19ος αιώνας, Βικτωριανή Αγγλία. Το δικαίωμα της διαμονής, για ύπνο, με μια δεκάρα, κρεμασμένος, σε ένα σχοινί. Μάνη. Ο αγωνιστής του 1821 Δημήτριος Κατσουλάκος. 1880 -1991 Αθήνα. 10-10-1902 η πρώτη πτήση των αδελφών Wright. Αύγουστος 1922, η συντριβή των Ελλήνων, στην Μικρά Ασία. 1907-1970 Θεσσαλονίκη.1923 Μαντούδι. 1928 Μέγαρα - Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. 1936 Καπανδρίτι. 8-2-1943 ο απαγχονισμός της Lepa Svetozara Radić, 8/1944 οι ταγματασφαλίτες, στην Καλαμάτα. 24-8-1944 ο λόχος “La Nueve” των Ισπανών αναρχοσυνδικαλιστών, στο απελευθερωμένο Παρίσι. 12/1944 ο επονίτης Μίκης Θεοδωράκης, στην μάχη των Αθηνών, 1953 η πανέμορφη Αλεξάνδρα Λαδικού. 1950 Λουτράκι. 1960. Ο Winston Churchill. 1969-1977 το τσεχοσλοβακικό Škoda 100 του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. 1970 η Ζωζώ. 13/6/1973 Σαλαμίνα. Αίας - Ajax 0-2, 9-8-1974 ένα απόρρητο έγγραφο του, τότε, αρχηγού της ΓΕΕΦ, για τον ρόλο των Βρετανών, που χρίζει ενδελεχούς διερεύνησης. 1970 η “τεκνατζού” Ειρήνη Παπά. 1982 Κωνστάντζα. 18-8-2025. White House, Washington, ΗΠΑ. Ο Μέγας Διδάσκαλος και τα σχολιαρούδια του. 2025 ο χάρτης των εθνοτήτων, στην Ρωσία και μετέπειτα (173).
19ος αιώνας, Βικτωριανή Εποχή, Αγγλία. Το πραγματικό νόημα του "hangover". Η χαμηλότερη μορφή διαμονής, στην Βικτωριανή Αγγλία, ήταν ένα μέρος, όπου μπορούσες, στην τιμή μιας δεκάρας, να κρεμιέσαι, σε ένα σχοινί, μέσα σε μια νύχτα. (Η Βικτόρια, όμως, ήταν Αυτοκράτειρα)…
Ο Δημήτριος Κατσουλάκος γεννήθηκε, στον Κότρωνα της Μάνης, το 1801. Ανήκει, στην πατριά των Σεβαστιάνων. Οι Σεβαστιάνοι ήσαν οι παλαιότεροι κάτοικοι του Κότρωνα. Τα μέλη της οικογένειες Σεβαστού, σύμφωνα με την παράδοση, απέκτησαν, στην πορεία, νέο επώνυμο, από τα παρωνύμιά τους ή και τα μικρά ονόματά τους (Τσουτάκος, Γαϊτανάρος, Κουτσιλιέρης, Κατσουλάκος, Καρκαλάκος, Σκαριάνος, Σταθάκος, Τσιγκουράκος). Ο Δημήτριος Κατσουλάκος έλαβε μέρος, από την αρχή, στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Γρήγορα, εξελίχθηκε, σε οπλαρχηγός. Τα δύο πρώτα έτη του Αγώνα συνέδεσε την δράση του, με αυτήν του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και έμεινε, στο πλευρό του "έως τας τελευταίας ώρας του". Τον ακολούθησε, σε όλες τις εκστρατείες του, στην Πελοπόννησο και έλαβε μέρος, σε διάφορες μάχες. Πιο σημαντικές ήσαν η μάχη λ, στο Βαλτέτσι (12 - 13 Μαΐου 1821) και η Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Το 1822, συμμετείχε στην εκστρατεία του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, στην Ήπειρο. Κατόπιν, επέστρεψε στην Λακωνία. συμμετείχε, στον αγώνα, εναντίον των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ (Αύγουστος 1826), οι οποίοι επιχείρησαν να καταλάβουν την Μάνη. Κατά την διάρκεια των πρώτον ετών της Επανάστασης, εγκαταστάθηκε, σε έναν οικισμό, νοτιαανατολικά, του Ξηροκαμπίου της Λακεδαίμονος, ο οποίος έλαβε την ονομασία "Κατσουλέικα". Πρώτη μαρτυρία του τοπωνυμίου αυτού υπάρχει, σε επιστολή του Νικολάου Γιατράκου, προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Γεωργάκη Γιατράκο, σχετικά με την πρώτη εισβολή του Ιμπραήμ στην Λακωνία, με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1825 : "οι ατλίδες (Ιππείς) ήρθον πλησιέστερον, άρχισαν και έκαψαν ό,τι οσπίτιον ήτο μεινεμένον, Καράσπαη, Ακόριτσα, Κυδωνιά, Αρκασάδες, Κατζουλαίικα και λοιπά χωρία". Μετά το τέλος της Επανάστασης ο Δημήτριος Κατσουλάκος συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίας του στην πατρίδα ως Λοχίας του στρατού. Γύρω στο 1850, αποστρατεύτηκε και εγκαταστάθηκε, μόνιμα, στα Κατσουλαίικα. Στα πρώτα χρόνια, μετά την Επανάσταση, είχε νυμφευθεί την Μαρίτσα Λάσκαρη, κόρη του Θεόδωρου Λάσκαρη, προεστού ενός χωριού του κεντρικού Ταϋγέτου, της Κουμουστάς, τον οποίο είχαν δολοφονήσει, προεπαναστατικά, οι Τούρκοι. Απέκτησε δύο κόρες, των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζουμε και τρεις γιους, τον Γεράσιμο τον Θεόδωρο και τον Ηλία. Μετά την αποστρατεία του, ασχολήθηκε με την καλλιέργεια των κτημάτων του και τις εργασίες του λιοτριβιού του. Ο Δημήτρης Κατσουλάκος απεβίωσε, στα Κατσουλαίικα, μετά το 1890.
Από τον Δημήτρη Ροζάκη.
1880. Αθήνα.
1890 (δεκαετία). Αθήνα. «Πιθαράδικα». Η διάσημη πλατεία της Αθήνας όπου οι τεχνίτες κατασκεύαζαν πιθάρια. Εκεί, έφταναν το όρια της πρωτεύουσας, στα τέλη του 19ου αιώνα.
1902. Καλαμπάκα. Περιηγητές, σε κατάβαση, από τα Μετέωρα.
10/10/1902. Kill Devil Hills, Βόρεια Καρολίνα, ΗΠΑ. Η ιστορική φωτογραφία της τρίτης δοκιμαστικής πτήσης των αδελφών Wright. Ο Wilbur Wright βρίσκεται, στα χειριστήρια, ο Orville Wright είναι, αριστερά και ο Dan Tate (κάτοικος της περιοχής και φίλος των αδελφών Ράιτ), είναι δεξιά.
200 μΧ. Όστια, Ιταλία. Μια χάλκινη ταμπλέτα αφιερωμένη, στον Σέξτο Πομπήιο Μάξιμο, αρχιερέα της αίρεσης του Μίθρα και πρόεδρο μιας συντεχνίας βαρκάδων. Η ταμπλέτα δόθηκε, από συναδέλφους ιερείς του Μίθρα. Πάνω από το κείμενο, υπάρχει μια προτομή του Μίθρα, ένα μαχαίρι θυσίας και μια πατέρα (μπώλ σπονδής). Ο Σέξτος Πομπήιος είναι γνωστός από άλλο κείμενο ότι αποκατέστησε ένα ιερό του Μίθρα, στην Όστια. (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
1890 (δεκαετία). Τατόι. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, στο γήπεδο του τέννις.
24/3/1902. Βόλος. Νεαροί οικοδόμοι, με μάστορα και με φόντο, το τέμενος Σουλεϊμάν, στην συνοικία των Παλαιών.
1909. Αθήνα, Κολωνάκι, οδός Υψηλάντου. Η πίσω πρόσοψη του μεγάλου οικοπέδου, με τον καταπράσινο κήπο, που η κύρια πρόσοψή του, ήταν, επί της σημερινής λεωφόρου Βασ. Σοφίας 47. Το να έχεις φωτογραφία του παππού σου είναι σήμερα πολύ εφικτό, κυρίως όταν είσαι νέος. Το να έχεις όμως φωτογραφία του προπάππου σου και να είσαι 80 χρονών, είναι λιγάκι σπάνιο. Όρθιες πίσω οι τρεις κόρες του, η δεξιά είναι η Εφροσύνη, γιαγιά μου, μητέρα του πατέρα μου. Καθισμένη αριστερά η εγγονή τους, Αντωνία Αλεξ. Γέροντα, αδελφή του πατέρα μου και στο κέντρο το ζευγάρι στα βαθιά γεράματα. Ο πρόπαππός μου Ιωάννης Μπότασης, (1839 - 1924) ήταν πολιτικός και διευθυντής της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, (κτίριο της παλιάς βουλής, στην οδό Σταδίου). Γεννήθηκε, στις Σπέτσες και ήταν γιος του Νικολάου Μπόταση, πλοιοκτήτη, πολιτικού και γόνου της οικογένειας Μπόταση. Η προγιαγιά μου ήταν κόρη του Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Εφροσύνης Σούτσου, εγγονής τους ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου-Βόδα, αδελφή του πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ.
1907. Οθωμανική Θεσσαλονίκη. Ο Λευκός Πύργος περιτοιχισμένος.
1917. Θεσσαλονίκη. Η παραλιακή Λεωφόρος Νίκης, από τον Λευκό Πύργο.
Μάιος 1902. Σμύρνη.
Αύγουστος 1922. Μικρά Ασία. Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, με λεπτομέρειες.
13 Αυγούστου (26 Αυγούστου 1922, με το νέο ημερολόγιο), πραγματοποιήθηκε η Κεμαλική επίθεση, στο Αφιόν Καραχισάρ και ακολούθησε η κατάρρευση του μετώπου, στην Μικρά Ασία.
Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης : Το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Οι μάχες του Σαγγαρίου (Αύγ. 1921) δεν έφεραν την προσδοκώμενη νίκη και η Ελληνική Στρατιά αποχώρησε δυτικά του Σαγγαρίου, με το Βόρειο Συγκρότημα, με έδρα το Εσκί Σεχήρ, και το Νότιο με έδρα το Αφιόν Καραχισάρ. Συνολικό ανάπτυγμα 700 χιλιόμ., από τον κόλπο της Κίου, ως την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Οι άνδρες της Στρατιάς, επί ένα έτος, Αύγ. 1921 – Αύγ. 1922 παρέμειναν, σε απραξία, ενώ, από την άλλη, ο Κεμάλ οργάνωνε, μεθοδικά, τον στρατό του, έχοντας και την σιωπηρή, ή φανερή στήριξη Γάλλων, Ιταλών, Σοβιετικών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου αυτής αδυνατούσαν να βρουν, διπλωματικά και οικονομικά στηρίγματα, στην Ευρώπη, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Επιπλέον, η Στρατιά παραμέλησε την αμυντική οργάνωση, τις επικοινωνίες, τις οδεύσεις και δεν είχε αντιληφθεί ότι είχε απωλέσει το 50% της μάχιμης δύναμής της, καθόσον εκατοντάδες οπλιτών και έμπειρων αξιωματικών είχαν σκοτωθεί, στις μάχες του Σαγγαρίου. Και ακόμη, ότι η Στρατιά είχε διαβρωθεί, από τον κομματισμό και την κομμουνιστική προπαγάνδα, στο μέτωπο.
Στις 5 το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922, άρχισε η τουρκική επίθεση, που πρώτη δέχθηκε η Ι Μεραρχία Φράγκου, στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ και η γειτονική της IV του Δημαρά. Ο ελληνικός στρατός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιας έκτασης βομβαρδισμό και νωρίς τα τμήματα των Μεραρχιών αυτών άρχισαν να υποχωρούν, σχεδόν, διαλυμένα. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τις στρατηγικές θέσεις Τιλκί Κιρί Μπελ και Καγιαντιμπί. Οι υποχωρήσαντες Μέραρχοι της Ι Φράγκου και VII Κουρουσόπουλου αποφάσισαν την ενίσχυση του αγώνα, στο Χασάν Μπελ και την κάλυψη του κενού Τσάι Χισάρ, από το οποίο εισέδυε το τουρκικό ιππικό και κτυπούσε, από τα νώτα, τις ελληνικές δυνάμεις. Το βράδυ της 13 Αυγούστου βρήκε τις Ι και VII Μεραρχίες, με σοβαρές απώλειες και τους άνδρες καταπονημένους, από το συνεχές εχθρικό σφυροκόπημα και τον αφόρητο καύσωνα. Στην καίρια στρατηγική θέση Τουμπλού Μπουνάρ οι Τούρκοι ιππείς είχαν διασκορπίσει τα φυλάκια του σιδηροδρομικού σταθμού και διακόψει την τηλεγραφική επικοινωνία. Το παράδοξο είναι ότι η Ελληνική Στρατιά στην Σμύρνη πληροφορήθηκε την έναρξη της τουρκικής επίθεσης τρεις ώρες αργότερα. Στις 14 Αυγούστου η Ι Μεραρχία βρισκόταν σε δύσκολη θέση και περί το μεσημέρι οι I, IV, VII, XII Μεραρχίες άρχισαν να συμπτύσσονται δυτικά στην γραμμή Αϊβαλί – Μπαλ Μαχμούτ – Κιοπρουλού. Ήδη, οι ελληνικές δυνάμεις και ο χριστιανικός πληθυσμός εγκατέλειπαν το Αφιόν Καραχισάρ. Ο ασύρματος, που, αντί να μεταφερθεί, στο Γκιόλ Χαμάμ, όπου το στρατηγείο του Α΄Σ.Σ., μεταφέρθηκε, στο Εσκί Σεχήρ δημιούργησε, με την έλλειψή του, τραγικά προβλήματα επικοινωνίας. Από τότε, δεν υφίστατο επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών δυνάμεων.
Η εχθρική πίεση εξακολουθούσε όλη την μέρα στις Ι και IV Μεραρχίες στο Μπαλ Μαχμούτ. Εκείνες τις ώρες παρατηρούνταν συνεχής διαρροή οπλιτών, στις γύρω πλαγιές. Οι II, V και XII Μεραρχίες δεν είχαν υποστεί ως το βράδυ της 14 Αυγούστου σοβαρή πίεση. Είχαν περάσει 36 ώρες, από το πρωί της 13 Αυγούστου. Μεσάνυχτα της 14 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει, στην περιοχή του Αφιόν – Ακάρ Νταγ.
Η Ι Μεραρχία, την 15 Αυγούστου, βρισκόταν, σε πλήρη αταξία, στο Μπασκιμσέ, 10 χιλιόμετρα ΒΔ του Αφιόν και 20, περίπου, από το Τουμπλού Μπουνάρ. Η IV υποχωρούσε άτακτα και ακάλυπτη. Ο Πλαστήρας ήταν στο Μπαλ Μαχμούτ. Η IX Μεραρχία στις 5 το πρωί κατευθύνθηκε, προς Ουλουτζάκ, περί τα 40 χιλιόμετρα Β. του Αφιόν και στις 7.15 δέχθηκε επίθεση, από την 2η Μεραρχία του Τουρκικού Ιππικού. Η IV Μεραρχία, στις 4-5 το πρωί, κατευθύνθηκε, προς το Ουλουτζάκ δεχόμενη σφοδρές εχθρικές επιθέσεις που προκάλεσαν φυγή οπλιτών προς βορράν. Δεν είχε καλυφθεί, από το απόσπασμα Πλαστήρα, που δεν φρόντισε να βρίσκεται, στα υψώματα Κιοπρουλού, και από το απόσπασμα Λούφα, που είχε αποχωρήσει, από τα υψώματα, βόρεια του Μπαλ Μαχμούτ.
Στις 2 το μεσημέρι, στο μοιραίο Ουλουτζάκ είχαν φθάσει οι Διοικητές του Α΄Σ.Σ. Ν. Τρικούπης και Β΄Σ.Σ. Κίμων Διγενής, όπου πληροφηρήθηκαν ότι οι IV και VII Μεραρχίες συμπτύσσονταν, προς Τουμπλού Μπουνάρ. Ο Διοικητής της IX Μεραρχίας Π. Γαρδίκας, που έφθασε και αυτός εκεί, τους πρότεινε να κινηθούν, προς Τουμπλού Μπουνάρ, προκειμένου, με άλλες Μεραρχίες, να αποκτήσουν αμυντικές θέσεις. Οι δύο σωματάρχες απέρριψαν την πρόταση Γαρδίκα αποφασίζοντας να παραμείνουν στο Ουλουτζάκ. Το λάθος τους ήταν μοιραίο και οδήγησε, στην αιχμαλωσία τους.
Ήδη, είχε συγκροτηθεί το Νότιο Συγκρ τημα, δηλαδή η Ομάδα Φράγκου, με την I, II, IV (5 τάγματα), VI, του Καλλιδόπουλου, με την XII, το απόσπασμα Πλαστήρα, την Μεραρχία Ιππικού και μονάδος Πυροβολικού. Το Βόρειο Συγκρότημα του Τρικούπη αποτελούνταν, από την IV, V, τμήματα της IX, τμήματα της XII και της IX.
Η Μεραρχία Φράγκου, η VII του Κουρουσόπουλου και το απόσπασμα Πλαστήρα έφθασαν στο Τουμπλού Μπουνάρ το βράδυ της 15 Αυγούστου. Στο Ουλουτζάκ το βράδυ της 15 Αυγούστου οι Τρικούπης και Διγενής ήσαν απομονωμένοι, χωρίς σύνδεσμο, με I και II Μεραρχία, αγνοούσαν την τύχη του μεγαλύτερου μέρους της IV του Δημαρά. Στο Ουλουτζάκ, είχαν φθάσει η ΙΧ του Γαρδίκα, υπολείμματα της V και την επομένη, η ΧΙΙΙ του Μιλτιάδη Καϊμπαλή. Δυστυχώς, ο Τρικούπης δίσταζε να κινηθεί, προς το Τουμπλού Μπουνάρ, ενώ θα μπορούσε να το κάνει, από τις 4.30 το απόγευμα. Αργότερα, σε έκθεσή του, δικαιολογήθηκε ότι δεν είχε οδηγούς, καθώς οι χωρικοί είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, έκρινε, ως πολύ δύσκολη την μετακίνηση πυροβόλων την νύκτα, των νοσοκομειακών κ.λπ.
Στις 16 Αυγούστου 1922, η ΙΧ του Γαρδίκα έδωσε σκληρή μάχη, με τουρκικό ιππικό, στο Χαμούρκιοϊ και η ΧΙΙ του Καλλιδόπουλου στο Ιλμπουλούκ, που επέτρεψε, στην V του Ρόκα, να διαρρεύσει, δυτικά και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Στο Ουλουτζάκ, φθάνοντας ο Διοικητής της ΧΙΙΙ Καϊμπαλής παρέδωσε, στον Τρικούπη ερματισμένο φάκελο ελληνικού αεροπλάνου, όπου αναφερόταν ότι τουρκικές δυνάμεις κατευθύνονταν, προς εκεί. Τούτο σήμαινε ότι το συγκρότημα Τρικούπη, γνωστό ως Βόρειο, ήταν περικυκλωμένο. Την 16 Αυγούστου, οι IX, V, XII, XIII έδιναν συνεχείς αγώνες, στο Κιουτσούκιοϊ, με ελάχιστα πυρομαχικά. Πολύ αργά, πια, ο Τρικούπης διέταξε την πορεία των XII, V, XIII, IV, προς Τουμπλού Μπουνάρ. Στις 4 το απόγευμα, στο Ουλουτζάκ, οι στρατηγοί Τρικούπης, Διγενής και ο συνταγματάρχης Καλλιδόπουλος είχαν συνειδητοποιήσει την περικύκλωσή τους. Η κατάσταση ήταν, πέρα για πέρα, τραγική, από τον συνεχή βομβαρδισμό, την αταξία, τον συνωστισμό των Μεραρχιών, σε περιορισμένο χώρο. Με το τελευταίο φως της 16ης Αυγούστου, ο Τρικούπης και οι λοιποί ανώτατοι αξιωματικοί αποφάσισαν να κινηθούν, προς Τουμπλού Μπουνάρ, μέσω Σάλκιοϊ, εγκαταλείποντας τα βαρέα πυροβόλα και καταστρέφοντας τον ασύρματο του Β΄Σ.Σ., που ήταν το μοναδικό μεσό επικοινωνίας. Στις 11 το βράδυ της 16 Αυγούστου 1922, η ομάδα Τρικούπη άρχισε να κινείται, άτακτα και κατά το δοκούν, με τα τμήματά της, χωρίς οργανικό δεσμό, πειθαρχία, καταπονημένα, από την πείνα, την αγρυπνία, τις συνεχείς μάχες. Λίγο, πριν, από την αυγή της 17 Αυγούστου 1922, το Συγκρότημα Τρικούπη έφθασε, στο Σάλκιοϊ, σε άθλια κατάσταση, με κάποια εξαίρεση την ΧΙΙΙ Μεραρχία Καλλιδόπουλου. Για μιαν, ακόμη, φορά, ο Τρικούπης απέρριψε πρόταση συνέχισης της πορείας, προς Τουμπλού Μπουνάρ και μόνον, προς το μεσημέρι, αποφάσισε να κινηθεί, προς το Ουσάκ, δια μέσου, της κοιλάδας Ουσάκ. Ήταν, όμως, αργά. Όλη την 17 Αυγούστου κατέφθασαν, στο Σάλκιοϊ, 10-15.000 στρατιώτες διαφόρων διαλυμένων μονάδων. Δεν υπήρχαν πυρομαχικά, τρόφιμα, νερό και φυσικά, επικοινωνία. Το κακό επέτεινε η διαρροή οπλιτών, σε χαράδρες του Σάλκιοϊ και η φυγή, προς το χωριό Αλή Βεράν. Την ίδια ημέρα, στην μάχη του Αλή Βεράν ο Τρικούπης είχε παρατακτή δύναμη 7.000 πεζούς, 180 ιππείς, 116 πυροβόλα. Προς το μεσημέρι της 17 Αυγούστου, η Ομάδα Τρικούπη κινήθηκε, προς Τουμπλού Μπουνάρ, Μπανάζ, Ουσάκ, σε δρόμους στενούς και δύσβατους, πάνω, στο βουνό Μουράτ Νταγ. Καθ’ οδόν, έφθασε, στον Τρικούπη, ο απεσταλμένος του Ν. Πλαστήρα ανθυπολοχαγός Καραμάνος και του πρότεινε να τους οδηγήσει, στο Χασάν Ντεπέ, που κατείχε ο ίδιος, με το Σύνταγμά του. Στις 4 το απόγευμα ο Τρικούπης αποφάσισε να κινηθεί, προς Μπανάζ, διά μέσου της οδού Σάλκιοϊ-Αλή Βεράν, που λίγο πριν, είχε απορρίψει. Ήταν αργά, γιατί είχαν χαθεί πολύτιμες ώρες. Η μάχη του Αλή Βεράν, που από τουρκικής πλευράς, διηύθυνε ο ίδιος ο Κεμαλ, με έξι Μεραρχίες Πεζικού και μιας Ιππικού, απέναντι, σε μικρή δύναμη 7.000 Ελλήνων μαχητών, που έδειξαν πρωτοφανή ανδρεία. Επρόκειτο, για μια μάχη, που αδυνατεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Ο Χρ. Σπανομανώλης, Σμυρναίος την καταγωγή, που έλαβε μέρος σε αυτήν, στο βιβλίο του, «Αιχμάλωτος των Τούρκων», έδωσε συγκλονιστική περιγραφή της.
Το βράδυ της 17 Αυγούστου, μετά την μεγάλη καταστροφή, η Ομάδα Τρικούπη, έχοντας αφήσει, στο πεδίο της μάχης, όλους τους τραυματίες, υλικά, 250 υγειονομικά και μεταγωγικά αυτοκίνητα, πυροβόλα, συνέχισε την πορεία της, προς το Ουσάκ. Στο Συγκρότημά του, περιλαμβάνονταν η IV Μεραρχία Δημαρά, η ΧΙΙ Καλλιδόπουλου, η ΧΙΙΙ του Καϊμπαλή, ενώ η ΙΧ του Γαρδίκα ακολούθησε διαφορετικό ημερολόγιο και βοηθούμενη, από την V του Ρόκα, απέφυγε την αιχμαλωσία. Κάθε Μεραρχία ακολούθησε δική της πορεία. Η φάλαγγα των στρατηγών Δημαρά – Καλλιδόπουλου, που κινήθηκε όλη την νύκτα της 17ης Αυγούστου στο Μουράτ Νταγ, απώλεσε τον προσανατολισμό της. Την επομένη 18 και πάλι, κινούνταν, άσκοπα, ώσπου, στις 8 το βράδυ της 19 Αυγούστου 1921, παραδόθηκε, στους Τούρκους. Οι αιχμάλωτοι ανέρχονταν, σε 84 αξιωματικούς και 1.600 οπλίτες. Σημειωτέον, πάντως, ότι ο επιτελάρχης της IV Μεραρχίας ταγματάρχης Γ. Τσολάκογλου, ο κατοπινός κατοχικός Πρωθυπουργός, διαφώνησε, με το δρομολόγιο της Μεραρχίας και μαζί με αξιωματικούς και οπλίτες, που τον ακολούθησαν, έφθασαν, στο Ουσάκ, την 19 Αυγούστου και ενώθηκαν, με την Ομάδα Φράγκου.
Η Ομάδα Τρικούπη κινούνταν δυτικά, αναζητώντας μάταια οδηγούς για να φθάσει στο Ουσάκ δια μέσου Μπανάζ. Πρόθεσή του ήταν να παρακάμψει το Ουσάκ, που, ομως, ήδη είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Η εξάντληση, η πείνα, η απογοήτευση, κυριαρχούσαν στην φάλαγγα του Τρικούπη. Έτσι, το απόγευμα της 20ης Αυγούστου στις 5 μ.μ. παραδόθηκε λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Ουσάκ. Το τέλος της Ομάδας: αιχμάλωτοι οι στρατηγοί Ν. Τρικούπης Διοικητής του Α΄Σ.Σ., Κίμων Διγενής Διοικητής του Β΄Σ.Σ., ο Διοικητής της ΧΙΙΙ Μιλτιάδης Καϊμπαλής μαζί και 190 αξιωματικοί και 4.400 οπλίτες. Για πρώτη φορά, Έλληνας αρχιστράτηγος αιχμαλωτίζεται, από τον εχθρό. Ο Τρικούπης είχε ανακηρυχθεί, στον βαθμό αυτό, από την ελληνική κυβέρνηση, σε αντικατάσταση του Χατζηανέστη. Το πληροφορήθηκε, από τον ίδιο τον Κεμάλ, που οι υπηρεσίες του είχαν αποκρυπτογραφήσει τα σήματα της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ομάδα Φράγκου υποχώρησε και βρέθηκε το μεσημέρι της 15 Αυγούστου 1922, στο Μπασκιμσέ, όπου ανέμενε την V Μεραρχία, το απόσπασμα Λούφα και το 5/42 του Πλαστήρα. Στις 4 το απόγευμα, ξεκίνησε, για το Τουμπλού Μπουνάρ, όπου έφθασε, το πρωί της 16 Αυγούστου, μαζί και η VΙΙ του Κουρουσόπουλου. Την νύκτα στάθμευσε, μεταξύ σιδηροδρομικού σταθμού Τουμπλού Μπουνάρ και Οτουράκ Τσιφλίκ. Απέναντι, τουρκικές δυνάμεις, που μπορούσε να αντιμετωπίσει, αλλά, την τελευταία στιγμή, ματαίωσε την επίθεσή του και έτσι, άφηνε ακάλυπτη την Ομάδα Τρικούπη, που οδηγήθηκε, στην αιχμαλωσία, σε συνδυασμό, με την επιμονή του να παραμένει, στο Ολουτζάκ. Η αποχώρηση του 1/38 του Ιω. Ζήρα, από το Καραγκιοζελί και του 4ου Σ.Π., επεδείνωσαν την θέση του Τρικούπη. Κατόπιν τούτων, ο Φράγκου υποχώρησε, προς το Τσορούμ Νταγ, καθ’ ον χρόνον ο Πλαστήρας κατείχε το Χασάν Τεπέ. Ο Φράγκου, στο μεταξύ, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τουρκική επίθεση, στο Τσορούμ Νταγ, που δέσποζε, στην κοιλάδα του Μπανάζ και αυτό έσβηνε κάθε ελπίδα επαφής με την Ομάδα Τρικούπη. Σημειωτέον ότι Εύζωνοι του Φράγκου στην κρίσιμη στιγμή δεν κινήθηκαν να ανακαταλάβουν το Τσορούμ, που ανακατέλαβαν, για λίγο, η IV και VII Μεραρχία. Η Ομάδα Φράγκου αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί, δυτικότερα, με σκοπό την κατάληψη του Ουσάκ. Είχε συμπτυχθεί στην γραμμή Κιζίλ Νταγ – Ελμά Νταγ – Καπακλάρ, ποταμός Μπανάζ Τσάι (18 – 19 Αυγ.). Η Ι Μεραρχία του Φράγκου, όμως, βρισκόταν, σχεδόν, σε πλήρη διάλυση, μολονότι διατασσόταν, από την Στρατιά, να συντρίψει τον εχθρό(!). Ήδη, είχε απωλεσθεί η γραμμή Καπακλάρ, που ανακατέλαβε ο Πλαστήρας, που τέθηκε επικεφαλής του παραπαίοντος 4ου Σ.Π. Το μεσημέρι της 19 Αυγούστου οι Τούρκοι εισήλθαν στο Ουσάκ, όπου βρήκαν στις αποθήκες του ελληνικού στρατού άφθονο πολεμικό υλικό. Δυστυχώς, η ΙΙ Μεραρχία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τις θέσεις της. Η εγκατάλειψη του Ουσάκ σήμαινε, πια, την βέβαιη αιχμαλωσία της Ομάδας Τρικούπη. Από το βράδυ της 19 ως τις 21 Αυγούστου, η Ομάδα Φράγκου κατευθυνόταν, προς Κούλα – Φιλαδέλφεια, με διαταγή να φράξει την διάβαση Κούλων, ώσπου να περάσουν οι φάλαγγες. Οι Τούρκοι σκόπευαν να καταλάβουν το Σαλιχλί, γι’ αυτό και η Στρατιά διέταξε, το πρωί της 22 Αυγούστου, την ΧΙΙΙ Μεραρχία - τα υπολείμματά της δηλαδή - να κινηθεί, προς Σαλιχλί, όπου θα συναντούσε την Μεραρχία Ιππικού. Η ΧΙΙΙ Μεραρχία φθάνοντας στο Σαλιχλί, επέβαλε την τάξη, στην σύγχυση, που επικρατούσε, στον σιδηροδρομικό σταθμό και φρόντισε την επομένη, για την επιβίβαση προσφύγων, σε έξη συρμούς, στους οποίους επιβιβάσθηκε και η ίδια. Το απόσπασμα Λούφα, το στις 22 Αυγούστου, νοτιοδυτικά, των Κούλων δέχθηκε επιθέσεις του Τουρκικού Ιππικού, που κατέληξαν σε πεζομαχία. Στην συνέχεια κινήθηκε, προς Φιλαδέλφεια. Την 22 Αυγούστου η Στρατιά διέταξε την ΙΙ Μεραρχία Γονατά να κατευθυνθεί, προς Τουρμπαλί και Οδεμίσι και να αναλάβει την στρατιωτική διοίκηση Οδεμισίου. Την ίδια ημέρα διέτασσε την επιβίβαση, στα ελλιμενισμένα πλοία όλου του προσωπικού και των κτηνών των μη μάχιμων σχηματισμών (υπηρεσίες, νοσηλευτικά κέντρα, στρατιωτικά καταστήματα κ.ά.). Στις 2.30 της 22 Αυγούστου διέταξε τον Φράγκου να συμπτυχθούν, στον χώρο Μαγνησία – Κασαμπά.
Η μάχη του Σαλιχλί, στις 23 Αυγούστου 1922, ήταν η τελευταία νικηφόρα του ελληνικού στρατού στην Μ. Ασία, όπου το απόσπασμα Πλαστήρα και η Μεραρχία Ιππικού απέκρουσαν δύο τουρκικές επιθέσεις το πρωί και το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Την επομένη η Ομάδα Φράγκου κινήθηκε, προς Αχμετλί, με την Μεραρχία Ιππικού, η ΙΙ Μεραρχία, προς Οδεμίσι και το 2ο Σ.Π. της Ι Μεραρχίας διατέθηκε, στο Α΄Σ.Σ., που, μαζί με το απόσπασμα Λούφα, θα κάλυπταν τις ελληνικές δυνάμεις, από τα βόρεια. Την νύκτα της 23 Αυγούστου, το Β΄Σ.Σ. στάθμευε, με την V Μεραρχία, στο Αχμετλί, η ΧΙΙ, στον σιδηροδρομικό σταθμό Σάρδεων και η ΙΧ, στον Κασαμπά.
Το πρωί της 25 Αυγούστου, στον Κασαμπά, βρισκόταν το Α΄Σ.Σ. και στην Μαγνησία, το Β΄Σ.Σ., με φροντίδα του Φράγκου, κατά διαταγήν της Στρατιάς, το βράδυ της 23 Αυγούστου. Πάντως, στις 24 Αυγούστου ο νέος Διοικητής της Στρατιάς Πολυμενάκος διέταξε την ΙΙ Μεραρχία να κινηθεί, προς Τουρμπαλί, για να καλύψει την Σμύρνη και την Χερσόνησο της Ερυθραίας. Άσχετα, με τις διαταγές Πολυμενάκου, το Συγκρότημα Φράγκου κινήθηκε, προς τις διόδους του Νυμφαίου και της Σαπάντζας.
Στις 26 Αυγούστου το πρωί, οι Μεραρχίες των Α΄ και Β΄ Σ.Σ. κινήθηκαν, προς τις νέες θέσεις τους. Η VII Μεραρχία απέκρουσε τουρκική μεραρχία, που επιχείρησε να αποκόψει την πορεία της, προς την Σμύρνη, στην οποία έφθασε το πρωί της 27ης Αυγούστου και από, εκεί, γρήγορα τράβηξε, προς τον Τσεσμέ. Στις 11 το πρωί, εισήλθαν, στην ιωνική πρωτεύουσα, 400 Τσέτες. Η Μεραρχία Ιππικού έφθασε, στην Μαινεμένη, στις 6 το πρωί και το μεσημέρι, βιαστικά, έφυγε, για το Μερσινλί, αφήνοντας ελεύθερη την οδό, προς την Σμύρνη, στην τουρκική 14η Μεραρχία Ιππικού, που κατέλαβε την στενωπό της Μαγνησίας το βράδυ της 26 Αυγούστου. Ο έγκυρος δημοσιογράφος Ροδής, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων γράφει ότι την 25 Αυγούστου 1922 πέρασε, από την Σμύρνη, με καλπασμό, η Μεραρχία Ιππικού, με τον μέραρχον Καλλίνσκην, άθικτος και πάνοπλος…με την σημαίαν διπλωμένην, με τους άνδρας σιωπηλούς, μέχρι θανάτου…Ήτο η Μεραρχία του Ιππικού άθικτος και πάνοπλος…και κατευθύνεται, όχι προς τον πόλεμον και την θυσίαν, αλλά, προς την παραλίαν του Τσεσμέ…άθικτος και πάνοπλος. Λίγες ημέρες, αργότερα, ο αιχμάλωτος στρατηγός Τρικούπης έλεγε, σε Τούρκο συνάδελφό του, ότι, στην τραγική μάχη του Αλή Βεράν, η Μεραρχία Ιππικού έβοσκε χορταράκι, στο Ουσάκ. Η Ομάδα Φράγκου την νύκτα της 26 προς 27 Αυγούστου πέρασε, έξω, από την Σμύρνη, ενώ τα Α΄ και Β΄ Σ.Σ. έφθασαν, στο Ναρλί Ντερέ και Άγιο Γεώργιο της Χερσονήσου της Ερυθραίας. Το Β΄Σ.Σ. πέρασε, στις 8.30, το Γκιούλ Μπαξέ, το Α΄Σ.Σ. έφθασε, στα Βουρλά, στις 9 το πρωί, η Μεραρχία Ιππικού, στην Σκάλα Βρυούλων, στις 7μ.μ. της 28 Αυγούστου. Απόσταση Σμύρνη –Βουρλά 90 χιλιόμετρα. Ο στρατηγός Ανδρέας Πλατής είχε αναλάβει την άμυνα της Ερυθραίας, που υποστήριζαν το θωρηκτό Κιλκίς, το καταδρομικό Έλλη, τα αντιτορπιλλικά Νίκη και Σφενδόνα και το εύδρομο Νάξος. Το Β΄Σ.Σ. και το Α΄Σ.Σ. έφθασαν, στα Αλάτσατα, το μεσημέρι της 29 Αυγούστου. Η απόσταση Βουρλών – Αλατσάτων, περί τα 80 χιλιόμετρα.
Την αμυντική γραμμή ενίσχυαν οι I, II, VII Μεραρχίες. Η Μεραρχία Ιππικού κατευθύνθηκε, από την Σκάλα Βρυούλων, προς το λιμάνι του Τσεσμέ. Το Β΄Σ.Σ. την αυγή της 30 Αυγούστου έφθασε, στην γραμμή Λίντζα – κόλπος Αγριελιάς και στις 2 το μεσημέρι της 31 Αυγούστου, κινήθηκε, προς τον Τσεσμέ. Ο κόλπος της Αγριελιάς βρίσκεται, περί τα 10 χιλιόμετρα, από τα Αλάτσατα και άλλα τόσα, προς τον Τσεσμέ. Η ΧΙΙΙ Μεραρχία τα μεσάνυκτα της 31 Αυγούστου κινήθηκε, προς Αλάτσατα και στις 2.30 μ.μ. της 1 Σεπτεμβρίου έφθασε, δυτικά, του Ζεϊντελί, ενώ το Α΄Σ.Σ. συμπτύχθηκε και εγκαταστάθηκε, στα Αλάτσατα, την 1 μ.μ. της 1 Σεπτεμβρίου. Το Β΄Σ.Σ. είχε, ήδη, φθάσει, στον Τσεσμέ. Η απόσταση Αλατσάτων – Τσεσμέ είναι, περί τα 20 χιλιόμετρα. Το Ζεϊτενλί είναι, στο μέσον της αποστάσεως Βουρλών – Τσεσμέ.
Δύο τμήματα της στρατιωτικής διοικήσεως Οδεμισίου, το πρώτο του Τάγματος Ηλία Βαμβακόπουλου με 25 αξιωματικούς και 800 οπλίτες, από το Τζιμόβασι, έφθασε, στο Ντεμιρτζαλή και επιβιβάσθηκε, στο εξοπλισμένο εμπορικό Νάξος, στις 30 Αυγούστου. Το δεύτερο, με 7 αξιωματικούς και 70 οπλίτες, έφθασε, στην Σκάλα Βρυούλων και επιβιβάσθηκε, στο Κιλκίς, στις 29 Αυγούστου. Ο γηραιός διοικητής στο Οδεμίσι Ζεγγίνης, αντί να στραφεί, προς Τσεσμέ, ξεκίνησε, από το Οδεμίσι, έφθασε, έξω, από την Σμύρνη και παραδόθηκε, στους Τούρκους.
Το πρωί της 3 Σεπτεμβρίου απέπλευσαν, από τον Τσεσμέ τα τελευταία τμήματα του Νοτίου Συγκροτήματος, καλυπτόμενα, από τον Διοικητή του 1ου Σ.Π. αντισυνταγματάρχη Π.Ζ. Οδυσσέα Μιαούλη. Το ίδιο πρωί έφθασε, στον Τσεσμέ, ο τουρκικός στρατός. Πέρα, μακριά η Σμύρνη καιγόταν ακόμη!
Οι ελληνικές δυνάμεις, που μεταφέρθηκαν, στην Χίο και την Μυτιλήνη, ανέρχονταν κατά Μεραρχίες, ως εξής :
IV Μεραρχία: Αξιωματικοί 200, οπλίτες 3300, κτήνη 450.
V Μεραρχία: Αξιωματικοί 204, οπλίτες 3000, κτήνη 1212.
VII Μεραρχία: Αξιωματικοί 240, οπλίτες 6500, κτήνη 2800, πυροβόλα 11.
ΧΙΙ Μεραρχία: Αξιωματικοί 1500, οπλίτες 2200, κτήνη 1010, πυροβόλα 8.
Δεν υπάρχουν στοιχεία, για Ι, ΙΙ, ΙΧ, ΧΙΙΙ και Μεραρχία Ιππικού.
Η σύμπτυξη του Γ΄Σ.Σ.
Το Γ΄Σ.Σ., με διοικητή τον Γ. Σουμίλα, είχε την ευθύνη του Βορείου Συγκροτήματος της Στρατιάς, δηλαδή, από την Κίο, ως το Σεϊντή Γαζή και Ακ ιν. Συνολικό άνοιγμα 300 χιλιόμ. Έδρα του το Εσκί Σεχήρ και στην δύναμή του συμπεριλαμβάνονταν οι ΙΙΙ, Χ, ΧΙ και η Ανεξάρτητη Μεραρχία, δώδεκα αεροπλάνα αναγνώρισης και δύο καταδιωκτικά. Το Γ΄Σ.Σ. είχε πολύ καλή αμυντική οργάνωση. Την 13 Αυγούστου 1922, με την έναρξη της τουρκικής επίθεσης, διατάχθηκε, από την Στρατιά να καλύψει την σιδηροδρομική γραμμή, προς Προύσα και η Ανεξάρτητη Μεραρχία να κατευθυνθεί προς Τουμπλού Μπουνάρ. Το Γ΄Σ.Σ. δέχθηκε την μικρότερη, σε έκταση, τουρκική επίθεση, αφού οι Τούρκοι έρριψαν το βάρος της επίθεσής τους στο Νότιο Συγκρότημα. Από την 15 Αυγούστου, άρχισε η εκκένωση του Εσκί Σεχήρ, η καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής, προς Αφιόν και η προετοιμασία φόρτωσης υλικών, προς Προύσα και Κιουτάχεια. Στις 17 Αυγούστου 1922, ο στρατιωτικός διοικητής Κιουτάχειας, συγκέντρωσε την φρουρά της Κιουτάχειας, προώθησε τους Χριστιανούς στην Προύσα και κινήθηκε, προς το Ουσάκ. Είχε 1.400 άνδρες που δέχθηκαν τουρκική επίθεση και διαλύθηκαν αφήνοντας πολλούς νεκρούς. Σώθηκαν 7 αξιωματικοί και 250 οπλίτες που συνάντησε η Ανεξάρτητη Μεραρχία και τους ενέταξε πανικοβλημένους σε μη μάχιμο τμήμα. Ο ταγματάρχης Σωτ. Σακελλαρίου με 900 οπλίτες που συγκέντρωσε, έφθασε στο Ουσάκ και στις 19 Αυγούστου αναχώρησε σιδηροδρομικώς για την Σμύρνη.
Το πρωί της 18 Αυγούστου το Γ΄Σ.Σ. διατάχθηκε να συμπτυχθεί προς Προύσα και να μεταφέρει μεγάλη ποσότητα υλικών στο Καράκιοϊ. Τα υλικά και οι πρόσφυγες του Εσκί Σεχήρ μεταφέρθηκαν στην Προύσα με 1.000 σιδηροδρομικά οχήματα και 300 αυτοκίνητα. Η μεταφορά χαρακτηρίσθηκε αρίστη. Στην συνέχεια, το στρατηγείο μεταφέρθηκε στο Ινονού, 75 χιλιόμετρα από την Κιουτάχεια. Στις 21 και 22 Αυγούστου έλαβαν χώραν οι μάχες Κοβαλίτσας και Καράκιοϊ, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα του στρατηγείου. Στις 22 και 23 Αυγούστου μεγάλα τμήματα της Στρατιάς είχαν καταλάβει την αμυντική τοποθεσία της Προύσας. Η ΧΙ, βοηθούμενη από συντάγματα που ήλθαν από την Ραιδεστό και τα πυρά των αντιτορπιλλικών Πάνθηρ και Λέων, που ήσαν ελλιμενισμένα στην Κίο, πέτυχε να διατηρήσει τις θέσεις της. Στις 23 Αυγούστου το απόσπασμα Ζήρα έφθασε τα μεσάνυκτα στην Κίο και την ίδια μέρα το Γ΄Σ.Σ. διατάχθηκε να εξασφαλίσει τα λιμάνια Πανόρμου και Αρτάκης. Τούτο σήμαινε συνεχή σύμπτυξή του, προς αυτά, όπου θα φορτώνονταν τα πάσης φύσεως υλικά. Από τις 24 – 27 Αυγούστου, η ΧΙ Μεραρχία συνέχισε αμυνόμενη ανατολικά της Προύσας, ενώ το απόσπασμα Ζήρα και τα 47ο και 55ο Σ.Π. μάχονταν στον τομέα της Κίου. Στην Κίο βρίσκονταν αγωνιζόμενες και οι ΧΙ, Χ και ΙΙΙ Μεραρχίες. Στις 28 Αυγούστου είχε εκκενωθεί η Κίος, χάρη στην πρωτοβουλία του Ζήρα που είχε καταλάβει την κορυφογραμμή της Κίου και το στρατηγείο είχε μεταφερθεί στο Δεμιρτάς, περί τα 30 χιλιόμετρα από τα Μουδανιά. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας παρουσιάσθηκε στον στρατηγό Σουμίλα επιτροπή τριών αξιωματικών, από Βρεττανό, Γάλλο και Ιταλό και του ανήγγειλε ότι ήταν επιφορτισμένη για την ασφάλεια των τεμενών της Προύσας και ότι στο λιμάνι των Μουδανιών βρίσκονταν δύο συμμαχικά πλοία. Ο στρατηγός τους απάντησε ότι, εφ’ όσον υπήρχε ελληνικός στρατός, η Προύσα θα ήταν ασφαλής. Από την επιτροπή ο Σουμίλας πληροφορήθηκε την κατάληψη της Σμύρνης που καιγόταν και ότι το Α΄ και Β΄Σ.Σ. είχαν διαλυθεί. Τα 47ο και 55ο Σ.Π. είχαν διασκορπισθεί, άλλα τμήματά τους κινήθηκαν προς τα Μουδανιά και άλλα συνέχισαν μαχόμενα. Το κενό μεταξύ Χ και ΧΙ Μεραρχίας εξακολουθούσε να υφίσταται. Στις 9 το πρωί της 29 Αυγούστου αποβιβάσθηκαν στα Μουδανιά γαλλικά τμήματα για την τήρηση της τάξης. Το απόσπασμα Ζήρα έφθασε στα Μουδανιά έχοντας μαζί του και υπολείμματα μονάδων που είχαν διαλυθεί, τα άλλα είχαν παραδοθεί στους Γάλλους, τους άνδρες των οποίων παρέδωσαν στους Τούρκους. Οι Γάλλοι ζήτησαν και από τον Ζήρα να παραδοθεί κι αυτός τους απάντησε περήφανα διασπώντας τον γαλλικό κλοιό με τους άνδρες με εφ’ όπλου λόγχη. Ακολούθως, στράφηκε προς το Μιχαλίτσι. Στο μεταξύ, η ΧΙ Μεραρχία Κλαδά αγνοούνταν, λίγο μετά το Γ΄Σ.Σ. θα πληροφορηθεί ότι είχε αιχμαλωτισθεί την 30 Αυγούστου. Στις 31 Αυγούστου άρχισε η επιβίβαση μη μεραρχικών μονάδων στα πολεμικά πλοία τα ελλιμενισμένα στην Πάνορμο και Αρτάκη. Την 1 Σεπτεμβρίου συνεχιζόταν η σύμπτυξη προς την Πάνορμο, ενώ στην Ραιδεστό είχε αφιχθεί ο στρατιωτικός διοικητής Πανόρμου, με εντολή να φροντίζει για την υποδοχή των αφικομένων τμημάτων, αρχικά των μη μεραρχικών μονάδων του Γ΄Σ.Σ. και των μεταγωγικών της ΧΙ Μεραρχίας, που είχαν διασωθεί, την τήρηση της τάξης και πειθαρχίας κ.λπ. Στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου επιβιβάσθηκαν οι υγειονομικοί, οι σχηματισμοί Μηχανικού, το απόσπασμα Ζήρα και στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι υπόλοιπες δυνάμεις θα επιβιβασθούν στις 3, 4, 5 Σεπτεμβρίου στα λιμάνια της Πανόρμου και Αρτάκης. Το Γ΄Σ.Σ. επικοινωνούσε με την Στρατιά δια μέσου του ασυρμάτου του Στόλου. Αυτές τις μέρες η ΙΙΙ Μεραρχία και το 27ο Σ.Π., με την βοήθεια των αντιτορπιλλικών Βέλος και Αετός, έδωσαν σκληρές μάχες στην Πάνορμο. Λίγο μετά, βρέθηκαν στην Αρτάκη και κάλυπταν την γραμμή Αρτάκη – Πάνορμος για την ασφαλή επιβίβαση των τμημάτων. Στις 6 το πρωί της 4 Σεπτεμβρίου τα 12ο και 30ο Σ.Π. απέκρουσαν τουρκικές επιθέσεις που παρακολούθησε ο Αρχιστράτηγος Πολυμενάκος και ο οποίος έφθασε εκεί ατμοπλοϊκώς. Το μεσημέρι της 5 Σεπτεμβρίου ολοκληρώθηκε η επιβίβαση του Γ΄Σ.Σ. που έφθασε στην Ραιδεστό έχοντας απώλειες 12 αξιωματικούς και 84 οπλίτες νεκρούς, 45 αξιωματικούς και 446 οπλίτες τραυματίες και 119 οπλίτες αγνοούμενους. Δυστυχώς, είχε αιχμαλωτισθεί η ΧΙ Μεραρχία Κλαδά. Στην Ραιδεστό αποβιβάσθηκαν 60.000 άνδρες. Η αιχμαλωσία της ΧΙ Μεραρχίας Κλαδά. Η ΧΙ Μεραρχία Κλαδά είχε απωλέσει την επικοινωνία με το Γ΄Σ.Σ., κατευθύνθηκε προς τα Μουδανιά, πορευόμενη σε άγνωστο και δύσβατο έδαφος, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό της. Την κρίσιμη στιγμή δεν την κάλυπτε το απόσπασμα Ζήρα, που είχε φθάσει, στα Μουδανιά. Την πορεία, προς Μουδανιά δυσχέραινε, πλην του δύσβατου του εδάφους, και το δυσκίνητο πεδινό πυροβολικό, που αρνούνταν να εγκαταλείψει ο Κλαδάς. Αν το εγκατέλειπε, θα έφθανε 6 – 7 ώρες, νωρίτερα, στα Μουδανιά και θα απέφευγε την αιχμαλωσία. Στις 7 το πρωί της 30 Αυγούστου, η Μεραρχία πλησίαζε, στα Μουδανιά, που είχαν καταληφθεί, από τους Τούρκους, που της επιτέθηκαν, με το 17ο Σ.Π. να αμύνεται, απεγνωσμένα, ενώ η διαρροή οπλιτών αποδυνάμωνε την άμυνά της. Την ίδια άμυνα προέβαλλε το 47ο Σ.Π. Την 1 μ.μ. ο Κλαδάς αντιλήφθηκε ότι είχε περικυκλωθεί και παραδόθηκε, ενώ το 47ο Σ.Π. εξακολουθούσε μαχόμενο, ώσπου παραδόθηκε και αυτό. Σύνολο αιχμαλωτισθέντων ανδρών : 4.500 και 36 πυροβόλα.
Ο άθλος της Ανεξάρτητης Μεραρχίας (Α.Μ.). Το πρωί της 16 Αυγούστου η Α.Μ. κινήθηκε, προς Τουμπλού Μπουνάρ, χωρίς, ωστόσο, να έχει επικοινωνία με καμμία μονάδα. Το βράδυ πληροφορήθηκε ότι είχε καταληφθεί η Κιουτάχεια, την 15 Αυγούστου. Την 18 Αυγούστου εξακολουθούσε κινούμενη, προς Ουσάκ. Κατά την πορεία της, βόρεια, βρέθηκε, μπροστά στο φρικιαστικό θέαμα και την έκταση των απωλειών της στρατιωτικής δύναμης Κιουτάχειας. Τους διασωθέντες περισυνέλεξε η Α.Μ., όπως είδαμε, παραπάνω. Την ίδια ημέρα, δέχθηκε εχθρική επίθεση, όπου διακρίθηκε το 53ο Σ.Π. Από ερματισμένο φάκελο ο Μέραρχος Θεοτόκης πληροφορήθηκε την κατάληψη, από τους Τούρκους, τόσο της Κιουτάχειας, όσο και του Ουσάκ (19 Αυγ.). Έτσι, αποφάσισε να ακολουθήσει τον ελεύθερο δρόμο Σιμάβ, προς Σαλιχλί. Στο Σιμάβ, έφθασε, στις 22 Αυγούστου και δια μέσου Σιντιρτζί, κινήθηκε μ, προς Αξάριο, πάντα ελπίζοντας να ενωθεί, με το Νότιο Συγκρότημα. Στις 24 Αυγούστου η Α.Μ. έφθασε στο Σιντιρτζί και στις 27 στο Κιρκαγάτς, όπου Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι, μετά από απειλές του Μεράρχου, για βομβαρδισμό της πόλης, συγκέντρωσαν ποσότητες ψωμιού, τροφίμων και νομής. Το απόγευμα της 28 Αυγούστου η Α.Μ. στάθμευσε, στο Κινίκ, όπου τον Διοικητή της επισκέφθηκαν Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι πρόκριτοι και του ζήτησαν να μην περάσει, από την Πέργαμο και σε αντάλλαγμα, του προσέφεραν τρόφιμα κ.λπ. Στις 29 Αυγούστου1922, η Α.Μ., με τμήματά της, επέβαλε την τάξη, στο Ντικελί, όπου είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός προσφύγων. Στις 30 Αυγούστου, η Α.Μ. έφθασε, στο Ντικελί και στις 31 Αυγούστου, άρχισε η επιβίβαση προσφύγων, επιλεγμένων κτηνών και όλων των τμημάτων της Α.Μ. Την 1 Σεπτεμβρίου το πρωί, είχε συντελεσθεί η αποβίβασή τους, στην Μυτιλήνη και από εκεί, στην Θεσσαλονίκη, όπου ανασυγκροτήθηκε και μεταφέρθηκε, στην Θράκη. Η σύμπτυξη της Α.Μ. υπήρξε υποδειγματική. Από τις 16 – 31 Αυγούστου 1922, η Α.Μ. διήνυσε 600 χιλιόμετρα, μέσα σε δύσβατες περιοχές, χωρίς τρόφιμα, χωρίς πληροφορίες, χωρίς κανέναν σύνδεσμο. Εκτός από την μάχη της Κιουτάχειας, δεν ενεπλάκη, σε άλλη μεγάλη μάχη. Κατά την πορεία της, δεχόταν συνεχείς προσβολές, παρενοχλήσεις και αιφνιδιασμούς τουρκικών τμημάτων και άτακτων. Η Α.Μ., με τον Διοικητή, τους αξιωματικούς, τους οπλίτες, πέτυχε αυτόν τον άθλο, χάρη, στην συνοχή και την πειθαρχία της. Στο Ντικελί, επιβίβασε, πρώτα, 6.000 Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες και όλους τους Χριστιανούς της κωμόπολης και κατόπιν, επιβιβάσθηκαν οι άνδρες της.
Συμπερασματικά : Η Μικρασιατική Καταστροφή οφείλεται, σε πολλές αιτίες και αυτές ήσαν :
α. Το ανάπτυγμα της Στρατιάς, που ήταν μεγαλύτερο, από 700 χιλιόμετρα και που δεν μπορούσε να καλύψει.
β. Τις πρώτες μέρες της τουρκικής επίθεσης, υπήρχε κενό, στο αριστερό της Ι Μεραρχίας και στο δεξιό της ΙV (Καλεντζίκ – Καγιαντιπί), που εκμεταλλεύθηκαν οι Τούρκοι, διεισδύοντας και καταλαμβάνοντας το στρατηγικό Τιλκί Κιρί Μπελ.
γ. Το κενό, στο Τσάι Χισάρ, μεταξύ 1/38 Συντάγματος Ευζώνων και 5ου Συντάγματος της Ι Μεραρχίας, από όπου εισήλθαν τέσσερις Μεραρχίες Τουρκικού Ιππικού και βρέθηκαν, στα νώτα του Α΄Σ.Σ.
δ. Η λανθασμένη εκτίμηση, που δεν έδωσε σημασία, στο, παραπάνω, γεγονός, αφού η Στρατιά ενδιαφερόταν, για την άμεση σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού, προς τον Τσεσμέ.
ε. Η εμμονή του Τρικούπη να παραμείνει, στο Ουλουτζάκ και να μην κινηθεί, εγκαίρως, προς Τουμπλού Μπουνάρ, όπου, με την Ομάδα Φράγκου, θα μπορούσε να δώσει την τελική μάχη.
στ. Το απόσπασμα Πλαστήρα αποχώρησε, πρόωρα, από το Μπαλ Μαχμούτ και έτσι, διαλύθηκε η IV Μεραρχία.
ζ. Η αποχώρηση του Φράγκου, από το Τουμπλού Μπουνάρ.
η. Η ανικανότητα του Χατζανέστη και ορισμένων διοικητών μονάδων, που αντικατέστησαν εμπειροπόλεμους συναδέλφους τους, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, και τέλος
θ. Η εγκατάλειψη της Ελλάδας, από τους Γάλλους και Ιταλούς και η απροκάλυπτη βοήθειά τους, στον Κεμάλ.
Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
26/8/1922. Σμύρνη. Τα τελευταία ελληνικά τμήματα στρατού, εισέρχονται, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού πολεμικού μετώπου, στην πόλη, για να επιβιβασθ, στα πλοία.
9/9/1922 (ν. η.). Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό εγκαταλείπει την Σμύρνη.
Σεπτέμβριος 1922. Η Σμύρνη, μετά την πυρκαγιά.
1922. Πειραιάς. Άφιξη προσφύγων.
1923. Μαντούδι Εύβοιας. Γάμος. Δεύτερος, από αριστερά, ο γαμπρός και δίπλα του η νύφη.
1928. Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Αγωγιάτισσες.
1928. Μέγαρα. Στον δρόμο, προς την Κόρινθο.
1920 (δεκαετία). Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
1930 - 1954. Αθαμάνιο Άρτας. Ο τόπος καταγωγής του Αλέξη Τσίπρα.
1941. Βαμβακόφυτο Σερρών.
Μάιος 1941. Χανιά, Κρήτη. Η σορός ενός Νεοζηλανδού στρατιώτη, κοντά στην πόλη. (Franz Peter Weixler).
Μάιος 1941. Κρήτη. Εγκαταλελειμμένα συμμαχικά οχήματα, στον δρόμο, που οδηγεί, στα Σφακιά. (Franz Peter Weixler).
1941 - 1944. Θεσσαλονίκη. Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, μπροστά, η οδός Αγίας Σοφίας, ακριβώς, στην παραλιακή γωνία Λεωφόρο Νίκης.
1942 - 1944. Κατοχή. Αντάρτες του ΕΛΑΣ, κάπου, στην Πελοπόννησο (πιθανόν, στην Μεσσηνία).
8/2/1943. Κράινα, κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία. Η 17χρόνη Γιουκοσλάβα αντάρτισσα Lepa Svetozara Radić, την στιγμή, που οι Ναζί την εκτέλεσαν, με απαγχονισμό. Η φωτογραφία αυτή βρέθηκε, αργότερα, στα ρούχα του Γερμανού στρατιώτη, που την τράβηξε. Εν μέσω, σφοδρής μάχης, εξάντλησε όλα τα πυρομαχικά της. Απτόητη, κάλεσε τους συντρόφους της να πολεμήσουν, με γυμνά χέρια, μέχρι, που εξουδετερώθηκαν, από τα χτυπήματα των γερμανικών τουφεκιών. Μαζί, με την αδελφή της Dara, πολέμησε, στον 7ο Λόχο Παρτιζάνων του 2ου Αποσπάσματος Κράινα. Στις 8 Φεβρουαρίου, βοηθούσαν πρόσφυγες, κυρίως, γυναίκες και παιδιά, να ξεφύγουν από την ναζιστική 369η και την 7η Μεραρχία SS. Όταν οι Γερμανοί της ζήτησαν τα ονόματα των συντρόφων της τους είπε:
«Θα τους γνωρίσετε, όταν έρθουν να πάρουν εκδίκηση, για για το θανατό μου».
Και αυτό συνέβη πραγματικά, μετά την γερμανική συντριβή, τους εκτέλεσαν, στο ίδιο δέντρο, όπως τους είπε η κοπέλα ότι θα έρθουν να εκδικηθούν, για τον θανατό της.
Αύγουστος 1944. Καλαμάτα. Ο ταγματασφαλίτης ανθυπολοχαγός Νικόλαος Θεοφάνους (αριστερά), κατά την παρέλαση των ταγματασφαλιτών, την επομένη της αναχώρησης των Γερμανών προστατών τους, την οποία πανηγύρισαν, με κωδωνοκρουσίες και πυροβολισμούς, με τα όπλα που τους είχαν δώσει οι κατακτητές. Αυτοί ήσαν οι «εθνικόφρονες».
Καθώς οι Γερμανοί ετοιμάζονται, για την αποχώρηση, από τη Μεσσηνία και ενεργούν, βάσει σχεδίου, για να αφήσουν την εξουσία, στα χέρια των ταγματασφαλιτών. Οι οποίοι τρομοκρατούν τον πληθυσμό. Στις αρχές Αυγούστου φθάνει, στην Καλαμάτα, ο 34ος Λόχος Μηχανημάτων του "Τάγματος Εθελοντών Χωροφυλακής Μελιγαλά-Καλαμών", με διοικητή των ανθυπολοχαγό Νικόλαο Θεοφάνους. Εν μέσω Γερμανικής κατοχής γίνεται τελετή έπαρσης σημαίας, στην οποία δίνει το παρόν ο "Γερμανός λοχαγός των επιχειρήσεων", κατά την κατοχική έκδοση των καλαματιανών εφημερίδων, στις 10 Αυγούστου. Το βράδυ γίνεται παρέλαση ενώπιον (και) Γερμανών αξιωματικών που έχουν πάρει θέση, στα σκαλιά της Λαϊκής Σχολής.
Ο Θεοφάνους εκδίδει Ημερήσια Διαταγή, που δημοσιεύεται στον κατοχικό Τύπο της Καλαμάτας, στις 9 Αυγούστου. Ένα άθλιο κείμενο, που κυκλοφορεί, υπό τη σκέπη των Γερμανών και εμφανίζεται, ως «πατριωτικό», στηριγμένο, σε τερατολογίες, με στόχο την καλλιέργεια φόβου και μίσους, εξ αυτού, φουσκωμένο με κούφιους λεονταρισμούς:
«Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται του, υπ εμέ, λόχου. Αναλαμβάνων, από σήμερα, την Διοίκησιν του, εν Καλάμαις, εδρεύοντος Λόχου, θεωρώ εμαυτόν υπερήφανον, διότι τη εμπνευσμένη πρωτοβουλία του Διοικητού μας Ταγματάρχου Στούπα, τελούντως εν απολύτω συμφωνία και του αξιοτίμου Αρχηγού μας Συνταγματάρχου κ. Παπαδόγκωνα, μοι ανετέθη, καίτοι μικρός, εις τον βαθμόν, ένα τόσο βαρύ-άχαρο-σκληρό-ακανθώδες, αλλά εθνοσωτήριον έργον.
Υπόσχομαι, δε, ότι θα αφιερωθώ, εξ ολοκλήρου, εις την υπηρεσία της Πατρίδος μου και ότι, επ’ ουδενί λόγω, θα παρίδω την ιερότητα της αποστολής μου και ότι εν […] προφάσει, θα φανώ επιλήσμων της τιμής και εμπιστοσύνης, μεθ ης περιεβλήθην, υπό των ανωτέρω.
Ρίγη ακατασχέτου συγκινήσεως και ιδεώδους ενθουσιασμού, πληρούν την στιγμήν τούτην την ψυχήν μου, διότι ευρίσκομαι, εν μέσω υμών, οίτινες χάριν του υψηλού μεγαλείου της προσφιλούς μας Πατρίδος και θερμαινόμενοι, από την ιεράν και θεσπέσιαν φλόγαν ενός απαράμιλλου Πατριωτισμού, εγκαταλείψατε τα πάντα και δεχθέντες τόσας και τόσας θυσίας, σιωπηρώς και μετά περισσής και θαυμαστής καρτερίας, κρατείτε, σήμερον, στερεώς, στας στιβαράς σας χείρας, το όπλον, ίνα δι αυτού πλήξετε, καιρίως και με αφάνταστον λύσσαν, τον μέγαν τύραννον της κοινωνίας, τον αισχρόν και βρωμερόν Ελληνα, τον άτιμον δολοφόνον προσφιλών μας προσώπων, τον εξαφανιστήν του Ελληνισμού, τον εμπρηστήν των οικιών μας και καταστροφέα των περιουσιών μας, τον απαίσιον υποδαυλιστήν της εθνικής μας ενότητος, υποστάσεως και ανεξαρτησίας, τουτέστον τον κομμουνιστήν της σήμερον, όστις κινούμενος, από κατώτερα και χαμερπή αισθήματα – από κακούργα ένστικτα – από μωροφιλοδοξίαν, ιδιοτέλειαν και από αφάνταστον εγκληματικήν τάσιν, δια την επιτυχία των σκοτίων σκοπών του – ενεργών, δε, καθ’ υπαγόρευσιν ξένων και μυστικών πρακτόρων και αισθανόμενος την Ελλάδα, τότε μόνον και εφόσον την κυβερνά, μετέβαλλεν την ωραία μας Ελλάδα – την μικράν και θαυμαστήν, εις όλον τον κόσμον πατρίδα μας – την κοιτίδα των φώτων και του πολιτισμού, εις μίαν σωρόν καπνιζόντων ερειπίων και εις ένα απέραντον νεκροταφείον, κάτω από το οποίο ετάφη πάσα ανθρώπινη αξία – παν υγιές στοιχείον και γενικώς, ό, τι ωραίον – υψηλόν ιδεώδες και ανώτερον, είχε να επιδείξει το ανθρώπινον Ελληνικόν γένος.
Φωνή της πατρίδος, ήταν σαν καταματωμένο κορμί σφαδάζει, κάτω από το βρωμερό πέλμα του μισέλληνα κομμουνισμού, νοσταλγικά και με πραγματική λαχτάρα, καλεί εσάς όλους, τα υγιέστατα τέκνα της – τους νεαρούς βλαστούς της κοινωνίας μας – τα λαμπερά καμάρια της να σπεύσετε κοντά της – να φονεύσετε τους σφαγιαστάς της – να ανεγείρετε το καταματωμένο κορμί της και να την σώσητε.
Αναλογισθείτε την ιερότητα της αποστολής σας και σφίξατε, γερά, μες τη θερμή σας αγκαλιά, την Ελλάδα μας και θα νοιώσετε παντός είδους μεγαλείον να πλημμυρίζει την ψυχήν σας.
Ο Κομμουνισμός δεν είναι δυνατόν να ζήσει, επί πολύ και να επικρατήση, εις την Ελλάδα, διότι τα μέλη τούτου δεν είναι άλλο τι, ει μη κοινωνικά αποβράσματα, στηρίζοντα τον αγώνα των, επάνω, στο αγνό αίμα των αθώων Ελλήνων και εις τα σαπρά και έωλα ιδανικά. Είναι όθεν αναμφισβήτητον ότι, πολύ συντόμως, οι οπαδοί του, σαν ουράνιοι λίθοι, θ αφαιθούν ελεύθεροι, εις το κενόν, ίνα καταπέσουν, εις συντρίμια, μέσα εις την αφάνεια – την ατιμίαν και το αιώνιον αίσχος. Ξεχνούν, ως φαίνεται, αυτοί οι κύριοι ότι καθεστώτα της βίας και του αίματος δεν είναι δυνατόν να ζήσουν και να διατηρηθούν, εις την Ελλάδα – ξεχνούν ότι την ευτυχίαν των θα την αναζητήσουν, μέσα εις την ευτυχίαν των άλλων και ουχί, μέσα σε έναν κόσμον. που ο μισός θα μισή τον άλλον και θα πενθεί τον θάνατον προσφιλών προσώπων.
Τους εγνωρίσαμε όλοι, από κοντά – διαπιστώσαμε ότι δεν πρόκειται, περί Ελλήνων – επείσθημεν, πλέον, απολύτως, ότι ο αγώνας των στρέφεται, εναντίον των Ελλήνων και δη των υγιέστερων στοιχείων. Τα βουνά, τα φαράγγια, τα χωριά και αι πόλεις μας γέμουν, από ελληνικά πτώματα, οπόσον, τεχνηέντως, τεθείς, εν τη αρχή του απελευθερωτικού αγώνος, πέπλος κατέπεσε και απεκαλύφθη ένα ανθρωπόμορφον τέρας – ένα πραγματικό μίασμα.
Εναντίον του φοβερού τούτου μιάσματος στρέφεται η οργή μας, η μήνις μας και τα ιερά μας όπλα. Εναντίον της ειδεχθούς και απαισίας τούτης τίγρεως, ήτις βλέπουν την Ελλάδα μας, ως εύκολον λείαν, έπειτα από τα συνεχή και σκληρά κτυπήματα, άτινα υπέστη, μετά από ένα τόσον ένδοξον – ιερόν, αλλά ατυχή, κατά της Ιταλίας πόλεμον, αφήκεν να διαφανή, εν όλη τη δυνατή αγριότητι, η φοβερά στεφάνη των εγκληματικών της οδόντων. Υπερυψώνομεν το μέγα ηθικόν ανάστημα υποσχόμενοι, στον νομιμόφρονα και νομοταγή πληθυσμόν μας ότι : τα αιχμηρά και απειλητικά αυτά δόντια θα , ένα προς ένα, δια της χρήσεως του ατσαλένιου και αθραύστου πελέκεως, όν έκαστος, εξ ημών, κρατεί, εις τας στιβαράς του χείρας.
Πλανώνται πλάνην οικτράν, αν πιστεύουν ότι, με το εξωντωτικό των έργον, όπερ ανέλαβον, κατά της ελληνικής φυλής, θα μας λυγίσουν τα άκαμπτα γονατά μας, ή θα μας κάμψουν τους ατσάλινους βραχίονάς μας, ή τέλος θα μας κλονίσουν την γρανιτώδη ψυχήν και ισχυράν θέλησιν ίνα συνεχίσωμεν τον εθνοσωτήριον αγώνα μας. Τους τονίζω, δε, περιτράνως και πλατυστόμως, ότι μας θεριεύουν ψυχικώς και μας ενδυναμώνουν σωματικώς, μεταβάλλοντες ημάς, εις πραγματικούς κυματοθραύστας, Ούτω, εις την βίαν, ήν ασκούν, επί των αθώων και αόπλων Ελλήνων, θα αντιτάξωμεν την αυξημένην τοιαύτην, επί των βρωμερών των οπαδών – εις την δολοφονίαν, ήτις, δι αυτούς, αποτελεί την μόνην και δυνατήν πράξιν, θ απαντήσωμεν και εμείς, δι αναλόγου ενεργείας. Τον εμπρησμόν των οικιών μας και την καταστροφή των περιουσιών μας την δεχόμεθα, μεταβάλλοντες, εις τέφραν και ερείπια, την ιδικήν των τοιούτην, τον πόνον, εκ της συλλήψεως προσφιλών μας προσώπων, θα τον ανταποδώσωμεν, εις μείζονα βαθμόν».
Στις 10 Αυγούστου οι ταγματασφαλίτες ανακοινώνουν, στον τοπικό Τύπο, ότι δολοφόνησαν τον Σταύρο Παράσχο, επειδή επιχείρησε να ξεφύγει, από την σύλληψη και προειδοποιούν ότι θα επαναληφθεί. Μετά την εγκατάσταση του λόχου, φεύγει, από την Καλαμάτα, με σκοπό να οχυρώσει τις θέσεις άμυνας των ταγματασφαλιτών, στον Μελιγαλά, ο διοικητής του τάγματος περιβόητος Παναγιώτης Στούπας, ο οποίος, όταν είδε τα σκούρα, τους άφησε μόνους στον Μελιγαλά, τους πήρε βαρύ οπλισμό και πήγε να αμυνθεί, στους Γαργαλιάνους προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, μέχρι να έλθουν οι Άγγλοι. Σε προκήρυξη, που δημοσιεύεται, στον κατοχικό Τύπο, στις 13 Αυγούστου, ο Στούπας γράφει, μεταξύ άλλων: «Σας λέγουν ότι συνεργαζόμεθα, με τους Γερμανούς. Ναι. Μας παρέσχον οπλισμόν, δια την καταπολέμισιν του Κομμουνισμού και μόνον και μας συντρέχουν, εις την καταπολέμισιν της γάγγρανας αυτής και γνωρίζετε. πολύ καλά, με πόσας θυσίας έχουν πληρώσει και αυτοί, εις αίμα και ίσως, περισσότερον ημών». Δοσιλογισμός ομολογημένος με τον πιο άθλιο τρόπο. Στις 22 Αυγούστου δημοσιεύεται ανακοίνωση του Θεοφάνους, με την οποία προειδοποιούνται οι πολίτες να μην μεσολαβούν, για απελευθέρωση κρατουμένων. Οι ταγμασφαλίτες, πλέον, έχουν αναλάβει την βρώμικη δουλειά, υπό την επίβλεψη των Γερμανών, συλλαμβάνουν, ανακρίνουν και εκτελούν. Έχουν γίνει, ήδη, 8 εκτελέσεις, αλλά δεν έχουν ανακοινωθεί ονόματα.
Η ΟΠΛΑ κτυπά και εκτελεί ταγματασφαλίτη, στην Παραλία. Στην κηδεία του «τον αποχαιρέτησαν ο Διοικητής του λόχου κ. Θεοφάνους ως και ο κ. Γερμανός διοικητής της βάσεως", σύμφωνα, με τον κατοχικό Τύπο, στον οποίο δημοσιεύεται ανακοίνωση (25 Αυγούστου), όπου αναφέρεται ότι «κατά την προχθεσινήν εκφοράν του νεκρού στρατιώτου παρετηρήθη ότι ελάχιστοι προσήλθον, εκ των κατοίκων της πόλεως, ίνα απονείμωσιν φόρον τιμής, εις τον, εν τω καθηκόντί του, πεσόντα αγωνιστήν». Ο λαός της Καλαμάτας συμμετέχει, δραστήρια, στην προετοιμασία της απελευθέρωσης και το δείχνει, με κάθε τρόπο.
Οι ταγματασφαλίτες εκτελούν, γύρω στις 25 Αυγούστου, τον Νίκο Ζάγκρη 35 χρονών, έμπορο, από την Καλαμάτα και τον Σταύρο Ασημακόπουλο 28 χρονών κτηματία, από την Καλαμάτα, με την κατηγορία ότι αποπειράθηκαν να δηλητηριάσουν τους ταγματασφαλίτες, στο συσσίτιο.
Οι ταγματασφαλίτες εκτελούν και οργανώνονται, για να πάρουν την θέση των Γερμανών, οι οποίοι τους όπλισαν και τους "συνέδραμαν", όπως, απερίφραστα, ομολογούν οι αρχηγοί τους. Οι Γερμανοί αφήνουν, πίσω τους, έναν οργανωμένο στρατό, με φανατικούς αντικομμουνιστές, στον πυρήνα του και την πολιτική εξουσία, στα χέρια ομοίων τους. Θέλουν να προφυλάξουν τα νώτα τους, απασχολώντας, άμεσα ή έμμεσα, τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Η ηγεσία των ταγματασφαλιτών θα έκανε τα πάντα, προκειμένου να υπερασπιστεί τους Γερμανούς και να διασωθεί, μέχρι να φθάσουν οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης του Καΐρου, οι οποίοι καταδίκαζαν τους ταγματασφαλίτες, αλλά τους ήθελαν, για την εξουδετέρωση του ΕΑΜ. Ο Θεοφάνους ήταν ένας από τους «σκληρούς», που αρνήθηκαν το συμβιβασμό και την παράδοση των όπλων, στον ΕΛΑΣ, τόσο πριν τη μάχη της Καλαμάτας, όσο και στον Μελιγαλά. Εμφανιζόταν άκαμπτος και σίγουρος ότι θα… συντρίψει τους… κατσαπλιάδες. Αλλά, όταν οι αντάρτες έσφιξαν τον κλοιό στον Μελιγαλά, έσπευσε να εξαφανιστεί, προς την Αρκαδία. Συνελήφθη, από άνδρες του ΕΛΑΣ και εκτελέστηκε, στην Σίλιμνα Αρκαδίας, στις 3 Οκτωβρίου 1944.
24 Αυγούστου 1944, το Παρίσι απελευθερώθηκε, από την ναζιστική κατοχή. Αυτό είναι γνωστό, αλλά αυτό που δεν είναι γνωστό και κρατήθηκε αποσιωπημένο, για δεκαετίες, ήταν ότι πρώτος, στην πόλη, μπήκε ο λόχος "La Nueve", που αποτελείτο, αποκλειστικά, από Ισπανούς αναρχικούς, πρώην μαχητές της ταξιαρχίας Durruti. Μάλιστα, το πρώτο άρμα, που μπήκε στο Παρίσι, ονομαζόταν "Guadalajara", και είχε πλήρωμα αναρχικούς, από την Εξτρεμαδούρα. Η "La Nueve" ήταν ο 9ος Λόχος της 2ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων του στρατηγού Philippe Leclerc, και αποτελείτο, σχεδόν, αποκλειστικά, από Ισπανούς αντιφασίστες, κυρίως αναρχικούς, μέλη της CNT (Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας) και της FAI (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία), που είχαν πολεμήσει, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ενάντια στον Franco. Στις 24 Αυγούστου 1944, η La Nueve ήταν η πρώτη μονάδα των Συμμάχων, που μπήκε στο Παρίσι, φτάνοντας στο Hôtel de Ville (Δημαρχείο). Τα τεθωρακισμένα τους έφεραν ονόματα, όπως "Guadalajara", "Durruti", "Ascaso", και "Casas Viejas", τιμώντας στιγμές και πρόσωπα του Ισπανικού Αναρχισμού και της ισπανικής επανάστασης.
Παρότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο, η συμβολή τους δεν αναγνωρίστηκε, από τνη γαλλική κυβέρνηση, για δεκαετίες, επειδή ήσαν πρόσφυγες, αναρχικοί, άρα, πολιτικά, ανεπιθύμητοι. Η συμμετοχή αναρχικών πολιτικών προσφύγων, στον γαλλικό στρατό, ήταν μαζική, όχι, μόνο, διότι ήσαν εμπειροπόλεμοι από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, αλλά και επειδή υπήρχε η ελπίδα ότι, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, οι ταξιαρχίες τους θα περνούσαν τα Πυρηναία, για να απελευθερώσουν και τη χώρα τους από την φασιστική δικτατορία, μάλιστα, είχαν, ήδηχ έτοιμα τα σχετικά σχέδια. Φυσικά οι αστικές δημοκρατίες προτίμησαν τον Φασισμό του Franco και οι περισσότεροι από αυτούς, όσοι επέζησαν, έκαναν να δουν την Ισπανία, επί τρεις - και πλέον - δεκαετίες. (Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο 1936 - 1939).
Νοέμβριος 1944. Αθήνα, οδός Αθηνάς. Πωλητής λαδιού.
Δεκέμβριος 1944. Ο επονίτης Μίκης Θεοδωράκης, στην μάχη των Αθηνών.
1949. Ο Φιλοποίμην Φίνος, ο Ζοζέφ Χεπ, ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο Ορέστης Μακρής και η Μπίλλη Κωνσταντοπούλου, στα γυρίσματα της ταινίας “O μεθύστακας».
Τί συνετέλεσε, σε εκείνη την μεγάλη επιτυχία του “Μεθύστακα”; Τίποτα, δεν βοήθησε. Ήταν μια επιτυχία, πέρα για πέρα, δικαιολογημένη, που γεννήθηκε, από μία επιτυχημένη συνεργασία : Του Φίνου, ο οποίος είχε αρχίσει να οργανώνει την κινηματογραφική του βιοτεχνία και του Γιώργου Τζαβέλλα, που και αυτός, ως φανατικός εχθρός της τσαπατσουλιάς, ίσως, όχι τόσο τελειομανής, σίγουρα, όμως, οπαδός της φροντίδας και της επιμέλειας, έβλεπε πως είχε φτάσει η ώρα, για την μεγάλη μάχη.
Συνέβαλαν στην επιτυχία, η σωστή αφήγηση της ιστορίας, κάτι που ο Τζαβέλλας ήξερε, καλά - δηλαδή το πώς να διηγείται, σωστά, την ηθογραφική συνταγή -, η, όσο γινόταν, καλύτερη φωτογραφία του Ζοζέφ Χεπ, ο καθαρός ήχος, σύμφωνα, με τις δυνατότητες της εποχής, και το συγκρατημένο και αντιθεατρικό παίξιμο των περισσότερων ηθοποιών, με εκείνο τον καταπληκτικό Ορέστη Μακρή. Ιδιαίτερα, όσο αφορά τις εκφραστικές σιωπές του, δεν ξέρω γιατί θα πρέπει να λέμε ότι ήταν καλύτερος ο ''αλκοολικός'' του Ρέι Μίλαν, που βραβεύτηκε, με Όσκαρ ηθοποιίας, στο ''Χαμένο Σαββατοκύριακο'' (1945) του Μπίλι Γουάιλντερ.
“Ο Μεθύστακας” είναι η ταινία, που, όταν την είδε, στην δοκιμαστική προβολή ο Θεοφάνης Δαμασκηνός, την είχε απορρίψει, πουλώντας, μάλιστα και ένα μικρό μερίδιο, στον Γιώργο Τζαβέλλα, λέγοντας, αργότερα, στον συνέταιρό του, τον Βίκτωρα Μιχαηλίδη :
''Ευτυχώς, την ξεφορτωθήκαμε και γλιτώσαμε την ζημιά...''
Και είναι απορίας άξιο, πώς γλίτωσε ο Μιχαηλίδης το εγκεφαλικό, όταν ο Μεθύστακας έκοψε, ΜΟΝΟ, στην πρώτη προβολή του, τριακόσια είκοσι χιλιάδες εισιτήρια, ρεκόρ, που, από τότε, δεν ξεπεράστηκε. Παράλληλα, δίνει και στον Τζαβέλλα την οικονομική του ανεξαρτησία, για να έχει την πολυτέλεια της επιλογής, για τις ταινίες, που θα γυρίζει, στο μέλλον και όχι εκείνες, που θα του επιβάλλουν οι απαιτήσεις των παραγωγών, χωρίς, όμως και αυτός να τολμάει τα μεγάλα ανοίγματα, αλλά να προτείνει την εμπορική πεπατημένη, πάντα, όμως, βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα.
Γιώργος Λαζαρίδης (ΠΡΟΣΩΠΑ)
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ - ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΙΝΕΜΑ.
1949-1953. Θεσσαλονίκη. Λεωφορείο DESOTO του 54ου ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης.
1953. Βέροια. Ο αξέχαστος Κώστας Βουτσάς (δεξιά) σε ηλικία 22 ετών στην Βέροια κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του την περίοδο 1953-54 στην έδρα του Β' Σώματος Στρατού. Η πανέμορφη πρωτεύουσα της Ημαθίας θα κατακτήσει την καρδιά του κορυφαίου Έλληνα ηθοποιού καθώς θα περάσει εκεί το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του, αναπτύσσοντας βαθιά και μακρόχρονη φιλία με ντόπιους συναθλητές του από τον ΒΑΟ.
1953. Λονδίνο. H πανέμορφη Αλεξάνδρα Λαδικού, την βραδιά, που κέρδισε τον τίτλο της αναπληρωματικής Μις Κόσμος. Ζει, ακόμη.
1954. Επίδαυρος. O 26χρονος Αλέκος Αλεξανδράκης (δεξιά), με τον ηθοποιό Βασίλη Κανάκη και την 20χρονη Μάρω Κοντού, σε παραλία της Επιδαύρου, σε διάλειμμα των προβών της παράστασης "Ιππόλυτος" του Ευριπίδη που ανεβαίνει, από το Εθνικό Θέατρο, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στις 11 Ιουλίου 1954, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και με ένα καστ εκλεκτών ηθοποιών. Με το συγκεκριμένο έργο, εγκαινιάζεται το "Φεστιβάλ Επιδαύρου", το οποίο αναβιώνει, μετά την πρώτη του εμφάνιση, το 1938, δίχως να έχει, μέχρι τότε, συνέχεια. Ο Δημήτρης Ροντήρης, διευθυντής του Εθνικού και κορυφαίος θεατράνθρωπος, προτείνει, στον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον εμβληματικό ρόλο του Ιππόλυτου. Ο νεαρός ηθοποιός αποδέχεται τον ρόλο, ύστερα από πολλούς ενδοιασμούς, αναλογιζόμενος το βάρος και την ευθύνη να εμφανισθεί, σε έναν, από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της αρχαίας τραγωδίας, μέσα, στο ιερό αυτό θέατρο, που προκαλεί δέος. Έπειτα από εξαντλητικές, ολοήμερες πρόβες, για έναν μήνα, όπου ο Ροντήρης τον καθοδηγεί, με θρησκευτική ευλάβεια, σε κάθε λεπτομέρεια έκφρασης και τεχνικής, ο Αλεξανδράκης καταφέρνει να χαρίσει μια συγκλονιστική ερμηνεία, στους είκοσι χιλιάδες θεατές, που γεμίζουν το θέατρο, οι οποίοι τον αποθεώνουν, με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού.
1955. Ιωάννινα. Λεωφορείο της γραμμής Αθήνα - Ιωάννινα, στην λίμνη, για πλύσιμο.
1958. Αθήνα. Λεωφορείο της ΕΑΣ (SCANIA VABIS B7157. Αμάξωμα ΦΙΤΣΙΟΣ).
1950 (δεκαετία). Αρτα, Πράμαντα. Φόρτοεπιβατικό.
1950 (δεκαετία). Εκδρομή.
1950 (δεκαετία). Αμοργός, Κατάπολα. Παραλία, άμμος. Ψαράδες τραβάνε την πεζότρατα. με τα χέρια, με την βοήθεια φίλων. Τότε, που υπήρχαν πολλά ψάρια, οι βοηθοί, στο τράβηγμα, έπαιρναν μερίδιο, από την ψαριά, για αμοιβή.
1970 (δεκαετία) - 2025. Ποταμός. Όρμος από Θολαρια. Άγιοι Ανάργυροι. Αμοργός.
1960. Μέτσοβο. Ο γέροντας και ο μαθητές, με τα πηλήκια.
1960 (δεκαετία). Αθήνα. Αστικό λεωφορείο, μάρκας Mercedes, σε δρομολόγιο, για την Πλάκα, στην οδό Βύρωνος.
1960 (δεκαετία). Πειραιάς. «Πορτοκαλής Ήλιος». Το πλοίο του εφοπλιστή Λάτση, που συνέδεσε το όνομά του, με την γραμμή του Αργοσαρωνικού. Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» σάλπαρε, από το λιμάνι του Πειραιά, στις 08.00 και έφτανε, στις Σπέτσες, στις 13.10, αφού, προηγουμένως, είχε "πιάσει" τα λιμάνια της Αίγινας, των Μεθάνων, του Πόρου, της Ύδρας και της Ερμιόνης. Διανυκτέρευε, στο νησί και απέπλεε την επομένη, στις 05.00 το πρωί. Στο κατάστρωμα, οι πολυθρόνες ήσαν όλες πιασμένες και ούτε ένα σκαμνί αδειανό. Στα σαλόνια, έκανε τόση ζέστη, (κλιματισμός δεν υπήρχε), που όλοι οι επιβάτες προσπαθούσαν να βολευτούν, έξω, με την ελπίδα να δροσιστούν, από τον αέρα της θάλασσας. Στα λιμάνια, από τα οποία πέρναγε "μπούκαραν" μικροπωλητές, στην Αίγινα, κυρίως, φιστικάδες, στον Πόρο, ψαράδες, με εκλεκτά παραγαδίσια ψάρια, φαγκριά, τσιπούρες, σιναγρίδες, κλπ, στην Ύδρα, ξεχωριστή θέση είχαν τα υπέροχα αμυγδαλοτά. Επειδή η παραμονή του πλοίου, σε κάθε λιμάνι, ήταν ολιγόλεπτη, δεν προλάβαιναν να ξεπουλήσουν το εμπόρευμα και αυτό τους υποχρέωνε να συνεχίσουν το ταξίδι, μέχρι την επόμενη στάση. Πλησιάζοντας, σε κάθε λιμάνι, ακουγόταν η ανακοίνωση:
“Παρακαλούνται οι Κύριοι - Κύριοι επιβάτες, που προορίζονται για.......... να ετοιμαστούν, για την αποβίβαση, το πλοίο θα αναχωρήσει, αμέσως”.
1960. Διδυμότειχο. Το κτίριο χτίστηκε ως Διοικητήριο της πόλης, από την Οθωμανική διοίκηση στα τέλη του 19ου αιώνα. Ακόμη και σήμερα, πλησίον της θέσης, υπάρχει οδός "Διοικητηρίου". Φιλοξένησε διάφορες υπηρεσίες, μετά την απελευθέρωση (1920). Μετατράπηκε, σε Νομαρχία Έβρου, στην Κατοχή, ενώ, πίσω του, ήταν το Στρατόπεδο Αιχμαλώτων (σημερινά ΣΟΑ), για τους Έλληνες κρατούμενους. Από το 1960, λειτούργησε, στο κτίριο, το 3ο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο μεταφέρθηκε, εκεί. Κατεδαφίστηκε, στις αρχές του 1970 και στην θέση του, κτίστηκε και λειτουργεί το σημερινό 3ο Δημοτικό Σχολείο Διδυμοτείχου.
1960 (δεκαετία). Θεσσαλονίκη. Ο Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός.
1960 (δεκαετία). Διασταύρωση, στην Πελοπόννησο.
18/8/2025. White House, Washington, ΗΠΑ. Ο Μέγας Διδάσκαλος, τα σχολιαρούδια του και φυσικά, ο απαραίτητος χάρτης, στην τάξη…














































































































































































 
 
 
Σχόλια