1996 - 2018 Από την σαρωτική άνοδο στην καταιγιστική κατάρρευση των επενδύσεων, στην ελληνική οικονομία. (Τα παρελθοντικά αδιέξοδα και η παρούσα ευχερής διέξοδος του ελληνικού κρατικού δανεισμού, όταν οι κυβερνήσεις γίνουν ελληνικές).
1996 - 2018 : Η φρενήρης ανοδική και στην συνέχεια, από το 2008, κατακρημνιστική εξέλιξη των ετήσιων μεγεθών των επενδύσεων, στην Ελλάδα, όπως προκύπτει, από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία πιάνει πάτο και οδεύει, στο να τρυπήσει τον πάτο αυτόν.
Παρατηρώντας την πορεία του ακαθάριστου σχηματισμού του παγίου κεφαλαίου, στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τον παραπάνω πίνακα, που αφορά την τελευταία υπερεικοσαετή περίοδο της λειτουργίας της, είναι να γελάμε και - πολύ περισσότερο - να κλαίμε, με τους εντόπιους (αλλά και τους εξωτικούς) "ευρωπαϊστές" μας και την παραμυθολογική και εξόχως, προπαγανδιστική "επιχειρηματολογία" τους, η οποία, στον πυρήνα της, στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, βασίστηκε, στην υπερκατανάλωση, η οποία δημιούργησε μια φούσκα, που ήταν μοιραίο, κάποια στιγμή, να εκραγεί και να οδηγήσει την ελληνική οικονομία, στην χρεωκοπία του Απριλίου του 2010.
Πραγματικά, είναι να γελάει κανείς, όταν, π.χ. το 2007, που βρισκόμασταν, στο ανώτατο σημείο των επενδύσεων, στην ελληνική οικονομία, δηλαδή, στα 59,8 δισ. € και το ποσόν αυτό αντιστοιχούσε, στο 25% του ελληνικού ΑΕΠ, εκείνης της χρονιάς - το οποίο ΑΕΠ έφθασε, τότε, στο ύψος των 239 δισ. € -, να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ελληνική οικονομική ανάπτυξη ήταν μία φούσκα, την στιγμή, που αυτός ο ρυθμός μεγέθυνσης των επενδύσεων (δηλαδή του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου) ήταν, περίπου, ο μεγαλύτερος, στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και από τους μεγαλύτερους, στον υπόλοιπο κόσμο.
Δεν υπήρχε καμμία φούσκα, παρά τα όσα δυσφημιστικά διακηρύσσουν, προπαγανδιστικώ τω λόγω, οι εντόπιοι "ευρωπαϊστές", δηλαδή σύσσωμη η εντόπια αστική και η κυβερνώσα ευρωκομμουνιστική πολιτική τάξη της χώρας, η οικονομική ολιγαρχία, που κρύβεται πίσω της και οι δογματικοί και συμφεροντολόγοι ευρωθεσμικοί δανειστές του ελληνικού κράτους. Η ελληνική οικονομία δεν στηρίχθηκε, στην υπερκατανάλωση.
Η ελληνική οικονομία όλη την περίοδο, από το 1994, στηρίχθηκε, στην ραγδαία αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, η οποία, μετά από μια προσωρινή - αλλά και προειδοποιητική - κάμψη, το 2005, έφθασε, στο 25% του ελληνικού ΑΕΠ, στο τελευταίο έτος, προ της έλευσης της βαθιάς παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, που προήλθε από την σκοπούμενη χρηματιστική κατάρρευση, που συνέβη, στην Wall Street. Αυτή είναι η αλήθεια.
Από εκεί και πέρα, το 2009, την ελληνική οικονομία την κτύπησε, βαθιά, η εσωτερικευόμενη διεθνής ύφεση, αλλά η χώρα θα μπορούσε, εύκολα, να ανακάμψει, μέσα, στο 2010, όπως συνέβη προσωρινά, στις αρχές του έτους αυτού, εάν είχε ένα δικό της νόμισμα, με το οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει και να αναπροσαρμόσει την χρηματοδότηση των επενδύσεων, οι οποίες μπορούσαν να γίνουν, με την αύξηση του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων του ελληνικού Δημοσίου, στον βαθμό, που η διεθνής ύφεση και οι επιπτώσεις της, στην εσωτερική αγορά, είναι δεδομένο ότι εμπόδιζαν τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να προβεί, στις απαραίτητες επενδύσεις, αφού τα επίπεδα της εσωτερικής και της εξωτερικής κατανάλωσης μειώθηκαν.
Δυστυχώς, η ελληνική οικονομία, από το 2002, δεν έχει δικό της νόμισμα, αφού αντικατέστησε την δραχμή, με το ευρώ, το οποίο εκδίδεται, από την Ε.Κ.Τ., στην Φραγκφούρτη και υπακούει σε κανόνες, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται, στις ανάγκες της χώρας μας.
Κάπως έτσι, η ελληνική οικονομία εγκλωβίστηκε, στην θανάσιμη παγίδα του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο, βλακωδώς, η εντόπια πολιτικοοικονομική ελίτ, με προεξάρχουσες, την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη και την εντόπια μπατιροτραπεζοκρατία (Λουκάς Παπαδήμος, Γιάννης Στουρνάρας κλπ), το μετέτρεψαν, με την ένταξη της Ελλάδας, στην ευρωζώνη, από, ένα, κατά βάση, μαλακό και ευχερώς, διαχειρίσιμο χρέος, που ήταν εκφρασμένο, κατά 85%, σε δραχμές, σε ένα σκληρό και ως εκ τούτου, μη διαχειρίσιμο χρέος, το οποίο, πλέον, ήταν εκφρασμένο, σε ευρώ, με αποτέλεσμα το χρέος αυτό, το οποίο πουλήθηκε, από την ελληνική μπατιροτραπεζοκρατία, στις ξένες τράπεζες, να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί.
Από εκεί και πέρα, αυτή η ανοσιουργηματική πράξη της λιγουρικής εντόπιας ελίτ των "ευρωπαϊστών" (οι οποίοι λένε ότι δεν μπορούσαν να δουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, εκτός ευρώ και ευρωζώνης, ενώ, στην πραγματικότητα, επέλεξαν να μη θέλουν να δουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, εκτός ευρώ και ευρωζώνης) ήταν δεδομένο και σίγουρο ότι θα οδηγούσε στην παρούσα καταστροφή, η οποία εξελίσσεται, από την χρεωκοπία του ελληνικού κράτους, το 2010.
Αυτή η καταστροφή είναι αλήθεια ότι άργησε να έλθει, αφού την περίμενα, τουλάχιστον, από το 2005, αλλά, τελικά, ήλθε το 2010, με την βοήθεια του, τότε, ευρωκεντροτραπεζίτη Jean-Claude Trichet και των κυβερνήσεων της Angela Merkel και του Nicolas Sarkozy, που άφησαν ακάλυπτα τα ομόλογα, που είχε εκδώσει το ελληνικό δημόσιο, αλλά και της κυβέρνησης του απίστευτου ΓΑΠ, ο οποίος αντί να επιλέξει την στάση πληρωμών των χρεών του ελληνικού κράτους, προς τις ξένες τράπεζες, επέλεξε να αποδεχθεί την εισαγωγή της ελληνικής οικονομίας, στην θανατηφόρα μέγγενη των Μνημονίων.
Από εκεί και πέρα, ο παραπάνω πίνακας περιγράφει, πολύ συγκεκριμένα και με τους, πάντοτε, απαραίτητους αριθμούς, το απύθμενο μέγεθος της αβύσσου, στην οποία βυθίστηκε η ελληνική οικονομία. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, στην Ελλάδα, κατακρημνίστηκαν, από το επίπεδο των 59,8 δισ. €, το 2007, σταδιακά, στα 56,2 δισ. €, το 2008, στα 49,6 δισ. €, το 2009 και από εκεί και πέρα, εξελίχθηκε, με φρενήρεις και ιλιγγιώδεις ρυθμούς, από το 2010, που οι ευρωθεσμοί και ο ΓΑΠ έφεραν την ελληνική κρατική χρεωκοπία. Έτσι :
Το 2010, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου γκρεμοτσακίστηκαν, στα επίπεδα των 39,8 δισ. €.
Το 2011, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν την καταιγιστική πτώση τους, φθάνοντας, στα επίπεδα των 31,6 δισ. €.
Το 2012, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν την γοργή πτώση τους, στα επίπεδα των 24,2 δισ. €.
Το 2013, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν την πτώση τους, με μικρότερο ρυθμό και έφθασαν, στα επίπεδα των 22,1 δισ. €.
Το 2014, κατά την περίοδο της προπαγανδιστικής "ανάπτυξης" των σαμαροβενιζέλων (περί πραγματικής υπανάπτυξης επρόκειτο) οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν να μειώνονται (με μικρότερο ρυθμός, είναι η αλήθεια) και έπεσαν , στα επίπεδα των 20,9 δισ. €.
Το 2015, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν να πέφτουν και διαμορφώθηκαν, στα επίπεδα των 20,8 δισ. €. Κάπου εδώ, στην εποχή του Αλέξη Τσίπρα, φαίνεται (αλλά, μόνο, φαίνεται) ότι η πτώση αυτή άρχισε να πιάνει πάτο.
Το 2016, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου παρουσίασαν, για πρώτη φορά, μετά την έναρξη της κρίσης, μια ανεπαίσθητη αύξηση και διαμορφώθηκαν, στα 21,5 δισ. €.
Το 2017, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνέχισαν την μικρή αυξητική τους πορεία και έφθασαν, στα επίπεδα των 23,2 δισ. € (κάτω, όμως, από τα επίπεδα του 2012).
Το 2018, παρά την συριζαϊκή φλυαρία περί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου παρουσίασαν μια μεγάλη πτώση και βρέθηκαν, στα επίπεδα των 20,4 δισ. €. Δηλαδή, κάτω, από τα επίπεδα του 2014, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η "ανάπτυξη", που διαφημίζουν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και οι ευρωθεσμοί, είναι πραγματικά, ανύπαρκτη, ή/και ότι στηρίζεται, σε σαθρό έδαφος.
Η ουσία της όλης υπόθεσης είναι ότι η μνημονιακή διαχείριση της ελληνικής οικονομίας, όλα αυτά τα χρόνια, από το 2010 και μετά, έχει οδηγήσει τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας, πίσω, στα επίπεδα του 1996, όπως φαίνεται, από τον παραπάνω πίνακα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (!)
Μάλιστα, το αστείο είναι ότι όλοι αυτοί, όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα, στις προεκλογικές περιόδους, όπως συμβαίνει και τώρα, μιλούν, διαμαρτύρονται και κουτοπόνηρα, απευθύνουν ερωτήσεις και κάνουν μπαρουφικές καταγγελίες - προκειμένου να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα -, για την ανυπαρξία επενδύσεων, στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή, που όλα όσα κάνουν οι ίδιοι (αλλά και διατασσόμενοι, από τους ευρωθεσμούς) οδηγούν την ελληνική οικονομία, στην σκοπούμενη ραγδαία αποεπένδυση (οι πάγιες επενδύσεις, στην Ελλάδα, το 2018 υπέστησαν μια τερατώδη συρρίκνωση, στο απίστευτο επίπεδο του 11,1% του ΑΕΠ της χώρας), στο επίπεδο του την οποία έχουν επιτύχει να πραγματοποιήσουν και συνεχίζουν να πραγματοποιούν, προκειμένου να τσακίσουν την κατανάλωση και το εργατικό κόστος, κάτι που έχουν, βέβαια, καταφέρει, χωρίς, όμως, τα (ανοήτως και αφελώς) προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα, τα οποία περίμενε η εντόπια "ευρωπαϊστική" πολιτικοοικονομική ελίτ, ήσαν η αύξηση, κυρίως των εξωτερικών, αλλά και των εσωτερικών επενδύσεων. Αυτή η αύξηση, όμως, δεν ήλθε.
Και φυσικά, δεν πρόκειται να έλθει, επειδή, πάντοτε, το εξωτερικό θα παρέχει χαμηλότερο κόστος, αλλά και επειδή η ραγδαία πτώση της καταναλωτικής δαπάνης, στην ελληνική οικονομία, δεν πρόκειται να επιτρέψει την ικανή και ικανοποιητική αύξηση της επενδυτικής δαπάνης, αφού, στην ουσία, η εσωτερική αγορά είναι και θα είναι αναιμική.
Πολύ περισσότερο αυτή η ικανοποιητική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου δεν πρόκειται να έλθει, επειδή, ανάμεσα, στα άλλα, όπως ήταν αναμενόμενο, τα μνημονιακά προγράμματα δεν άλλαξαν την δομή της ελληνικής παραγωγής. Αυτό που έκαναν, είναι να προσαρμόσουν την ελληνική οικονομία, σε χαμηλότερα επίπεδα παραγωγής και λειτουργίας. Αυτό και μόνον, αυτό και τίποτε άλλο.
Το γιατί προέκυψε αυτή η εξέλιξη, είναι εύκολα, αντιληπτό. Τα μνημονιακά προγράμματα συντάχθηκαν, από τους ευρωθεσμούς, προκειμένου να προσαρμόσουν το ελληνικό δημόσιο, σε επίπεδα διαρκούς πλεονασματικής λειτουργίας (μέχρι το 2060 και ακόμη πιο πέρα), μέχρι το 2022 στα επίπεδα του 3,5% και από το 2023, μέχρι το 2060, στα επίπεδα του 2,2% του ελληνικού ΑΕΠ. Σε αυτά τα επίπεδα θέλουν να προσαρμόσουν την ελληνική οικονομία, προκειμένου να μην παράγει δημόσια και λοιπά ελλείμματα, αλλά και για να μπορεί να πληρώνει τα αχρείαστα δημόσια χρέη της, τα οποία έχει αναλάβει η ευρωζώνη. Και φυσικά, από εκεί και πέρα, για όλα τα υπόλοιπα αδιαφόρησαν.
Αυτή είναι η ωμή και σκληρή πραγματικότητα, που αντιμετωπίζουμε, ως κοινωνία και την οποία, μέσα από παραπλανητικούς προπαγανδιστικούς αντιπερισπασμούς, η εντόπια πολιτικοοικονομική ελίτ φροντίζει να κρύβει, όσο και αν αυτή η μακροχρόνια προοπτική την φοβίζει (ίσως, επειδή την φοβίζει).
Βέβαια, το αστείο είναι ότι η μεταφορά της ιδιοκτησίας των ελληνικών δημόσιων χρεών, στην ευρωζώνη, παρέχει στο ελληνικό κράτος την δυνατότητα να μπορεί να την φεσώσει, χωρίς τον φόβο να μην δανειοδοτηθεί, από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό συμβαίνει, διότι οι αγορές δεν αξιολογούν, δανειακά, το ελληνικό δημόσιο, από το ύψος των 253,2 δισ. €, που χρωστάει, στους ευρωθεσμούς, ούτε και από τα, περίπου, 100 δισ. € του ελληνικού δημόσιου χρέους, που, είτε κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες, είτε αποτελούν διακρατικά δάνεια, είτε ειδικά δάνεια του ΔΝΤ (12 δισ. €).
Αυτό, που ενδιαφέρει τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές είναι τα εμπορεύσιμα ομολογιακά χρέη του ελληνικού κράτους, προς αυτές. Αυτά τα χρέη είναι, πλέον, ελάχιστα και είναι ζήτημα να κυμαίνονται, στα 15, με 16 δισ. €. Για τον λόγο αυτόν, όπως λένε οι γνωστοί οίκοι αξιολόγησης, τα ελληνικά διακρατικά χρέη, όπως και τα χρέη του ελληνικού κράτους, προς τους ευρωθεσμούς και η αθέτηση της εξυπηρέτησής τους, από το ελληνικό δημόσιο, δεν επηρεάζουν το ελληνικό αξιόχρεο.
Έτσι, η διεθνής μπατιροτραπεζοκρατία ενδιαφέρεται (και γι' αυτό την κοστολογεί ακριβά), για την προσπάθεια μεταφοράς των ελληνικών χρεών, από τους ευρωθεσμούς, στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, επειδή γνωρίζει, πολύ καλά, ότι αυτή η μεταφορά μετακυλίει, σταδιακά, τον κίνδυνο του μη εξυπηρετίσιμου ελληνικού δημόσιου χρέους και πάλι, σε αυτήν.
Εννοείται ότι αυτό το πραγματικό πλεονέκτημα του ελληνικού κράτους, το οποίο προκύπτει και από την αντισυνταγματικότητα του κατοχικού νεοαποικιακού καθεστώτος, που επιβλήθηκε, στην ελληνική κοινωνία, οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούν να το αξιοποιήσουν, στο μέλλον.
Αρκεί να είναι έτσι όπως προσδιορίζονται. Δηλαδή, ελληνικές...
Σχόλια