1929 - 2018 Η.Π.Α. και "Ευρωπαϊκή Ένωση" : Η αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα, η φθίνουσα ροπή προς κατανάλωση οι λιμνάζουσες επενδύσεις, ως αιτίες για την κοινωνική δυσαρέσκεια και τα αντισυστημικά κινήματα. (Μια ματιά στην κοινωνική σύνθεση των Κίτρινων Γιλέκων).
15/12/2018 Παρίσι : Τα Κίτρινα Γιλέκα, εν δράσει. Το πραγματικό και οργανωμένο (αυθόρμητα και μη) αυτό κίνημα είναι το πιο μαζικό και το πιο δυναμικό κίνημα, που ήλθε να αντιπαρατεθεί στο πρόγραμμα της παγκοσμιοποίησης, που επιβάλλουν οι διεθνείς ελίτ, υπενθυμίζοντας ότι κάθε αντιπαράθεση, με τις διεθνείς ελίτ μπορεί και πρέπει να ξεκινήσει, στο εθνικό επίπεδο και να εκφραστεί, ως σύγκρουση, με τις εντόπιες ελίτ και τους πολιτικούς εκφραστές τους. Και φυσικά, είναι, απολύτως, λογικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο, εάν αναλογισθούμε ότι, στην γαλλική κοινωνία, με όλες τις κινητοποιήσεις της και την αντίσταση στις εντόπιες ελίτ, το εισόδημα του 1%, με τα μέγιστα εισοδήματα, κατά την περίοδο 1980 - 2016, αυξήθηκε, περισσότερο, από 100%, ενώ τα μέσα εισοδήματα του υπόλοιπου πληθυσμού, μόλις κατά 25% (και με έντονη ανισοκατανομή, εντός αυτού). Την πορεία της εξέλιξής του θα την παρακολουθήσουμε. Ένα είναι σίγουρο : Με άμπωτη και παλίρροια, στις κινήσεις της, η γαλλική κοινωνία βράζει. Και αυτό δεν θα παύσει, όσος καιρός και αν περάσει...
Η κατάσταση, στην Γαλλία, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, φέρνει, στην επικαιρότητα, ένα βασικό στοιχείο του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού και της πραγματικής κρίσης του. Το στοιχείο της διαρκούς, επίμονης και μακροχρόνιας αύξησης της ανισοκατανομής του εισοδήματος.
Εννοείται, βέβαια, ότι αυτή η διαδικασία δεν αφορά, μόνο την Γαλλία. Αφορά και τις Η.Π.Α., αλλά και όλες τις χώρες του παλαιού και γραφειοκρατικοποιημένου καπιταλισμού, όπου, μετά την δεκαετία του 1970 και ακόμη περισσότερο, μετά την κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και με την έναρξη της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, διευρύνθηκαν, στο έπακρο, οι εισοδηματικές ανισότητες.
Αυτή την διαπίστωση, που είναι αυτονόητη, δεν πρέπει να την ξεχνάμε. Όπως, επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έλευση της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής κρίσης και η βαθιά παγκόσμια οικονομική ύφεση, που ακολούθησε, δεν οδήγησε, στην αναμενόμενη και φυσιολογική άμβλυνση αυτών των εισοδηματικών ανισοτήτων, μέσω μιας αντιστρόφου φοράς της εισοδηματικής ανακατανομής, αλλά, σε περαιτέρω διεύρυνση αυτής της ανισοκατανομής, μέσα από την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την διεύρυνση της ανεργίας, την συμπίεση του μισθολογικού κόστους και την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, αφού, από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτει ότι, ενώ, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το πλουσιότερο 1% των κατοίκων της υφηλίου ήταν κάτοχος του 16% του παγκόσμιου εισοδήματος, πέρυσι, το 2017, το ποσοστό αυτό κατέληξε να έχει διευρυνθεί και να ισούται, με το 20%, ενώ ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός παρέμεινε να κατέχει το 9% του παγκόσμιου εισοδήματος, όπως και, στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Όλα αυτά συνέβησαν, με δεδομένο το γεγονός ότι, στις αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Μαλαισία, Ινδονησία κλπ), έχει υπάρξει μια φρενήρης ανάπτυξη, η οποία δημιούργησε μεγάλα στρώματα εργατών και υπαλλήλων και μια μεσαία τάξη, που, για πρώτη φορά, απέκτησαν ορατά και αξιόλογα εισοδήματα, αναδιατάσσοντας την εισοδηματική αλυσίδα του παρελθόντος, την ίδια στιγμή, που η αντίστοιχη πορεία, στις χώρες του αναπτυγμένου γραφειοκρατικού καπιταλισμού της Δύσης, ακολούθησε την αντίστροφη κατεύθυνση, με την συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων και την φτωχοποίησή τους, όπως και μιας μεγάλης μερίδας των εργατοϋπαλλήλων, με αποτέλεσμα την αύξηση της εισοδηματικής ανισοκατανομής, και της αποτροπή κάθε προσπάθειας σύγκλισης των εισοδημάτων. (Με την καθόλου ασήμαντη εξαίρεση της περίπτωσης της Ελλάδας, στα χρόνια της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, όπου οι εισοδηματικές ανισότητες συρρικνώθηκαν, για να διευρυνθούν, μεταγενέστερα, στα χρόνια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Κώστα Σημίτη, για να εκτοξευθούν, στα ύψη τα χρόνια των Μνημονίων).
Στα πλαίσια αυτά, δεν προξενεί καμμία απορία το γεγονός ότι το πλουσιότερο 1%, στις εισοδηματικές κατηγορίες των Η.Π.Α., κατέχει το 20% του συνολικού εισοδήματος. Όπως, επίσης, δεν προξενεί καμμία εντύπωση ότι, στην κεντροδυτική Ευρώπη, στην "Ευρωπαϊκή Ένωση", το αντίστοιχο 1%, κατέχει το 12% του συνολικού εισοδήματος. Ούτε αποτελεί καμμία έκπληξη, η διαπίστωση πως, εάν συνεχισθεί αυτή η τάση, στην κατανομή του εισοδήματος, στις αυτές τις περιφέρειες, η εισοδηματική ανισοκατανομή θα ενταθεί, ακόμη περισσότερο.
Αυτή, άλλωστε, είναι η βαθύτερη και ουσιαστικότερη αιτία, για την εμφάνιση της γενικευμένης δυσαρέσκειας της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και των διαφορών λεγόμενων αντισυστημικών εκδηλώσεων, κινήσεων και κινημάτων, τα οποία βρίσκουν ένα σημαντικό έρεισμα, στις κοινωνίες, που πιέζονται από τις απαιτήσεις της μπατιροτραπεζοκρατίας, των πολυεθνικών εταιρειών και του πολιτικού κόσμου, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτών των ελίτ.
Όπως, ήδη, είπαμε, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, στην Γαλλία, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής της κατάστασης και της δυσαρέσκειας, που προξενεί. Άλλωστε, αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση και την πολιτική προέλευση του κόσμου, που συμμετέχει, σε αυτό το κίνημα, τα συμπεράσματα, που θα βγάλουμε, επιβεβαιώνουν και ενισχύουν την διαπίστωση του βασικού και κύριου ρόλου, που παίζει η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, μέσα στην γαλλική κοινωνία.
Από τις έρευνες που πραγματοποίησε το Κέντρο Emile Durkheim, γύρω από την κοινωνική σύνθεση των Κίτρινων Γιλέκων, κατά την περίοδο 24 Νοεμβρίου 2018 - 1 Δεκεμβρίου 2018, οι διαπιστώσεις είναι σαφείς και χαρακτηριστικές, με δεδομένη την πλειοψηφία των μισθωτών εργαζομένων, που αγγίζουν το 47% των συμμετεχόντων (33% υπάλληλοι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, χωρίς διοικητικές θέσεις και 14% εργάτες), οι έμποροι και οι επιχειρηματίες αποτελούν το 10% και οι υπόλοιπες ομάδες του πληθυσμού (αγρότες, άνεργοι, φοιτητές κλπ) συμπληρώνουν το υπόλοιπο 43% των μελών του κινήματος, ενώ υπάρχει και μια μεγάλη, έως μεγίστη, εκπροσώπηση των κατόχων τίτλων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου, μόλις το 5% των συμμετεχόντων κατέχουν τίτλους ανώτατης εκπαίδευσης, όπως και μεγάλη εκπροσώπηση των κατοίκων των μικρών πόλεων, έναντι των μεγάλων - κάτι που στην πορεία του χρόνου, φαίνεται ότι έχει διαφοροποιηθεί.
Με αυτά τα δεδομένα καταρρίπτεται ο μύθος ότι το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων κυριαρχείται, από την συμπιεζόμενη μεσαία τάξη της γαλλικής κοινωνίας. Προφανώς συμμετέχει και αυτή, αλλά είναι οι μισθωτοί εργαζόμενοι και οι άνεργοι, που πλειοψηφούν και που θα πλειοψηφούν, από εδώ και πέρα, όσο το κίνημα αυτό υπάρχει και συνεχίσει να εκδηλώνεται, ως τέτοιο.
Προφανώς, ξεκίνησε, ως ένα κίνημα των επαρχιών και των μικρών πόλεων, αλλά κατάφερε να κατακτήσει και τις μεγάλες, με τελευταίο το Παρίσι. Είναι, πρωτ' απ' όλα, πριν την συμπίεση που αισθάνεται η μεσαία τάξη, από την παγκοσμιοποιητική πολιτική του Emmanuel Macron και των προκατόχων του, τα στρώματα των μισθωτών, που συμπιέζονται, περισσότερο, από όλα τα άλλα στρώματα της γαλλικής κοινωνίας, στην οποία οι μισθωτοί - οι εργατοϋπάλληλοι - αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έρευνα διεξήχθη, μέχρι την εκρηκτική 1η Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία μπήκε, στην μάχη, το Παρίσι και φυσικά, αυτή η είσοδος διαφοροποίησε, ακόμη περισσότερο, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της, εν εξελίξει, αυτής κοινωνικής ανυπακοής, που πλησιάζει, στα όρια της εξέγερσης, εντείνοντας αυτό που μαρξιστές ονομάζουν προλεταριακά χαρακτηριστικά του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων.
Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο προσιδιάζει, στα πληβειακά χαρακτηριστικά του κινήματος αφορά τα επίπεδα του οικογενειακού εισοδήματος των συμμετεχόντων, τα οποία κυμαίνονται, στα 1700,00 €, ενώ το μέσο εισόδημα, στην Γαλλία φθάνει στα 2200,00 € και οι συντριπτικά περισσότεροι (το 85%) από αυτούς έχουν μόνο ένα αυτοκίνητο.
Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, είναι ο ηλικιακός πυρήνας των συμμετεχόντων στο κίνημα αυτό, το οποίο αποτελείται, από ηλιακά ενεργές παραγωγικές ηλικίες. Από ανθρώπους ηλικίας 35 - 49 ετών, οι οποίοι βλέπουν την ζωή τους να υποβαθμίζεται ραγδαία και τα επίπεδα της κατανάλωσής τους να συρρικνώνονται, ενώ και η συμμετοχή των γυναικών, που έχουν το βάρος να τα βρουν με τους λογαριασμούς, που πρέπει να πληρωθούν και να θρέψουν την οικογένεια, είναι πολύ σημαντική, αφού φθάνει, στο 46% των συμμετεχόντων.
Αυτή η σύνθεση της ανθρωπογεωγραφίας αυτών, που συμμετέχουν, στο κίνημα, περιγράφει την πραγματική κατάσταση, που επικρατεί, στην Γαλλία. Τα Κίτρινα Γιλέκα εκφράζουν αυτήν την κατάσταση. Αυτό το γεγονός, άλλωστε, είναι που φόβισε τον εκπρόσωπο της μπατιροτραπεζοκρατίας Emmanuel Macron και την ελίτ, που εκπροσωπεί και γι' αυτό προχώρησαν, σε αυτές τις μικρές, αλλά όχι ασήμαντες παραχωρήσεις, προς τους υπό εξέγερση Γάλλους, η μεγίστη πλειοψηφία των οποίων στήριξε και εξακολουθεί να στηρίζει τα Κίτρινα Γιλέκα, τα οποία δεν είναι και τόσο κίτρινα.
Πράγματι, το Κίτρινα Γιλέκα, σε μεγάλο βαθμό είναι κόκκινα. Η πολιτική ανθρωπογεωγραφία των συμμετεχόντων, στην ικανή πλειοψηφία της γέρνει, προς τα αριστερά, αφού το 34% αυτών τοποθετεί τον εαυτό του, στην αριστερά και το 14%, στην άκρα αριστερά. Το συνολικό ποσοστό του 48%, που τοποθετεί τον εαυτό του, στο χώρο αυτόν δεν είναι καθόλου μικρό. Είναι σημαντικό και δίνει τον τόνο, αφού τα αριστερά κόμματα, στην αρχή του κινήματος το είδαν με καχυποψία, ως ... ακροδεξιών αποκλίσεων κίνημα. Για να αλλάξουν γνώμη αργότερα, όταν είδαν ότι το κίνημα αυτό δεν είναι κάτι το παροδικό και ότι μπορούν, στα πλαίσιά του να ψαρέψουν ψήφους και να ασκήσουν επιρροή.
Βέβαια, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, παρά το έντονο κόκκινο χρώμα τους, δεν εξαντλείται, στην αριστερά του πολιτικού φάσματος, αφού το 33% αυτών των ανθρώπων δεν τοποθετεί τον εαυτό τους, ούτε στην αριστερά ούτε, στην δεξιά, ενώ η επιρροή της δεξιάς φθάνει, στο 10% και της ακροδεξιάς, στο 4%, με το κέντρο να περιορίζεται, μόλις, στο 5%. Παράλληλα, στην πλειοψηφία τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, δεν θέλουν (κατά 81%) τα κόμματα στις κινητοποιήσεις, ενώ δεν θέλουν ούτε τα συνδικάτα (κατά 64%).
Αυτή η πολιτική διαστρωμάτωση των συμμετεχόντων, στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, μπορεί να είναι προβληματική, για τα κόμματα της αριστεράς και για τα συνδικάτα και να εκφράζει, σε έναν βαθμό, την απογοήτευση του κόσμου αυτού, αλλά και της πλειοψηφίας της γαλλικής κοινωνίας, από το γεγονός ότι δεν τίθεται ζήτημα κατάληψης εξουσίας, αλλά είναι, απολύτως, τραγική, για τον Emmanuel Macron και την εντόπια "ευρωπαϊστική" ελίτ. Η πολιτική επιρροή του Γάλλου προέδρου έχει μηδενιστεί, παρά το 20% της αποδοχής, που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις.
Το πρόβλημα του μικρού Manu είναι ότι η γαλλική κοινωνία ζητεί, τώρα (που είναι πολύ νωρίς) την έξωσή του από την προεδρία του κράτους. Ζητεί την παραίτησή του και μάλιστα, χωρίς ορατή εναλλακτική λύση. Και φυσικά, αυτό σημαίνει ότι η εφαρμογή του επείγοντος οικονομικού και κοινωνικού προγράμματος της γαλλικής ολιγαρχίας δεν μπορεί να προχωρήσει. Και δεν θα προχωρήσει.
Όπως είπαμε, το πρόβλημα δεν είναι, μόνο, γαλλικό. Και στην Γερμανία, τα πράγματα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, παρά την δεδομένη αυτοπειθαρχία του γερμανικού πληθυσμού και την υπακοή, προς τα κελεύσματα της γερμανικής ολιγαρχίας. Και εκεί, από την δεκαετία του 1990, με ένταση, από την εποχή της εφαρμογής της "Agenda 2010" του Gerhard Schroeder, οι κοινωνικές ανισότητες "κτύπησαν ταβάνι", αφού όλοι οι σχετικοί δείκτες επιδεινώθηκαν (αύξηση των πτωχών, πάνω από 50%, αύξηση των πτωχών εργαζόμενων, κατά 100%, αύξηση των πτωχών ανέργων, αφού το 70%, εξ αυτών, ζει κάτω από τα όρια της πτώχειας, ενώ οι πτωχοί συνταξιούχοι έχουν αυξηθεί, κατά 30%).
Όπως προείπαμε, στις Η.Π.Α. τα πράγματα είναι χειρότερα. Από τον παραπάνω πίνακα, που δημοσίευσε ο καθηγητής Διεθνούς Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Κώστας Μελάς, ο οποίος αφορά την εξέλιξη των εισοδημάτων του κατώτερου 90% του αμερικανικού πληθυσμού, του μεριδίου των μισθών και τα εισοδήματα του ανώτερου 1% του πληθυσμού της χώρας αυτής, κατά την μακροχρόνια περίοδο 1929 - 2014, τα συμπεράσματα, αν και επί τα χείρω, είναι ανάλογα, με την κεντροδυτική Ευρώπη, όσον αφορά τις εξελίξεις, μετά την δεκαετία του 1970 και την άνοδο στην εξουσία του Ronald Reagan.
Η ανώτερη εισοδηματική κατηγορία του 1% του αμερικανικού πληθυσμού, από το 1980 και μετά αυξάνει το εισοδημάτων μελών της και, στην πορεία του χρόνου, το αυξάνει, κατά 100%, φθάνοντάς το, στα επίπεδα του 1929. Τότε, δηλαδή, που ξέσπασε η GREAT DEPRESSION, η οποία ξεπεράστηκε, με τις κεϋνσιανές πολιτικές του προέδρου Franklin Delano Roosevelt, (το χειρότερο) με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και με την ευρεία εισοδηματική ανακατανομή, υπέρ των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων και των μισθών, όπως προκύπτει, από τον πίνακα αυτόν.
Από την δεκαετία του 1980 και με φρενήρη ρυθμό, από την δεκαετία του 1990, με την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, τα δεδομένα, που δημιουργήθηκαν, στις προηγούμενες δεκαετίας, ανατράπηκαν πλήρως. Το μερίδιο των μισθών, ως ποσοστό κατέρρευσε, φθάνοντας, στα επίπεδα του 1929 και αναλόγως, συνέβη και με το εισόδημα του κατώτερου 90%.
Ως εκ τούτου, η έλευση της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, που ζούμε από τον Σεπτέμβριο του 2008 δεν ήταν τυχαία. Μπορεί να προξενήθηκε, από την σκοπούμενη χρηματοπιστωτική κρίση, που, τότε, προξένησε η κυβέρνηση του George Bush jr, αλλά θα ερχόταν, χωρίς αυτόν τον πάταγο, όσο οι διεθνείς ελίτ του δυτικού καπιταλισμού αρνούνταν να αλλάξουν οικονομική πολιτική και όσο επέμεναν - και επιμένουν - να συνεχίζουν αυτήν την μεταφορά πλούτου, από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας.
Μάλιστα, εάν δεν αλλάξει αυτή η συμπεριφορά, στις Η.Π.Α. είναι σαφές ότι, όχι πολύ μακριά, από σήμερα, στο, εισοδηματικά, ανώτερο 1% του αμερικανικού πληθυσμού θα περιέλθει το 30% του συνολικού εισοδήματος. Και φυσικά, το γεγονός ότι το συνολικό εισόδημα θα είναι αυξημένο, δεν αλλάξει τα πράγματα. Αντιθέτως τα περιπλέκει, διότι αυτή η άνιση και στρεβλή κατανομή του εισοδήματος πλήττει την κατανάλωση, την οποία, συν τω χρόνω, περιορίζει, λόγω της πτωτικής τάσης της ροπής προς κατανάλωση, που οφείλεται, στην καταναλωτική συμπεριφορά των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, καθώς η κοινωνία πλουτίζει.
Έτσι, προϊόντος του χρόνου, η οριακή ροπή της κατανάλωσης των πλούσιων στρωμάτων μιας κοινωνίας, που πλουτίζει (όπως και της πλούσιας κοινωνίας, ως συνόλου) φθίνει, διότι ναι μεν, η κατανάλωσή τους αυξάνει, αλλά η αύξηση αυτή είναι μικρότερη από την αύξηση του εισοδήματος, που αποκτούν. Με τον τρόπο αυτό, πέφτει η μέση ροπή προς κατανάλωση, με αποτέλεσμα το, επιπλέον, εισόδημα, που δεν καταναλώνεται, να στραφεί, στην αποταμίευση και εκεί, μετά από μια σειρά πολύπλοκων κινήσεων, που παράγουν και διευρύνουν τις χρηματιστικές και λοιπές φούσκες, να λιμνάσει, στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει την οικονομία, σε ύφεση και οικονομική κρίση, στην διάρκεια των οποίων, εμφανίζεται, λόγω του φαινόμενου της χαμηλής κατανάλωσης, η ανισορροπία ανάμεσα στις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις, η οποία, εν τέλει, εξισορροπείται, στο επίπεδο της παραγωγής, με την απόσυρση των πλεοναζόντων παραγωγικών συντελεστών και την μείωση της παραγωγής.
Και φυσικά, όλα αυτά σημαίνουν ανεργία και οικονομική ύφεση, που μετατρέπεται σε κρίση, όσο δεν λαμβάνονται μέτρα, για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της παραγωγής. Το πρόβλημα είναι ότι οι σύγχρονες ελίτ των, δυτικού τύπου, καπιταλιστικών χωρών επιμένουν να μην λαμβάνουν τα μέτρα, που οι κοινωνίες χρειάζονται, για λόγους, οι οποίοι, στον κεντρικό τους πυρήνα είναι ανόητοι, αφού η κεφαλαιακή συσσώρευση είναι που μπλοκάρεται, από την πτωτική, ή έστω, ανεπαρκή πορεία της μέσης ροπής προς κατανάλωση και της επενδυτικής άπνοιας, που προξενείται, από την ύπαρξη ανεπαρκούς κατανάλωσης.
Δεν είναι, λοιπόν, η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, που αυξάνει το μέγεθος του παραγόμενου κεφαλαίου. Όσο η κατανάλωση παραμένει υποτονική και ανεπαρκής, όπως αποδεικνύεται, σήμερα, στις χώρες της δυτικής εκδοχής του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού, με κορυφαία περίπτωση την Ελλάδα, τόσο θα μπλοκάρεται, θα παρεμποδίζεται και θα σχοινοβατεί η παραγωγή του κεφαλαίου. Τόσο, δηλαδή, θα λιμνάζει και θα πέφτει η ροπή προς επένδυση, ακολουθώντας την αντίστοιχη ροπή της κατανάλωσης.
Αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει την μπατιροτραπεζοκρατία και τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν βρει - ή νομίζουν ότι έχουν βρει - απάνεμα παραγωγικά και εν πολλοίς, καταναλωτικά λιμάνια, στις αναπτυσσόμενες χώρες του παλαιού Τρίτου Κόσμου, όπου, εκεί, οι παραγωγικοί συντελεστές είναι, σχετικά, φθηνοί και δημιουργούνται, ραγδαία, πολυπληθείς νέες τάξεις καταναλωτών, που η ίδια η αναπτυξιακή διαδικασία, στις χώρες αυτές, δημιουργεί και επεκτείνει.
Για τον λόγο αυτόν, τα πράγματα, στον αναπτυγμένο κόσμο της Δύσης, είναι και θα παραμείνουν πολύ δύσκολα, όσο οι κοινωνίες δεν ξεφεύγουν από τις απλές εκδηλώσεις δυσαρέσκειας και όσο δεν αντιδρούν ενεργητικά.
Ως εκ τούτου, η εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων είναι σημαντική. Και είναι ενδεικτική, για το τί πρόκειται να ακολουθήσει, όσο δεν λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, που θα τονώσουν την ροπή προς επένδυση (δηλαδή μαζικές δημόσιες επενδύσεις) και όσο δεν τονώνεται η ροπή προς κατανάλωση (δηλαδή η ενίσχυση των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων του πληθυσμού).
Η αλήθεια είναι ότι ο δρόμος είναι μακρύς. Πολύ μακρύς. Θα μπορούσε - και μπορεί - να είναι σύντομος. Πολύ σύντομος.
Αλλά...
Σχόλια