2009 - 2023 Παραλλαγές, σε ένα θέμα : Από τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Λουκά Παπαδήμο, στους σαμαροβενιζέλους και από εκεί, στον Αλέξη Τσίπρα και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η επίμονη άνοδος του ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, η μακροχρόνια συντριβή του ΑΕΠ της χώρας μας, μέσα από τον συμπιεστικό μηχανισμό του τερατουργηματικού “νεοφιλελευθεριστικού” κεϋνσιανισμού της διαρκούς αύξησης της φορολογίας, που εφαρμόζουν, στην ελληνική αποικία της σύγχρονης χρεωδουλείας, η εγκληματική οργάνωση της τρόικας των ευρωθεσμικών δανειστών και οι εμφανιζόμενοι ως κυβερνήτες της χώρας, υπηρέτες και μπράβοι τους.
Οι δυο, παραπάνω πίνακες αποτελούν επεξεργασία του καθηγητή Διεθνούς Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής, στην Πάντειο Κώστα Μελά.
Ο τρίτος πίνακας, τον οποίο έχω παρουσιάσει, ξανά και παραμένει, πάντοτε, επίκαιρος, αποτελεί μια κοπιαστική, ομολογουμένως, επεξεργασία του διαδικτυακού μου φίλου Όθωνα Κουμαρέλα.
Καθώς είμαστε, λόγω της εκλογικής καταστροφής, που υπέστη, απροσδόκητα, αλλά, όχι αφύσικα και με αποκλειστική δική του υπαιτιότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ, στα πρόθυρα της δεύτερης τετραετίας της απελθούσας, προσωρινά, κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, μπορούμε, μέσα στην προεκλογική εκστρατεία των βουλευτικών εκλογών της 25/6/2023, να ανιχνεύσουμε, με αξιόπιστο τρόπο, με βάση, πάντοτε, την ψυχρή και ωμή πραγματικότητα των αριθμών, ως οικονομικών μεγεθών, την παρατεταμένη και εντεινόμενη κατάσταση της διαρκούς, μεγίστης και πάντοτε, κρισιακής εξέλιξης, πορεία και την παρούσα, ως και την μέλλουσα, ως προδιαγεγραμμένη, μακρά και εξουθενωτική, για τον πληθυσμό της χώρας μας, διαδρομή της ελληνικής οικονομίας και ως εκ τούτου, συνακόλουθα και της κοινωνίας μας, από την εποχή του, εναρξιακά κρισιακού, αλλά και συγκριτικά, υπερβολικά, ευτυχούς έτους 2009, έως την παρούσα συγκριτική πραγματική μιζέρια, στην οποία, πλέον, έχει εθιστεί η ελληνική κοινωνία, που θεωρεί αυτή την πολύ κακή κατάσταση, που επικρατεί, ως μια δεδομένη κανονικότητα, την οποία θέλει και οι πολιτικοί υπηρέτες της εντόπιας ολιγαρχίας και των ευρωθεσμικών δανειστών κάνουν να πιστεύει ότι είναι, πια, τουλάχιστον, διατηρήσιμη, ενώ οι περισσότερο αισιόδοξοι πιστεύουν ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να (και ότι θα) σταθεί δυνατόν, εις το προσεχές μέλλον, να βελτιωθεί.
Φυσικά, η μεγίστη πλειοψηφία των μελών της ελληνικής κοινωνίας θεωρεί ότι οι πολύ κακές ημέρες της, οικονομικά, υψηλής εισοδηματικής συμπίεσης της απεχθούς χρονικής περιόδου 2010 - 2015, ύστερα, από την ουσιαστική χρεωκοπία του ελληνικού Δημοσίου και, συνακόλουθα, της ελληνικής οικονομίας, έχουν παρέλθει και αποτελούν, μόνον, ένα κακό μακρινό παρελθόν, το οποίο, με κάποιον τρόπο, έχει τελειώσει, οριστικά και ότι, πλέον, μπορούμε, στην καλύτερη περίπτωση, να ακολουθήσουν ευκρινείς ανοδικές τάσεις, στην ελληνική οικονομία και στα γενικά εισοδήματα του πληθυσμού, ή ότι, τουλάχιστον, τα οικονομικά δεδομένα της χώρας, θα διατηρηθούν, έστω, εντός των πλαισίων, που τώρα βρίσκονται.
Ξεκινώντας την παρουσίαση της τωρινής πραγματικότητας, πρέπει να αναφερθώ, στα στοιχεία, που αφορούν και παρουσιάζονται, από τα, φαινομενικώς, αντιφατικά δεδομένα, γύρω από τα μεγέθη της εξέλιξης του ελληνικού ΑΕΠ και του ελληνικού δημόσιου χρέους, που αναφέρονται, στους, παραπάνω, πίνακες και ιδιαίτερα, στον τρίτο και στον τέταρτο πίνακα, από τους, συνολικά, πέντε πίνακες του παρόντος κειμένου.
Βέβαια, τα παρουσιαζόμενα μεγέθη του ελληνικού ΑΕΠ και του ελληνικού δημόσιου χρέους, στον τέταρτο πίνακα, στον οποίο παρουσιάζεται η εξέλιξη των μακροοικονομικών αυτών μεγεθών, δεν είναι ψευδή, είναι, απλώς, μη σταθμισμένα και μη προσαρμοσμένα, σύμφωνα με τα αντίστοιχα ετήσια επίπεδα των τιμών (ήτοι του πραγματικού αποπληθωρισμένου δείκτη των τιμών καταναλωτή) και εδράζονται, στις ετήσιες τρέχουσες τιμές καταναλωτή, από το 2020, έως και το 2023, γεγονός, το οποίο καθιστά την λειτουργική και πραγματική ορθότητα αυτών των στοιχείων των μεγεθών του ελληνικού ΑΕΠ και του ελληνικού δημόσιου χρέους, ως μη επικαιροποιημένα και ορθώς, σταθμισμένα, σε σχέση, με την εξέλιξη των πραγματικών/πραγματοποιημένων σταθερών τιμών καταναλωτή.
Αυτήν την ανακόλουθη ελλειμματικότητα του τέταρτου πίνακα, έρχεται να διορθώσει ο τρίτος και πολύτιμος, ως εκ τούτου, πίνακας του Όθωνα Κουμαρέλα (στο μέτρο του ανεπαρκούς, σε κάθε περίπτωση, εφικτού - και παρακάτω, πρόκειται να εξηγήσω το τί εννοώ, αναφερόμενος, στο μέτρο της σοβαρής ανεπάρκειας του εφικτού, που έχει ο τρίτος πίνακας και που αφορά, άλλωστε, αυτή η ανεπάρκεια και τον ελλειμματικό τέταρτο πίνακα) ο οποίος έχει το προνόμιο να ξεφεύγει, να υπερβαίνει την δεδομένη ασυνέπεια της καταγραφής, που είναι, σαφέστατα, συγκριτικά εσφαλμένη και προβληματική, όταν γίνεται - και συνήθως, έτσι γίνεται -, σε επίπεδο τρεχουσών τιμών καταναλωτή, τα οποία κρύβουν την πραγματική και ουσιώδη εξέλιξη των μακροοικονομικών στοιχείων, διότι δεν αποπληθωρίζουν τις τρέχουσες τιμές, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, αλλά και δευτερευόντως του αποπληθωρισμού των τρεχουσών τιμών να στρεβλώνουν την πραγματική κατάσταση των μακροοικονομικών μεγεθών, κάτι το οποίο αποτελεί ένα βασικό και ουσιαστικό πρόβλημα, που λειτουργεί, αποπροσανατολιστικά, διότι, απλούστατα, δεν περιγράφει την πραγματικότητα.
Ως εκ τούτου, ο τρίτος πίνακας, που δείχνει την πραγματική, κατά το δυνατόν, εξέλιξη των περιγραφόμενων μακροοικονομικών στοιχείων και αριθμών, με βάση τις σταθερές τιμές ενός έτους (και στον συγκεκριμένο τρίτο πίνακα, σε σταθερές τιμές του 2018), αποτελεί την ουσιαστική και καθοριστική βάση, στην οποία μπορούμε να στηριχθούμε, σε έναν, συγκριτικά, αξιόπιστο βαθμό, με μόνο (αλλά καθόλου μικρό) πρόβλημα ότι το εκλαμβανόμενο, ως πραγματικό ετήσιο επίπεδο του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, έχει και αυτό το πρόβλημα του γεγονότος ότι δεν μπορεί να καταγράψει την πραγματική πορεία και την εξέλιξη του πραγματοποιημένου ΑΕΠ, διαχρονικά, διότι δεν καταγράφει και δεν καταμετρά την φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή και την μεγάλη, συνολικά, παραοικονομία, η οποία ξεφεύγει, από την επίσημη καταγραφή, αποτελώντας, ως οικονομικό φαινόμενο και δεδομένο την υπερμεγέθη ακατάγραφη και ως εκ τούτου, αποκαλούμενη ως “μαύρη οικονομία”, η οποία, όμως, πρέπει, με κάποιον υπολογιστικό τρόπο, να προστεθεί, στα στοιχεία του επίσημου ΑΕΠ, ούτως ώστε να μπορούμε να μιλάμε, για το μέγεθος αυτού, που αποκαλώ,ως συνολικό πραγματοποιημένο ελληνικό ΑΕΠ (και φυσικά των, επιμέρους, στοιχείων του).
Ειδικά, όσον αφορά το πραγματικό μέγεθος του ελληνικού δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του ΟΔΔΗΧ, το ύψος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους, στο τέλος του Απριλίου 2023, σκαρφάλωσε στα 403,44 δισεκ. €, από 400,28 δισεκ. €, που ήταν, στο τέλος Δεκεμβρίου 2022 και από 388,34 δισεκ. €, που ήταν στο τέλος του 2021.
Σημειώνεται ότι ο στόχος του υπουργείου Οικονομικών, προέβλεπε ότι το συνολικό ακαθάριστο χρέος της χώρας, θα φτάσει, στο τέλος του 2023, στα 395,03 δισεκ. €, αλλά, όπως, μόλις, προανέφερα, ήδη, από τον περασμένο Απρίλιο, είναι, κατά 8 δισεκ. €, μεγαλύτερο και προφανώς, θα εξακολουθήσει να αυξάνεται στους επόμενους μήνες του τρέχοντος έτους.
Επίσης, ο στόχος του υπουργείου Οικονομικών ήταν το συνολικό ακαθάριστο δημόσιο χρέος, να φθάσει, στο τέλος του 2022, στο ποσό των 392,3 δισεκ. €, αλλά, επίσης, κατέγραψε υπέρβαση, ύψους 8 δισεκ. €.
Η αύξηση του ελληνικού δημοσίου χρέους προήλθε, από τον νέο δανεισμό, το ύψος του οποίου ήταν υψηλότερο από τις εξοφλήσεις των τίτλων χρέους, που έληξαν, στην ίδια περίοδο. Πρέπει να αναφέρω ότι τα στοιχεία αφορούν, στο ακαθάριστο δημόσιο χρέος, ή Χρέος Κεντρικής Διοίκησης, το οποίο διαφέρει, από το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης και για να υπολογισθεί αυτό το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, από το συνολικό δημόσιο χρέος αφαιρούνται :
1) Η ονομαστική αξία των κρατικών ομολόγων, που κατέχουν ο e-ΕΦΚΑ, οι ΟΤΑ και άλλοι δημόσιοι φορείς. Πρόκειται για το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, για το 2022, υπολογίζονται, σε 21,2 δισεκ. € και για το 2023, σε 21,93 δισεκ. €.
2)Τα κέρματα και οι επενδύσεις, σε κρατικά ομόλογα των νομικών προσώπων, το ύψος των οποίων, για το 2022, υπολογίζεται, από το το υπουργείο Οικονομικών, σε 16,1 δισεκ. €, για το 2022 και για το 2023.
Ο στόχος του υπουργού Οικονομικών ήταν το Χρέος Γενικής κυβέρνησης να διαμορφωθεί, το 2022, στα 355 δισεκ. €, ή στο 168,9% του ΑΕΠ και για το 2023, ο αντίστοιχος στόχος είναι το χρέος Γενικής Κυβέρνησης να φθάσει στα 357 δισεκ. €, ή στο 159,3% του ΑΕΠ. Όμως, μετά την αύξηση του συνολικού χρέους, οι στόχοι αυτοί δεν εκπληρώνονται και το χρέος γενικής κυβέρνησης, προφανώς, θα διαμορφωθεί, σε υψηλότερα επίπεδα.
Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν προβλήματα, διότι και για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον ESM και για τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, σαν τον Fitch, το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους αποτελεί πηγή ανησυχίας, αφού ο Fitch, στην έκθεση, που εξέδωσε, στις 9/6/2023, η οποία διατήρησε το πάγωμα της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου, ανέφερε ότι το υψηλό χρέος αποτελεί έναν λόγο που, αυτό μένει, εκτός της επενδυτικής βαθμίδας, αναφέροντας ότι «με βάση το κεντρικό σενάριο του Fitch, για βελτίωση της δημοσιονομικής στάσης και σταθερή ονομαστική ανάπτυξη, ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί, στο 162,2%, το 2023 και στο 154,4%, το 2024, μια πτώση της τάξεως των 50 ποσοστιαίων μονάδων, από το υψηλό του 206% που επιτεύχθηκε, το 2020, αλλά είναι, ακόμη, σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, απ αυτά, που δικαιολογούν την μέση αξιολόγηση BΒ».
Επίσης και ο ESM εκφράζει τις δικές του ανησυχίες, αναφέροντας, στην έκθεσή του, ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις, για την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ικανότητα αποπληρωμής του, που πηγάζουν από το υψηλό, ακόμη, επίπεδο δημόσιου και εξωτερικού χρέους, τα μεγάλα και διευρυνόμενα εξωτερικά ελλείμματα, την αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας και τις ευπάθειες του τραπεζικού τομέα».
Εδώ, πρέπει να επισημάνω ότι οι δικοί μου υπολογισμοί, για το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους, είναι, αρκετά, διαφορετικοί και στην πραγματικότητα, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να υπερβαίνει, αυτήν την στιγμή, τα 428 δισεκ. €, διότι, μέσα στα ποσά, τα οποία υπολογίζουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και κυρίως, ο Οργανισμός Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) δεν περιλαμβάνονται και οι εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες, στο τέλος, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, καταπίπτουν, εις βάρος του Δημοσίου και έτσι, το πραγματικό ελληνικό δημόσιο χρέος αυξάνεται και τώρα θα πρέπει να είναι, όπως προαναφέρω, κάπου κοντά, στα 428 δισεκ. €. (Μπορεί και παραπάνω).
Πέραν, από τα παραπάνω, παρατηρώντας τα δεδομένα, όπως προκύπτουν, από τους δυο πρώτους πίνακες, που αφορούν την μακρόχρονη εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική, που οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί, στην ταχύτερη αυξητική πορεία των ποσοστών των, πάσης φύσεως και προελεύσεως, δημοσίων εσόδων (όχι, όμως, των χρηματικών ποσών, που προέρχονται, από τον δημόσιο δανεισμό, διότι αυτά αφαιρούνται και δεν προσμετρώνται, στα δεδομένα του πρώτου πίνακα, αν και, εμμέσως, προκύπτουν, από τα ποσοστά των συνολικών εσόδων) και την πολύ λιγότερο ταχεία αύξηση των πρωτογενών κρατικών δαπανών (ως πρωτογενείς κρατικές δαπάνες νοούνται οι κρατικές δαπάνες, που δεν περιλαμβάνουν τα χρηματικά ποσά, που δαπανώνται, για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους), ως ποσοστών του, δραματικά, συρρικνωνόμενου και παραμένοντος, ως συρρικνωμένου, μέχρι τις ημέρες μας, ελληνικού ΑΕΠ, αποτελεί μια σταθερή δημοσιονομική επιλογή, ανεξάρτητα, από το, εάν όλες οι κυβερνήσεις της χρονικής περιόδου 2009 - 2022 ήσαν και είναι κεντροαριστερές, κεντροδεξιές, αριστερές, ή δεξιές.
Αυτή η μακροχρόνια δημοσιονομική επιλογή δεν υπήρξε και φυσικά, δεν είναι τυχαία. Προφανώς, σε όλη αυτή την μακρόχρονη περίοδο, υπήρξαν παραλλαγές, σε ένα θέμα, αλλά το κεντρικό θέμα παρέμεινε το ίδιο, διότι επιβλήθηκε, από τους ευρωθεσμούς και την τρόικα των ξένων δανειστών, μετά την ελληνική χρεωκοπία του Απριλίου του 2010 και τα διαδοχικά Μνημόνια, που ακολούθησαν και τις μνημονιακές δεσμεύσεις, που επιβλήθηκαν και εξακολουθούν - και πρόκειται να εξακολουθήσουν να επιβάλλονται -, στην επαρχιακή ευρωζωνική νεοαποικία χρέους, που φυτοζωεί, ως νομιζόμενη αστική δημοκρατία, στο ιδιόμορφο ελληνικό μόρφωμα του, οιονεί, κράτους, που υφίσταται, στην χώρα μας.
Έτσι, λοιπόν, όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις και αυτή της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και η δεξιά φιλελεύθερη του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως και όλες οι άλλες κυβερνήσεις, από την ελληνική κρατική χρεωκοπία του 2010 και στην συνέχεια και μάλιστα, άνευ ορατού τέλους, στην μέλλουσα εποχή εφάρμοσαν, εφαρμόζουν και πρόκειται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν, ως δημοσιονομική, κυρίως, πολιτική αυτόν τον ειδεχθή και καταστροφικό συμπιεστικό και συνάμα, διαστροφικό τερατουργηματικό μηχανισμό του “νεοφιλελευθεριστικού” κευνσιανισμού, που επιβάλλει, ως τρόπο περιορισμού, όχι, μόνο, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και ως νεοπτωχευτικού μηχανισμού αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους, που συμβαδίζει, όπως παρουσιάζει ο τελευταίος πίνακας, με την σημαντική αύξηση του ελληνικού ιδιωτικού χρέους, κατά την ίδια μακροχρόνια περίοδο (2009 - 2022), το οποίο εκτινάχθηκε, το 2022, στα 381,84 δισεκ. €, από τα 334,47 δισεκ. €, που ήταν το 2009.
Αυτή την βασική κεντρική δημοσιονομική πολιτική, με τις δικές της ιδιαίτερες πινελιές, που έδωσαν βαρύτητα, στην χρησιμοποίηση της έμμεσης φορολογίας, ως μηχανισμού της αύξησης των δημοσίων εσόδων, στην Ελλάδα, η οποία αύξηση ήταν και παραμένει να είναι πρωτοφανής και σε όλη την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου εφάρμοσε η αυτοαποκαλούμενη, ως φιλελεύθερη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και φυσικά, αυτή την ίδια δημοσιονομική πολιτική, με, ακόμη πιο έντονο τρόπο, πρόκειται να συνεχίσει να εφαρμόζει, μετά την δεδομένη νέα θριαμβευτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, η νέα, κοινοβουλευτικά, αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που θα στηρίζεται, στην νέα βουλή των εκλογών της 25/6/2023.
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια.
Αυτή την δημοσιονομική πολιτική επέβαλαν, επιβάλλουν και πρόκειται να συνεχίσου να επιβάλουν, εις το διηνεκές, η εγκληματική οργάνωση της τρόικας των ευρωθεσμικών δανειστών και οι εμφανιζόμενοι ως κυβερνήτες της χώρας, υπηρέτες και μπράβοι τους.
Όλα τα άλλα είναι παραμύθια.
Σχόλια