2025 Η μακροχρόνια διαδικασία αποεπένδυσης, η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας (που φθάνει, στο 45% του μέσου όρου της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”) και το ακριβό ευρώ οδηγούν, μέσω των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου (-34,7 δισεκ. €) και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (-14,9 δισεκ. €), σε εσωτερική υποτίμηση, με ένα δημόσιο χρέος, στα 417 δισεκ. €, έναντι 299 δισεκ. €, το 2009 και ένα ΑΕΠ 197 δισεκ. €, έναντι 253 δισεκ. €, το 2009, σε σταθερές τιμές του 2018.
Με την ελληνική οικονομία ασχολείται το παρόν δημοσίευμα και αυτό που έρχομαι να επισημάνω είναι ότι η ελληνική οικονομία οδηγείται, σε μία νέα διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης, εξαιτίας του γεγονότος ότι το ελληνικό ευρώ έχει καταστεί, για μία ακόμη φορά, πολύ ακριβό, ως νόμισμα, για την ελληνική οικονομία.
Εννοείται ότι χρειάζονται επεξηγήσεις, για αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά, προηγουμένως, είναι απαραίτητο να παρατηρήσουμε τα την εξέλιξη των ελληνικών μακροοικονομικών μεγεθών, μέσα στην πορεία του χρόνου, ξεκινώντας, από το μακρινό 2009, μέχρι τώρα, που έχουμε, από την, σταθερά, αναξιόπιστη ΕΛΣΤΑΤ, τα πρώτα - έστω και προσωρινά - μακροοικονομικά στοιχεία για την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ, για το 2024.
Τον έχουμε ξαναδεί τον, παραπάνω, πίνακα, που, ανάμεσα στα άλλα, παρουσιάζει την πορεία της δραματικής συμπίεσης του ελληνικού ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, με βάση το έτος 2018, το οποίο κατέρρευσε, από τα 252,939 δισεκ. €, το 2009, στα 181,288 δισεκ. €, το 2021 και με διορθωμένα στοιχεία, στα 188,478 δισεκ. €, το 2022, υπολογιζομένης της αξίας του νομίσματος, σε σχέση, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή. Αυτή είναι η πραγματική και ουσιαστική βάση υπολογισμού του ελληνικού ΑΕΠ, ως σταθερό αποπληθωρισμένο μέγεθος, για τα επόμενα έτη.
Έτσι, αν δεχθούμε τα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, για το έτος 2023, όπως τα υπολογίζει η ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ, για το 2023, υποτίθεται ότι έφθασε, στο 2,3%, γεγονός, το οποίο τιθεται, υπό αμφισβήτηση, αλλά, έστω και έτσι, αυτό το ποσοστό, μας δίνει ένα ΑΕΠ, για το 2023 (σε σταθερές τιμές του 2018), ίσο με 192,813 δισεκ. €.
Όλως περιέργως, τώρα, για το 2024, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που είναι, προσωρινά, φθάνουν, τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και πάλι, στο 2,3%, και έτσι, το ελληνικό ΑΕΠ, υποτίθεται ότι, σε σταθερές τιμές του 2028, έφθασε, στα 197,248 δισεκ. €.
Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία του ελληνικού ΑΕΠ είναι υπερεκτιμημένα, όπως προκύπτει, από τον, παραπάνω, πίνακα, που αφορά την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ και των λοιπών μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.
Και φυσικά, τα στοιχεία της εξέλιξης του, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, μετρημένο, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης και σε σχέση με το επίπεδο των τιμών, καθίστανται δυσμενή, παρατηρώντας τα δεδομένα, του, παραπάνω, επόμενου πίνακα και την καθίζηση, που υπέστη το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Εν τω μεταξύ, αυτό που έχει σημασία, είναι ότι το ελληνικό εμπορικό έλλειμα έχει εκτοξευτεί, το 2024, στα δυσθεώρητα επίπεδα των 34,7 δισεκ. €, ενώ το έλλειμμα, στο ελληνικό ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, έφθασε, στα 14,9 δισεκ. €.
Αυτή η αρνητική εξέλιξη, που έχει κρίσιμη σημασία, μαζί με την δραματική κατάσταση της παραγωγικότητας της εργασίας, σχηματίζουν αμείλικτα δεδομένα, που εκφράζουν, την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και πρόκειται να φέρουν, νέα μέτρα λιτότητας και ένα σοκ, στην ελληνική αγορά αγαθών και υπηρεσιών, με συνακόλουθο αποτέλεσμα την δημιουργία νέων δημοσιονομικών προβλημάτων, στους ελληνικούς κρατικούς προϋπολογισμούς και στην κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ και των λοιπών μακροοικονομικών μεγεθών, με άνοδο της ανεργίας, στο ενεργό ελληνικό εργατικό δυναμικό.
Το γιατί προκύπτει αυτή η δυσμενέστατη εξέλιξη, το έχω περιγράψει, πολλές φορές, στο παρελθόν, από την εποχή της ελληνικής χρεοκοπίας του Απριλίου του 2010 και μετά. Χρειάζεται, βέβαια, να το επαναλάβω, για μια ακόμη φορά, εδώ, για να γίνει κατανοητό στους αναγνώστες, το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αφορά το ίδιο το ευρώ, το οποίο, αν και εμφανίζεται, με την μορφή ενός νομίσματος, το οποίο είναι κοινό, σε όλες τις οικονομίες της ευρωζώνης, στην πραγματικότητα, αυτό το νόμισμα να λειτουργεί, κυρίως, ως μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών και λιγότερο, ως αληθινό κοινό νόμισμα των οικονομιών της ευρωζώνης.
Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα διαφορετικά επίπεδα οικονομιών ανταγωνιστικότητας και παραγωγικών δυνατοτήτων, στις οικονομίες της ευρωζώνης οδηγούν, στην διαφοροποίηση της εσωτερικής λειτουργίας του ευρώ, για κάθε χωριστή οικονομία της ευρωζώνης.
Έτσι, το ευρώ, αν και έχει, σε κάθε εξεταζόμενη χρονική περίοδο μία συγκεκριμένη διακυμαινόμενη γενική ισοτιμία, σε σχέση με τα άλλα, εκτός ευρωζώνης, νομίσματα, στην πραγματικότητα, λειτουργώντας, ως μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, το ευρώ κινείται, με διαφορετικά επίπεδα ισοτιμίας, για κάθε οικονομία της ευρωζώνης, τα οποία έχουν να κάνουν, με τις ειδικές εκφάνσεις του ευρώ του κοινού νομίσματος και έτσι, στην ουσία, η κάθε φορά εμφανιζόμενη γενική ισοτιμία του ευρώ, σε σχέση με τα ξένα νομίσματα, λειτουργεί, αρνητικά, για τις χώρες εκείνες οι οποίες έχουν την δική τους ιδιαίτερη ισοτιμία του ευρώ.
Αυτή η ιδιαίτερη ισοτιμία προσδιορίζεται από τα μακροοικονομικά μεγέθη της κάθε οικονομίας της ζώνης του ευρώ, έτσι όπως αυτά εκφράζονται, από το εμπορικό ισοζύγιο και κυρίως, από το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών όπου, εκεί, εκφράζεται η πραγματική αξία/ισοτιμία του ευρώ, στην κάθε, επιμέρους, οικονομία της ευρωζώνης.
Ως εκ τούτου, ναι, μεν, υπάρχει το ευρώ, ως κοινό νόμισμα, σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, αλλά, επειδή το ευρώ λειτουργεί, ως ένας κρυφός μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, για κάθε οικονομία της ευρωζώνης, οι εσωτερικές ισοτιμίες είναι διαφορετικές και στην πραγματικότητα, πέραν της χρησιμοποιούμενης γενικής ισοτιμίας του ευρώ, παράλληλα, υπάρχει το “ελληνικό” ευρώ, το “γαλλικό” ευρώ, το “ισπανικό” ευρώ, το “γερμανικό” ευρώ, το “φινλανδικό” ευρώ, το “σλοβακικό”ευρώ, το “ιρλανδικό” ευρώ και ούτω καθεξής.
Έτσι, στην ζώνη του ευρώ, η πραγματική ισοτιμία των “εθνικών” εκδόσεων του κοινού νομίσματος, εμφανίζεται, στο κόστος εργασίας, ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, που, φυσικά, δεν εξαρτάται, απλώς, από τους μισθούς αλλά, κυρίως, από τις επενδύσεις, που, στην ελληνική οικονομία έχουν καταρρεύσει, από τις παραγωγικές διαδικασίες, από το ενεργειακό κόστος κλπ, ενώ, στην πραγματικότητα, αν και η ελληνική οικονομία κατέστη και πάλι μη ανταγωνιστική, οι μέσοι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα είναι οι χαμηλότεροι στην “Ευρωπαϊκή Ένωση”, το κόστος εργασίας, ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, είναι πολύ μεγάλο, επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας, στην ελληνική οικονομία, έχει πέσει, στο 45% του μέσου όρου της αυτής της οικονομικής ένωσης, λόγω της μακροχρόνιας διαδικασίας της αποεπένδυσης, στην οποία έχει περιπέσει η χώρα μας, από την εποχή της χρεωκοπίας του Απριλίου του 2010.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ισοτιμία του ελληνικού ευρώ είναι πολύ υψηλή, σε σχέση, με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς και των άλλων χωρών και έτσι, το ελληνικό ευρώ έχει οδηγείται, σε μια νέα διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης, που εκφράζεται και θα ενταθεί, με νέα πτώση των μισθών για να παραμείνει η Ελλάδα ανταγωνιστική, παρά το ότι οι μισθοί είναι, εξαιρετικά, χαμηλοί, σε σχέση, με το κόστος ζωής και οι αποταμιεύσεις παραμένουν να είναι αρνητικές.
Έτσι, η ισοτιμία του ελληνικού ευρώ, πρόκειται να μειωθεί, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, όπως συνέβη και συμβαίνει και τώρα, δηλαδή, με την εντατικοποίηση της μείωσης των ονομαστικών μισθών και συντάξεων, προκειμένου να αυξηθούν οι εξαγωγές, λόγω χαμηλότερου μισθολογικού κόστους και να μειωθούν οι εισαγωγές, εξαιτίας της χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων, ούτως ώστε να καλυφθούν τα ελλείμματα, στο εμπορικό σοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας, που δεν καλύπτονται, από τις ξένες επενδύσεις και τα σχετικά ελλείμματα καλύπτονται, με εξωτερικό δανεισμό.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι, η ελληνική οικονομία έχει οδηγηθεί, εκ νέου, στα αδιέξοδα του παρελθόντος, με ένα επικίνδυνο δημόσιο χρέος, που είναι πολύ υψηλότερο, από το 2009 και από τα 299 δισεκ. €, στις 31/12/2009 φθάνει, τώρα, στα 417 δισεκ. €, με πολύ χαμηλότερο ΑΕΠ, αν και στην παρούσα χρονική φάση, το ελληνικό Δημόσιο εξυπηρετεί τα 310 δισεκ. € ενώ, τα υπόλοιπα πρόκειται να πληρωθούν μετά το 2032.
Παράλληλα, το “κόκκινο” - δηλαδή το μη εξυπηρετούμενο - ιδιωτικό χρέος έχει ξεπεράσει τα 230 δισεκ. € ο παραγωγικός μηχανισμός της ιδιωτικής (αλλά και της δημόσιας) οικονομίας εξαρθρώνεται και η ιδιωτική περιουσία εκπλειστηριάζεται,
Εν ολίγοις, η κατάσταση, στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, πρόκειται να κατευθυνθεί, σε έντονες αρνητικές εξελίξεις, όχι πολύ μακριά, από σήμερα.
Σχόλια