20/10/1944-8/1/1945. Αθήνα. Ντοκουμέντα, πριν και κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών. Ο Ρώσος στρατάρχης Γκιόργκι Ζούκωφ (Гео́ргий Константи́нович Жу́ков Καλούγκα, 1/12/1896 - Μόσχα, 18/6/1974). 1909. Απόσπασμα, από το διήγημα “ Το σιδηροδρομικό ατύχημα” του Thomas Mann. 27-11-1925. Επί δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου, απαγχονίζονται δυο αξιωματικοί, για κατάχρηση δημοσίου χρήματος. 1941-1944. Η Rose Valland έσωσε 60.000 κλεμμένα, από τους Γερμανούς έργα τέχνης. 26-4-1941. Η άνιση μάχη του Ισθμού της Κορίνθου. 1941. Κίεβο (Η Σφαγή του Μπάμπι Γιαρ). 23-8-1944. Φλώρινα. Τα αιματηρά αντίποινα των Γερμανών. 21-9-1944. Η 3η ελληνική ορεινή ταξιαρχία νικά τους Γερμανούς, στο Ρίμινι της Ιταλίας. 28-29/11/1944. Αλβανία. 1943-1953. Παρίσι. Pablo Picasso - Françoise Gaime Gilot. 1950-1960. Χριστούγεννα, στην Αθήνα. 1960. ΗΠΑ. Η ιατρός Frances Kelsey του FDA, σώζει την ανθρωπότητα, από την θαλιδομίδη. 2-12-1984 Μποπάλ, Ινδία. "Η χειρότερη βιομηχανική τραγωδία όλων των εποχών" και μετέπειτα. (197).
1909. Γερμανία. Paul Thomas Mann (6/6/1875 - 12/8/1955), συγγραφέας. Απόσπασμα, από το διήγημα : “Das Eisenbahnunglück” (“Το σιδηροδρομικό ατύχημα”, μετάφραση : Θοδωρής Δασκαρόλης).
“Να διηγηθώ κάτι; Μα δεν ξέρω τίποτα. Ωραία λοιπόν, θα διηγηθώ κάτι. Κάποτε, πάνε κιόλας δυό χρόνια περασμένα, έλαβα μέρος σε ένα σιδηροδρομικό ατύχημα· διατηρώ σαφή την ανάμνησή του με κάθε λεπτομέρεια.Δεν ήταν κανένα ατύχημα πρώτης τάξεως, ένα φοβερό στραπατσάρισμα με “άμορφες μάζες” και τα λοιπά, όχι τέτοια πράματα. Ήταν όμως ασφαλώς ένα τέλειο σιδηροδρομικό ατύχημα με όλα τα παρεπόμενα και μάλιστα σε νυχτερινή ώρα. Ήταν μιά εμπειρία που δεν έχει τύχει στον καθένα και γι’ αυτό θέλω να την εξιστορήσω όσο το δυνατόν καλύτερα”.
Πήγαινα τότε στη Δρέσδη, προσκαλεσμένος από φίλους και προστάτες των Γραμμάτων. Ήταν λοιπόν ένα ταξίδι καλλιτεχνικής υφής, μιά περιοδεία βιρτουόζου, που δεν μού είναι δυσάρεστη, πότε-πότε. Εκπροσωπείς κάτι, ανεβαίνεις στο βήμα, παρουσιάζεσαι μπροστά στα πλήθη που ζητωκραυγάζουν· νιώθεις πως δεν είσαι μάταια υπήκοος του Γουλιέλμου του Β’. Έπειτα, η Δρέσδη είναι όμορφη πόλη (ιδίως το Τσβίνγκερ) και αργότερα θά’θελα να πάω γιά δέκα με δεκατέσσερις μέρες στη “Λευκή Έλαφο”, να ξεκουραστώ λίγο, και, αν, στο βαθμό που “έστρωνα” με το περιβάλλον, μού ερχόταν η επιφοίτηση, ασφαλώς και να εργαστώ ακόμη. Γιά τον σκοπό αυτό, έβαλα το χειρόγραφό μου πρώτο-πρώτο μέσα στη βαλίτσα μου μαζί με το υλικό σημειώσεων, μιά σεβαστού μεγέθους δέσμη χαρτιών διπλωμένη σε καφετί χαρτί περιτυλίγματος και δεμένη γερά μ’έναν σπάγγο.Μού αρέσει να ταξιδεύω με άνεση, ιδίως όταν μού την πληρώνουν. Έκανα λοιπόν χρήση της κλινάμαξας, είχα, μιά μέρα πριν, κλείσει ένα κουπέ στην πρώτη θέση και ένιωθα ασφαλής. Παρ’όλ’αυτά βρισκόμουν σε αναβρασμό, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, αφού μιά αναχώρηση σημαίνει πάντα μιά περιπέτεια και ποτέ μου δεν θα τα καταφέρω να αισθανθώ πραγματικά απαθής με τις συγκοινωνίες και τα τρεχάματά τους. Ξέρω πολύ καλά πως το νυχτερινό τραίνο γιά τη Δρέσδη αναχωρεί, κατά κανόνα, κάθε βράδυ από τον κεντρικό σταθμό του Μονάχου και πως κάθε πρωί φτάνει στη Δρέσδη. Όταν όμως ταξιδεύω ο ίδιος μαζί, και συνδέω τη δική μου ακριβή μοίρα μαζί με τη δική του, τότε πρόκειται ασφαλώς γιά γεγονός μεγάλης σημασίας. Μού είναι αδύνατον να διώξω από το μυαλό μου την ιδέα, πως τούτο το τραίνο φεύγει, τάχα, μόνον απόψε και εξαιτίας μου, και αυτή η παράλογη πλάνη έχει σαν φυσικό επακόλουθο μιά βουβή, βαθιά διέγερση, που δεν μ’εγκαταλείπει, μέχρις ότου ξενοιάσω με όλες τις λεπτομέρειες και τους τύπους της αναχώρησης, το φτιάξιμο της βαλίτσας, τη διαδρομή της φορτωμένης άμαξας μέχρι τον σταθμό, τη δική μου άφιξη εκεί, την παράδοση των αποσκευών, και αισθανθώ τελειωτικά ασφαλής και τακτοποιημένος. Τότε μόνο αρχίζω να νιώθω μιά ευχάριστη χαλάρωση, ο νους μου στρέφεται σε άλλα πράγματα· εκεί, πίσω απ’ το τόξο του γυάλινου θόλου, ανοίγεται το μεγάλο άγνωστο, και μιά χαρούμενη προσμονή κυριεύει την ψυχή μου.
Έτσι ήταν και τούτη τη φορά. Έδωσα μιά γενναία αμοιβή στον αχθοφόρο της βαλίτσας μου, με αποτέλεσμα αυτός να βγάλει το κασκέτο του και να μού ευχηθεί καλό ταξίδι, και στάθηκα με το βραδινό μου πούρο μπροστά σ’ ένα παράθυρο της κλινάμαξας, γιά να παρακολουθήσω την κίνηση πάνω στην αποβάθρα. Μηχανές ακούγονταν να σφυρίζουν και βαγόνια κυλούσαν πάνω στις ράγες· άνθρωποι έτρεχαν βιαστικοί και αποχαιρετιόνταν, οι εφημεριδοπώλες και οι μικροπωλητές αναψυκτικών διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, και πάνω απ’όλα, έλαμπαν τα μεγάλα ηλεκτρικά φανάρια μέσα στη βραδινή ομίχλη του Οκτωβρίου. Δυό γεροδεμένοι άντρες έσερναν ένα καροτσάκι με βαριές αποσκευές, κατά μήκος της αμαξοστοιχίας, προς τη σκευοφόρο. Με ευχαρίστηση αναγνώρισα τη δική μου βαλίτσα, από τα συγκεκριμένα, οικεία γνωρίσματά της. Εκεί ήταν, ένα κομμάτι ανάμεσα σε τόσα άλλα, και στα βάθη της αναπαύονταν οι πολύτιμες σημειώσεις. Λοιπόν, σκέφτηκα, ουδείς λόγος ανησυχίας, βρίσκεται σε καλά χέρια! Δες αυτόν τον ελεγκτή με τον δερμάτινο τελαμώνα, τα επιβλητικά χωροφυλακίστικα μουστάκια και το βλοσυρό, άγρυπνο βλέμμα. Δές τον, πώς επιπλήττει αυτήν την ηλικιωμένη γυναίκα με τη μαύρη, τριμμένη μπόλια, γιατί παρατρίχα εκείνη θ’ανέβαινε στη δεύτερη θέση. Είναι το κράτος αυτός, είναι ο πατέρας μας, είναι η αυθεντία και η ασφάλεια. Η επαφή μαζί του δεν είναι ευχάριστη, είναι αυστηρός, είναι μάλιστα κατ’εξοχήν τραχύς, όμως υπάρχει εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, και η βαλίτσα σου είναι τόσο καλά φυλαγμένη, ως εν κόλποις Αβραάμ.Ένας κύριος με γκέτες και κίτρινο φθινοπωρινό πανωφόρι σουλατσάρει πάνω στην αποβάθρα, κρατώντας ένα σκύλο απ’το λουρί. Δεν έχω ξαναδεί ομορφότερο σκυλάκι. Είναι ένας κοντόχοντρος μολοσσός, μυώδης, με γυαλιστερό τρίχωμα και μαύρες βούλες, γυμνασμένος και αστείος, σαν τα σκυλάκια που βλέπει κανείς καμιά φορά στο τσίρκο να ψυχαγωγούν τους θεατές, καθώς τρέχουν με όλες τις δυνάμεις του μικρού κορμιού τους γύρω στην αρένα. Το σκυλί φοράει ένα ασημένιο περιλαίμιο και το λουρί απ’όπου είναι δεμένο, είναι από πλεκτό, χρωματιστό δέρμα. Εν τούτοις, τούτα δεν είναι διόλου εντυπωσιακά σε σύγκριση με τον κύριό του, τον κύριο με τις γκέτες, που ασφαλώς έχει ευγενέστερη καταγωγή. Φοράει μονόκλ, κάτι που βαραίνει την όψη του, δίχως να τη μειώνει και το μουστάκι του ορθώνεται αλαζονικό, προσδίδοντας στις άκρες των χειλιών του, όσο και στο πηγούνι, μιά έκφραση περιφρόνησης και ισχυρής θέλησης. Απευθύνει μιά ερώτηση στον αρειμάνιο ελεγκτή, και ο απλός άνθρωπος, που αντιλαμβάνεται σαφώς με ποιόν έχει να κάνει, τού απαντά χαιρετώντας στρατιωτικά. Τότε ο κύριος συνεχίζει το σουλάτσο του, ευχαριστημένος με την εντύπωση που προξενεί το άτομό του. Βαδίζει με σιγουριά μέσα στις γκέτες του, η όψη του είναι κρύα, το βλέμμα του διαπεραστικό, συλλαμβάνει ανθρώπους και πράγματα. Ο πυρετός του ταξιδιού, είναι γιά αυτόν κάτι εντελώς ξένο, είναι ολοφάνερο· γι’αυτόν κάτι τόσο συνηθισμένο, όπως μιά αναχώρηση, δεν είναι περιπέτεια. Η ζωή τού ανήκει, οι θεσμοί και οι εξουσίες της δεν τον φοβίζουν, ο ίδιος αυτός είναι ένα μέρος αυτών των εξουσιών, με δυό λόγια: ένας κύριος. Δεν χορταίνω να τον βλέπω. Όταν τού φάνηκε πως σήμανε η ώρα, ανέβηκε στο τραίνο (ο ελεγκτής μόλις γύρναγε τη ράχη). Προχωράει στο διάδρομο, με προσπερνάει και μολονότι με σκουντά, δεν λέει “παρντόν!”. Τι κύριος! Αλλ’ αυτό δεν είναι τίποτα, μπροστά σε κείνο που ακολουθεί: δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, ο κύριος παίρνει και το σκύλο του μαζί μέσα στο κλινοθέσιο! Αυτό είναι αυστηρά απαγορευμένο. Ποτέ δεν θα επέτρεπα εγώ στον εαυτό μου, να πάρω μαζί μου ένα σκύλο μέσα στην κλινάμαξα. Αυτός όμως το κάνει, ελέω του δικαιώματος ενός κυρίου στη ζωή, και κλείνει πίσω του την πόρτα.
Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η μηχανή απάντησε, το τραίνο ξεκίνησε απαλά. Έμεινα λίγο ακόμη στο παράθυρο, είδα αυτούς που έμεναν πίσω και χαιρετούσαν, είδα τη σιδερένια γέφυρα, είδα φώτα να σαλεύουν και να προχωρούν... Έπειτα τραβήχτηκα πίσω, στο εσωτερικό του βαγονιού. Η κλινάμαξα δεν ήταν εντελώς κατειλημένη· ένα κλινοθέσιο δίπλα στο δικό μου ήταν άδειο, δεν το είχαν ετοιμάσει γιά ύπνο και αποφάσισα να βολευτώ εκεί μέσα και να περάσω μιά γαλήνια ώρα μελέτης. Πήρα λοιπόν το βιβλίο μου και εγκαταστάθηκα. Ο καναπές είναι ντυμένος με μεταξωτό ύφασμα, που έχει το χρώμα του σολωμού, πάνω στο πτυσσόμενο τραπεζάκι υπάρχει το σταχτοδοχείο, η λάμπα του γκαζιού φωτίζει. Κι εγώ διάβαζα καπνίζοντας.Ο ελεγκτής της κλινάμαξας μπαίνει μέσα με ύφος υπηρεσιακό, ζητάει το φυλλάδιο του εισιτηρίου μου γιά τη νύχτα και εγώ το παραδίνω στα μαυριδερά του χέρια. Οι κουβέντες του είναι ευγενικές, ωστόσο απολύτως υπηρεσιακές, πετάει σ’όλους με τη σειρά βιαστικά μιά “καληνύχτα” και συνεχίζει γιά να χτυπήσει την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος. Όμως αυτό θα όφειλε να το προσπεράσει, γιατί εκεί μέσα ήταν εγκατεστημένος ο κύριος με τις γκέτες, και έστω λοιπόν, ότι ο κύριος δεν ήθελε να επιτρέψει να δουν το σκύλο του, ή ότι μόλις είχε πλαγιάσει, κοντολογής, θύμωσε τρομερά, επειδή επιχείρησαν να τον ενοχλήσουν, και παρ’όλο το θόρυβο του τραίνου πάνω στις ράγες, άκουσα καθαρά μέσα από το λεπτό ξύλινο χώρισμα, το άμεσο και πρωτόγονο ξέσπασμα της οργής του. “Τι τρέχει;” φώναξε. “Αφήστε με στην ησυχία μου - όρνιο!”. Μεταχειρίστηκε την έκφραση “όρνιο”, μιά έκφραση ενός κυρίου καθώς πρέπει, μιά έκφραση αντάξια ενός ιππέα, ενός ιππότη, μιά έκφραση που σού τονώνει το ηθικό να την ακούς. Μα ο ελεγκτής της κλινάμαξας άρχισε τις διαπραγματεύσεις, αφού όντως έπρεπε να ελέγξει το εισιτήριο του κυρίου, και καθώς βγήκα στο διάδρομο γιά να τα παρακολουθήσω όλα από κοντά, είδα λοιπόν κι εγώ ν’ανοίγει επιτέλους λιγάκι η πόρτα με μιά μικρή σπρωξιά και το φυλλάδιο του εισιτηρίου να πετάγεται πάνω στο πρόσωπο του ελεγκτή, με δύναμη και ορμή να πετάγεται πάνω στο πρόσωπό του. Το έπιασε με τα δυό του χέρια, και μολονότι η μία άκρη τον είχε πάρει στο μάτι και κείνο δάκρυσε, αυτός στάθηκε προσοχή και ευχαρίστησε, φέρνοντας το χέρι στο πηλήκιο. Ταραγμένος γύρισα πίσω στο βιβλίο μου.Αναρωτιέμαι, τι τάχα θα μ’εμπόδιζε να καπνίσω ένα πούρο ακόμη, και βρίσκω ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο που έχω να κάνω. Καπνίζω λοιπόν ένα ακόμη όπως το τραίνο τρέχει κι εγώ διαβάζω, και αισθάνομαι ωραία και εμπνευσμένα. Η ώρα περνάει, πήγε δέκα, δέκα και μισή, ή και περισσότερο, οι επιβάτες της κλινάμαξας έχουν πέσει όλοι γιά ύπνο, και γω συμβιβάζομαι επιτέλους με την ιδέα να τούς μιμηθώ.Σηκώνομαι λοιπόν και πηγαίνω στον κοιτώνα μου. Ένα αληθινό, πολυτελές καμαράκι με καλοστρωμένη δερμάτινη επένδυση, κρεμάστρες γιά τα ρούχα και επινικελωμένο νιπτήρα. Το κάτω κρεβάτι, πάλλευκο, είναι στρωμένο, η κουβέρτα ελκυστικά ανεστραμμένη. Ω, νέοι καιροί! σκέφτομαι. Πλαγιάζεις σ’αυτό το κρεβάτι, σαν στο σπίτι σου, θα κουνηθείς λίγο τη νύχτα, και αυτό έχει σαν επακόλουθο το πρωί να βρίσκεσαι στη Δρέσδη. Πήρα την τσάντα μου απ’το δίχτυ, να κάνω λίγο την τουαλέτα μου. Με τα μπράτσα ανασηκωμένα την κρατούσα πάνω απ’το κεφάλι μου.
Τη στιγμή αυτή συμβαίνει το σιδηροδρομικό ατύχημα. Το θυμάμαι σα να’ταν σήμερα.Έγινε ένα σπρώξιμο, - αλλά “σπρώξιμο” δεν θα πει τίποτα. Ήταν ένα σπρώξιμο που μόνο ξεδιάντροπο μπορείς να το χαρακτηρίσεις, ένα σπρώξιμο αποτρόπαια θορυβώδες και με τέτοια βιαότητα, που έκανε να πετάξει - δεν ξέρω κατά πού - η τσάντα μου απ’τα χέρια και εγώ ο ίδιος εκσφενδονίστηκα με τον αγκώνα μου πάνω στον τοίχο και χτύπησα. Κατά τ’άλλα, δεν έμενε ούτε ο ελάχιστος χρόνος γιά να συνειδητοποιήσει κανείς τι συμβαίνει. Αυτό όμως που ακολούθησε ήταν ένα τρομερό τράνταγμα του βαγονιού, που όσο κράτησε, είχες την ευχέρεια να φοβηθείς με όλη σου την άνεση. Ένα βαγόνι τραίνου τραντάζεται ασφαλώς στις κλειστές ή ανοιχτές στροφές, αυτό είναι δεδομένο. Αλλά τούτο δω, ήταν ένα τράνταγμα, όπου δεν μπορούσες καν να σταθείς όρθιος, όπου πεταγόσουν από τη μιά γωνιά στην άλλη, όπου επέκειτο από στιγμή σε στιγμή η ανατροπή του βαγονιού.Έκανα μιά πολύ απλή σκέψη, αλλά σκέψη συγκεκριμένη και αποκλειστική. Σκέφτηκα: “δεν πάμε καλά, δεν πάμε καλά, δεν πάμε καθόλου καλά.” Έτσι, λέξη προς λέξη. Κι ακόμη σκέφτηκα: “Σταμάτα! Σταμάτα! Σταμάτα!” Γιατί ήξερα, πως μόλις το τραίνο σταματήσει, πάρα πολλά θα μπορούσαν να αποτραπούν. Και ιδού, που σ’ αυτήν τη σιωπηρή και εκ βαθέων προσταγή μου, το τραίνο σταμάτησε.Μέχρις στιγμής, σιγή θανάτου επικρατούσε στο βαγόνι. Τώρα όμως ξέσπασε ο τρόμος. Διαπεραστικές κραυγές κυριών ανακατεύονται με υπόκωφες φωνές έκπληξης των αντρών. Δίπλα μου ακούω να φωνάζουν “βοήθεια!”, και, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι η φωνή του κυρίου που μεταχειρίστηκε πριν από λίγο την έκφραση “όρνιο”, είναι η φωνή του κυρίου με τις γκέτες, η παραμορφωμένη από το φόβο φωνή του. “Βοήθεια!” φωνάζει, και τη στιγμή που βγαίνω στο διάδρομο, όπου τρέχουν όλοι μαζί οι επιβάτες, πετάγεται ντυμένος με μιά μεταξωτή νυχτικιά απ’τον κοιτώνα του και στέκεται κει με βλέμμα παράφρονος. “Μεγάλε Θεέ!” φωνάζει, “Παντοδύναμε Θεέ!”. Και γιά να ταπεινωθεί ολοκληρωτικά και έτσι ίσως να αποτρέψει τον αφανισμό του, συμπηρώνει σ’έναν τόνο ικεσίας : “Θεούλη μου...” Ξαφνικά όμως κάνει μιά δεύτερη σκέψη και αποφασίζει να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ορμάει σ’ένα εντοιχισμένο ντουλαπάκι, όπου βρίσκονται γιά κάθε ενδεχόμενο κρεμασμένα ένα τσεκούρι κι ένα πριόνι, σπάει με τη γροθιά του το τζάμι, αλλά μιάς και δεν τα καταφέρνει, παρατάει τα εργαλεία, κι ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους συγκεντρωμένους επιβάτες, με αποτέλεσμα να ακουστούν ξανά κραυγές απ’ τις ημίγυμνες κυρίες, και πηδάει στο κενό.Ολ’αυτά ήσαν το έργο μιάς στιγμής μόνο. Μόλις τώρα συνειδητοποίησα το φόβο μου: μιά κάποια αστάθεια στη ράχη, μιά πρόσκαιρη ανικανότητα να ξεροκαταπιώ. Οι πάντες συνωθούνταν γύρω απ’τον ελεγκτή με τα μαυριδερά χέρια, που με κοκκινισμένα μάτια είχε κι αυτός πλησιάσει. Οι κυρίες, με γυμνούς τους ώμους και τα μπράτσα, σταύρωναν τα χέρια στο στήθος.Ήταν μιά εκτροχίαση, εξήγησε ο άνθρωπος, είχαμε εκτροχιαστεί. Πράγμα που δεν αλήθευε, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Αλλά να που ο άνθρωπος, κάτω απ’αυτές τις συνθήκες, έγινε ομιλητικός, άφησε κατά μέρος το υπηρεσιακό του φλέγμα, τα μεγάλα γεγονότα τού έλυσαν τη γλώσσα, και έβγαλε στη φόρα τα οικογενειακά του. “Και τής τό’χα πει της γυναίκας μου: γυναίκα, σ’το λέω, απόψε κάτι θα γίνει!” Και έγινε, βέβαια, το σώσε. Ναι, σ’ αυτό όλοι τού δίνουν δίκιο. Καπνός ξεχύθηκε μες στο βαγόνι, πυκνός ατμός, δεν ήξερε κανείς από πού ερχόταν, και προτιμήσαμε όλοι να βγούμε έξω μέσα στη νύχτα.Κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, μόνο μ’ένα πήδημα απ’το αρκετά ψηλό σκαλί της πόρτας του βαγονιού, μιάς και δεν υπήρχε αποβάθρα διαθέσιμη, και επιπλέον το βαγόνι μας ήταν αισθητά γερμένο προς την αντίθετη πλευρά. Μα οι κυρίες που είχαν βιαστικά καλύψει τις γύμνιες τους, πήδηξαν έξω αλαφιασμένες, και σε λίγο στεκόμασταν όλοι ανάμεσα στις σιδηροτροχιές.
Ήταν σχεδόν κατασκότεινα, έβλεπε κανείς ωστόσο, πως τα βαγόνια πίσω μας έμεναν βασικά άθιχτα, έστω κι αν έγερναν στο πλάι. Μπροστά όμως, - δεκαπέντε με είκοσι βήματα πιό μπροστά! Δεν είχε αναίτια ηχήσει τόσο απαίσια κείνο το σπρώξιμο. Μιά αχανής έκταση από συντρίμμια απλωνόταν εκεί πέρα, - όταν πλησίαζες έβλεπες τα όρια της, και τα φαναράκια των σιδηροδρομικών έψαχναν κατά κει, στα κουτουρού.Κατέφθασαν νεώτερα από κει κάτω, αναστατωμένοι άνθρωποι που έφερναν ειδήσεις σχετικά με την κατάσταση. Βρισκόμασταν κοντά σ’ένα μικρό σταθμό, λίγο πιό πέρα από το Ρέγκενσμπούργκ και εξαιτίας ενός ελαττωματικού κλειδιού στη διασταύρωση, η ταχεία μας είχε περάσει σε λάθος γραμμή και είχε πέσει με πλήρη ταχύτητα πάνω στη ράχη ενός φορτηγού τραίνου που στάθμευε εκεί, το είχε πετάξει έξω απ’τη γραμμή του, τού σμπαράλιασε το πίσω μέρος και αυτή η ίδια είχε ταλαιπωρηθεί πολύ άσχημα. Η μεγάλη ταχεία ατμομηχανή της φίρμας “Μαφφάϊ” του Μονάχου είχε εξολοθρευθεί και χωριστεί στα δύο. Ζημιά αξίας εβδομήντα χιλιάδων μάρκων. Και στα μπροστινά βαγόνια που είχαν σχεδόν σωριαστεί στο πλάι, τα μισά καθίσματα είχαν χωθεί το ένα μέσα στο άλλο. Όχι, ανθρώπινα θύματα δεν υπήρχαν, δόξα τω Θεώ, γιά να θρηνήσει κανείς. Κάτι ακούστηκε γιά μιά ηλικιωμένη γυναίκα που την είχαν “ανασύρει”, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Εν πάση περιπτώσει, άνθρωποι είχαν πέσει ο ένας πάνω στον άλλο, παιδιά είχαν βρεθεί θαμμένα κάτω από αποσκευές, και ο τρόμος ήταν μεγάλος. Η σκευοφόρος είχε κατασυντριβεί. Τι είχε πάθει η σκευοφόρος; Είχε κατασυντριβεί.Στάθηκα ακίνητος....
Ένας σιδηροδρομικός, χωρίς πηλήκιο, τρέχει κατά μήκος της αμαξοστοιχίας, είναι ο σταθμάρχης που αγριεμένα και κλαψιάρικα δίνει εντολές στους επιβάτες, να τούς κρατήσει πειθαρχημένους και να τούς στείλει από τις γραμμές πίσω στα βαγόνια τους. Κανείς όμως δεν τού δίνει σημασία, αφού ούτε πηλήκιο φοράει, ούτε τη θέση του κρατάει. Δύστυχε άνθρωπε! Σίγουρα αυτός έφερε την ευθύνη. Ίσως η καριέρα του να τερματιζόταν, η ζωή του να καταστρεφόταν. Θα ήταν αδιακρισία να τον ρωτήσει κανείς γιά τις αποσκευές.Ένας άλλος σιδηροδρομικός έρχεται από κει, έρχεται κουτσαίνοντας, και τον αναγνωρίζω χάρη στα χωροφυλακίστικα μουστάκια του. Είναι ο ελεγκτής, ο δύστροπος, άγρυπνος ελεγκτής της αποψινής βραδιάς, αυτός, το κράτος, ο πατέρας μας. Κουτσαίνει σκυμμένος, με το ένα χέρι πάνω στο γόνατό του, τίποτ’άλλο δεν τον μέλει αυτή τη στιγμή, όσο αυτό το γόνατο.“Αχ”, λέει, “αχ!” - “Λοιπόν, λοιπόν, τι τρέχει;” - “Αχ, κύριέ μου, ήμουν χωμένος εκεί ανάμεσα, μού’ρθε κατάστηθα, διέφυγα μέσω της στέγης, αχ, αχ!” - Αυτό το “διέφυγα μέσω της στέγης”, μύριζε δημοσιογραφική ανταπόκριση, ο άνθρωπος σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούσε κάθε μέρα τη λέξη “διέφυγα”, είχε μάλλον βιώσει το ατύχημά του, πολύ περισσότερο ως δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, παρά σαν ατύχημα καθ’εαυτό, αλλ’αυτό, σε τι με βοηθούσε εμένα; Πληροφορίες γιά το χειρόγραφό μου δεν ήταν σε θέση να μού δώσει. Έτσι ρώτησα γιά τις αποσκευές έναν νεαρό, που ερχόταν φρέσκος, φρέσκος, περισπούδαστος και ξαναμμένος από τον χώρο των ερειπίων.“Λοιπόν κυριέ μου, κανείς δεν ξέρει, πώς είναι τα πράγματα εκεί κάτω!”. Και το ύφος του, μού έδειχνε, πως έπρεπε να είμαι ευχαριστημένος, που εξακολουθώ να είμαι αρτιμελής. “Όλα εκεί πέρα είναι άνω-κάτω. Παπούτσια γυναικεία...”, είπε με μιά χειρονομία καταστροφής, σα νά’θελε να δείξει το μέγεθος του ολέθρου και φύσηξε τη μύτη του. “Τα σωστικά συνεργεία θα δείξουν τι έχει απομείνει. Παπούτσια γυναικεία ...”
Στάθηκα ακίνητος. Εκεί, εντελώς μόνος με τον εαυτό μου, στεκόμουν μες στη νύχτα, ανάμεσα στις σιδηροτροχιές, κι αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς μου. Σωστικά συνεργεία. Θα αναλάμβαναν το χειρόγραφό μου, σωστικά συνεργεία. Κατεστραμμένο λοιπόν, κουρελιασμένο, κατασυντριμμένο ίσως. Η κυψέλη μου, το καλλιτεχνικό μου υφάδι, η σοφή μου αλεποφωλιά, ο μόχθος μου κι η περηφάνειά μου, ό,τι καλύτερο υπάρχει από μένα. Τι θα έκανα, εάν ήταν αλήθεια; Δεν είχα αντίγραφο από αυτό που είχα κιόλας φτιάξει, αυτό που είχε όλο συναρμολογηθεί και σφυριλατηθεί, ήδη ζούσε και ηχούσε - ούτε λόγος να γίνεται γιά τις σημειώσεις μου και τις σπουδές μου, γιά όλον αυτόν το θησαυρό από υλικό, τον συναγμένο επί χρόνια, τον αποκτημένο, αφουγκρασμένο, υφαρπαγμένο, εξορυγμένο με κόπο. Τί θα’κανα τώρα; Άσκησα αμέσως αυτοέλεγχο, και διέγνωσα πως έπρεπε να ξεκινήσω απ’την αρχή. Ναι, με ζωώδη υπομονή, με την καρτερικότητα ενός ταπεινού γήϊνου πλάσματος, που τού κατέστρεψαν το αλλόκοτο και περίπλοκο έργο της μικρής του οξύνοιας και επιμέλειας, θα ξανάρχιζα όλη την εργασία απ’την αρχή, ύστερα από την πρώτη αυτή στιγμή της ταραχής και της αμηχανίας, και ίσως ετούτη τη φορά να γινόταν κάπως ευκολώτερα ...
Αλλά, στο μεταξύ, είχε φτάσει η Πυροσβεστική, με δάδες, που έριχναν κόκκινο φως, πάνω, στα συντρίμμια και όταν πήγα μπροστά, να δω τι απέγινε η σκευοφόρος, τότε φάνηκε πως ήταν σχεδόν άθιχτη και πως οι αποσκευές δεν είχαν πάθει τίποτα. Τα πράγματα και τα εμπορεύματα που κείτονταν εκεί κατεστραμμένα, προέρχονταν από το φορτηγό τραίνο, και ήταν μιά ατέλειωτη μάζα από κουβάρια σπάγγων προπάντων, μιά θάλασσα από κουβάρια που απλωνόταν στο έδαφος ως πέρα.Τότε ανάσανα, και ανακατεύτηκα με τον κόσμο που έστεκε εκεί και φλυαρούσε και εξοικειώνονταν μεταξύ τους με την ευκαιρία της περιπέτειάς τους και καυχησιολογούσαν και παριστάναν τους σπουδαίους. Το μόνο που ήταν βέβαιο, ήταν πως ο μηχανοδηγός είχε φανεί γενναίος και είχε αποσοβήσει ένα μεγάλο δυστύχημα, τραβώντας την τελευταία στιγμή το σήμα κινδύνου. Ειδεμή, έλεγαν, αναμφίβολα, θα γινόμασταν όλοι κομμάτια, και το τραίνο ασφαλώς θα γκρεμοτσακιζόταν από την αριστερή μεριά, που ήταν επικίνδυνα επικλινής. Αξιέπαινε μηχανοδηγέ! Δεν φαινόταν πουθενά, κανένας δεν τον είχε δει. Όμως η δόξα του κυριαρχούσε σ’όλο το μήκος της αμαξοστοιχίας και μεις τον επαινούσαμε, εν απουσία του. “Ο άνθρωπος αυτός”, έλεγε ένας κύριος και έδειχνε με τεντωμένο χέρι, κάπου μέσα στη νύχτα, “ο άνθρωπος αυτός, μάς έσωσε όλους”. Και όλοι κουνούσαν τα κεφάλια τους επιδοκιμάζοντας. Το τραίνο μας όμως στεκόταν πάνω σε λάθος γραμμή, και έτσι χρειάστηκε να το προφυλάξουν μην τυχόν και το χτυπούσε κάποιο άλλο τραίνο στη ράχη. Έτσι, σκαρφάλωσαν πάνω στο τελευταίο βαγόνι, άνδρες της Πυροσβεστικής, κρατώντας στο χέρι δαυλούς από θειάφι, και ο ξαναμμένος νεαρός που με είχε τόσο πανικοβάλει με τα γυναικεία παπούτσια του, είχε αρπάξει μιά δάδα και έκανε μ’αυτήν σινιάλα, μολονότι, σ’όλα τα μήκη και πλάτη, δεν φαινόταν κανένα τραίνο νά’ρχεται.Και σιγά-σιγά, έμπαινε κάποια τάξη στην κατάσταση και το κράτος, ο πατέρας μας, επανακτούσε φρόνημα και υπόληψη. Είχαν τηλεγραφήσει και είχαν κάνει όλα τα διαβήματα, ένα βοηθητικό τραίνο από το Ρέγκενσμπούργκ έμπαινε προσεχτικά μες στο σταθμό ξεφυσώντας ατμούς και μεγάλες λάμπες γκαζιού με αντανακλαστήρες είχαν τοποθετηθεί δίπλα στο σωρό των συντριμμιών. Σ’εμάς τους επιβάτες, έκαναν έξωση, και μάς υπέδειξαν να περιμένουμε στο σπιτάκι του σταθμού την επικείμενη διακίνησή μας. Με τις βαλίτσες στο χέρι, μερικοί μάλιστα είχαν και τα κεφάλια τους μπανταρισμένα, τραβήξαμε, περνώντας μες από μιά σειρά περίεργων παρατεταγμένων ντόπιων, προς τη μικρή αίθουσα αναμονής, όπου μαντρωθήκαμε, στα πρόχειρα. Και ξανά, μετά μία ώρα, στοιβάχτηκαν, όπως-όπως, οι πάντες σ’ένα βοηθητικό τραίνο.
Είχα ένα εισιτήριο της πρώτης θέσης (μιάς και μού πληρώναν το ταξίδι), αλλ’αυτό δεν μού χρησίμευε σε τίποτε, γιατί όλοι είχαν δείξει την προτίμησή τους γιά την πρώτη θέση, και τα διαμερίσματα αυτά είχαν γεμίσει περισσότερο απ’όλα τ’άλλα. Και εκεί που βρήκα, επιτέλους, και εγώ τη θεσούλα μου, ποιόν παίρνει το μάτι μου λοξά απέναντί μου, στριμωγμένο σε μιά γωνιά; Τον κύριο με τις γκέτες και τις ιπποτικές εκφράσεις, τον ήρωά μου. Δεν έχει το σκυλάκι του μαζί, τού το πήρανε, παρά και ενάντια σε όλα τα κυριαρχικά του δικαιώματα,και τό’χουν κλεισμένο σε μιά σκοτεινή κλούβα πίσω από τη μηχανή κι εκείνο σκούζει. Ο κύριος έχει κι αυτός ένα κίτρινο εισιτήριο, που δεν τού χρησιμεύει σε τίποτα, και μουρμουρίζει, κάνει μιά προσπάθεια να καταφερθεί κατά του Κομουνισμού, κατά της απόλυτης ισοπέδωσης των πάντων, ενώπιον της Αυτού Εξοχότητάς του. Κάποιος όμως τού αποκρίνεται στα ίσα: “Νά’στε’φχαριστημένος που τουλάχιστο καθόσαστε!” Και μ’ένα ξινό χαμόγελο, ο κύριος υποτάσσεται στην τρελοκατάσταση. Ποιά ειν’αυτή που μπαίνει μέσα, στηριζόμενη από δυό πυροσβέστες; Μιά μικρή κυρούλα, μιά μητερούλα με τριμμένη μπόλια, η ίδια αυτή που παρά τρίχα θ’ ανέβαινε στη δεύτερη θέση. “Είν’αυτού η πρώτη θέση;” ρωτάει ξανά και ξανά. “Είναι στ’αλήθεια εδώ η πρώτη θέση;” Και όταν τής το επιβεβαιώνουν και τής κάνουν χώρο να καθήσει, βυθίζεται μ’ένα “δόξα σοι ο Θεός”, στο βελουδένιο μαξιλάρι, σα νά’χε τώρα μόλις σωθεί. Μες στον σταθμό είχε πάει πέντε η ώρα και είχε ξημερώσει. Εκεί πρόσφεραν πρωϊνό, και από κει με παρέλαβε μιά ταχεία, που μ’έφερε, εμένα και τα υπάρχοντά μου, με τρεις ώρες καθυστέρηση, στη Δρέσδη.
Ναι, αυτό ήταν το σιδηροδρομικό ατύχημα που εβίωσα. Και μολονότι οι ορθολογιστές μπορεί να έχουν αντιρρήσεις, εγώ πιστεύω, να έχω την καλή τύχη, να μη με βρει σύντομα ξανά ένα παρόμοιο.
1/12/1896. Ρωσική Αυτοκρατορία. Γεννήθηκε ο περίφημος Ρώσος στρατάρχης Ζούκωφ (Гео́ргий Константи́нович Жу́ков Καλούγκα, 1/12/1896 - Μόσχα, 18/6/974). Ο γυιός του πάμφτωχου τσαγκάρη “Κόστια-γκρεκ”), έγινε γνωστός παγκοσμίως ως ο κύριος στρατιωτικός ηγέτης της «σοβιετικής» αντεπίθεσης κατά των Γερμανών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Βερολίνου. Παρέμεινε μία, από τις πιο αγαπητές προσωπικότητες και μέχρι σήμερα, αποτελεί, για την ρωσική συλλογική συνείδηση, μια πατρική φιγούρα, που γνωρίζει, καλά, τις δυσκολίες του απλού στρατιώτη και αγαπά βαθιά την πατρίδα του. Διακρινόταν, για τον ενδελεχή σχεδιασμό των επιχειρήσεων, που αναλάμβανε, την σκληρή πειθαρχία των μονάδων του και την επιμονή να διεκδικεί την νίκη, έως την τελευταία στιγμή. Είχε αιχμηρή γλώσσα, έβριζε πολύ, αλλά δικαιολογούσε τον εαυτό του, λέγοντας ότι, όταν χιλιάδες ζωές διακυβεύονταν και μια μεγάλη επιχείρηση εξελίσσονταν, δεν υπήρχε χρόνος, για λεπτότητες.
Ήταν ένας, από τους λίγους ανώτατους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, που γλίτωσαν, από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937 - 1939, πιθανόν, επειδή εκείνη την περίοδο διοικούσε την 1η Σοβιετική Στρατιά της Μογγολίας, που πολεμούσε, εναντίον των Ιαπώνων. Στον σύντομο αυτό πόλεμο, ο οποίος προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου, ο Ζούκωφ διακρίθηκε για την πρωτοποριακή χρήση των μηχανοκίνητων δυνάμεων, που του έφεραν την νίκη, στην Μάχη του Χαλχίν Γκολ και το παράσημο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Το 1940 προήχθη, σε στρατηγό και επιτελάρχη του Κόκκινου Στρατού. Το 1975, δόθηκε το όνομά του, στον αστεροειδή 2132. Σε πολλές πόλεις της πρώην Σοβιετικής Ένωσης βρίσκονται αγάλματά του, στα περισσότερα, από τα οποία εμφανίζεται έφιππος. Μάλιστα, είναι ένας, από τους λίγους Ρώσους, του οποίου τα αγάλματα επιβίωσαν, στις νέα μετασοβιετικά κράτη και μετά την ανεξαρτητοποίησή τους. Τέλος, το 1995, αναμένοντας την συμπλήρωση ενός αιώνα, από την γέννησή του, η Ρωσική Ομοσπονδία καθιέρωσε το «Μετάλλιο Ζούκωφ».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ. Ο Πόντιος φιλόσοφος Θεοχάρης Κεσσίδης, μέλος της Ακαδημίας της Μόσχας, μελέτησε την καταγωγή του Ζούκωφ και τα αποτελέσματά του δημοσιεύθηκαν, στην “σοβιετική” επιθεώρηση «Νέοι Καιροί», τον Μάϊο του 1990. Όπως φαίνεται, στα χωριά της ρωσικής περιφέρειας Καλούγκα, από όπου κατάγεται ο Ζούκωφ, μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, κατοίκησαν Έλληνες. Όπως είχε δηλώσει, επίσης, ο Ρώσος αξιωματούχος Γαβριήλ Ποπώφ, ελληνικής καταγωγής, για τον Ζούκωφ : το παρατσούκλι του πατέρα του ήταν «Κόστια-γκρεκ» (Κώστας ο Έλληνας). Ο Ποπώφ, δήμαρχος Μόσχας το 1991-1992, αποκαλείτο και "Ρώσος Δουκάκης". Ο Ζούκωφ, πριν από τον θάνατό του, είχε μιλήσει ο ίδιος, στην κόρη του Ελίνα, για τις ελληνικές του ρίζες. Είχε 4 κόρες και όταν ήσαν μικρές, συνήθιζε να τους λέει, χαριτολογώντας, ότι «το γένος μας φθάνει, μέχρι τους αρχαίους Έλληνες». Η εγγονή του ζεί, σήμερα, στην Αθήνα παντρεμένη, με Ελληνα.
ΖΓια τους σύγχρονους Έλληνες, είχε, επίσης, εκφράσει τον θαυμασμό του, λέγοντας : «Εάν ο Ρωσικός λαός κατόρθωσε να ορθώσει αντίσταση, μπροστά, στις πόρτες της Μόσχας, να συγκρατήσει και να ανατρέψει τον Γερμανικό χείμαρρο, το οφείλει, στον ελληνικό λαό, που καθυστέρησε τις γερμανικές μεραρχίες, όλον τον καιρό, που θα μπορούσαν να μας γονατίσουν. Η γιγαντομαχία της Κρήτης υπήρξε η κορύφωση της ηλληνικής προσφοράς». [Απόσπασμα, από τα απομνημονεύματά του, για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο]".
πληροφορίες από διαδίκτυο καί Leonidas C. Aposkitis
11/1921. Παρίσι. Ξεκίνησε, στο Δικαστήριο των Βερσαλλιών, η δίκη του Ανρί Ντεζιρέ Λαντρί. Εκατοντάδες Γάλλοι ταξίδεψαν, εκεί, για να παρακολουθήσουν την διαδικασία. Βοήθησε το κατηγορητήριο, σε βάρος του Λαντρί, το επικοινωνιακό ύφος του, με πνευματώδη σχόλια, προς την έδρα και πράξεις αβρότητας προς γυναίκες του κοινού, και η σταθερή πεποίθησή του ότι ήταν αθώος.
Ο Λαντρί ήταν παντρεμένος και πατέρας 4 παιδιών, σχετικά, μορφωμένος, για την εποχή του. Μετά, από μια σειρά συμβατικών επαγγελμάτων, άρχισε τις απάτες. Άλλοτε, εμφανιζόταν, ως εφευρέτης και αποσπούσε χρήματα επενδυτών και άλλοτε, υποδυόταν τον επενδυτή και ξάφριζε κόσμο. Μπήκε αρκετές φορές, στην φυλακή, αλλά συνέχισε τις απάτες. Η τελευταία καταδίκη του περιελάμβανε καταναγκαστικά έργα, στη Νέα Καληδονία (κάτι, σαν την ποινή του Πεταλούδα). Δεν την εξέτισε ποτέ, διότι κρύφτηκε, με ψεύτικη ταυτότητα και λόγω του Α' Π.Π., οι αρχές είχαν, πλέον, άλλες προτεραιότητες.
Κατά τον πόλεμο, ο Λαντρί ανακάλυψε, ότι πολλές Γαλλίδες είχαν μείνει χή ρες και αναζητούσαν συντροφιά. Άρχισε να καταχωρεί αγγελίες, σε εφημερίδες. Παρουσιαζόταν, ως χήρος, ή πάντα, εύπορος και ρομαντικός και με ψευδώνυμα. Είχε νοικιάσει μια βίλα, έξω από το Παρίσι, όπου διέμειναν κάποιες, εξ όσων, του απάντησαν. Όλα έμοιαζαν, φυσιολογικά.
Μετά την εξαφάνιση μιας, εκ των γυναικών, που είχαν έλθει, σε επαφή, με τον Λαντρί, οι αρχές ξεκίνησαν να τον ερευνούν. Ήταν, το 1919. Όταν έψαξαν την βίλα, βρήκαν θραύσματα ανθρωπίνων οστών, ίχνη, από γυναικεία ενδύματα και ένα σημειωματάριο, με αναφορές, σε 283 γυναίκες, με τις οποίες ο Λαντρί είχε αλληλογραφήσει. Από αυτές, οι 72 είχαν εξαφανιστεί. Ακόμη, οι αρχές ανακάλυψαν, ότι ο Λαντρί κυκλοφορούσε, με πλαστή ταυτότητα. Συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες.
Παρότι δεν βρέθηκαν, ποτέ, πτώματα, ο Λαντρί καταδικάστηκε, για 11 ανθρωποκτονίες, από πρόθεση, διότι τα λοιπά στοιχεία, σε βάρος του, ήσαν συντριπτικά. Εκτελέστηκε, τον Φεβρουάριο του 1922. Ο Τσάρλι Τσάπλιν εμπνεύστηκε, από τον Λαντρί, για την ταινία "Ο κύριος Βερντού":
Εκείνο το πρωινό, εργάτες και υπάλληλοι του δήμου αποσυναρμολογούσαν μια εξέδρα, με τρεις κρεμάλες, που είχε στηθεί, στον χώρο εκτελέσεων, στο Γουδή. Ένα 24ωρο, πριν, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν, εκεί. Ήταν 27 Νοεμβρίου του 1925, οι πρόσφυγες, από την Μικρασία. ακόμη, δεν είχαν τόπο να σταθούν και η Ελλάδα «απολάμβανε» δικτατορία Παγκάλου, με φούστες συγκεκριμένου ύψους και άλλες φαιδρότητες, αλλά και σοβαρά γεγονότα.
Ένα τέτοιο σοβαρό γεγονός και πιο συγκεκριμένα, μια δημόσια εκτέλεση, έσπευσαν να παρακολουθήσουν οι Αθηναίοι. Το ικρίωμα είχε στηθεί, ο δήμιος, ονόματι, Κοτρωνάρος είχε προσληφθεί, από αγγελία, τρεις κρεμάλες είχαν δεθεί και περίμεναν τους θανατοποινίτες.
Θανατοποινίτες, που δεν ήσαν, ούτε φονιάδες, ούτε ληστές· ήσαν «καταχραστές δημοσίου χρήματος» : Ο Αντισυνταγματάρχης Διαχειρίσεως Υλικού, Διονύσιος Δρακάτος και ο Διευθυντής της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, Γεώργιος Ζαριφόπουλος είχαν καταδικαστεί «εις θάνατον, δι’ απαγχονισμού», από το Α’ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Κατηγορία; Το ότι «…δια πλαστογραφιών και απατών και άλλων αθεμίτων μέσων, αφήρεσαν, κατά διαφόρους εποχάς, χρήματα του δημοσίου».
Στο εδώλιο, είχαν καθίσει τρεις στρατιωτικοί, ένας αστυνομικός, ένας πρώην στρατιωτικός και 16 πολίτες. Το αφαιρεθέν ποσό - σύμφωνα, με το παραπεμπτικό βούλευμα - ανερχόταν, σε 25 εκατομμύρια δραχμές. Πώς είχε διαπραχτεί η απάτη; Μέλη της ομάδας των επιτηδείων παρουσιάζονταν, στις Αρχές και διεκδικούσαν χρηματικά ποσά, για δήθεν επιτάξεις περιουσιακών τους στοιχείων, κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία. Με βάση τις δηλώσεις τους και με την βοήθεια των αξιωματικών, που ήσαν μυημένοι, στην απάτη, εκδίδονταν, υπέρ τους, εντάλματα πληρωμών.
ΤΡΕΙΣ ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ, Ο ΕΝΑΣ ΕΛΑΒΕ ΧΑΡΗ.
Τρεις, από τους κατηγορουμένους, καταδικάσθηκαν, στην εσχάτη των ποινών, ο αντισυνταγματάρχης Υλικού Πολέμου Διονύσιος Δρακάτος, ο αντισυνταγματάρχης της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος και ο έμπορος Αριστείδης Αϊδινλής, δύο, σε ισόβια δεσμά, επτά, σε διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ οι υπόλοιποι εννέα κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Άμεσα, ο πρόεδρος και τα μέλη του Στρατοδικείου, όπως και ο κυβερνητικός επίτροπος παρουσιάστηκαν, στον πρωθυπουργό Θεόδωρο Πάγκαλο και διετύπωσαν την ευχή του Δικαστηρίου, όπως μη εκτελεστεί η απόφαση των, εις θάνατον, καταδικασθέντων δεδομένου ότι: «…είς άπαντα τα πεπολιτισμένα κράτη δεν εφαρμόζεται η εσχάτη των ποινών, δια παρόμοια αδικήματα». Οι ίδιοι επισκέφτηκαν και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη και διετύπωσαν το ίδιο αίτημα. Ο Κουντουριώτης κάλεσε τον Πάγκαλο, στο σπίτι του, του είπε, για το αίτημα, με το οποίο συμφωνούσε και ο ίδιος. Ο Πάγκαλος κάλεσε, με την σειρά του, τα μέλη του δικαστηρίου και τους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μην εκτελεστεί η ποινή, για τον (πολίτη) Αϊδινλή. Στην Ελλάδα, ο, δι΄ αγχόνης, θάνατος είχε εισαχθεί, από τις 20 Ιούλιου του 1925, με διάταγμα της Κυβέρνησης Παγκάλου, προς παραδειγματισμό, επί καταχρήσεων του δημοσίου. Το σχετικό εκείνο διάταγμα καταργήθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1926.
ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ ΓΕΎΜΑ ΜΕ ΚΟΚΟΡΈΤΣΙ!
Οι μελλοθάνατοι πήραν το δρόμο, για τον τόπο της εκτέλεσης. Σύμφωνα, με τον Τύπο της εποχής, το τελευταίο γεύμα τους ήταν κοκορέτσι, μαρίδες σταφύλια και ρετσίνα!
«Πλήθος κόσμου, πάσης ηλικίας, πάσης τάξεως και φύλου κατέκλυσε τον ευρύ χώρον, όπου θα εγένετο η εκτέλεσις, πολύ προ της καθορισθείσης ώρας. Υπήρχον πολλοί, οίτινες και διενυκτέρευσαν, εκεί. Από της 7ης, δε, ώρας, μια ατελεύτητος σειρά αυτοκινήτων εκόμιζε, διαρκώς, νέα κύματα κόσμου», έγραφαν οι εφημερίδες.
Και οι κρεμάλες υποδέχτηκαν τα θύματά τους. Στην μέση ενός αποψιλωμένου χώρου τριγυρισμένου, από ψηλούς ευκάλυπτους, είχε στηθεί το ικρίωμα. Από τον οριζόντιο στύλο, κρέμονταν τρία σχοινιά, που κατέληγαν, σε βρόχο. Γύρω, από το ικρίωμα, ήσαν παρατεταγμένα τάγματα πεζικού και μία ίλη ιππικού. Το γενικό πρόσταγμα το είχε ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής (από τους στενούς συνεργάτες του Πάγκαλου και εμπνευστής αργότερα, επί Κατοχής, των Ταγμάτων Ασφαλείας και πρώτος διοικητής της Ανώτατης Διοίκησης Ευζωνικών Ταγμάτων. Γιός του ήταν ο Νικόλαος Ντερτιλής, που καταδικάστηκε, σε ισόβια κάθειρξη, για την δολοφονία, που διέπραξε, στην διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου, το 1973).
Στις 09:15 π.μ., αφού καθαιρέθηκαν των βαθμών τους, οι δύο μελλοθάνατοι αφέθηκαν, στα χέρια του δημίου Κοτρωνάρου, ο οποίος, αφού, πρώτα, τους έδεσε τα χέρια, στην συνέχεια, τους κάλυψε το πρόσωπο, με λευκές κουκούλες και τους πέρασε τον βρόχο, στον λαιμό.
Στις 09:21, ο επικεφαλής αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος ανθυπασπιστής Κυριακού πρόσταξε : «Σύρατε!». Τα ανάβαθρα σύρθηκαν και τα δύο σώματα αιωρήθηκαν, στο κενό. Στην συνέχεια, τα στρατιωτικά τμήματα παρέλασαν, μπροστά, από το ικρίωμα και η μακάβρια τελετή έλαβε τέλος.
Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι : ο, μεν, θάνατος του Δρακάτου «επήλθε, ακαριαίως», ο, δε, του Ζαριφόπουλου, λόγω κακής εφαρμογής του βρόγχου, «μετά τινά λεπτά, εξ εγκεφαλικής υπεραιμίας».
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος κατηγορήθηκε, για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, αλλά το τέλος του δεν τον περίμενε, στην αγχόνη...
Να κλείσουμε την Ιστορία, με το μέλλον, που κρυφοκοίταζε, τότε, τον σκληρό δικτάτορα Πάγκαλο : Μετά την ανατροπή του, η κυβέρνηση Κονδύλη τον κατηγόρησε, για σκάνδαλα, που συνέβησαν, επί εξουσίας του, όπως εκείνο, με το καζίνο Ελευσίνας, για την προμήθεια 512 γερμανικών αυτοκινήτων κ.ά., κατηγορίες, τις οποίες ο ίδιος ο Πάγκαλος αρνήθηκε, ενώπιον του Ανώτατου Ανακριτικού Συμβουλίου. Ο Πάγκαλος δεν προσήχθη, σε δίκη και τελικά, αποφυλακίστηκε. Ο άνθρωπος, που είχε στείλει δυο αξιωματικούς, στον θάνατο, για οικονομικά σκάνδαλα, κατηγορήθηκε, για ανάλογα αδικήματα! Ειρωνία...
πηγή ΕΘΝΟΣ.
10/1940. Παρίσι, Γαλλία. Γερμανική Κατοχή. Οι Ναζί ποτέ δεν υποψιάστηκαν ότι η ήσυχη υπάλληλος του μουσείου μιλούσε, άπταιστα, Γερμανικά. Αυτό το λάθος τους κόστισε 60.000 κλεμμένα αριστουργήματα.
Τον Οκτώβριο του 1940, οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν ένα μουσείο του Παρισιού, για να το χρησιμοποιήσουν, ως αρχηγείο κλοπής έργων, Χρειάζονταν μια κεντρική τοποθεσία, για να ταξινομήσουν κλεμμένους πίνακες, πριν τους στείλουν, στην Γερμανία - θησαυροί λεηλατημένοι, από εβραϊκές οικογένειες και γαλλικά ιδρύματα. Βερμέερ. Μονέ. Σεζάν. Ολόκληρες ζωές ομορφιάς, κατασχέθηκαν και καταγράφηκαν.
Οι Ναζί κράτησαν το προσωπικό. Συμπεριλαμβανομένης μιας γυναίκας, που, μόλις, πρόσεξαν.
Ήταν 42 ετών, σεμνά ντυμένη, συγκρατημένη, με τον τρόπο της. Γι' αυτούς, έμοιαζε, ακριβώς, αυτό, που χρειάζονταν - κάποιον, που ξεχνιέται, που μπορούσε να υποβάλει έγγραφα, ενώ έκαναν την λεηλασία τους. Είδαν έναν άκακο υπάλληλο.
Δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος.
Η Rose Valland είχε πτυχία, από ελίτ γαλλικά ιδρύματα. Είχε διαχειριστεί το μουσείο, για δύο χρόνια, πριν την Κατοχή. Και όταν η διευθύντρια του μουσείου της Γαλλίας την πλησίασε, με μια επικίνδυνη πρόταση - μείνετε στη θέση σας, παρατηρήστε τα πάντα, αναφέρετε - δεν δίστασε.
Για τέσσερα χρόνια διατηρούσε την τέλεια μεταμφίεση.
Ο Hermann Göring, δεύτερος, στην ιεραρχία του Χίτλερ, επισκέφθηκε το μουσείο 21 φορές. Έφθασε, με το ιδιωτικό του τραίνο, για να επιλέξει, προσωπικά, αριστουργήματα, για το κάστρο του. Η Ρόουζ ήταν, εκεί, κάθε φορά, εμφανιζόταν υπάκουη και ασήμαντη, ενώ το μυαλό της κατέγραφε, κάθε λεπτομέρεια.
Αυτό, που δεν ήξεραν οι Ναζί - αυτό, που, ποτέ δεν υποψιάστηκαν - ήταν ότι καταλάβαινε κάθε λέξη, που έλεγαν.
Γερμανοί αξιωματικοί συζήτησαν, για φορτία, μπροστά της. Μίλησαν, για προορισμούς, αριθμούς αυτοκινήτων, τραίνων και χώρους αποθήκευσης. Συζήτησαν ποιά κομμάτια θα πάνε, στο προγραμματισμένο μουσείο του Χίτλερ. Και η Ρόουζ τα άκουσε όλα, διατηρώντας την πρόσοψη της, χωρίς, ούτε ένα γλίστρημα, για 1.460 ημέρες.
Κάθε βράδυ, τα έγραφε όλα, σε μυστικά τετράδια.
Το ρίσκο ήταν απόλυτο. Οι αναφορές των Ναζί προειδοποίησαν, αργότερα, ότι το μουσείο της θα ήταν "πολύ βολικό, για κατασκοπεία. "Αν είχαν ανακαλύψει τις δραστηριότητές της - και πλησίασαν δύο φορές - θα είχε εκτελεστεί, αμέσως. Και όμως, συνέχισε. Μίλησε, με οδηγούς φορτηγών. Αντέγραψε τα δηλωτικά μεταφοράς. Παρακολουθούσε τραίνα. Πέρασε πληροφορίες, στην Γαλλική Αντίσταση, για να μην καταστρέψουν, τυχαία, φορτία, κατά την διάρκεια επιχειρήσεων σαμποτάζ.
Τον Ιούλιο του 1943, είδε κάτι, που την στοίχειωνε, για πάντα. Οι Ναζί έφεραν πέντε, με εξακόσιους πίνακες στη βεράντα του μουσείου - έργα των Πικάσο, Μιρό, Κλέε και άλλων «εκφυλισμένων» καλλιτεχνών. Τους στοίβαξαν, σε μια πυραμίδα. Μετά, τους έβαλαν φωτιά.
Η Rose στεκόταν, σε ένα παράθυρο, παρακολουθώντας πρόσωπα ζωγραφισμένα, από δασκάλους, να τρεμοπαίζουν και να εξαφανίζονται, στον καπνό Ήταν ανίσχυρη να το σταματήσει. Το μόνο, που μπορούσε να κάνει, ήταν να καταγράψει τί είχε χαθεί και να συνεχίσει να εργάζεται, ελπίζοντας, σε κάποια δικαιοσύνη.
Τον Αύγουστο του 1944, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις πλησίαζαν, στο Παρίσι, η επιχείρηση των Ναζί έγινε έξαλλη. Η Ρόουζ έμαθε ότι 148 κιβώτια, με ανεκτίμητα έργα - Cézanne, Monet, Degas, Modigliani, Renoir - είχαν φορτωθεί, σε βαγόνια τραίνου, για εκκένωση.
Είχε καταγράψει τους αριθμούς του σιδηροδρομικού βαγονιού. Πέρασε τις πληροφορίες, στην Αντίσταση. Γαλλικά στρατεύματα αναχαίτισαν το τραίνο, πριν φθάσει, στην Αυστρία, σώζοντας αναντικατάστατα αριστουργήματα, από, σχεδόν, σίγουρη καταστροφή.
Όταν το Παρίσι απελευθερώθηκε, στις 25 Αυγούστου 1944, η Ρόουζ συνελήφθη, αρχικά, ως ύποπτη συνεργάτιδα, απλά, επειδή είχε εργαστεί, στο μουσείο, καθ' όλη την διάρκεια της Κατοχής. Μόνο, μετά την επαλήθευση, αφέθηκε ελεύθερη.
Ακόμα και τότε, δεν εμπιστευόταν, σχεδόν, κανέναν. Όταν την πλησίασαν Αμερικανοί αξιωματικοί, έκρυβε τις πιο σημαντικές πληροφορίες της, για μήνες. Χρόνια παρακολούθησης την είχαν διδάξει να είναι πολύ προσεκτική.
Όταν, τελικά, αποκάλυψε τα αρχεία της, οι συμμαχικές δυνάμεις έμειναν έκπληκτες.
Η Ρόουζ κατείχε λεπτομερή τεκμηρίωση, για περισσότερα από 20.000 έργα τέχνης, που είχαν περάσει, από το μουσείο. Είχε σημειώσεις, για προορισμούς, τοποθεσίες αποθήκευσης, δηλωτικά αποστολής. Οι πληροφορίες της ήσαν, τόσο ακριβείς, που έγινε χάρτης θησαυρού, για την ανάκτηση λεηλατημένης τέχνης, σε όλη την Γερμανία.
Στις 4 Μαΐου 1945, έλαβε μέρος, σε στρατιωτική επιτροπή. Αρνήθηκε να μείνει στο Παρίσι, ενώ άλλοι έκαναν εργασίες ανάρρωσης. Ταξίδεψε, στην Γερμανία, υπηρετώντας, για οκτώ χρόνια, παρακολουθώντας κλεμμένα έργα τέχνης. Τα αρχεία της οδήγησαν τις συμμαχικές δυνάμεις, σε κάστρα, ορυχεία και κρυφές αποθήκες, που κανείς άλλος δεν γνώριζε ότι υπήρχαν.
Τον Φεβρουάριο του 1946, η Ρόουζ Βάλαντ στάθηκε, στις δίκες της Νυρεμβέργης και αντιμετώπισε τον Hermann Göring - έναν από τους ισχυρότερους άνδρες της Ναζιστικής Γερμανίας -, για τα έργα τέχνης, που είχε κλέψει. Παρουσίασε στοιχεία. Ονόμασε συγκεκριμένα κομμάτια. Ανέφερε, αναλυτικά, τις επισκέψεις του.
Ο άνθρωπος, που την είχε αγνοήσει είκοσι μία φορές, αναγκάστηκε, πλέον, να λογοδοτήσει, σε αυτήν.
Μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο της, η Ρόουζ είχε παίξει καθοριστικό ρόλο, στην ανάκτηση, περίπου, 60.000 έργων τέχνης. Σαράντα πέντε χιλιάδες επέστρεψαν, στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους - πολλές, στις οικογένειες Εβραίων, που είχαν χάσει όλα τα άλλα. Η τέχνη αντιπροσώπευε, όχι, μόνον, την αξία, αλλά την ταυτότητα, την κληρονομιά και την μνήμη. Θραύσματα, από ζωές, που οι Ναζί είχαν προσπαθήσει να σβήσουν.
Η Rose Valland έγινε μία, από τις πιο παρασημοφορημένες γυναίκες της γαλλικής ιστορίας. Ωστόσο, ποτέ δεν επεδίωξε την φήμη. Δημοσίευσε ταπεινά απομνημονεύματα, το 1961, που ήσαν τόσο υποτιμημένα, οι κριτικοί σημείωσαν ότι η ακραία σεμνότητά της φαινόταν να εμποδίζει την ικανότητά της να γιορτάζει τα δικά της επιτεύγματα.
Επέστρεψε, στις εργασίες του μουσείου και συνέχισε να βοηθά τις προσπάθειες αποκατάστασης, μέχρι το θάνατό της, το 1980.
Η ιστορία της Rose Valland αμφισβητεί το, πώς πιστεύουμε ότι μοιάζει η αντίσταση. Ποτέ δεν πυροβόλησε, με όπλο. Δεν έκρυβε πρόσφυγες, ή, σαμποτέρ τραίνων. Η πράξη περιφρόνησης της ήταν πιο ήσυχη, αλλά, όχι λιγότερο θαρραλέα : κατέγραψε την αλήθεια. Διατήρησε την μνήμη της. Κατέγραψε την κλοπή, τόσο, σχολαστικά, που η δικαιοσύνη κατέστη δυνατή.
Το μεγαλύτερο όπλο της ήταν η υπομονή. Για τέσσερα χρόνια, καθόταν, σε ένα γραφείο, μετακινώντας ένα στυλό, στο χαρτί, καταγράφοντας την αλήθεια, ενώ όλοι την υποτίμησαν. Κατάλαβε ότι η πιο ισχυρή μεταμφίεση είναι να είσαι, ακριβώς, αυτό, που περιμένουν οι άνθρωποι να αγνοήσουν.
Μερικές φορές το πιο επικίνδυνο άτομο, στο δωμάτιο, είναι αυτό, που κανείς δεν παρακολουθεί.
26/4/1941. Η άνιση μάχη του Ισθμού της Κορίνθου έχει τελειώσει και οι αιχμάλωτοι των Γερμανών, μπαίνουν, στην Κόρινθο. Το σημείο είναι η οδός Δαμασκηνού, στο βάθος η Λέσχη Αξιωματικών.
Σεπτέμβριος 1941. Κίεβο, “Σοβιετική” Ουκρανία. Οι γερμανικές δυνάμεις πέτυχαν μία, από τις πιο εντυπωσιακές νίκες τους, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με την κατάληψη του Κιέβου. Μέσω μιας μαζικής περικύκλωσης, πάνω, από 600.000 Σοβιετικοί στρατιώτες, αιχμαλωτίστηκαν, επιδεικνύοντας την επιχειρησιακή ακρίβεια της Βέρμαχτ και την καταστροφική αποτελεσματικότητα των τακτικών blitzkrieg.
Ο θρίαμβος, στο Κίεβο, έδειξε γερμανικό συντονισμό, κινητικότητα και στρατηγικό σχεδιασμό, δημιουργώντας μια αίσθηση αήττητου, μεταξύ διοικητών και στρατιωτών. Ωστόσο, αυτή η επιτυχία έσπειρε και σπόρους υπερβολικής αυτοπεποίθησης. Ενώ η πτώση της πόλης προκάλεσε μεγάλες απώλειες, στους Σοβιετικούς, δεν τερμάτισε τον πόλεμο, στην Ανατολή. Η ΕΣΣΔ διατήρησε τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό, βιομηχανική ικανότητα και στρατηγικό βάθος, πράγμα, που σημαίνει ότι η γρήγορη πρόοδος της Γερμανίας θα αντιμετωπίσει, σύντομα, τις υλικοτεχνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Το Κίεβο συμβόλιζε, τόσο την κορυφή της γερμανικής στρατιωτικής δύναμης όσο και την αρχή μιας επικίνδυνης ύβρης. Τόνισε πώς η τακτική λάμψη μπορεί να επιτύχει, εκπληκτικά, βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, ενώ συγκαλύπτει τις μακροπρόθεσμες δυσκολίες της παρατεταμένης σύγκρουσης. Η κατάληψη της πόλης ήταν ένας στρατιωτικός θρίαμβος, αλλά και μια προειδοποιητική υπενθύμιση ότι οι νίκες, όσο εντυπωσιακές και αν είναι, δεν μπορούν να εγγυηθούν την απόλυτη επιτυχία.
1941. Κίεβο, κατεχόμενη Ουκρανία. ( Η Σφαγή του Μπάμπι Γιαρ).
Στην άκρη του φαραγγιού Μπάμπι Γιαρ, όπου η ίδια η γη φαινόταν να τρέμει, κάτω από το βάρος του τρόμου, χιλιάδες αναγκάστηκαν να φθάσουν, στον γκρεμό, σε μια πομπή απελπισίας. Ανάμεσά τους, ήταν και μια νεαρή μητέρα, με ένα βρέφος πιεσμένο στο στήθος, το σάλι της τυλιγμένο, γύρω τους και τα δύο λες και μόνο το ύφασμα μπορούσε να τους προστατεύσει, από αυτό, που ερχόταν. Μάρτυρες θυμήθηκαν ότι γονάτισε, δεν παρακαλούσε, δεν ούρλιαζε - απλά, κρατούσε το παιδί της, με μια άγρια, σταθερή ηρεμία.
Ένας επιζών, που έζησε, μόνο, επειδή θάφτηκε, κάτω, από τα πτώματα, που έπεφταν, αργότερα, θυμήθηκε, με μια φωνή που έτρεμε, από την ηλικία :
"Δεν έκλαψε. Τραγουδούσε”.
Ένα νανούρισμα - εύθραυστο, τρεμάμενο, σχεδόν, το κατάπιναν οι εκρήξεις των πυροβολισμών - παρασύρθηκε, πάνω, από τη χαράδρα. Ήταν ο τελευταίος ήχος, που άκουσε, πριν σκοτεινιάσει ο κόσμος. Η τελευταία πράξη μιας μητέρας : όχι αντίσταση, αλλά προστασία· όχι φόβος, αλλά αγάπη· ένα τραγούδι λίκνου, που προσφέρεται, καθώς ο κόσμος κατέρρευσε, μέσα, σε βία και σιωπή.
Αυτός ο επιζών κουβαλούσε την φωνή της, μαζί του, για το υπόλοιπο της ζωής του. Όπου και αν έζησε, όπου κι αν ταξίδευε, τραγουδούσε αυτό το νανούρισμα, ξανά και ξανά.
Όχι, για να θρηνήσει μόνος.
Για να μην ξεχνάμε.
Αλλά, για να σιγουρευτεί ότι ο κόσμος άκουσε, για το μίσος, που προσπάθησε να σιωπήσει την ήσυχη, ασταμάτητη αλήθεια της αγάπης μιας μητέρας.
21/9/1944. Ρίμινι. Ιταλία. Η ελληνική ορεινή ταξιαρχία, εν δράσει και με συλληφθέντες Γερμανούς αιχμάλωτους στρατιώτες.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία κατέλαβε την πόλη του Ρίμινι, μετά από μάχες με την γερμανική φρουρά. Είχε προηγηθεί η κατάληψη του αεροδρομίου. Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν ηττημένοι την πόλη και ο δήμαρχος παραδόθηκε επίσημα στους άνδρες της Ταξιαρχίας. Η ελληνική σημαία υψώθηκε στο δημαρχείο. Μετά τη σημαντική της επιτυχία, η Γ’ Ορεινή Ταξιαρχία ονομάστηκε τιμητικά “Ταξιαρχία Ρίμινι“. Όταν στις 25 Οκτωβρίου 1944 οι άνδρες της Ταξιαρχίας πραγματοποίησαν παρέλαση στους δρόμους της Αθήνας, πολύς κόσμος κατέβηκε, για να τους υποδεχθεί. Τότε με έκπληξη είδαν ανάμεσα στους άνδρες της ταξιαρχίας να παρελαύνουν και 13 γυναίκες ντυμένες στο χακί! Κανείς δεν γνώριζε για την παρουσία τους ούτε είχε ακούσει για αυτές. Πώς βρέθηκαν άραγε γυναίκες να προελαύνουν μαζί με τους άνδρες της Ταξιαρχίας Ρίμινι;
Δεκατρείς από αυτές τις γυναίκες ειδοποιήθηκαν στις αρχές του Αυγούστου πως το νοσοκομείο τους θα μεταφερόταν στην Ιταλία. Έτσι, επιβιβάστηκαν από την έρημο Ελ Μπαλάχ, μέσω Πορτ Σάιντ, με προορισμό την Ιταλία. Το πλοίο που τις μετέφερε ήταν το “Βασίλισσα του Ειρηνικού”. Η επιβίβαση έγινε με πλήρη εξάρτηση, κράνη, σακίδια, ατομικούς σάκους, πλην οπλισμού που δεν διέθεταν. Κατά τα λοιπά έφεραν την ίδια στολή και εξοπλισμό, με τους στρατιώτες. Το πλοίο τους έφτασε στον Τάραντα. Από τον Τάραντα, άλλοτε πεζοπορώντας κι άλλοτε με οχήματα, κινούνταν στο εσωτερικό της Ιταλίας και στρατοπέδευσαν σε αντίσκηνα στο ύπαιθρο. Στο μεταξύ είχε μπει ο Σεπτέμβριος και είχαν αρχίσει οι βροχές. Τα νερά διαπερνούσαν τις σκηνές και τα πάντα ήταν πλημμυρισμένα. Τελικός προορισμός τους ήταν η επαρχία Senigallia, σε απόσταση 74 χιλιομέτρων από το Ρίμινι. Εκεί θα στηνόταν το πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο, στο οποίο θα υπηρετούσαν. Η έκπληξη των Ελλήνων τραυματιών Δεν άργησαν να φτάσουν οι πρώτοι Έλληνες τραυματίες που με έκπληξη αντίκρισαν Ελληνίδες. νοσοκόμες! Μπορεί να μην βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, ωστόσο η παρουσία τους στην Ιταλία αποτελούσε έκπληξη.
Οι Ελληνίδες ήταν λίγες για να περιθάλψουν το μεγάλο αριθμό Ελλήνων τραυματιών που κατέφθανε, δεδομένου πως καταγράφηκαν 316 τραυματίες και αρκετοί που έλαβαν τις πρώτες βοήθειες και επέστρεψαν στη μάχη άμεσα. Πριν αναχωρήσουν από το Ρίμινι πρόλαβαν να μάθουν για το πρόχειρο κοιμητήριο των Ελλήνων πεσόντων και για τους 116 ξύλινους σταυρούς. Άκουσαν πως τη θέση των πρόχειρων τάφων θα καταλάμβανε, αργότερα μεγαλοπρεπές μνημείο Ελλήνων πεσόντων.
Ωστόσο οι άνδρες της Ταξιαρχίας αναγνωρίζοντας τις σημαντικές τους υπηρεσίες τις κάλεσαν να παρελάσουν μαζί τους στην Αθήνα. Κι αυτό ίσως ήταν η μεγαλύτερη αναγνώριση. (Έντυπα της εποχής καταγράφουν τις Ελληνίδες Αδελφές Νοσοκόμες του Ρίμινι άλλοτε 15 κι άλλοτε 14 ως προς τον αριθμό).
Μηχανή του χρόνου.
23/8/1944. Φλώρινα. Αντίποινα των αρχών Κατοχής. Η εκτέλεση των είκοσι.
Κατά την διάρκεια της περιόδου της Κατοχής, στην Ελλάδα, η περιοχή της Φλώρινας τέθηκε, υπό τη διοίκηση του γερμανικού στρατού, όπως σχεδόν και το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας, εξαιρουμένης της ανατολικής στην οποία εγκαταστάθηκε βουλγαρική δύναμη. Ωστόσο, την ίδια περίοδο, το βουλγαρικό ενδιαφέρον για τη Φλώρινα παρέμενε ενεργό και είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του λοχαγού Hans Griese που είχε αρχικά τοποθετηθεί στον θώκο του Φρουραρχείου Φλώρινας, μετά από απαίτηση και ενέργειες της βουλγαρικής διπλωματίας. Ας μη διαφεύγει το γεγονός πως στο προαναφερθέν Φρουραρχείο της γερμανικής Διοίκησης σημαντική θέση κατείχε Βούλγαρος στρατιωτικός με βαθμό υπολοχαγού, ο Nikolay Mladenov. Ο ταγματάρχης του πυροβολικού Asser Brenner θεωρήθηκε ότι τηρούσε όλες τις προϋποθέσεις και γι’ αυτό ορίστηκε ως αντικαταστάτης του Hans Griese.
Ένα από τα πρώτα δείγματα της κατάστασης που θέλησε να εδραιώσει ως επικεφαλής του γερμανικού Φρουραρχείου Φλώρινας, ο Asser Brenner ήταν η απόφαση της επιβολής κυρώσεων σε όσους πολίτες δεν τηρούσαν τις διαταγές του. Άμεσα με την ανάληψη των καθηκόντων του γνωστοποίησε στους κατοίκους, μεταξύ άλλων, τη μορφή των μέτρων που θα λαμβάνονταν σε κάθε περίπτωση δολιοφθοράς ή ενέργειας που θα στρέφονταν εναντίον του τριπλού κατοχικού στρατού της περιοχής, ως αντίποινα.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό το καλοκαίρι του 1941 κοινοποίησε διαταγή του γνωστοποιώντας ότι η απώλεια ζωής ή και ο τραυματισμός Γερμανού στρατιωτικού οιονδήποτε βαθμού, θα επέφερε την εκτέλεση πενήντα πολιτών παρακάμπτοντας κάθε περίπτωση παραπομπής τους σε δίκη. Έτσι η κατάσταση εδραιώθηκε σύντομα αφού το φθινόπωρο του ιδίου έτους ο Στρατάρχης Wilhelm Keitel εξέδωσε εντολή εκτέλεσης πενήντα ατόμων για τον τραυματισμό κάθε στρατιώτη της γερμανικής δύναμης, ενώ για τον θάνατό του θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα εκατό Έλληνες πολίτες.
Σε ό,τι αφορά τη τοπική διάσταση των αντιποίνων τα διαθέσιμα στοιχεία αναφέρουν ότι ήταν περιορισμένα, σε σχέση με τους υπόλοιπους μακεδονικούς νομούς. Μία εξ αυτών πραγματοποιήθηκε στις 19 Αυγούστου 1941 το πρωί με την εκτέλεση τριών ατόμων, στων οποίων τη κατοχή βρέθηκε οπλισμός. Αργότερα η εκτέλεση με απαγχονισμό δέκα πέντε Ελλήνων μετά από διαταγή που εξέδωσε ο Γερμανός λοχαγός Franz Komp, Φρούραρχος της πόλης, ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής των αντιποίνων για τη θανάτωση ενός στρατιώτη της γερμανικής διοίκησης σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Κλαδοράχης στις 8 Αυγούστου 1943.
Η συνήθης διαδικασία και τακτική, κατά την εφαρμογή των αντιποίνων, στην Φλώρινα, προέβλεπε την τυφλή – δίχως κριτήρια – επιλογή συλληφθέντων ατόμων, που κρατούνταν, από την γερμανική διοίκηση, είτε, στο υπόγειο του δικαστικού κτιρίου, είτε, στον χώρο των φυλακών της πόλης, είτε, σε άλλο σημείο κράτησης, όπως ήταν μία παλιά αποθήκη καπνού.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μία, ίσως, λιγότερο γνωστή επιβολή αντιποίνων, στην Φλώρινα, από τον γερμανικό στρατό κατοχής, έλαβε χώρα, τον Αύγουστο του 1944, έναν χρόνο, μετά από εκείνη της Κλαδοράχης. Αφορμή, για το γερμανικό Φρουραρχείο της πόλης, ήταν η επίθεση, στις 22 Αυγούστου 1944, ομάδος ανταρτών, σε κομβόι στρατιωτικών αυτοκινήτων, στον επαρχιακό δρόμο, που συνδέει τους οικισμούς Κλειδί και Βεύη και είχε, ως αποτέλεσμα, τον θανάσιμο τραυματισμό στρατιωτών, ενός Ιταλού και επτά Γερμανών. Ο, πρόσφατα, τοποθετημένος Γερμανός Φρούραρχος, ει στην πόλη της Φλώρινας, λοχαγός Bunzel δεν άφησε κανένα χρονικό περιθώριο αντίδρασης, θέλοντας προφανώς να δείξει πυγμή εξουσίας και έλεγχο της κατάστασης, εφαρμόζοντας, άμεσα, τον νόμο των αντιποίνων. Από το καρνέ του Γεωργίου Θεοδοσίου, στις 24 Αυγούστου 1944, διαβάζουμε : Ο κήρυκας, το πρωί, ανακοίνωσε την εκτέλεση 20 Ελλήνων, ως αντίποινα του Κλειδίου.
Η επιλογή των ατόμων που επρόκειτο να εκτελεστούν πραγματοποιήθηκε από ένα σύνολο κρατουμένων στις φυλακές για διάφορους λόγους μη συνδεόμενους με το περιστατικό. Πράγματι μετά από διαταγή του Bunzel είκοσι Έλληνες πολίτες στις 23 Αυγούστου 1944 επιβιβάστηκαν σε όχημα του στρατού της γερμανικής Διοίκησης και μεταφέρθηκαν σε αγροτικό χώρο παρακείμενο ανατολικά του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου της πόλης, όπου και εκτελέστηκαν στις 3.30 μμ.. Ήταν κάτοικοι από την πόλη της Φλώρινας και από τους οικισμούς του νομού Κάτω Καλλινίκη, Πολυπόταμος, Κάτω Κλεινές, Άνω Κλεινές, καθώς επίσης και από την πόλη της Καστοριάς και από τους οικισμούς Άργος Ορεστικό, Δαμασκηνιά και Κρανοχώρι.
Μεταξύ των είκοσι ατόμων που εκτελέστηκαν στις 23 Αυγούστου 1944 ως αντίποινα ήταν ο δικηγόρος Αργύριος Εξάρχου, με καταγωγή από τη Δροσοπηγή. Υποψήφιος για τη θέση του Δημάρχου Φλώρινας, όταν το ίδιο έτος πέθανε ο συνάδελφός του, επίσης δικηγόρος, και Δήμαρχος, Δημήτριος Κώττας. Όμως η τοποθέτησή του δεν είχε την αποδοχή της γερμανικής Διοίκησης και για τον λόγο αυτό δεν ολοκληρώθηκε.
Στη συνέχεια, στις 14 Οκτωβρίου 1944, ο Αργύριος Εξάρχου ανακηρύχτηκε επίτιμος Δήμαρχος Φλώρινας, όταν η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου της πόλης συνήλθε. σε Έκτακτη Ειδική Συνεδρίαση. Κατά τις εργασίες της, αποφασίστηκε, ομόφωνα να τεθεί το πορτραίτο του, ανάμεσα, σε εκείνα των Δημάρχων, που προηγήθηκαν, καθώς, επίσης, να ονομαστεί η οδός, από την κεντρική πλατεία Ομονοίας, μέχρι τον χώρο, που έγινε η εκτέλεση, Λεωφόρος Αργυρίου Εξάρχου. Ακόμη, να δοθεί ψήφισμα στην οικογένειά του και να δημοσιευθούν όλες οι αποφάσεις, στον Τύπο των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.
Άφησα, για το τέλος, την αναφορά, σε ένα, ιδιαίτερα, σημαντικό τμήμα των αποφάσεων, που λήφθηκαν, σε εκείνη την Έκτακτη Συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής του Δήμου Φλώρινας της 14ης Οκτωβρίου 1944 και αυτό, γιατί έχει την δική του βαρύτητα. Ομόφωνα, λοιπόν, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε να γίνει κατάλληλη διαμόρφωση του τόπου εκτέλεσης των είκοσι ατόμων, με στόχο την τοποθέτηση μνημείου. Η απόφαση αυτή, με αριθμό 30 και ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1944, που είναι καταχωρημένη, στα Πρακτικά Εκτάκτου και Ειδικής Συνεδριάσεως της Διοικούσης Επιτροπής του Δήμου Φλωρίνης και βρίσκεται, στο Αρχείο του Δήμου, στο Βιβλίον Πρακτικών Διοικούσας Επιτροπής Δήμου (245/1944-136/1945), ως τις ημέρες μας, δεν έχει υλοποιηθεί. Ο τόπος έχει παραμείνει χέρσος, από την ημέρα εκείνη και μάλλον, περιμένει την αξιοποίησή του, προς την κατεύθυνση αυτή. Το μόνο, που θυμίζει το γεγονός, είναι ένας τύμβος, από χώματα, που προήλθε, από την εκσκαφή, λίγα χρόνια, αργότερα, για την ανεύρεση των οστών των εκτελεσθέντων. Σήμερα, φυλάσσονται, στο οστεοφυλάκιο του ναού του Αγίου Γεωργίου.
Εκτιμώ πως είναι ώριμη η περίοδος να ολοκληρωθεί και το πρακτικό μέρος της συνεδρίασης της 14ης Οκτωβρίου 1944, με την ανέγερση ενός απλού μνημείου, στον τόπο και την αναγραφή των είκοσι ονομάτων. Είναι, αν μη τι άλλο, μια ηθική υποχρέωση της πολιτείας, απέναντι, στους συγγενείς των θυμάτων και στα ίδια τα θύματα. Το οφείλουν ο Δήμος, οι τοπικοί άρχοντες, αλλά και οι φορείς, απέναντι, σε αυτούς, που έδωσαν την ζωή τους και απέναντι, σε αυτούς, που έμειναν να τους θυμούνται και τους ανάβουν ένα κερί.
Το θέτω σαν πρόταση προς κάθε κατεύθυνση με σκοπό την ευαισθητοποίηση των αρμοδίων για την υλοποίησή της.
Σχετικά :
I. Σε ό,τι αφορά την εκτέλεση σύντομες αναφορές συναντούμε στα έργα: Εμμανουήλ Θ. Γρηγορίου, Το βουλγαρικόν όργιον αίματος εις την Δυτικήν Μακεδονίαν (1941-1944), Τύποις «Πυρσού», Αθήνα 1947 * Στέφανος Κ. Γώγος, Η καταστολή της κατά του Έθνους Ανταρσίας, Φλώρινα 2001.
II. Η αναφορά των τοπικών αρχών προς την Κατοχική Κυβέρνηση στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών: 1943-44, Κατοχική Κυβέρνηση, Γραφείο Πρωθυπουργού, φ.2, υπ.6, Ελληνική Χωροφυλακή, Τμήμα Ασφαλείας Φλώρινας, «Συλλήψεις και εκτελέσεις ατόμων υπό των Αρχών Κατοχής», αρ.26/33/62, Φλώρινα 23 Αυγούστου 1944. Σημειώνεται ότι στις 4 περίπου έξω από την πόλη εκτελέστηκαν από τις Αρχές Κατοχής με τουφεκισμό ως αντίποινα για τον φόνο επτά Γερμανών στρατιωτών και ενός Ιταλού που έγινε στις 22/8/44 στη δημόσια οδό ανάμεσα στη Βεύη και το Κλειδί από ένοπλους αντάρτες.
Ονόματα εκτελεσθέντων, τόπος κατοικίας, ηλικία και επάγγελμα :
1. Εξάρχου Αργύριος, Φλώρινα, 55, Δικηγόρος
2. Καρανίκας Βασίλειος, Φλώρινα, 46, Φοροτεχνικός, υπάλληλος Δήμου Φλώρινας
3. Πλατής Ιωάννης, Φλώρινα, 32, Επιπλοποιός
4. Σαουλίδης Γεώργιος, Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας, 30, Γεωργός
5. Γρηγοριάδης Γεώργιος, Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας, 37, Γεωργός
6. Ευθυμιάδης Θεόδωρος, Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας, 33, Γεωργός
7. Ξενίδης Αναστάσιος, Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας, 46, Γεωργός
8. Σελεμίδης Γεώργιος, Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας, 38, Γεωργός
9. Παλαιόπουλος Γεώργιος, Κάτω Καλλινίκη Φλώρινας, 39, Γεωργός
10. Στοϊνης Βασίλειος, Πολυπόταμος Φλώρινας, 28, Γεωργός
11. Μίσκας Δανιήλ, Πολυπλάτανος Φλώρινας, 36, Γεωργός
12. Τσολάκης Παύλος, Πολυπλάτανος Φλώρινας, 28, Γεωργός
13. Καλαϊτζίδης Γεώργιος, Κάτω Κλεινές Φλώρινας, 30, Γεωργός
14. Κηπουρόπουλος Χαράλαμπος, Άνω Κλεινές Φλώρινας, 50, Γεωργός
15. Γρούιος Πέτρος, Άνω Κλεινές Φλώρινας, 70, Γεωργός
16. Δούμας Αναστάσιος, Άργος Ορεστικό Καστοριάς, 42 Καφεπώλης
17. Αδαμίδης Στέργιος, Δαμασκηνιά Καστοριάς, – , Γεωργός
18. Καρανικόπουλος Τρύφων, Κρανοχώρι Καστοριάς, – , Γεωργός
19. Βάρρας Ζήσης, Άργος Ορεστικό Καστοριάς
20. Παπαδόπουλος Στέφανος, Καστοριά, – , Εργάτης
Η φωτογραφία είναι από την ημέρα τέλεσης του ετησίου μνημοσύνου του Αργύρη Εξάρχου, έχει ληφθεί στις 20 Αυγούστου 1945. To μνήμα βρίσκεται στον χώρο εκτέλεσης και ομαδικής ταφής.
Πηγή : Γράφει ο Γεώργιος Στ. Παλαιόπουλος, Ιστορικός |
https://www.florinapast.mysch.gr/antipoina-katoxis.../...
1950 - 1960 (δεκαετίες). Αθήνα. Χριστούγεννα εκείνης της εποχής.
1943-1953. Παρίσι. Pablo Picasso - Françoise Gaime Gilot. Εκείνη ήταν 21 ετών. Εκείνος ήταν 61.
Και όταν προσπάθησε να τον αφήσει, ο Πάμπλο Πικάσο την κοίταξε και ξέσπασε, σε γέλια:
«Κανείς δεν αφήνει τον Πικάσο.»
Αλλά η Φρανσουάζ Ζιλό το έκανε.
Ήταν η μόνη γυναίκα, που, πραγματικά, κατάφερε να φύγει.
Ο Πικάσο δεν κατέστρεφε τις γυναίκες, μεταφορικά. Τις συνέθλιβε ψυχικά, συναισθηματικά, πνευματικά.
Κι εκείνες πλήρωσαν το τίμημα — πολλές φορές χρόνια, μετά τον θάνατό του.
Η Μαρί-Τερέζ Βάλτερ αυτοκτόνησε, το 1977, τέσσερα χρόνια, μετά τον θάνατό του.
Η Ζακλίν Ροκ αυτοπυροβολήθηκε, το 1986.
Η Ντόρα Μάαρ, η λαμπρή φωτογράφος, οδηγήθηκε σε καταρρεύσεις, νοσηλείες, και μια ζωή σημαδεμένη από τα βάρη της συμβίωσης μαζί του.
Όλες, με τον έναν, ή τον άλλον τρόπο, έσπασαν.
Άλλες έμειναν, μέχρι να χαθούν.
Άλλες δεν άντεξαν την φυγή.
Και καμία δεν βγήκε αλώβητη.
Εκτός, από μία.
Παρίσι, 1943.
Μια πόλη κατεχόμενη, από τους Ναζί. Σε ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό, τέχνη, και έλεγχο, η 21χρονη φοιτήτρια ζωγραφικής συναντά τον Πικάσο.
Την κοιτάζει και της λέει : «Είσαι τόσο νέα. Θα μπορούσα να είμαι ο πατέρας σου.»
Εκείνη απαντά, χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα :
«Δεν είσαι ο πατέρας μου».
Ήταν ατσάλι, μέσα στην κομψότητα.
Και εκείνος δεν ήταν συνηθισμένος, σε γυναίκες, που δεν λύγιζαν.
Έμειναν, μαζί, 10 χρόνια.
Του γέννησε δύο παιδιά — τον Κλοντ και την Παλόμα.
Την ζωγράφισε εκατοντάδες φορές, αποκαλώντας την «η γυναίκα, που βλέπει, πάρα πολλά».
Και πράγματι, έβλεπε. Έβλεπε την παγίδα, που οι άλλες δεν είχαν καταφέρει να αναγνωρίσουν, όσο ήταν μέσα της.
«Τον αγαπούσα», είπε, αργότερα, «αλλά είδα πώς κατέστρεψε αυτό, που ισχυριζόταν ότι αγαπούσε.»
Το 1953, ύστερα, από άλλη μία νύχτα θυμωμένων σιωπών, χειραγώγησης και εξουσίας, κοίταξε τον εαυτό της, στον καθρέφτη.
Ήταν μόλις 32.
Αλλά ένιωθε γριά, άδεια, εξαντλημένη.
Πίσω της, οι πίνακές του, την κοιτούσαν, σαν παγιδευμένα μάτια.
Γύρισε, προς το μέρος του και είπε ήρεμα:
«Φεύγω».
Εκείνος γέλασε.
Ένα γέλιο κρύο, ειρωνικό, σίγουρο :
«Κανείς δεν αφήνει τον Πικάσο.»
Αλλά εκείνη δεν φώναξε. Δεν έκλαψε. Δεν δραματοποίησε τίποτε.
Μάζεψε τις βαλίτσες της.
Πήρε τα παιδιά της.
Και έφυγε.
Με την σιωπηλή, ανίκητη δύναμη μιας γυναίκας, που αποφάσισε να σώσει τον εαυτό της.
Τότε, άρχισε η δεύτερη ζωή της.
Η ζωή, που εκείνος νόμιζε ότι δεν θα είχε, ποτέ, χωρίς αυτόν.
Συνέχισε να ζωγραφίζει. Με πάθος, με συνέπεια, με πειθαρχία.
Έχτισε την καριέρα της, από το μηδέν, έκθεση, με έκθεση, χωρίς να κρύβεται πίσω, από το όνομα κανενός άντρα.
Και το 1964, δημοσίευσε το διάσημο, πλέον, βιβλίο της, «Ζώντας, με τον Πικάσο», αποκαλύπτοντας την φωτεινή και σκοτεινή πλευρά της ιδιοφυΐας του.
Ο Πικάσο προσπάθησε να σταματήσει την κυκλοφορία του, νομικά.
Απέτυχε.
Το βιβλίο έγινε παγκόσμια επιτυχία και έσπασε, για πρώτη φορά, το άβατο της σιωπής, γύρω, από την συμπεριφορά του.
Και η Φρανσουάζ δεν σταμάτησε, εκεί.
Τα επόμενα χρόνια, η τέχνη της ταξίδεψε, αναγνωρίστηκε, αγαπήθηκε.
Έγινε η πρώτη σύντροφός του, που δεν έζησε, στην σκιά του, αλλά, στο δικό της φως.
Δεκαετίες μετά, γνώρισε τον Jonas Salk, τον γιατρό, που ανέπτυξε το εμβόλιο, κατά της πολιομυελίτιδας και έσωσε εκατομμύρια ζωές.
Η σχέση τους είχε ό,τι δεν είχε, ποτέ, με τον Πικάσο :
Σεβασμό. Ήρεμη αγάπη. Αμοιβαιότητα.
Ζωή, χωρίς εξουσία.
«Ο Πικάσο ήθελε να κυριαρχήσει, στον κόσμο», είπε η Φρανσουάζ.
«Ο Jonas ήθελε να τον θεραπεύσει».
Στο πλευρό του, η ζωή της άνθισε. Έζησε, με αξιοπρέπεια, δημιουργία, αφοσίωση, στα παιδιά της και στην τέχνη της.
Οι πίνακές της έφτασαν, στο MoMA, στο MET, στο Pompidou — εκεί, όπου, κάποτε, πίστευαν ότι θα φθάσει, μόνο, ο μύθος του Πικάσο.
Εκείνη έζησε, μέχρι το 2023.
Πέθανε στα 101 της.
Ειρηνικά.
Με μια ζωή γεμάτη χρώμα, ελευθερία, έρωτα, μάθηση, τέχνη, και ένα βαθύ μήνυμα προς όλες τις γυναίκες :
Μπορείς να αγαπάς… χωρίς να καταστρέφεις τον εαυτό σου.
Μπορείς να φύγεις, ακόμη και όταν σου λένε ότι «κανείς δεν φεύγει».
Μπορείς να ξαναγεννηθείς.
Όταν την ρώτησαν, πώς βρήκε το θάρρος να φύγει, χαμογέλασε :
«Επειδή η ελευθερία είναι η μόνη αγάπη, που αξίζει να κρατηθεί.»
Ο Πικάσο την ζωγράφισε εκατοντάδες φορές, προσπαθώντας να την αιχμαλωτίσει.
Αλλά η Φρανσουάζ ήταν εκείνη που ζωγράφισε το δικό της πεπρωμένο. 21 όταν τον γνώρισε. 32 όταν τον άφησε. 101 όταν πέθανε.
Κι ανάμεσα, σε αυτά τα χρόνια, απέδειξε κάτι απλό και θεμελιώδες : Μερικές φορές, η μεγαλύτερη πράξη δημιουργίας… είναι να αρνηθείς να καταστραφείς.
Στέλλα Θώμου, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας & Life Coach
7/8/1962. Ουάσινγκτων. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ. John F. Kennedy χορηγεί, στην Frances Kelsey, την υψηλότερη ομοσπονδιακή πολιτική τιμή : το Βραβείο του Προέδρου, για Διακεκριμένη Ομοσπονδιακή Πολιτική Υπηρεσία. Είναι, μόνο, η δεύτερη γυναίκα, που λαμβάνει αυτήν τη διάκριση. Ο Kennedy επαινεί την εξαιρετική της κρίση και ρόλο της, στην αποτροπή μιας εθνικής τραγωδίας, με την άρνησή της να εγκριθεί, από τον FDA, η χρήση της θαλιδομίδης, που ήταν υπεύθυνη, για την πρόκληση βαρύτατων γενετικών αναπηριών, σε τέκνα εγκύων.
ΠΩΣ γίνεται και ξεχνάμε; Μυστήριο...
Η Γιατρός, που ΕΣΩΣΕ μια Ολόκληρη ΓΕΝΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ, το έκανε με μια, μόνο, λέξη : ΟΧΙ.
Όταν η θαλιδομίδη σάρωσε την Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, χαρακτηρίστηκε, ως ασφαλές, σύγχρονο και ιδανικό, για την ανακούφιση των πρωινών ναυτιών, φάρμακο. Οι Φαρμακοεταιρείες έσπευσαν να επεκτείνουν την αγορά τους και το 1960, στους Αμερικανούς. Ο κατασκευαστής υπέβαλε αίτηση, στον FDA, για άδεια. Ο φάκελος προσγειώνεται, στο γραφείο μίας νεοπροσληφθέντας Γιατρού : της Δρ Φράνσις Όλνταμ Κέλσι.
Είχε, μόλις, ξεκινήσει, στον FDA, έναν μήνα, νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1960. Ήταν μία, από τις, μόνο, επτά γιατρούς, πλήρους απασχόλησης, που κατηγοριοποιούνται, για αξιολόγηση φαρμάκων. Το αίτημα, για θαλιδομίδη, υποτίθεται ότι θα ήταν μια απλή τυπικότητα - μια γρήγορη έγκριση, για ένα φάρμακο, που χρησιμοποιείται, ήδη, ευρέως, σε περισσότερες, από είκοσι ευρωπαϊκές και αφρικανικές χώρες. Οι ανώτεροί της περίμεναν να υπογράψει, γρήγορα.
Αντ' αυτού, σταμάτησε τα πάντα.
Η Kelsey παρατηρεί κενά, στα δεδομένα των εξετάσεων, ιδιαίτερα, όσον αφορά τις ΕΓΚΥΕΣ γυναίκες. ΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Οι μελέτες σε ζώα είναι αδύναμες. Ημιτελείς οι δοκιμές σε Ανθρώπους. Οι μαρτυρίες που παρέχονται δεν είναι επιστημονικές μελέτες, αλλά υλικά εμπορίας. Και μερικές ευρωπαϊκές αναφορές αναφέρουν μακροχρόνια νευρική βλάβη στους ασθενείς.
Η εταιρεία Richardson-Merrell υπολόγιζε, στην έγκριση, πριν από τον Δεκέμβριο. Είχαν, ήδη, γεμίσει αποθήκες, με δεκάδες εκατομμύρια tablets, έτοιμα να κατακλύσουν την αγορά των ΗΠΑ, κατά την περίοδο των διακοπών, ένα ηρεμιστικό, με κορυφαίες πωλήσεις. Ήσαν έτοιμοι να βγάλουν μια περιουσία.
Αλλά η Φράνσις Κέλσι θέλει περισσότερα δεδομένα.
Η εταιρεία αντιδρά, βίαια.
Εκείνη την εποχή, ο νόμος επέτρεπε, στον FDA, να μπλοκάρει την έγκριση, μόνο, για 60 ημέρες, μετά από τις οποίες το φάρμακο μπορούσε να κυκλοφορήσει, αυτόματα. Κάθε εξήντα ημέρες, η Kelsey ζητά νέες πληροφορίες. Κάθε εξήντα ημέρες, τα δεδομένα είναι ανεπαρκή. Και κάθε εξήντα ημέρες, αρνείται να υπογράψει.
Τα στελέχη της Richardson-Merrell είναι έξαλλα. Διαφημίσεις εισβάλλουν, στο γραφείο της. Το τηλέφωνό της χτυπά, μέρα-νύχτα. Σε δεκαοκτώ μήνες, η εταιρεία έρχεται, σε επαφή, με την Kelsey και τους προϊστάμενους της, περίπου, πενήντα φορές, απαιτώντας έγκριση. Παραπονιούνται, προσπαθούν να την ξεπεράσουν, την υποβαθμίζουν. Αργότερα, θα πει ότι της συμπεριφέρθηκαν, με λέξεις, που "δεν θα τυπώνατε".
Η πίεση συνεχίζεται. Γι' αυτούς, το φάρμακο είναι, απολύτως, ασφαλές : αδύνατο να σκοτώσεις ένα ζώο, ακόμη και με μεγάλη δόση, πώς θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο; Εκατομμύρια Ευρωπαίοι χαλαρώνουν. Γιατί μία απλή νεοαφιχθείσα Γιατρός μπλοκάρει ένα "θαυματουργό" φάρμακο, για τις "λεπτομέρειες";
Η Kelsey αντέχει, όμως. Οι ανώτεροί της - προς τεράστια τιμή τους - την υποστηρίζουν.
Και έχει δίκιο να προσέχει. Νεαρή ερευνήτρια φαρμακολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, μελέτησε, πώς τα κουνέλια μεταβολίζουν, διαφορετικά, την κινίνη και πώς το φάρμακο διέσχισε τον πλακούντα, για να επηρεάσει το έμβρυο. Αυτή η ανάμνηση δεν είχε φύγει, ποτέ, από δίπλα της. Διαβάζοντας ισχυρισμούς, για την ασφάλεια της θαλιδομίδης, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, αναρωτιέται : ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΌΤΑΝ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΦΘΑΣΕΙ ΣΤΟ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΕΜΒΡΥΟ;
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ : ΟΧΙ.
Τον Δεκέμβριο του 1960, η Kelsey διάβασε μια επιστολή, σε ένα βρετανικό ιατρικό περιοδικό, που ανέφερε περιπτώσεις περιφερικής νευρίτιδας - βλάβης, στα νεύρα, που είχε, ως αποτέλεσμα μούδιασμα και μυρμηγκιάσμα -, σε ασθενείς, που λάμβαναν, μακροχρόνια, θαλιδομίδη Και άλλο ξύπνημα. Στη συνέχεια, ζητά από την εταιρεία, να μελετήσει νευρολογικές επιπτώσεις και ανάπτυξη του εμβρύου.
Στέλνουν μαρτυρίες δημοσιότητας, όχι δεδομένα.
Ακόμα αρνείται.
Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη, συμβαίνει καταστροφή. Οι γιατροί βλέπουν μια απότομη αύξηση, στα μωρά, που γεννιούνται με τρομακτικές παραμορφώσεις : κοντό ή λείπουν άκρα, χέρια δεμένα, απευθείας, στους ώμους, άσχημα σχηματισμένα εσωτερικά όργανα, ανωμαλίες ματιών, αυτιών και καρδιάς.
Στην αρχή, κανείς δεν καταλαβαίνει. Τα κρούσματα φαίνονται μεμονωμένα, διάσπαρτα, σε αρκετές χώρες. Τότε, το μοτίβο γίνεται ξεκάθαρο;: Όλες οι μητέρες πήραν θαλιδομίδη, κατά τις πρώτες εβδομάδες της εγκυμοσύνης - μεταξύ των ημερών 20 και 36, μετά την σύλληψη, η κρίσιμη περίοδος, κατά την οποία σχηματίζονται άκρα και όργανα.
Ένας Γερμανός παιδίατρος, ο Widukind Lenz, ίδρυσε τον σύνδεσμο, τον Νοέμβριο του 1961. Στο ίδιο συμπέρασμα, καταλήγει ο Αυστραλός Μαιευτήρας Γουίλιαμ ΜακΜπράιντ. Ο ιατρικός κόσμος βρίσκεται, σε σοκ.
Η θαλιδομίδη προκάλεσε καταστροφικές γενετικές ανωμαλίες.
Πάνω, από 10.000 παιδιά, επηρεάζονται, σε 46 χώρες. Οι μισοί πεθαίνουν, λίγο, μετά τηνγέννηση. Οι επιζώντες ζουν, με βαθιά αναπηρία. Χιλιάδες εγκυμοσύνες καταλήγουν, σε αποβολές ή θνησιγένειες. Οι αριθμοί είναι ανησυχητικοί. Οι εικόνες αβάσταχτες.
Η Γερμανία απέσυρε το φάρμακο, τον Νοέμβριο του 1961. Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί, τον Δεκέμβριο. Άλλες χώρες αποσύρονται, επειγόντως. Αλλά είναι, πολύ αργά : μια ολόκληρη γενιά έχει καταστραφεί.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα θαύμα συμβαίνει : σχεδόν, τίποτα.
Χάρη, στην επίμονη άρνηση της Frances Kelsey, η θαλιδομίδη δεν έφτασε, ποτέ, στα αμερικανικά φαρμακεία. Η Richardson-Merrell είχε μοιράσει δείγματα, σε, περίπου, 1.200 γιατρούς - 2,5 εκατομμύρια δισκία δόθηκαν, σε, σχεδόν, 20.000 ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων αρκετών εκατοντάδων εγκύων γυναικών. Αυτό προκάλεσε 17 επιβεβαιωμένα κρούσματα δυσπλασίας και αρκετές δεκάδες υπόπτους.
Δεκαεπτά παιδιά της Αμερικής επλήγησαν - τραγωδία, αλλά όχι μαζική, όπως, στην Ευρώπη. Χιλιάδες παιδιά της Ευρώπης επλήγησαν, επειδή οι υπηρεσίες τους ενέκριναν ένα φάρμακο, χωρίς επαρκείς εξετάσεις.
Η διαφορά : Μια γυναίκα, που αρνήθηκε να δεχθεί ανεπαρκή στοιχεία.
Όταν ξέσπασε η ευρωπαϊκή καταστροφή, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1962, η χώρα αντιλαμβάνεται τί αποφεύχθηκε. Ο δημοσιογράφος της Washington Post Morton Mintz δημοσιεύει ένα πρωτοσέλιδο άρθρο, χαιρετίζοντας την Kelsey, ως την ηρωίδα, που εμπόδισε "εκατοντάδες, ίσως, χιλιάδες παιδιά, χωρίς χέρια και πόδια, από το να γεννηθούν".
Η οργή είναι άμεση. Το κοινό είναι τρομοκρατημένο. Ευγνώμων ο Αμερικανός λαός Και έξαλλος, που μια εταιρεία προσπάθησε να επιβάλει ένα κακό δοκιμασμένο φάρμακο.
Αλλά ο αγώνας της δεν σταματά, εκεί.
Το θάρρος της πυροδοτεί ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της ρύθμισης των φαρμάκων.
Τον Οκτώβριο του 1962, το Κογκρέσο υιοθέτησε, ομόφωνα, την Τροπολογία Κεφόβερ-Χάρις, η οποία μεταμόρφωσε την διαδικασία αναστολής των φαρμάκων. Από τώρα και στο εξής, οι Εταιρείες, πρέπει να αποδεικνύουν, όχι, μόνο, ασφάλεια, αλλά και αποτελεσματικότητα. Πρέπει να δηλώσουν τις παρενέργειες. Λήψη ενημερωμένης συγκατάθεσης, από ασθενείς. Οι δοκιμές γίνονται, όλο και πιο αυστηρές. Η παρακολούθηση είναι πιο αυστηρή. Οι έγκυες γυναίκες και οι ευάλωτοι πληθυσμοί, τελικά, προστατεύονται.
Η Kelsey συμμετέχει, στην συγγραφή και την επιβολή αυτών των νέων κανόνων. Στην συνέχεια, ηγείται του Τμήματος Επιστημονικών Ερευνών, που ονομάζεται "Μπάτσοι της Kelsey", για την αυστηρότητα των ελέγχων τους.
Αφιερώνει το υπόλοιπο της καριέρας της, στην αποτροπή μιας καταστροφής όπως η θαλιδομίδη, από το να επαναληφθεί. Γίνεται ανένδοτη φύλακας της ασφάλειας των Φαρμάκων. Προστατεύει το κοινό, με την ίδια σιωπηλή αποφασιστικότητα, που έκανε, το 1960.
Η Kelsey συνταξιοδοτείται, το 2005, σε ηλικία 90 ετών.
Το 2010, ο FDA δημιούργησε ένα βραβείο, προς τιμήν της.
Πέθανε, το 2015, σε ηλικία 101 ετών, ακριβώς, 53 χρόνια, μετά την παραλαβή του μεταλλίου Kennedy.
Η Frances Oldham Kelsey δεν ανακάλυψε, ποτέ, την ιατρική.
Ποτέ, δεν ανακάλυψε μια επαναστατική θεραπεία.
Ποτέ, δεν έλαβε Νόμπελ.
Τι έκανε;
ΕΙΠΕ ΟΧΙ.
Αρνήσου, όταν έχεις τα μισά στοιχεία. Όχι, στην βιασύνη. Απόρριψη, στην πίεση, από τους ισχυρούς.
ΕΔΕΙΞΕ ότι το θάρρος, στην ΕΠΙΣΤΉΜΗ, ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ, ΜΟΝΟ, Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ : ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙΣ. Αυτό σημαίνει όχι, όταν όλοι θέλουν ένα ναι.
Η απόφασή της έχει σώσει χιλιάδες αμερικανικές οικογένειες.
Το παράδειγμά της, έχει διαμορφώσει την σύγχρονη ιατρική.
Η κληρονομιά της προστατεύει όλους όσους παίρνουν φάρμακα
Όλα αυτά, επειδή ένας γιατρός ήξερε ότι Η ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΛΕΞΗ, στην ΕΠΙΣΤΉΜΗ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ "ΝΑΙ ". Μερικές φορές, απλά, είναι όχι.
Merci. Helene Banoun Minotte Degun
https://www.facebook.com/share/p/175rCrPs16/
από Kalliopi Maria Gogou.
1970 (δεκαετία). Πάρτυ της εποχής.
2/12/1984. Μποπάλ, Ινδία. "Η χειρότερη βιομηχανική τραγωδία όλων των εποχών". Αργά, στις,11:00, το βράδυ, ενώ οι περισσότεροι, απο τους 1.000.000 κατοίκους, είχαν κοιμηθεί, μπαίνει νερό, σε δεξαμενή εργοστασίου της Αμερικανικής"Union Carbide", με ισοκυανικό μεθύλιο.
Η "Union Carbide Corporation"είχε έδρα το Τέξας και είχε έλθει, στην Ινδία, μέσα από την γνωστή πολιτική "ενθάρρυνσης επενδύσεων" από επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η εταιρεία κλήθηκε να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο, για την δημιουργία του Sevin, φυτοφαρμάκου, που χρησιμοποιoύνταν, σχεδόν, σε όλη την Ασία. Αποφάσισε να κατασκευάσει το εργοστάσιο, στο Μποπάλ, λόγω της κεντρικής θέσης της πόλης και της υποδομής των μεταφορών.
Η συγκεκριμένη τοποθεσία, μέσα, στην πόλη, είχε χωριστεί, σε ζώνες, για ελαφρά βιομηχανική και εμπορική χρήση, αλλά σε καμία περίπτωση, για βαριά και επικίνδυνη βιομηχανία. Κανείς, απο τους κρατούντες, δεν αντιστάθηκε, στους "επενδυτές" (με το επιχείρημα ότι οι καπιταλιστικές "επενδύσεις" φέρνουν "ανάπτυξη"). Η εταιρεία άρχισε να παράγει το φυτοφάρμακο, με το σύνθημα "Η επιστήμη βοηθά, στην οικοδόμηση μιας νέας Ινδίας".
Το 1984, λόγω μειωμένης κερδοφορίας, αποφασίστηκε να πωληθεί το εργοστάσιο και η εταιρεία να μεταφέρει τον εξοπλισμό, σε άλλη χώρα. Ωστόσο, μέχρι να βρεθεί αγοραστής, η εγκατάσταση συνέχιζε να λειτουργεί, με μεγάλα σημάδια εγκατάλειψης. Η κυβέρνηση γνώριζε τα προβλήματα, όμως, δεν ήθελε να φοβίσει και να διώξει την "επένδυση".
Έτσι, στις 2/12/1984, ενώ οι κάτοικοι κοιμούνταν, μπήκε νερό, στην δεξαμενή, όπου ήταν αποθηκευμένο το ισοκυανικό μεθύλιο. Η πίεση, στην δεξαμενή αυξήθηκε, γρήγορα και τελικά, η βαλβίδα ασφαλείας (που κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήταν ελαττωματική) άνοιξε και το αέριο διοχετεύθηκε, στον πύργο καθαρισμού, ο οποίος, όμως, ήταν κλειστός, λόγω συντήρησης. 40 τόνοι του άκρως τοξικού ισοκυανικού μεθυλίου διέρρευσαν, από το εργοστάσιο εντομοκτόνων.
Γύρω, στις 1:00, τα ξημερώματα της 3ης Δεκεμβρίου, το χημικό άρχισε να εμφανίζεται; στην ατμόσφαιρα, πάνω, από την πόλη. Μέσα σε λίγες ώρες, οι δρόμοι του Μποπάλ γέμισαν, με πτώματα ανθρώπων, βουβαλιών, σκύλων και πουλιών.
Περίπου, 3.800 άνθρωποι πέθαναν, αμέσως, κυρίως, στις φτωχές παραγκουπόλεις, δίπλα, στο εργοστάσιο. Τα νοσοκομεία γέμισαν, με ετοιμοθάνατους, ανθρώπους, που δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν και άλλους, με σοβαρά προβλήματα, στα μάτια. Οι γιατροί είχαν άγνοια, για το αέριο και το τί μπορούσε να προκαλέσει, στον οργανισμό, έτσι, κάθε προσπάθεια, για θεραπεία έπεφτε, στο κενό.
Οι άνθρωποι, που βρήκαν τραγικό θάνατο τις πρώτες ημέρες, ανέρχονται, σε 8.000, με 10.000. Ωστόσο, τις επόμενες δεκαετίες, θα πεθάνουν πολλοί ακόμη (ο αριθμός θα ανέβει, στις 15.000, με 20.000), αφού το χημικό, που ανέπνευσαν, θα τους δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Η Ινδική κυβέρνηση ανέφερε ότι περισσότεροι, από μισό εκατομμύριο άνθρωποι εκτέθηκαν, στο αέριο. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2003, είχαν δοθεί αποζημιώσεις, για 15.248 θανάτους και 554.895 περιπτώσεις αναπηρίας.
Η καταστροφή, που προκάλεσε η Αμερικανική "Union Carbide", είναι το φονικότερο βιομηχανικό "ατύχημα", στην Ιστορία. Οι επιπτώσεις του συνεχίζονται.
Μέχρι σήμερα, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν, από τις επιπτώσεις του τοξικού αερίου. Πολλοί είναι μικρά παιδιά, που γεννήθηκαν, με παραμορφώσεις και σπάνιες ασθένειες, αποτέλεσμα του αερίου, που εισέπνευσαν οι γυναίκες, το 1984. Παιδιά, που δεν μπορούσαν να μιλήσουν, χρόνια μετά την γέννηση, που γεννιούνται καχεκτικά κ.α Οι ίδιες γυναίκες αντιμετωπίζουν μεγάλα γυναικολογικά προβλήματα, ενώ ο καρκίνος είναι ο πρώτος λόγος θνησιμότητας, για τους υπόλοιπους.
Η εταιρεία κατέληξε σε ... διακανονισμό, με την Ινδική κυβέρνηση και το 1989 κλήθηκε να καταβάλλει, στην πόλη, αποζημίωση 470 εκατομμυρίων δολαρίων (απο τα 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια, που είχαν απαιτηθεί, αρχικά), και σε κάθε άτομο, που εκτέθηκε, στο δηλητηριώδες αέριο, 25.000 ινδικές ρουπίες (περίπου 2.200 δολάρια, τότε). Όρος του διακανονισμού ήταν η αποδοχή ότι η εταιρία αρνείται την ευθύνη, για το "ατύχημα"!
Η εκδίκαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε, το 2010, με κατηγορούμενους επτά ανώτατα στελέχη της Union Carbide India Limited. Καταδικάστηκαν, για φόνο, εξ αμελείας, σε ... δύο χρόνια φυλάκισης και πρόστιμο 100.000 ινδικές ρουπίες, έκαστος.
Οι κάτοικοι του Μποπάλ, ή έφυγαν, όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, ή παρέμειναν και ακόμη, δηλητηριάζονται.Οι άνθρωποι βράζουν ακόμη, το μολυσμένο νερό, από τις αντλίες χειρός ,για να κάνουν μπάνιο και πλύσιμο ρούχων, όταν το νερό σταματάει να τρέχει, από τους σωλήνες τους.
Η "Union Carbide" εξαγοράστηκε, απο την "Dow Chemical Company", η οποία αρνήθηκε, κάθε συνδρομή, για τα απαραίτητα έργα καθαρισμού της περιοχής, με το επιχείρημα ότι η εξαγορά έγινε, μετά το "ατύχημα". Το 2017, η εταιρεία είχε έσοδα 62 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το έργο καθαρισμού, που θα σταματούσε τον εφιάλτη, έχει υπολογιστεί, στα 30 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.
Κυβερνήσεις και εταιρείες έχουν εγκαταλείψει τα θύματα, τα οποία υποφέρουν, από καρκίνο, τύφλωση, αναπνευστικά προβλήματα, διαταραχές του ανοσοποιητικού και του νευρικού συστήματος, ενώ η βοήθεια, που λαμβάνουν, από το κράτος, είναι μηδαμινή. Οι Ινδικές κυβερνήσεις, ουδέποτε συνέδεσαν τις ασθένειες αυτές, με το δυστύχημα, με αποτέλεσμα τα θύματά της καταστροφής να μην μπορούν να διεκδικήσουν άλλες αποζημιώσεις.
Οι φτωχοί κάτοικοι του Μποπάλ, όσοι δεν έφυγαν και είναι ακόμη, ζωντανοί, παραμένουν ριζωμένοι, σε ένα δηλητηριασμένο έδαφος, περιμένοντας, απλά, τον θάνατο.
Το Μποπάλ και τα θύματά του, θα θυμίζουν, πάντα, πως η καπιταλιστική κερδοφορία δεν έχει κανένα φραγμό, στην εκμετάλλευση, ακόμη και σε εγκλήματα, με θύματα χιλιάδες φτωχούς και την καταστροφή του περιβάλλοντος, για να πετύχει τους στόχους της.
Οι "επενδύσεις" συνεχίζονται, σε όλο τον κόσμο…
>>Διαβάστε Περισσότερα : https://dailystory24h.com/3622q5
Αλλά αυτός ο άνθρωπος κουβαλούσε ένα μυστικό, τόσο εκπληκτικό, τόσο απίστευτο, που όταν, τελικά, έλεγε την αλήθεια, θα γινόταν πρωτοσέλιδο, σε όλο τον κόσμο και θα ανάγκαζε την Αμερική να ξαναγράψει το τελευταίο κεφάλαιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τα χέρια του έτρεμαν, όχι, από την ηλικία, αλλά, από το βάρος τεσσάρων δεκαετιών εξαπάτησης καθώς πλησίαζε τον κυβερνητικό υπάλληλο, πίσω από τον πάγκο.
«Το όνομά μου είναι Gayorg Gartner», είπε, με τονισμένα αγγλικά που είχαν μαλακώσει, με τα χρόνια. Είμαι Γερμανός αιχμάλωτος πολέμου και κρύβομαι, στην Αμερική, από το 1945. Ο υπάλληλος κοίταξε πάνω από τα χαρτιά του, σίγουρα, δεν άκουσε καλά. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει, πριν 40 χρόνια. Κάθε Γερμανός κρατούμενος είχε σταλεί σπίτι του, δεκαετίες, νωρίτερα.
Τα αρχεία ήταν κλειστά. Τα στρατόπεδα διαλύθηκαν, ο πόλεμος μια ανάμνηση, που σβήνει. Κι όμως, εδώ, βρισκόταν ένας άντρας, που ισχυρίζεται ότι είναι ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης, σε αμερικανικό έδαφος.
Για να καταλάβουμε την απίστευτη απόφαση του Gayorg Gartner, πρέπει πρώτα να ταξιδέψουμε, πίσω, στις καυτές ερήμους της Βόρειας Αφρικής, το 1943. Ο πόλεμος δεν πήγαινε καλά, για την Γερμανία. Το Africa Corps του Rommel, κάποτε, το καμάρι της Βερμάχτ, υποχωρούσε, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις έκλεισαν, από όλες τις πλευρές. Ο Gayog Peter Gadner ήταν, μόλις, 21 ετών, μόλις, ένα αγόρι, όταν βρέθηκε παγιδευμένος, με τη μονάδα του, κοντά, στην Τυνησία.
Όπως τόσοι πολλοί νέοι Γερμανοί της γενιάς του, είχε παρασυρθεί, σε μηχανήματα πολέμου, πριν μεγαλώσει, αρκετά, για να καταλάβει το πραγματικό του κόστος. Η προπαγάνδα είχε υποσχεθεί δόξα και γρήγορη νίκη. Αντ' αυτού, βρέθηκε χιλιάδες μίλια, από το σπίτι του, δίνοντας μια χαμένη μάχη, σε μια έρημο, που έμοιαζε, με την επιφάνεια ενός άλλου πλανήτη.
Το τέλος ήλθε, ξαφνικά. Το συμμαχικό πυροβολικό σφυροκόπησε τις γερμανικές θέσεις, για ώρες, πριν οι βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις κατακλύσουν ό,τι απέμεινε, από τις άμυνες των Γερμανών. Ο Gartner, τραυματίστηκε, από θραύσματα και χωρίστηκε, από την μονάδα του, σύρθηκε, πίσω, από ένα κατεστραμμένο τανκ και περίμενε τον θάνατο. Αντ' αυτού, βρήκε σύλληψη. Βρετανοί στρατιώτες, οι στολές τους σκονισμένες και αντιμετωπίζουν ζοφερά προβλήματα, από την εξάντληση του πολέμου.
Τον βρήκαν ημι-συνειδητό, ανάμεσα, στα συντρίμμια. Αλλά, αντί, για την σφαίρα, που περίμενε, του έδωσαν νερό. Αντί, για βάναυση ανάκριση, παρείχαν ιατρική φροντίδα, για τις πληγές του. Ήταν η πρώτη ματιά του Gartner, σε κάτι, που θα διαμόρφωνε την υπόλοιπη εκπληκτική ζωή του. Η πιθανότητα ότι οι εχθροί θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι.
Όπως χιλιάδες άλλοι Γερμανοί αιχμάλωτοι, ο Gartner φορτώθηκε, σε πλοία και μεταφέρθηκε, στην Αμερική, μέσω του Ατλαντικού. Το ταξίδι διήρκεσε εβδομάδες, πλέοντας, μέσα από νερά μολυσμένα, από yubot, πέρα από τα ίδια υποβρύχια, που, κάποτε, διοικούνταν, από τους συμπατριώτες του. Η ειρωνεία δεν χάθηκε πάνω του. Η Αμερική, το 1943, ήταν φρούριο της δημοκρατίας.
1972. Σκίτσο του Βασίλη Χριστοδούλου.
1977. Σκίτσο του Κ. Βλάχου.
1978. Σκίτσο του Βασίλη Χριστοδούλου.
1983. «ΡΟΜΑΝΤΣΟ». Σκίτσο του Βασίλη Χριστοδούλου.
11/2025. Σκίτσο του LATUFF.
25/11/2025. Σκίτσο του Στάθη Σταυρόπουλου.
29-30/11/2025. Σκίτσο του Γιώργου Μικάλεφ.
1/12/2025. Σκίτσο του Ηλία Μακρή.
1/12/2025. Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη.
2/12/2025. Σκίτσο του ΚΥΡ.
2/12/2025. Σκίτσο της Ευανθίας Ρούνη.
3/12/2025. Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου.































































Σχόλια