Από το αρχαιοελληνικό Όρραον των Μολοσσών της Ηπείρου (350 πΧ - 31 πΧ), στους Δελφούς (1894-1920), στο Παλαιό Φάληρο, το 1911, στην Καισαριανή, το 1919, στον Ισθμό της Κορίνθου, το 1920, στο Αφιόν Καραχισάρ, στις 5-11-1921, πριν την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, στα Ιωάννινα της ιταλικής Κατοχής, το 1941, στην Αθήνα (1890-1993) και μετέπειτα : Η μεταμόρφωση της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου της Αττικής, μέσα από το φωτογραφικό υλικό του 19ου και του 20ου αιώνα (71).
350 πΧ - 30 πΧ. Το αρχαιοελληνικό Όρραον των Μολοσσών της Ηπείρου.
Από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, διασώζονται, σε σπάνιες περιπτώσεις, μοιάζοντας κιόλας άθικτα, από τον χρόνο, κτίρια και αρχιτεκτονήματα διαφόρων ειδών - ναοί, αμφιθέατρα, στάδια, μαντεία, αγορές, νεκροπόλεις. Όχι, όμως και ιδιωτικές οικίες, παρά μόνο τα θεμέλιά τους και αυτό, όταν η αρχαιολογική σκαπάνη σταθεί τυχερή. Στον ελλαδικό χώρο, τα καλύτερα διατηρημένα σπίτια των αρχαίων Ελλήνων, διατρέχοντας όλη την χρονική περίοδο, από τα κλασικά έως και τα ελληνιστικά χρόνια, δεν βρίσκονται, στις υπώρειες της Ακρόπολης των Αθηνών, ούτε σε κάποιον φημισμένο αρχαιολογικό χώρο, αλλά, σε έναν γυμνό, πετρώδη λόφο της Ηπείρου, ακριβώς, στα σύνορα των νομών Άρτας και Πρέβεζας.
Είναι το αρχαίο Όρραον, μια κωμόπολη των Μολοσσών της Ηπείρου. Εκεί στέκουν, ακόμη, όρθια, 4 κτίρια της ύστερης κλασικής περιόδου, τρεις ιδιωτικές κατοικίες και μάλλον, ένα δημόσιο κτίριο. Και μόνο η ύπαρξη των κτιρίων αυτών, με τους τοίχους τους να στέκουν όρθιοι, μέχρι το ύψος της στέγης του δευτέρου ορόφου τους, μεταμορφώνει τον άσημο λοφίσκο των 345 μέτρων ύψος, σε ένα εντυπωσιακό αρχαιολογικό τοπόσημο.
Το Όρραον ιδρύθηκε, πιθανότατα, στο δεύτερο μισό του 4ου αιωνα π.Χ., από τους Μολοσσούς, σε θέση, με στρατηγική σημασία, καθώς φρουρούσε την κυριότερη διάβαση από τον Αμβρακικό, προς την ενδοχώρα τους· ήταν ένας, σχετικά, μικρός οικισμός, με περίπου 100 σπίτια, όλα τους κτισμένα, από ντόπιο ασβεστόλιθο, όπως και το ισχυρό, διπλό πέτρινο τείχος, που προστάτευε την αρχαία πολίχνη. Ο πολεοδομικός της σχεδιασμός είχε, σαν πρότυπο, αυτόν της γειτονικής Αμβρακίας (σημερινή Άρτα) και δώδεκα στενοί, παράλληλοι, δρόμοι, διασταυρώνονται, με δύο κάθετους, σχηματίζοντας ορθογώνια οικοδομικά «τετράγωνα».
Ο οικισμός υδρευόταν, από μια πηγή, που βρισκόταν, εκτός των τειχών του. Ένα μονοπάτι, που ξεκινούσε, από την ανατολική πύλη, οδηγούσε, εκεί. Εκτός της φυσικής πηγής, οι κάτοικοι του οικισμού διασφάλισαν την ύπαρξη πόσιμου νερού και με την κατασκευή μιας μεγάλης δεξαμενής, όπου συγκεντρωνόταν το βρόχινο νερό. Η δεξαμενή ήταν έργο δημόσιο και ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, είναι μια κατασκευή άρτια, τεχνικά. Μια πέτρινη κλίμακα, από 19 σκαλοπάτια, οδηγεί και τον σημερινό επισκέπτη, στον πυθμένα της, που ήταν φτιαγμένος, από πήλινα όστρακα.
Περπατώντας τον αρχαίο οικισμό, παρατηρούμε το άψογο λάξευμα των μεγάλων πέτρινων όγκων, τα, απολύτως, ευθετισμένα και ακόμη, άρρηκτα, μεταξύ τους, «δεσίματα» και αναλογίζομαστε την τεχνογνωσία των μηχανικών, μαστόρων και τεχνιτών, που εργάστηκαν, χιλιάδες χρόνια πριν, στον ίδιο τόπο, το τελειομανές μεράκι και τον κόπο τους. Τα παράθυρα των σπιτιών υπάρχουν ακόμη και μέσα από αυτά, διαγράφεται ο ίδιος ορίζοντας, με τα χρόνια, που, στα σημερινά πέτρινα κουφάρια, έδιναν ζωή πολυμελείς οικογένειες. Τα ίδια τα σπίτια ήσαν διώροφα και στους τοίχους τους, χάσκουν, ακόμη, οι τρύπες (δοκοθήκες), που «κούμπωναν» τα δοκάρια του πάνω πατώματος.
Η κ. Ανθή Αγγέλη, είναι προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Πρέβεζας, αρχαιολόγος, που έχει συμμετάσχει, στις ανασκαφές του Όρραον.
«Το Όρραον έχει την εξής ιδιαιτερότητα : γενικά, τα αρχαία σπίτια κτίζονταν, ως ένα επίπεδο 70- 80 εκατοστών, με λίθινα θεμέλια, αλλά, από εκεί και πάνω, η δόμηση συνεχιζόταν, με πλίνθινα τούβλα, για αυτό και σώζονται, μέχρι ένα μικρό ύψος. Επειδή, όμως, στην γύρω περιοχή του Όρραον αφθονεί, όπως και σήμερα, ο ασβεστόλιθος και η εξόρυξη του είναι, σχετικά, εύκολη, οι κάτοικοι, εδώ, έχτισαν τα σπίτια τους, εξ ολοκλήρου, από πέτρα, μέχρι και το ύψος της στέγης. Στον ελλαδικό χώρο, δεν υπάρχουν άλλα τέτοια διατηρημένα σπίτια και αυτά, στο Όρραον, μας δίνουν μια πολύ καλή εικόνα, για την αρχιτεκτονική των ιδιωτικών κατοικιών, εκείνης της περιόδου. Υπήρχε ένας προθάλαμος και μια εσωτερική αυλή, που, γύρω της, διατάσσονταν αρκετά δωμάτια. Ένα τμήμα του σπιτιού μπορεί να ήταν μονώροφο, για να εξασφαλίζει καλύτερο φωτισμό, αλλά τα σπίτια του Όρραον ήταν δύο ορόφων. Στην «Οικία Α», διασώζεται και η βάση της πέτρινης κλίμακας, που οδηγούσε, πάνω».
Ποιό ήταν το κίνητρο των Μολοσσών– ενός ελληνικού φύλου, που, από την βορειοδυτική Μακεδονία, μετακινήθηκε, στο οροπέδιο των Ιωαννίνων, περίπου, το 1.200 π.Χ.- να κτίσουν αυτή την πέτρινη πολίχνη;
«Το Όρραον φύλασσε το πέρασμα, από τον Αμβρακικό κόλπο, προς το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Γνωρίζουμε, από αρχαίες πηγές, ότι οι Μολοσσοί είχαν πρόσβαση, στον Αμβρακικό, μάλιστα κατείχαν μια μικρή έκταση, περίπου, 80 σταδίων, στις ακτές του. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει, από τον Αμβρακικό και την πεδιάδα της Άρτας, χωρίς να γίνει αντιληπτός, από το Όρραον. Επίσης, φύλασσε το πέρασμα, από την κοιλάδα του Αράχθου, που ήταν το όριο της επικράτειας των Μολοσσών».
Ήταν, λοιπόν, το Όρραον ένα οχυρό- παρατηρητήριο;
«Ο φρουριακός του χαρακτήρας είναι σαφής. Διακρίνεται, από την ισχυρή οχύρωση, τους στενούς δρόμους, ώστε ακόμα και αν οι εχθροί εισέβαλαν, από τα τείχη, να εγκλωβίζονταν, όπως, επίσης, από τα κτερίσματα, που βρέθηκαν, στις ταφές. Σχεδόν, σε όλες, βρέθηκαν όπλα, σε αντίθεση, με την Αμβρακία, όπου, μόνο, σε ελάχιστους, από τους χιλιάδες τάφους, που ανασκάφηκαν, βρέθηκαν όπλα».
Τί γνωρίζουμε σήμερα, για την αρχαία ζωή, στον μικρό οικισμό; Πόσοι άνθρωποι ζούσαν, εκεί, πώς κατάφερναν να βιοπορίζονται;
«Ο πληθυσμός του Όρραον εκτιμάται, βάση των, περίπου, 100 σπιτιών, που περικλείονται από τα τείχη (εκτός βρισκόταν, μόνο, η νεκρόπολη), σε δύο χιλιάδες κατοίκους. Σε κάποιους χώρους των σπιτιών υπάρχουν ενδείξεις ότι σταβλίζονταν ζώα· σίγουρα, λοιπόν, ήταν ποιμένες και κτηνοτρόφοι, ενώ και ένας μικρός κάμπος, στον γειτονικό Αμμότοπο, μάλλον, καλλιεργούνταν, από αυτούς τους ανθρώπους. Και σίγουρα, κατοικούσαν, εδώ, αρκετοί στρατιώτες. Οι σχέσεις τους με την κοντινή Αμβρακία, που ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Ηπείρου αλλά αποτελούσε αποικία των Κορινθίων και όχι τμήμα της «χώρας» των Μολοσσών, πιθανότατα, ήταν φιλικές. Και εμπορικά, αναπτυγμένες. Προϊόντα της Αμβρακίας, όπως αγγεία, αλλά και νομίσματα, έχουν βρεθεί, σε τάφους, στο Όρραον. Η Αμβρακία ήταν μια τυπική πόλη - κράτος, που, γύρω από το άστυ, είχε μια αγροτική περιοχή, που ήλεγχε, για να εξασφαλίζει την επάρκεια της, σε αγαθά. Το Όρραον δεν ανήκε, στην επικράτεια της Αμβρακίας, αλλά είναι, σχεδόν, σίγουρο ότι οι κάτοικοί του είχαν εμπορικές σχέσεις με την πόλη· θα διακινούσαν, εκεί, τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τους, αγοράζοντας, μετά, ό,τι τους έλειπε».
Η ταύτιση του αρχαίου οικισμού - που είχε εντοπίσει, την δεκαετία του 1930 ο Βρετανός αρχαιολόγος Νίκολας Χάμοντ -, με το Όρραον, που αναφερόταν, στις αρχαίες πηγές, επιτεύχθηκε, βάσει ανασκαφικών ευρημάτων, στην σημερινή Άρτα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε ανασκαφές, στον Ναό του Απόλλωνα, βρέθηκαν τμήματα ενεπίγραφης στήλης, που καθόριζε τα όρια της χώρας της Αμβρακίας. Εκεί, αναφερόταν και το Όρραον και σύμφωνα, με τα τοπογραφικά στοιχεία, που προέκυπταν - απόσταση από Αμβρακία, προς ποιά κατεύθυνση - έγινε η ταύτιση του οικισμού, με το Όρραον των αρχαίων πηγών.
Η μικρή αυτή αγροτική πολίχνη κρύβει και μια ηρωική ιστορία, που, σχεδόν συμπίπτει, με την παρακμή και το τέλος της. Το Όρραον υπήρξε μια, από τις 4 μόνο πόλεις της Ηπείρου (του «Κοινού των Ηπειρωτών»), που αντιστάθηκαν, στους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έτος της ρωμαϊκής εισβολής.
«Για αυτό, οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν, ολοσχερώς, τα τείχη της πόλης. Όχι, όμως και τα σπίτια της· ήταν μια πόλη, που πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε, υπήρξαν, σίγουρα, καταστροφές, αλλά δεν ήσαν ολοσχερείς. Οι Ρωμαίοι της επέτρεψαν να συνεχίσει να υπάρχει, ατείχιστη, όμως, σαν ένδειξη της δικής τους, πλέον, εξουσίας, στην περιοχή. Η πόλη τελούσε, υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία, δεν μπορούσε να έχει δική της άμυνα», σχολιάζει η κα Αγγέλη.
Στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., τα χρόνια, που ακολούθησαν την ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), οι εναπομείναντες κάτοικοι του Όρραον μεταφέρθηκαν, αναγκαστικά, από τους Ρωμαίους του Οκταβιανού Αύγουστου στην νεοϊδρυθείσα Νικόπολη. Η ανθρώπινη παρουσία, στο Όρραον, έγινε παρελθόν. Έμειναν, μέχρι και σήμερα, οι σωροί, από τις πέτρες του τείχους, που γκρέμισαν οι λεγεωνάριοι, τα κουφάρια των σπιτιών αυτών των περήφανων ανθρώπων, με το «αγύριστο, ηπειρώτικο κεφάλι» τους, η δεξαμενή, που φύλασσε το νερό τους, η νεκρόπολη των προγόνων τους. Στο σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο της Άρτας, μια προθήκη είναι αφιερωμένη, στο Όρραον- αγγεία, κοσμήματα, μικροπράγματα καθημερινής χρήσης, αγροτικά εργαλεία.
Σήμερα, από το παράθυρο της οικίας Α. διακρίνεται ένα αποπερατωμένο τμήμα της Ιόνιας Οδού και αν προχωρήσουμε, προς το άκρο του οικισμού, παράλληλα, με τα πεσμένα τείχη, ο κάμπος της Άρτας και στο βάθος ο Αμβρακικός.
Μπορούμε να αναπολήσουμε εκείνους τους Ηπειρώτες, να συσκέπτονται, με την βόρεια δωρική διάλεκτό τους, για την στάση, που θα κρατούσαν, βλέποντας, από τα ίδια τωρινά σπίτια τους, τις ρωμαϊκές λεγεώνες να έρχονται.
1894 Δελφοί. Η ανασκαφή του αγάλματος του Αντίνοου.
Το άγαλμα, στην φωτογραφία, φαίνεται, καθαρότατα, επειδή ήταν ακίνητο.
1920 (δεκαετία). Δελφοί. Στο τέλος της σημερινής οδού Απόλλωνος, κοιτάζοντας, προς τα ανατολικά.
1890 (δεκαετία). Πλατεία Ομονοίας.
Τα ιππήλατα τραμ διέρχονται, στην πλατεία Ομονοίας.
Οι ράγες δείχνουν να είναι της οδού Σταδίου.
Όλοι δρόμοι είναι, ακόμη, χωματόδρομοι.
1911 Παλαιό Φάληρο.
1919. Η περιοχή της Καισαριανής.
Στο βάθος βλέπουμε την Αθήνα αραιοκατοικημένη, στο κέντρο δεσπόζει η Ακρόπολη και ο λόφος του Φιλοπάππου.
Η αποδυνάμωση του ελληνικού μετώπου, 9 μήνες αργότερα, επειδή ο Χατζανέστης απέσυρε 20.000 ανδρες, από το μέτωπο, για να τους στείλει, στην Ανατολική Θράκη, επειδή η κυβέρνηση των Αθηνών ήθελε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (κάτι, που η Αντάντ δεν επέτρεψε), οδήγησε, στην τουρκική επίθεση, στο ρήγμα, σε αυτό το στρατηγικό σημείο του μικρασιατικού πολέμου, στην αστραπιαία κατάρρευση του εκτεταμένου μετώπου των μαχών, στην πρώιμη ελληνική στρατιωτική συντριβή και στην εξόντωση και τον ξεριζωμό του ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού.
1920 Ισθμός της Κορίνθου. Διέλευση τραίνου, από την γέφυρα.
Από καρτ ποστάλ.
1932. Η Πύλη του Αδριανού.
1930 (δεκαετία) : Σοφία Βέμπο, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Κατίνα Παξινού, Μάνος Κατράκης.
1948. Ο Λυκούργος Καλλέργης και η Ίντα Χριστινάκη, στην κινηματογραφική ταινία «Το φιόρε του Λεβάντε”.
Πρόκειται, για μεταφορά, στον κινηματογράφο, του ομώνυμου συγγράμματος του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ο εναλλακτικός τίτλος της ταινίας είναι «Ο κόκκινος βράχος».
1949. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και η Έλλη Λαμπέτη, στην κινηματογραφική ταινία «ΔΙΑΓΩΓΗ ΜΗΔΕΝ».
1949. Ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Φραγκίσκος Μανέλης, στην κινηματογραφική ταινία «Οι απάχηδες των Αθηνών».
Μάιος 1941. Ιωάννινα· πρώτες ημέρες της ιταλικής Κατοχής. Μέρος του φρουρίου, στην σημερινή οδό Καραμανλή.
Μάιος 1941. Ιωάννινα· πρώτες ημέρες της ιταλικής Κατοχής. Η λίμνη.
1942. Βριλήσσια. Λεωφόρος Πεντέλης «χωραφόδρομος».
1942 (;). Πλατεία Ομονοίας. Περίοδος Κατοχής. Ξύλινα καροτσάκια μεταφοράς, παραταγμένα, δίπλα στο πεζοδρόμιο.
1956 Αθήνα. Ο ξεναγός και οι τουρίστες.
1959. Θησείο. Οδός Ερμού και πλατεία Αγίων Ασωμάτων.
1959. Χαλκίδα.
1960 (αρχές δεκαετίας). Ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και η Μαίρη Λίντας, σε εκδρομή, στην ύπαιθρο.
Ο Καζαντζίδης, επειδή ήταν χωρατατζής, χορεύει, φορώντας μαντήλι, ενώ οι άλλες δυο κτυπούν παλαμάκια.
1960. Βαρδούσια Φωκίδας. Μεταφορά προικιών.
1965. Πλατεία Ομόνοιας. Οδός Πανεπιστημίου. Ξενοδοχείο «Εξέλσιορ».
1966. Ο Ντίνας Ηλιόπουλος, με την, μόλις δυο ετών, κόρη του Εβίτα, στην κινηματογραφική ταινία «Οι κυρίες της αυλής».
Ιούνιος 1976 Αθήνα. Η Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας.
Ιούνιος 1976. Καλλιθέα. Λεωφόρος Θησέως και Σαρανταπόρου.
1993. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, με τον Κώστα Σπυρόπουλο.
Υπήρξαν εραστές, για 10 χρόνια, έως τον θάνατο της Αλίκης. Σχεδόν, αμέσως, μετά, ο νεαρός τα έφτιαξε, με την, Δήμητρα Λιάνη, που ελάχιστους μήνες προηγουμένως, είχε μείνει χήρα, λόγω του θανάτου του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σχόλια