των, με την Κίνα.
Σε αυτά τα πλαίσια, το μόνο σημείο μιας άμεσης πολεμικής αναμέτρησης, ανάμεσα, στην Ουάσινγκτων και το Πεκίνο, θα μπορούσε να είναι, μόνο, μια επίθεση, δηλαδή μία εισβολή της ηπειρωτικής Κίνας, στην Ταϊβάν.
Όμως, το εγχείρημα μιας κινεζικής εισβολής, στο νησί, είναι δυσχερέστατο και επικίνδυνο, διότι οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο και δύσβατο φυσικό εμπόδιο, προκειμένου να εισβάλουν, στην Ταϊβάν. Αυτό το δύσβατο φυσικό εμπόδιο είναι η θάλασσα, που μεσολαβεί, ανάμεσά τους και η οποία καθιστά πολύ δύσκολη μια αποβατική αεροναυτική επιχείρηση, κατά του νησιού, διότι το κύριο βάρος μιας τέτοιας πολεμικής αναμέτρησης, αναγκαστικά, θα δοθεί, στην θάλασσα, από όπου θα πρέπει να μεταφερθούν οι κύριες, οι μεγάλες κινεζικές στρατιωτικές δυνάμεις, για την εισβολή, στο νησί της Ταϊβάν.
Όμως, μια τέτοια αεροναυτική επιχείρηση είναι εξαιρετικά, δύσκολη και επικίνδυνη, επειδή οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν την κατάλληλη εμπειρία, αλλά και επειδή ο κινέζικος στόλος, που θα επιχειρήσει να προχωρήσει, στην κυρία επιχείρηση, δηλαδή, στην πραγματοποίηση του βασικού και κύριου κι σκέλους της στρατιωτικής εισβολής, θα έχει το τεράστιο μειονέκτημα να είναι ευάλωτος, απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις της Ταϊβάν, κινδυνεύοντας, να μην μπορέσει ο κινέζικος στόλος να φθάσει, στα Παράλια του νησιού, αντιμετωπίζοντας τον άμεσο κίνδυνο της καταβύθισής του.
Ο κίνδυνος, στα πλαίσια της παρούσας της τρέχουσας τετραετίας, είναι τεράστιος και φυσικά, αυτό είναι γνωστό, στο κινέζικο στρατιωτικό επιτελείο, το οποίο είναι πολύ δύσκολο, με αυτές τις συνθήκες, να αποφασίσει την πραγματοποίηση μιας αεροναυτικής επιχείρησης εισβολής, στην Ταϊβάν.
Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που θα πυροδοτούσε μια σινοαμερικανική πολεμική σύγκρουση, στην περιοχή αυτή, φαίνεται ότι, τουλάχιστον, στην τετραετία της κυβέρνησης του Donald Trump, είναι ελάχιστα πιθανό.
Έτσι, μέσα στην πολυπλοκότητα και τις αβεβαιότητες, που δημιουργεί ο νέος πολυπολικός κόσμος, σε πλανητικό επίπεδο, τουλάχιστον, μπορούμε, βάσιμα, να ελπίζουμε ότι η άμεση πολεμική αντιπαράθεση, ανάμεσα, στο Πεκίνο και στην Ουάσινγκτων, δεν φαίνεται είναι ορατή και δεν φαίνεται πιθανή.
Ως εκ τουτου, λοιπόν, το πρόβλημα αυτό θα μεταφερθεί, στις επόμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Αλλά αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η παρούσα μερίδα της αμερικανικής ελίτ δεν φροντίζει, στα πλαίσια της απομόνωσης της Κίνας, στην παγκόσμια σκηνή, να σχηματίσει εκείνες τις συμμαχίες, που είναι απαραίτητες, για την ευόδωση των στόχων της, σε πλανητικό επίπεδο.
Η απότομη στροφή της προσέγγισης της Ουάσινγκτων, με το Κρεμλίνο, που η παρούσα διακυβέρνηση των ΗΠΑ επιθυμεί να συγκροτήσει και να σταθεροποιήσει, σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου, γίνεται, στα πλαίσια της προσπάθειας να απομονωθεί το Πεκίνο και να προσεγγιστεί η Ρωσία, με την συγκρότηση μιας άτυπης αλλά υπαρκτής συμμαχίας, που, στην πραγματικότητα, θα έχει αντικινέζικο χαρακτήρα, ή τουλάχιστον, εφόσον αυτό δεν επιτευχθεί, να σταθεί δυνατό να επιτευχθεί η ουδετεροποίηση της Μόσχας, στην διεξαγόμενη σινοαμερικανική αντιπαράθεση.
Το εγχείρημα αυτό είναι, επίσης, δύσκολο, διότι η αμερικανική ελίτ, που, τώρα, έχει τα κλειδιά της εξουσίας, στην Ουάσινγκτων, δεν μπορεί να εγγυηθεί την σταθερότητα, στην επιλογή μιας στρατηγικής συμμαχίας, με την Μόσχα, διότι δεδομένου του βαθύτατου διχασμού, που επικρατεί, στα πλαίσια της αμερικανικής ελίτ, η πλειοψηφία της οποίας υπέστη μια καταστροφική ήττα, στις προεδρικές εκλογές και στις παράλληλες εκλογές για το Κογκρέσο, που έγιναν, στις 5 Νοεμβρίου 2024 και ανέδειξαν τον Donald Trump, στην προεδρία των ΗΠΑ, δίνοντας, παράλληλα και την πλειοψηφία, στους Ρεπουμπλικάνους, στο Κογκρέσο.
Αλλά αυτή η πολιτική δεν έχει τα εχέγγυα της σταθερότητας, ως στρατηγικής επιλογής, αφού η όποια αλλαγή, στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, στο μέλλον, είναι, σφοδρότατα, πιθανόν να ανατρέψει την πολιτική της συμμαχίας και της συνεργασίας με την Ρωσία, αφού, όπως είπαμε, η αμερικανική ελίτ είναι, βαθύτατα, διχασμένη και η αντιρωσική στάση επικρατεί, στο πλειοψηφούν ηττημένο, εκλογικά, βαθύ κράτος των ΗΠΑ και με την πρώτη ευκαιρία, με την αλλαγή της κυβέρνησης, στην Ουάσινγκτων, οι στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ, πιθανότατα, αλλάξουν, ριζικά και προς την αντίθετη κατεύθυνση, από αυτήν που ακολουθεί η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση του Donald Trump.
Άλλωστε, ούτε και η Μόσχα στηρίζει τις επιλογές της, σε ένα, μόνο, καλάθι και αντιμετωπίζει την διακυβέρνηση του Donald Trump, μόνον, ως μια ευκαιρία να επιτύχει τους άμεσους στόχους της, που εστιάζονται, στον ουκρανικό πόλεμο, συν ό,τι άλλο μπορεί να κερδίσει, μέσα από την βελτίωση του κλίματος των αμερικανορωσικών σχέσεων - που, κυριολεκτικά, είχαν απονεκρωθεί - στα πεδία των μαχών, στην Ουκρανία, όπως και σε οποιονδήποτε άλλο τομέα.
Έτσι έχουν τα πράγματα.
Η Ουάσινγκτων θέλει, αλλά δεν μπορεί να πείσει, για την μακροπρόθεσμη διάρκεια των τρεχουσών της επιλογών, που είναι και που βρίσκονται, στην αντίθετη κατεύθυνση, από τις επιλογές των προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων και αυτό κάνει το Κρεμλίνο να συμπεριφέρεται, προσπαθώντας να αποκομίσει βραχυχρόνια κέρδη και όχι να οικοδομήσει μια συμμαχία, με την Ουάσινγκτων, διότι φοβάται ότι αυτή θα έχει σαθρές βάσεις, οι οποίες, εύκολα, μπορούν να καταστραφούν, από την επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Γι’ αυτό και η Μόσχα δεν φροντίζει, για την συγκρότηση μιας στρατηγικής επιλογής συνεργασίας, με την Ουάσινγκτων, παραμένοντας, εντός των πλαισίων της στενής συνεργασίας και τις, εν τοις πράγμασι, συμμαχίας, με το Πεκίνο. Και αυτή η πολιτική δεν πρόκειται να αναστραφεί και να αλλάξει, άρδην, στο μέλλον.
Το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγω, στο παρόν κείμενο, όπως και στο αρχικό βίντεο, είναι ότι, τουλάχιστον, για το χρονικό διάστημα, που διανύουμε, μέχρι το τέλος του Donald Trump, στην αμερικανική προεδρία, μια πολεμική αναμέτρηση, ανάμεσα, στην Ουάσινγκτων και το Πεκίνο, δεν αποτελεί προτεραιότητα, για τις δύο κυβερνήσεις, οι οποίες στρέφονται και θα συνεχίσουν να στρέφονται, σε ένα σφοδρό, στην πραγματοποίηση και στην συνέχιση του οικονομικού πολέμου, ανάμεσα στους δύο οικονομικούς γίγαντες του πλανήτη, ο οποίος οικονομικός πόλεμος, προφανώς, πρόκειται να είναι σκληρός και αμείλικτος, τουλάχιστον όμως, δεν θα θέτει, σε άμεσο κίνδυνο, τον πλανήτη ολόκληρο.
Και αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι χωρίς σημασία.
Κάθε άλλο…
Σχόλια