Μιλώντας, για “το στάδιο, στο οποίο δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι, επειδή οι σαΐτες θα υφαίνουν μόνες τους”. Από αυτόν τον ορισμό του Αριστοτέλη, για το καθεστώς της ελεύθερης κοινωνίας (που νοείται ως αναρχική/αντιεξουσιαστική), στον μουτουαλισμό του Pierre-Joseph Proudhon και από την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, που περίμενε ο John Maynard Keynes, στο σήμερα και στους μελλοντικούς καιρούς).

 



Ενώ το σύνολο του πολιτικού κόσμου και ένα όχι ασήμαντο μέρος των πολιτών της ελληνικής κοινωνίας, ασχολούνται, με τις μαλακίες του Κυριάκου Μητσοτάκη και της παρέας του, όσον αφορά τις παρακολουθήσεις των πολιτικών αντιπάλων αλλά και των φίλων, καθώς και των στελεχών της παρούσας κυβέρνησης, η οποία, σιγά-σιγά, οδεύει, προς το τέλος της, την στιγμή που ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος εξευτελίζει τις πρακτικές του πρωθυπουργού, αλλά και του δήθεν και στην πράξη, ουδέποτε ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος του Ισίδωρου Ντογιάκου, όπως και τις παρακρατικές πρακτικές του γνωστού ακροδεξιού προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα, οι οποίοι όλοι αυτοί μαζί, ως οργανωμένη συμμορία, προσπαθούν να κρύψουν αυτό το οργιαστικό και εμετικό παρασκήνιο των οργανωμένων, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υποκλοπών των τηλεφωνικών και λοιπών συναφών συνδιαλέξεων, εμείς, εδώ, θα ασχοληθούμε, με ένα πολύ ευρύτερο, πολύ βαθύτερο και πολύ πιο σημαντικό, για τις ανθρώπινες κοινωνίες, ζήτημα, γνωρίζοντας και ενθυμούμενοι την αέναη ισχύ του ρητού του Λέοντα Τολστόι, ότι, δηλαδή, “μια καλοοργανωμένη κυβέρνηση είναι χειρότερη, από μια συμμορία ληστών”, ένα ρητό, που, στις τωρινές ημέρες μας, αποδεικνύεται, για πολλοστή φορά, ως γεγονός, το οποίο, απλώς, έρχεται να επιβεβαιώσει η παρούσα κυβέρνηση, η οποία βαδίζει, προς το ευτελιστικό τέλος της. 

Με την υλική βάση και πραγματική/πραγματιστική βάση της κοινωνικής ελευθερίας και συνάμα, της κοινωνικής απελευθέρωσης, καθώς και με τις ουσιώδεις ενστικτικές και βιολογικές/γενετικές πνευματικές ανθρώπινες αποτρεπτικές αντιστάσεις και επιτρεπτικές αποδοχές ενός τέτοιου κοινωνικού σχεδιασμού, σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, στην δημιουργία των υλικών και πραγματικών θεσμικών κοινωνικών υποδομών, που προσδιορίζουν, αλλά και εμποδίζουν, έμπρακτα, τις όποιες απόπειρες και προσπάθειες, για την συγκρότηση αυτού του σχεδιασμού, που οδηγεί, στην δημιουργία των ελεύθερων/ελευθεριακών κοινωνιών, που κατ’ αυτόν τον τρόπο, νοούνται - χωρίς να φοβόμαστε τις λέξεις και το περιεχόμενο, που αυτές υποκρύπτουν -, ως αντιεξουσιαστικές, ή αναρχικές κοινωνίες, με την αναγκαστική έμπρακτη αποδόμηση της συγκρότησης και ως εκ τούτου, της επιβολής των θελήσεων, των επιδιώξεων και φυσικά και πάνω, από όλα, των ατομικών και κυρίως, των κοινωνικών συμφερόντων, ως και των ιδεολογημάτων της καλλιεργούμενης σύγχρονης και προφανώς και της, κάθε μορφής, ψεύδους συνειδήσεως των τωρινών και των μέλλουσών οικονομικών, κοινωνικών, πνευματικών και κάθε άλλου είδους ολιγαρχιών και των σκοπών και των στόχων τους. Και αυτό και ως ιστορική πείρα, αλλά και ως ένα δυνατόν να δημιουργηθεί μέλλον, χωρίς τις ψευδαισθήσεις, που δημιουργεί η ανθρώπινη ψευδής συνείδηση, η οποία, ουσιαστικά προσδιορίζεται, από την κάθε μορφή ιδεολογίας, που, ως ένα συνεκτικό και συμπλεκτικό σύνολο, ή, ορθότερα, μάγμα κυρίαρχων ιδεών, συγκροτούν τα, εκάστοτε, επικρατούντα ιδεολογήματα, στις ανθρώπινες κοινωνίες όλου του παρελθόντος, του παρόντος, αλλά και του, χρονικά, απροσδιορίστου μέλλοντος, είναι το δυσχερέστατο, ως προς την ανάλυση, επεξήγηση και υλοποίησή του, αντικείμενο, με το οποίο καταπιάνομαι - ή, ορθότερα, αποπειρώμαι να καταπιαστώ -, στο σημερινό δημοσίευμα. 

Δύσκολο το έργο, μεγάλη και άκρως, δυσχερής η προσπάθεια και απείρως, δυσχερέστατο, ή και ατελέσφορο, το αποτέλεσμα, αλλά, για μένα, είναι, υπαρξιακά - και όχι μόνον αυτό -, αναγκαίο.

Αλλά, για να μιλήσουμε, για την ελεύθερη κοινωνία, ως προς την υλική και πραγματική/πραγματιστική βάση της, δεν μπορούμε να μην ανατρέξουμε, στο παρελθόν, για να θυμηθούμε ότι το ζήτημα αυτό απασχολεί τις κοινωνίες μας, εδώ και χιλιάδες χρόνια, δηλαδή από την αρχαία εποχή και φυσικά, δεν αποτελεί ένα καινούργιο, ένα μοντέρνο φαινόμενο των καιρών μας. Πράττοντας κάτι τέτοιο, αναγκαστικά, ερχόμαστε στον αριστοτέλειο ορισμό της ελεύθερης και μιλώντας, με σύγχρονους όρους, ελευθεριακής κοινωνίας, για “το στάδιο, στο οποίο δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι, επειδή οι σαΐτες θα υφαίνουν μόνες τους” προκειμένου να τον επικαιροποιήσουμε και να τον προσαρμόσουμε, στις ανάγκες, που προκύπτουν, από την ιστορική πείρα, που έχουμε αποκομίσει όλα αυτά τα 2300 χρόνια, που πέρασαν, από την εποχή του μεγάλου Έλληνα ολιγαρχικού φιλοσόφου, στο σήμερα και πολύ περισσότερο, ακόμη και στο πιο απόμακρο αύριο, όποτε και αν προκύψει αυτό, ακόμη και αν αυτού του είδους τα κοινωνικά εγχειρήματα βαλτώσουν, ατονήσουν, ή καταστούν ατελέσφορα.




Έτσι, για να προσδιορίσουμε την υλική βάση, στην οποία μπορεί και πρέπει να στηριχθεί μια μέλλουσα ελεύθερη κοινωνία είναι απαραίτητο να φθάσει σε ένα στάδιο και όπως μας έχει πει ο Αριστοτέλης εδώ και περίπου, 2300 χρόνια πριν, ότι δηλαδή, η επέλευση της ελεύθερης κοινωνίας πραγματοποιείται, όταν η ωρίμανση της τεχνολογικής εξέλιξης των ανθρωπίνων κοινωνιών θα τις οδηγήσει, σε ένα τέτοιο σημείο, όπου θα προκύψει η αριστοτέλειος φράση, την οποία αξίζει, εδώ, να επαναλάβουμε, για μία ακόμη φορά, υπενθυμίζοντας ότι “το στάδιο, στο οποίο δεν θα χρειάζεται να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι, επειδή οι σαΐτες θα υφαίνουν μόνες τους”

Σε αυτόν τον αρχαίο και ορθότατο ορισμό της ελεύθερης και αταξικής ελευθεριακής κοινωνίας, με την δεδομένη εμπειρία, που έχει σωρευθεί αυτά τα 2300 χρόνια, που πέρασαν, από την εποχή του Αριστοτέλη, χρειάζεται να αναφέρω ότι το στάδιο, στο οποίο αναφέρεται, η κατάργηση του διαχωρισμού, ανάμεσα, σε αφεντικά και δούλους και στην σύγχρονη εποχή μας, του διαχωρισμού, ανάμεσα, σε διευθύνοντες και εκτελεστές, μπορεί να γίνει χειροπιαστή πραγματικότητα, επειδή και οι σαΐτες, που θα υφαίνουν από μόνες τους, μπορούν να κατασκευάζονται και αυτές, από άλλες ρομποτικές μηχανές και ούτω καθεξής.

Εννοείται, βέβαια, ότι ο αριστοτελικός αυτός ορισμός αγγίζει το τέλειο και περιγράφει, καθαρά, το, εξαιρετικά, υψηλό επίπεδο της υλικοτεχνικής βάσης της ελεύθερης κοινωνίας. Βέβαια, μπορεί ο προσδιορισμός της υλικοτεχνικής βάσης των ελεύθερων, δηλαδή των ελευθεριακών κοινωνιών, ως προς την δόμηση, τις εσωτερικές σχέσεις και το κοινωνικό status των μελών των κοινωνιών αυτών, να μην προσδιορίζει, αυτομάτως, ως αρκετό, αυτόν ορισμό - και δεν είναι επαρκής, όπως θα περιγράψω παρακάτω -, αλλά αυτός ο αριστοτέλειος ορισμός εμπεριέχει μια σαφήνεια, είναι, χαρακτηριστικά, προσδιοριστικός και ουσιωδώς, περιγραφικός της κατάστασης, στην οποία είναι προαπαιτούμενο και απαραίτητο να βρίσκεται μια κοινωνία, για να μπορεί να χαρακτηριστεί, ως ελεύθερη, στις εσωτερικές σχέσεις των μελών της, χωρίς να διαιρείται, ενδοκοινωνικά, σε αφεντικά και δούλους. Και για να μιλήσουμε, με σύγχρονους όρους, δηλαδή με όρους της εποχής μας, η ελεύθερη/ελευθεριακή, στις εσώτερες σχέσεις της, κοινωνία, νοείται, χωρίς την, εργασιακής φύσεως και βάσεως, εσωτερική κοινωνική διαίρεση, ανάμεσα, σε πάσης φύσεως αφεντικά, που προσδιορίζονται και έχουν, υπό την εξουσία τους, ασκώντας όχι μόνο το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό τους δικαίωμα, ως δουλοκτήτες, φεουδάρχες και κλασικοί καπιταλιστές, στα μέσα παραγωγής, αλλά και κυρίως, χωρίς την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, στην δουλειά, επί των, πάσης φύσεως εργαζομένων μισθωτών, ως ένα σύνολο, ως ένας μηχανισμός εκμισθωμένων ανώτερων και ανώτατων διευθυντικών στελεχών, στις μεγάλες εθνικής εμβέλειας, αλλά και στις, τεράστιων διαστάσεων, πολυεθνικές επιχειρήσεις της σύγχρονης εποχής.

Κάπως έτσι, τέθηκε το ζήτημα των επιπέδων ανάπτυξης των παραγωγικών μέσων και διαδικασιών, σε κάθε παρελθοντική κοινωνία, ως το κρίσιμο σημείο, για την προϋπόθεση και τελικά, για την επίτευξη - και για να το πούμε, ορθότερα, για τον προσανατολισμό, στην οικοδόμηση - ελεύθερων/ελευθεριακών κοινωνιών, σε όλους τους προηγούμενους αιώνες, που πέρασαν, από την εποχή του Αριστοτέλη, καθώς και των κοινωνικών αγώνων και των κοινωνικών αντιπαραθέσεων και των κοινωνικών συγκρούσεων, που έγιναν, μέχρι τις ημέρες μας και ανεξάρτητα, από το όποιο ιδεολογικό/ ψευδοσυνειδησιακό περιτύλιγμα και αν εμπεριείχαν και το αρνητικό αλλοτριωτικό χαρακτήρα, που είχαν αυτές οι ιδεολογίες, ως εκφράσεις της, εκάστοτε, ψεύδους συνειδήσεως των αντιπαρατιθέμενων κοινωνικών υποκειμένων των, εκάστοτε συγκρούσεων, στις οποίες, όμως, οι κυριαρχούσες τάξεις/ελίτ/ολιγαρχίες (φιλελεύθερες, ή αυταρχικές, έως ολοκληρωτικές), παρά και την δική τους βύθιση, μέσα, στα διαφόρου είδους κοινωνικά μάγματα ιδεών και την πλούσια ποικιλομορφία τους, είχαν και εξακολουθούν να έχουν, έναντι των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, ως βασικό και ουσιώδες πλεονέκτημα, τον σταθερό προσανατολισμό τους, για την κατάκτηση της κάθε είδους και μορφής του διεκδικούμενου και τελικώς, κατακτώμενου αντιστοιχούντος μεριδίου εξουσίας, μέσα, στην, εκάστοτε και κάθε μορφής, εξουσία, σε όλες τις, μέχρι τώρα, παρελθούσες και παρούσες κοινωνίες. 

Αυτό, άλλωστε, είναι το πρόβλημα, ακόμη και εκείνων των κοινωνιών, που αποπειράθηκαν, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, να επιτύχουν την, με μαρξιστικούς όρους, οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, νοούμενης, ως κατάργησης της εκμετάλλευσης και της κάρπωσης της αποκαλούμενης εργασιακής υπεραξίας, από την καπιταλιστική τάξη (πχ επί “Σοβιετικής Ενώσεως”, κατά την χρονική περίοδο 1917 - 1991), αλλά και στο παρόν, με επικρατούσα, ως μορφή κυρίαρχης ψευδούς συνειδήσεως, την δρώσα εκδοχή του μαρξιστικού, λενινιστικού και σταλινικού “σοσιαλισμού”, που εφαρμόζουν τα κυβερνώντα Κομμουνιστικά Κόμματα, στην αχανή και πολυάνθρωπη Κίνα, στο Βιετνάμ και στην Κούβα, κράτη και κοινωνίες που, τελικά, κυβερνώνται, από τις κομματικές και κρατικές γραφειοκρατικές ελίτ, που, απλώς, εφαρμόζουν, στις χώρες τους, την, ανατολικού τύπου, εκδοχή του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, που, απλώς, χρησιμοποιεί, ως συγκαλυπτικό ιδεολογικό μανδύα το, μαρξικής και μαρξιστικής εμπνεύσεως παραμυθολογικό  ιδεολόγημα του “σοσιαλισμού” (το οποίο, λειτουργεί, σε επίπεδο θεωρίας, η οποία χρησιμοποιείται, στην πράξη, ως ένα σημαντικό σημείο μιας σύγχρονης θεολογίας), ως κυρίαρχης ψευδούς συνειδήσεως των εξουσιαστικών ολιγαρχικών ελίτ, που διοικούν τις χώρες αυτές.

Βέβαια, ενδιάμεσα, ήτοι ανάμεσα, στον ύστερο αρχαίο κόσμο και στην εποχή της Αναγέννησης, η οποία οδήγησε, στην πρώτη βιομηχανική εποχή/επανάσταση, προέκυψε μια, απίστευτα, τεράστια χρονική περίοδος οπισθοδρόμησης και στασιμότητας, ως αποτέλεσμα της έλευσης του χριστιανισμού και της θεολογίας του, που ήλθε να καταστρέψει κάθε πηγή πρακτικού και θεωρητικού ορθολογισμού, μέσα από την υποταγή των επιστημών, στην θεολογία και τα δόγματά της, σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο, στο οποίο η δημιουργηθείσα γνώση και η αντιστοιχούσα τεχνολογία, στον ύστερο αρχαίο κόσμο της ρωμαϊκής εποχής εμπεριείχε όλες τις βάσεις και τα απαραίτητα εφόδια, για να περάσει, στο στάδιο της πρώιμης βιομηχανικής εποχής. 

Αυτό, άλλωστε, είναι και το μεγαλύτερο έγκλημα του χριστιανισμού και ύστερα από αυτόν και μαζί με αυτόν, του ισλαμισμού, που εκκοσμικεύοντας την χριστιανική και αντίστοιχα, την ισλαμική πίστη, τις οργάνωσαν, ως εκκλησίες του δήμου/της κοινότητας, ελεγχόμενης, άμεσα, από τα θεολογικά δόγματα, μέσα από ένα σύστημα επιβραβεύσεων και ποινών, που διένειμε και επέβαλε το όποιας θεολογικής πίστεως ιερατείο, εντός των οποίων εγκλειόταν οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής ζωής, δράσης και σκέψης. Το ευτύχημα είναι ότι, τουλάχιστον, στον χριστιανικό κόσμο, η Αναγέννηση ήλθε, ως εποχή ριζικών οικονομικών, κοινωνικών, πνευματικών και πολιτισμικών μετασχηματισμών, να ανατρέψει αυτή την κατάσταση της κοινωνικής και τεχνολογικής στασιμότητας, οδηγώντας, τελικά, μέσα από την αμφισβήτηση της χριστιανικής θεολογίας, στην αρχή, δειλά και καθώς περνούσε ο καιρός, ολοένα και πιο θαρραλέα, στην πρώτη βιομηχανική εποχή και στην, έστω και μερική, αλλά, πάντα, σημαντική παρουσία του ορθού λόγου και των επιστημών, μέσα, στις ανθρώπινες κοινωνίες και στις αντίστοιχες κοινωνικές δράσεις και επιδιώξεις, με την οριστική επικράτηση των αστικών/καπιταλιστικών ιδεών, στόχων επιδιώξεων, τάξεων και καταμερισμού των ατομικών και κοινωνικών παραγωγικών καθηκόντων, με βάση το χρήμα, την αποταμίευση, το κέρδος, την παραγωγή, την επένδυση και την κατανάλωση, ως επιθυμητά επιδιωκόμενα και στοχοπροσηλωμένα αυξητικά και αναπτυξιακά οικονομικά μεγέθη, που εμπεριέχουν και το παρόν της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, αλλά και κυρίως, το προβλεπτό, κάθε φορά, μέλλον, οδηγώντας, παράλληλα και με μεγάλη κοινωνική ταχύτητα, από την οπισθοδρομική στασιμότητα της αγροτικής ζωής, εντός της οποίας εδραζόταν, έχοντας βρει, ως σταθερή κοινωνική βάση, η εκκοσμικευμένη χριστιανική θρησκεία, ως πίστη και ως ατομική και κυρίως, κοινωνική, ή, ορθότερα, ως κοινοτική ζωή και δράση, που είχε, ως βάση της, όχι την γνώση, αλλά την αμάθεια, που στήριζαν και στηρίζονταν, στα θεολογικά δόγματα, που λειτουργούσαν (και μερικώς, λειτουργούν, ακόμη και σήμερα), ως κοινωνικά ιδεολογήματα, που καθοδηγούσαν την καθημερινή ζωή και την πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων και των κοινωνικών συνόλων. 

Όμως, μαζί με την ανάπτυξη των κλασικών καπιταλιστικών τάξεων, από την εποχή του Galileo Galilei, μέχρι τον Adam Smith και τους μετά από αυτούς, αναπτύχθηκε και μια νέα κοινωνική τάξη ανθρώπων των ολοένα και δημιουργούμενων και διερυνόμενων πόλεων, στον νεοφανή καπιταλιστικό κόσμο, που δεν έχουν καμμία πρόσβαση, στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οι οποίοι συγκροτούν το σύγχρονο προλεταριάτο, τα μέλη του οποίου, από εργάτες γης (δουλοπάροικοι), στα κτήματα των παλαιών γεωκτημόνων, μετατρέπονται, σε βιοτεχνικούς και βιομηχανικούς εργάτες, στις εμφανιζόμενες και αυξανόμενες βιοτεχνίες και βιομηχανίες των διογκούμενων, πληθυσμιακά, πόλεων του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού, ο οποίος εμφανίζει την ιδιότητα και την ικανότητα, που λειτουργούν, ως συστατικά του στοιχεία, να αναπτύσσουν, για πρώτη φορά, στην Ιστορία των ανθρωπίνων κοινωνιών, με ολοένα και μεγαλύτερη ορμητικότητα και ταχύτητα, τις απαραίτητες παραγωγικές δυνάμεις και τον απαιτούμενο κύκλο των τραπεζικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, με εργαλείο το κεφάλαιο (με την σύγχρονη έννοια του όρου αυτού), τον τόκο του κατατιθέμενου και προς δανεισμό, χρήματος, δηλαδή μια πρωτοφανή, στον χριστιανικό κόσμο, διαδικασία, ο οποίος, εκ της συστάσεώς του, θεωρούσε και αντιμετώπιζε την ύπαρξη του τόκου και της τοκοφορίας, ως καταδικαστέο αμάρτημα, το οποίο οι πιστοί χριστιανοί, επί αιώνες, υπό την καθοδήγηση των δογμάτων του ιερατείου, απέφευγαν, μετά βδελυγμίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός, ως πρωταρχικά, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα και παράλληλα, αναπτύχθηκαν, με πρωτοφανείς, έως σαρωτικούς τρόπους και ρυθμούς, οι παραγωγικές δυνάμεις και τα εκπληκτικά παραγωγικά αποτελέσματα, που κατέστη δυνατόν να παραχθούν, τουλάχιστον, στους τελευταίους τρεις, έως τέσσερεις αιώνες, πριν από σήμερα, αν και εδώ, πρέπει να παρατηρήσω, εν όψει του εκτεταμένου ανορθολογισμού και του, άκρως, ανεπαρκούς σχεδιασμού και συντονισμού του παραγωγικού δυναμικού και ως προς την διάσταση της σφαλερής κατανομής του εργατικού δυναμικού και της, πλήρως, ανεπαρκούς και καθυστερημένης τεχνολογικής ανάπτυξης, σε σχέση με τις υπάρχουσες τεράστιες δυνατότητες, που υπήρξαν και κυριότατα, λόγω εθνικών, κοινωνικών, αλλά και λοιπών αγκυλώσεων, που στάθηκαν εμπόδιο, στην, κατά μέγιστο τρόπο και δυνάμενους ρυθμούς, ανάπτυξη των λεγόμενων νεκρών - νοουμένων, ως μη ανθρωπίνων, αλλά ως, τεχνουργηματικά/τεχνολογικά, εργαλείων των εξελιγμένων - παραγωγικών δυνάμεων, που ήταν και είναι δυνατόν να υπάρχουν και να υπάρξουν, στο παρόν και πολύ περισσότερο, στο εγγύς μέλλον. 

Εντοπίζοντας τις αγκυλώσεις αυτές, που δεν επέτρεψαν, στις, εκάστοτε, δομούμενες και διαμορφούμενες παραγωγικές δυνάμεις να φθάσουν, σε ένα απίστευτο, για τα σημερινά επίπεδα, λειτουργικό, τεχνολογικά, μέγεθος παραγωγικών αποτελεσμάτων, ερχόμαστε, στην λεγόμενη υστέρηση των παραγωγικών σχέσεων, που καθορίζονται, αποκλειστικά, από τον ομαδικό ελιτισμό των καπιταλιστικών ολιγαρχιών, που συγκροτείται, εμπράκτως, στην γραφειοκρατικοποίηση της δομής και της συγκρότησης των λεγόμενων ώριμων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, σε επίπεδο εθνικών ολιγοπωλίων, ή των τεράστιων πολυεθνικών ολιγοπωλίων, όταν αναφερόμαστε, στις ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις, που, τώρα, έχουν μια πλανητική διάσταση και στην αναπαραγωγή και την συντήρηση των υπαρχουσών παραγωγικών και εισοδηματικών και λοιπών - τα οποία είναι ουδόλως αμελητέα και μπορούμε να πούμε ότι είναι καθοριστικά παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες στρέφονται, πάντοτε, προς την συντήρηση και την επαύξηση της υπάρχουσας εξουσιαστικής ιεραρχίας και δομής των επιχειρήσεων, ούτως ώστε να μην είναι δυνατόν να καταργηθεί, ή, έστω, να τρωθεί το αποκαλούμενο, ως διευθυντικό δικαίωμα των ιδιοκτητών, ή και των μεγαλοστελεχών, αλλά και των ενδιάμεσων στελεχών των μεγάλων γραφειοκρατικών επιχειρήσεων, οι οποίες, στην σύγχρονη μορφή του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, που, λιγότερο, ή περισσότερο επικρατεί, στον πλανήτη, φροντίζουν για την διατήρηση και την αναπαραγωγή, εις το διηνεκές, όσο αυτό είναι δυνατόν να υπάρξει - και εδώ που τα λέμε, είναι δυνατόν να υπάρξει -, με την εφεύρεση και την προώθηση, στην εφαρμογή, στην πράξη, εκείνων των τεχνολογηματικών δημιουργημάτων, που επιτρέπουν την εξακολουθηματική παρουσία και την ενίσχυση της εξουσιαστικής ιεραρχικής κάθετης δομής, στις επιχειρήσεις, αλλά και στις ανθρώπινες κοινωνίες, ως καταναλωτικών και αποταμιευτικών συνόλων, με τις δεδομένες, αλλά τις, εξουσιαστικά, πάντοτε, αναδιαμορφούμενες οικονομικές και κυρίως, κοινωνικές σχέσεις των, πάντοτε και εξουσιαστικώ τω τρόπω, προσδιοριζόμενων εισοδηματικών κατηγοριών, όποιους και αν αφορούν οι κατηγορίες αυτές (μεγαλοκαπιταλιστές και μισθωτούς/διευθυντικά στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων μεγαλομεσαίους, ή μικρομεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες, κρατικούς υπαλλήλους, υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, συνταξιούχους και ανέργους).

Ως εκ τούτου, με δεδομένες τις προκύπτουσες, από αυτήν την διευρυμένη εξουσιαστική υποδομή, εξελίξεις, δεν είναι δυνατόν η παραγόμενη τεχνολογία και οι ρυθμοί της, να έχουν διαφορετική στόχευση και διάσταση, από αυτήν της ελεγχόμενης αναπαραγωγής και διεύρυνσης των εξουσιαστικών ιεραρχιών, στις επιχειρήσεις και στις κοινωνίες. 

Αυτός είναι ο λόγος, που δεν έγιναν πράξη οι προσμονές και οι πεποιθήσεις του John Maynard Keynes και πολλών άλλων οικονομολόγων, στην εποχή των δεκαετιών του 1930 και 1940, που - εντελώς, ορθολογικά, σκεπτόμενοι - έλεγαν ότι, στις κοινωνίες των δεκαετιών του 1960 και του 1970, το αναγκαίο χρονικό διάστημα, για την παραγωγική διαδικασία αγαθών και υπηρεσιών, θα περιοριζόταν, στο ημερήσιο επίπεδο των δυο, έως τριών ωρών και φυσικά, αυτός είναι ο λόγος, που οι σαΐτες του Αριστοτέλη, αν και ουκ ολίγες, από αυτές υφαίνουν μόνες τους, σύμφωνα με τις προγνώσεις του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, δεν έχουν οδηγήσει, στην κατάργηση των αφεντικών και των δούλων, στην σύγχρονη εκδοχή τους, στον βαθμό και στο μέτρο, που η τεχνολογία και τα δημιουργήματά της έχουν ένα εξουσιαστικό ιεραρχικό και εν τέλει, ταξικό περιεχόμενο, ως προς την επιλογή τους, προς χρήση.

Για αυτούς τους εξουσιαστικούς λόγους των παλαιών και των σύγχρονων καπιταλιστικών ολιγαρχιών, κάθε μορφής και κάθε οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής προέλευσης, λειτουργώντας, με έναν συνειδητό ανορθολογικό, κοινωνικά και οικονομικά, τρόπο και αυτοματισμό, η κλασική καπιταλιστική ολιγαρχία και οι μεταγενέστερες, από αυτήν, είτε εξέφραζαν την δυτική, είτε την ανατολική εκδοχή (κομμουνισμό) του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, δεν επέτρεψαν να λειτουργήσει ο κοινωνικός και κυρίως, ο οικονομικός μουτουαλισμός, ήτοι η εργασιακή και οικονομική αμοιβαιότητα, που είναι μια θεωρητική και πρακτική του Pierre-Joseph Proudhon και βασίζεται, στην έννοια της αξίας της εργασίας (όπως και η θεωρία του Karl Marx), σύμφωνα με την οποία, όταν πωλείται η ανθρώπινη εργασία και το προϊόν της, είναι απαραίτητο να ανταποδίδεται, ως αντάλλαγμα, το ποσόν (προφανώς χρηματικό) εκείνο, που αντιστοιχεί, στα παραχθέντα αγαθά και στις παρασχεθείσες υπηρεσίες, που ενσωματώνουν την απαιτούμενη εργασία, ώστε να παραχθεί ένα αντικείμενο, ακριβώς, όμοιας και ίσης αξίας (όπως έλεγε ο περίφημος Γάλλος αναρχικός διανοητής, φιλόσοφος και πολιτικός, που έχει τόσο δυσφημιστεί, από τον Karl Marx και τους μαρξιστές, ανά τους αιώνες, προφανώς, εντελώς άδικα, όπως, επίσης και από τους κλασικούς αστούς διανοούμενους). Και με δεδομένη την συνεργατική ομοσπονδιακή λογική του Γάλλου, προλεταριακής προσελεύσεως, πρακτικού διανοητή, η όλη διαδικασία ολοκληρώνεται, εντός μιας αγροτοβιομηχανικής και χρηματοπιστωτικής ομοσπονδίας, στην οποία οι τράπεζες λειτουργούν, με μικρά επιτόκια, τόσα ώστε η τράπεζα να μπορεί να λειτουργήσει, ενώ όλα αυτά έγιναν προσπάθειες να εφαρμοστούν, στην πράξη, με τις λεγόμενες “αμοιβαίες πιστωτικές τράπεζες”, που χορηγούσαν δάνεια, στους πελάτες, με τόκους, που, μόλις, έφθαναν να καλύπτουν τα έξοδα των τραπεζικών εργασιών. Και φυσικά, στα πλαίσια αυτά, η μισθωτή εργασία επρόκειτο και προβλεπόταν να αντικατασταθεί, από την αυτοαπασχόληση, ή/και από την συνεταιριστική εργασία.

Υπό αυτό - αλλά και παρά αυτό - το σύμπλεγμα ιδεών και πρακτικών, ο Pierre-Joseph Proudhon, ο εκφραστής του απαράμιλλου ρητού, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του, ότι “η ιδιοκτησία είναι κλοπή”, αφού δεν πρόκειται, για ένα φυσικό δικαίωμα, αλλά, για μια συζητήσιμη στρεβλή κοινωνική σύμβαση, δεν ήταν εναντίον της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ως κοινωνικής σύμβασης, αλλά, μόνο, εναντίον της ύπαρξης του κράτους, της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, από τους εργοδότες και κατά της αποκόμισης κάποιου κέρδους, από αυτούς. Και φυσικά, αυτού του είδους ο συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής απέρριπτε την λεγόμενη μετεπαναστατική, κρατικιστική φάση, η οποία, αν και φαινόταν ότι έτεινε, προς την κατάργηση της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας, από μια ολιγαρχία, αυτή η προσδοκία είναι κάτι, που, στην ζώσα πραγματικότητα, ουδέποτε συνέβη, γεγονός, το οποίο δικαιώνει τους προυντονιστές και τον θεωρητικό εκφραστή τους, ως προς την αντίθεση, που εξέφραζαν, στην μαρξική και μετέπειτα, ιδεολογικοποιημένη και κυρίως, εφαρμοσμένη, στην πράξη, έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, επί των αστικών/καπιταλιστικών επιβιώσεων, κατά την διάρκεια αυτής της υποτιθέμενης, ως μεταβατικής εποχής. 

Ως εκ τούτου, ο μουτουαλισμός, ως θεωρία και ως απόπειρα εφαρμογής, ακόμη και στην εποχή της Κομμούνας του Παρισιού, στην οποία εμφανίστηκε, στο ιστορικό προσκήνιο μια ημιάτυπη και ημιτυπική εμβρυϊκή κοινωνική υπόσταση του γραφειοκρατικού επαναστατισμού, θέλησε και προσπάθησε να προσδιοριστεί (άσχετα, από το ότι δεν τα κατάφερε), ως ένα σύστημα ισότιμης παραγωγής και ανταλλαγής, όπου οι άνθρωποι δηλαδή, οι κοινότητες, ως συνεταιρισμοί, μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους, συναλλάσσονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας τον παραγόμενο πλούτο, ισότιμα και χωρίς κέρδος. 

Και φυσικά, δεν είναι, καθόλου, τυχαίο το γεγονός ότι δεν τα κατάφερε, αφού ο, τότε, υπό συγκρότηση, χώρος του γραφειοκρατικού επαναστατισμού, που φαντασιωνόταν και πίστευε ότι εκφράζει το προλεταριάτο της εποχής εκείνης και κατά ένα πολύ σημαντικό τμήμα του, όντως, το εξέφραζε, εκπίπτοντας, μέσα στην διαδρομή του χρόνου, σε μια ιδεολογική/ψετυδοσυνειδησιακή, πραγματική και εικονική σχέση αντιπροσώπευσης και ακόμη χειρότερα, σε μια σχέση ανάθεσης ηγετικών καθηκόντων, που εξελίχθηκαν, σε συγκεντρωτικές μορφές παραμορφωτικής και εξουσιαστικής διακυβέρνησης, εκ μέρους των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγετών και διανοουμένων μιας συγκεντρωτικής κομματικής και αργότερα και κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία, σταδιακά, στην αρχή και ταχύτατα, στην συνέχεια, όταν απέκτησε και την κρατική εξουσία, ολοκλήρωσε την κοινωνική υπόσταση και συγκρότησή της, ως ξεχωριστής, από το λοιπό προλεταριάτο και τις ευρύτερες κοινωνίες (που εξέπεσαν, στην κατάσταση των διοικούμενων εκτελεστών των, άνωθεν, εντολών) μεσοβέζικης ελιτιστικής κοινωνικής τάξης, που ασκούσε (και ασκεί, ακόμη, όπου επικρατεί) την απόλυτη εξουσία, στο εμφανισθέν, δήθεν, εργατικό κράτος, το οποίο, στην πραγματικότητα, ήταν - και οι σύγχρονες και εξόχως, σημαντικές επιβιώσεις του εξακολουθούν να είναι - ένα κράτος μιας ιδιότυπης κρατικοκαπιταλιστικής τάξης, με εργατιστική ιδεολογία και καινοφανείς γραφειοκρατικές καπιταλιστικές πρακτικές.

Προφανώς, βέβαια, ο μουτουαλισμός έχει και άλλα ενδογενή προβλήματα, που έπαιξαν έναν μεγαλύτερο, ή μικρότερο ρόλο, στην αδυναμία εξάπλωσής του, αν και είναι οι σαφείς, ως πρωταρχικές αιτίες της ήττας της προυντονικής θεωρίας, οι κοινωνικοί συσχετισμοί, μέσα στο συγκροτούμενο εξεγερσιακό/επαναστατικό νεοπαγές και σπερματικά, αναπτυσσόμενο φαινόμενο της πρώιμης αλλά, συνάμα, συγκροτούμενης εσωτερικής γραφειοκρατικής δομής και της σταδιακής αυτοσυνειδησίας της εργατιστικής και μικροαστικής γραφειοκρατίας των διανοουμένων, που εισήγαγαν, ως ένα εξουσιαστικό ιδεολόγημα, τα ουσιώδη στοιχεία της καπιταλιστικής ιδεολογίας των καινοφανών διαχωρισμών, σε διευθύνοντες, που είναι/εμφανίζονται ότι είναι κάτοχοι της υποτιθέμενης επιστημονικής γνώσης και οι οποίοι συγκροτούνται, ως ηγετική/εξουσιαστική ομάδα, με σαφέστατα διακριτά, ξεχωριστά και εν πολλοίς, αντιτιθέμενα, προς το ευρύ προλεταριάτο και την ευρύτερη κοινωνία, χαρακτηριστικά στοιχεία, μέσα, στον προλεταριακό χώρο, τον οποίο αυτή η νεοπαγές κοινωνική ομάδα και δύναμη ήλθε να εκφράσει και να αποκτήσει, μαζί του, μια σχέση εξουσιαστικής αντιπροσώπευσης, συνδικαλιστικής και πολιτικής, όπως, μόλις, περιέγραψα. 

Αυτοί είναι οι πραγματικοί κοινωνικοί όροι, που προσδιόρισαν την ήττα του προυντονισμού, αν και η θεωρία αυτή είχε και δυο άλλες συγκροτητικής υφής αδυναμίες, οι οποίες, αφενός αφορούν τα ίδια προβλήματα, που εμφανίζει, ως υποτιθέμενη σταθερά και ως σημείο συγκρότησης και μέτρησης η θεωρία της αξίας της εργασίας του Karl Marx, την οποία υιοθέτησε και ο Pierre-Joseph Proudhon και που είναι ο μακροχρόνιος και διαχρονικός προσδιορισμός του ίδιου του όρου της αξίας της εργασίας, στον οποίο αυτός περιγράφεται, ως τα έξοδα, που απαιτούνται, για να συλλεχθεί το καλάθι αγαθών και υπηρεσιών, για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, μαζί με τα έξοδα αναπαραγωγής μιας εργατικής οικογένειας. 

Το βασικό και ουσιώδες πρόβλημα, που υφίσταται, ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου των αγαθών και υπηρεσιών, που αυτό το καλάθι περιέχει και προσδιορίζεται, ως συνολικό έξοδο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, είναι, συν τω χρόνω, σε μακροχρόνια και διαχρονική βάση, ασταθέστατα, προσδιοριζόμενο, αφού το περιεχόμενο αυτού του καλαθιού αλλάζει, από εποχή, σε εποχή και σε κάθε διαφορετική χρονική περίοδο, όπως καταγράφεται, από τα ιστορικά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, αφού διαφορετικό είναι πχ το περιεχόμενο του ίδιου καλαθιού, το 1720, από εκείνο του 1820, όπως επίσης, ριζικά, διαφορετικό είναι το περιεχόμενο αυτού του καλαθιού, το 1920, από αυτό του 2020. 

Όλα αυτά τα διαφορετικά μεγέθη του μετρούμενου καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών, για την αναπαραγωγή της, εκάστοτε, εργατικής δύναμης (και της εργατικής οικογένειας), δεν είναι σταθερά και συγκρίσιμα, σε μακροχρόνια και διαχρονική βάση και παρουσιάζουν χαοτικές διάφορες, οι οποίες εντοπίζονται και από κοινωνία, σε κοινωνία, μέσα, στην ίδια χρονική περίοδο, αφού πχ άλλο είναι το περιεχόμενο του καλαθιού, που απαιτείται, για την αναπαραγωγή μιας εργατικής οικογένειας, στις ΗΠΑ και πολύ διαφορετικό, από το αντίστοιχο περιεχόμενο του καλαθιού, στην Ελλάδα και εντελώς, άλλο, στην Ζιμπάμπουε και ούτω καθεξής. Ως εκ τούτου, το μετρούμενο στοιχείο, δηλαδή η αξία της εργασίας και πολύ περισσότερο, η υπεραξία, καθίστανται παράγοντες μη, σαφώς, μετρήσιμοι και μεταπίπτουν, σε μια κατάσταση απροσδιοριστίας, που τα καθιστά, εντελώς, σχετικά και πρακτικώς, μη χρηστικά, αν και αυτό το πρόβλημα, που προκύπτει ότι το μέγεθος της μετρούμενης αξίας της εργασίας και της υπεραξίας, ως προϊόν μιας κοινωνικής σύμβασης, καθίσταται ως πεδίο κοινωνικής αμφισβήτησης, ήτοι, ως αποτέλεσμα των, εκάστοτε, κοινωνικών αγώνων, δηλαδή του καθημερινού συσχετισμού δυνάμεων, στο πεδίο της κοινωνικής/ταξικής πάλης, γι’ αυτό και παρουσιάζει τα όποια σκαμπανεβάσματα, που παρουσιάζει, όταν γίνει μια προσπάθεια να μετρηθεί, γεγονός το οποίο είναι, ακόμη περισσότερο, απροσδιόριστο να συγκριθεί, αφού άλλες και εντελώς, διαφορετικές και ουσιαστικά, μη συγκρίσιμες, είναι οι καταναλωτικές ανάγκες, στις όποιες εξεταζόμενες εποχές, τουλάχιστον, από το 1820, έως την τωρινή εποχή.

Βέβαια, αυτό το εκτεταμένο πρόβλημα του κανόνα της αξίας της εργασίας και της υπεραξίας, δεν αφορά τόσο τον Pierre-Joseph Proudhon, που ήταν, ως προλετάριος και συνδικαλιστής, ένας πρακτικός άνθρωπος. Αφορά τον Karl Marx, ο οποίος υπήρξε ένας θεωρητικός φιλόσοφος, που θέλησε και προσπάθησε να παρουσιάσει την οικονομική και λοιπή θεωρία του, ως δεδομένη κοινωνική επιστήμη, που εκφράζει τους κανόνες της ανθρώπινης Ιστορίας και ιδίως, του παραγωγικού και ευρύτερα,του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού και των υποτιθέμενων αδήριτων αναγκαιοτήτων, για την αντικατάστασή του, απο την λεγόμενη σοσιαλιστική οικονομία και κοινωνία.

Εδώ, εμφανίζεται και ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα της προυντονικής θεώρησης, όσον αφορά την έννοια του κέρδους, που συναντάται και στην μαρξιστική αντίληψη, για την έννοια αυτή, αφού παραγνωρίζεται και τίθεται, στην άκρη, το γεγονός ότι ένα, σημαντικά, μεγάλο μέρος των καπιταλιστικών κερδών, προσανατολίζονται προς το σκέλος των παραγωγικών επενδύσεων και των αποσβέσεων και δεν αφορούν το έτερο τμήμα των καπιταλιστικών κερδών, που σχετίζονται με τις αποταμιεύσεις των καπιταλιστών, οι οποίες αποτελούν, σε ένα περισσότερο, ή λιγότερο σημαντικό τμήμα τους, τον επενδυτικό δανεισμό των τραπεζών, όπως, επίσης και αυτό είναι το σημαντικότερο σημείο όλων, τα καπιταλιστικά κέρδη αφορούν την καταναλωτική δύναμη των καπιταλιστών, που σχετίζεται με την παρούσα ευημερία τους.

Ως εκ τούτου και επειδή οι επενδύσεις και οι αποταμιεύσεις του καπιταλιστικού κοινωνικού και οικονομικού ταξικού στρώματος, είτε αυτό το ταξικό στρώμα αποτελείται, από τους κλασικής κοπής καπιταλιστές, είτε από την σύγχρονη γραφειοκρατική καπιταλιστική εμφάνισή τους, αποτελούν ένα (αυθαίρετα, από μια κοινωνική σύμβαση και πάνω από όλα, νομικά επιβεβλημένο) ιδιωτικοποιημένο κοινωνικό πλεόνασμα/προϊόν, αυτά τα τμήματα του καπιταλιστικού κέρδους, αφαιρουμένων οποίων στοιχείων, εξ αυτών, υποκρύπτουν καταναλωτικές δαπάνες, είναι, φυσικά και λογικά, απαραίτητο να αντιμετωπισθούν, με έναν, ριζικά, διαφορετικό τρόπο, από το υπόλοιπο κέρδος, το οποίο σπαταλιέται στην κατανάλωση, αφού είναι προφανές ότι η ανάγκη, για την ύπαρξη των επενδύσεων είναι - ή τουλάχιστον, πρέπει να είναι - δεδομένη και για τις όποιες ελεύθερες/ελευθεριακές κοινωνίες του όποιου μέλλοντος, εάν και όποτε προκύψουν τέτοιου είδους κοινωνίες, αφού αυτές δεν μπορούν και κυρίως, δεν πρέπει να παραμείνουν μέσα σε ένα στάσιμο επίπεδο ζωής. Και εδώ, εμφανίζεται ένα ουσιαστικό μεθοδολογικό σφάλμα, στην προυντονική θεωρία, το οποίο  όμως, συνειδητοποιούμενο μπορεί να διορθωθεί.

Το πολύ περισσότερο και ουσιώδες πρόβλημα, στην προυντονική θεωρία εντοπίζεται, στην αντίληψη, που είχε και διέδιδε, για τον άνθρωπο και την φύση του, πιστεύοντας ότι οι άνθρωποι είναι, εκ φύσεως, καλοί, γεγονός, το οποίο, προφανώς, δεν ισχύει, ούτε ως ιστορικό δεδομένο, ούτε, στην τωρινή καθημερινή ή στην μελλοντική ζωή των ανθρωπίνων κοινωνιών, όπως προκύπτει, πλέον, από τα σύγχρονα σαφή επιστημονικά κοινωνικά και βιολογικά/γενετικά δεδομένα. Και προφανώς και αυτό το γεγονός έπαιξε τον ρόλο του, στον πρακτικό κοινωνικό καταποντισμό του προυντονισμού, μέσα στον αμείλικτο ιστορικό  χρόνο. Και τούτο όχι επειδή είχε εσφαλμένες ιδέες, αντίθετα, ένα σημαντικό κομμάτι, με το παραγωγικό συνεταιριστικό μοντέλο του, που συνδυαζόταν, με την αυτοαπασχόληση και την ελεύθερη αγορά, όπως και το χρηματοπιστωτικό κομμάτι της χαμηλής τοκοφορίας και δανεισμού, υπήρξαν και παραμένουν να είναι άκρως, ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως και η αντιπαράθεση, που είχε, με τον Karl Marx, στα ζητήματα του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου. 

Ήταν η πολιτική και ιδεολογική επικράτηση του μαρξισμού, μέσα στον συγκροτούμενο χώρο του γραφειοκρατικού επαναστατισμού, η οποία επήλθε, ως αποτέλεσμα της επικράτησης των συγκεντρωτικών και αυταρχικών ιδεών, αντιλήψεων και πεποιθήσεων, μέσα στο χώρο αυτόν, επί των αποκεντρωτικών λογικών του προυντονισμού, λόγω της ήττας των επαναστατών, στην Κομμούνα του Παρισιού, το 1871, η πολιτική και ιδεολογική χαλαρότητα της οποίας υπήρξε ένα κρίσιμο στοιχείο επιρροής, που οδήγησε, στην επικράτηση των μαρξικών/μαρξιστικών “επιστημονικών” απόψεων, επί των προυντονικών θεωριών και πρακτικών

Εν πάσει περιπτώσει, από εκείνες τις εποχές, μέχρι τις εποχές των κοινωνικοοικονομικών πειραματισμών των Ισπανών αναρχικών, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1930 και τις προβλέψεις του John Maynard Keynes και πολλών άλλων οικονομολόγων, για την δραστική μείωση του ημερήσιου ωραρίου εργασίας (το προέβλεπαν να πέσει στο δίωρο, ή, στο τρίωρο, μετά από λίγες δεκαετίες) και μέχρι την αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης”, έχουμε φτάσει στο σημείο, όπου οι σαΐτες, όχι μόνον υφαίνουν μόνες τους, αλλά, παράλληλα, μπορούμε, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης 2300 χρόνια πριν και έχουμε φθάσει, στο σημείο μιας τέτοιας αυτοματοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά και της λεγόμενης κοινωνικής υπηρεσίας, ούτως ώστε, όχι μόνον να μπορούν να παραχθούν μηχανές, οι οποίες θα παράγουν τις σαΐτες της ύφανσης, για τις οποίες μιλούσε ο μεγάλος Έλληνας αρχαίος φιλόσοφος, αλλά και παρελθοντικά, εδώ και δεκαετίες, πίσω, από σήμερα, όπως και μελλοντικά, οι ανθρώπινες κοινωνίες μπορούν, εφόσον το πάρουν απόφαση, να αυτοματοποιήσουν, πλήρως, ή σχεδόν πλήρως, ολόκληρη την διαδικασία παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και να μειώσουν, έως, σχεδόν, μηδενισμού, τον μέσο απαιτούμενο χρόνο εργασίας, στην σύγχρονη παραγωγική διαδικασία. Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη και δεν συμβαίνει και είναι πιθανόν να μην συμβεί ποτέ, επειδή οι άρχουσες ολιγαρχίες έχουν άλλους στόχους, άλλους σκοπούς και άλλες επιδιώξεις, οι οποίες εντοπίζονται, στην διατήρηση των στενών και ευρύτατων κοινωνικών συνόλων, υπό το καθεστώς της εργασιακής ομηρίας, μέσα από την διαδικασία μιας αέναης σειράς παραγωγής νέων κοινωνικών και ατομικών αναγκών, οι οποίες θα πρέπει, ή θα υποτίθεται ότι θα πρέπει, να ικανοποιηθούν, εις το διηνεκές, μέσα, από την συνέχιση και την ανανέωση της εργασιακής υποδούλωσης των ανθρώπων. 

Ως εκ τούτου και με δεδομένο, λοιπόν, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται, στις κάθε είδους οικονομικές πολιτικές και κοινωνικές ολιγαρχίες και ελίτ, ο ευρύτερος κοινωνικός στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος, από την διάλυση και την εξάλειψη του κεντρικού πυρήνα αυτών των ολιγαρχικών εξουσιαστικών ελίτ, προκειμένου οι ανθρώπινες κοινωνίες, να ξεπεράσουν τα κλασσικά εμπόδια, που έχουν επαναδημιουργηθεί, με την επανεμφάνιση των μεγάλων κρατών και την επικίνδυνη ροπή του ανταγωνισμού του καθενός, με τα άλλα και όλων μαζί, μια διαδικασία, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο, δεν μπορώ να μην ισχυριστώ ότι απαιτείται, πάντα στα όρια των επιλογών των ανθρωπίνων κοινωνιών, η συρρίκνωση και ει δυνατόν, η εκμηδένιση των υπαρχουσών εξουσιαστικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και η αντικατάστασή τους, από μια σύγχρονη αναθεωρημένη μορφή του μουτουαλισμού, που, παραπάνω, περιέγραψα.

Με δεδομένο, λοιπόν, το γεγονός ότι είναι δυνατόν να παραχθούν οι μηχανές με τις σαΐτες, που υφαίνουν, για να θυμηθούμε, υπερβατικά, τον Αριστοτέλη και την ρήση του, στην οποία έκανα αναφορά και προκειμένου να τεθούν οι υλικές βάσεις, για την κατάργηση των δούλων και των αφεντικών, πάσης φύσεως και μορφής, είναι απαραίτητη η διαδικασία παραγκωνισμού της εργασίας, ως ανάγκης, για την ατομική και κοινωνική επιβίωση, μέσω του εντατικού αυτοματισμού, δηλαδή του εκμηχανισμού και της ρομποτοποίησης όλων των παραγωγικών διαδικασιών και την την αντικατάσταση της σύγχρονης εργασίας, αυτής, δηλαδή, που αποκαλούμε δουλειά, από άλλες μορφές απασχόλησης και ασχολίες, οι οποίες, πρόκειται να λειτουργούν, όχι ως προϊόντα ανάγκης, αλλά ως προϊόντα των ποικίλων ατομικών και κοινωνικών ευχαριστήσεων.

Έτσι, πρόκειται, σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, εάν τεθούν προς υλοποίηση οι στόχοι, για την κατάργηση της εργασίας, ως δουλειάς  δηλαδή ως προϊόντος ανάγκης, τότε θα είναι δυνατό - αν και όχι, ντετερμινιστικά, δεδομένο -, να φθάσουμε, στο σημείο, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν, με τα όποια προβλήματα γενετικής, κληρονομικής, ή και συμπεριφορικής και σχετικής φύσεως, που αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος, στην ζωή του, μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης (νοούμενης, ως ελευθεριακής) κοινωνίας, για την οποία μίλησε ο Αριστοτέλης, με την κατάργηση των δούλων/μισθωτών και εξ ανάγκης, αυτοαπασχολούμενων ανθρώπων και των αφεντικών, όπως και πολλοί άλλοι, ποικίλης μορφής και περιεχομένου, μετά από αυτόν, φιλόσοφοι, στοχαστές, θεωρητικοί, αλλά και επί του πρακτέου, κοινωνικοί και τεχνικοί επιστήμονες. Μια κοινωνία ελεύθερη/ελευθεριακή, όπως και αν αυτή ονομασθεί, από τους ανθρώπους και τις κοινωνικές ομάδες, που εμπερικλείουν τον καθένα, από αυτούς. 

Ως εκ τούτου, λοιπόν, στην παρούσα φάση, είναι απαραίτητη η μαζική επένδυση, στον εκμηχανισμό και στην ρομποτοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας αγαθών και υπηρεσιών και στην αδιάκοπη μείωση του ωραρίου της αναγκαίας εργασίας, με παράλληλη διατήρηση και συναφή επαύξηση του μέσου βιοτικού επιπέδου του κάθε ανθρώπου, εργαζόμενου, ή μη, εντός των πλαισίων της καταμετρώμενης παραγωγικότητας του αποτελέσματος του ετήσιου έργου ανθρώπων και μηχανών. Αυτή είναι η παραγωγική, η υλική βάση των ανθρωπίνων ελεύθερων/ελευθεριακών κοινωνιών. 

Από εκεί και πέρα, στο μέτρο, που όλα αυτά είναι επιτεύξιμα, σε ένα πολύ σύντομο χρονικό στάδιο, από την στιγμή, που θα τεθούν, ως στόχοι, αυτοί οι σκοποί, δεν μένει τίποτα άλλο, από την κατάργηση και αντικατάσταση των σύγχρονων ολιγαρχικών ελίτ από τα κάτω, από συνεργαζόμενες συλλογικότητες, με το, κατά το δυνατόν, μικρότερο, ή, κατά το δυνατόν, ελάχιστα, μεγαλύτερο μέγεθος και ο κατακερματισμός των εξουσιών, σε ολοένα και  περισσότερο μικρές κοινωνικές συσσωματώσεις και ομάδες, γύρω από τον έλεγχο και τον προγραμματισμό της ατομικής και κοινωνικής παραγωγής, αλλά και των άλλων δραστηριοτήτων, που απαιτούν προγραμματισμό και κοινωνική δράση.

Είναι εύκολο κάτι τέτοιο; Η κοινή πείρα μας έχει δείξει ότι είναι υπέρμετρα δύσκολο και φυσικά, αυτήν την πείρα δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, διότι είναι βαθιά ριζωμένη, σε όλα τα αρνητικά στοιχεία της γενετικής προελεύσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας, που έχουν να κάνουν, με την ενδογενή λατρεία της εξουσίας, αλλά και την έμφυτη ανάγκη των ανθρώπων, για την υποταγή, όπως και παράλληλα και ουσιωδώς, αντιφατικά, για την αέναη ενδογενή τάση του ελευθερία. Αναγνωρίζοντας αυτά τα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης, τα οποία  πάντως, όπως μπορεί να προκύψουν, δεν οδηγούν, μοιραία, στις εξουσιαστικές, ταξικές ιεραρχικές κοινωνίες, αλλά επιδέχονται, σε έναν σημαντικό βαθμό, τον κοινωνικό χειρισμό τους, σε ελευθεριακή κατεύθυνση, αυτό που μπορώ να γράψω, στα σίγουρα και θεωρώ, όπως προκύπτει από το, παραπάνω, κείμενο, το οποίο είναι μακροσκελές και κουραστικό, αλλά παράλληλα, κρίνω ότι είναι αναγκαίο και επεξηγηματικό, ως συνδέον, το γνωστό ανθρώπινο ιστορικό παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, ότι, τουλάχιστον, είμαστε, κοντά και μπορούμε να επιλύσουμε και να υπερβούμε το πρόβλημα της σπανιότητας των αγαθών και τις ανάγκες, που συνεπάγεται αυτή η σπανιότητα, προσδιορίζοντας και ικανοποιώντας τις όποιες νέες ανάγκες μας, ως άτομα και ως κοινωνίες, ελέγχοντας, εάν το επιλέξουμε, τις έμφυτες εξουσιαστικές και υποτακτικές τάσεις, στάσεις και συμπεριφορές των ανθρώπων, ως ατόμων και ως ομάδων. 

Μπορούμε, δηλαδή, να φθάσουμε, πολύ γρήγορα, σε ένα τέτοιο σημείο αφθονίας, ώστε να μην έχουμε ανάγκη την καθημερινή καταναγκαστική εργασία, που είναι κατάλοιπο της παλαιάς δουλείας των αρχαίων χρόνων και φυσικά, μπορούμε να έχουμε, στην διάθεσή μας, όλον τον απαιτούμενο χρόνο, για την ανάπτυξη όλων όσων δραστηριοτήτων μας ευχαριστούν και αποτελούν στοιχείο του χαρακτήρα μας, χωρίς, φυσικά, όλα αυτά να έρχονται, σε σύγκρουση, με τις προσωπικότητες των άλλων ανθρώπων και τις ιδιαιτερότητες των άλλων ομάδων του πληθυσμού, όχι, απλώς, της χώρας, που ζούμε, αλλά και του πλανήτη ολόκληρου. 

Φυσικά, μια τέτοια προσπάθεια όσο δύσκολη και αν είναι και όσο απόμακρη κι αν φαίνεται, αξίζει να επιχειρηθεί, αφού, πλέον, υπάρχουν όλα τα απαραίτητα μέσα και εφόδια, για να πραγματοποιηθεί, μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, από την στιγμή, που οι άνθρωποι, ως κοινωνικά σύνολα, θα αποφασίσουν - εάν και όταν το αποφασίσουν - να προχωρήσουν, προς αυτή την κατεύθυνση. 

Θα επαναλάβω ότι το κείμενο αυτό, ως μακροσκελές, είναι κουραστικό, αλλά νομίζω ότι είναι απαραίτητο και χρειαζούμενο, για την κατανόηση, ακριβώς, του, ιστορικά, πρωτοφανούς χρονικού σημείου, στο οποίο βρισκόμαστε, ως ανθρώπινες κοινωνίες και του πόσο εύκολα, μπορούμε να συνεχίσουμε να εκτρεπόμεθα, στην συνέχιση της υποταγής, στις θελήσεις και στις επιδιώξεις των σύγχρονων εξουσιαστικών ολιγαρχικών ελίτ, οι οποίες, στο σύνολο τους, είναι παράλογες και συνάμα, διεστραμμένες. Και φυσικά, κάτι τέτοιο, όσο δυσχερέστατο και αν είναι, μπορεί και πρέπει να αποτραπεί, αφού έχουμε όλα τα απαραίτητα τεχνικά και υλικά δεδομένα, για να βαδίσουμε προς την, εντελώς, αντίθετη κατεύθυνση (την οποία οι σύγχρονες ολιγαρχικές ελίτ ονομάζουν, ως μωρία και ως παιδαριώδη σκέψη ανθρώπων, με ανώριμο χαρακτήρα και αντιστοίχως, ανόητη συμπεριφορά), δηλαδή, προς την ελεύθερη/ελευθεριακή κατεύθυνση.

Εφόσον όλα αυτά γινουν κατανοητά, νομίζω ότι η απλή ορθολογική επιλογή της μεγίστης πλειοψηφίας όλων μας είναι και αυτή κατανοητή, όσο δυσχερής και αν είναι - που, δυστυχώς, είναι.

Στην παρούσα φάση, θεωρώ ότι γράφτηκαν αρκετά πράγματα. Ίσως και περισσότερα, από όσα ήσαν απαραίτητα. Και για τον λόγο αυτόν, σταματώ, στο σημείο αυτό. Δίχως, αυτό να σημαίνει ότι το ζήτημα εξαντλήθηκε.

Κάθε άλλο…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

21/5/2023 : Ολέθρια συντριβή - στα όρια της διάλυσης - του ΣΥΡΙΖΑ, (με 20,07%), όπου πέφτει η αυλαία, με την πληρωμή του λογαριασμού της σύγχρονης “Συμφωνίας της Βάρκιζας” του καλοκαιριού του 2015. Τεράστια η προσωπική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, με 40,78%, (ΠΑΣΟΚ 11,53%, ΚΚΕ 7,20%, Ελληνική Λύση 4,46%, ΝΙΚΗ 2,93%, Πλεύση Ελευθερίας 2,87%, ΜΕΡΑ25 2,59%), ακριβώς, επειδή στερούντο αντιπάλου. (Και φυσικά, οι δημοσκοπήσεις, πήγαν όλες, στα σκουπίδια).

Βουλευτικές εκλογές 25/6/2023 : Ο Αλέξης Τσίπρας, που, στις 8/6/2016, πούλησε, στον Λάτση, την έκταση στο Ελληνικό, με 92 € το τμ, ενώ το 2014 έλεγε ότι “αν υπογράψω ιδιωτικοποιήσεις στο Ελληνικό, τότε καλύτερα να ψηφίσετε Σαμάρα”, δεν δικαιούνται αυτός και η ηγετική ομάδα του ψευδεπώνυμου ΣΥΡΙΖΑ να ομιλούν, για την τωρινή εκλογική καταστροφή του κόμματος, που, φυσικά, πρόκειται να έχει και συνέχεια…