2018 - 2022 : Απέτυχε η υποτιθέμενη, ως φιλελεύθερη και στην πράξη, κεϋνσιανή δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού αφήνει πίσω της μια οικονομία zombie, αυξάνοντας τους φόρους και τις κρατικές δαπάνες, σε σχέση με το ΑΕΠ. (Με δεδομένο ότι η ολιγαρχία και οι ευρωθεσμοί θεωρούν ότι έχουν δοθεί πολλά χρήματα, το ερώτημα είναι ποιός θα τα μαζέψει μετά τις εκλογές του 2023, που οι οποιεσδήποτε κυβερνήσεις προκύψουν, θα είναι σε πίεση);

 



Παρά τις καυχησιολογίες της, οσονούπω, απερχόμενης κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, σχετικά με την διατυμπανιζόμενη μείωση της φορολογίας, την οποία διακηρύσσουν ο, ουσιαστικά και εν τοις πράγμασι, υπηρεσιακός πρωθυπουργός και η, στην πράξη, υπηρεσιακή κυβέρνησή του και τα ποικίλα κυβερνητικά στελέχη ότι επέτυχαν (υποτίθεται), κατά την διάρκεια της τετραετούς, σχεδόν, θητείας τους, από τον Ιούλιο του 2019, μέχρι την ημέρα, που πρόκειται να παραδώσουν την κυβερνητική εξουσία τους, στο διάδοχο υπηρεσιακό κυβερνητικό σχήμα, από το οποίο θα διεξαχθούν οι εξαγγελθείσες βουλευτικές εκλογές της 21/5/2023, η αλήθεια, έτσι όπως εμφανίζεται, από τα συγκριτικά μακροοικονομικά μεγέθη, που απεικονίζονται, στον παραπάνω πίνακα και αφορούν τα πραγματικά φορολογικά αποτελέσματα (στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές που, στην πράξη, είναι και αυτές ένα είδος καταβαλλομένων φόρων), ως προς το ελληνικό ΑΕΠ, είναι, εντελώς, διαφορετική. 

Η κυβέρνηση της υποτιθέμενης, ως φιλελεύθερης, στον χώρο της οικονομίας και της εξειδικευμένης οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, Νέας Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία και κατά την πρωθυπουργία του Κυριάκου Μητσοτάκη αύξησε τους πραγματικούς καταβληθέντες, πάσης φύσεως και προελεύσεως, φόρους, σε σχέση, με την, επίσης - όπως και η παρούσα κυβέρνηση -, κακή και καταστροφική κυβέρνηση του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, έχοντας, ως έτος βάσης, το 2018, σε σύγκριση, με το 2022, που πριν λίγους μήνες έληξε και το χειρότερο όλων είναι ότι αυτή η πολιτική όχι, μόνον, υπήρξε αναποτελεσματική και ατελέσφορη, αλλά και απέτυχε, πλήρως.

Φυσικά, ο παραπάνω, συνδυασμός των παραπάνω εικονιζομένων πιτών, που, υποτίθεται ότι παρουσιάζουν τα μεγέθη των Εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης του 2018 και του 2022, ως το άθροισμα των ποσοστών των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, ως προς το ΑΕΠ, καθίσταται προβληματικός, αν ανατρέξουμε, στα εμφανιζόμενα, ως πραγματοποιημένα μεγέθη των Εσόδων της Γενικής Κυβερνησης, που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, για την περίοδο των ετών 2018, έως 2021 και τα οποία έχουν, ως ακολούθως :

2018 : 

 Έσοδα Γενικής Κυβέρνησης 88,807 δισεκ. €

 ποσοστό 49,46% του ΑΕΠ


2019 :

Έσοδα Γενικής Κυβέρνησης 89,780 δισεκ. €

ποσοστό 48,97% του ΑΕΠ


2020 : 

Έσοδα Γενικής Κυβέρνησης 82,303 δισεκ. €

ποσοστό 49,76% του ΑΕΠ


2021 :

Έσοδα Γενικής Κυβέρνησης 90,830 δισεκ. €

 ποσοστό 50,00% του ΑΕΠ


Για το 2022, δεν υπάρχουν, μέχρι τώρα, οριστικά στοιχεία και ως εκ τούτου, είμαστε να παραμείνουμε, σε αυτά, που έχουμε.


Είναι, λοιπόν, παραπλανητικός και αποτελεί fake news ο παραπάνω, αρχικός πίνακας, που παρουσιάζω;


Μπορεί. Όχι, όμως, κατ’ ανάγκην, διότι, πιθανότατα, προσμετρά άλλα και σαφώς, διαφορετικά μεγέθη, το άθροισμα των οποίων είναι μικρότερο, από όσα μεγέθη συναθροίζονται, στα απολογιστικά μεγέθη της ΕΛΣΤΑΤ, για τα έτη της περιόδου 2018 - 2021. Και τούτο συμβαίνει επειδή στα συνολικά καταμετρημένα μεγέθη των Εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης αυτής της χρονικής περιόδου, προφανώς, συμπεριλαμβάνονται και άλλα μη φορολογικά έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτά, που προέρχονται, από τον κρατικό δανεισμό, ο οποίος δεν αποτελεί φορολογικό στοιχείο, καθώς και άλλα χαρακτηριζόμενα, ως μη φορολογικά έσοδα. Αυτά τα στοιχεία των μη φορολογικών εσόδων δεν υπολογίζονται, προφανώς, στον αρχικό πίνακα και αυτό το δεδομένο μπορεί, κάλλιστα, να δικαιολογεί τις σαφείς και μεγάλες αποκλίσεις των στοιχείων, που συγκριτικά, παραθέτω.


Υπήρξε, λοιπόν, καλύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ, ως προς την φορολόγηση των πολιτών, από την Νέα Δημοκρατία;






Είναι προφανές ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας εσμός, ο οποίος αποτελείται από έναν πρωτόλειο συνδυασμό απατεώνων και βλακών, που μπορούν να παραδίδουν τις ΔΕΚΟ (και ιδίως, το νερό, μια και γίνεται λόγος αυτόν τον καιρό για την υποτιθέμενη ιδιωτικοποίηση του νερού), στο Υπερταμείο των δανειστών και στην συνέχεια, να διαμαρτύρονται, για αυτή την πράξη, αλλά η εμφανιζόμενη, ως πραγματικότητα, στην οικονομική διαχείριση, απλώς, περιγράφει το γεγονός ότι και οι δυο διαχειριστικές περίοδοι και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και αυτή της Νέας Δημοκρατίας, υπήρξαν και είναι κακές, έως καταστροφικές, για την ελληνική κοινωνία, με ελάχιστες διαφορές, οι οποίες, αν και έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα, δεν είναι αξίες σημαντικού και σοβαρού λόγου.


Για να έχουμε μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα, ας δούμε τις Δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, κατά την περίοδο 2018 - 2021, όπως έχουν καταμετρηθεί, από την ΕΛΣΤΑΤ :


2018

Δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης 87,132 δισεκ. €

ποσοστό 48,53% του ΑΕΠ


2019

Δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης 87,677 δισεκ. €

ποσοστό 47,82% του ΑΕΠ


2020

Δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης 98,733 δισεκ. €

ποσοστό 59,69% του ΑΕΠ


2021

Δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης 104,368 δισεκ. €

ποσοστό 57,45% του ΑΕΠ



Βλέποντας, λοιπόν, τώρα, την εξέλιξη των Δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, κατά την περίοδο της τετραετίας 2918 - 2021 και σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα εξέλιξη των Εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης, μπορούμε, βάσιμα, να διαπιστώσουμε ότι η κυβέρνηση της υποτιθέμενης, ως φιλελεύθερης, Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, κάθε άλλο, παρά φιλελεύθερη οικονομική και ειδικά, δημοσιονομική πολιτική άσκησε. Βέβαια, το 2022, η παρούσα κυβέρνηση τα πήγε καλύτερα, με ένα ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 5,9%, το οποίο έφθασε στα 192 δισεκ. €, αλλά είναι δεδομένο ότι ο πληθωρισμός υπήρξε ανεξέλεγκτος, φθάνοντας, στο 9,3% και φυσικά, αυτό το ανοδικό φαινόμενο είναι παροδικό, χωρίς να δίνει κάποια ελπιδοφόρα προοπτική, στις συγγενείς, χρονιές και αυξανόμενες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, η οποια βρίσκεται, στην κατάσταση ενός ζόμπι, αφού τα έσοδα είναι υποπολλαπλάσια των χρεών, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος υπερβαίνει τα 400 δισεκ. €, ενώ ο δείκτης, που επικαλείται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, για την πτωτική ποσοστικά σχέση του ελληνικού δημόσιου χρέους, ως προς το ΑΕΠ, βοηθούντος και του πληθωρισμού, δεν αλλάζει την ωμή και σκληρή πραγματικότητα ότι το ελληνικό κράτος είναι, βαρύτατα, υπερχρεωμένο και αυτή η τάση της υπερχρέωσης πρόκειται να αυξηθεί, στα δύσκολα και δίσεκτα χρόνια, που έρχονται, μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές.


Πέραν τούτου, περίπου 1,7 εκατ. Έλληνες χρωστούν στις τράπεζες 100 δισεκ. €, ποσόν το οποίο είναι το πραγματικό ύψος των προβληματικών δανείων στην ελληνική οικονομία, αφού ο νόμος για τον «Ηρακλή» μπορεί να βοήθησε, στους ισολογισμούς των τραπεζών, όμως δεν επέλυσε το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα των 100 δισεκ. € των μη εξυπηρετούμενων κόκκινων δανείων, στην ιδιωτική οικονομία, την στιγμή που οι επιλέξιμες, για δανεισμό, από το τραπεζικό σύστημα, ιδιωτικές επιχειρήσεις φθάνουν, μόλις, τις 40.000, σε ένα σύνολο 750.000.  


Η ελληνική οικονομία, με λίγα λόγια, παραμένει να είναι προκλητικά υπερχρεωμένη, ενώ οι Έλληνες οφείλουν 108 δισεκ.  €, στην εφορία και 38 δισεκ. €, στον e-ΕΦΚΑ, ενώ, διαχρονικά, οι οφειλές, συνεχώς, αυξάνονται και φυσικά, αποτελούν τεράστιο κίνδυνο, με αποτέλεσμα, η ελληνικη οικονομία, που παράγει, ετησίως, 192 δισεκ. €, έχει φθάσει, στο σημείο οι πολίτες και το κράτος να οφείλουν, περίπου, 650 δισεκ. €, με αποτέλεσμα οι οφειλές να είναι 3,3 φορές το εθνικό ΑΕΠ της χώρας, η οποία, οικονομικά, είναι μια χώρα ζόμπι.


Στην πραγματικότητα, η οικονομική διαχείριση αυτής της κυβέρνησης των ιδιότυπων Ελλήνων νεοσυντηρητικών υπήρξε και είναι ένα μείγμα κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής, η οποία, σύμφωνα, με τις τρέχουσες ερμηνείες των επιφανών εκπροσώπων της εντόπιας ολιγαρχίας και των ευρωθεσμών, υπήρξε αρνητική, αν και η δική μου διαπίστωση είναι. εντελώς, διαφορετική. Η κεϋνσιανής εμπνεύσεως και εκτελέσεως οικονομική διαχείριση της τετραετίας της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη υπήρξε, απολύτως, ανεπαρκής να βοηθήσει, στην ανάταξη των ζημιών, που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία, λόγω των ασφυκτικών θεσμικών και ενεργών λειτουργικών βαριδίων και αγκυλώσεων, που έχουν προκύψει, εξ αιτίας της ασφυκτικής αγκίστρωσης της λειτουργίας της ελληνικής παραγωγής, στο ευρώ και την ζώνη του, που την καθιστούν μη ανταγωνιστική, παρά την όποια αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, οι οποίες εξακολουθούν να καταποντίζονται, εξ αιτίας της τεράστιας αύξησης των εισαγωγών, αφού η ελληνική παραγωγή παραμένει, λειτουργικά, απροστάτευτη, στον ανταγωνισμό των αγαθών των χωρών της αλλοδαπής.


Στα πλαίσια αυτά, η εντόπια ολιγαρχία και οι ευρωθεσμοί, δια των εκπροσώπων και των οργάνων τους, θεωρούν ότι έχουν δοθεί πολλά λεφτά και αποτελεί ερώτημα το ποιος θα τα μαζέψει, μετά τις προσεχείς (και τις μεταπροσεχείς βουλευτικές εκλογές, όποτε, σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις, που θα προκύψουν, θα είναι σε πίεση. 


Έτσι, η κατεύθυνση που προκύπτει, από το Σύμφωνο Σταθερότητας μειώνει, κατά πολύ, τα περιθώρια, για ευέλικτη δημοσιονομική πολιτική, με στόχο τα πρωτογενή πλεονάσματα και πιθανότατα, μέσα στο ερχόμενο φθινόπωρο η όποια νέα κυβέρνηση θα κληθεί να φέρει σε πέρας, συγκεκριμένη στοχοθεσία, για, φέτος, το 2023, με έναν υποτιθέμενο, ως βατό στόχο της τάξεως του 0,7% του ΑΕΠ, αλλά από το 2024, θα πρέπει τα πλεονάσματα να φτάσουν στο επίπεδο, τουλάχιστον, του 2% του ΑΕΠ, για την διατήρηση της ψευδεικόνας της υποτιθέμενης και ουσιαστικά, χιμαιρικής βιωσιμότητας του χρέους, σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.


Μάλιστα, αυτό, που οι ευρωθεσμοί πρόκειται να απαιτήσουν, απο τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, είναι η χρηματοδότηση των αναγκών δεν πρέπει να πραγματοποιείται, μέσω του δανεισμού, οπότε κάθε κράτος της ευρωζώνης θα είναι υποχρεωμένο να βρει τα χρήματα που χρειάζεται από μόνο του, ήτοι εξ ίδιων πόρων, γεγονός, το οποίο οδηγεί, στην πρακτική εφαρμογή ενός συνδυασμού μιας δημοσιονομικής πολιτικής, η οποια θα στηρίζεται, στην περικοπή των κρατικών δαπανών, αλλά, με δεδομένο το τεράστιο μέγεθος του ελληνικού δημοσιου χρέους, φαίνεται ότι η πολιτική που θα ακολουθηθεί, για την εξυπηρέτηση και των τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεωνό και των λοιπών δαπανών, θα στηριχθεί, στην υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος, όπως έδειξα,  παραπάνω, υποχρηματοδοτείται, , από την ελληνική μπατιροτραπεζοκρατία, λόγω αφερεγγυότητας.


Με  δεδομένα όλα αυτά και με τις αναμενόμενες δυσμενέστατες εξελίξεις του μετεκλογικού μέλλοντος, η χωρα και η κοινωνίας μας εισέρχονται, σε ένα μακρύ τούνελ πολιτικής αβεβαιότητας, που πρόκειται να δώσει, πιθανώς, βραχύβιες κυβερνήσεις, οι οποίες πρόκειται να κληθούν να εφαρμόσουν ασφυκτικά περιοριστικά μέτρα λιτότητας, τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις των οποίων πρόκειται να παρακολουθήσουμε και να τις υποστούμε.


Δυστυχώς…



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βουλευτικές εκλογές 25/6/2023 : Ο Αλέξης Τσίπρας, που, στις 8/6/2016, πούλησε, στον Λάτση, την έκταση στο Ελληνικό, με 92 € το τμ, ενώ το 2014 έλεγε ότι “αν υπογράψω ιδιωτικοποιήσεις στο Ελληνικό, τότε καλύτερα να ψηφίσετε Σαμάρα”, δεν δικαιούνται αυτός και η ηγετική ομάδα του ψευδεπώνυμου ΣΥΡΙΖΑ να ομιλούν, για την τωρινή εκλογική καταστροφή του κόμματος, που, φυσικά, πρόκειται να έχει και συνέχεια…

Μιλώντας, για “το στάδιο, στο οποίο δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι, επειδή οι σαΐτες θα υφαίνουν μόνες τους”. Από αυτόν τον ορισμό του Αριστοτέλη, για το καθεστώς της ελεύθερης κοινωνίας (που νοείται ως αναρχική/αντιεξουσιαστική), στον μουτουαλισμό του Pierre-Joseph Proudhon και από την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, που περίμενε ο John Maynard Keynes, στο σήμερα και στους μελλοντικούς καιρούς).

Αλέξης Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ : “Τους ζυγούς λύσατε”! Πήραν, χεράκι-χεράκι, την ελληνική κοινωνία και την παρέδωσαν, στην δεξιά. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι την έβγαλαν, από την προεπαναστατική κατάσταση, στον οποία βρισκόταν, κατά την περίοδο 2011-2015 και την οδήγησαν, στην υποταγή, στην ολιγαρχία. (Η δεξιά και η ολιγαρχία, τελικά, τους χρωστούν μεγάλη χάρη. Πολύ μεγάλη χάρη)…