Μάρτιος 2023 : Οριστικοποιείται η γεωπολιτική και στρατηγική συμμαχία Ρωσίας και Κίνας; Ίσως. Τώρα, διορθώνεται, εν μέρει, το “ιστορικό σφάλμα” της σινοσοβιετικής ρήξης, που εκκινεί, από την εποχή του Ιωσήφ Στάλιν, ως αντιπαράθεση εξουσιαστικών γραφειοκρατικών κοινωνικών και κρατικών συμφερόντων. (Μια ιστορική ανασκόπηση της αφανούς, στην αρχή, αλλά, ουσιαστικής και πραγματικής έναρξης της παρακμής του “γραφειοκρατικού επαναστατισμού” του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, μακριά από ψευδοσυνειδησιακές/ιδεολογικές εξαρτήσεις).
Όπως φαίνεται, η συνάντηση, στην Μόσχα, του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον πρόεδρο της Κίνας και Γενικό Γραμματέα του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος Σι Τζινπίνγκ, οδηγεί, στην οριστικοποίηση της μακράς γεωπολιτικής στρατηγικής συμμαχίας, ανάμεσα, στην μετασοβιετική Ρωσία και στην μεταμαοϊκή Κίνα, γεγονός, το οποίο φαίνεται να επισφραγίζεται, από το τεράστιο πλήθος των διακρατικών συμφωνιών, που υπογράφηκαν, σε αυτήν την κρίσιμη, για τις παγκόσμιες εξελίξεις, συνάντηση των δυο ηγετών των κρατών τους, που αποτελούν υπερδυνάμεις, οι οποίες αντιτάσσονται και στρέφονται, κατά της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ και της Δύσης.
Όντως, έπειτα, από ένα ταξίδι δύο ημερών (20-21/3/2023) του Σι Τζινπίνγκ, στην Ρωσία, με σκοπό την ενίσχυση των σχέσεων Κίνας και Ρωσίας, ο Κινέζος πρόεδρος τόνισε ότι «έρχεται αλλαγή που δεν έχει συμβεί, εδώ και 100 χρόνια. Και εμείς προωθούμε, μαζί, αυτήν την αλλαγή» προσθέτοντας, απευθυνόμενος, στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν : «Σε παρακαλώ να προσέχεις τον εαυτό σου, αγαπητέ φίλε», κάνοντας θερμή χειραψία, με τον ηγέτη της Ρωσίας, που τον αποχαιρέτησε, ευχόμενος «καλό ταξίδι».
Με αυτόν τον τρόπο, μέσα στις συνθήκες της σύγχρονης μετασοβιετικής εποχής φαίνεται να αποκαθίσταται, κατά ένα μέρος, το “ιστορικό σφάλμα” της επισημοποιημένης ρήξης των σινοσοβιετικών σχέσεων, στην δεκαετία του 1960, με την σύγκρουση του Μάο Τσετούνγκ, με τον Νικήτα Χρουστσώφ, η οποία ρήξη και σύγκρουση, μέσα από το πυκνό ψευδοσυνειδησιακό ιδεολογικό περίβλημα, που τις περιέκλειε και το οποίο, φυσικά, έπαιξε έναν όχι ασήμαντο ρόλο, στην πραγματικότητα, εξέφρασαν τα αντικρουόμενα κρατικά και κοινωνικά γεωπολιτικά και άκρως, υλικά και ρεαλιστικά συμφέροντα των αρχουσών ολιγαρχιών των δυο χωρών, που από την μια πλευρά, ήταν η “μητρική” άρχουσα κομματική και κρατική γραφειοκρατία της μετασταλινικής “Σοβιετικής Ένωσης” και από την άλλη, η αντίστοιχη “θυγατρική” κομματική και κρατική γραφειοκρατία της “Λαϊκής Δημοκρατίας” της μαοϊκής Κίνας.
Έτσι, ενώ όλοι περιγράφουν την σινοσοβιετική ρήξη, ως ρήξη Μάο Τσετούνγκ και Νικήτα Χρουστςώφ και την τοποθετούν, μέσα στην δεκαετία του 1960, η πραγματικότητα είναι, εντελώς, διαφορετική. Η ρήξη, στις σινοσοβιετικές σχέσεις, υπήρξε, μεν, αφανής, αλλά η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησε, με την επίσημη ίδρυση, τον Οκτώβριο του 1949, της “Λαϊκής Δημοκρατίας” της Κίνας, από το τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ύστερα από την νίκη του, στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο και την εκδίωξη των Εθνικιστών του Κουόμινταγκ του Τσανγκ Κάισεκ, στην νήσο Φορμόζα· την σημερινή Ταϊβάν. Μια νίκη, που, για τον Ιωσήφ Στάλιν και την “σοβιετική” γραφειοκρατία, δεν ήταν αναμενόμενη, υπήρξε αναπάντεχη και παρά το αρχικό συναίσθημα της χαράς, έφερε αντιμέτωπους τον παλαιό μπολσεβίκο ηγέτη και την μεγάλη κομματική και κρατική γραφειοκρατία της χώρας του, με υπερμεγέθη και αξεπέραστα πρακτικά και πραγματικά προβλήματα, τα οποία, στην πραγματικότητα, ξεπερνούσαν ολόκληρη την “σοβιετική” ηγεσία.
Όταν εκφράζω αυτήν την νεοφανή και καινοφανή θέση μου, για τα γεγονότα εκείνης της εποχής, πολλοί φίλοι μου - και όχι, μόνο, σταλινικοί - εκφράζουν την έκπληξή τους, η οποία, σε πολλούς, είναι δυσάρεστη και προξενεί την δυσπιστία τους, για όσα περιγράφω, τα οποία, εδώ, αναπτύσσω. Όμως, αυτή είναι η αλήθεια, όσο δυσάρεστη, ή ευχάριστη και αν είναι.
Ας επιχειρήσω, λοιπόν, να την περιγράψω, στηριζόμενος, απλώς και, μόνο, στα πραγματικά δεδομένα και γεγονότα.
Δεν πρέπει, σε καμμία περίπτωση, να ξεχνάμε ότι το “σοβιετικό” κράτος, ως αρχική ομοσπονδιακή ένωση, που εξέφραζε, υποτίθεται, την εξουσία των εργατικών και αγροτικών συμβουλίων, στην επαναστατική και μετεπαναστατική Ρωσική Αυτοκρατορία, ύστερα από το κίνημα του Οκτωβρίου του 1917. Αυτή η υποτιθέμενη εργατοαγροτική εξουσία, που υπήρξε μερική και θνησιγενής, υποκαταστάθηκε, από την εξουσία της κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία εκφράστηκε, με κύριο όργανο, το κόμμα των Μπολσεβίκων, το οποίο αναδιαμόρφωσε και επέκτεινε, ταχύτατα, την κοινωνική του δύναμη, ως γραφειοκρατικού μηχανισμού μονοκομματικής άσκησης της εξουσίας, επίσημα, τον Μάρτιο του 1921, με το 10ο συνέδριο των Μπολσεβίκων και αυτής της εκτεταμένης, αναπτυσσόμενης και διογκούμενης νεοφανούς κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, υπό την ηγεσία της τριανδρίας Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, Ιωσήφ Στάλιν και Λέοντα Τρότσκυ.
Αυτή η “σοβιετική” γραφειοκρατία, που, ως νέα κρατικοκαπιταλιστική κομμουνιστική κομματική άρχουσα τάξη, το 1949, με την νίκη των Κινέζων κομμουνιστών, στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας τους και την εγκαθίδρυση, στην Κίνα, της, ταχύτατα και μαζικά, συκροτούμενης, σε πολυπληθή και, ιστορικά, πρωτοφανή αριθμητικά μεγέθη, κινεζικής κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, είχε, πλέον, παγιοποιηθεί και στερεοποιηθεί, ως ηγετικό και άρχον ηγετικό κοινωνικό στρώμα, στην “Σοβιετική Ένωση”, αντιμετώπισε, μαζί με τον ηγέτη της, τον παλαιό μπολσεβίκο Ιωσήφ Στάλιν, άμεσα, ένα ζωτικό και ούτως ειπείν, υπαρξιακό πρόβλημα, το οποίο επιζητούσε, με την σειρά του μια άμεση λύση, η οποία έπρεπε να διατηρήσει την υπάρχουσα γραφειοκρατική εξουσία και τις υφιστάμενες ενδογραφειοκρατικές ισορροπίες, στο δεδομένο “σοβιετικό” κράτος, από τις, ουσιαστικά, θανατηφόρες επιπτώσεις, με τις οποίες την απειλούσε η δημιουργία του νικηφόρου και συγκροτούμενου κράτους της αχανούς κρατικοκαπιταλιστικής γραφειοκρατικής εξουσίας του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ποιό ήταν, όμως, το θανατηφόρο και άμεσο πρόβλημα, που έθετε, στην κατοχή και στην άσκηση της εξουσίας της “σοβιετικής” γραφειοκρατίας, η ύπαρξη του νεοφανούς, ιστορικά, κινεζικού γραφειοκρατικού κρατικοκαπιταλιστικού κομμουνιστικού κράτους;
Τα δεδομένα και τα πράγματα, τότε, ήσαν πολύ απλά και επείγοντα.
Η “Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών” δημιουργήθηκε και συγκροτήθηκε, από τον Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και τους Μπολσεβίκους, ως ένα διεθνικό ομοσπονδιακό κράτος, με παγκόσμια προοπτική και διάσταση και φυσικά, με δεδομένη την προϋπόθεση ότι, με την επικράτηση των κομμουνιστικών κομμάτων, που συγκρότησε, στον πλανήτη, υπό την άγρυπνη καθοδήγηση του Ιωσήφ Στάλιν και της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, η Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνής, σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, στον κόσμο, το όποιο νέο κρατικοκαπιταλιστικό/κομμουνιστικό κράτος θα εισερχόταν, αυτοδικαίως, ως μέλος, στην, ήδη, υπάρχουσα ομοσπονδιακή κρατική δομή της “Σοβιετικής Ένωσης”.
Αυτός ήταν ο γενικός κομμουνιστικός σχεδιασμός.
Έτσι, όταν, προς το τέλος του 1949, δημιουργήθηκε το νέο γραφειοκρατικοκαπιταλιστικό κομμουνιστικό κράτος της πολυπληθούς κινεζικής γραφειοκρατίας, η λογική εξέλιξη, που έπρεπε να ακολουθήσει, ήταν η προσχώρηση και η ένταξη του κράτους αυτού, όπως και του Κ. Κ. Κίνας, στα κρατικά και κομματικά θεσμικά όργανα άσκησης της εξουσίας, στην “Σοβιετική Ένωση”.
Αλλά αυτή η άμεση προοπτική και εξέλιξη της εισδοχής του νεοφανούς γραφειοκρατικού κρατικοκαπιταλιστικού κράτους του “θυγατρικού” κινεζικού Κ. Κ., στην “ΕΣΣΔ” ήταν που δημιουργούσε συνθήκες πραγματικού παραγκωνισμού και ουσιαστικά, αυτοκτονικού ασφυκτικού θανάτου, για την υπάρχουσα μητρική “σοβιετική” γραφειοκρατία του ΚΚΣΕ, εξ αιτίας του απλούστατου γεγονότος ότι η είσοδος της κομμουνιστικής Κίνας, στην “Σοβιετική Ένωση”, εκ των πραγμάτων, οδηγούσε, στην, εκ θεμελίων, αναδιάταξη και πλήρη ανατροπή των υπαρχουσών ισορροπιών, μέσα, στο αναδομούμενο “σοβιετικό” κράτος, αφού, σε όλα τα επίπεδα των κομματικών και κρατικών οργάνων, η πολυάνθρωπη και διογκούμενη κινεζική κομματική και κρατική γραφειοκρατία, που διοικούσε έναν πληθυσμό, κάπου, στα 700.000.000 ανθρώπων, θα καταλάμβανε, δικαιωματικά και θα αποσπούσε την ευρεία, την συντριπτική πλειοψηφία, έναντι της, ήδη, υπάρχουσας και δεδομένης “σοβιετικής” γραφειοκρατίας.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων και ενώπιον των πραγματικών κοινωνικών, κομματικών και κρατικών δεδομένων, ο Ιωσήφ Στάλιν δεν προχώρησε, στην ένταξη της Κίνας, στην “Σοβιετική Ένωση”, αφήνοντας το νεογενές κομμουνιστικό κράτος, σε αυτήν την μεγάλη και πολυάνθρωπη χώρα, στην κατάσταση ενός ισχυρού, μεν, αλλά και υπανάπτυκτου, οικονομικά και κοινωνικά, υποδεέστερου δορυφόρου του “σοβιετικού” κράτους.
Έτσι, το 1949-1950, ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι, ο επονομασθής Στάλιν, δημιούργησε, στην πραγματικότητα, το πρώτο βαθύτατο, αλλά αφανές, τότε και για αρκετά χρόνια, μετά, ρήγμα, ανάμεσα, στις σινοσοβιετικές σχέσεις.
Ένα ρήγμα, το οποίο, μέσα στις δεκαετίες, που ακολούθησαν, μέχρι την αυτοδιάλυση, το 1991, της “ΕΣΣΔ”, απέκτησε και είχε ευρύτερες και ποικίλες διαστάσεις, μέσα στο διεθνές κίνημα του ψευδοσυνειδησιακού κομμουνιστικού ιδεολογήματος, που υπήρξε και παραμένει, ως θεωρητικό και πολιτικό κατασκεύασμα του μπολσεβικικού και μεταμπολσεβικικού υπαρκτού “επαναστατικού γραφειοκρατισμού”, το οποίο ρήγμα, όπως προκύπτει, εκ των πραγμάτων, εισήλθε, σε μια, επίσης, αφανή, στην αρχή, αλλά ουσιαστικά και πραγματικά, μακρόχρονη περίοδο πολιτικής, ιδεολογικής και κοινωνικής πολυδιάσπασης και παρακμής.
Τα γεγονότα, που ακολούθησαν, μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, η αντιπαράθεση του ιδρυτή της κομμουνιστικής Κίνας Μάο Τσετούνγκ, με τον διάδοχο του Στάλιν, Νικήτα Χρουστσώφ και η ανοικτή και επισημοποιημένη ρήξη, ανάμεσα στις δυο κομμουνιστικές εξουσιαστικές γραφειοκρατίες, την “σοβιετική” και την κινεζική, ήσαν η φυσική εξέλιξη του ιδιότυπου και ιστορικά, ιδιόρρυθμου και πρωτοφανούς και πραγματιστικά/ρεαλιστικά δεδομένου και υπαρκτού, εθνισμού της “σοβιετικής” γραφειοκρατίας, που εκφράστηκε, ως εθνικισμός και στο πανομοιότυπο, αλλά και φυσικό/φυσιολογικό ρεαλιστικό και πρακτικό φαινόμενο, στο κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο εθνοτικό/εθνικιστικό φαινόμενο εξαπλώθηκε και διαπέρασε, όλα τα κυβερνητικά και κρατικά κομμουνιστικά κόμματα, αλλά εκδηλώθηκε και στα άλλα ισχυρά Κομμουνιστικά Κόμματα, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αμερική, με τελευταίο εκφυλιστικό φαινόμενο τον αστικίζοντα ευρωκομμουνισμό.
Όλα αυτά υπήρξαν και είναι η λογική συνέπεια της πολιτικής πρακτικής του Στάλιν και του σταλινισμού, η οποία βρίσκει την θεωρητική της δικαιολόγηση, στην κατασκευή του ιδεολογήματος της θεωρίας της εγκαθίδρυσης του “σοσιαλισμού”, σε μια, μόνο, χώρα· της έννοιας του “σοσιαλισμού”, υποκρύπτουσας και νοούμενης, ως της κοινωνικής εξουσίας της “σοβιετικής” γραφειοκρατίας της εποχής του.
Αρεστή, ή δυσάρεστη, αυτή είναι η ιστορική και αντικειμενική αλήθεια και η ωμή κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική πραγματικότητα, ως ενδοταξικών γραφειοκρατικών εξουσιαστικών αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων του κομμουνιστικού κόσμου, που ξεπήδησε, από την λεγόμενη Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και μετά. Αυτού του καταρρεύσαντος κομμουνιστικού κόσμου κύριοι κληρονόμοι είναι, ως βασικοί και κυρίαρχοι επιβιώσαντες, το κυβερνόν κινεζικό Κ. Κ. και η εξουσιαστική κοινωνική και πολιτική γραφειοκρατία της “Λαϊκής Δημοκρατίας” της Κίνας.
Από εκεί και πέρα, όσα ακολούθησαν, στις σινοσοβιετικές σχέσεις, ήτοι η ανοικτή και επίσημη ρήξη τους και οι εξελίξεις, ως ενδογενείς διαδοχικές ρήξεις, μέσα στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, που αποκορυφωθήκαν, στην αποκρυστάλλωση της, ιστορικά, ανόητης και γεωπολιτικά, καταστροφικής αυτοδιάλυσης της “Σοβιετικής Ένωσης” και της μετέπειτα, αστικοποίησης των γραφειοκρατικών εξουσιαστικών μηχανισμών και κοινωνιών της, προέκυψαν, δίκην φυσικού φαινομένου, με μόνο μη προσδιορίσιμο παράγοντα, την έκταση του χρόνου, εντός του οποίου όλα αυτά επρόκειτο να συμβούν.
Αυτή η κενοφανής/νεοφανής και νεωτεριστική παρατήρηση και επισκόπηση των ενδοκομμουνιστικών εξουσιαστικών κοινωνικών αντιθέσεων και εξελίξεων, στις οποίες προβαίνω και που αποτελούν μια προσωπική μου επεξεργασία, που δεν έχω δει και διαβάσει πουθενά αλλού, αν και προσομοιάζει, με τις παλαιές προρρήσεις και προβλέψεις του Μιχάηλ Μπακούνιν και μετέπειτα και έχουν μια απόμακρη και αντιθετική σχέση, με τις αντιλήψεις του Λέοντα Τρότσκυ, με μεγάλες αποκλίσεις, από αυτές, εκφράζουν, πλήρως και παραστατικά, όλα όσα συνέβησαν. Και γι’ αυτό, όλα αυτά έχουν την δική τους πολύτιμη αφηγηματική ιστορική αξία, που πρέπει να μένει, στην μνήμη μας, λόγω του ιστορικού και - φαινομενικώς - παράδοξου, ως παράταιρου γεγονότος ότι η Κίνα του πανίσχυρου τοπικού Κομμουνιστικού Κόμματος προχωρεί και οδηγείται, ως νεογενής παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη, στην διεκδίκηση της ηγετικής πρωτοκαθεδρίας, σε έναν αναδυόμενο νέο πολυπολικό κόσμο.
Χαρακτηριστικός πίνακας του αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου και της παρωχημένης πρωτοπορείας του Δυτικού Κόσμου : Στις ημέρες μας το ΑΕΠ των, έστω και εύθραυστων, BRICS έχει, ήδη, ξεπεράσει το ΑΕΠ του Δυτικού G7. Και έπεται συνέχεια…
Όμως, όσο και αν όλα όσα εκτέθηκαν, έχουν την δική τους ιστορική αξία, σήμερα, ο κόσμος μας είναι, ριζικά, διαφορετικός, από εκείνον της “σοβιετικής” και της μετέπειτα, σχεδόν 30ετους μετασοβιετικής εποχής της παγκοσμιοποίησης, στην οποία, βλακωδώς, οι “μεταψυχροπολεμικές” ελίτ της Ουάσινγκτων ένταξαν, χάριν των τεράστιων συμφερόντων των, εκ φύσεως, διεθνιστικών πολυεθνικών εταιρειών και χωρίς κανέναν σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό και χωρίς την απαιτούμενη στοιχειώδη γεωπολιτική προβλεπτικότητα, δηλαδή απληστίας, ένεκεν, την απέραντη κομμουνιστική γραφειοκρατία της Κίνας, που λειτουργούσε και εξακολουθεί να λειτουργεί, ως μια οικονομία και κοινωνία ασφυκτικού κεντρικού σχεδιασμού, βασισμένη, στα μπολσεβικικά λενινιστικά και σταλινικά οργανωτικά πρότυπα. Οι υπολογισμοί της αμερικανικής και των λοιπών κρατών της Δύσης θεωρούσαν, ως δεδομένο ότι ο κινεζικός κομμουνιστικός γραφειοκρατικός γίγαντας, εφαπτόμενος, με την είσοδο των επιχειρήσεων και των μορφών οργάνωσης του δυτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού, με την δυναμική συγκρότηση μιας νέας κινεζικής αγοράς και την κοινωνική άνοδο των μεσαίων και μεγάλων κοινωνικών τάξεων, μέσα στην κινεζική κοινωνία, θα οδηγούσε, στην μεσομακροπρόθεσμη, έστω, στην μακροπρόθεσμη διάρρηξη της κομμουνιστικής κομματικής διακυβέρνησης, στην σύγχρονη Κίνα, μέσα από μια παραλλαγή του ιστορικού μοντέλου της αυτοδιάλυσης της “ΕΣΣΔ” και την αναμόρφωση και αναδιάταξη της ύστερης “σοβιετικής” γραφειοκρατίας.
Αυτοι οι υπολογισμοί των δυτικών ελίτ, κρίνομε οι, εκ των εξελίξεων, που προέκυψαν, εκ των πραγμάτων, κρίνονται, ως ανεπιτυχείς εσφαλμένοι και ιστορικά, ανεπαρκείς, αφού η κινεζική κινεζική κομμουνιστική γραφειοκρατία απορρόφησε, ενσωμάτωσε και χρησιμοποίησε, ως εργαλείο κοινωνικής, οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος και ταχείας ανόδου, στο παγκόσμιο στερέωμα.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η τριτοκοσμική, κατά την δεκαετία του 1990, κομμουνιστική Κίνα να μετάσχηματισθεί, στην σημερινή κινεζική οικονομική υπερδύναμη, η οποία μετεξελίσσεται, ταχέως, σε στρατιωτική, ενώ, ήδη, αποτελεί και ασυναγώνιστη τεχνοκρατική/τεχνολογική υπερδύναμη, αφήνοντας, στο παγκόσμιο περιθώριο τις ΗΠΑ και την Δύση, αφού η σημερινή Κίνα ηγείται, σε 37, από τους 44 τομείς τεχνολογίας, με την τάση να κυριαρχήσει, σε όλους.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, που, τώρα, στα προσεχή χρόνια και τις μεταπροσεχείς δεκαετίες, έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Στα πλαίσια αυτά και με δεδομένες τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές και στρατηγικές ανοησίες της Ουάσινγκτων και των πρωτευουσών των μεγάλων δυτικών κρατών, με αφορμή τον διεξαγόμενο πόλεμο, στην Ουκρανία, η εμφανιζόμενη, ως υπό πραγματοποίηση, σφοδρότατα, πιθανή συγκρότηση μια σύγχρονης κινεζορωσικής συμμαχίας και η μερική αποκατάσταση του ιστορικού σινοσοβιετικού ρήγματος των παλαιών εποχών, με δεδομένο το γεγονός ότι η σύγχρονη μετασοβιετική Ρωσία, πρόκειται να αποτελέσει έναν δεύτερο (και όχι πρώτο, όπως η “Σοβιετική Ενωση”, στην δεκαετία του 1950), αλλά στρατιωτικά και γεωπολιτικά, πανίσχυρο παράγοντα και έχοντας υπόψη την, αργότερα, αναμενόμενη και μέλλουσα άνοδο της Ινδίας, στο παγκόσμιο στερέωμα, η Δύση, ως σύνολο, οδηγείται, στον παραγκωνισμό και στην, ήδη, εμφανιζόμενη παρακμή, εφόσον δεν αντιδράσει, γρήγορα και αποφασιστικά, να ανακόψει την γοργή άνοδο του κινεζικού γίγαντα. Κάτι, που, επί του παρόντος, δεν φαίνεται, στον ορίζοντα, λαμβάνοντας υπόψη και το πραγματικό δεδομένο ότι η ύπαρξη του συγκεντρωτικού και αυταρχικού κινεζικού γραφειοκρατικού γίγαντα, με την εργατιστική κομμουνιστική οργανωτική δομή και (δευτερευόντως) ιδεολογία, βολεύει, αφάνταστα και πραγματιστικά, την τεχνοδομική γραφειοκρατία των τεράστιων πολυεθνικών επιχειρήσεων της Δύσης και της Ανατολής.
Μια γοργή άνοδο, που, εκ των πραγμάτων, επανατοποθετεί, σε νέες σύγχρονες βάσεις, την χρειαζούμενη επανεκτίμηση του μπολσεβικικού λενινιστικού και σταλινικού φαινομένου, όχι, μόνον, ως προς την ιστορική του αποτίμηση, που έχει πραγματοποιηθεί και την οποία νομίζω ότι περαιώνει το παρόν κείμενό μου, αλλά κυρίως και πρωτίστως, ως σύγχρονου ουσιαστικού και βασικού πραγματικού πολιτικού και κοινωνικού (και όλως, δευτερευόντως, ιδεολογικού) δρώντος υποκείμενου.
Ως εκ τούτου, ο αναδυόμενος πολυπολικός κόσμος, στην πορεία της εξέλιξής του, αποκτά ένα συναρπαστικό ενδιαφέρον, αν και την κορύφωση του οποίου φοβάμαι ότι η δική μου, σιγά-σιγά, απερχόμενη γενιά δεν θα προλάβει να ζήσει.
Μπορεί, ως προς το τελευταίο, εν μέρει, να πέφτω έξω. Αλλά, ούτως ή άλλως, δεν είναι αυτό, που έχει αξία και σημασία.
(Δεν θέλω να το παινευθώ, αλλά θεωρώ ότι παρόν ανάγνωσμα, έγραψε Ιστορία)…
Σχόλια