2010 - 2023 : Μια αποτίμηση της συρρίκνωσης και των αντοχών της μεσαίας τάξης, στην Ελλάδα της μνημονιακής εποχής.
Πόσο μπορούμε να μπορούμε να πούμε ότι προλεταριοποιήθηκε, η μεσαία τάξη, στην Ελλάδα της βαρειάς οικονομικής κρίσης, που συνεχίζεται, από το 2010, μέχρι τις ημέρες της παρούσας εποχής;
Παρά την τεράστια βαρύτητα της οικονομικής κρίσης, όλη αυτή την χρονική περίοδο, καθώς και την έλλειψη πλήρων στοιχείων, γύρω από το ζήτημα αυτό, μπορούμε να διαπιστώσουμε δυο παράλληλα, αλλά και αντιφατικά, μεταξύ τος στοιχεία. Η μεσαία τάξη και ως παραγωγική και ως εισοδηματική κατηγορία, είναι σαφές ότι επλήγη, προφανώς, σοβαρά και βαρύτατα, αλλά, παράλληλα, επέδειξε σημαντικές αντοχές, παρά το γεγονός ότι, το 2011-2012, φαινόταν, από τα χιλιάδες λουκέτα, που έπεσαν, στην παραγωγική διαδικασία, πως η μεσαία παραγωγική τάξη οδηγείτο, στην κατάρρευση και στην προλεταριοποίηση.
Πάντως , όπως προκύπτει, από τα λειψά στοιχεία, που παρουσιάζουν διάφοροι μελετητές των εξελίξεων, στην λεγόμενη μεσαία τάξη της χώρας μας, τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια της μεσαίας τάξης, δηλαδή όσοι όσοι δηλώνουν εισόδημα, από 50.000, έως 80.000 ευρώ, εμφανίζονται να έχουν τις μεγαλύτερες πιέσεις, στο δηλούμενο εισόδημά τους, όπως και ο κεντρώος σκελετός της μεσαίας τάξης (εισοδήματα από 30.000, μέχρι 50.000 ευρώ) και μάλιστα, ο κεντρώος σκελετός της μεσαίας τάξης εμφανίζεται ότι τα εισοδήματα των μελών του μειώθηκαν, δραστικά και τους μετέφεραν, στα ανώτερα κλιμάκια των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων του πληθυσμού, ήτοι, στα 12.000, έως 30.000 ευρώ, ενώ ένα άλλο, καθόλου, ευκαταφρόνητο τμήμα της παλαιάς μεσαίας τάξης έχει πέσει, σε δηλωθέντα εισοδήματα, κάτω των 10.000 ευρώ και πολλοί, εξ αυτών, δηλώνουν εισοδήματα της τάξεως των 5000 έως 6.000 ευρώ.
Φυσικά, εννοείται ότι υπάρχει διαφορά, στο μέγεθος της πίεσης, επί των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης. Ετσι, η ανώτερη τάξη (αυτοί, δηλαδή, που δηλώνουν εισοδήματα, άνω των 80.000 ευρώ) δεν έχει πειραχθεί και παραμένει, ως μέγεθος, στα επίπεδα του 2004, ενώ τα ανώτερα και μεσαία μεγέθη της μεσαίας τάξης έχουν περιορισθεί και μειώνονται, από το 2004, που έφθαναν, στο 13,7% του πληθυσμού, στο 7,3%, παρουσιάζοντας ποσοστιαία μείωση της τάξεως του 46,7%.
Προφανώς, η πτώση των ανώτερων και μεσαίων εισοδηματικών κατηγοριών της μεσαίας τάξης, που αναφέρεται, ασκούν μη μισθωτή/εργοδοτική παραγωγική δραστηριότητα, φαίνεται και είναι θηριώδης, αλλά, όπως προκύπτει, από τα, έστω, ελλιπή στοιχεία, αυτό, που έχει συμβεί και συμβαίνει, είναι ότι η κλασική μικροαστική τάξη, ωθήθηκε και ωθείται, στο κατώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης, το οποίο φαίνεται, πλέον, ότι συγκροτεί τον μεγαλο κορμό της λεγόμενης μεσαίας παραγωγικής τάξης.
Αυτή η εξέλιξη αποτελούσε και αποτελεί έναν βασικό στόχο της τρόικας των ξένων δανειστών, και των εντόπιων μπράβων τους (δηλαδή το πολιτικό και κρατικό προσωπικο της χώρας), ο οποίος στόχος, σε έναν μη επαρκή βαθμό, είχε μια επιτυχία, αλλά με δεδομένη την έκταση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, στην Ελλάδα, που διάφοροι μελετητές προσδιορίζουν το φαινόμενο αυτό, στα επίπεδα του 26% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ η Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος φθάνει, στο σημείο να το ανεβάζει, στα επίπεδα του 45% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ η προσωπική μου άποψη είναι ότι το ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής είναι, σαφώς, μεγαλύτερο και δεν αποκλείεται να πλησιάζει, ακόμη και στο 100% του ΑΕΠ της χώρας.
Προφανώς, λοιπόν, η μεσαία αστική τάξη δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα, όλον αυτόν τον καιρό, αλλά η παρούσα μεσαία τάξη δεν έχει σχέση, με τις συνώνυμες τάξεις των δεκαετιών, όπως είχαν διαμορφωθεί, στην ελληνική κοινωνία, μέχρι τις δεκαετίες του 1950-1960-1970. Έκτοτε, στο πλάι και μαζί, με την κλασική/παραδοσιακή μικροαστική τάξη, εμφανίζεται η κατηγορία και των golden boys/girls, με σαφή και διακριτά χαρακτηριστικά, είτε αυτά ανήκουν, στον χώρο των ελεύθερων επαγγελματιών, είτε και πολύ περισσότερο, εντάσσονται, στα υψηλότατα κλιμάκια της μισθωτής εργασίας, γεγονός, το οποίο ξεπερνάει, κατά πολύ την θεώρηση των τάξεων, που γίνεται, από τον Karl Marx, που διαχώριζε, απόλυτα και με πλήρη σαφήνεια, την κλασική αστική τάξη, με κριτήριο την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, από την οποία αποκλείεται η εργατική τάξη, ως μισθωτή εργασία.
Βέβαια, ο Karl Marx κάνει λόγο για το διοικητικό προσωπικό των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά, στην εποχή του 19ου αιώνα, στην οποία η παρουσία του διοικητικού μηχανισμού, στην ιδιωτική οικονομία, ήταν αμελητέα και ως εκ τούτου, δεν άξιζε να εξετασθεί, περιοριζόμενος, στην αναφορά του, στην κρατική γραφειοκρατία, την οποία θεωρούσε ότι αποσπά ένα μικρό μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας, ως παραχώρηση των κλασικών καπιταλιστών, οι οποίοι, φυσικά, έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, μέσα στα πλαίσια της ιδιοκτησιακής επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, η οποία, φυσικά, νοείται, ως ιδιωτική και σε καμμία περίπτωση κρατική.
Από τότε, βέβαια, έχει περάσει καιρός και η εξέλιξη του κλασικού καπιταλισμού, μέσα στον οποίον έζησαν οι γεννήτορες θεωρητικοί του μαρξισμού, γεγονός που δεν τους επέτρεψε να παρατηρήσουν και να μελετήσουν, στα σοβαρά, το, με αργούς ρυθμούς, μεν, αλλά και ολοένα και περισσότερο, δε, εκτεταμένο φαινόμενο της γραφειοκρατίας, όχι μόνο στο κράτος, αλλά και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπου, αρχικά και για αιώνες πριν, οι ιδιοκτήτες τους, οι καπιταλιστές είχαν μια σαφέστατη εικόνα και πάντα, σημαντικότατο, ήτοι τον πρώτο λόγο, στα τεκταινόμενα, μέσα, στις επιχειρήσεις τους,
Αλλά η ολοένα και μεγαλύτερη εμφάνιση των μεγάλων ανώνυμων εθνικών και αργότερα, πολυεθνικών πολυμμετοχικών επιχειρήσεων, άλλαξε, άρδην, τα πράγματα, με την δημιουργία ενός σημαντικότατου, κυρίως, τεχνοκρατικού και γενικότερα, επιστημονικού προσανατολισμού, για τα δεδομένα των εποχών, γραφειοκρατικού μηχανισμού, μέσα στις επιχειρήσεις αυτές, με ένα χρονικό σημείο έναρξης, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα, με ανώτερο όριο έναρξης το 1914 και το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Στην Ελλάδα, αυτή διαδικασία πήρε πολύ χρόνο, για να πραγματοποιηθεί και για να είμαστε ειλικρινείς, ακόμη, είναι μακριά από την ολοκλήρωση της. Όμως, η εμφάνιση των μεγάλων πολυμμετοχικών εθνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων, στην ελληνική παραγωγή και αγορά, συνοδεύεται, από την πολύ σοβαρή παρουσία της κλασικής μικροαστικής τάξης, η οποία αποσπά ένα πολύ σημαντικό μερίδιο του παραγόμενου πλούτου και μάλιστα, εντός, εκτός και πέραν, από τις λεγόμενες νόμιμες διαδικασίες, αφού, ανέκαθεν, η μικροαστική τάξη προέβαινε, στις εκτεταμένες πρακτικές της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, ενώ την ίδια στιγμή όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, μέχρι την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη και την αντικατάσταση της δραχμής, από το ευρώ, η κρατική φορολογία ήταν, εσκεμμένα, χαμηλή, σε σχέση, με την πραγματική παραγωγική δραστηριότητα και τα εισοδήματα που αυτή, κατένεμε.
Και φυσικά, καθώς η μεγαλοαστική τάξη (εντόπια και ξένη) και η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, απέκλειαν αυτό το διευρυμένο στρώμα του μικρο/μεσοαστικού πληθυσμού, από την λήψη όλων των σημαντικών αποφάσεων, που αφορούσαν την ελληνική οικονομία, αλλά και όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας, ή έθεταν σαφή και προσδιορισμένα όρια, στην πρόσβαση, στις κεντρικές επιλογές των ανώτερων αστικών στρωμάτων, της κρατικής γραφειοκρατίας και του ξένου παράγοντα.
Όμως, η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, με την ενδυνάμωση των μικροαστικών στρωμάτων της χώρας, που διογκώθηκαν, φθάνοντας, στο σημείο να συγκροτούν μια σοβαρή οικονομική, κοινωνική και πολιτική παρουσία, της οποίας ο λόγος και η ύπαρξη, δεν ήταν δυνατόν, πλέον, να είναι δευτερεύουσας σημασίας. Από αυτή την κοινωνική μήτρα, με την συνεπικουρία της εργατικής και της αγροτικής τάξης, είναι που γεννήθηκε το φαινόμενο της “Αλλαγής”, που εξέφρασε το νεοπαγές ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, για μια εικοσαπενταετία (1977 - 2012), το οποίο, κυριολεκτικά, συνετρίβη, όταν, με την υποταγή του Γιώργου Παπανδρέου και σύμπασας της ηγετικής ομάδας του κόμματος αυτού, στους ξένους δανειστές (ΔΝΤ και ευρωθεσμοί), με την υπογραφή και εφαρμογή των Μνημονίων, στράφηκε, με πείσμα, εναντίον των συμφερόντων των κοινωνικών στρωμάτων, μέσα, από τα οποία γεννήθηκε και έως το 2009, εξέφραζε.
Κάπως έτσι, η κλασική μικροαστική τάξη, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της νέας μεσαίας εισοδηματικής τάξης, εμφανίζονται, πλέον, ως εμπόδιο στην ανάπτυξη και στην μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, η οποία έπρεπε να “εκσυγχρονιστεί”. Το φαινόμενο της υποτίμησης ξεκίνησε, σταθερά, μεν, αλλά με αργούς (αν και σχετικά, επιταχυνόμενους) ρυθμούς, στην εποχή της πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη, για να επιταχυνθεί, το 2002, με την ένταξη της ελληνικής οικονομίας, στο ευρώ και την ζώνη του, χωρίς να έχει υπάρξει καμία προετοιμασία, για ένα τέτοιο σοβαρότατο εγχείρημα, έστω και στο τυπικό περιεχόμενο των προαπαιτούμενων μακροοικονομικών μεγεθών. Και φυσικά, αυτό συνέβη, για πολιτικούς λόγους, με την συναίνεση των ευρωθεσμών και πρωτίστως της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης.
Όμως, με την ελληνική κρατική χρεωκοπία του Απριλίου του 2010, την επιβολή του καθεστώτος των Μνημονίων (και την τωρινή εποχή των δήθεν “μεταμνημονίων”) και την συνακόλουθη χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας, το ελληνικό ΑΕΠ υπέστη σαρωτική συμπίεση της τάξεως, άνω του 25% και πέραν από το βαρύτατο κτύπημα, που υπέστησαν οι μισθωτοί, είναι και παραδοσιακή και η νέα αστική μεσαία τάξη, που υπέστη μαζικά πλήγματα και εσκεμμένες θεωρητικές, φιλολογικές και ιδεολογικές κατηγορίες, ως κρατικοδίαιτες, που έχουν προσκολληθεί και περιχαρακωθεί, στην ατομική τους ιδιοκτησία και αρνούνται να “εκσυγχρονισθούν”, δηλαδή να ενταχθούν, σε μεγάλα εταιρικά σχήματα ή/και να παραδώσουν την θέση τους, στην παραγωγή και στην αγορά, σε αυτά, βάζοντας, στην άκρη την οικονομική τους εσωστρέφεια, η οποία δίνει τον κυρίαρχο τόνο, στον χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, γεγονός, το οποίο υποτίθεται ότι εμποδίζει την οικονομική εξωστρέφεια και το άνοιγμα, στις ξένες αγορές.
Κάπως έτσι, η μεσαία τάξη κατηγορήθηκε, ως μη ανταγωνιστική, μη παραγωγική, επιδιδόμενη, στο “σπορ” της φοροδιαφυγής και πρωταγωνίστρια του φαινομένου της παραοικονομίας, χωρίς, όμως, να λέγεται και να αναφέρεται πόσες θέσεις εργασίας προσφέρει, η μεσαία αστική τάξη, ή πόσο στηρίζει την ελληνική παραγωγή και ότι, με την ευρηματικότητα, με την ευελιξία, όπως και και την υπερεργασία των ιδιοκτητών και των μελών της οικογένειάς τους, στάθηκε, έως τώρα, δυνατόν και να αντέξει, αρκετά, την οικονομική κρίση και να συνεχίζει να προσφέρει θέσεις εργασίας, έστω και σε μικρότερο επίπεδο, από προηγουμένως, που δεν είχε προκύψει αυτή η μακροχρόνια και μακρόσυρτη οικονομική κρίση, που χρονολογείται, από το 2009.
Και φυσικά, μέσα σε αυτές τις ζοφερές περιόδους, που διανύει και θα συνεχίσει να διανύει η ελληνική οικονομία, πρέπει να ειπωθεί, ευθέως, ότι η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία είναι που διατηρούν, σε, κάπως, ανεκτά επίπεδα ζωής, σημαντικά, σε μέγεθος, τμήματα του ελληνικού πληθυσμού.
Στην ουσία, όλα αυτά και με δεδομένο το γεγονός ότι, παρά την αύξηση των εξαγωγών της χώρας (μια αύξηση, που δεν είναι ευμεγέθης) υποδεικνύουν ότι ένα οικονομικό μοντέλο, όπως το επιθυμούν η μπατιροτραπεζοκρατία της ΕΚΤ, η γραφειοκρατια των Βρυξελλών, το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό της χώρας - δεξιάς, κέντρώας ή αριστερής απόχρωσης -, οι φιλελεύθεροι και οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως και οι κοινωνικές δυνάμεις, που τους στηρίζουν δεν μπορεί να έχει καθολική ισχύ και ότι αυτές οι εφαρμοζόμενες μοντελικές προσομοιώσεις, ακόμη και μέσα στα πλαίσια της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, αποτελούν ιδεοληψίες, οι οποίες πρέπει να παραμερισθούν. Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει τα δικά του ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, ήτοι πχ την μικρή ιδιοκτησία και ως εκ τούτου, ο δρόμος, που έχει ακολουθήσει η Ελλάδα, με την ένταξή της στην ευρωζώνη (αλλά και στην “EE” και στους κανόνες και τις συνθήκες, που εφαρμόστηκαν, στην Βρετανία του 19ου αιώνα, αλλά και στις ΗΠΑ, μέχρι και την έλευση της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930), είναι και αποδεικνύεται, καθημερινά, εσφαλμένος.
Όλη αυτή η καταστροφή, που ακολούθησε, την κρατική χρεωκοπία του 2010, θα μπορούσε, εύκολα, να αποτραπεί, εάν αποφεγόταν είσοδος της Ελλάδας, στην ΕΟΚ, οπότε και θα εμποδιζόταν η καθίζηση και η υποχώρηση της παραγωγικής βάσης της χώρας, από την δεκαετία του 1980, την οποία ήλθε να σαρώσει η είσοδος της χώρας μας, στην ευρωζώνη, πολύ περισσότερο, που αυτή πραγματοποιήθηκε, με μια ισοτιμία ευρώ και δραχμής, την οποία η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να αποδεχθεί και να την υποστηρίξει. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας την φοροδιαφυγή, που ήταν (και παραμένει) μεγάλη και προφανώς, την παλαιά πάγια στάση της εντόπιας ελίτ να προτιμά να τοποθετεί τις αποταμιεύσεις της, σε διάφορες ποικιλίες εξωτερικών φορολογικών παράδεισων και ασφαλών προορισμών, χωρίς περιορισμούς και όπου υπολογίζεται ότι, από το 2002, να έχουν σταλεί, στο εξωτερικό, περί το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.
Γι’ αυτόν τον λόγο η εντόπια ολιγαρχία επεδίωξε και στήριξε, μαζί με ευρύτατα στρώματα της αστικής τάξης της χώρας μας, την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, αρχικά και πολύ περισσότερο, στην ευρωζώνη, που υποστηρίζει την ελεύθερη και απεριόριστη κίνηση κεφαλαίων, με σχετικά, χαμηλούς μισθούς (και αυτός ήταν στόχος τους), ο οποίος επιτεύχθηκε, χωρίς, όμως η ελληνική αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία να μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές, σε διεθνές επίπεδο.
Την λύση αυτού του καταστροφικού συμπλέγματος την έχω περιγράψει, εδώ και πολλά χρόνια
Η Ελλάδα πρέπει να αποχωρήσει, από την ευρωζώνη προκειμένου να εισέλθει, σε μία γρήγορη διαδικασία ταχύρυθμης οικονομικής ανάπτυξης και φυσικά προκειμένου να προστατεύσει την εσωτερική τους παραγωγή από τον εξωτερικό ανταγωνισμό και στην συνέχεια να διαπραγματευθεί και την έξοδο της χώρας μας, από την “Ευρωπαϊκή Ένωση” και την σύναψη μιας ειδικής σχέσης/εμπορικής συμφωνίας της, με αυτήν.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Δυστυχώς…
Σχόλια
Η
Γραφικος;
Το βαθύ μέλλον θα δείξει...
Μόνο που οι πολύ μελλοντικές γεννιες κ η Ιστορία θα διαπιστωσουν....
Τα στοιχεία είναι δεδομένα και αποτελούν αποτέλεσμα της μνημονιακής και της δήθεν “μεταμνημονιακής” εποχής όλων των κυβερνήσεων, από τον ΓΑΠ, μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και φυσικά, θα συνεχισθεί απο την επόμενη κυβέρνηση και όσες ακολουθήσουν.