Από το 500 πΧ και τα ερείπια του αρχαιολογικού χώρου του Ραμνούντα, στο 1864 και τον επαναστάτη του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας Γιάννη Μακρυγιάννη, στην εκτέλεση του εγκληματία πολέμου Friedrich Schubert, το 1947 και μετέπειτα : Η μεταμόρφωση της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου της Αττικής, μέσα από το φωτογραφικό υλικό του 19ου και του 20ου αιώνα. (17).
Ο Ραμνούς (Ραμνούντας), ανάμεσα, στον Μαραθώνα και Γραμματικό, είναι ένα φυσικό αρχαιολογικό μουσείο· ένας λόφος, με θέα, στην θάλασσα. Γύρω-γύρω, ένα πέτρινο, «μεγαλιθικό» τείχος και περίκλειστος, προστατευμένος εντός του, ο αρχαίος οικισμός, όπως ονομάστηκε, από τον αγκαθωτό θάμνο «ράμνος», που φύτρωνε, στην περιοχή. Οι δύο πύλες, είσοδοι, στην αρχαία μικρή πόλη των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, έχουν μυκηναϊκή μεγαλοπρέπεια. Μέσα στον οικισμό, το σκαρίφημα της ζωής εκείνων των μακρινών ανθρώπων είναι ακόμη ορατό : τα σπίτια τους, κατόψεις και τοιχοποιϊες, έως 1,20 μ., τα αίθριά τους (οι εσωτερικές αυλές αυτών δηλαδή), τα πέτρινα δρομάκια, οι λίθινες σκάλες τους και σποραδικές λεπτομέρειες : θραύσματα κεραμικών από τα ντόπια εργαστήρια, λίθινες απολήξεις, δουλεμένες, σαν στόμια λαγηνιών, από τα πατητήρια, όπου έφτιαχαν τον μούστο τους, ακόμη και άγκυρες των καραβιών τους, αποσυρμένες στην στεριά. Στην αρχή του εσωτερικού δρόμου, που οδηγεί, στην ακρόπολη του Ραμνούντα, ένα στρογγυλό, πέτρινο κτίσμα, στρατιωτικό φυλάκιο, τότε, των Αθηναίων εφήβων, που επάνδρωναν την τοπική φρουρά, εκτελώντας, εκεί, την διετή τους θητεία. Αριστερά, του δρόμου τα δημόσια κτίρια και δεξιά, οι ιδωτικές κατοικίες, κατά μήκος του, παρατεταγμένες, σε σειρά, μαρμάρινες βάσεις στηλών, όπου αναγράφονταν νόμοι και ψηφίσματα του δήμου. Η είσοδος του Γυμνασίου και πιο πάνω το αρχαίο θέατρο και στην κορυφή του λοφίσκου, περιτειχισμένη, με δικό της, δεύτερο τείχος, η ακρόπολη, ως βάση της στρατιωτικής φρουράς και τόπος της έσχατης άμυνας. Με ορίζοντα την θάλασσα, πάνω από τα δυο αρχαία λιμάνια, που το ένα κοιτάει, στην ανατολή και το άλλο είναι στραμμένο, προς την δύση, στην ακρόπολη του Ραμνούντα υπάρχουν ερείπια διάσπαρτα, ανάμεσα, σε ελιές. Εκεί, βρίσκονταν οι κοιτώνες των εφήβων αρχαίων φαντάρων, βοηθητικά και διοικητικά κτίρια, αποθήκες και η έδρα του στρατηγού της πόλης. Στην συνέχεια του δρόμου, έξω, πλέον, από τον οικισμό, οι δύο ναοί, της Θέμιδας και της Νέμεσης, πλάι - πλάι, φαίνονται, σαν ακρωτηριασμένο μαρμάρινο σύμπλεγμα. Στον Ραμνούντα, μπορεί ο σύγχρονος επισκέπτης να περπατήσει μια αστική περιοχή της Αττικής του 500 π.Χ., που μοιάζει με ένα ερειπωμένο χωριό, όπως λέει η Δρ. Ελένη Ανδρίκου, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής. Στην Αθήνα δεν έχει διασωθεί, ούτε κατά διάνοια, κάποιο ανάλογο οικιστικό σύνολο. «Δεν γνωρίζουμε, επακριβώς, τον πληθυσμό του· εικάζουμε, βάσει του αριθμού των βουλευτών του Δήμου. Εξέλεγε, μόνο, 8 βουλευτές. Αυτός ο αριθμός αντιστοιχεί, σε λίγες χιλίδες κατοίκους, μαζί με τους δούλους», λέει η κυρία Στέλλα Ραυτοπούλου, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής. «Δεν ήταν μεγάλος Δήμος, ήταν, όμως, πλούσιος, λόγω και της λειτουργίας του ναού της Νέμεσης και της διαχείρισης του θησαυρού της. Οι στρατιώτες, που υπηρετούσαν, εκεί, θα άφηναν, επίσης, χρήματα στην πόλη. Όμως, οικονομική βάση της ζωής, στον Ραμνούντα, ήταν η αγροτική παραγωγή· ελιές και αμπέλια υπήρχαν σίγουρα, όπως, σε κάθε αττικό δήμο. Εντός του αρχαιολογικού χώρου, έχει εντοπιστεί και μία αγροικία, ενώ, προφανώς, περισσότερες ήσαν διάσπαρτες, στην ευρύτερη περιοχή. Η ζωή, εντός των τειχών, πρέπει να ήταν πιο αστική. Τα σπίτια του οικισμού είναι, ακριβώς, αντίστοιχα, με αυτά της Αθήνας, σε διαρρύθμιση και λειτουργία· ένα αίθριο και γύρω από αυτό, διαρθρώνονται τα δωμάτια. Ένα, από τα σπάνια ευρήματα του Ραμνούντα, είναι τρεις μαρμάρινες επιγραφές, με τα ονόματα κατοίκων του : εικάζουμε, βάσιμα, ότι οι άνθρωποι αυτοί ασκούσαν, με έδρα το σπίτι τους, το επάγγελμα του τραπεζίτη, ήταν αργυραμοιβοί. Πρόκειται, για τους Λυσίστρατο Λυσιμάχου, Φιλοκράτη Φιλοκλέους και Ιεροκλή Λυκέου. Οι επιγραφές χρονολογούνται, στο 2ο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και είμαστε σίγουροι οτι δεν ήσαν, για επιτύμβιες, γιατί τα ονόματα είναι γραμμένα στην γενική, όχι στην ονομαστική. Δεν είναι πολλά τα επαγγέλματα, που ασκούνταν, από το σπίτι και είχαν ανάγκη πινακίδας, στην είσοδο. Τα πορνεία εφάρμοζαν μια παρόμοια πρακτική». Αξιοσημείωτη είναι η πληροφορία ότι η Αττική ήταν κατοικημένη, από το 8.000 πΧ και ότι, στα μυκηναϊκά χρόνια, υπήρχαν, ήδη, οικιστικοί πυρήνες όπως ο Ραμνούντας, ως χωριά, που, σταδιακά, αναδιοργανώθηκαν, αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν στους αττικούς Δήμους.
27/4/1864. Αθήνα. Φωτογραφία του επαναστάτη του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη (Τριανταφύλλου), στο νεκρικό του κρεβάτι.
Κάτω, το νεκρικό προσωπείο του.
Γεννημένος, το 1897, στον οικισμό Αβορίτη του Κροκυλείου Φωκίδας, κατά την διάρκεια της επανάστασης της δεκαετίας του 1820, υπήρξε πολυτραυματίας, με σοβαρά τραύματα, στα πόδι, στο χέρι, στον λαιμό, με σφαίρες, που ουδέποτε αφαιρέθηκαν και στο κεφάλι, αλλά κατάφερε να επιβιώσει. Η υγεία του παρέμεινε κλονισμένη, με υφέσεις και εξάρσεις. Αν και, αρχικά, υποστήριξε τον Όθωνα, αργότερα, το 1843, η δράση του κορυφώθηκε, στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου, που υποχρέωσε τον Όθωνα να παραχωρήσει το πρώτο Σύνταγμα. Η επιδείνωση της υγείας του, από τα παλιά τραύματα, που κλόνισαν και την ψυχική του υγεία, τον οδήγησε, στον θάνατο.
1917. Πλατεία Συντάγματος.
1918. Πλάκα.
27/4/1941. Ακρόπολη. Υψώνεται η σβάστικα, αφού η Αθήνα έπεσε στα χέρια των Γερμανών εισβολέων.
Ο Γερμανός στρατιωτικός Φριτς Σούμπερτ (Ντόρτμουντ 21/2/1897 - Επταπύργιο 22/10/1947) έδρασε, στην Κρήτη, με τους λεγόμενους “σουμπερίτες” - η λέξη αυτή αποτελεί, για τους Κρητικούς, υβριστικός χαρακτηρισμός - και στην Μακεδονία, όπου δολοφόνησε, μαζί με την ομάδα του, εκατοντάδες Ελλήνων.
1950 (δεκαετία). Ο κυκλικός κόμβος των Αμπελόκηπων.
1971. Σταύρος Ξαρχάκος, Γιώργος Νταλάρας, Μαρινέλλα, Μάριος Κωστόγλου.
Σχόλια