Φορολογία; No, thanks. Αυτά, που απαιτούνται, είναι το ελληνικό “κρατικό” ομοίωμα να γίνει πραγματικό κράτος και φυσικά, ο έλεγχος και ο προσδιορισμός των επιπέδων και των ορίων του αδιάρρηκτου αλυσιδωτού συμπλέγματος μισθών - τιμών - κερδών - εισοδημάτων. Μια, κυριολεκτικά, θαμμένη συζήτηση, που είναι επίκαιρη, όσο ποτέ άλλοτε, έως το ορατό μέλλον. (Η λύση του προβλήματος εμποδίζεται από το ότι η ιδιότυπη ελληνική νομαρχία της ευρωζώνης έχασε την κρατική της ιδιότητα, επειδή έχει απεμπολήσει το δικαίωμά της, ως ενεργού κράτους, να εκδίδει και να κυκλοφορεί δικό του νόμισμα).
Η νέα προεκλογική περίοδος, που διανύουμε, βαδίζοντας προς τις βουλευτικές εκλογές της 25/6/2023, αναδεικνύει, ως πυροτέχνημα, το ζήτημα της αύξησης της φορολογίας, ως πηγή χρηματοδότησης των κρατικών εσόδων, κάτι που ευνοεί την Νέα Δημοκρατία, αφού, ξαφνικά, ο ΣΥΡΙΖΑ και στην συνέχεια, το ΠΑΣΟΚ, κάνουν λόγο, για μια επιλεκτική, είναι η αλήθεια, αύξηση της φορολογίας, την οποία χρεώνονται, προεκλογικά, προφανώς, επειδή δεν θέλουν να βρεθούν, ενώπιον του απίθανου σεναρίου να συγκυβερνήσουν, μετά τις εκλογές. Και ανοίγοντας μια τέτοια συζήτηση, φροντίζουν να σιγουρέψουν ότι αυτό το απίθανο σενάριο αποκλείεται να συμβεί.
Από την άλλη πλευρά, η Νέα Δημοκρατία, η οποία, αν και χρησιμοποιεί μια ψευδοφιλελεύθερη αντιφορολογική ρητορεία, στην πράξη, όπως φαίνεται, από τα, παραπάνω, παρατιθέμενα στοιχεία των κρατικών προϋπολογισμών της διακυβέρνησής της, όλα αυτά τα χρόνια αυξάνει τα πραγματικά μεγέθη της φορολογίας, δηλαδή τα φορολογικά έσοδα, όπως και τα έσοδα, από τις διαφόρου είδους εισφορές, ενώ είναι, απολύτως, βέβαιο ότι, μετά την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, η νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, “τοις κείνων ρήμασι πειθόμενη” (δηλαδή των ευρωθεσμών), πρόκειται να προχωρήσει, σε ένα σαφάρι αύξησης των φορολογικών εσόδων, με την απαιτούμενη, από την τρόικα των ξένων δανειστών και την Commission, αύξηση της φορολογικής βάσης, όπως αποδεικνύουν τα παραπάνω στοιχεία και του κρατικού προϋπολογισμού για τα δημόσια έσοδα, τα οποία προβλέπεται να αυξηθούν αν και όλα αυτά, για τα οποία έχει δεσμευθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Χρήστος Σταϊκούρας και η προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ο πρώην και μέλλων πρωθυπουργός και το οικονομικό του επιτελείο αποφεύγουν να τα πουν, αφήνοντας τους άλλους να υφίστανται το όποιο πολιτικό και εκλογικό κόστος. Και οπορτουνιστικά, φερόμενοι πράττουν αυτό, που τους συμφέρει.
Τις καινοφανείς και ριζοσπαστικές απόψεις μου, που ξεφεύγουν και προσπερνούν την κατεστημένη ορθότητα, περί της φορολογίας, τις έχω παρουσιάσει και στο παρελθόν, σε αυτό, εδώ, το μπλογκ [δείτε το δημοσίευμα, με τίτλο : Φορολογία; Όχι, ευχαριστώ. (Γιατί πρέπει να καταργηθούν οι φόροι. Μια - όχι και τόσο - καινοφανής ανάλυση που εξηγεί, με απλά λόγια, το γιατί, στις σύγχρονες κοινωνίες, πρέπει να καταργηθεί κάθε μορφή φορολογίας, στην οικονομική δραστηριότητα)].
Αυτό, που πρέπει να γίνει κατανοητό και σαφές είναι η αναγκαιότητα κατάργησης της φορολογίας και της καταβολής κάθε μορφής εισφορών, στο ελληνικό Δημόσιο, επειδή, στην ουσία τους, αυτές είναι περιττές και επιζήμιες, για την αναπτυξιακή λειτουργία της ελληνικής οικονομίας· και όχι μόνον, αυτής.
Αυτή η ρηξικέλευθη πρόταση απαιτεί, για την υλοποίησή της, την ύπαρξη πραγματικού και λειτουργικού κράτους.
Όμως, το ελληνικό, κατά συνήθεια και κατ’ ευφημισμόν, αποκαλούμενο, ως “κράτος”, δεν είναι πραγματικό κράτος, διότι έχει απεμπολήσει και απωλέσει την κρατική του ιδιότητα, αφού έχει εκχωρήσει το εκδοτικό του προνόμιο παραγωγής, δημιουργίας και κυκλοφορίας του χρήματος, στον εξωγενή μηχανισμό της αποκαλούμενης ως Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφαιρώντας, έτσι, ένα πολύ σημαντικό τμήμα του σκληρού πυρήνα της ιδιότητάς του, ως ενεργού και ουσιωδώς, πραγματικού κράτους.
Όταν αυτή η πραγματικότητα γίνει κατανοητή και αντιληπτή, ως ένα αφύσικο, ανώμαλο, εκτρωματικό και καταστροφικό γεγονός, τότε η συνειδητοποίηση αυτής της ολέθριας κατάστασης, στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική κοινωνία, με την ένταξη της χώρας μας, στην νομισματική ζώνη του ευρώ, το οποίο κατήργησε και αντικατέστησε, από το 2002, το τοπικό μας νόμισμα την δραχμή, αποτελεί μια πολύ καλή και ουσιωδώς, χρήσιμη αρχή, για την ανίχνευση των πραγματικών αιτιών της ελληνικής κακοδαιμονίας και της αδυναμίας του ελληνικού δήθεν κράτους.
Έτσι αυτό το “κρατικό” ομοίωμα, ουσιωδώς, έχει μετατραπεί, σε μια αποικιοκρατούμενη επαρχιακή νομαρχία ενός παράδοξου, ιστορικά, πρωτοφανούς, αλλά και ολέθριου μη κρατικού διακυβερνητικού ευρωζωνικού μορφώματος, το οποίο, αν και δεν έχει τα χαρακτηριστικά του κράτους (δηλαδή, ως έκφραση της νομικής προσωπικότητας ενός λαού, ο οποίος διαθέτει και ασκεί την πρωτογενή εξουσία του, μέσα σε μια γεωγραφική περιοχή), έχει σφετεριστεί τα βασικά στοιχεία των ιδιοτήτων της λειτουργίας του κράτους, με αποτέλεσμα αυτή η ιδιότυπη ελληνική επαρχιακή νομαρχία, που παρουσιάζεται, δήθεν, ως κράτος, να αδυνατεί να διαμορφώσει και να εφαρμόσει, αυτοτελώς, την απαιτούμενη φορολογική πολιτική, η οποία πρέπει να προσανατολίζεται στην κατάργηση της φορολογίας των φυσικών προσώπων, κατ’ αρχήν και στην συνέχεια, σταδιακά, των επιχειρήσεων, ούτως ώστε να αντιστραφεί η συναφής κακή και οπισθοδρομική κατάσταση, που επικρατεί, εδώ και 14 χρόνια, στην ελληνική κοινωνία.
Έτσι, μπορούμε να προσανατολισθούμε, προς την εύρεση της τελικής οδού, για τον τερματισμό της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Και αυτός ο προσανατολισμός αποτελεί το βασικό και απαραίτητο πρώτο βήμα, για την αναγνώριση και την επίλυση του βαρύτατου προβλήματος, που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία.
Βασικό στοιχείο αυτής της απαιτούμενης φορολογικής πολιτικής είναι η σταδιακή κατάργηση της φορολογίας, η οποια, όμως, για να πραγματοποιηθεί, είναι απαραίτητο το ελληνικο “κρατικό” ομοίωμα, αυτή η επαρχιώτικη νομαρχία της ευρωζώνης να μετατραπεί, σε ένα κανονικό κράτος, με δικό του νόμισμα, προκειμένου να σταθεί δυνατό να προχωρήσει, σταδιακά, στην κατάργηση της φορολογίας, μέσα από έναν μηχανισμό ελέγχου και προσδιορισμού του αλυσιδωτού συμπλέγματος των μισθών, των κερδών, των τιμών και των εισοδημάτων.
Αλλά, για να συμβούν όλα αυτά, είναι απαραίτητο και επείγον να αποχωρήσει η Ελλάδα, κατ’ αρχήν, από την ευρωζώνη, για να επανακτήσει την κρατική της ιδιότητα και να επανέλθει, στην έκδοση και στην κυκλοφορία του δικού της νομίσματος, που θα αντικαταστήσει το ευρώ, προκειμένου να ανακτήσει την απολεσθείσα κυριαρχία της και να ασκήσει την απαιτούμενη φορολογική και συνάμα την απαραίτητη νομισματική πολιτική.
Βέβαια, με όσους συζητώ αυτό το ζήτημα, είναι γεγονός ότι εκφράζουν την βαθύτατη έκπληξή τους και μια μεγάλη δυσπιστία, που σχηματοποιούνται, στην πεποίθηση ότι αυτό το μέτρο είναι, καθαρά, ένα νεοφιλελεύθερο μέτρο, το οποίο υποτίθεται πως ωφελεί την κεφαλαιοκρατία και ότι αποτελεί το βασικό στοιχείο της κρυφής ατζέντας της φορολογικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν είναι έτσι, τα πραγματικά δεδομένα.
Τοιουτοτρόπως, η Νέα Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η απελθούσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μείωσε 50 φόρους και ότι, στο πρόγραμμα του κόμματος, δεν έχει ούτε μια αύξηση φόρου, για κανέναν. Και επειδή δεν βρισκόμαστε μπροστά, σε κάποιο θαύμα, το ερώτημα είναι, πώς, στην προηγηθείσα κυβερνητική τετραετία, αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα, ενώ δεν εισάγονται νέοι φόροι και ενώ δεν αυξάνουν οι φορολογικοί συντελεστές, ενώ η αύξηση των εσόδων, από την φορολογία υπερέβη 4 δισεκ. € αυξήθηκαν πέρυσι και φέτος, μόνο μέσα, στο πρώτο τετράμηνο, εισπράχθηκε 1,5 δισεκ. €, περισσότερο από όσα είχαν προϋπολογιστεί.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδέχτηκε, σε συνέντευξη, που έδωσε, στις 28/5/2023, στην εφημερίδα Καθημερινή οτι τα υφιστάμενα υπερέσοδα υπάρχουν, επειδή «η οικονομία υπεραποδίδει, έχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη, άρα και περισσότερα έσοδα, από την ανάπτυξη, όμως, όχι, από την υπερφορολόγηση».
Ο πρωθυπουργός της τελευταίας τετραετίας δεν είναι ειλικρινής, όχι γιατί δεν υπήρξε καθαρή/αποπληθωρισμένη ανάπτυξη. Υπήρξε και υπολογίζεται, το 2022, στο 5,9%. Όμως, ο πληθωρισμός είναι που αύξησε, σημαντικά, τα φορολογικά έσοδα, επειδή αυξήθηκε, πολύ περισσότερο το κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών, αφού, παράλληλα, με την αύξηση του πληθωρισμού (στο 9,3% το 2022), αυξήθηκε, χωρίς κάποιο αντιστάθμισμα και ο ΦΠΑ, που πληρώνει ο καταναλωτής, γεγονός, το οποίο αποτελεί πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση, που οφείλεται στο ότι, ενώ αυξήθηκε ο πληθωρισμός, δεν μειώθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές, διότι, όταν υπάρχει πληθωρισμός δεν χρειάζεται η κυβέρνηση να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές, για να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, είναι αρκετό να μη τους μειώσει.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον φόρο εισοδήματος. Οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων οδηγούν σε υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, αφού δεν τιμαριθμοποιούνται οι φορολογικοί συντελεστές.
Έτσι αυτά είναι, που έπραξε το οικονομικό επιτελείο του πρώην πρωθυπουργού, ισχυριζόμενος, στην εφημερίδα Καθημερινή ότι «Σας βεβαιώνω ότι θα ήταν πολύ πιο δημοφιλές να μειώναμε τον ΦΠΑ και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, αλλά χρησιμοποιήσαμε τον δημοσιονομικό χώρο, που είχαμε στη διάθεσή μας, για να μπορέσουμε να στηρίξουμε τους πιο αδύναμους. Και αυτό θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε. Από την άλλη, έχω πει πολλές φορές ότι η επιδοματική πολιτική είναι προσωρινή από τη φύση της. Είναι μια έκτακτη λύση σε ένα έκτακτο πρόβλημα».
Το συμπέρασμα, από όλα αυτά, στο οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κατέληξε, είναι ότι τα έκτακτα επιδόματα θα κοπούν, αλλά οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές θα μείνουν. Αυτός είναι ο σχεδιασμός της “νεοφιλελεύθερης” κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, που έχει έναν σαφέστατο ταξικό προσανατολισμό, αφού οι έμμεσοι φόροι, κυριότερος όλων είναι ο ΦΠΑ, αποτελούν το 60% των φορολογικών εσόδων και είναι, εκ φύσεως και εν τοις πράγμασι, οι πιο άδικοι φόροι, γεγονός, το οποίο καθιστά το ελληνικό φορολογικό σύστημα ένα απο τα περισσότερο άδικα φορολογικά συστήματα, στην Ευρώπη.
Έτσι υπερφορολογούν οι κυβερνώντες τους πολλούς, απαλλάσσουν, απο την φορολογία τους λίγους και μοιράζουν, στους λεγόμενους αδύναμους, μερικά ψίχουλα.
Και φυσικά, τα πράγματα, μετά τις βουλευτικές εκλογές, πρόκειται να χειροτερεύσουν.
Σχόλια