Μάρτιος 1987 : Τα μαθήματα, από τα αρχεία της CIA, για την ελληνοτουρκική κρίση, στο Αιγαίο, 38 χρόνια, πριν και η επερχόμενη νέα κρίση ανάμεσα, στα δύο κράτη. Τότε, η Ελλάδα μπορούσε να αντισταθεί, στις επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής ελίτ. Τώρα, δυστυχώς, όχι…

16/10/1987. Η πρώτη απόρρητη Έκθεση του Αμερικανού αντισυνταγματάρχη Harry Dinella, για την ελληνοτουρκική κρίση, στο Αιγαίο, τον Μάρτιο του 1987.
Καθώς, χθες Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025, ανακοινώθηκε, επίσημα, ότι ματαιώνεται η συνάντηση, στην Νέα Υόρκη, ανάμεσα, στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Τούρκο πρόεδρο Recep Tayyip Erdoğan, καθίσταται σαφές ότι, κατα το προσεχές διάστημα, στον χώρο του Αιγαίου, πρόκειται η κατάσταση να επιδεινωθεί, με δεδομένο το γεγονός ότι η Άγκυρα έχει καταστεί σαφές ότι σκοπεύει να διεξαγάγει έρευνες, στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, στέλνοντας το ωκεανογραφικό πλοίο «Piri Reis», για να διεξαγάγει τις έρευνες αυτές.
Στο θέμα αυτό, έχω αναφερθεί, ήδη, από τις αρχές του παρόντος μηνός, στο δημοσίευμα, με τίτλο : Τί πρόκειται να συμβεί, στο Αιγαίο; Όλα και τίποτε. Το ελληνικό ΥΠΕΞ (Γιώργος Γεραπετρίτης) λέει ότι η Ελλάδα θα ποντίσει καλώδια, και το τουρκικό ΥΠΕΞ (Hakan Fidan) απειλεί ότι η Τουρκία μπορεί να προχωρήσει, στην λήψη “προληπτικών μέτρων”, το οποίο είναι χρήσιμο να το διαβάσουν οι αναγνώστες, για να αντιληφθούν τα επίπεδα, στα οποία βρίσκεται η τεράστια ανισορροπία δυνάμεων, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, τα τελευταία 30 χρόνια, ως αποτέλεσμα των όσων έγιναν, κατά την πάροδο αυτών των δεκαετιών.
Αυτό, που έγινε μέσα, στα 30 αυτά χρόνια, είναι η πλήρης υπεροχή της Τουρκίας, έναντι της χώρας μας και αποτελεί το “κατόρθωμα” της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας και των κυβερνήσεων, οι οποίες, στα τελευταία 30 χρόνια, είναι, απόλυτα, υπεύθυνες, για αυτήν την, απόλυτα, αρνητική κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί, σε βάρος της ελληνικής πλευράς και τα οικτρά χαλιά, στα οποία έχει περιπέσει.
Θα επαναλάβω, εδώ, αυτό, που έχω γράψει πολλές φορές ότι, από μία κατάσταση ισορροπίας των ΑΕΠ της Ελλάδας και της Τουρκίας, μέχρι το 1996, έχουμε φθάσει, πλέον, στο σημείο το ελληνικό κράτος να μην μπορεί, καν, να παρακολουθήσει το τουρκικό κράτος, το οποίο έχει ανατρέψει, πλήρως, την ισορροπία δυνάμεων του παρελθόντος και έχει καταστήσει την Τουρκία, ως τον κυρίαρχο περιφερειακό παίκτη, στον χώρο του Αιγαίου και, σε μεγάλο βαθμό, της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η σύγκριση των ΑΕΠ το δύο χωρών είναι, όπως έχω ξαναγράψει, εντελώς, αποκαρδιωτική, με βάση τα στοιχεία του 2024, με αποτέλεσμα του ελληνικό ΑΕΠ να φθάνει, μόλις, τα 392,205 δισεκατομμύρια δολάρια και το τουρκικό ΑΕΠ να έχει εκτιναχθεί, στο ιλιγγιώδες ύψος των 3,018 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Φυσικά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παρούσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ψοφοδεής, όπως, άλλωστε, υπήρξαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, που πέρασαν, μετά την λήξη της πρωθυπουργίας του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ήταν πολύ σαφής και συγκεκριμένος κατά την διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης, στο Αιγαίο, τον Μάρτιο του 1987, όταν δύο κράτη έφθασαν, κοντά στον πόλεμο, ύστερα από την προσπάθεια της Άγκυρας να χρησιμοποιήσει το ερευνητικό σκάφος “Piri Reis», στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, όπου, νομικά, υπάρχει η ελληνική υφαλοκρηπίδα, η οποία, όμως, εδώ και περισσότερο από 50 χρόνια, δεν έχει ανακηρυχθεί.
Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή, στην ελληνοτουρκική κρίση, που ξέσπασε, τον Μάρτιο του 1987, με αφορμή την αναγγελθείσα έξοδο του «Piri Reis», στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, είναι χρήσιμο να δούμε την επερχόμενη κρίση, εφόσον η Άγκυρα προβεί, σε έρευνες, στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, σε σύγκριση, με όσα έγιναν, τότε, τον Μάρτιο του 1987, γι’ αυτό και είναι χρήσιμο το να παρακολουθήσουν οι αναγνώστες το αρχικό βίντεο, το οποίο παρουσιάζει την ομιλία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, στο υπουργικό συμβούλιο, στις 27 Μαρτίου 1987, που ξεκαθάρισε τα πράγματα, κατονόμασε τους υπεύθυνους, για την κρίση, προσδιορίζοντας ότι είναι η Ουάσινγκτων και το ΝΑΤΟ, που ενθάρρυναν την προκλητικότητα της τουρκικής κυβέρνησης ανακοινώνοντας, μαζί με τα μέτρα εγρήγορσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, παράλληλα, ότι, την ίδια ημέρα, επρόκειτο να μεταβεί στην Σόφια της κομμουνιστικής Βουλγαρίας, ο υπουργός εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας, μεταφέροντας ένα προσωπικό μήνυμα του Ανδρέα Παπανδρέου, στον, τότε, Βούλγαρο πρόεδρο Τοντόρ Ζίφκωφ, το οποίο σχετιζόταν, βέβαια, με την ελληνοτουρκική κρίση, την οποία ενέτασσε, μέσα στα πλαίσια του πρωτοφανούς, για την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, Συμφώνου μη επίθεσης, ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Βουλγαρία, ενώ τα δύο αυτά κράτη ανήκαν, σε διαφορετικούς στρατιωτικούς συνασπισμούς, δηλαδή η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ και η Βουλγαρία, στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και με δεδομένο το γεγονός ότι, το 1987, η “Σοβιετική Ένωση” και τα κράτη του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού ήσαν, εν ζωή και δεν υπήρχε καμία προοπτική εγκατάλειψης των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, από την “σοβιετική” ηγεσία, υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και πολύ περισσότερο, δεν υπήρχε, στον ορίζοντα η πιθανότητα της αυτοδιάλυσης της “Σοβιετικής Ένωσης», γεγονότα που, τελικά συνέβησαν, απρόσμενα, κατά την χρονική περίοδο 1989 - 1991.
Αλλά, για να παρακολουθήσουμε την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου του 1987, πρέπει αυτό να το πράξουμε, με την δέουσα ψυχραιμία και αντικειμενικότητα, γι’ αυτό και καταφεύγω, στις δύο απόρρητες Εκθέσεις, που συνέταξε ο Αμερικανός αντισυνταγματάρχης Harry Dinella, τον Οκτώβριο του 1987, σχετικά με την ελληνοτουρκική κρίση, στο Αιγαίο του Μαρτίου του 1987 και τις εξελίξεις, που αναμενόταν να λάβουν χώρα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας, που θα ακολουθούσε αυτή την κρίση.
Αυτό που συνέβη είναι ότι, στις 19 Μαρτίου 1987, η Άγκυρα έστειλε το «Piri Reid», στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου και φυσικά, διαμαρτυρήθηκε, επειδή το ελληνικό πολεμικό Ναυτικό παρενόχλησε το τουρκικό πλοίο, ενώ ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ είχε μεταβεί, στο Χιούστον του Τέξας, για εγχείρηση καρδιάς.
Στις 25 Μαρτίου 1987, η κατάσταση κλιμακώθηκε, το «Πίρι Ρέις» πήρε την άδεια, από την Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου να πλεύσει, στο Αιγαίο και να πραγματοποιήσει έρευνες.
Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου συγκάλεσε σύσκεψη, στο Καστρί, με τους υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας Κάρολο Παπούλια και Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, όπου αποφασίστηκε η ελληνική αντίδραση. Στις 26 Μαρτίου 1987 η τουρκική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι το «Piri Reis» θα πλεύσει, στο Αιγαίο, την επομένη ημέρα, ενώ συνεδριάζει τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και ο πρόεδρος του τουρκικού κράτους στρατηγός Κενάν Εβρέν δήλωσε ότι «η Τουρκία θα προχωρήσει, σε έρευνες, αν η Ελλάδα κάνει το ίδιο».
Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκαλεί το υπουργικό συμβούλιο και δηλώνει ότι, εάν η Άγκυρα προσπαθήσει να κάνει έρευνες και γεώτρηση, η Ελλάδα θα κτυπήσει, ενώ διατάσσεται το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης, στην Νέα Μάκρη και ο Κάρολος Παπούλιας ταξιδεύει, αιφνιδιαστικά, στην Σόφια, προκειμένου να δοθεί το μήνυμα ότι η Ελλάδα, αν δεχτεί επίθεση, θα υπάρξει και βουλγαρική στρατιωτική παρέμβαση, αφού ο, τότε, πρωθυπουργός εκτιμούσε, ορθότατα, ότι η έξοδος του «Piri Reis», στο Αιγαίο, εντασσόταν, σε σχέδιο της κυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου Ronald Reagan.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πέτυχε, τότε, με τη βοήθεια του προέδρου της Βουλγαρίας Τοντόρ Ζίφκωφ ο οποίος μετακίνησε βουλγαρικά στρατεύματα, στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα, γεγονός το οποίο θορύβησε και την Ουάσιγκτων και το ΝΑΤΟ, με αποτέλεσμα η κρίση να εκτονωθεί, αφού το «Piri Reis» έπλευσε, μετά από εντολή του πρωθυπουργού Turgut Ozal, στα τουρκικά παράλια και γύρισε, στην θέση του, στον Μαρμαρά, χωρίς να προβεί, στις ενέργειες, που είχε ανακοινώσει η τουρκική κυβέρνηση.
Από τότε, έχει περάσει καιρός και σχετικά νωρίς, το 2013, δόθηκαν, στην δημοσιότητα τα αρχεία της αμερικανικής CIA, σχετικά με την κρίση στο Αιγαίο του Μαρτίου του 1987 δηλαδή οι δύο Εκθέσεις, που συνέταξε ο Αμερικανός αντισυνταγματάρχης Harry Dinella, που ήταν σύνδεσμος του ΝΑΤΟ, με τον ελληνικό στρατό.
Ετσι, τον Οκτώβριο του 1987, λίγους μήνες, μετά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου 1987 περιέγραψε το τί συμβαίνει, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ισορροπία των δυνάμεων, ανάμεσα, στα δύο κράτη.
Η πρώτη Έκθεση συντάχθηκε, στις 16 Οκτωβρίου 1987 και αναφέρει τα ακόλουθα :
«Α: Στο Αιγαίο και την Θράκη, υπάρχει μια στρατιωτική ισορροπία, ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Είναι απίθανο η Ελλάδα, ή η Τουρκία, να πετύχουν κέρδη, η μία εναντίον της άλλης, στην Θράκη. Στην περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, ακόμη και μικρής διάρκειας, το ενδεχόμενο μαχών, με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές, σε επίπεδο προσωπικού και εξοπλισμών, θα πρέπει να αναμένεται, στην Θράκη – με καμία πλευρά να μην κερδίζει κάποιο ουσιαστικό πλεονέκτημα, ή έδαφος.
• Η Ελλάδα είναι πιθανό ότι μπορεί να υπερασπίσει και τα έξι κύρια νησιά της, στο Αιγαίο, ακόμη και απέναντι, σε μία αποφασιστική απόπειρα της Τουρκίας να κατακτήσει ένα, από αυτά. Οι απώλειες και για τις δυο πλευρές, θα πρέπει να αναμένονται υψηλές.
• Υπάρχει η δυνατότητα, για την Τουρκία, να κατακτήσει ένα, από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου. Ενας πιθανός στόχος θα ήταν το Καστελλόριζο. Η κατάκτηση εδαφών, από οποιαδήποτε πλευρά θα καθιστούσε έναν πόλεμο, στο Αιγαίο, πολύ πιο δύσκολο να οδηγηθεί, σε σύντομη λήξη, έπειτα από πολιτική παρέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
• Στο Αιγαίο, η Ελλάδα φαίνεται ότι διαθέτει το πλεονέκτημα, έναντι της Τουρκίας, στον αέρα και την θάλασσα. Αυτό, εν μέρει, εξηγεί το ελληνικό θάρρος, κατά την διάρκεια της κρίσης του Μαρτίου 1987.
• Καμία πλευρά δεν θέλει έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ωστόσο, η Ελλάδα, όπως φάνηκε τον Μάρτιο του 1987, είναι, σήμερα, λιγότερο πιθανό να υποχωρήσει, σε μια ενδεχόμενη κατάσταση σύγκρουσης –ειδικά, στο Αιγαίο–, από όσο ήταν, στο παρελθόν.
Οι ΗΠΑ πρέπει να σχεδιάσουν την στρατιωτική βοήθεια, στην Ελλάδα και την Τουρκία, με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσφέρουν εξοπλισμούς, που να ενδυναμώνουν την συνολική αποτελεσματικότητα της κάθε πλευράς, απέναντι, σε οποιαδήποτε επιβουλή, από το Σύμφωνο (της Βαρσοβίας) και την ίδια στιγμή να ενισχύουν την αποτρεπτική δυνατότητα της κάθε πλευράς, απέναντι, σε επίθεση της άλλης πλευράς.
Β: Η Τουρκία διαθέτει –και θα συνεχίσει να διατηρεί– το στρατιωτικό και πολιτικό πλεονέκτημα, στην Κύπρο.
• Η Ελλάδα μπορεί να πολεμήσει, με την Τουρκία, στο Αιγαίο και την Θράκη, αλλά δεν μπορεί να υπερασπιστεί τη λήξη νότια Κύπρο, απέναντι, σε μια αποφασιστική τουρκική επίθεση.
• Σε περίπτωση πολέμου, στην Κύπρο, οι απώλειες και των δύο πλευρών, αλλά, ειδικά, στην νότια Κύπρο, σε επίπεδο ανθρώπων, εξοπλισμών και περιουσιών, αναμένεται να είναι μεγάλες.
• Σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, στο Αιγαίο, η πιθανότητα μιας τουρκικής επίθεσης, στην νότια Κύπρο, θα αυξηθεί, δραματικά – ειδικά, αν η Τουρκία υποστεί βαριές απώλειες, στο Αιγαίο.
• Τα επίπεδα των τουρκικών δυνάμεων, στην Κύπρο, αντιπροσωπεύουν έναν παράγοντα αυτοσυγκράτησης, για την Ελλάδα, σε ό,τι αφορά τις σκέψεις, για μια ελληνοτουρκική σύγκρουση, στο Αιγαίο.
Αναμένεται ότι η στρατιωτική ισορροπία, που, σήμερα, υπάρχει, ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Τουρκία, στο Αιγαίο, θα αρχίσει να μετακινείται, προς όφελος της Τουρκίας, μέσα, στην επόμενη δεκαετία.
Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία θα έχει διπλάσια, ή, ακόμη, περισσότερα αεροσκάφη υψηλών επιδόσεων F16, από αυτά, που διαθέτει η Ελλάδα. Το τουρκικό ναυτικό θα πραγματοποιήσει σημαντικό εκσυγχρονισμό (νέα πλοία), κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Οι ΗΠΑ πρέπει να ενισχύουν, στρατιωτικά, τις δύο χώρες, έτσι ώστε να επιτυγχάνουν την βελτίωση της αμυντικής ικανότητας της καθεμιάς και ταυτόχρονα, να αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της αποτροπής ενός πολέμου, που η κάθε πλευρά μπορεί να προβάλει, στην άλλη.
Η Ελλάδα είναι παρανοϊκή, σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των νησιών της και της Θράκης. Περισσότερα και πιο αποτελεσματικά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά συστήματα θα την κάνουν να αισθάνεται, πιο ασφαλής. Η Τουρκία, πιθανώς, αισθάνεται, άβολα, με την ικανότητα της Ελληνικής Αεροπορίας να πραγματοποιεί επιχειρήσεις, στην τουρκική επικράτεια. Πρόσθετα αντιαεροπορικά συστήματα θα την καθησυχάσουν και θα ενισχύσουν την ελληνική αντίληψη ότι η δική της αποτελεσματικότητα έχει μειωθεί.
Η πιθανότητα ελληνοτουρκικού πολέμου θα μειωθεί, εάν επιλυθούν οι διαφορές, στο Αιγαίο, ή, εάν λυθεί το Κυπριακό. Αυτό δεν θα συμβεί μέσα, στην επόμενη δεκαετία.
Η Ελλάδα είναι πιο πιθανό να αρχίσει εκείνη εχθροπραξίες, κατά της Τουρκίας. Καθώς, όμως, η Τουρκία θα γίνεται ισχυρότερη, η πιθανότητα να αρχίσει η Ελλάδα πρώτη εχθροπραξίες είναι πιθανό να υποχωρήσει».
Αφού πέρασαν 3 εβδομάδες, από την πρώτη Έκθεση, ο Αμερικανός αντισυνταγματάρχης υποβάλλει και μια δεύτερη Έκθεση, που είναι λεπτομερειακή, για την ελληνοτουρκική ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων. Οπως αναφέρει ο Harry Dinella :
«Η Έκθεση αυτή περιγράφει το πώς και γιατί η ισορροπία ισχύος έχει αλλάξει, από το 1974 και δείχνει πώς οι δύο πλευρές προετοιμάζονται –ή δεν προετοιμάζονται–, για να αντιμετωπίσουν η μία την άλλη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Η Ελλάδα, μέσα από την στρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και την βελτίωση της άμυνάς της, στην Θράκη, έχει επιβάλει μια ισορροπία, ανάμεσα, στην ίδια και την Τουρκία, η οποία θεωρείται, γενικά, ότι μπορεί να προστατεύσει την ελληνική επικράτεια, απέναντι, σε κάθε τουρκική απόπειρα να καταλάβει οποιοδήποτε μεγάλο μέρος αυτής. Πιθανότατα, η Ελλάδα έχει καλύτερη Αεροπορία, από την Τουρκία και μάλλον, μπορεί να αναπτύξει –με σύντομη προειδοποίηση– περισσότερες ναυτικές μονάδες, στο Αιγαίο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει, ακόμη, περισσότερο την ισορροπία, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, σήμερα. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα, όμως –περίπου σε μία δεκαετία–, η Τουρκία θα καταστεί, στρατιωτικά, ισχυρότερη. Θα είναι το αποτέλεσμα ενός συνολικού εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεών της. Φαίνεται ότι η δυνατότητα της Ελλάδας και της Τουρκίας να αντιληφθούν η κάθε μία, με διαύγεια, τις δυνατότητες της άλλης, είναι, μάλλον, περιορισμένη. Εκείνο, που τις περιορίζει, είναι οι δυνατότητες συλλογής πληροφοριών, που διαθέτουν. Φαίνεται –και αυτό είναι μια εμπεριστατωμένη εικασία– ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τις δυνατότητες αλλήλων. Αυτό είναι καλό! Λειτουργεί, ως παράγοντας συγκράτησης, απέναντι, στο ενδεχόμενο να πολεμήσουν, μεταξύ τους. Γενικά, φαίνεται ότι οι ελληνικές πληροφορίες, για τις διαθέσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, είναι καλύτερες, από τις τουρκικές πληροφορίες, για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Η ελληνοτουρκική ψυχολογία είναι κρίσιμος παράγοντας και πολύ δύσκολος, για να αναλυθεί. Οι Τούρκοι έχουν μια μακρά ιστορική εμπειρία συνύπαρξης, με τους Ελληνες και δεν εμπιστεύονται τις ελληνικές προθέσεις. Η Αγκυρα πιστεύει ότι η Ελλάδα στοχεύει, ενάντια στην Τουρκία, από τις αρχές του 19ου αιώνα, με την έννοια ότι ίδρυσε πρώτη κράτος, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από τότε, θέτει αλυτρωτικούς στόχους, προκειμένου να ενσωματώσει, ακόμη, περισσότερες περιοχές, με ελληνικούς πληθυσμούς, στο νέο ελληνικό κράτος. Οι αλυτρωτικές φιλοδοξίες έπαυσαν, ως αποτέλεσμα της ήττας, στην Ανατολία, από τον Attaturk, το 1922. Το Κυπριακό είναι, ή μπορεί να ιδωθεί, ως το τελευταίο κεφάλαιο του “Ανατολικού Ζητήματος”. Μια κρίση, στην Κύπρο, σήμερα, που θα οδηγούσε, σε μια τουρκική εισβολή, στον ελληνικό κυπριακό Νότο, θα προκαλούσε, σχεδόν, σίγουρα, έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, στο Αιγαίο. Ωστόσο, σήμερα, οι Τούρκοι δεν έχουν λόγο να σκέφτονται μια εισβολή, στον κυπριακό Νότο – εκτός αν εμπλακούν, σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, στο Αιγαίο. Η πιθανότητα σύγκρουσης, στο Αιγαίο, είναι μεγαλύτερη, σήμερα, από αυτήν, που ήταν, το 1974, εξαιτίας της σχετικής ισορροπίας, που επικρατεί, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και της διακηρυχθείσας αποφασιστικότητας της Ελλάδας να διασφαλίσει ότι τα αντιλαμβανόμενα, ως δικαιώματά της, στο Αιγαίο, δεν θα διακυβευθούν, από τα αντιλαμβανόμενα, από τους Ελληνες, ως επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας. Και οι δύο πλευρές, εξαιτίας της ισορροπίας, που σήμερα επικρατεί, αναγνωρίζουν την ανάγκη να είναι προσεκτικές, στο Αιγαίο. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έχει ενισχύσει την αντίληψη της τουρκικής απειλής, από τότε, που ανέλαβε την εξουσία, το 1981. Στην Τουρκία, ο Πρόεδρος Evren και σε χαμηλότερο βαθμό, ο πρωθυπουργός Ozal κρατούν, σχετικά, χαμηλούς τόνους, στην προσέγγισή τους, για τα θέματα, που χωρίζουν την Αθήνα, από την Αγκυρα. Από τον Μάρτιο του 1987, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου και ο πρωθυπουργός Οζάλ ανταλλάσσουν επιστολές, σχετικά, με την υφαλοκρηπίδα. Μέχρι σήμερα, ο Ozal δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί το θέμα, στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως ζητεί η Ελλάδα. Αυτή είναι μια μικρή αφετηρία, που προέκυψε, έπειτα από την κρίση του Μαρτίου του 1987. Το ζήτημα, που χωρίζει Ελλάδα και Τουρκία και φαίνεται ότι έχει τις περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσει μια ελληνοτουρκική σύρραξη, είναι η αντίληψη του κάθε κράτους, για τα δικαιώματά του, στην υφαλοκρηπίδα. Κάθε απόπειρα της Ελλάδας να προχωρήσει. σε έρευνες και γεωτρήσεις, πέραν των χωρικών υδάτων των νησιών της, θα συνοδευτεί, από αντίστοιχες απόπειρες της Τουρκίας, στα διαφιλονικούμενα ύδατα του Αιγαίου. Εάν οι Ελληνες, όπως φάνηκε ότι ήταν έτοιμοι να κάνουν, τον Μάρτιο του 1987, αναλάβουν δράση, απέναντι σε τουρκικά ερευνητικά πλοία, το αποτέλεσμα θα είναι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος. Οι Ελληνες, κατά την διάρκεια της κρίσης του 1987, έκαναν αποφασιστική προσπάθεια να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των ΗΠΑ, στην Αθήνα, για την σοβαρότητα της κατάστασης και τις πιθανές προεκτάσεις των γεγονότων, καθώς αυτά εξελίσσονταν. Φαίνεται ότι οι Ελληνες δεν ήθελαν πόλεμο, περισσότερο, από όσο ήθελαν οι Τούρκοι. Ωστόσο, οι Ελληνες αντιλήφθηκαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν θύματα της δικής τους ρητορικής και προπαγάνδας και να βρεθούν εμπλεκόμενοι, σε έναν πόλεμο, με την Τουρκία. Η Ελλάδα και η Τουρκία, παρότι εκτιμούν τους στόχους των ΗΠΑ, στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, συνήθως, αισθάνονται ότι η Αμερική δεν δρα, δίκαια, στις σχέσεις της, με την Αθήνα και την Άγκυρα. Η κάθε πλευρά του Αιγαίου αισθάνεται ότι οι ΗΠΑ συντάσσονται, συχνότερα, με την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Οι προοπτικές των ΗΠΑ να επιτύχουν την ανανέωση των δικαιωμάτων τους να διατηρούν στρατιωτικές βάσεις, στην Ελλάδα και στην Τουρκία, είναι καλές. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα διατηρήσει, ακόμη και μια υποψία στρατιωτικής ισορροπίας, απέναντι, στην Τουρκία, χωρίς μια σημαντική και συνεχιζόμενη αμερικανική βοήθεια. Η Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της απόφασής της να αποκτήσει 40 F-16 –και με το δικαίωμα να αγοράσει, ακόμη, 20– δεν έχει την πολυτέλεια να απομακρυνθεί, από τις ΗΠΑ και να θέσει, σε κίνδυνο, την χρηματοδότηση των πωλήσεων εξοπλισμού, σε ξένες χώρες (FMS Financing), την υποστήριξη, που παρέχεται, σε κρίσιμους εξοπλισμούς, για την αεράμυνα, καθώς και άλλα προγράμματα. Επίσης, η Ελλάδα γνωρίζει ότι η διατήρηση των αμερικανικών βάσεων, στο έδαφός της, συμβάλλει, εμμέσως, στην ασφάλειά της, απέναντι, στην Τουρκία. Μια απόφαση να κλείσουν οι αμερικανικές βάσεις θα έχει, ως πιθανότερο αποτέλεσημα, να μεταφερθούν, στην Τουρκία, κάποιες από αυτές, μαζί με ένα ανάλογο ποσοστό αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, το οποίο θα διοχετευόταν, στην Ελλάδα. Ακόμη και αν η αναλογία, 7 προς 10, διατηρηθεί, στο εγγύς μέλλον, η Τουρκία, λόγω του μεγέθους της και λόγω των προσπαθειών της να βελτιώσει την αμυντική βιομηχανία της, θα αρχίσει να γίνεται, ολοένα και ισχυρότερη, από την Ελλάδα, τόσο σε επίπεδο συνολικών δυνατοτήτων, όσο και στο σκέλος των δυνάμεων, που θα μπορούσε, ενδεχομένως να δεσμεύσει, σε έναν πόλεμο, με την Ελλάδα, στο Αιγαίο. Χωρίς τις ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, είναι πιθανό ότι η Ελλάδα δεν θα αποφάσιζε να ενισχύσει τις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεών της, στον βαθμό, που έχουν ενισχυθεί, σήμερα. Η βελτίωση της Ελληνικής Αεροπορίας και του Ελληνικού Ναυτικού έχουν ωφελήσει, σε σημαντικό βαθμό, το ΝΑΤΟ, καθώς υπάρχει, σήμερα, ένα μεγάλο περιθώριο ευελιξίας, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη αυτών των εξοπλισμών, σε περίπτωση, που καταστεί απαραίτητο. Ακόμη και αν, σήμερα, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί της Ελλάδας στοχεύουν, στην τουρκική απειλή, μπορούν, εύκολα, να αναπτυχθούν, διαφορετικά, για την αντιμετώπιση μιας απειλής του Συμφώνου της Βαρσοβίας, απέναντι, στην Ελλάδα».
Παρακολουθώντας αυτή την ανάλυση του Αμερικανού αντισυνταγματάρχη, τότε (το 1987) αντιλαμβανόμαστε, σήμερα, την σαρωτική και καταστροφική ανικανότητα της πολιτικοοικονομικής ελίτ της χώρας μας να προβλέψει και να διδαχθεί, από τα μαθήματα του παρελθόντος, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την χώρα, στην τύχη της, ρίχνοντάς την, στον καταστροφικό οικονομικό γκρεμό, στον οποίο την οδήγησε, με την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη.
Όλα αυτά, που έγραψα, μπορεί να είναι πολλά και κουραστικά, αλλά είναι απαραίτητα, για να ξέρουμε, πού ήμασταν, πριν, σχεδόν, 40 χρόνια και πού βαδίζουμε σήμερα.
Η χώρα, από το 1996 και μετά ολοκλήρωσε την στραβή και ολέθρια πορεία, στην οποία την οδήγησε η εντόπια ολιγαρχία. Και δυστυχώς τώρα πλέον η Ελλάδα είναι, παντελώς, ανίκανη να αντισταθεί στις διαθέσεις και τις επιδιώξεις της Άγκυρας.
Αυτό είναι το συμπέρασμα όλων των προηγούμενων, που ανέφερα και που αφορούν την κομβική ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου του 1987, σε σύγκριση, με την τωρινή ελληνική πολιτικοστρατιωτική και οικονομική ανυπαρξία.
Δυστυχώς…
Σχόλια
Η κυβέρνηση Κούλη Μητσοτάκη επίσης είναι κωμικοτραγική με ένα πρωθυπουργό που θυμίζει κλόουν σε επιθεώρηση στο Περοκέ.
Αλλά ακόμα και έτσι, δύσκολα η Τουρκία θα μπορούσε να κερδίσει κάτι σε στρατιωτικό επίπεδο. Ίσως οι απώλειες να ήταν πολύ μεγάλες χωρίς αποτέλεσμα για τη Τουρκία.
Όλα αυτά εάν χρησιμοποιηθούν σωστά τα οπλικά συστήματα των Ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρήσει ποτέ κάτι τέτοιο.