Ο μακεδονικός τάφος του 2ου πΧ αιώνα. Η Κυβέλη (1887-1978). Ο μπόγιας (1880-1920). Η Αθήνα (1900-1969). Η Ζάκυνθος (1905-1980). Ο παγκόσμιος πληθυσμός (1000-2100). Η Πρίγκηπος, το 1918. Η Μικρασιατική Καταστροφή και ο ξεριζωμός, στην Ανατολική Θράκη (1920-1922). Η Κορυτσά την δεκαετία του 1920. Η Θεσσαλονίκη (1926-2025). Η Κύπρος (1927-1931}. Ο Ιωσήφ Στάλιν (1936-1944) και η συμφωνία της χαρτοπετσέτας. Ο πόλεμος και η Κατοχή (1940-1944). Τα θύματα του Enver Hoxha, το 1947. Η Μάνη, το 1950. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, η Αμαλία και η Μαρίνα (1952-1970). ”Eski İstanbul”, το 1960. Το “βρώμικο 1989” και μετέπειτα. (185).
2ος αιώνας π.Χ. Πτολεμαΐδα. Μακεδονικός τάφος, με δύο θαλάμους και δωρική πρόσοψη.
Αυτός ο εντυπωσιακός μακεδονικός τάφος αναδεικνύει την αρχιτεκτονική κομψότητα των ελληνιστικών ταφικών πρακτικών. Με μια εντυπωσιακή δωρική πρόσοψη, ο τάφος περιλαμβάνει δύο θαλάμους - που συνήθως χρησιμοποιούνται για τελετουργικούς και ταφικούς σκοπούς - αντανακλώντας τόσο το μεγαλείο όσο και τη σοβαρότητα που συνδέονται με τις μακεδονικές ταφικές παραδόσεις της ελίτ. Τα κλασικά στοιχεία της πρόσοψης, όπως οι ραβδωτές κολώνες και το αέτωμα, αντηχούν τη διαχρονική επιρροή της ελληνικής αρχιτεκτονικής των ναών, ενώ το εσωτερικό πιθανότατα φιλοξενούσε κάποτε πλούσια διακοσμημένα κτερίσματα και ζωγραφισμένες διακοσμήσεις. Αυτός ο τάφος αποτελεί μια σιωπηλή αλλά ισχυρή μαρτυρία της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της αρχαίας Μακεδονίας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ: «Η ΚΥΒΕΛΗ ΗΤΑΝ ΜΩΡΟ ΑΦΗΜΕΝΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ...»
Υπήρξε μια θεότητα της αθηναϊκής σκηνής, πορσελάνινης ομορφιάς που οι θαυμαστές της έλυναν τα αλόγα απ την άμαξα της και την έσερναν οι ίδιοι ως το σπίτι της. Λατρεύτηκε απ την εποχή της, σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς, γυναικείους και ανδρικούς και έζησε μια σχεδόν μυθιστορηματική ζωή, με τέσσερα παιδιά και τρεις γάμους, ένας απ τους οποίους ήταν με τον Γέρο της Δημοκρατίας, τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Όλα όμως ξεκίνησαν από εγκατάλειψή, ορφάνια, έκθεση. [...] Είναι 1887. Ένα πλασματάκι, λίγων ημερών, ντυμένο μες στη δαντέλα με πολυτελή υφάσματα έχει παρατηθεί στο δρόμο, έκθετο και ασημένιο στη μοίρα του, τόσο στολισμένο σα κάποιος να το αγάπησε πολύ, μα πια να μη μπορούσε. Στο λαιμό του ένα χρυσό κομματάκι γραφεί το όνομα του και έχει ανάγλυφη την εικόνα της θέας με την Μικρασιατική καταγωγή, την Κυβέλη, την μάνα όλων των θεών, την παντοδύναμη μητριαρχική μορφή. Φτάνει 2,5 ετών σε βρεφοκομείο στην Αθήνα, για να χαϊδευτεί, να φιληθεί, να υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι, φτωχών άλλα γεμάτων αγάπη ανθρώπων, τον παπουτσή Αναστάση και την λίγο μοδίστρα και οικιακή βοηθό Μαρία Αδριανού. [Η φυσική της μητέρα ήταν η ιταλίδα ηθοποιός Βικτορία Φορμεντίνι, που είχε έλθει στην Αθήνα για παραστάσεις και πατέρας της ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄]
[...] Κάποτε η μαμά Μαρία την παίρνει μαζί της στο σπίτι του σπουδαίου δικηγόρου Λεονάρδου, στο μεγάλο αρχοντικό, στην Πλάκα, που έχει μέσα φίνα αντικείμενα και οι κάτοικοι του ζουν όλο χάρη, ανάμεσα σε πορσελάνες, κρύσταλλα, βελούδα και κουρτίνες σαν σύννεφα.
Η «Κυβελίτσα» θαυμάζει όλο παιδική χαρά την ομορφιά γύρω της. Από τους χωμάτινους δρόμους του Αγίου Παντελεήμονα που ζει όλο και πιο συχνά σκορπίζει ήλιο στο μεγάλο αρχοντικό, που είναι βουτηγμένο σε θλίψη, οδύνη, σπαραγμό. Η οικογένεια έχει χάσει το μονάκριβο γιο, κάπου σε ατύχημα περιπλάνησης, στην Βραζιλία. Οι μέρες δεν έχουν σκοπό για τους σακατεμένους γονείς. Και ένα κοριτσάκι σα πεταλούδα, όλο αθωότητα, κάποτε αφημένο σε ένα δρόμο, παρατημένο, ανεπιθύμητο, βρίσκει πια άλλους δυο, στους οποίους φωτίζει τη ζωή. Τους λέει ιστορίες και
κάνει αστεία για να τους βλέπει να γελούν και να χάνουν τα μάτια τους εκείνη τη συννεφιά της τεράστιας μελαγχολίας. Τους χορεύει, τους σκαρώνει θεάματα φαντασμαγορικά τάχα, άλλα τόσο υπέροχα στην αφέλεια τους.
Οι Αδριανού θέλουν να την κάνουν μοδίστρα, γιατί έχει σπάνιο γούστο και αγαπά κάθε τι ωραίο. Συνδυάζει χρώματα και υλικά και πάντα κάτι καινούργιο βρίσκει το πολυμήχανο μυαλουδάκι της για να στολίσει και το πιο ταπεινό φορεματάκι. Θα ναι ανεξάρτητη, θα μπορεί να βιοποριστεί, θα χει δύναμη τα χέρια της. Οι Λεονάρδου πάλι βλέπουν στην μικρή ένα σπάνιο ταλέντο, μια μεγάλη δύναμη τέχνης, ένα φίλημα του Θεού στο μέτωπο της για τα υψηλά και τα ιδανικά. Θα μορφωθεί όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, θα τελειώσει τη σχολή Χιλ και οι κορυφαίοι της απαγγελίας, της ορθοφωνίας και της μουσικής θα την αναλάβουν σε ιδιαίτερα. Θα γίνει ηθοποιός. Βραβεία απ τη πρώτη της εμφάνιση. Θρίαμβοι σε κάθε παράσταση. Μια γενιά σαγηνευμένη από τη μοναδική της χάρη.
Η Κυβέλη, [ΣΜΥΡΝΗ 1887- ΑΘΗΝΑ 1978], που κάποτε δεν αγαπούσε κανείς, είχε πια όλου του κόσμου την αγάπη. [...]ο μέγας Κωσταντίνος Χρηστομάνος έλεγε πως η φωνή και οι κινήσεις της έκλειναν υπόσταση την ιδιά των ψυχών, όμως, υιοθετήθηκε από τον Θεό του θέατρου… Στα χρόνια της τεράστιας λάμψης, εκείνη η περίκομψη καλλονή, που παντρεύτηκε έναν σπουδαίο πρωθυπουργό, που πιο πριν εγκατέλειψε τα πάντα για να ακολουθήσει έναν άλλον έρωτα στο Παρίσι, που οι Βενιζελικοί, με αυτή μούσα, σκοτώνονταν στους δρόμους με τους αντιβενιζελικους και μούσα τους την Μαρίκα Κοτοπούλη, που δέχτηκε ύμνους απ τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής, που ράπισε τους χουντικούς, όταν αρνήθηκε να κηδέψουν τον Γιώργο Παπανδρέου με δικά τους έξοδο, αυτή λοιπόν, εκείνη λοιπόν, πάντα μέσα της, ήταν ένα παρατημένο κοριτσάκι, που φοβόταν πως μπορεί να μείνει, ξανά, χωρίς αγάπη.»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ, mononews 2018.
[Η Κυβέλη παντρεύτηκε τρεις φορές: πρώτα τον μεγάλο ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, με τον οποίο απέκτησε τον Αλέξανδρο και τη μετέπειτα γνωστή πρωταγωνίστρια Μιράντα Μυράτ, στη συνέχεια τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη, με τον οποίο απέκτησε την επίσης γνωστή πρωταγωνίστρια Αλίκη Νικολαΐδη-Θεοδωρίδη (σύζυγο του Πωλ Νορ - Νίκου Νικολαΐδη), και τέλος τον Γεώργιο Παπανδρέου (δεύτερη σύζυγος, με τον οποίο απέκτησε έναν ακόμη γιο τον Γιώργο), γιος του οποίου (από προηγούμενο γάμο) ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ως σύζυγος του Έλληνα Πρωθυπουργού αποτελούσε επί χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής στην Αθήνα.].
[[...] Θεία μου, αδερφή της γιαγιάς μου Αδαμαντίας και επίσης αδερφή της Ζηνοβίας Παρασκευοπούλου που συνεργάστηκε μαζί της χωρίς ποτέ να αποδεχτεί δημόσια πως ήταν αδερφές. Η Αδαμαντία ήταν επίσης ηθοποιός. Η Βικτώρια Φορμεντίνη ήταν η μητέρα τους, που η Κυβέλη ποτέ δεν συγχώρεσε και με το δίκιο της βέβαια, που τη παράτησε στο Βρεφοκομείο Αθηνών, με ένα μενταγιόν που έγραφε το όνομά της. Το ταλέντο της ως μια από τις πιο σημαντικές ηθοποιούς της Ελλάδας του προηγούμενου αιώνα σίγουρα είχε να κάνει με την αληθινή της οικογένεια, που ήταν όλοι ηθοποιοί...Η ίδια γνώριζε την ιστορία της αληθινής της οικογένειας, υπάρχουν περιστατικά με μάρτυρες συναδέλφους της όταν κάποια στιγμή συνάντησε τη μητέρα της στο Εθνικό και τον τρόπο που την απαξίωσε ( μαρτυρίες Μ. Κρεβατά)
ΑΝΤΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ, ΗΘΟΠΟΙΟΣ].
Από Διονύσης Βίτσος.
Μπόγιας. Μια λέξη, εντελώς, άγνωστη, στους νέους.
Ο μπόγιας ήταν αυτός, που μάζευε τα αδέσποτα σκυλιά. Τα σκυλιά, που μάζευαν, από τους δρόμους, οι τρεις-τέσσερις μπόγιες της Αθήνας, οι οποίοι, μέσω εργολαβίας, αναλάμβαναν την περισυλλογή τους, κατέληγαν, στο Λυσσιατρείο, στην Ιερά Οδό. Υπήρξε εποχή, που μάζευαν, από τους δρόμους, ακόμη και 50 σκυλιά, ημερησίως. Τότε, η λύσσα ήταν, στο απόγειό της. Εξ αυτών, πέντε-έξι, μόνο, διασώζονταν, είτε διότι τα αναζητούσαν οι ιδιοκτήτες τους και τα παραλάμβαναν, πληρώνοντας 15 δραχμές, είτε γιατί τα επέλεγαν όσοι ήθελαν ένα σκυλάκι, για το σπίτι τους.
Η μοίρα των υπόλοιπων ήταν φρικτή. Αφού έμεναν, δυο-τρεις ημέρες, φυλακισμένα, σε κλουβιά-αποθήκες, ύστερα ρίχνονταν, σε έναν φούρνο διαστάσεων, περίπου, ενάμιση κυβικού μέτρου. Ο ''δήμιος'' ο μπάρμπα Μήτρος, άνοιγε την στρόφιγγα, με το γκάζι, για ένα τέταρτο και τα σκυλιά ψόφαγαν, από την εισπνοή του. Περίπου, 20 ζώα, κάθε φορά ζούσαν, το μαρτύριο και την αγωνία του φούρνου και τέλειωναν, άδοξα, την σύντομη ζωή τους.
Συνεχιζόταν, έτσι, μια μακρά παράδοση, που είχε ξεκινήσει, από τα χρόνια του Όθωνα, όταν ο οι δημοτικοί αστυνόμοι εξόντωναν τα ζωντανά, κτυπώντας τα, με ρόπαλα. Είχαν ακολουθήσει οι τρομεροί διωγμοί της δεκαετίας 1880, όταν οι κυνοκτόνοι δηλητηρίαζαν, επισήμως, τα σκυλιά, με φόλες αλλά και της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο αποκαλούμενος κλεισοπόρτης, ο δημόσιος κυνοθήρας, εξόντωνε, αλύπητα, τα δύσμοιρα τετράποδα.
Στα παιδικά μας χρόνια, οι γονείς μας, προκειμένου να μας έχουν, κοντά τους και να μας επιτηρούν, έλεγαν, συχνά, την φράση : Μην απομακρύνεσαι, θα σε αρπάξει ο μπόγιας.
1903. Αθήνα. Είναι, μεν, μια φωτογραφία κακής ποιότητας, αλλά, λίγο σπάνια, γιατί μας δείχνει το τέρμα της χωμάτινης Λεωφόρου Πανεπιστημίου, στα Χαυτεία, με κρασοβάρελα, που κάποιος ταβερνιάρης τα έχει βγάλει, στο πεζοδρόμιο, για καθάρισμα, προκειμένου να δεχτούν τον μούστο, για την νέα ρετσίνα. Λογικά, θα πρέπει να ήταν μήνας Σεπτέμβριος. Δεξιά, το μεγάλο κτήριο είναι το ξενοδοχείο Excelsior, που, για όσους δεν το γνωρίζουν, στο ζαχαροπλαστείο, που είχε στο ισόγειό του, παρασκεύασε και έκανε γνωστή, για πρώτη φορά, στους Αθηναίους, την κρέμα σαντιγί. Επιχρωματισμός Αλέξανδρος Γέροντας.
1900. Αθήνα. Σύνταγμα.
1900. Αθήνα, οδός Πειραιώς
Η οδός Πειραιώς αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους άξονες της πόλης των Αθηνών στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η νέα οδός Πειραιώς προβλεπόταν μεγαλοπρεπής και θα ένωνε τα θερινά ανάκτορα που θα κατασκευάζονταν στον Πειραιά, με τα χειμερινά που θα βρίσκονταν στην πλατεία Ομονοίας, ενώ κατά μήκος του άξονα θα υπήρχαν πλατείες, βουλευτήρια, ναοί και μέγαρα
Με τη σκέψη δε της γειτνίασης με τα ανάκτορα, πολλοί εύποροι Έλληνες και ξένοι έσπευσαν να αγοράσουν οικόπεδα στον εν λόγω δρόμο –ιδιαίτερα από τον Κεραμεικό και πάνω– και να χτίσουν αρχοντικά, ξενοδοχεία και μεγαλοπρεπή μέγαρα, μερικά από τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα
(Κείμενο από την Athens voice).
Στην φωτογραφία η οδός Πειραιώς το 1900
Φωτογραφικό Αρχείο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
1900 (δεκαετία). Ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά ζυθοπωλεία της Ομόνοιας στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν ασφαλώς και η «ΗΒΗ» του Νικολή Γιακουμάκη.
Η εφημερίδα «Ρωμηός» του Σουρή, του αφιέρωσε το 1907 το εξής έμμετρο:
«Ίτε πάντες εις της Ήβης το γνωστόν ζυθοπωλείον
Νικολή του Γιακουμάκη, τέλειον εκ των τελείων.
Ανοιχτόν μέχρι πρωίας στην Ομόνοιαν εκεί,
εντελής καθαριότης κι’ έξοχος μαγειρική,
μπύρα πρώτη Κλωναρίδη και ποικίλα φαγητά,
ο καλλίτερος ο κόσμος, πάντοτε σ’ αυτό φοιτά».
1902. Ο Ισθμός της Κορίνθου.
1905. Ζάκυνθος. Ποδαράτο για Αργάσι.
1900 (δεκαετία). Μουταλάσκη /Τάλας Καισαρείας. Καππαδοκία. (Από Δέσποινα Βυτούνη).
Μέλη της οικογένειας του ΧατζηΗλία Σινάνογλου. Φωτογραφία από το προσωπικό μου αρχείο, που βρέθηκε, σε κακό χάλι, από την υγρασία και το μολύβι κάποιου παιδιού μάλλον. Σώθηκε, όμως. Σώθηκε και μπορούμε να θαυμάσουμε την καλοντυμένη μητέρα, που κρατά ευαγγέλιο, με τα καλοντυμένα παιδιά της. Μπορούμε να δούμε το επίπεδο διαβίωσης των εύπορων οικογενειών της Καππαδοκίας.
1000 - 2100. Παγκόσμιος Πληθυσμός Η εξέλιξη, μέσα στους αιώνες και τα μελλοντικά σενάρια. (Εκτίμηση ΟΗΕ).
Ο Γεώργιος Α' ανέβηκε στο θρόνο της Ελλάδος το 1863 όχι ως "Βασιλιάς της Ελλάδος", όπως ο προκάτοχός του Όθωνας, αλλά ως "Βασιλιάς των Ελλήνων", προκαλώντας την οργή του Σουλτάνου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γιατί ο ίδιος ο τίτλος ήταν προϊόν έκφρασης της Μεγάλης Ιδέας.
Οι Οθωμανοί είχαν δίκιο που ανησυχούσαν. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 το μικρό Βασίλειο της Ελλάδος υπό τον "Βασιλιά των Ελλήνων" Γεώργιο Α' έκανε ένα άλμα προς τη δόξα παίρνοντας ένα μεγάλο ρίσκο και κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Α' Βαλκανικός πόλεμος ξεκινούσε. Και μαζί του η ελπίδα εκατομμυρίων υπόδουλων Ελλήνων για ελευθερία.
Ο Γεώργιος Α' δεν ήταν εθνοτικά Έλληνας αλλά Δανός Γερμανικής Καταγωγής. Ήταν ωστόσο ένας από τους ικανότερους βασιλείς των Ελλήνων καθώς κατανόησε πως οι Έλληνες είχαν ροπή προς το διχασμό και επιδίωξε -και πέτυχε- να γίνει σύμβολο ενότητας μέσα από μια τρομερή ευελιξία που τον διέκρινε. Μέχρι σήμερα δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος με αρνητική άποψη για το Γεώργιο Α'.
Ο Γεώργιος παρέδωσε μια Ελλάδα διπλάσια απ'ότι παρέλαβε. Αν και δεν έπαιρνε απαραίτητα αυτός τις κρίσιμες αποφάσεις είναι δεδομένο πως η παρουσία του συνετέλεσε τα μέγιστα σε αυτή την επιτυχία.
1910 αρχές δεκαετίας). Αθήνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ο δρόμος προς το ακρωτήριο Κουμ Μπουρνού στη δυτική ακτή της πόλης της Ρόδου, σε καρτ ποστάλ του Isaac Menasche ταχυδρομημένη το 1911 με Γαλλικό ταχυδρομείο, επί Οθωμανικής περιόδου.
1912. Σεράγεβο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Πώληση ψωμιού, στην αγορά.
1912. Οθωμανοί εθελοντές, σπεύδουν να στρατευθούν, με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Σύντομα, θα απογοητευθούν.
1913. Β’ βαλκανικός πόλεμος. Ελληνικό πεζικό κάνει έφοδο, εναντίον των βουλγαρικών θέσεων άμυνας, στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά. Οι Έλληνες επικράτησαν στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά με αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά των οχυρωμένων Βουλγαρικών θέσεων και έτσι προέλασαν στην Ανατολική Μακεδονία.
Η λεζάντα της παλιάς αυτής φωτογραφίας γράφει :
«Ελλάδα – Σπάρτη – 1915 – φωτογραφία Louis Magne»
Παρατηρώντας, όμως, προσεχτικά την φωτογραφία αυτή, που «τράβηξε» στα 1915 ο Γάλλος Louis-Magne, μπορείς να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται για τη Σπάρτη, αλλά, για τον Μυστρά και η φωτογραφία έχει αποτυπώσει την πλατεία του χωριού, στο σημείο, ακριβώς, όπου υπάρχει, έως και σήμερα, ο μεγάλος πλάτανος, ο οποίος, τότε, ήταν 105 χρόνια νεότερος !!!
Από το νέο φύλλωμα του πλατάνου, φαίνεται πως είναι άνοιξη και οι ίσκιοι μαρτυράνε μεσημέρι. Ολόγυρα, στην πλατεία, φαίνονται τα σπίτια και τα μαγαζιά του καιρού εκείνου, με τα χαρακτηριστικά στέγαστρα, με τα παλιά κεραμίδια, στο ισόγειο και τους χαμηλούς μαντρότοιχους, ολοτρόγυρα, που χρησιμεύανε και για να κάθονται, όσοι βγαίνανε, στην πλατεία, για να δούνε τους συγχωριανούς και να κουβεντιάσουνε, μαζί τους, τα νέα και τα παλιά του τόπου, να ψωνίσουνε, από τα μαγαζιά, αλλά και από τους πραματευτάδες που γυρίζανε – τότε – στα χωριά, να πιούνε έναν καφέ, ποτό, ή κρασί και να περιεργαστούνε τους περαστικούς και τους επισκέπτες, που έρχονταν, στον , για να δούνε τα Βυζαντινά Μνημεία και να απολαύσουνε τον καθαρό αέρα, τα τρεχούμενα νερά, τις πρασινάδες και τις άλλες ομορφάδες του.
Στην φωτογραφία, ξεκρίνεται, αραγμένη, σιμά, στον πλάτανο, μια μόνιππη άμαξα, που μπορεί να έχει αποβιβάσει επισκέπτες, στο χωριό και μπροστά της μια, ακόμα, άμαξα, μάλλον, κάποιου γυρολόγου, που καρτεράει πελατεία.
Είναι εποχές, που τα λεγόμενα φράγκικα (ευρωπαϊκά) ρούχα έχουνε αρχίσει να εξαπλώνονται ΚΑΙ στα χωριά. Τα παντελόνια, τα σακάκια, οι ρεντιγκότες και τα ημίψηλα καπέλα έχουν αρχίσει να συνυπάρχουνε, με την ελληνική φουστανέλα, τις πουκαμίσες, τα γελέκια, τα σελάχια, τα μπενοβράκια και τα τσαρούχια. Γι’ αυτό και βλέπουμε, στην φωτογραφία, ότι, εκτός από έναν και μοναδικό φραγκοφορεμένο, στα δεξιά (ίσως κάποιος επισκέπτης πρωτευουσιάνος), οι υπόλοιποι «θαμώνες» της πλατείας του Μυστρά φοράνε, άλλοι ελληνική ενδυμασία και άλλοι μίγμα φράγκικων κι ελληνικών ρούχων (πάνω, ελληνικά – κάτω, φράγκικα, ή κάτω ελληνικά – πάνω, φράγκικα, ή, από μέσα, ελληνικά και από πάνω, φράγκικα) !!!
Πολύ ωραία φωτογραφία εποχής , που μας δίνει μια ζωντανή εικόνα της μορφής, αλλά και της ζωής του Μυστρά, στα 1915 (πριν από 105 ολόκληρα χρόνια ), του Μυστρά, που η ιστορία, εκτός από την δόξα του Βυζαντίου, του επιφύλαξε να είναι και ο πρώτος οικιστής της Νέας Σπάρτης, που ίδρυσε – με βασιλικό διάταγμα – ο Όθωνας, στα 1834.
Όπως τραγούδησε το δημοτικό μας τραγούδι :
«Παρόρι με τα κρύα νερά,
κι Άη Γιάννη μου με τ’ άνθη
κι εσύ περίφημε Μυστρά ,
σε χάλασε η Σπάρτη .
Σου πήρανε τους δικαστάς
κι όλες τις δημαρχίες .»
*Το τραγούδι είναι παραδοσιακό – καλαματιανό . Φωνογραφήθηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, το 1928 με τη φωνή της μεγάλης ερμηνεύτριας παραδοσιακών τραγουδιών Μαρίκας Παπαγκίκα και τη συμμετοχή της ορχήστρας του άντρα της Κώστα Παπαγκίκα σε Δίσκο της Columbia (56132-F (12΄΄) . Το τραγούδι αναφέρεται στο λιγόστεμα του πληθυσμού του Μυστρά λόγω της μετοίκησης των Μυστριωτών στη Σπάρτη μετά το 1834 αλλά και στην επίσημη εγκατάσταση των αρχών του Μυστρά στη Σπάρτη , την 1/1/1857 .
Γραφει ο Βαγγελης Μητρακος
https://krokeai.gr/2020/02/11/β-μητρακος-μυστρας-1915
1917. Ιωάννινα. Η υδάτινη τάφρος, που περιέβαλε το Κάστρο, πριν επιχωματωθεί ο κεντρικός δρόμος, για τον Μώλο.
1918 Η Πρίγκηπος το μεγαλύτερο από την ομώνυμη εξ αυτού συστάδα των εννιά Πριγκηποννήσων της Προποντίδας.
4/10/1919. Ξάνθη. Απελευθέρωση, από τον οθωμανικό ζυγό (όχι, όμως, για τον τουρκικό πληθυσμό).
1920. Αρτάκη/Erdek. Κύζικος, Μικρά Ασία.
Ρωμηοί σέ κάποιο χωριό τῆς Γαλατίας παρά τόν Σαγγάριο ποταμό (Αὔγουστος 1921). Πολλοί ἀπό τούς Ρωμηούς τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχαν τουρκοφωνήσει. Στήν ἐρημική στεππώδη χώρα περί τόν Σαγγάριο ποταμό συναντῶνται ποικίλες φυλές καί λαοί, μεταξύ τῶν ὁποίων σέ ἀπομονωμένες νησίδες ἐπιβιώναν μικροί ἀριθμοί Ρωμηῶν.
Οκτώβριος 1922: Η Έξοδος από την Ανατολική Θράκη – Ο Κεμάλ συνομιλητής, οι Έλληνες πρόσφυγες
Πάνω από 250.000 ήταν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Μια λογοτεχνική ματιά στο δράμα
Εκείνο τον Οκτώβριο του 1922, 23 χρονών ο ίδιος, Έρνεστ Χέμινγουεϊ βρισκόταν ως απεσταλμένος της καναδικής εφημερίδας Τhe Toronto Star Weekly στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολική Θράκη. Ο μετέπειτα νομπελίστας Αμερικανός συγγραφέας με ευστοχία και ευαισθησία κατέγραψε το δράμα των Ελλήνων:
ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ. Έπειτα από μια ατελείωτη, κοπιαστική πορεία, ο χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης πλημμυρίζει τους δρόμους που οδηγούν στη Μακεδονία. Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, με τα κεφάλια τους σκεπασμένα με κουβέρτες, πλάι σε όσα από τα αγαθά τους κατάφεραν να διασώσουν.
Αυτό το κύριο σώμα της πομπής γεμίζει συνεχώς με κόσμο που καταφτάνει από τα βάθη της χώρας. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν. Μόλις άκουσαν ότι έρχονται οι Τούρκοι, εγκατέλειψαν τα αγροκτήματά τους, τα χωριά τους και τα θερισμένα χωράφια τους κι ενώθηκαν με το κύριο σώμα των προσφύγων. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διατηρήσουν το βήμα τους σε αυτή τη θλιβερή πομπή, ενώ καταλασπωμένοι άνδρες του ελληνικού ιππικού προσπαθούν να τους κρατήσουν μέσα στο κοπάδι όπως οι βοσκοί που χτυπάνε τα βόδια τους με τη βίτσα.
Πρόκειται για μια σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε άχνα. Είναι το μόνο που μπορούν να κάνουν για να μη σταματήσει η κίνηση.
Οι πανέμορφες χωριάτικες φορεσιές τους είναι μουσκεμένες και κουρελιασμένες. Κότες πέφτουν από τα κάρα και μπερδεύονται μέσα στα πόδια τους. Μόλις η κίνηση παύει, τα μοσχαράκια κουρνιάζουν κάτω από τις αγελάδες. Ένας ηλικιωμένος άνδρας περπατάει σκυφτός πλάι σ’ ένα μικρό γουρούνι, έχοντας στη ζώνη του περασμένα ένα δρεπάνι κι ένα όπλο, και πάνω στο δρεπάνι έχει δέσει μια κότα. Πάνω σε ένα από τα κάρα, ένας σύζυγος σκεπάζει μια έγκυο για να την προστατέψει απ’ τη βροχή. Είναι η μοναδική που κάνει κάποιο θόρυβο. Η μικρή της κόρη την κοιτάει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή συνεχίζει την πορεία της.
Στην Αδριανούπολη, απ’ όπου περνά το κυρίως σώμα της πομπής δεν υπάρχει καμία επιτροπή βοήθειας προσφύγων σαν κι αυτή της Μικράς Ασίας. Κάνουν πολύ καλή δουλειά στα παράλια της Ραιδεστού, αλλά ως εκεί.
Από την Ανατολική Θράκη μόνο, γύρω στις 250.000 χριστιανοί πρόσφυγες πρέπει να μετακινηθούν. Τα βουλγαρικά σύνορα είναι κλειστά γι’ αυτούς. Υπάρχει μόνον η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη που μπορούν να δεχθούν τον καρπό της επιστροφής των Τούρκων στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή στη Μακεδονία βρίσκονται σχεδόν πεντακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα τραφούν, τον επόμενο μήνα, όμως σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο θα εισακουστεί η κραυγή: «Ελάτε να μας βοηθήσετε στη Μακεδονία!».
Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «A Silent, Ghastly Procession», εφημερίδα The Toronto Daily Star, 20 Οκτωβρίου 1922, «Με υπογραφή Χέμινγουεϊ 1920-1922. Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική καταστροφή», Αθήνα: Καστανιώτης, 2010.
https://www.pontosnews.gr/814947/istoria/oktovrios-1922-i-exodos-apo-tin-anatoliki-thraki/
250.000 Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και 100.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ανατολική Θράκη για να σωθούν, στους δρόμους της Μεγάλης Φυγής
29 Αυγούστου 1922. Μόλις το βαπόρι απ’ τα Μουδανιά έριξε άγκυρα στ’ ανοιχτά της Ραιδεστού, έτρεξαν γρήγορα γύρω του βάρκες και καΐκια να πάρουν τον κόσμο. Οι αξιωματικοί φώναζαν δυνατά σε όλους να βιαστούν. Το βαπόρι έπρεπε να αδειάσει γρήγορα και να ξαναγυρίσει στα Μουδανιά, να πάρει κι άλλους.
Οι βάρκες που μετέφεραν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες στην ακτή χτυπούσαν πάνω σε ανθρώπινα πτώματα που επέπλεαν και σε τουμπανισμένα κουφάρια αλόγων του στρατού, που σιγά σιγά το κύμα τα ξέβραζε στην αμμουδιά. Μια βαριά και αφόρητη μυρωδιά ήταν απλωμένη παντού. Έξω, το μεϊντάνι απ’ τη σκάλα ως την Παναγία Ρευματοκρατόρισσα, οι πρόσφυγες πατείς με πατώ σε.
Εκατό χιλιάδες Μικρασιάτες πέρασαν με βάρκες, βαπόρια, ακόμη και κολυμπώντας, στα θρακικά ακρογιάλια της Προποντίδας απ’ τον Άγιο Στέφανο ως την Καλλίπολη, για να γλιτώσουν απ’ το μαχαίρι. Ψυχές ναυαγισμένες, κυρίως γυναικόπαιδα, δίχως τους προστάτες τους, με χαμένα παιδιά, γονείς και συγγενείς, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ζουν μια αρχαία τραγωδία. Γυμνοί, νηστικοί κι απελπισμένοι, χωρίς χαρτιά, δυσκολεύονται να πιστοποιήσουν ακόμη και ποιοι είναι. Άνθρωποι χωρίς ταυτότητα και χωρίς ελπίδα. Το μόνο προσωπικό τους στοιχείο, το όνομά τους. Είναι «η Μαρία», «ο Νικόλας», «ο Γιώργης»... Πολλοί τα έχουν χαμένα και με μάτια τρομαγμένα από τη φρίκη που έζησαν, μιλούν λόγια ακατανόητα. Άλλοι βουβοί, με βλέμμα απλανές θωρούν απέναντι στις μικρασιατικές ακτές και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια τους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που πριν λίγο καιρό, έκαναν γιορτές και πανηγύρια για τη λευτεριά τους.
Τη Φωτεινή και τη Θεοπούλα, μαζί με πολλούς άλλους πρόσφυγες τις βόλεψε ο στρατός σε μια αποθήκη στο ύψωμα με τους ανεμόμυλους. Την άλλη μέρα το πρωί, κατέβηκαν στο μεϊντάνι του Μπαλούκ Παζάρ κι άρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους στρατιώτες, μην βρουν κάποιον δικό τους. Κι όπως γυρνούσαν μέσα στο πλήθος, βλέπουν μπροστά τους έξω απ’ την Παναγία Φανερωμένη έναν παππού να σκοντάφτει, να παραπατάει και να σωριάζεται καταγής. Έτρεξαν, τον βοήθησαν να σηκωθεί και τον έβαλαν να καθίσει σε ένα πεζούλι.
«Να είστε καλά, κορτσούδια μ’! Ένα κεράκ’ ήρθα ν’ ανάψω, μα δε βαστούνε τα έρμα τα ποδάρια μ’. Παππούς, μαθές! Ευτυχώς δε χτύπησα. Ο Θεγιός να σας δίνει τα χίλια καλά!» τις είπε και τις ρώτησε από πού είναι. Του είπαν με αναφιλητά ότι είναι απ’ την Προύσα και τράβηξαν πολλά απ’ τους τσέτες τρία βράδια στην αποβάθρα των Μουδανιών.
«Μεγάλο κακό σας ήβρε, μπρε παιδάκια μ’! Καταπώς με τα λέτε, εσείς τώρα είστε ολωσδιόλου ολομόναχα. Άνθρεπο δικόνα σας δεν έχετε κοντά σας… Άμα είναι έτσ’ τα πράματα, σκωθείτε! Σκωθείτε να πάμε σπίτ’!»
Ήταν ένας γλυκός άνθρωπος, που θύμιζε τον παππού τους τον Γιάγκο. Σαν είδε που δίσταζαν, τις κοίταξε στα μάτια.
«Ακούτε να σας πω. Η ανθρωπιά δεν φαίνεται στσι καλές τσ’ ώρες, στσι μαύρες φαίνεται. Κι εμείς ξέρμε καλά τι θα πει προσφυγιά. Τα πέρασαμε απ’ το ’14 ως το ’20. Άιντε τώρα, να πααίνμε, να μη χασομεράμε. Εσείς θα πεινάτε κιόλας. Ποιος ξέρ’ από πότε έχτε να φάτε», τις είπε κι ο λόγος του έμοιαζε με προσταγή.
Τον βοήθησαν να σηκωθεί. Ευτυχώς μπορούσε να περπατήσει χωρίς να πονάει. Τον έπιασαν απ’ τις μασχάλες και σιγά σιγά πήγαν στον ρωμαίικο μαχαλά, τα Μνηματάκια. Στην αυλόπορτα, δυο θεόρατα σκυλιά έτρεξαν να τους καλωσορίσουν. «Ήσυχααα!» είπε ο μπαρμπα-Σίμος, κι εκείνα κούνησαν τις ουρές τους κι αποτραβήχτηκαν στον ίσκιο. «Άνθρεπο, που είναι μαζί μας, δεν τόνε πειράζουνε, μα ξένος δεν κοτάει να ζυγώσ’ στην αυλή», τις είπε. Μόλις πέρασαν την αυλόπορτα, άρχισε να φωνάζει:
«Μπάμπω, νύφ’, κοσάτε! Σας ήφερα μισαφίρια!»
Δυο γυναίκες, που ξεφύλλιζαν καλαμπόκια κάτω απ’ το τσαρδάκι, ήρθανε γρήγορα κοντά τους και καλωσόρισαν χαμογελαστές τα κορίτσια, σαν να τα γνώριζαν από παλιά. Ήταν η γιαγιά η Γιαννούλα και η νύφη της η Κερανιώ.
«Τα κορτσούδια είναι προσφυγάκια απ’ αντίκρα. Μόν’ μονάχα. Χάθκανε απ’ τσι δικοί τσ’. Είναι θεονήστικα. Ζεστάντε κομμά γαλατάκ’, τηγανίστε και κανείνα αυγάκ’, καμιά ντοματίτσα, να φάνε τα καημένα, να πιάσ’ κομματάκ’ το μέσα τς».
«Ε, δύσκολη η προσφυγιά, παιδιά μ’!... Πόνος βαρύς να χάνεις βιος κι ανθρώπ’», είπε η γιαγιά η Γιαννούλα.
Σε λίγο, σε έναν σοφρά κάτω απ’ το υπόστεγο, οι δυο γυναίκες έφεραν ζεστό γάλα, ψωμί, τέσσερα αυγά μάτια και μια τοματοσαλάτα, και φώναξαν τα κορίτσια να φάνε.
Ύστερα, νύφη και πεθερά κάθισαν πάλι στον τόπο τους, πλάι στον παππού, και συνέχισαν να ξεφυλλίζουν τα καλαμπόκια.
«Πρώτα θα τα ξεφυλλίσουμε κι ύστερις θα τα ξεσποριάσουμε», είπε η Κερανιώ. Ήταν πολύ επιτήδειες και τα χέρια τους θαρρείς δούλευαν από μόνα τους.
Οι δυο αδερφές, σαν έφαγαν, κάθισαν κι εκείνες δίπλα στους άλλους, να βοηθήσουν στο ξεφύλλισμα. Δουλεύοντας, αφηγήθηκαν με αναφιλητά όσα έζησαν τις τελευταίες μέρες. Η γιαγιά σηκώθηκε κι αγκάλιασε τις δυο προσφυγοπούλες.
«Τα πέρασαμε και σας νιώθμε, πουλάκια μ’. Απ’ το Πάσχα του ’14 που μας σήκωσανε, κι ανθρώπ’ έχασαμε, και πεθαμένους έκλαψαμε, και βιος έχασαμε, και την υγειά μας έχασαμε», τις είπε και τις φίλησε.
Το μεσημέρι έφαγαν όλοι μαζί, κι οι δυο αδερφές συνέχισαν το ξεφύλλισμα. Τα χέρια τους, όμως, αμάθητα σε τέτοια δουλειά, έβγαλαν φουσκάλες και πονούσαν, μα αυτό δεν τις ένοιαζε καθόλου. Δόξαζαν το Θεό που βρέθηκαν ανάμεσα σε ανθρώπους που τις ένιωθαν. Ήταν όλοι τους τόσο καλοί άνθρωποι. Έλειπε ο γιος τους, ο Τάσος, ο άνδρας της Κερανιώς, δάσκαλος στο Γεωργιάδειο, που απ’ τον Οκτώβρη του ’20, υπηρετούσε εθελοντής στον στο Μικρασιατικό μέτωπο.
Το σούρουπο, μόλις σχόλασαν, οι δυο κοπέλες σηκώθηκαν να γυρίσουν στην αποθήκη «τους». Ο μπαρμπα-Σίμος, πετάχτηκε απάνω.
«Επ, πού σηκώθκατε να πάτε για; Α, θα μαλώσμε! Κατσίτε κάτ΄! Δε θα πάτε πουθενά. Εδώ, θα μείντε. Θα μπανιαριστείτε, θα φάμε ούλοι αντάμα και θα κοιμθείτε εδώ σαν ανθρώπ’! Η Κερανιώ σάς έστρωσε κιόλας στη τζαμαρία», τις είπε.
Η γιαγιά ζέστανε νερό σε μια μπακίρα, μπανιαρίστηκαν, φόρεσαν καθαρά ρούχα της Κερανιώς και πέταξαν τα δικά τους, που τόσες μέρες είχαν κολλήσει απάνω τους και είχαν γίνει ένα με το πετσί τους. Στο βραδινό τραπέζι, η κουβέντα πήγε στον Τάσο, που έλειπε στο στρατό και, μετά την Καταστροφή, ήταν η μεγάλη τους έννοια.
«Όντας το ’20 γύρσαμε εδώ απ’ την Ελλάδα, μας το ξέκοψε. “Μόλις ξεσπείρω, θα πάω εθελοντής στον ελληνικό στρατό”. Κι εμείς “Να πας, παλκάρι μ’, να πας!”, τον είπαμε και τον έδωκαμε την ευχή μας. Είναι πατριώτς τρανός. “Η πατρίδα είναι απάνω απ’ ούλα”, λέει. Έφυγε τη δεύτερη μέρα του Αϊ-Δημητριού του ’20. Μας έγραφτε για νίκες…, πως πήρανε την Κιουτάχεια…, πως έφταξαν ως όξω απ’ την Άγκυρα… Μόνε που τελευταία, έχμε να λάβμε γράμμα τ’ απ’ τσ’ αρχές τ’ Αλωνάρ’, κι ο νους μας, ούλο σ’ αυτόνα είναι. Αυτό είναι το ντέρτι μας τώρα», είπε ο μπαρμπα-Σίμος, φανερά συγκινημένος.
Το πρωί, ο μπαρμπα-Σίμος έζεψε τις αγελάδες στο αμάξι, και μαζί με την Κερανιώ και τις δυο κοπέλες, πήγαν στο χωράφι να μαζέψουν ρόκες για ξεφύλλισμα. Το βράδυ, αφού σχόλασαν κι έφαγαν όλοι μαζί, οι δυο κοπέλες τους ευχαρίστησαν για την καλοσύνη τους και σηκώθηκαν πάλι να πάνε στην αποθήκη «τους». Αυτή τη φορά ο μπαρμπα-Σίμος θύμωσε.
«Α, πάλε τα ίδια; Τι είπαμε για; Θα με κάμτε να σας μαλώσω. Δε θα πάτε πουθενά. Κατσίτε[[1]](#_ftn1) κάτ’! Ώσπου να σιάξουνε τα πράματα, θα μείντε εδώ, σε μας», τις είπε και κουβέντα δεν σήκωνε. Το πρωί ξανάπιασαν όλοι δουλειά στο ξεφύλλισμα.
Στη Ραιδεστό, η Φωτεινή κι η Θεοπούλα συνέχισαν να φιλοξενούνται στο σπίτι του μπαρμπα-Σίμου. Το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου), κι ενώ όλοι ήταν στρωμένοι καταγής και ξεφύλλιζαν καλαμπόκια, τα σκυλιά, που ήταν ξαπλωμένα στον ίσκιο σαν ψόφια, πετάχτηκαν ξαφνικά απάνω και, γαυγίζοντας δυνατά, άρχισαν να τρέχουν στον κατήφορο σαν σφεντόνες, μέχρι που δεν ακούγονταν.
«Να ξέρτε, αυτά δικόνα μας άνθρεπο μυρίστηκαν. Θαρρώ έρχεται το παλκάρ’ μας», είπε με σιγουριά ο μπαρμπα-Σίμος και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε στην αυλόπορτα. Από πίσω του έτρεξε κι όλη η οικογένεια.
Σε λίγο, τα γαυγίσματα ξαναζύγωσαν και ήταν παιχνιδιάρικα, ώσπου ξεπρόβαλε απ’ τη γωνία ο γιος τους, ο Τάσος. Στην αυλόπορτα, έπεσαν όλοι πάνω του. Κι εκείνος, να μην ξέρει ποιον να αγκαλιάσει. Τα κοριτσάκια του, τη γυναίκα του, τη μάνα του, τον πατέρα του; Στο τέλος έγιναν όλκοι ένα κουβάρι. Δεν μιλούσαν, μόνο δάκρυα χαράς κυλούσαν απ’ τα μάτια τους και σκόρπιες λέξεις έβγαιναν απ’ τα χείλη τους. «Πουλάκια μου!», «Τασούλη μ’!», «Κερανούλα μ’», «αγόρι μου!», «μάνα!», «πατέρα!» Πόσο ακριβοί είναι οι άνθρωποί μας! Μόνο από αυτούς ζεις αληθινές χαρές. Αφού χόρτασε αγκαλιές, ο Τάσος, χωρίς να ρωτήσει ποιες είναι, αγκάλιασε και τις δυο κοπέλες. Κι εκείνες τον καλωσόρισαν σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος.
«Σήμερις δουλειά δεν έχ’. Θα το γιορτάσμε! Γύρσε το παλκάρ’ μας!» είπε ο μπαρμπα-Σίμος και γελούσαν ως και τα μάτια του.
«Θα σφάξμε τον πέτνο τον τρανό», είπε η γιαγιά η Γιαννούλα.
Και χωρίς να περιμένει άλλη κουβέντα, γέμισε την ποδιά τους με καλαμπόκι και, φωνάζοντας «πουλ, πουλ, πουλ», πήγε στο κουμάσι, άνοιξε την πόρτα κι έριξε μέσα το καλαμπόκι. Έτρεξαν οι κότες και τα πετεινάρια να φάνε και, μόλις μπήκε μέσα κι «ο πέτνος ο τρανός», μπήκε κι εκείνη και σφάλισε την πόρτα. Έπιασε έναν πετεινό μπαμπάτσικο, τον έσφαξε, τον ζεμάτισε και τον ξεπουπούλιασε. Στα κορίτσια έδωσε να καθαρίσουνε κρεμμύδια, να τον μαγειρέψει «κρομμυδάτο». Την ίδια ώρα η Κερανιώ, αφού ζέστανε νερό να μπανιαριστεί ο Τάσος, άνοιξε φύλλα για μια γλυκιά κολοκυθόπιτα κι άναψε τον φούρνο. Μόλις μαθεύτηκε ο γυρισμός του Τάσου, συγγενείς και φίλοι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν.
Εκείνο που εντυπωσίασε τους Έλληνες στρατιώτες που γύρισαν απ’ τη Μικρά Ασία, ήταν η αλληλεγγύη κι η συμπαράσταση που έδειξαν οι Θρακιώτες στους εκατό χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες. Άνθρωποι πονετικοί και φιλόξενοι, που είχαν ζήσει τον Πρώτο Διωγμό του ’14 και ήξεραν καλά τι θα πει άγριος ξεριζωμός, έτρεξαν να συμπαρασταθούν στους πρόσφυγες, να τους παρηγορήσουν, να μοιραστούν τον πόνο τους. Τους πήραν στα σπίτια τους, τους έδωσαν ρούχα και τρόφιμα, τους αγκάλιασαν κι έκλαψαν μαζί τους, πρόθυμοι να σμίξουν τις ψυχές τους και το ριζικό τους, κι όλοι μαζί να πορευτούν για ένα καλύτερο αύριο. Σε μια Θράκη που, ύστερα από πέντε αιώνες σκλαβιάς, ήταν ελεύθερη και από τον Ιούλιο του 1920 ενσωματωμένη στον κορμό της Ελλάδας. Η πλούσια θρακιώτικη γη με τα μεγάλα μπερεκέτια*, μπορούσε να θρέψει και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ήρθε όμως η Ανακωχή των Μουδανιών για να τα ανατρέψει όλα και τα ανέτρεψε όλα.
Ήταν Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου, όταν ο μπαρμπα-Σίμος κίνησε νωρίς το πρωί για το Μπαλούκ Παζάρ, να αγοράσει ψάρια, την ώρα που βγαίνουν από τις ψαρόβαρκες, μα, όσο να πάει, γύρισε αλαφιασμένος.
«Τρεχάτε, Τάσο, Γιαννούλα, Κερανιώ, τρεχάτε! Συφορά! Μεγάλη συφορά! Θα φύβγει, λέν’, ο στρατός μας! Η Θράκ’ ξαναδόθκε στσι Τούρκοι. Αχ, θα μας σφάξνε!», είπε κι έκατσε σε ένα σκαμνί ξεφυσώντας.
«Τι είναι αυτά που λες, γέρο μ’! Ο Χριστός κι η Παναΐα! Δε θα γροίκησες καλά», αποκρίθηκε η γιαγιά η Γιαννούλα και προσπάθησε να τον ηρεμήσει..
«Πώς δόθηκε η Θράκη στους Τούρκους δίχως πόλεμο; Δίχως να πέσει τουφεκιά;» αναρωτήθηκε ο Τάσος.
«Δεν μπορεί, ψέματα θα είναι», συμπλήρωσε κι η Κερανιώ!
«Μακάρ’ να ήτανε ψέματα, μπρε παιδιά, μα δεν είναι. Δεν το λέει μονάχα ο κόσμος, το λέν’ κι ο αξιωματικοί μας. Ούλοι κάτ’, στο μεϊντάνι της Παναγίας της Φανερωμένης, αυτό συζητούνε. Αχ, ξανά μανά σηκωμό γλέπω», συμπλήρωσε ο μπαρμπα-Σίμος.
Η είδηση έτρεξε από στόμα σε στόμα σαν αστραπή, μα ήταν τόσο ξαφνική κι απρόσμενη, που κανείς δεν ήθελε να την πιστέψει.
«Θα κατέβω στη σκάλα, να ρωτήσω τον στρατό», είπε ο Τάσος κι έφυγε.
Περνώντας μπροστά απ’ τα τούρκικα μαγαζιά, κατάλαβε πως τα πράγματα άλλαξαν. Το έβλεπε στα πρόσωπα των Τούρκων, που μέχρι χθες ήταν μαραμένα και τώρα χαμογελούσαν με νόημα. Στη σκάλα, κόσμος πολύς είχε περικυκλώσει τους αξιωματικούς μας.
«Εχθές η Αγγλία, η Γαλλία κι η Ιταλία, υπέγραψαν στα Μουδανιά την παράδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, όπως είχε ζητήσει ο Κεμάλ. Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου θα πρέπει να έχει αποχωρήσει όλος ο ελληνικός στρατός και να περάσει δυτικά του Έβρου», είπε ένας λοχαγός κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του.
«Τελείωσαν τα ψέματα. Ο στρατός μας φεύγει», είπε ο Τάσος όταν γύρισε στο σπίτι.
Παρότι η Συμφωνία των Μουδανιών προέβλεπε την υποχρεωτική αποχώρηση μόνο του ελληνικού στρατού, και όχι του ελληνικού πληθυσμού, κανείς Θρακιώτης δεν ήταν διατεθειμένος να μείνει. «Άμα φύγει ο στρατός μας, εμάς ποιος θα μας φυλάξει απ’ τους Τούρκους;» έλεγαν όλοι κι άρχισαν κιόλας να τα μαζεύουν. Οι μαύρες μνήμες, από τις απελάσεις, τις σφαγές, τους εκτοπισμούς και τα αμελέ ταμπουρού* του Πρώτου Διωγμού, ξαναζωντάνεψαν. Γνώριζαν εξ ιδίας πείρας τι τους περίμενε. Το έβλεπαν, όμως, και μπροστά τους, στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Σε αυτά τα ανθρώπινα κουρέλια, που με τον τρόμο στα μάτια αδυνατούσαν να βρουν λόγια, για να περιγράψουν τη φρίκη που έζησαν κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους.
Και τότε, διακόσιες πενήντα χιλιάδες Θρακιώτες κι εκατό χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες, έτρεχαν πανικόβλητοι, να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη με κάθε τρόπο. Με τρένα, με βαπόρια, με κάρα. Η οικογένεια του μπαρμπα-Σίμου ήταν ξεσηκωμένη.
«Γιαννούλα, Κερανιώ, σκωθείτε! Μην κάθεστε χιτς. Κάμτε γλήγορα! Αρχέψτε να μαζώντε. Αφού φεύβ’ ο στρατός, αύριο πρωί φεύγουμε κι εμείς! Γλήγορα, προτού καταντήσμε σαν τσι Μικρασιάτες! Τάσο, παιδί μ’, να μη χασομεράμε, ετοίμασ’ τ’ αμάξ’! Αχ, τελειωμό δεν έχουνε τα πάθια μας… Κι εσείς κορτσούδια μ’, θα έρτετε μαζί μας!» είπε ο μπαρμπα-Σίμος στις δυο προσφυγοπούλες.
«Είστε όλοι σας πολύ καλοί άνθρωποι, παππού, μα εμείς πρέπει να πάμε στη Θεσσαλονίκη, να βρούμε τους δικούς μας… Οι αξιωματικοί είπανε πως θα βάλουνε βαπόρια», είπε η Φωτεινή.
«Μήπως είναι καλύτερα να φύγουμε κι εμείς με βαπόρι, πατέρα;» είπε ο Τάσος, που ήταν πιο ψύχραιμος από τον πατέρα του.
«Με τ’ αμάξ’, παιδί μ’, μπορούμε να κουβανήσμε και πράματα απ’ το νοικοκυριό μας. Και να μην πάμε μακριγιά. Να περάσμε κείθε απ’ τη Μαρίτσα, και να σταθούμε. Μπορεί να γυρίσμε γλήγορα πίσω, όπως και την πρώτ’ φορά», είπε ο παππούς, κι όλοι συμφώνησαν να φύγουν με το κάρο.
«Αχ, ό,τι και να κουβανήσμε με το κάρο, όλη η προκοπή μας, εδώ θ’ απομείνει. Μια κάμαρη στάρι, μια αποθήκη καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, όρνιθες, γουρούνι, δυο βαρέλια κρασί, ένα βαρελάκι ρακί, ούλα εδώ θ’ απομείνουνε», μονολόγησε η γιαγιά.
Εκείνη τη νύχτα, δεν κοιμήθηκε κανείς τους. Πότε κλαίγοντας βουβά και πότε με φωνή, όλοι ετοιμάζονταν για τη φυγή. Ο Τάσος με τον μπαρμπα-Σίμο φόρτωσαν στο κάρο γέμη για τα ζώα, αλεύρι, ρακί, ρούχα, στρωσίδια, παπλώματα, έναν τέντζερη, ένα ταψί, χουλιάρια, περόνια και ό,τι χωρούσε απ’ το νοικοκυριό. Η γιαγιά τύλιξε τα εικονίσματα σ’ ένα σεντόνι, έσφαξε δυο όρνιθες και τις έβρασε, ενώ η Κερανιώ άναψε τον φούρνο κι έψησε δυο πινακωτές ψωμιά, για τις πρώτες μέρες. Η Φωτεινή με τη Θεοπούλα βοηθούσαν πότε τη γιαγιά και πότε την Κερανιώ.
«Καλά σας είπε ο παππούς. Να έρτετε μαζί μας, πουλάκια μ’. Να μην απομείντε δυο κορτσούδια μοναχά, σε ξένον τόπο», είπε η γιαγιά η Γιαννούλα.
«Εμείς, γιαγιά, πρέπει να πάμε στη Θεσσαλονίκη να βρούμε τους δικούς μας», αποκρίθηκε η Φωτεινή.
Ο Τάσος, αφού βοήθησε να ανέβουν στο κάρο ο μπαρμπα-Σίμος, οι γυναίκες και τα παιδιά, ζωσμένος με έναν τσιφτέ, για να αντιμετωπίσει στο δρόμο τους τσέτες, πήγε κοντά στις αγελάδες του και με το σύνθημα «άιντε κορίτσια», άρχισε η πορεία στο άγνωστο. Ο ίδιος θα πήγαινε στο πλάι περπατώντας, έχοντας κοντά του τα δυο σκυλιά.
Ατέλειωτες φάλαγγες, μέχρι και σαράντα χιλιομέτρων, από Σηλύβρια, Τυρολόη, Ραιδεστό, Μάλγαρα, Χαριούπολη, Μακρά Γέφυρα, Σαράι, Λουλέμπουργκαζ, Μπαμπάεσκι, Σκοπό, Σαμάκοβο, Βιζύη, Σαράντα Εκκλησιές, Μπουνάρ Χισάρ, όδευαν προς τον Έβρο. Η πορεία αργή και βασανιστική κάτω από έναν μολυβένιο ουρανό που έβρεχε ασταμάτητα. Τα μικρά παιδιά, οι γέροντες κι οι άρρωστοι, στρυμωγμένοι απάνω στα κάρα, άδικα προσπαθούσαν με κουρελούδες και χράμια να φυλαχτούν απ’ την καταρρακτώδη βροχή. Οι πεζοί, δίπλα στα κάρα, εκτός απ’ τη βροχή, τσαλαβουτούσαν μέσα στη λάσπη, που έφτανε ως το γόνατο και έκανε τα πόδια ασήκωτα. Οι στενοί χωματόδρομοι είχαν μετατραπεί σε λασπόδρομους.
Συχνά, κάποιο κάρο πατίκωνε και κολλούσε. Τα ζώα, αποκαμωμένα από την αδιάκοπη πορεία, αγκομαχούσαν μέσα στη λάσπη, έκαναν προσπάθειες, αλλά το κάρο παρέμενε κολλημένο. Αναγκαστικά, πίσω του κολλούσε κι όλη η φάλαγγα. Η πορεία, όμως, δεν έπρεπε να σταματήσει ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Η όποια καθυστέρηση μπορεί να τους στοίχιζε τη ζωή. Έτρεχαν τότε όλοι από τα γειτονικά κάρα κι έσπρωχναν με τα χέρια, ώσπου το κάρο ξεκολλούσε, κι η φάλαγγα συνέχιζε την αργή της πορεία. Όλοι βιάζονταν να περάσουν στην Ελλάδα μια ώρα αρχύτερα, να γλιτώσουν απ’ τους τσέτες, που μαζί με οπλισμένους Τούρκους από τα γύρω χωριά, ορμούσαν κατά ομάδες στους πρόσφυγες, συνήθως τη νύχτα, άρπαζαν, έσφαζαν, σκότωναν, δίχως να λογαριάζουν την ανθρώπινη ζωή. Κι οι πρόσφυγες, μόνοι, έρημοι κι ανυπεράσπιστοι, αφού έχασαν την πατρίδα τους, έτρεμαν τώρα και για τη ζωή τους.
Και τα χειρότερα δεν άργησαν. Πυρετοί, βήχας, ρίγη και κοιλόπονοι, άρχισαν να ταλαιπωρούν από την πρώτη κιόλας μέρα τα μωρά, τους γέροντες, ακόμα και νεότερους που μέχρι χθες ήταν υγιέστατοι. Ώσπου ο θάνατος έγινε συνοδοιπόρος στη μαρτυρική τους πορεία. Κάθε λίγο, μια σπαρακτική κραυγή έσκιζε τον αέρα κι η φάλαγγα σταματούσε για το στερνό κατευόδιο. Η ταφή βιαστικά, κάτω από βροχή, σε έναν λάκκο ρηχό, σκαμμένο με το φτυάρι πλάι στο δρόμο. Οι συγγενείς απαρηγόρητοι, ένιωθαν τύψεις, που έθαβαν τους ανθρώπους τους αδιάβαστους κι αθύμιαστους, έξω από τα έθιμα και τις χριστιανικές τους παραδόσεις. Όμως, δεν ήταν ώρα για χασομέρια. Με πόνο ψυχής, έκαναν τον σταυρό τους και με ένα βιαστικό «Αιωνία η μνήμη!», «Θεός σχωρέσ’ τον!», η φάλαγγα ξεκινούσε πάλι τη βουβή και πένθιμη πορεία της. Και δεν ήταν λίγοι, ιδίως γέροντες, που, μέσα στην απόγνωσή τους απ’ την απώλεια της πατρίδας και το μαρτύριο που περνούσαν, μακάριζαν τους πεθαμένους: «Αυτοί μπάρεμ απόμναν στην Πατρίδα. Εμείς δεν ξέρμε, νε πού θα ζήσμε, νε πού θα πεθάνμε».
Γεώργιος Μάνος
Προδημοσίευση
Στις φωτογραφίες:
1. Μονάδες του Γ΄ Σώματος Στρατού αποβιβάζονται στις 5 Σεπτεμβρίου 1922 στη Ραιδεστό, προερχόμενες από την Πάνορμο της Μικράς Ασίας..
2. Η Ραιδεστός πλημμυρισμένη από στρατό και Μικρασιάτες πρόσφυγες στις αρχές Σεπτεμβρίου 1922. Το μεγάλο κτίριο είναι το Μητροπολιτικό Μέγαρο της Μητρόπολης Ηρακλείας και Ραιδεστού.
1923. Βάρη. Ο κεντρικός δρόμος, τα Βλάχικα όπως λέμε σήμερα. Επιχρωματισμός Αλέξανδρος Γέροντας.
1926. Θεσσαλονίκη. Η λεωφόρος Νίκης χωρίς πολυκατοικίες. Η γραμμή του Τραμ αφαιρείται και κατασκευάζεται το πεζοδρόμιο.
1920 (δεκαετία). Κορυτσά.
Σωφεράντζα και χαμάληδες, δεκαετία του '20 (1920-29), εν Αγρινίω
"Ξεφόρτωμα καπνών" στην οπίσθια είσοδο των καπναποθηκών "Παπαπέτρου" στο Αγρίνιο την δεκαετία του '20(1920-29). Συμβολική η φωτογραφία για την πόλη του Αγρινίου ως "πόλη του καπνού"κάποτε. Μια χρυσή εποχή για τo Αγρίνιο τότε, μιας και το πικρό βοτάνι ήταν το σήμα καταταθέν, το προϊόν που ανέδειξε το Αγρίνιο,σε μια πόλη που ήκμασε τόσο οικονομικά, όσο και πληθυσμιακά. Το 1920 οι κάτοικοι ανέρχονταν σε 11.267, το 1928 ο πληθυσμός αυξήθηκε σε 16.735 σχεδόν κατά 50%. Η σημαντική αυτή αύξηση του πληθυσμού έχει να κάνει και με την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων. Η άφιξη των προσφύγων στο Αγρίνιο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπήρξε σταδιακή, ξεκινώντας από το 1922 έως το 1924. . Το Αγρίνιο με την εγκατάσταση του προσφυγικού στοιχείου, αναδεικνύεται πλέον σε μεγάλο κέντρο καπνού, όπως ο Πειραιάς, ο Βόλος, η Καβάλα, η Καλαμάτα, η Ξάνθη και η Δράμα. Οι Μικρασιάτες ήταν γνώστες όχι μόνον της καλλιέργειας αλλά και της επεξεργασίας του καπνού και φυσικά ως πρόσφυγες τότε αποτελούσαν ένα φτηνό εργατικό προσωπικό. Σε κάθε γωνιά της πόλης υπήρχαν καπνομάγαζα επεξεργασίας. Έτσι και οι καπνεργάτες και όσοι γενικότερα είχαν σχέση με την επεξεργασία, την μεταφορά και το εμπόριο του καπνού αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη της αγοράς.
Σήμερα βέβαια, όλα έγιναν άυλη ιστορία για την πόλη, απέμειναν μόνον ως ανταμοιβή κάποιες επιδοτήσεις για συγκεκριμένους συμπολίτες που είχαν άδεια πάλαι ποτέ για την καλλιέργεια των καπνών(ας με επιβεβαιώσει κάποιος αν χορηγούνται ακόμη από τον “αμαρτωλό” ΟΠΕΚΕΠΕ).
Ας σημειωθεί ότι το επιβλητικό αυτό κτήριο για την πόλη του Αγρινίου είναι δημιούργημα Γερμανών μηχανικών στα 1923 και η μορφολογία του παραπέμπει αρχιτεκτονικά στο ύφος της Art Deco.
Οι καπναποθήκες λειτούργησαν από την ίδρυσή τους ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 περίπου.
Το 1992 με απόφαση του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ και με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν διατηρητέες.
Το 2002 αγοράστηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να αξιοποιηθούν ως μουσείο.
Στο συμβόλαιο πώλησής του περιγράφονται με λεπτομέρεια οι χώροι των συγκεκριμένων αποθηκών.
«…Ημιυπόγειο 1417 τετραγωνικών μέτρων, ισόγειο 1383 τετραγωνικών μέτρων, πρώτο όροφο 1775 τετραγωνικών μέτρων, δεύτερο όροφο 1383 τετραγωνικών μέτρων και τρίτο όροφο 1175 τετραγωνικών μέτρων ήτοι σύνολο 6536 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Κατασκευάστηκαν από τον πολιτικό μηχανικό Κων/νο Καζαντζή…»
Κατά την περίοδο της Κατοχής επιτάχθηκαν από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως φυλακές.
Το 1946 οι καπναποθήκες επαναλειτουργούν για δύο χρόνια με περιορισμένης κλίμακας παραγωγή και την δεκαετία του ‘50 μετατράπηκαν σε σχολή χωροφυλακής.
Κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 ένα μέρος του εξωτερικού χώρου πουλήθηκε (εκείνο στο οποίο υπήρχαν τα μικρά σπίτια) και οι καπναποθήκες παραχωρούνται με ενοίκιο ως αποθήκη του συνεταιρισμού ελαιών της Αγροτικής Τράπεζας, αποθήκη των καπναποθηκών Ιωαννίδη, των Αφων Ηλιού και των Αφων Παναγόπουλου μέχρι την οριστική εγκατάλειψη του χώρου τη δεκαετία του ’80.
Το κτήριο έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας με τις Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3392/49682/21.11.90 (ΦΕΚ 785/Β΄/13.12.90 και ΦΕΚ 468/Β΄/28.6.91) και ΥΠΕΧΩΔΕ/59717/3089/6.5.1992 (ΦΕΚ 546/Δ΄/2.6.1992).
Σήμερα, το συγκρότημα ανήκει στο ΥΠΠΟ έπειτα από την Υπουργική Απόφαση με αρ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛ/Φ.60/56961/1174/22.10.2001, με την οποία πραγματοποιήθηκε απευθείας εξαγορά του για αρχαιολογικούς – μουσειακούς λόγους, και συγκεκριμένα για την ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου.
Βέβαια σήμερα, χάσκουν εγκαταλελειμμένες μέχρι να υλοποιηθεί η Υπουργική Απόφαση για μετατροπή σε μουσείο.
Στην εν λόγω φωτογραφία διακρίνουμε τον σωφέρ γραβατωμένο και άνετο να απολαμβάνει την στιγμή σε σχέση με τους ζαλιγκωμένους χαμάληδες που μεταφέρουν τα καπνά.
Πηγή φωτογραφίας, συλλογή Σνούρ στο Μουσείο της Εργασίας στο Αμβούργο, https://www.fotoarchiv-reemtsma.de/images/fotos/09_Schnur/gross/schnur04.html
Συντάκτης του άρθρου, έρευνα και ©: Αλέξιος Γ. Κατεφίδης, εκπαιδευτικός, τέως υποδιευθυντής του Ελληνικού Λυκείου Νυρεμβέργης.
![]() |
1927 - 1931. Η Κύπρος, μέσα, από ένα μικρό τμήμα του αρχείου των φωτογραφιών της μεγαλονήσου, από την σουηδική εξερευνητική αποστολή.
Ο Αχμέτ Ζόγκου, γνωστός, ως βασιλιάς Ζόγκου, ήταν μακροπρόθεσμος στατιστικολόγος, ιδρυτής του νέου Αλβανικού κράτους. Ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας της Αλβανίας. Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1895 στο Burgajet, κοντά στο Μάτι, και πέθανε στις 9 Απριλίου 1961 στο Παρίσι.
Ο Ζόγκου ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στις αρχές του XX αιώνα και έγινε πρωθυπουργός της Αλβανίας σε νεαρή ηλικία. Αργότερα διετέλεσε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αλβανίας (1925-1928), πριν ανακηρυχθεί βασιλιάς των Αλβανών την 1η Σεπτεμβρίου 1928, και έγινε ο μόνος Αλβανός βασιλιάς στην σύγχρονη ιστορία.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ανέλαβε μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του αλβανικού κράτους, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της διοίκησης, του νομικού συστήματος και της εκπαίδευσης. Ωστόσο, η χώρα παρέμεινε εξαρτημένη από την ιταλική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, η οποία αργότερα οδήγησε στην κατοχή της Αλβανίας από τη φασιστική Ιταλία το 1939.
Μετά την κατάκτηση, το Πουλί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και έζησε στην εξορία μέχρι το θάνατό του. Πρόκειται για αμφιλεγόμενη, αλλά και σημαντική προσωπικότητα, που εκπροσωπεί τις προσπάθειες οικοδόμησης ενός ανεξάρτητου και σύγχρονου αλβανικού κράτους σε μια δύσκολη περίοδο.
Η Βασίλισσα Φρειδερίκη (ως Πριγκίπισσα Φρειδερίκη του Αννοβέρου) είχε πράγματι μια σύντομη συμμετοχή σε ναζιστική οργάνωση νεολαίας στη Γερμανία, πριν γίνει Βασίλισσα των Ελλήνων.
Συμμετοχή στη Ναζιστική Νεολαία:Το 1933, σε ηλικία 16 ετών, η Φρειδερίκη εντάχθηκε στη Jungmädelbund (Σύνδεσμος Νεαρών Κοριτσιών), η οποία ήταν το τμήμα της Χιτλερικής Νεολαίας (Hitlerjugend) για κορίτσια 10 έως 14 ετών, αν και η ίδια ήταν 16. Η οργάνωση για κορίτσια 14-18 ετών ονομαζόταν Bund Deutscher Mädel (BDM) (Σύνδεσμος Γερμανίδων Κορασίδων). Πηγές αναφέρουν ότι εντάχθηκε στην Jungmädelbund ή ότι η αντιπολίτευση αργότερα την κατηγόρησε ότι ανήκε στην BDM.Η ίδια αργότερα δήλωσε ότι η ένταξη ήταν υποχρεωτική, καθώς είχε γίνει νόμος ότι όλα τα παιδιά έπρεπε να εγγραφούν στο ναζιστικό κίνημα νεολαίας και ότι οι γονείς της δέχτηκαν επίσκεψη για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.Σύμφωνα με δική της μαρτυρία, αποχώρησε από την οργάνωση μετά από δύο εβδομάδες, μετά από συζήτηση με τον πατέρα της, ο οποίος της εξήγησε το πραγματικό νόημα της στολής, και αποφάσισαν από κοινού ότι θα ήταν καλύτερο να διακόψει κάθε δεσμό.Λίγο αργότερα, έφυγε από τη Γερμανία για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια στην Ιταλία.
Δράση (εντός της οργάνωσης):Λόγω της πολύ σύντομης συμμετοχής της (μόλις δύο εβδομάδες σύμφωνα με τη δική της αφήγηση), δεν υπάρχουν στοιχεία για οποιαδήποτε ουσιαστική ή ενεργή «δράση» της εντός της ναζιστικής νεολαίας.Οι γενικές δραστηριότητες των κοριτσιών στην BDM περιλάμβαναν σωματική άσκηση (γυμναστική, αθλήματα), μαθήματα οικιακής οικονομίας (ράψιμο, μαγειρική, νοσηλευτική), πολιτική εκπαίδευση με βάση τη ναζιστική ιδεολογία και συμμετοχή σε συγκεντρώσεις και τελετές, με σκοπό την προετοιμασία τους ως μελλοντικές συζύγους και μητέρες.
Μεταγενέστερες Επιπτώσεις.Το γεγονός ότι είχε υπάρξει μέλος της ναζιστικής οργάνωσης χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως κριτική εναντίον της από την αντιπολίτευση στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ειδικά μετά την άνοδό της στον θρόνο ως Βασίλισσα των Ελλήνων το 1947.Οι υποστηρικτές της αντέτειναν ότι η ένταξη ήταν αποτέλεσμα της υποχρεωτικής νομοθεσίας της εποχής στη Γερμανία και όχι προσωπικής της πεποίθησης, και ότι αποχώρησε σύντομα.
1934. Πειραιάς. «..Κάτω στα λεμονάδικα..».
Η φωτογραφία απεικονίζει ντάνα, από πλεούμενα, στο λιμάνι του Πειραιά. Είναι τραβηγμένη, στα «Λεμονάδικα», στην σημερινή “Ακτή Τζελέπη”.
Το πλεούμενο που επιβαίνουν ήταν το «Ευαγγελίστρια», ιδιοκτησίας του πατρός του Παναγιώτη Σκαρμούτσου, πρώην ιστιοφόρο, το οποίο είχε μετασκευαστεί σε πετρελαιοκίνητο. Στο φόντο, διακρίνουμε αστυφύλακα της Αστυνομίας Πόλεων, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος, με την τήρηση της τάξης. Στο βάθος και δεξιά, παρατηρούμε το άλογο του κάρου, από όπου παραλάμβαναν τα εμπορεύματα, προς φόρτωση. Οι αποθήκες, του φόντου, σήμερα, δεν υπάρχουν.
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1935 στο ίδιο σημείο που κάποτε δέσποζε η Έπαυλη του Κουμουνδούρου τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για το εντευκτήριο του Ναυτικού Ομίλου. Τα σχέδια του Ναυτικού Ομίλου εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Κίμων Λάσκαρη (Λαμία 1905 - Αθήνα 1978) ο οποίος κλήθηκε να κατασκευάσει ένα μεγάλο σε όγκο κτήριο εντός των περιορισμένων ορίων που έθετε η κορυφή του λόφου.
Η παραγγελία προς τον Λάσκαρη ήταν να απομακρυνθεί από τον νεοκλασικισμό στην οικοδομή η οποία θα έπρεπε να θυμίζει γέφυρα πλοίου.
Το 1936 οι εργασίες ανέγερσης του Ναυτικού Ομίλου ολοκληρώθηκαν. Ο θεμέλιος λίθος του κατατέθηκε τον Φεβρουάριο του 1935 από τον Αντώνη Μπενάκη και η αρχική του επωνυμία ήταν Ναυτικός Όμιλος Αθηνών. Ένα έτος αργότερα (1936) μετονομάστηκε σε Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος. Είχαν προηγηθεί ανασκαφές υπό την εποπτεία του Αρχαιολόγου Ι. Θρεψιάδη ύστερα από έγγραφο υπόμνημα του λογοτέχνη Αλέξανδρου Φωτιάδη, που αναζητούσε στοιχεία για να ταυτίσει το φαληρικό λιμένα της αρχαίας Αθήνας με τον λιμένα της Μουνυχίας. Στα δεξιά η Έπαυλη Βασιλειάδου η οποία σήμερα δεν υφίσταται. Να σημειωθεί πως ο Κ. Λάσκαρης μεταξύ άλλων σκηνογράφησε πολλά θεατρικά έργα κατά την προπολεμική περίοδο.
Ιούνιος 1936. Ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Μιάτσεσλαβ Μολότωφ κουβαλούν την τεφροδόχο του θανόντος Μακσίμ Γκόρκυ.
1937. Πειραιάς. Μαούνες, στο λιμάνι.
Ένας άντρας με τη γυναίκα του και τα 13 παιδιά του στη Λουιζιάνα. (1938).
1930 (δεκαετία). Αθήνα.
1930 (δεκαετία). Αθήνα. Ο Κωστής Παλαμάς, περιεργάζεται τα βιβλία, στην βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν.
1930 (δεκαετία). Η Ρόδος από το Μόντε Σμιθ, σε καρτ ποστάλ, επί Ιταλικής περιόδου.
1930 (δεκαετία). Η Ζάκυνθος.
"Είνε λυπηρόν, αλλά αληθές, οτι μέχρι σήμερον ο Τουρισμός ηγνόησε τελείως την ωραιοτέραν των ελληνικών νήσων, ήτις και εξοχάς λαμπράς έχειν και επαύλεις καταλλήλους δι ενοικίασιν εις παραθεριζούσας οικογενείας και ξενοδοχεία υποφερτά, ως λ.χ. το παρά την αποβάθραν ξενοδοχείον "η Ζάκυνθος", τελείως ανακαινισθέν εσχάτως, το οποίον ο Τουρισμός σκοπεύειν να ενισχύση δια κατασκευής δυο λουτρών απαραιτήτων δια τους ξένους και τόσα άλλα πλεονεκτήματα τουριστικά. Το κυριώτερον είνε η θαυμασία πλαζ του Λαγανά, ημίωρον απέχουσα της πόλεως, μοναδική εις την Μεσόγειον και ανωτέρα του Μοντέλου του Παλέρμου. Εκεί πρέπει να κτισθή ξενοδοχείον με λογικάς τιμάς, το οποίον θα προσελκύση πολύ κόσμον εκ του εξωτερικού και θα κινήση την προσοχήν των επισκεπτωμένων ξένων, φυσιολατρών και διανοουμένων, καθότι εν Ζακύνθω υπάρχει πλούτος αφάνταστος μεσαιωνικών και βυζαντινών κειμηλίων αξιοθεάτων."
Απόσπασμα από αφιέρωμα για την Ζάκυνθο, σε φύλλο της εφημερίδας "Βραδυνή" της 19ης Οκτωβρίου του 1935.
Φωτογραφία κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941, η οποία φωτογραφία εμφανίζει τον τότε διάδοχο Παύλο να παρασημοφορεί Έλληνα ήρωα μαχητή.
Μια φωτογραφία που στοιχειώνει, τραβήχτηκε από μονάδα προπαγάνδας της Βέρμαχτ, δείχνει έναν Εβραίο να κακοποιείται από ντόπιους Ουκρανούς κατά τη διάρκεια του πογκρόμ. Αποτυπώνει τον τρόμο και τη σκληρότητα που προκαλείται σε αθώους πολίτες, απεικονίζοντας το ανθρώπινο κόστος του μίσους, της προκατάληψης και της προπαγάνδας.
Τον Ιούλιο του 1941, λίγο μετά την κατάληψη του Λβιβ ο Γερμανικός στρατός (τότε στην Πολωνία, τώρα στην Ουκρανία), ξέσπασαν κύματα βίαιων αντιεβραϊκών επιθέσεων, γνωστών ως Lviv Pogroms. Χιλιάδες Εβραίοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά δέχθηκαν βάναυσα επίθεση, ταπεινώθηκαν και δολοφονήθηκαν.
Τα Lviv Pogroms δείχνουν πώς ο φόβος και η υποκίνηση μπορούν να κλιμακωθούν σε ακραία βία, διαλύοντας τις κοινότητες και αφήνοντας διαρκείς ουλές.
Ιστορικά Γεγονότα
Χρονολόγιο: 30 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1941
Θύματα: Υπολογίζεται ότι 4.000+ Εβραίοι σκοτώθηκαν, με πολλούς περισσότερους κακοποιημένους και εξευτελισμένους.
Δράστες: Γερμανικές δυνάμεις, Einsatzgruppen και τοπικοί συνεργάτες.
Μετά: Οι επιζώντες περιορίστηκαν στα γκέτο και αργότερα απελάθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Τα Lviv Pogroms αποκαλύπτουν τις καταστροφικές συνέπειες του ανεξέλεγκτου μίσους και της προπαγάνδας. Η ανάμνηση αυτών των γεγονότων τιμά τα θύματα και μας υπενθυμίζει τη σημασία της ενσυναίσθησης, της ανοχής και της αντιστάθμισης σε όλες τις μορφές της.
Η Σφαγή στα Άνω και Κάτω Κερδύλια Σερρών, το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1941, πριν 84 χρόνια, αποτελεί ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί, στην χώρα μας, κατά την διάρκεια της Κατοχής, καθώς 235 άμαχοι κάτοικοι των δύο γειτονικών χωριών, κυρίως, άνδρες, ηλικίας 15-60 ετών και μαζί τους, αμούστακα παιδιά, εκτελέστηκαν, από άνδρες της γερμανικής Βέρμαχτ, ως αντίποινα, για την δράση ανταρτών, στην περιοχή και για την βοήθεια των κατοίκων, προς αυτούς.
MACK NM mod.1940-1944. Μεταφορά μετασχηματιστή στήν Θεσσαλονίκη.(Voutas S.A).
Απρίλιος 1941. Αιχμάλωτοι πολέμου Έλληνες στρατιώτες που ανήκουν στην φρουρά του Οχυρού Εχίνος βαδίζουν στους δρόμους της Ξάνθης υπό την συνοδεία των Γερμανών στρατιωτών. Θα μετεφερθούν στο σημερινό στρατόπεδο Αποστολίδη όπου θα απελευθερωθούν μετά τις 5 Μαίου 1941 ύστερα από διαταγή του Χίτλερ. (Bundesarchiv).
1943. Μέση Ανατολή. Έλληνες σμηνίτες.
Στις Συκιές Άρτας, ένα μικρό χωριό 16 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης, η ναζιστική θηριωδία χτύπησε με τρόπο που σημάδεψε για πάντα την τοπική ιστορία. Το χωριό, χωρισμένο σε δύο συνοικισμούς, τον Αγρίλλο και την Κόπραινα, κοντά στον Αμβρακικό κόλπο, βρέθηκε στο στόχαστρο των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Οι κατακτητές πίστευαν ότι μέσω του λιμανιού της Κόπραινας μεταφέρονταν τρόφιμα και εφόδια προς τις αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή. Αυτό στάθηκε η αφορμή για ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα πολέμου που γνώρισε η Ήπειρος.
Η μέρα της σφαγής
Τα ξημερώματα της 6ης Οκτωβρίου, ισχυρή γερμανική δύναμη κύκλωσε το χωριό. Με τη βία συγκέντρωσαν τους άνδρες στο μαγαζί του Θεοδόση Παπανίκα, ενώ άλλοι στρατιώτες έκαναν το ίδιο και στον συνοικισμό Αγρίλλο. Συνολικά περισσότεροι από 100 χωρικοί συγκεντρώθηκαν στη θέση «Βαρκό». Εκεί, οι Γερμανοί τους έγδυσαν, λεηλάτησαν τα υπάρχοντά τους και άρχισαν να τους απειλούν με εκτέλεση. Μέσα στην απόγνωση, ο δάσκαλος του χωριού, Αριστείδης Σκούρτης, φώναξε: «Παιδιά, θα μας σκοτώσουν! Βάλτε το στα πόδια – όσοι προλάβουμε!» Οι χωρικοί διασκορπίστηκαν τρέχοντας μέσα στα χωράφια, όμως οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ. Πολλοί σκοτώθηκαν επιτόπου, ενώ όσοι πρόλαβαν να σωθούν κρύφτηκαν στα γύρω ρέματα και δάση.
Οργή, λεηλασία και φωτιά
Η γερμανική μανία δεν σταμάτησε εκεί. Οι στρατιώτες μπήκαν στο χωριό και έκαψαν σπίτια, λεηλάτησαν προίκες και στάβλους, έκλεψαν κοπάδια, σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι βίασαν μια ανάπηρη γυναίκα και σκότωσαν ένα βρέφος, ενώ αναζητούσαν τον ιερέα του χωριού, που σώθηκε κρυμμένος μέσα σε φούρνο. Σύμφωνα με τις καταγραφές της εποχής, 35 άμαχοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ, ανάμεσά τους κάτοικοι από τις Συκιές, το Κομπότι, το Κομμένο και άλλα γειτονικά χωριά. Η σφαγή των Συκιών έμεινε χαραγμένη στη συλλογική μνήμη ως ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της κατοχής στην Ήπειρο.
Το χωριό μετά την φρίκη
Μετά την σφαγή, οι Γερμανοί άρπαξαν πάνω από 2.000 πρόβατα και 500 βόδια, τα οποία μετέφεραν, στην Άρτα. Για πολλές ημέρες, επέστρεφαν, στο χωριό, για να λεηλατήσουν ό,τι είχε απομείνει. Οι Συκιές έμειναν, σχεδόν, ισοπεδωμένες.
Οι επιζώντες, λίγοι και βαθιά τραυματισμένοι, ξαναέχτισαν τα σπίτια τους από την αρχή, προσπαθώντας να συνεχίσουν τη ζωή τους πάνω στα αποκαΐδια. Το χωριό δεν ξαναγύρισε ποτέ στην παλιά του ζωντάνια.
Μνήμη και χρέος.
Κάθε χρόνο, στις 6 Οκτωβρίου, οι κάτοικοι των Συκιών και των γύρω χωριών τελούν επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη των θυμάτων. Η θυσία εκείνων των απλών ανθρώπων αποτελεί κομμάτι της ιστορικής συνείδησης της Άρτας και της Ηπείρου.
Ta Νea tis Mikrospilias 24.
Ιάπωνες αλεξιπτωτιστές του Αποσπάσματος Αερομεταφερόμενης Επιδρομής Καόρου βρίσκονται μέσα σε αεροσκάφος L2D στις 26 Νοεμβρίου 1944.
Η φιγούρα στον διάδρομο με γυαλιά έχει αναγνωριστεί ως ο Υπολοχαγός Takashi Kaku.
Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγο πριν τη μοναδική αποστολή του αποσπάσματος, Επιχείρηση Gi, στο Leyte.
Η αποστολή που κατέληξε σε πλήρη καταστροφή!
Ένα μήνα τον βασάνιζαν τον Ζήση στην οδό Μέρλιν. Η μάνα του τριγυρνούσε ολομερίς εκεί γύρω μ’ ένα τενεκεδάκι φαγητό, μια κουβέρτα και μιαν αλλαξιά ρούχα. «Απαγορεύεται», της λέγαν, «Φερμπότεν»! Μα κείνη δεν το ’παιρνε απόφαση. Και ξαναγύριζε την άλλη μέρα, και σερνότανε στα σκαλοπάτια της Γκεστάπο βυθισμένη στις σκέψεις της: «Κάπου εδώ θα πάτησε και το παιδάκι μου. Πίσω απ’ αυτά τα παράθυρα θ’ ανασαίνει…».
Μια μέρα δέχτηκαν ρούχα και φαγητό. Η κυρία Χαρίκλεια αναθάρρεψε: Δεν χάθηκαν ακόμα όλες οι ελπίδες, όχι δε χάθηκαν. Ήθελε τόσο να ελπίζει! Πίστευε κάθε πληροφορία, φτάνει να ’ταν αισιόδοξη. Της λέγαν : «Δεν θα εκτελεστεί αυτή η φουρνιά, γιατί…». «Τα γιατί» ήταν παράλογα. Μα η καρδιά τής μάνας τα μάζευε, τα ταχτοποιούσε και κει πάνω στήριζε τη δύναμη της αντοχής της. «Είναι και αυτή η υγρασία εκεί στα υπόγεια – έλεγε μέσα της. Θα του κάνει κακό στο κομμένο πόδι του και στα τρυπημένα πνευμόνια του». Και σκιαζόταν την υγρασία την ώρα που τα πυρωμένα σίδερα, τα στεφάνια και τα συρματόσχοινα των βασανιστών, του σακάτευαν το κουτσουρεμένο του κορμί.
Ήταν τραγικό να ξέρεις τη βαριά μοίρα του Ζήση και να την ακούς ν’ αναρωτιέται: «Να το πήρε το παιδί το μαγειρεμένο φαγάκι που του ’στειλα; Να του άρεσε που τηγάνισα πατάτες; Αχ ! Να φάει λίγο να στηλωθεί…» Και θυμόταν την ευτυχισμένη μέρα, που ο Ζήσης της έφερε για πρώτη φορά στο τραπέζι τη Νιόβη. «Έλα να δεις τι νόστιμα μαγειρεύει η μάνα μου, της είπε. Όταν θα παντρευτούμε δε θα πρέπει να της αναθέσουμε την κουζίνα, γιατί θα μας μεταβάλει σε κοιλιόδουλους». Κ’ ύστερα σιγόκλαιγε κι έλεγε, σπαραχτικά. «Ζήση, Ζήση μου, παλικάρι μου ! Μ’ ακούς; Πως περνάς, παιδί μου, κλειδωμένο σ’ αυτόν τον Άδη με τους κτηνανθρώπους, τους σταυρωτήδες, τους αντίχριστους; Θε μου! Προστάτεψέ το ! Σώσε το».
Ήταν φορές που την παράσερνε ο εσωτερικός της μονόλογος, κι έφτανε ως τη μύτη του σκοπού. Γύριζε τότε και κοίταζε τον ξένο στρατιώτη. Είχε κι αυτός ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μάτια, μύτη, στόμα, χέρια… Είχε κι ένα ωραίο κεφάλι με χρυσά μαλλιά. Θα είχε ίσως και καρδιά… Θα είχε και κάποια μάνα, που θα τον περίμενε κάπου και θα λαχταρούσε γι’ αυτόν μη της σκοτωθεί…Τι ήταν λοιπόν κείνο που τον εμπόδιζε να καταλάβει τις άλλες μάνες και τον μετέβαλε σε κτήνος, έτοιμο να πατήσει την αρβύλα του πάνω στα στήθια της; « Ω, Θε μου! Θε μου! Λυπήσου τα παιδιά του κόσμου! Λυπήσου και το δικό μου το παιδί, που στην καρδιά του φύτρωσε μονάχα η αγάπη… Λυπήσου και μένα την ταπεινή σου δούλη…»
Μια μέρα της φώναξαν μέσα και της δώσαν ένα δέμα με ρούχα του Ζήση. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε κάτι δικό του. Τ’ άρπαξε από τα χέρια του δεσμοφύλακα και βγήκε τρεχάτη. Νόμισε πως της χάρισαν τον ουρανό. Έσφιγγε το μπογαλάκι στο στήθος της λες κι ήταν νιόγεννο μωρό. Τα δάχτυλα της τα χάιδευαν. Κάτι από κείνον! Κάτι που έντυσε το βασανισμένο του κορμί! Κάτι που θα ’χε το άρωμα του… Δεν άντεχε να περιμένει ως να φτάσει στην Κοκκινιά. Σκέφτηκε να πάει στο Βασιλικό Κήπο να τ’ ανοίξει. Μα, όχι, δεν θα ’ταν φρόνιμο. Μάτια αόρατα και ύπουλα ήταν παντού και κατασκόπευαν. Θυμήθηκε τις παλιές ορμήνειες του Ζήση… Αν της έστελνε κανένα κρυφό μήνυμα, χωμένο στο γιακά, στα μανικέτια; Αν έγραφε κάτι σοβαρό, που έπρεπε να το τρέξει στους φίλους του;
Τράβηξε κατά τη Σόλωνος, όπου καθόταν μια ξαδέρφη της. Τα πόδια της κάναν φτερά. Χρόνια είχε να νιώσει τέτοια σβελτάδα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας, δίχως να λαχανιάσει και σαν είδε, πως λείπαν όλοι από το σπίτι, κάθισε έξω από την πόρτα κι άνοιξε το δεματάκι. Το χέρι της άρπαξε το πρώτο πουκάμισο. Το φως ήταν λιγοστό, μα η αφή την τρόμαξε. Δεν ήταν ρούχο εκείνο. Ήταν κάτι κοκαλιασμένο, σα να το πέρασαν σε κοκκινόμαυρη κόλλα. Σηκώθηκε ορθή. Ανοιγόκλεινε τα μάτια της, μήπως κι ήταν δικό τους το φταίξιμο. Το ’φερε στη μύτη της πολλές φορές. Το αναποδογύρισε στα χέρια της, τρελή από αγωνία. Πλησίασε στο φως κι είδε αίμα. Αίμα! Αίμα! Άρπαξε και το δεύτερο ρούχο κι ήταν κι αυτό ματωμένο, σκισμένο. Πέταξε μια κραυγή τρόμου και λιποθύμησε.
Σα συνήλθε μάζεψε τα ρούχα και βάλθηκε να τρέχει πάλι πίσω στην οδό Μέρλιν. Μα τα πόδια της δεν πήγαιναν. Η ανάσα της κοβόταν. Στεκόταν κάθε λεπτό και ρουφούσε αέρα, μην πνιγεί απ’ τη δύσπνοια. Μουρμούριζε σαν παραλοϊσμένη κι έριχνε γύρω της αγριεμένες ματιές. Ένιωθε την καρδιά της φουρτουνιασμένη, ετοιμοπόλεμη.
Χύμηξε πάνω στο φρουρό που την εμπόδισε να μπει στη Γκεστάπο. Μούγκριζε, έβγαζε αφρούς κι άναρθρες κραυγές. Έφερε στα μάτια του ξένου φαντάρου τα ματωμένα πουκάμισα. Κείνος την έσπρωξε. Παραπάτησε κι έπεσε κάτω. Σηκώθηκε κι άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές τον απαίσιο τοίχο, που έκρυβε τα μαρτύρια του παιδιού της.
– Φονιάδες! Καταραμένοι! φώναζε. Τι μου κάνετε το παιδί μου! Ανθρωποφάγοι! Πιάστε με, λοιπόν. Δε μ’ ακούτε που σας βρίζω; Χώστε με μέσα! Ρίξτε μου μια σφαίρα, σκυλιά! Ματώστε εμένα, όχι αυτό, όχι!
Ο κόσμος κοντοστεκόταν. Μάντευε κι έσφιγγε τα δόντια. Μια κοπέλα περαστική, φώναζε στους διαβάτες:
– Πρέπει να την πάρουμε από δω τη γυναίκα∙ θα τη συλλάβουν.
Πλησίασε και τράβηξε με κόπο την κυρία Χαρίκλεια. Της μίλησε γλυκά, στοργικά. Της είπε πως αυτή θα βοηθούσε, εκεί που πρέπει, για να βοηθήσουν το παιδί της. Πέρασε το μπράτσο της στο αλύγιστο χέρι της μάνας.
– Ελάτε, της είπε. Πρέπει να φύγουμε απ’ εδώ. Δεν κάνει να βλέπουν τον πόνο μας. Αυτό επιζητούν. Για αυτό σας τα δώσαν τούτα τα ρούχα.
Η κυρία Χαρίκλεια άκουγε.. Έριχνε μικρές θολές ματιές στο κορίτσι. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Δεν έκλαιγε. Έκανε βήματα μηχανικά. Πατούσε σε ματωμένα πουκάμισα. Η κοπέλα, της είπε, πως δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Έπρεπε να τρέξει, να φροντίσει. Τούτες ήταν οι μόνες κουβέντες που κατάλαβε.
Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν… Και η κυρία Χαρίκλεια έπαιρνε συχνά ματωμένα πουκάμισα. Μα δεν ήταν πράμα τούτο να το συνηθίσει. Και μια μέρα, βρήκε μέσα στην καστανιά με τ’ αποφαγούδια δυο δόντια, δυο λαμπερά δόντια κι ένα κομμάτι κρέας, αλλόκοτο, μαυρισμένο ! Τότε η γειτόνισσα, η κυρία Ζωή, είπε ψιθυριστά :
– Καλέ, αυτό είναι γλώσσα! Ανθρώπινη γλώσσα! … Θεός φυλάξει.
Ήταν το τελευταίο μήνυμα του Ζήση! Ούτε ρούχα, ούτε καστανιά ξαναπήρε η κυρία Χαρίκλεια. Ούτε και που δέχτηκαν ξανά φαγητό.
– Τον σήκωσαν από δω, της είπαν.
Το ίδιο εκείνο βράδυ οι τοίχοι της Κοκκινιάς γέμισαν με πελώρια συνθήματα: «Ο Ζήσης Δρόγας εκτελέστηκε! Δόξα και τιμή στον άξιο γιο της Ελλάδας!»
Οι καμπάνες στην Κοκκινιά χτυπούσαν συναγερμό. Κι οι νέοι Ζήσηδες τρέχαν, να πάρουν τη θέση του χαμένου αγωνιστή στο ταμπούρι της λευτεριάς…
Διδώ Σωτηρίου – Η μάνα του αγωνιστή
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=464346421922243&set=pb.100050406673230.-2207520000&type=3
9/10/1944. Μόσχα. Ο Winston Churchill και ο Ιωσήφ Στάλιν, κατά την διάρκεια της σύσκεψης, όπου καθορίστηκαν (σε χειρόγραφη χαρτοπετσέτα, από τον Βρετανό πρωθυπουργό, που αποδέχθηκε ο οικοδεσπότης) τα ποσοστά, στα Βαλκάνια. Ομως, αυτό δεν ήταν η αρχή του τέλους. Ηταν η αρχή μιας αιματηρής αρχής..
1945. Βερολίνο, λίγο πριν την κατάληψη, από τον Κόκκινο Στρατό.
8/5/1945. Ευρώπη. Χάρτης, με τις θέσεις των γερμανικών στρατευμάτων.
PoW βρέθηκε να κρύβεται τρία χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το φθινόπωρο του 1944, ο Ουκρανός αιχμάλωτος πολέμου Βασίλι Ραμπόφσκι δραπέτευσε από το στρατόπεδο των Βογγών κοντά στο Levanger της Νορβηγίας.
Για δύο σκληρούς χειμώνες, επέζησε μόνος του στα δάση, αντέχοντας το ακραίο κρύο και την απομόνωση. Το 1947, ο Ραμπόφσκι ανακαλύφθηκε σε έναν αχυρώνα στην Μπυμάρκκα του Τρόντχαϊμ, σε κατάσταση τρόμου, αδυναμίας και ντυμένος με κουρέλια.
Η φωτογραφία που τραβήχτηκε εκείνη την ημέρα, τον δείχνει καθώς τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο. Αγνοώντας το πέρασμα του χρόνου, δεν γνώριζε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει. τον πήρε η αστυνομία και τον έστειλε στο νοσοκομείο. Δεν ήξερε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει.
1947 - Ορκωμοσία πρώτης μεταπολεμικής σειράς Λιμενοφυλάκων. Η κατάταξή της έγινε το 1946 στην Έπαυλη Μαυρομιχάλη στην οδό Καραγεώργη Σερβίας στην Καστέλλα συστεγαζόμενοι με τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων Ύδρας λόγω καταστροφή των δικών της εγκαταστάσεων στην Ύδρα. Οι Λιμενοφύλακες κατά την διάρκεια της εκπαίδευσής τους λόγω έλλειψης χώρου εντός της σχολής, για το μάθημα της γυμναστικής εξέρχονταν της Έπαυλης Μαυρομιχάλη εκτελώντας ασκήσεις στους δρόμους της Καστέλλας και στον όρμο του Τουρκολίμανου.
Για την Έπαυλη Μαυρομιχάλη ως σχολή εκείνη την περίοδο στο σύνδεσμο:
https://pireorama.blogspot.com/2019/07/epayli-mavromihali.html
Στις 10 Οκτωβρίου 1947, ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό, το κομμουνιστικό καθεστώς σκότωσε μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της γενιάς των Αλβανών διανοουμένων, τον Δρ Ενβέρ Ζαζάνι.
Ήταν, μόνο, 38 ετών. Ένας γιατρός εκπαιδευμένος, στην Γαλλία, ένας πατριώτης, που είχε αγωνιστεί, για την ελευθερία, αλλά που κατέληξε θύμα μίσους και παράνοιας της δικτατορίας.
Ο Ενβέρ Ζαζάνι γεννήθηκε, στο Αργυρόκαστρο, το 1909.
Αποφοίτησε, με εξαιρετικά αποτελέσματα, από το Korça Lyceum, και στην συνέχεια, παρακολούθησε ανώτερες σπουδές, στο Μονπελιέ και την Λυών, όπου ειδικεύτηκε, στην παθολογία και την ακτινολογία.
Ένας νέος άνθρωπος, γεμάτος ιδεαλισμό, πολιτισμό και αγάπη, για την Αλβανία.
Στην Γαλλία, ήταν μέλος του κλάδου της Εθνικής Απελευθέρωσης των Αλβανών της Λυών και συνέβαλε, στην διάδοση των ιδεών, για ελευθερία και δημοκρατία.
Μετά την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη, ο Ζαζάνι συμμετείχε, στην ομάδα της Κρούγια, τον Ισμ και τον Πέζα, μαζί με τους αγωνιστές της ελευθερίας.
Μετά την απελευθέρωση, το 1945, εκλέχθηκαν βουλευτές, στο κοινοβούλιο της Αλβανίας.
Σύντομα, όμως, αυτός και άλλοι συνάδελφοι, που τόλμησαν να σκεφτούν το αντίθετο, ανακηρύχθηκαν "εχθροί του λαού", από τον ίδιο τον Enver Hoxha.
Συνελήφθη, βασανίστηκε και μετά πυροβολήθηκε.
Στις 10 Οκτωβρίου 1910, γεννήθηκε, στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλβανός μηχανικός Ρίζα Αλιζότι, γιος του Φεζί Αλιζότι, μιας από τις πιο διάσημες οικογένειες της εποχής.
Αφού σπούδασε, στο Robert College και στνη Σχολή Harry Fultz, στα Τίρανα, συνέχισε, με κρατική υποτροφία, στην Αγγλία, όπου αποφοίτησε στην μεταλλευτική μηχανική, στο Camborne και στην συνέχεια, ειδικεύτηκε, στο Στρασβούργο.
Μετά την επιστροφή του, στην Αλβανία, εργάστηκε, στα ορυχεία Kucova και διακρίθηκε, για τον επαγγελματισμό και την αφοσίωσή του.
Το 1943, οι Ιταλοί τον φυλάκισαν, επειδή συμμετείχε, σε διαμαρτυρίες εργατών.
Τον Δεκέμβριο του 1945 τιμήθηκε, με το Εργατικό Τάγμα, αλλά, μόλις, δύο χρόνια αργότερα, το κομμουνιστικό καθεστώς τον ανακήρυξε εχθρό του λαού και σαμποτέρ.
Στις 10 Οκτωβρίου 1947, ακριβώς, ανήμερα των γενεθλίων του, ο Ρίζα Αλιζότι απαγχονίστηκε, δημοσίως, στο Κούτσοβο.
Μια φωτισμένη ζωή, που έσβησε άδικα, παραμένει, σήμερα, σύμβολο αλβανικής γνώσης, αξιοπρέπειας και θυσίας.
Φωτογραφία την 28-6-1948 στις Λιβανάτες Φθιώτιδας, στην οποία φωτογραφία διακρίνονται μετά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, αιχμάλωτοι του ΔΣΕ να συνοδεύονται από στελέχη του Ελληνικού Στρατού και της Βασιλικής Χωροφυλακής σε χώρους συγκεντρώσεως της περιοχής για φύλαξη και ανάκριση, ενώ άξιον παρατηρήσεως είναι το γεγονός πως διακρίνονται οι αιχμάλωτοι σε άθλια κατάσταση αφού είναι ρακένδυτοι και ξυπόλητοι.
Μαθήματα στυλ: Η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής στο Λος Άντζελες την δεκαετία του ‘40 : Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατίνα Παξινού βρισκόταν στο Λονδίνο όπου εμφανιζόταν στο θέατρο και έτσι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Έφυγε για την Αμερική στην οποία ταξίδεψε με ένα αντιτορπιλικό.
Εκεί έπαιξε με επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ, το έργο όμως που την επέβαλε σε διεθνή κλίμακα και που της χάρισε το 1944 βραβείο β’ γυναικείου ρόλου από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ήταν το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», μεταφορά του λογοτεχνικού έργου του Χέμινγουεϊ, που εξελισσόταν στον Ισπανικό Εμφύλιο στο οποίο υποδυόταν το ρόλο της φλογερής πατριώτισσας Πιλάρ. Ο Αλέξης Μινωτής με τον οποίο είχαν παντρευτεί το 1940 κατάφερε κατόπιν και εκείνος να φύγει από την Ελλάδα και να την συναντήσει στο Χόλιγουντ. Το 1946 ο Μινωτής έλαβε μέρος στη κινηματογραφική ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Υπόθεση Νοτόριους» μαζί με τον Κάρι Γκραντ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν ενώ την ίδια χρονιά συμμετείχε στην ταινία «Ο φυγάς» μαζί με την Μισέλ Μοργκάν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας τόσο εκείνος όσο και η Κατίνα Παξινού, με ρόλους σε ταινίες όπως «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» και «Ο θείος Σίλας», είχαν μια στρωμένη καριέρα . Το 1952 όμως αποδέχθηκαν την πρόταση του Εθνικού Θεάτρου και επέστρεψαν μαζί στην Ελλάδα για να μεγαλουργήσουν σε εμβληματικούς ρόλους του κλασσικού ρεπερτορίου και φυσικά στην Επίδαυρο. #elenasdiary #alexisminotis #katinapaxinou #greektheaterstories #goldengreeks
| Ελένη Βακαλό | 1921 - 9 Οκτωβρίου 2001 |
΄΄Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας΄΄ [Από τη Συλλογή Του κόσμου (1978).]
φωτο Frank Horvat 1956, Paris, Bois de Boulogne, prostitutes
ph Louis Stettner, Marchande de journaux - Paris 1951
1950 (αρχές δεκαετίας). Ζάκυνθος. Αριστερά, το πρακτορείο εκδόσεως εισιτηρίων και δεξιά, η αποβάθρα του λιμανιού.
2024 Γλαρέντζα (Clarentia, ή Clarence). Σημαντική οχυρωμένη πόλη, κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Τα ερείπιά της είναι, κοντ, στην Κυλλήνη.
Δυο φωτογραφίες από την Ιτέα αρχές της δεκαετίας του 50.
α) Η ταβέρνα του Λάζου (απέναντι από το βιβλιοπωλείο του Μπεχλιβανίδη), ήταν καθημερινός για πολλά χρόνια τόπος συνάντησης για μερικά ποτήρια κρασί με ελάχιστο μεζέ πολλών Ιτιωτών. Από αριστερά : ο Χωνάκης, ο ταβερνιάρης Λάζος, ο Μιχάλης Βορριάς και ο Αντώνης Σιτές.
β) Εποχή του μαζέματος της ελιάς. Ο Θύμιος Λάιος μεταφέρει με την άμαξα του Μήτσου από την Αγία Ευθυμία τις γυναίκες στο χωράφι. Η μόνη από την Ιτέα είναι η τελευταία , η Μαριάνθη Σιτέ, γυναίκα του Αντώνη Σιτέ το γένος Σακκαλή.(Αρχείο Λουκά Σακκαλή).
1952. Καβάλα.
1953. Η Ζάκυνθος., μετά τον σεισμό. Ο πόνος είναι, παντού, ο ίδιος, δεν κάνει διάκριση, ούτε, σε φυλή, ούτε, σε χρώμα.
Φωτογραφία του 1955 από την επίσημη επίσκεψη του Βασιλέα Παύλου και της Βασίλισσας Φρειδερίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατόπιν προσκλήσεως του Στρατάρχη Τίτο, όπου παρατηρούμε τον Βασιλέα Παύλο κατά την διάρκεια της επισκέψεώς του στο Πολεμικό Μουσείο του Βελιγραδίου να παρατηρεί το ‘’σφυροδρέπανο’’ διαβάζοντας την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας. Να σημειώσουμε πως η επίσκεψη αυτή του Ελληνικού Βασιλικού ζεύγους ήταν η αιτία ο Στρατάρχης Τίτο να αναθεωρήσει παλαιότερες αποφάσεις του και να επαναπατρίσει στην Ελλάδα δεκάδες παιδιά που βρίσκονταν εκεί σε χώρους συγκεντρώσεως από το παιδομάζωμα που είχε διαπραχθεί από τους συμμορίτες του ‘’ΔΣΕ’’ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1946-1949.
.
1955. Η Ζάκυνθος.
1956. Αθήνα. Η οδός Γαριβάλδη, με φόντο την Ακρόπολη.
1957. Αθήνα. Η οδός Πανεπιστημίου.
Άποψη της Νέας Αγοράς στο Μανδράκι της Ρόδου από τον προβλήτα του φάρου, σε καρτ ποστάλ δεκαετίας του 1950.
Στο τρούλο της αγοράς το ψαράκι και στον τρούλο της κεντρικής εισόδου η κορώνα.
Στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου στη Ρόδο, σε καρτ ποστάλ δεκαετίας του 1950 του Μαγγαφά. Στο βάθος, το Καστέλο.
Ο πύργος του Μονόφθαλμου Πειρατή Νικολού Σάσσαρη τη δεκαετία του 1950 στον Κάτω Μέζαπο της Μάνης.
Ο Νικολός ο Σάσσαρης ήταν ο ξακουσμένος μονόφθαλμος Μανιάτης πειρατής του 18ου αιώνα μ.Χ στο αρχιπέλαγος και σε όλη τη Μεσόγειο. Το έτος 1748 μ.Χ ο Liveri πρόξενος στα Κύθηρα αναφέρει, ότι στη Μάνη είχε αρματωθεί πειρατικό, που αρμένιζε με μαύρη σημαία .
Οι επιθέσεις του πειρατικού ήσαν πολλές και στόχευαν κυρίως πλοία μέτριας χωρητικότητας.. Το Φεβρουάριο του έτους 1749 μ. Χ. ο εν λόγω Μανιάτης πειρατής με τη φελούκα του παει στα Κύθηρα και κάνει ληστρική επιδρομή στις αποθήκες των Κυθήρων, όμως ένα γαλλικό καράβι, που ήταν ελλιμενισμένο, με κανονιοβολισμούς απομακρύνει τους πειρατές
Το 1750 μ.Χ. ο ίδιος Μανιάτης πειρατής, που τον αποκαλούσαν Μονόφθαλμο συνεχίζει τις επιθέσεις του εναντίον όλων των ναυτιλομένων αδιακρίτως εθνικότητας.
Ο Μονομάτης πειρατής ήταν ο Νικολός ο Σάσσαρης, ο οποίος με τη φελούκα όργωνε τις θάλασσες και αυτός ήταν που κατέλαβε πλοίο πλησίον της Μεθώνης και το οδηγούσε στη Μάνη, συνάντησε όμως τον προβλεπτή του βενετικού στόλου και εγκατέλειψε τη λεία του.
Ο Μονόφθαλμος για να γλιτώσει από το Βενετικό στόλο κατεύθυνε την πορεία του για τη Μάνη, όπου συναντήθηκε με Τούρκικο πλοίο, εγινε συμπλοκή μεταξύ τους και κατά τη συμπλοκή τραυματίστηκαν πειρατές από το τσούρμο του Νικολού, και ο ίδιος σκοτώθηκε.
Το πειρατικό με πολλές αβαρίες κατάπλευσε στον όρμο του Μεζάπου.
Ο Σάσσαρης καταγόταν από οικογένεια μεγάλη και ονομαστή, τους Σασσαριάνους, με ρίζες από τη Σαρδηνία. Οι Σασσαριάνοι ήταν προεστοί (άρχοντες) στη Μάνη.
Ο Σάσσαρης παντρεύτηκε μία γυναίκα μανιάτισσα. Έκανε μία κόρη. Δεν έκανε γιό. Και στη Μάνη αυτό ήταν πολύ βαρύ περιστατικό. Ξέρουμε ότι συγκρούστηκε με πολλά πλοία και ότι σκοτώθηκε πάνω στη μάχη.
Ο πύργος του μονόφθαλμου πειρατή Σάσσαρη έφτανε κάποτε σε ύψος τα 16 μέτρα. Σήμερα τα ερείπια δε θυμίζουν σε τίποτα τη μεγαλοπρέπεια εκείνης της εποχής. Στο εσωτερικό του είχε ειδικα υπόγεια για να κρύβονται οι Μανιάτες την εποχή της βεντέτας, ενώ μυστικοί διάδρομοι οδηγούσαν μέχρι τη θάλασσα. Εκεί μέσα σε σπηλιές ήταν κρυμμένες οι βάρκες αλλά και το καράβι του Μονόφθαλμου.
Ο πύργος του Σάσσαρη είχε κανόνια, τα οποία εκλάπηκαν ή πουλήθηκαν. Κάτοικοι θυμούνται ότι υπήρχε εντός του πύργου ένα σπαθί καρφωμένο στον τοίχο που χάθηκε καθώς το πάτωμα είχε πέσει κ ήταν δύσκολη η πρόσβαση.
Λέγεται ότι ο Σάσσαρης θέλοντας να κρύψει το θησαυρό του, είχε βρει μια σπηλιά που δε μπορούσε κανείς να προσεγγίσει. Από τη θάλασσα δεν υπήρχε πάτημα για να ανέβει. Πάνω από το βράχο ήταν πολύ απότομα για να κατέβει κάποιος. Μόνο ο Σάσσαρης που είχε λαξεύσει την πέτρα ήξερε πώς να φτάσει. Σύμφωνα με το θρύλο ο θησαυρός βρίσκεται κάπου εκεί... όμως κανείς δε μπορεί να τον προσεγγίσει. Άραγε πού να βρίσκεται το θησαυροφυλάκιο;
Το μοιρολόι του κουρσάρου έμεινε από τότε να το τραγουδούν στην Αποσκερή Μάνη και να θυμούνται το Μονόφθαλμο πειρατή και τη γενιά του. Και η Νικολού η Σασσαρινα (κανέλα ) σαν πέρασαν τα τρια χρόνια του πένθους, έκοψε τα μακριά μαλλιά, φόρεσε αντρικά ρούχα, ζώστηκε τα όπλα του άντρα της και ρίχτηκε στο πέλαγος. Έγινε κυρά στο τσούρμο του και καπετάνισσα στα πλοία του. Κούρσευε καράβια και νησιά και άφησε εποχή με τα ρεσάλτα της. Χτυπούσε τα βενετσιάνικα πλοία και κυριώς τα οθωμανικά και τα βύθιζε. Πολεμούσε σαν άντρας. Αλλά συλλογιζόταν σα γυναίκα και κυβερνούσε σα μανιάτισσα. Και πέθανε πάνω στη μάχη.
Γαρδενίτσα της Μάνης.
1950 (δεκαετία). Αθήνα. Η ηθοποιός Γκέλυ Μαυροπούλου, στα πρώτα της βήματα, στο θέατρο.
«Είμαι βέβαιος ότι η καταστροφή του πλανήτη άρχισε από τη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη.
Για την ακρίβεια, μέσα από την αυλή μας. Μέχρι τότε όλα ήταν καλά κι ωραία.
Υπήρχε χώμα παντού κι επομένως και λουλούδια.
Ακόμα και τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα και άχυρο.
Τραβώντας ένα κομματάκι άχυρο κατέβαινε ολόκληρος σοβάς.
Κι αν συνέχιζες, μπορούσες να ρίξεις και τον τοίχο.
Μικροί το συνηθίζαμε πολύ αυτό το παιχνίδι, μια και δεν είχαμε με τι άλλο να παίξουμε…
Ένα απόγευμα ο αδερφός της μάνας μου, που ήταν χτίστης, ήρθε στο σπίτι μ’ ένα τσουβάλι τσιμέντο από την οικοδομή όπου δούλευε και το ’ριξε στην αυλή.
Αυτό ήταν το πρώτο τσιμέντο που έβλεπα στη ζωή μου.
Και μαζί μ’ εμένα και πολλοί άλλοι από τη γειτονιά.
Στεκόμασταν όλοι γύρω γύρω και παρακολουθούσαμε εκστατικοί πώς το έστρωνε ο θείος μου σαν να άλειφε με βούτυρο μια μεγάλη φέτα ψωμί.
Μείναμε εκεί ώσπου έπηξε σβήνοντας για πάντα τις πατημασιές από τις ξαδέρφες μου. Και την ανάσα της αυλής, όμως αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα.
Μετά από λίγες μέρες τσιμέντωσε το δάπεδο του αποχωρητηρίου.
Και κάποτε όλο το σπίτι.
Μια μέρα ήρθαν κάτι άνθρωποι και πριόνισαν τα κλωνάρια του γερο-πλάτανου που χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία. Οι κάργες που φώλιαζαν χρόνια στην κουφάλα του πέταξαν κατατρομαγμένες και από τότε δεν ξαναείδα τέτοια πουλιά. Συνέχισαν με τον κορμό του και στο τέλος τον ξερίζωσαν τελείως.
Παρακολουθούσαμε πάλι όπως τότε με το τσιμέντο, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, επειδή στο διαμελισμό και στο ξερίζωμα έκανε κουμάντο ο κυρ Χαράλαμπος, παλιός χωροφύλακας, αλλά μπορούσε ακόμα να στέλνει όποιον ήθελε φυλακή.
Ώσπου πέθανε ήταν επίτροπος στην εκκλησία.
Μετά ήρθε η σειρά της μαρμάρινης βρύσης, που ήταν δίπλα στον πλάτανο και ξεδιψούσαν παιδιά και περαστικοί…
Σήμερα το μόνο που έχει μείνει από το δρόμο μας είναι τ’ όνομά του.
Συνεχίζει να λέγεται οδός Μουσών, αλλά σχεδόν όλες οι μούσες έχουν πεθάνει. Απόμειναν δυο τρεις που κάθονται πίσω από τα παράθυρα κοιτώντας έξω κι ελπίζοντας να δούνε κανέναν άνθρωπο, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι αυτοκίνητα που κινούνται γρήγορα πάνω στην άσφαλτο.
Χώμα δεν υπάρχει πουθενά για ν’ ακολουθήσεις τα ίχνη και να βρεις τους φίλους σου.»
“Μισόν αιώνα άνθρωπος” του Αντώνη Σουρουνη.
Ο Κυρ Αντώνης,μια μέρα σαν εχθές ,Τέταρτη του 2016 είναι που επέλεξε να "σταματήσει" να γράφει για τα παρελθόντα της γειτονιάς του σε χρόνο Ενεστώτα.
Στη φωτογραφία η οδός Μουσών τη δεκαετία του '50.
Όλου έλεγαν πως ο δρόμος κατέληγε στη θάλασσα...
Μα επιτρέψτε μου να ισχυριστώ πως ίσως και τούτος ο δρόμος,ξεκινούσε αμέσως μετά από τη θάλασσα ...
Τουλάχιστον διαβάζοντας τον Κυρ Αντώνη, αυτό ένιωθες.
Καλημέρα να κάνουμε ...
1950 - 1970 (δεκαετίες). Οι γυναίκες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η Αμαλία Μεγαπάνου και η Δήμητρα Πετρή- Μαρίνα Δημητροπούλου, φωτομοντέλο, με Ρουμάνα μητέρα.
1960. Αθήνα. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με άψογο στυλ, περπατά, στην Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.
1960. Θεσσαλονίκη. "Μέριμνα Παιδιού" ιδρύθηκε το 1921 , εδώ το κτήριο στη Φιλικής Εταιρείας 20-22.
1960. Ζάκυνθος..Το XENIA όπως είχε διαμορφωθεί τότε. Παρατηρείστε τα αυτοκίνητα, έργα τέχνης!
Τερψιθέα από τα σκαλοπάτια της στο ύψος της Δευτέρας Μεραρχίας. Ο Φακός εστιάζει προς το Πασαλιμάνι. Στους κήπους της Τερψιθέας πραγματοποιείτο από το 1961-62 με πρωτοβουλία του Προέδρου του Φυσιολατρικού και Μορφωτικού Ομίλου ΠΛΑΤΩΝ, Αργύρη Κωστέα, έκθεση Πειραιωτών καλλιτεχνών. Την πρώτη χρονιά η έκθεση ξεκίνησε με 100 έργα γλυπτικής, χαρακτικής και ζωγραφικής και έφτασε το 1968 στον διπλασιασμό τους. Περνούσαν από την έκθεση περισσότεροι από 10.000 επισκέπτες. Μετά το πέρας μεταφερόταν κάθε χρόνο και σε μια διαφορετική τοποθεσία της επαρχίας. Την επιτροπή διοργάνωσης της έκθεσης αποτελούσαν οι Β. Λεμπεσόπουλος, Δ. Τηνιακός, Μ. Σοφιανός, Α. Καννάς και Κ. Θεοφάνους.
1960. Γλυφάδα. Η πιάτσα των ταξί.
1960. Ζάκυνθος. Άποψη, από το χωριό Κερί.
1963. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υποδέχεται τον βασιλέα Παύλο Α’, στην Κρήτη, για τους εορτασμούς που έγιναν στα Χανιά για τα 50 χρόνια της ένωσης.
Φωτογραφία του 1965 η οποία εμφανίζει Υπομοίραχο-εκπαιδευτή της ‘’Σχολής Ανθυπομοιράρχων’’ της ‘’Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής’’, να επιθεωρεί σπουδαστές της Σχολής πριν την έξοδό τους.
1965. Βλαχόπουλο. "Γυμνάσιο Χατζή 1970-1976" . Είναι η ομάδα που πήραμε την συγκεκριμένη φωτογραφία έτους περίπου 1965.Στην σκάλα του παλιού μικτού γυμνασίου Χατζή είχαν φωτογραφηθεί μαθητές - μαθήτριες και καθηγητές.Από τους εικονιζόμενους στην θέση με τόν αριθμό 1 βρίσκεται η Νούλα Φράγκου και στην υπό αριθμό 2 βρίσκεται η Διαμάντω Κακριδώνη. Καθηγητής στο κέντρο της φωτογραφίας είναι Λίτσας και η καθηγήτρια πάνω δεξιά είναι η Χαραμή.
1960 (δεκαετία).”Eski İstanbul” σημαίνει «Παλιά Κωνσταντινούπολη» στα τουρκικά και αναφέρεται, σε μια αρχαία πόλη, κοντά, στη σημερινή Ντάλιαν, στην Τουρκία, η οποία ονομαζόταν Αλεξάνδρεια Τρωάς (στα ελληνικά) και ήταν μια σημαντική αρχαία ελληνική πόλη, στην περιοχή της Τρωάδας, στην ακτή του Αιγαίου Πελάγους.
1960 (δεκαετία). Αθήνα. Στο βιβλιοπωλείο με την κυρία Ωνάση: Ο Αλέξης Μινωτής και η Τζάκι Κένεντι απαθανατίζονται από τον φακό σε Αθηναϊκό βιβλιοπωλείο στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Μετά το γάμο της με τον Αριστοτέλη Ωνάση και την είσοδό της στον ελληνικό κόσμο και τον κύκλο του νέου της συζύγου, η Τζάκι Κένεντι απέκτησε και η ίδια έναν κύκλο Ελλήνων φίλων που συμπεριελάμβανε προσωπικότητες της Τέχνης και του Πολιτισμού όπως ο Αλέξης Μινωτής τον οποίο είχε συναντήσει στην πρώτη της επίσκεψη στην Ελλάδα το 1961 όταν ήταν Πρώτη Κυρία των Η.Π.Α, ο Μιχάλης Κακογιάννης, η Ειρήνη Παπά και η Νίκη Γουλανδρή που θα την βοηθούσε στην διαμόρφωση και τον εμπλουτισμό της χλωρίδας του Σκορπιού. #elenasdiary #jackiekennedy #jackiekennedyonassis #alexisminotis #goldengreeks
1966. Θεσσαλονίκη. Δυο παλιές φωτογραφίες, που δείχνουν στρατό, τανκς και κόσμο, στον δρόμο μπροστά, στην πρόνοια, στον Φοίνικα Είναι από τα επεισόδια των αγροτών, τότε, που είχαν κατέβει, με τα τρακτέρ, προς την Θεσσαλονίκη και βγήκε ο στρατός, για να τους σταματήσει.
«Όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο Μουσούρη πολλοί μου γράφανε: "Τώρα έγινε πρωταγωνίστρια, της μένει να γίνει και ηθοποιός"! Τώρα, πώς μπορεί μια "πρωταγωνίστρια" που δεν είναι ηθοποιός να κρατάει ένα έργο για μια ολόκληρη σεζόν - αυτό δεν το ξέρω! Κι αν ακόμα πιστεύουν ειλικρινά ότι δεν είμαι ηθοποιός τότε πώς θα κρατούσα τόσα χρόνια;»
Από συνέντευξη της Αλίκης στην Μαρία Δημητρέα ("ΕΛΛΗΝΙΔΑ", Δεκέμβριος 1966).
©Studio Kleisthenis, 1966
1969 Αθήνα. Στην απονομή Χρυσού Δίσκου για το έργο των Μίμη Πλέσσα-Λευτέρα Παπαδόπουλου "Ο δρόμος".
Στην αδημοσίευτη αυτή φωτογραφία -δια χειρός του φωτογράφου Κλεισθένη- βλέπουμε τους: Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Πουλόπουλο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Ρένα Κουμιώτη, Πόπη Αστεριάδη κ΄τη Μαίρη Χρονοπούλου.
Τραγουδιστές του «Δρόμου» ήταν ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Ρένα Κουμιώτη και η Πόπη Αστεριάδη.
Ο εν λόγω κύκλος τραγουδιών που κυκλοφόρησε τον 1969, με εξώφυλλο διά χειρός του μεγάλου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, έχει πάντα τη δική του πρωτιά στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Είναι ο πιο ευπώλητος και εμπορικός δίσκος με 1εκ πραγματικές πωλήσεις ρεκόρ μέχρι σήμερα στην ιστορία της Ελληνικής δισκογραφίας και μάλιστα είναι αυτός η αιτία που καθιερώθηκε η απονομή χρυσού και πλατινένιου.
πηγή :https://www.instagram.com/studio_kleisthenis/?hl=el
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ λίγες μέρες πριν γεννήσει, στο σπίτι της στην Στησιχόρου το 1969. Ακολουθήστε μας και στο Instagram σε ένα λογαριασμό γεμάτο από σπάνιες και αποκλειστικές φωτογραφίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη και όπως πάντα χωρίς λογότυπα! Σας ευχαριστούμε!
Instagram: https://www.instagram.com/alikivougiouklakionline/
O δημοσιογράφος Δημήτρης Κωνσταντάρας (9 Οκτωβρίου 1946-2025) φαντάρος μαζί με τον πάτερα του Λάμπρο Κωνστανταρα, την μητερα του Γιούλη Γεωργοπούλου και την μετέπειτα σύζυγό του Βίκυ Βουρλάκη (αριστερά) τελη δεκαετιας του 60.
1970 - 2015. Θεσσαλονίκη. Η πλατεία Αριστοτέλους, τότε και τώρα.
1970. Richard Burton, Lucille Ball και Elizabeth Taylor.
1972. Ο Μάρλον Μπράντο δεν απομνημόνευσε την πλειοψηφία των ατάκων του για τον ρόλο του στην ταινία του 1972 Ο Νονός. Ο ηθοποιός Robert Duvall φοράει μια μεγάλη πινακίδα για τον Brando.
8/10/1973. Αθήνα. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως πρόεδρος του κράτους, ορκίζει την κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Θα ακολουθήσουν το Πολυτεχνείο και το πραξικόπημα του Δημητρίου Ιωαννίδη, με όλα τα επακόλουθα…

1970 (αρχές δεκαετίας). Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, μαζί με τον γιο της, Γιάννη Παπαμιχαήλ. Πάνω, στον Θεολόγο και κάτω, στην Αθήνα.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με τον γιο της Γιάννη Παπαμιχαήλ και την ηθοποιό Σοφία Μυρμηγκίδου στην παραλία του Θεολόγου το 1975. Μόλις είχε εκδοθεί το διαζύγιο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
1970 (δεκαετία). Αθήνα. Κώστας Πρέκας, Μαίρη Χρονοπούλου , Φιλοποίμην Φίνος, Ζωή Λάσκαρη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Νόρα Βαλσάμη & Ζωζώ Σαπουντζάκη.
1976. Αθήνα. Η Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας.
1979. Αθήνα.. Η παλαιά βουλή. Οδός Κολοκοτρώνη και Σταδίου.
1980 (δεκαετία). Ζάκυνθος. Το εστιατόριο του Μαλλιά στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
1989. Αθήνα. Ο Χαρίλαος Φλωράκης, η Μαρία Δαμανάκη και ο Λεωνίδας Κύρκος, στα γραφεία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου». Φθηνές δικαιολογίες…
Κείμενο τής Sonia Perres.
Το ΚΚΕ κυβέρνησε με ΝΔ το «Βρώμικο_89»
Η ιστορία μάλλον σάς είναι γνωστή. Συγκυβέρνηση τής Νέας Δημοκρατίας με τον -ενιαίο τότε- Συνασπισμό το 1989.
Επειδή, λοιπόν, έχω βαρεθεί να ακούω τον κάθε ηλίθιο, τον κάθε άσχετο, τον κάθε ανιστόρητο αλλά και τον κάθε προβοκάτορα να μιλάει για το "Βρώμικο '89" δείχνοντας με το δάχτυλο το ΚΚΕ, ας γυρίσουμε πίσω στον χρόνο για να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά τους.
Η Μαρία Δαμανάκη, αναδείχτηκε πρόεδρος τής Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές τού Ιουνίου τού 1989.
Εκείνη την εποχή, εν όψει Ευρωεκλογών και Εθνικών Εκλογών, συστάθηκε από το ΚΚΕ και την ΕΑΡ (την μετεξέλιξη τού ΚΚΕ Εσωτερικού), ο "Συνασπισμός τής Αριστεράς και τής Προόδου", στον οποίον προσχώρησαν η "Σοσιαλιστική Πορεία" τού Νίκου Κωνσταντόπουλου αλλά και κάποιοι πρώην ΠαΣόΚοι, όπως ο Μανώλης Δρεττάκης, ο Στάθης Γιώτας και ο Στάθης Παναγούλης.
Παρενθετικά αναφέρω πως, όσοι δοκησισοφούν ακόμη και σήμερα, διατυμπανίζοντας ότι πρέπει να ενωθεί όλη η αριστερά (π.χ. Λαζόπουλος και άλλοι), ας ηρεμήσουν κι ας ανοίξουν και κανένα βιβλίο να ξεστραβωθούν. Η ενότητα που ζητούν, έχει δοκιμαστεί στην πράξη από το 1989. Τα δε αποτελέσματά της είναι γνωστά και ιστορικώς καταγεγραμμένα.
Στις εκλογές τού Ιουνίου 1989, ο νεοπαγής Συνασπισμός κ.λ.π. παίρνει 13,1% και εκλέγει 28 βουλευτές.
Τούς αναφέρω αλφαβητικά :
● Ανδρουλάκης Μίμης,
● Γαλανός Νίκος,
● Γιάνναρος Γρηγόρης,
● Γιώτας Στάθης,
● Δαμανάκη Μαρία,
● Δραγασάκης Γιάννης,
● Δρεττάκης Μανώλης,
● Καλούδης Νίκος,
● Κάππος Κώστας,
● Κατσαρός Γιάννης,
● Κόρακας Στρατής,
● Κοσιώνης Παναγιώτης,
● Κοταμανίδου Εύα,
● Κύρκος Λεωνίδας,
● Κωστόπουλος Μήτσος,
● Λεβέντης Θανάσης,
● Λεντάκης Ανδρέας,
● Μπιτσάνης Ηλίας,
● Νέστωρ Στέλιος,
● Παφίλης Θανάσης,
● Ρήγας Κώστας,
● Σκοτινιώτης Παναγιώτης,
● Σκυλλάκος Αντώνης,
● Σπαθής Θόδωρος,
● Στριφτάρης Σπύρος,
● Φαράκος Γρηγόρης,
● Φλωράκης Χαρίλαος και
● Χατζηδημητρίου Τραϊανός.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Όσοι καταλαβαίνουν, αντιλαμβάνονται ότι στην παραπάνω κοινοβουλευτική ομάδα τού Συνασπισμού, οι "σκληροπυρηνικοί" (συγγνώμη για τον όρο) τού ΚΚΕ αποτελούν μειοψηφία. Από τούς υπόλοιπους, κάποιοι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, κάποιοι από την ΕΑΡ/ΚΚΕ Εσωτερικού και κάποιοι ανήκουν μεν στο ΚΚΕ, αλλά επρόκειτο να αποχωρήσουν σύντομα, μιάς και ήταν από εκείνους που ονειρεύονταν την μετάλλαξη τού κόμματος σε ευρωκομμουνιστικό, όπως το ιταλικό ΚΚ υπό τον Μπερλίνγκουερ ή το γαλλικό ΚΚ υπό τον Μαρσαί, μόνο που δεν τούς "έκατσε".
Σ' εκείνες τις εκλογές λοιπόν, κανένα κόμμα δεν κατάφερε να πετύχει αυτοδυναμία. Κι ενώ η χώρα συγκλονιζόταν από -πραγματικά ή μη- σκάνδαλα των ΠΑΣΟΚικών κυβερνήσεων, τον Κοσκωτά με τα πάμπερς του και τις περιπέτειες τού Ανδρέα με την αρρώστια του, με την Μιμή και με το "κωλόσπιτο" τής Εκάλης, οι επιλογές ήταν δυο:
ή νέες εκλογές ή κυβέρνηση συνεργασίας.
Το πρόβλημα ήταν πως οι οποιεσδήποτε διώξεις κατά πολιτικών προσώπων για οποιοδήποτε σκάνδαλο τής προηγούμενης περιόδου, έπρεπε να ασκηθούν από την νεοεκλεγμένη Βουλή αλλιώς θα παραγράφονταν.
Το δίλημμα υπήρξε τεράστιο για τούς ηγέτες τής αριστεράς.
Αν δεν συμφωνούσαν σε κυβέρνηση συνεργασίας, τα σκάνδαλα θα παραγράφονταν και η αριστερά θα κατηγορούταν για συναίνεση στο κουκούλωμα.
Με το ΠΑΣΟΚ δεν γινόταν να συνεργαστούν αφού αυτό ήταν που κατηγορούταν για τα σκάνδαλα.
Μόνο με την Νέα Δημοκρατία μπορούσαν να συνεργαστούν, αλλά πώς ήταν δυνατόν να συγκυβερνήσει η δεξιά με την αριστερά;
Ακολούθησε έντονη και μακρά συζήτηση στην κοινοβουλευτική ομάδα και το θέμα τέθηκε σε ψηφοφορία.
Οι δώδεκα(12) "σκληροπυρηνικοί" βουλευτές τού ΚΚΕ ψήφισαν ΟΧΙ στην συνεργασία, οι υπόλοιποι δεκάξι(16) ψήφισαν ΝΑΙ.
Οι υπέρμαχοι τού ΝΑΙ επιχειρηματολόγισαν τονίζοντας ότι, εάν δεν διαλυόταν η Βουλή και ασκούταν διώξεις, το ΠΑΣΟΚ θα οδηγούταν στην διάλυση, οπότε ο Συνασπισμός θα αναδεικνύονταν σε Αξιωματική Αντιπολίτευση στην επόμενη Βουλή.
Όμως, οι διαφωνούντες έμμεναν ανυποχώρητοι στις θέσεις τους, με πρώτο και καλύτερο τον Κώστα Κάππο.
Όταν ο Φλωράκης παρατήρησε ότι ο Συνασπισμός θα διαλυόταν εάν δεν βρισκόταν λύση, κάποιοι επέμεναν "να διαλυθεί" και κάποιοι άρχιζαν να το ξανασκέφτονται, μη θέλοντας να δυναμιτίσουν την περιβόητη "ενότητα τής αριστεράς".
Τελικά, η κοινοβουλευτική ομάδα αποφάσισε κατά πλειοψηφία την συμμετοχή τού Συνασπισμού σε κυβέρνηση συνεργασίας με την Νέα Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι η θητεία αυτής τής κυβέρνησης θα ήταν τρίμηνη και ότι θα εστιαζόταν στην άσκηση διώξεων κατά των πολιτικών προσώπων που είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή σε οποιοδήποτε σκάνδαλο.
Έτσι, δυο εβδομάδες μετά τις εκλογές, στις 2 Ιουλίου ορκίζεται ως πρωθυπουργός τής Κυβέρνησης Συνεργασίας ο Τζαννής Τζαννετάκης.
Στην κυβέρνησή του συμμετέχουν τέσσερα(4) στελέχη τού Συνασπισμού, αλλά κανένας από τούς "σκληροπυρηνικούς".
▪︎ Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών,
▪︎ ο Φώτης Κουβέλης το Δικαιοσύνης και
▪︎ ο Γιώργος Μυλωνάς το Πολιτισμού, ενώ
▪︎ ο Γιάννης Δραγασάκης τοποθετήθηκε αρχικά Υφυπουργός Εμπορίου και κατόπιν Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας.
2/7/1989:
Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας ορκίζει τον Τζαννή Τζαννετάκη ως πρωθυπουργό, υπό το βλέμμα τού τότε Προέδρου τής Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σκοπός όλων των προαναφερθέντων, δεν είναι η παρουσίαση ή η ανατομία όσων έγιναν εκείνο το "Βρώμικο '89".
Ούτε, βέβαια, η ανάλυση των τριγμών που επεφύλασσε στο ΚΚΕ εκείνη η απόφαση τής κοινοβουλευτικής ομάδας τού Συνασπισμού.
Σκοπός των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν να φτάσω ως εδώ για να διατυπώσω μιά απορία που την έχω χρόνια:
Αφού η συνεργασία τού ενιαίου τότε Συνασπισμού με την δεξιά αποφασίστηκε από την κοινοβουλευτική του ομάδα, με μιά απόφαση που καταψηφίστηκε από τους καθαρόαιμους ΚουΚουÉδες και υπερψηφίστηκε από όλα τα - τοτινά ή κατοπινά- μέλη της που είτε ανήκαν είτε θα μετακόμιζαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία και την υποστήριξαν διά τής συμμετοχής τους στην κυβέρνηση,
γιατί κατηγορείται το #ΚΚΕ γι' αυτήν τη συνεργασία;;;!!!
Δεν θα ήταν πιό λογικό αυτή η κατηγορία να απευθύνεται στον ΣΥΡΙΖΑ;;;!!!
Ας μου λύσει κάποιος αυτή την απορία επιτέλους!
Κάποιος!!!...
Υ.Γ.: “Εμείς ξεβρωμίσαμε το '89′” έλεγε ο Χαρίλαος στην κασέτα των ΠΑΣόΚων για το “Βρώμικο 89” και είχε απόλυτο δίκιο. Και το βασικό δίδαγμα για τούς κομμουνιστές είναι πως δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ ξανά η κολυμβήθρα τού Σιλωάμ για το αστικό πολιτικό σύστημα και τις βρωμιές του».
ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ : Όλα αυτά είναι ανούσια.
2023. (Μετεκλογικά, από φίλο μου, στο Facebook, τον Σταύρο Στεφόπουλο) :
Παγωμένο το 35% που ψήφισαν και υπάρχει το 65% που περιμένουν να ψηφίσει......και οι άλλοι υπολογίζουν το 40% του 35% ......είναι πολύ αστέρια και θα κάνει τόσο κρύο τον χειμώνα..!!!!!
2025. Ρωσία. Η μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη.
Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, εκτεινόμενη, από την Ανατολική Ευρώπη, έως τη βόρεια Ασία. Μια χώρα, με πλούσια ιστορία, από τους τσάρους και την ρωσική αυτοκρατορία, έως τη Σοβιετική Ένωση και με βαθιά πολιτιστική κληρονομιά, που επηρεάζει, μέχρι σήμερα, την λογοτεχνία, την μουσική και τις τέχνες.
Πρωτεύουσα : Μόσχα
Έκταση : περίπου, 17,1 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα — η μεγαλύτερη χώρα στην Γη
Κλίμα : κυρίως, ψυχρό ηπειρωτικό, με μακρύ και βαρύ χειμώνα, ιδιαίτερα, στην Σιβηρία
Μορφολογία : απέραντες πεδιάδες, οροσειρές, όπως τα Ουράλια, ποτάμια-γίγαντες, όπως ο Βόλγας και η Λένα, αλλά και τεράστιες εκτάσεις τούνδρας και ταϊγκας
Πληθυσμός;: περίπου, 145 εκατομμύρια κάτοικοι, συγκεντρωμένοι, κυρίως, στα δυτικά
Γλώσσα : ρωσική (επίσημη), ενώ μιλιούνται, πάνω από 100 τοπικές και εθνοτικές γλώσσες
Ενδιαφέρον στοιχείο :
Η Ρωσία εκτείνεται, σε 11 διαφορετικές ζώνες ώρας!
Ενώ ο ήλιος ανατέλλει, στο Καλίνινγκραντ, στην Καμτσάτκα είναι, ακόμη… μεσάνυχτα!
Ένα μοναδικό φαινόμενο, που αποδεικνύει το τεράστιο γεωγραφικό εύρος αυτής της εντυπωσιακής χώρας.
2025. Νάξος.
1959. «Θεατής». Σκίτσο του Κ. Βλάχου.
1976. «ΡΟΜΑΝΤΣΟ». Σκίτσο του Νίκου Ζήκου.
(Κείμενο, από την Μάρω Φασσέα).
το ποστ απευθύνεται σε άτομα άνω των 60. Στη γελοιγραφία του αθάνατου Ιωάννου ο Σεραφείμ καραχουντικός αρχιεπίσκοπος που είχε ορκίσει και τον Γκιζίκη αλλά αναγκάστηκε να ορκίσει και τον Παπανδρέου. Και ο Σεραφείμ λέει στον Παπανδρέου "ότι και να μου κάνετε και μία μία να μου βγάλετε τις τρίχες δεν προδίδω τις ιδέες μου και τον Πρόεδρό μου Ανδρέα Παπανδρέου."
Το θυμήθηκα σήμερα που ο Ιερώνυμος μόλις είχε περάσει από τη Βουλή για άλλη δουλειά και είχε πληροφορηθεί τις προθέσεις της κυβέρνησης για το ζήτημα των τοξικολογικών πήγε ασθμαίνοντας στο Ρουτση πριν βγει η είδηση της απόφασης στα κανάλια και είπε στο Ρούτσι με στεντώρια φωνή για να ακουστεί σε όλο το Σύνταγμα. "Εμένα ότι και να μου κάνετε και μία μία να μου βγάλετε τις τρίχες δεν προδίδω την άποψή μου ότι πρόκειται για έγκλημα. Αλλωστε από την πρώτη μέρα του εγκλήματος κάνω κάθε μέρα δηλώσεις ότι πρόκειται για συγκάλυψη"
Αμα ξέρεις μπαλίτσα ....
3/9/2025. Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη.
30/9/2025. Σκίτσο του Γιώργου Μικάλεφ.
1/10/2025. Σκίτσο Στάθη Σταυρόπουλου.
5/10/2025. Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου.
6/10/2025. Σκίτσο του Πάνου Τζελάτη.
6/10/2025. Σκίτσο του Αντώνη Βαβαγιάννη.
6/10/2025. Σκίτσο του Ηλία Μακρή.
7/10/2025. Σκίτσο της Ευανθίας Ρούνη.
7/10/2025. Σκίτσο του Γιώργου Γαλίτη.
7/10/2025. Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη.
7/10/2025. Σκίτσο του Ιάκωβου Βάη.
7/10/2025. Σκίτσο του Στάθη Σταυρόπουλου.
7/10/2026. Σκίτσο του Ηλία Μακρή.
8/10/2025. Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου.
8/10/2025. Σκίτσο του ΚΥΡ.
8/10/2025. Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη.
8/10/2025. Σκίτσο του Ηλία Μακρή.
10/10/2025. Σκίτσο του Αντώνη Βαβαγιάννη,
10/10/2025. Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου.
10/10/2025. Σκίτσο του ΚΥΡ.
10/10/2025. Σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου.
Σχόλια