2023 - 2024 : Σε ημιτριτοκοσμικά επίπεδα έχει οδηγηθεί η ελληνική οικονομία των «μεταμνημονιακών υποχρεώσεων», με χαμηλούς μισθούς και αναιμικά μεγέθη επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, ενώ, στην κοινωνία, μαζί με την απογοήτευση, σωρεύεται και ένας τεράστιος θυμός. Και αυτός ο θυμός είναι, από μόνος του, ελπιδοφόρος. (Οψόμεθα)…
Οι δυο παραπάνω χαρτογραφήσεις, που αφορούν τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίων κεφαλαίων, ως ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ - και μάλιστα, το πρώτο σχήμα, υπολογίζει, εσφαλμένα, ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται ανάμεσα στο 10%, έως 15%, ως προς τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, διότι το πραγματικό μέγεθος, κατά το έτος 2023, ήταν πολύ χαμηλότερο και έφθασε, στο 13,88%. - και το κόστος του ωριαίου εργατικού μισθού, που υπολογίζεται, στα 15,7 ευρώ, ανά ώρα, ήτοι, πολύ κάτω, από το 31,8 ευρώ του μέσου όρου της “Ευρωπαϊκής Ένωσης” βρίσκονται, στα τάρταρα, υποδεικνύουν την σαφέστατη πραγματικότητα, όσο σκληρή, αδυσώπητη και δυσάρεστη και αν είναι αυτή, ότι η χώρα μας, βρίσκεται ένα σκαλί, πάνω, από τον χαρακτηρισμό της, ως τριτοκοσμικής χώρας - εν τοις πράγμασι είναι, όσο και αν αυτό δεν μας αρέσει - μια ημιτριτοκοσμική χώρα, η οποία σώζεται, από την περαιτέρω κατάπτωσή της, εξ αιτίας της σιογκομενης παραοικονομίας της, αλλά και επειδή τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις κατατρώγουν τος αποταμιεύσεις τους, για να μπορέσουν τα, μεν, νοικοκυριά να κρατηθούν, στο σημερινό βιοτικό τους επίπεδο, οι, δε, επιχειρήσεις να επιβιώσουν.
Στην πραγματικότητα, αυτοί οι πίνακες δεν εκφράζουν, παρά, μόνον, ένα κλάσμα, σε σχέση, με το ελληνικό εργατικό δυναμικό, το οποίο, φυσικά, είναι πολύ μεγαλύτερο, από τους 2.296.845 εργαζόμενων, που αναφέρουν οι πίνακες αυτοί και όπως υπολογίζει η ΕΛΣΤΑΤ, φθάνει, το 2023, στους 4.266.711 ενεργούς και στους 467.804 ανέργους.
Ως εκ τούτου, οι τρεις, παραπάνω, πίνακες αφορούν, μόνο τους μισθωτούς, με πλήρη απασχόληση και όχι έναν υψηλό αριθμό μισθωτών, στους οποίους οι μισθοί είναι μερικής απασχόλησης και φυσικά, δεν συμπεριλαμβάνονται, στους, παραπάνω, πίνακες και φυσικά, επειδή, στον χώρο αυτόν, οι αμοιβές είναι πολύ χαμηλότερες.
Αυτό, στην πράξη, σημαίνει ότι, οι παρουσιαζόμενοι αριθμοί και τα μεγέθη του μέσου κόστους εργασίας, στην Ελλάδα, είναι εξωπραγματικοί και ψευδείς, διότι το μέσο κόστος εργασίας είναι πολύ μικρότερο του πραγματικού.
Και φυσικά, τα πράγματα, γίνονται όπου χειρότερα, όταν τα παρατίθενται του μέσου εργατικού μισθού, παρατεθούν, απέναντι, στα στοιχεία των ποσοστών του εθνικού εισοδήματος, καθώς και του πλούτου, στις οικονομίες των χωρών της δυτικής εκδοχής του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, στις οποίες αυτό, που αποκαλείται, ως οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι το πραγματικό αφεντικό και ο ο εργοδότης όλων των άλλων, κυριολεκτικά, σαρώνει.
Φυσικά, πρέπει να συμπεριλάβουμε και έναν άλλο, άκρως, σημαντικό παράγοντα, για την όλη εξέλιξη του εργατικού δυναμικού, το οποίο παρουσιάζει έντονα φαινόμενα κατάπτωσης και ποιοτικής απαξίωσης, όταν δούμε το τί έχει συμβεί, από το 2009 (που, σημειωτέον, ήταν το τελευταίο έτος μιας έντονης προμνημονιακής οικονομικής ύφεσης).
Εκει η την εποχή, ο αριθμός των απασχολουμένων είχε καταμετρηθεί, στα 4.564.300 άτομα, που σημαίνει ότι, τώρα, οι απασχολούμενοι είναι κατά 297.589 άτομα λιγότεροι.
Πρόκειται για μια άκρως ανησυχητική διαπίστωση, με ευρύτερες προεκτάσεις, η οποία αποκρύπτεται, μέσα στους πανηγυρισμούς, της παρούσας ελεεινής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, για την μείωση του ποσοστού της ανεργίας, κάτω από το 10% για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια.
Η μείωση του εργατικού δυναμικού αποδίδεται σε τρεις παράγοντες :
- Το brain drain, δηλαδή την φυγή, στο εξωτερικό, προς εύρεση εργασίας εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων εργαζόμενων, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τεχνικών και εξειδικευμένων δεξιοτήτων, οι οποίοι σύμφωνα, με τις μετρήσεις της Eurostat, ανέρχονται, σε 550.000 άτομα, από το 2010 και μετά.
- Η μείωση του πληθυσμού της χώρας, η οποία από το 2011, έως το 2021, έφθασε, στα 450.000 άτομα, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ.
- Η μαύρη εργασία, η οποία, παρά τους ελέγχους, δεν έχει (και ευτυχώς) καταπολεμηθεί, ενώ στους ελέγχους, που διενεργεί η Επιθεώρηση Εργασίας, το μεγαλύτερο ποσοστό των παραβάσεων αφορά, σε αδήλωτους εργαζόμενους.
Το ελπιδοφόρο είναι ότι, στην ετήσια πανελλαδική κοινωνική έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), σε συνεργασία, με την εταιρεία Prorata, στα συναισθήματα κυριαρχούν, μεν, τα αρνητικά, αλλά όχι τα φοβικά και απελπιστικά στοιχεία αντίληψης της παρούσας ζοφερής κατάστασης, στον πληθυσμό της χώρας.
Εκδηλώνεται, αφενός η απογοήτευση (50%) και θυμός (38%), ενώ μόλις, στο 15% είναι η αισιοδοξία και στο 13% η ελπίδα. Τον Δεκέμβριο του 2022, το αίσθημα απογοήτευσης εμφανιζοταν, κατά 9 μονάδες (41% τότε), χαμηλότερο, ενώ το σημαντικότερα προβλήματα, στη χώρα, είναι η ακρίβεια (70%) και οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας (29%).
Για το μέλλον, οι εκτιμήσεις του πληθυσμού είναι, ακόμη, χειρότερες, αφού, σε έναν χρόνο, από σήμερα, εκτιμάται ότι η κατάσταση της χώρας θα έχει χειροτερεύσει (55%), θα είναι η ίδια (28%), θα έχει βελτιωθεί (15%), ενώ το 60% των ερωτηθέντων νιώθει ότι η δική του γενιά περνά, πιο δύσκολα, από την γενιά των γονιών του και το 54% δηλώνει δυσαρεστημένο και πολύ δυσαρεστημένο, από τις αποδοχές του και μόλις το 15% ικανοποιημένο και πολύ ικανοποιημένο.
Το τί φταίει δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί.
Η πρόσφατη έκθεση της Eurostat, για το κατά κεφαλήν, ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης - δηλαδή το τί μπορεί αγοράσει ένας καταναλωτής, με ένα ευρώ - είναι χαρακτηριστικό της δυσμενέστατης κατάστασης, που επικρατεί, στην ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα, με τα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας βρίσκεται, στην προτελευταία θέση της σχετικής κατάταξης, οριακά, πάνω από την Βουλγαρία, ενώ, έως το 2009 η Ελλάδα, βρισκόταν, στο 100%, ως προς την αγοραστική δύναμη, του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τώρα, 15 χρόνια μετά, βρίσκεται, στο 67% και κατρακύλησε στο επίπεδο των Βαλκανίων και από την κατηγορία της «Νότιας Ευρώπης», με την έλευση της μνημονιακής συμφοράς, που συνεχίζεται, αρχικά, άλλαξε κατηγορία και πέρασε, σε εκείνη της «Ανατολικής Ευρώπης» και από το 2018, πέρασε, πλέον, στην κατηγορία της «φτωχής Ανατολικής Ευρώπης». Ουσιαστικά, δηλαδή βρίσκεται, πίσω και από τις χώρες του, τέως, “υπαρκτού σοσιαλισμού”.
Σχόλια