2022 - 2023 και μετέπειτα : Από την μεθοδευμένη ενεργειακή κρίση, που θα έχει διάρκεια, στον στασιμοπληθωρισμό, στην ύφεση, στην εμβάθυνση της λιτότητας και στην νέα συρρίκνωση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. (Αναγκαίες επιλογές : Η κατάρρευση της μπατιροτραπεζοκρατίας, η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα και στους ελέγχους, στην διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων, των τιμών των κερδών, των μισθών και των εισοδημάτων).
Με δεδομένη την ενεργειακή κρίση, που έχει ξεσπάσει και εξαιτίας του ουκρανικού ζητήματος και η οποία κρίση είναι σαφές ότι θα συνεχιστεί, μακράν, εντός του 2022, αλλά και πέραν αυτού, αυτό, που καθίσταται σίγουρο, είναι ότι είμαστε, στα πρόθυρα (και ζούμε, ήδη) μιας στασιμοπληθωριστικής κρίσης, η οποία πρόκειται να έχει διάρκεια. Δεν είναι ένα συγκυριακό και παροδικό φαινόμενο.
Και θα διαρκέσει η κρίση αυτή, κυρίως, εξαιτίας των ανεπίκαιρων, εσφαλμένων και καταστροφικών επιλογών της Δυτικής πολιτικοοικονομικής ελίτ και φυσικά, των τραπεζιτών, που, στο σύνολό τους, πρόκειται να επιβάλουν νέα υφεσιακά μέτρα, προκειμένου - υποτίθεται - να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό κόστους, που έχει προκύψει, από την διεθνή ανεπάρκεια ενεργειακής ζήτησης και την αδυναμία του διεθνούς εμπορίου να ανταποκριθεί, στις καταναλωτικές και επενδυτικές απαιτήσεις των καθεστώτων του αναπτυγμένου γραφειοκρατικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Με δεδομένο το νέο κτύπημα που πρόκειται να υποστεί και ήδη, υφίσταται, η παγκοσμιοποιητική η διαδικασία, ένα κτύπημα, το οποίο είναι προσχεδιασμένο, προμελετημένο και ήδη, βρίσκεται, σε εξέλιξη, από τις Δυτικές ελίτ, με κυρίαρχο το αμερικανικό βαθύ κράτος, προκειμένου να ανακοπεί η φρενήρης άνοδος της Κίνας, στον παγκόσμιο οικονομικό και στρατηγικό χώρο, όπως και να αποτραπεί η ολοκλήρωση των ρωσικών σχεδίων, που αποσκοπούν, στην αναχαίτιση του εγκλωβισμού της Μόσχας, από το δυτικό στρατόπεδο, καθίσταται σαφές ότι τα πράγματα και σε τοπικό επίπεδο, όσον αφορά την Ελλάδα, αλλά, κυρίως, σε διεθνές επίπεδο, προβλέπεται να έχουν μια πολύ άσχημη εξέλιξη.
Έτσι, θα αυξηθεί, παρατεταμένα μάλιστα, ο πληθωρισμός και το κόστος της καθημερινής ζωής, ενώ και η ύφεση θα κρούσει τις θύρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Και αυτό, ήδη, συμβαίνει και πρόκειται να συνεχιστεί, διότι, όπως ανέφερα, δεν είναι κάτι τυχαίο, δεν προκύπτει, απλώς, από την φορά των γεγονότων, αλλά αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική επιλογή.
Με λίγα λόγια, η παγκοσμιοποίηση έχει πάψει να συμφέρει, εδώ και πολύ καιρό, την Δύση.
Προφανώς, δεν είναι καινούργια η διαπίστωση αυτή· έχει τις ρίζες της, στην χρηματοπιστωτική κρίση του Σεπτεμβρίου του 2008 και την βαθιά και παρατεταμένη παγκόσμια ύφεση, που ακολούθησε και η οποία, όπως έχω γράψει πολλές φορές, κτύπησε και αυτή προσχεδιασμένα, με τον ίδιο στόχο. Δηλαδή την ανακοπή της ανερχόμενης κινεζικής και ρωσικής παγκόσμιας ισχύος, αφού και οι δύο αυτές χώρες διεκδικούν τον ρόλο των παγκόσμιων υπερδυνάμεων, σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Οι Δυτικοί είναι η αλήθεια ότι βρίσκονται, σε κατάσταση απελπισίας και η απελπισία δεν είναι καλός σύμβουλος. Έτσι, εντείνοντας την παρούσα ενεργειακή κρίση και μετατρέποντάς την, σε οικονομική, νομίζουν ότι, για μία ακόμη φορά, θα καταφέρουν να ανακόψουν την ισχύ και την ανάπτυξη των δύο αυτών χωρών.
Όλα αυτά συνυπάρχουν, με το γεγονός ότι, παρά τις τεράστιες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και εξελίξεις, που ακολούθησαν, από την ψηφιακή επανάσταση, την τεχνητή νοημοσύνη και την βιοτεχνολογία, η παραγωγικότητα αυξάνεται, αλλά όχι, αλματωδώς. Υπάρχει το ερώτημα, εάν αυτό το γεγονός είναι αποτέλεσμα κάποιων εμποδίων, ή κάποιων ανισορροπιών του συστήματος, ή εάν έχουμε φθάσει σε κάποια όρια οικονομικής ανάπτυξης, τα οποία δεν μπορούν, στις δεδομένες συνθήκες της μεσομακροπρόθεσμης περιόδου των σύγχρονων καιρών, να ξεπεραστούν.
Προφανώς, η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στην μέση, όμως πρέπει, εδώ, να τονίσουμε και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο, το οποίο έχει να κάνει με τις τιθέμενες, πάντα, από την δυτική ελίτ, απαιτήσεις, για αλλαγές, στην παραγωγική διαδικασία, ενόψει της υποτιθέμενης και πολυδιαφημιζόμενης - παρά τις όποιες αμφισβητήσεις - κλιματικής αλλαγής. Και φυσικά, αυτές οι απαιτούμενες αλλαγές είναι, κυριολεκτικά, υπερμεγέθεις.
Αυτό σημαίνει ότι η απεξάρτηση, από τα ορυκτά καύσιμα, οι ήπιες μορφές ενέργειας και η ανακύκλωση, οδηγούν, αυτομάτως, στον περιορισμό των μετακινήσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο και ως εκ τούτου, φέρνουν και πρόκειται να συνεχίσουν να φέρνουν, μια παρατεταμένη ύφεση, οποία δεν είναι καθόλου δύσκολο να περιπέσει, στην κατάσταση μιας οικονομικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, αυτό, που συμβαίνει, είναι ότι οι επικρατούσες παραγωγικές σχέσεις στέκονται εμπόδιο, στις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες, με αποτέλεσμα την ανακοπή των αναπτυξιακών διαδικασιών και την εμφάνιση οικονομικών κρίσεων, όταν οι αγορές είναι αρύθμιστες, όπως έχει προβλέψει ο Karl Marx, ή είναι, ατελώς, ρυθμισμένες, όπως συμβαίνει, κυρίως, από την δεκαετία του 1990, μέχρι τις ημέρες μας.
Βέβαια, αυτό το φαινόμενο είναι πολύ πιθανόν - όπως και στο παρελθόν - να αποτελεί κάτι το παροδικό και να μην έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ή μόνιμο χαρακτήρα, αλλά, είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει, στην παρούσα φάση, βρισκόμαστε, σε αυτό το σημείο. Οι υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις έχουν μπλοκάρει τις τεράστιες δυνατότητες, που έχουν οι παραγωγικές δυνάμεις.
Μπορεί αυτό να ξεπεραστεί. Άλλωστε ποτέ στο παρελθόν, δεν ήταν αξεπέραστο και έτσι δεν είναι αξεπέραστο αυτό το φαινόμενο, ούτε, τώρα και στο μέλλον, που θα ακολουθήσει.
Κάτω από από αυτές τις προοπτικές, οι ελπίδες των Δυτικών, στην πραγματικότητα, είναι φρούδες. Δεν πρόκειται να καταφέρουν τίποτε το χειροπιαστό, εκτός από έναν μεγάλο πόλεμο, που θα καθυποτάξει, ή θα εξαφανίσει τους αντιπάλους τους. Το τελευταίο, βέβαια, όσο περνάει ο καιρός, γίνεται όλο και περισσότερο δυσχερές, αλλά αυτό είναι κάτι, που θα πρέπει να περιμένουμε τις εξελίξεις, για να το διαπιστώσουμε, στην πράξη.
Έτσι αυτό, που χρειάζεται τώρα, είναι να δούμε το τί πρέπει να γίνει, για να ανατραπεί αυτή η χείριστη εξέλιξη της φοράς των πραγμάτων, σε ελληνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αφού δούμε πρώτα το τί συνέβη το 2021.
Το 2021, οι ρυθμοί ανάπτυξης, που σημειώνονται, για τις ΗΠΑ, φθάνουν στο 6,8%, ενώ η Κίνα έχει μία πολύ σημαντικότερη επιτάχυνση, στην ανάπτυξή της, ήτοι της τάξεως 8,5%, ακολουθεί η Βρετανία, με 7,5% και από εκεί και πέρα, όλες οι άλλες χώρες, την ίδια στιγμή, που ο αναπτυσσόμενος κόσμος θα εμφανίσει ρυθμούς ανάπτυξης, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, που δεν θα υπερβομούν το 3%. Και φυσικά, θα είναι οι χαμηλότεροι ρυθμοί των τελευταίων 20 ετών, έχοντας βάλει, βέβαια, στην άκρη τις επιδόσεις του 2020 και την δραματική ύφεση, που σημειώθηκε, σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 2022, κυρίως, για τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και τις ΗΠΑ, παρά τα όσα αναμένονται, λέγονται και γράφονται, θα είναι ένα έτος υφεσιακό, λόγω της προσχεδιασμένης ενεργειακής κρίσης, την οποία έχουν συμφωνήσει να υλοποιήσουν όλοι οι Δυτικοί, προκειμένου να ανασχέσουν την Ρωσία, η οποία, όπως φαίνεται, ετοιμάζεται να κτυπήσει την Δύση, στην Ουκρανία, εντός των προσεχών ημερών, ή μηνών και το κυριότερο, για να προχωρήσουν, στην μακροχρόνια, βασανιστική και πανάκριβη διαδικασία απεξάρτησης της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης, από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και φυσικά, η διαδικασία αυτή θα πάρει πολλά χρόνια, για να (και να δούμε αν) περαιωθεί.
Με δεδομένες αυτές τις υφεσιακές προοπτικές, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχεδιάζουν και προχωρούν, σταδιακά, στην αύξηση των επιτοκίων, γεγονός το οποίο υποτίθεται ότι θα τιθασεύσει την πληθωριστική διαδικασία, που έφερε και θα συνεχίσει να φέρνει, η ενεργειακή κρίση.
Εννοείται ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο, από αυτό. Και τούτο, διότι, όπως πολλές φορές έχω γράψει, η αύξηση των επιτοκίων αυτό, που θα κάνει, είναι όχι, απλώς, να συμμαζέψει την υποτιθέμενη - και μη πραγματική - υπερβάλλουσα ζήτηση χρήματος και ρευστότητα, αλλά πρόκειται να καταστείλει την αναπτυξιακή διαδικασία των χωρών του δυτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού και κυρίως, να μειώσει τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας των μεσαίων και των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, σε μια παρατεταμένη περίοδο, κατά την οποία οι οικονομικές εξελίξεις είναι δυσμενείς, όχι, μόνον, από το 2020, που προέκυψε η υγειονομική κρίση, με τον COVID 2019, αλλά, ήδη, από την χρηματοπιστωτική κρίση του Σεπτεμβρίου του 2008.
Έχοντας υπόψη, λοιπόν, την ύφεση και τον πληθωρισμό, που θα φέρει η μακρά ενεργειακή κρίση, συνοδευόμενη από περιοριστικές νομισματικές πολιτικές, η νομισματική πολιτική των αυξημένων επιτοκίων, θα οδηγήσει, σε έναν φαύλο κύκλο περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών, εξαιτίας των εσφαλμένων χειρισμών, όσον αφορά τις οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων, που θα (και ήδη, έχουν αρχίσει να) στηρίζονται, κυρίως, στις περιοριστικές νομισματικές πολιτικές, που επιβάλλουν, πρωταρχικά, η ευρωπαϊκή μπατιροτραπεζοκρατία, με την αποδοχή και την ανοχή των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, δηλαδή αυτών της Γερμανίας και δευτερευόντως, της Γαλλίας.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η λύση του προβλήματος του επελαύνοντος στασιμοπληθωρισμού και της μακράς ύφεσης δεν βρίσκεται, στην νομισματική πολιτική και στην μπατιροτραπεζοκρατία, της οποίας τα παιχνίδια, με τους χειρισμούς των νομισμάτων, αποτελούν το βασικό όπλο της κυριαρχίας της.
Το βάρος που απαιτείται να δοθεί, από τις κυβερνήσεις, όσον αφορά το χρειαζουμενο μίγμα των εφαρμοστέων οικονομικών πολιτικών, βρίσκεται, στην κλασική εφαρμογή των, κεϋνσιανής κοπής, απλόχερων και φυσικά, ελλειμματικών δημοσιονομικών πολιτικών, τις οποίες, όμως, δεν μπορούν και δεν είναι αρμόδιοι να ασκήσουν οι τραπεζίτες.
Αρμόδιες, για την άσκηση των δημοσιονομικών πολιτικών, είναι οι κυβερνήσεις και ειδικότερα, τα υπουργεία Οικονομικών, τα οποία μπορούν να προχωρήσουν, στην εκτέλεση των αναγκαίων εκτεταμένων ελλειμματικών κρατικών προϋπολογισμών, όχι μόνο, για να ικανοποιήσουν τους διάφορους κοινωνικούς στόχους που επιβάλλονται, αλλά, κυρίως, για να μπορέσουν να ανακάμψουν οι οικονομίες και να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη βαθιά ύφεση, εξαιτίας και του ενεργειακού προβλήματος, που, ήδη, έχει δημιουργηθεί, πριν από (και με αφορμή) το ουκρανικό ζήτημα, χωρίς, βέβαια, οι κυβερνήσεις να είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν τις, εν πολλοίς, καταστροφικές οδηγίες των τραπεζιτών.
Στην παρούσα φάση της συρρικνούμενης παγκοσμιοποίησης, τα κράτη - και κυρίως, το ελληνικό καταχρεωμένο και καχεκτικό, λόγω του νεοαποικιακού καθεστώτος, που του έχουν επιβάλει οι ξένοι δανειστές, κρατικό μόρφωμα - κύριο στόχο πρέπει να έχουν, δεδομένης της ενεργού ζήτησης, είναι να μπορούν να ασκούν την δική τους ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να εξαρτώνται, από τους τραπεζίτες και τους εισοδηματίες κατόχους κεφαλαίων. Χρειάζεται δηλαδή, ενθυμούμενοι τον John Maynard Keynes, την απαραίτητη εφαρμογή της ευθανασίας των πιστωτών εισοδηματιών και των δανειστών (euthanasia of the rentier), που, στην πράξη, σημαίνει τον πλήρη παραγκωνισμό των τραπεζιτών, ως σημαντικών παραγόντων της εθνικής και της διεθνούς οικονομικής πολιτικής.
Έτσι, αυτό, που πρέπει να γίνει, είναι, με την επερχόμενη νέα συρρίκνωση της παγκοσμιοποίησης, η κάθε κεντρική τράπεζα, οποιουδήποτε κράτους, να θέτει τα επιτόκιά της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις διεθνείς πιέσεις, για να είναι δυνατόν, όπως περιγράφει ο ίδιος ο Keynes, να έχουμε ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και να περιορίσουμε την διακίνηση κεφαλαίων, από την χώρα, μεταφέροντας, έτσι την εξουσία, επί της εφορμοστέας οικονομικής πολιτικής, στους εκλεγμένους πολιτικούς και έμμεσα, στα εκλογικά σώματα των κοινοβουλευτικών καθεστώτων, ή και στις λαϊκιστικές δικτατορίες.
Με τον έλεγχο της διακίνησης των κεφαλαίων, η κεντρική τράπεζα, που εκδίδει το χρήμα, δεν έχει κανένα λόγο να ανεβοκατεβάζει τα επιτόκια, με σκοπό να προσελκύει κεφάλαια, στις χώρες, ή να αποτρέπει τα κεφάλαια να τις εγκαταλείπουν και έτσι, πρέπει να θέτει τα επίπεδα των επιτοκίων, στο ύψος που αυτή - δηλαδή, η κάθε κυβέρνηση - επιθυμεί.
Έτσι, η μείωση των τραπεζικών επιτοκίων, μεταφέρει κεφάλαια, από τους εισοδηματίες πιστωτές/δανειστές, στους παραγωγούς και στους εργαζόμενους, με προφανές αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων και επιπλέον, την ελάφρυνση του κόστους δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, μέσα σε καθεστώς προστατευτισμού του εμπορίου και απαγόρευσης, ή στενών περιορισμών, στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων. Ο Keynes είχε κατανοήσει, πλήρως, ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης της οικονομίας και ήταν μια σοβαρή αιτία της πτώσης της παραγωγής και της διαρκούς ανεργίας, όπως ήταν και σοβαρός λόγος πολιτικής αστάθειας.
Με την καθιέρωση της ελεύθερης διακίνησης κερδοσκοπικών κεφαλαίων, που κατέστη ανεξέλεγκτη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και με την χαώδη και άνευ περιορισμών, κερδοσκοπική υπερδιόγκωση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος και την εκτεταμένη δραστηριότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, φθάσαμε, εδώ, που φθάσαμε, αφού κατέστη εμφανής η απουσία μιας κυρίαρχης δύναμης να ελέγχει αυτήν την χαοτική διαδικασία και οδηγηθήκαμε, στην δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, με την θηριώδη εμφάνιση νέων και παλαιών εθνικών κρατών (Κίνα, Ρωσία, Ινδία, αλλά και άλλων, που, στο μέλλον, θα γίνουν περισσότερα), τα οποία, τώρα, απαιτούν την ανακατανομή των θέσεων ισχύος, σε πλανητικό επίπεδο.
Επικεντρωνόμενοι, στην ευρωζώνη, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, λόγω του κοινού νομίσματος, του ευρώ, το οποίο είναι το ίδιο, για όλες τις χώρες της ευρωζώνης όποιο και αν είναι το επίπεδο της ανισόμετρης ανάπτυξης, μεταξύ των οικονομιών τους. Με δεδομένο το κοινό νόμισμα, η διακίνηση κεφαλαίων είναι ελεύθερη και αναγκαστικά, καμμία χώρα της ζώνης του ευρώ δεν μπορεί να έχει ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Αυτός είναι ο λόγος της παρατεταμένης λιτότητας και της σχετικής οικονομικής πενίας, που ζουν οι λαοί των χωρών της ευρωζώνης· ο καθένας, φυσικά, στο δικό του επίπεδο.
Αυτό που χρειαζόμαστε, στην πραγματικότητα, αυτήν την στιγμή και στο επερχόμενο μέλλον, είναι η επαναφορά, σε εθνικό, αλλά και διεθνές, επίπεδο, ενός νόμου ανάλογου, με τον νόμο Henry Steagal και Carter Glass, που αναδιάταξε, αναδιαμόρφωσε και άλλαξε, με ριζοσπαστικό τρόπο, την λειτουργία της τραπεζικής.
Τί έκανε αυτός ο νόμος και το τί πρέπει να γίνει τώρα;
Αυτό, που έκανε, είναι ότι επέβαλε, στις τράπεζες, πολύ αυστηρούς κανονισμούς λειτουργίας με ελέγχους, από την Κεντρική Τράπεζα, κυρίως, ως προς την κεφαλαιακή τους επάρκεια, απαγόρευσε, στις τράπεζες, να πωλούν ιδιωτικά χρεόγραφα να προχωρούν, σε συνεργασία, με διάφορους κερδοσκοπικούς οργανισμούς, όπως, επίσης, απαγόρευσε να γίνουν οι ίδιες οι εμπορικές τράπεζες κερδοσκόποι, με ιδιωτικές μετοχικές και ομολογιακές εκδόσεις, ή ακόμη και να παίζουν, στο χρηματιστήριο, τις τραπεζικές καταθέσεις των πελατών τους, ενώ ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Εταιρία Ασφάλισης Καταθέσεων, που ανάγκασε τους τραπεζίτες να γίνουν προσεκτικοί.
Εννοείται ότι η τραπεζοκρατία της εποχής εκείνης - μιλάμε για το 1933 - συσπειρώθηκε και κατηγόρησε αυτόν τον νόμο, σαν επικίνδυνο και φυσικά, εξόχως, αντιεπιστημονικό, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος Franklin Delano Roosevelt να χαρακτηρίσει τους τραπεζίτες, ως υπόκοσμο και να τους παρομοιάσει με τους γκάνγκστερς, που λυμαίνονταν τις πόλεις των ΗΠΑ.
Έτσι, ο δυσάρεστος, για την τραπεζοκρατία, νόμος έθεσε, υπό έλεγχο, την δημιουργία των πιστώσεων και συνέδεσε την παροχή τους, με τις επενδύσεις, στην πραγματική οικονομία και φυσικά, την συνδύασε, με την ικανότητα μιας οικονομίας να δημιουργεί νέες αποταμιεύσεις, μέσω παραγωγικών επενδύσεων. Με τον τρόπο αυτόν, ετίθετο, υπό προστασία, η κατανάλωση, η ρευστότητα της οικονομίας και η απόδοση του κεφαλαίου, στην πραγματική παραγωγή.
Με αυτόν τον νόμο, από το 1947 έως το 1971, υπήρξε παγκόσμια οικονομική άνθηση, με επίπεδα ανάπτυξης 5,7%, κατά μέσο όρο· κάτι που ποτέ δεν είχε παρουσιαστεί στην παγκόσμια ιστορία και ούτε παρουσιάστηκε μετά την οριστική κατάργηση του νόμου, μέχρι σήμερα.
Όλα αυτά, που πέτυχε ο νόμος αυτός, ήρθε, στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ο ανεκδιήγητος και τραγικός Αμερικανός πρόεδρος Bill Clinton να τα ανατρέψει, καταργώντας τον, εν λόγω, νόμο και φέρνοντας, στην επιφάνεια, την χαοτική απορρύθμιση, που προήλθε, από την κυριαρχία της ανεξέλεγκτης τραπεζοκρατίας που μας έφερε, στην παρούσα χαώδη κατάσταση, η οποία δεν είναι κάτι το νέο, για όποιους ξέρουν οικονομική και ειδικότερα νομισματική Ιστορία, αφού η αναρχία της ανεξέλεγκτης τραπεζικής λειτουργίας είχε οδηγήσει, μετά από την φούσκα της οικονομικής ανάπτυξης της δεκαετίας του 1920, στην διεθνή τραπεζική και οικονομική κρίση του 1929 και τελικά, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ως εκ τούτου, ευρισκόμενοι μπροστά στην προϊούσα διαδικασία της, λόγω της επελθούσας και σχεδιασθείσας ενεργειακής κρίσης, περαιτέρω, κατάρρευσης της παγκοσμιοποίησης, καθίσταται αυτονόητο ότι η χώρα μας πρέπει να εξέλθει το ταχύτερο, από την ευρωζώνη και να επανακτήσει το εθνικό της νόμισμα.
Χωρίς αυτές τις δύο προϋποθέσεις, δεν πρόκειται να υπάρξει καμμία - μα καμμία - διαδικασία διαφυγής, από την οικονομική κρίση, στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική οικονομία, κυρίως, από το 2010 και μετά. Δηλαδή το σημερινό ελληνικό κρατικό μόρφωμα, που φυτοζωεί, εντός της ευρωζώνης, ως νεοαποικία, πρέπει να ξαναγίνει ένα κανονικό κράτος· δηλαδή ένα κυρίαρχο κράτος.
Εννοείται, βέβαια, ότι κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να εισέρχονται και να εξέρχονται τα κεφάλαια, προς και από την χώρα, ανεμπόδιστα και το εθνικό νόμισμα της να έχει σταθερή ανταλλακτική αξία και συνάμα να μπορεί η ίδια να ασκήσει ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Σύμφωνα με τους νεοκεϋνσιανούς, αυτός ο ευτυχής συνδυασμός βρίσκει προσκόμματα και είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί και ως προς τα τρία του σκέλη, βάσει του κλασικού θεωρητικού τριλήμματος, σύμφωνα με το οποίο, μόνον, δύο από τα τρία παραπάνω σκέλη είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.
Έτσι, οι νεοκεϋνσιανοί πιστεύουν ότι, αφού κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να ασκεί ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, θα πρέπει οι κυβερνήσεις να επιλέξουν, ή την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και το νόμισμα να μπορεί να διακυμαίνεται ελεύθερα, ή την σταθερή ισοτιμία του νομίσματος, γεγονός, το οποίο δεν θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, από και προς το εξωτερικό.
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το τρίλημμα αυτό είναι πλαστό, στην ουσία του. Και τούτο, διότι, ως εναλλακτική λύση, όσον αφορά την ελεύθερη διακύμανση του νομίσματος, ή την επιλογή της σταθερής του ισοτιμίας, υπάρχει η πραγματική δυνατότητα το σημερινό ολιγοπωλιακό γραφειοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα των, δυτικού τύπου, αστικών δημοκρατιών να λειτουργήσει, έξω και πέραν, από αυτό το τρίλημμα, επειδή η πραγματική εναλλακτική λύση, σε όλα αυτά τα προβλήματα και διλήμματα, που τίθενται, βρίσκεται, στο γεγονός ότι όλα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν.
Πως μπορούν αυτά τα προβλήματα να ξεπεραστούν;
Αυτά τα προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν, μέσα από την καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος ελέγχου, ή και καθορισμού της αλυσίδας των μισθών, των κερδών, των τιμών και των εισοδημάτων του πληθυσμού κάθε χώρας.
Αυτό το σύστημα ελέγχου, ή και καθορισμού της προαναφερόμενης αλυσίδας έχει λειτουργήσει, στην πράξη, με σαφή και καθοριστικό τρόπο, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις ΗΠΑ, όπως έχει λειτουργήσει, έστω και ατελώς και μετά τον πόλεμο, έως την δεκαετία του 1970, κατά διαστήματα, στον βαθμό, που ο κλασικός κεϋνσιανισμός ενεπλάκη, στην διαδικασία του στασιμοπληθωρισμού, ο οποίος προήλθε, από τον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο, μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων πίεσης για την διανομή της παραγωγικής λείας και την ακραία, πολλές φορές, ανισοκατανομή των εισοδημάτων, δηλαδή, εν τελεί, του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος· ήτοι των αγαθών και των υπηρεσιών, που παράγει κάθε οικονομία.
Αυτή είναι η λυδία λίθος, για την λύση των προβλημάτων, που παρουσιάζονται, στις οικονομίες και στις κοινωνίες του, ατελώς, διευθύνονόμενου γραφειοκρατικού καπιταλισμού της Δύσης. Όμως, αυτή η λυδία λίθος, δηλαδή η εφαρμογή του οργανωμένου συστήματος των απαιτούμενων ελέγχων, στην αλυσίδα των μισθών, των κερδών, των τιμών και των εισοδημάτων, δεν γίνεται αποδεκτή, από την γραφειοκρατία των μεγάλων επιχειρήσεων και την κλασική καπιταλιστική τάξη, που δεν θέλουν και δεν επιθυμούν κανέναν έλεγχο αυτής της αλυσίδας, από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, πέραν από τον εαυτό τους και τις επιχειρήσεις τους, για τις οποίες φροντίζουν, όσο περισσότερο μπορούν, να δημιουργούν ένα τείχος προστασίας, προκειμένου να σταθεί δυνατό να ελέγξουν, σε ατομικό και επιχειρηματικό επίπεδο, την αλυσίδα αυτή, έτσι ώστε, μέσα και από την διαδικασία των εναρμονισμένων τιμών, να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, στα πλαίσια των γραφειοκρατικών ολιγοπωλιακών αγορών, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, εντός των οποίων δρουν, επιχειρηματικά.
Με δεδομένη αυτή την σκληρή πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει, παρά μόνον με ριζοσπαστικές πολιτικές, οι οποίες όμως δεν μπορούν να υλοποιηθούν, από τον κατεστημένο πολιτικό κόσμο, ο οποίος καθίσταται, εξ αντικειμένου, να λειτουργεί, ως μία θεραπαινίδα των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και των, σωματειακά, οργανωμένων μεσαίων και ατομικών επιχειρηματικών τάξεων, δεν προκύπτει η δυνατότητα να επιχειρηθεί η εφαρμογή της διαδικασίας ελέγχων και καθορισμού της αλυσίδας των μισθών, των κερδών, των τιμών και των εισοδημάτων.
Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το ονομαζόμενο ενεργειακό πρόβλημα, που έχει προκύψει, ατονήσει και παγώσει, έστω και αν αυτό συμβεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κατάσταση, που επικρατεί στις, ατελώς, ρυθμιζόμενες και διευθυνόμενες γραφειοκρατικές αγορές του δυτικού καπιταλισμού, πρόκειται να χειροτερεύει και να καταστήσει, προϊόντος του χρόνου, ακόμη, χειρότερες και δυσμενέστερες τις εξελίξεις, σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, εφόσον οι κοινωνίες του γραφειοκρατικού καπιταλισμού δεν αντιδράσουν και δεν ανατρέψουν την παρούσα πολιτική οικονομική και κοινωνική κατάσταση, που επικρατεί.
Δυστυχώς...
Σχόλια