Ο Mikhail Aleksandrovich Bakunin 138 χρόνια μετά : Ο διεισδυτικός αναλυτής και προφήτης ενός ζοφερού μέλλοντος, το οποίο, ήδη, αποτελεί ένα σκοτεινό παρελθόν και επιβιώνει ως ένα κακό παρόν.
Μιχαήλ Αλεκσάντροβιτς Μπακούνιν (Михаил Александрович Бакунин 30/5/1814 - 1/7/1876). Ο επιβεβαιωμένος προφήτης ενός ζοφερού μέλλοντος, το οποίο, όμως, παραμένει, πάντα, παρόν και ουδόλως λιγότερο απειλητικό...
Μιλώντας, για τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τον επιβεβαιωμένο διεισδυτικό αναλυτή ενός ζοφερού μέλλοντος, το οποίο, σε ένα σημαντικό τμήμα του, αποτελεί, για εμάς τους πολύ μεταγενέστερους, από αυτόν, ήδη, ένα σκοτεινό παρελθόν, το οποίο, σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του δεν ζήσαμε, αλλά επιβιώνει, ως ένα προβληματικά, κακό παρόν, το οποίο μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία ενός, ακόμη χειρότερου μέλλοντος, 200 χρόνια, μετά την γέννησή του, στο Πριαμούκινο, κοντά στο Τβερ - το σημερινό Καλίνιν -, στις 30/5/1814 και 138 χρόνια, μετά τον θάνατό του, στην Βέρνη της Ελβετίας, στις 1/7/1876, δεν είναι τα βιογραφικά στοιχεία, αυτά που έχουν την μεγαλύτερη σημασία. Όχι ότι δεν έχουν καμμία σημασία. Αλλά η σημασία τους είναι περιορισμένη, όταν θέλουμε να δούμε το έργο, που αυτός άφησε πίσω του, ως κληρονομιά στους μεταγενέστερους.
Τα όποια βιογραφικά στοιχεία έχουν ουσιαστική σημασία, μόνον και μόνο, για να καταλάβουμε, την διαδικασία, που οδήγησε τον Μιχαήλ Μπακούνιν να γίνει αυτό, που έγινε και για να κατανοήσουμε το πώς έφθασε, σε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη μας το από πού ξεκίνησε και τις δυσκολίες και τις ευκολίες, που είχε να αντιμετωπίσει, για να καταλήξει εκεί που κατέληξε.
Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ζωής του, τα οποία εμπλέκονται και περιβάλλονται, με μιαν αχλύ ενός μύθου, ο οποίος ουκ ολίγες φορές αγγίζει τα όρια της παραμυθίας και τα οποία, λιγότερο, ή περισσότερο έπαιξαν τον όποιο ρόλο τους, στο να γίνει ο, ηλικιακά, νεαρός και μετέπειτα ο, επίσης ηλικιακά, ώριμος Μιχαήλ, σε αυτό που έγινε και αυτό, που γνώρισαν οι σύγχρονοί του και οι μεταγενέστεροι, από αυτόν - όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν.
Το πρώτο γεγονός έχει να κάνει, με τα βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα, που υποτίθεται ότι έστρεψαν τον Μπακούνιν, στην κοινωνική αμφισβήτηση και στον αναρχισμό.
Φυσικά, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ίσως να μην γινόταν αυτός που ήταν, εάν τα νεανικά του χρόνια δεν είχαν επηρεαστεί, από τα θρυλούμενα αισθήματα, που έτρεφε, για την αδελφή του Τατιάνα, για την οποία η αγάπη του φαίνεται ότι δεν ήταν, απλώς, αδελφική, αλλά είχε ξεπεράσει τα εσκαμμένα, αφού, πιθανότατα, ο νεαρός Μιχαήλ ήταν ερωτευμένος μαζύ της, γεγονός, το οποίο αναφέρεται ότι της το είχε εκμυστηρευθεί, λέγοντάς της ότι "οι νόμοι καταδικάζουν το αντικείμενο του έρωτά μου. Αυτό Τανιούσκα, σε αφορά".
Πολλοί, μέσα σε αυτή την ανολοκλήρωτη ερωτική θέλξη, η οποία υπήρξε μονομερής και καταπιεσμένη, μπορούν να δουν - και δεν έχουν άδικο - ένα κλασικό φροϋδικό σχήμα, το οποίο, προφανώς, είναι ένα καλό αντικείμενο, για κάποιον ψυχαναλυτικό καναπέ. Με βάση αυτό το δεδομένο, μπορεί, βάσιμα, να επιχειρηματολογηθεί, με, περίπου, πλήρη ασφάλεια και χωρίς σοβαρή πιθανότητα λάθους, ότι αυτή η αδιέξοδη ερωτική καθήλωση του Μιχαήλ Μπακούνιν τον έκανε ακατάπαυστο και ασυμβίβαστο αντίπαλο όσων θεωριών, αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και συμβάσεων εμποδίζουν και θέτουν, υπό περιορισμό, τον ατομικό και τον κοινωνικό αυθορμητισμό.
Όμως, πόση σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά, τα οποία, όπως είπαμε, προφανώς, επηρέασαν τον, μετέπειτα, Ρώσο επαναστάτη και τον μετέστρεψαν, από έναν γόνο μιας οικογένειας ευγενών γαιοκτημόνων, που γινόταν δεκτή, με τον προσήκοντα σεβασμό από την αυτοκρατορική αυλή, σε έναν αντιεξουσιαστή επαναστάτη; Πόσο άξιος προσοχής μπορεί να είναι ένας νεανικός αιμομικτικός έρωτας, ο οποίος ουδέποτε ολοκληρώθηκε, αφού δεν βρήκε ανταπόκριση, την οποία, πιθανότατα και να μην ζήτησε ο ίδιος ο νεαρός Μιχαήλ;
Για το ζήτημα αυτό θα μιλήσω, αφού κάνω αναφορά και στο δεύτερο στιγμιότυπο της ζωής του, το οποίο, εμπλέκεται, με μια πιθανή πλαστογραφία, αλλά, επίσης, εμπεριέχει και μια προσωπική στρατηγική παραπλάνησης των διωκτών του, στα χέρια των οποίων είχε πέσει, αφού σχετίζεται, άμεσα, με την βασανιστική ζωή του, στα ρωσικά κάτεργα και αφορά τα κείμενα που έγραψε ο Μιχαήλ Μπακούνιν εκείνη την εποχή.
Ένα από τα κείμενά του, μάλιστα, είναι πολύ πιθανόν να είναι πλαστογραφημένο και αυτό το λέω, επειδή η ύπαρξη, ή/και το περιεχόμενο αυτού του κειμένου, το οποίο παρουσιάζεται, ως επιστολή του Μιχαήλ Μπακούνιν, προς έναν από τα αδέλφια του, δεν έχει διασταυρωθεί - ή τουλάχιστον, δεν μπόρεσα εγώ να το διασταυρώσω όσο και αν το έψαξα. Αυτή η υποτιθέμενη επιστολή, που λέγεται ότι γράφτηκε, μετά το 1851, δηλαδή, στα ώριμα χρόνια του, όταν ήταν φυλακισμένος στο φρούριο των αγίων Πέτρου και Παύλου, στην Αγία Πετρούπολη, έχει, ως ιστορική πηγή, το έργο, υπό μορφή βιβλίου, που δημοσιεύτηκε, στην Μόσχα της σταλινικής περιόδου, το 1934 - 1936, φυσικά, υπό την καθοδήγηση του Ζντάνωφ και της παρέας του, στο Τμήμα της ιδεολογίας και της προπαγάνδας του Κ.Κ.Σ.Ε., με τίτλο : "Μ. Μπακούνιν. Έργα και επιστολές".
Όπως γίνεται κατανοητό, η όλη ιστορία είναι ύποπτη, εκ κατασκευής, αφού οι σεναριογράφοι της Ιστορίας, εκείνη την περίοδο, μπορούσαν να την γράψουν και να την ξαναγράψουν, πολλές φορές. Και αυτό, φυσικά, έπρατταν. Και έπρατταν αυτό που έπρατταν, σύμφωνα, με τις απαιτήσεις και τις, κατά καιρούς, προτιμήσεις του Ιωσήφ Στάλιν - απαιτήσεις και προτιμήσεις, οι οποίες πολλές φορές άλλαζαν κατεύθυνση, ανάλογα, με τις ανάγκες της, εκάστοτε, συγκυρίας, αλλά και τις ιδεοληψίες και τις εμμονές του, τότε, άρχοντα του Κρεμλίνου και της ομάδας, που τον περιστοίχιζε, η οποία εκείνη την εποχή ( μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στην δεκαετία του 1930), παρουσίαζε μια διαρκή αστάθεια, ως προς την σύνθεσή της, αφού οι ευνοούμενοι, από τον αυθέντη, την μια ημέρα, μετατρέπονταν, σε εχθρούς και στέλνονταν, στο εκτελεστικό απόσπασμα, την, αμέσως, επόμενη.
Φυσικά, στο μέτρο, που, τώρα, πλέον, το καθεστώς του σταλινικού τρόμου, το οποίο ο Μιχαήλ Μπακούνιν είχε, ορθότατα, περιγράψει, με μεγάλη κοινωνιολογική και πολιτική διεισδυτικότητα, ως αναπόφευκτη μελλοντική εξέλιξη του μαρξικού και του μαρξιστικού κομμουνισμού, αποτελεί ένα μακρινό παρελθόν, είναι απαραίτητο οι ιστορικοί να εξετάσουν την αυθεντικότητα των παρουσιαζόμενων, στο προαναφερόμενο βιβλίο, ως έργων και επιστολών του Μιχαήλ Μπακούνιν, του Ρώσου αντίπαλου του Καρλ Μαρξ, μια και ο τελευταίος ήταν ο ιδεολογικός πατέρας του Ιωσήφ Στάλιν και ο ιδρυτής της επισήμης κρατικής ιδεολογίας, που είχε παγιωθεί, στην "Σοβιετική Ένωση", αντικαθιστώντας, με την δική της μαρξιστική - λενινιστική ορθοδοξία, την χριστιανική ορθοδοξία του παλαιού τσαρικού καθεστώτος, το οποίο ανατράπηκε, από την κομμουνιστική γραφειοκρατία του μπολσεβίκικου κόμματος, τον Νοέμβριο του 1917.
Παρά τις σφοδρές και βάσιμες επιφυλάξεις, για την αυθεντικότητα του περιεχομένου και την ύπαρξη αυτής της επιστολής, που παρουσιάζεται, στο, εν λόγω, βιβλίο, για τα έργα και τις επιστολές του Μιχαήλ Μπακούνιν, θα αντιμετωπίσω αυτή την επιστολή, έχοντας, ως δεδομένη, όχι την πλαστότητα του περιεχομένου της, αλλά την γνησιότητά της.
Η επιστολή αυτή, που αποδίδεται, στον Μπακούνιν, όπως, ήδη, προανέφερα, λέγεται ότι γράφτηκε, μετά το 1851, όταν ο αυτός ήταν φυλακισμένος, στην Πετρούπολη της τσαρικής Ρωσίας, χωρίς να αναφέρεται κάποια βέβαιη χρονολογία και με αυτή την επιστολή συμβουλεύει τον αδελφό του να χρησιμοποιεί την μαγκούρα, προκειμένου να συνετίζει τους δουλοπάροικους της οικογένειας.
"Χωρίς να το κάνεις εσύ ο ίδιος, γιατί θα ήταν δυσάρεστο, να μην παραμελείς να διατάζεις τον ραβδισμό. Αν και εγώ δεν είμαι υπέρ των σωματικών ποινών, νομίζω ότι, δυστυχώς, δεν μπορεί κανείς, ακόμη, να το αποφύγει. Και να τιμωρείς, πάντα, με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε οι αγρότες να πείθονται ότι είσαι δίκαιος. Όταν αντιληφθούν ότι είσαι καλός και ταυτόχρονα, δραστήριος, θα σε σέβονται, θα σε εκτιμούν και εσύ θα μπορείς, τότε, να τους χρησιμοποιείς, με τον τρόπο, που θα θεωρείς πιο κατάλληλο".
Αφήνοντας τις όποιες ενστάσεις, ως προς την αυθεντικότητα του περιεχομένου αυτού του γράμματος, στους ιστορικούς, ακόμη και αν το αποδεχτούμε, ως αληθές, το ερώτημα, που θέσαμε, αναφερόμενοι στο προηγούμενο περιστατικό της ζωής του Μιχαήλ Μπακούνιν, τίθεται, εκ των πραγμάτων και πάλι.
Ποιά είναι η αξία αυτού του περιστατικού, όσον αφορά το έργο, που άφησε πίσω του ο Ρώσος επαναστάτης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών της πολύχρονης φυλάκισής του, από το τσαρικό καθεστώς, το οποίο, κυριολεκτικά, γελοιοποίησε, με την συγγραφή της περίφημης "Εξομολόγησής" του, καθ' υπόδειξη του ίδιου του Τσάρου Νικόλαου Α', με σκοπό την υποβολή μιας ειλικρινούς συγγνώμης, προκειμένου να του επιτρέψει να βγει από την φυλακή;
Πιθανότατα, η αξία του είναι μηδενική, αφού η επιστολή γράφτηκε - αν γράφτηκε -, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τον ίδιο σκοπό, με την "Εξομολόγηση", με την οποία επιχείρησε να παραπλανήσει τον Τσάρο Νικόλαο Α', προκειμένου να καταφέρει να βγει, από την φυλακή, γεγονός το οποίο έγινε αντιληπτό από εκείνον, με αποτέλεσμα να αφήσει τον Μπακούνιν να σαπίσει στην φυλακή.
Μια και έκανα αναφορά, στην "Εξομολόγηση" του έγκλειστου στα μπουντρούμια των τσαρικών φυλακών Ρώσου επαναστάτη, χρήσιμο είναι να πω και κάποια λόγια, γι' αυτήν, η οποία βρέθηκε, στα αρχεία της ρωσικής αστυνομίας, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, στα τέλη του 1917. Η "Εξομολόγηση", που συνέγραψε ο Μπακούνιν, ως ένα, κατ' εξοχήν, κείμενο παραπλάνησης της εξουσίας, που τον είχε στα χέρια της και μπορούσε, κυριολεκτικά, να τον εξαφανίσει, από το πρόσωπο της γης, δεν ήταν ένα παρακλητικό και δουλόφρον κείμενο μετανοίας και ουδεμία σχέση είχε με το κείμενο, που περίμενε να δει ο Τσάρος, αν και ο ίδιος ο Μπακούνιν το συνέγραψε, με σκοπό να πείσει τον Τσάρο να τον βγάλει, από τα μπουντρούμια των φυλακών της Βαλτικής, όπου σάπιζε από το σκορβούτο, περιμένοντας τον θάνατό του και να τον στείλει, πίσω στο σπίτι του, ή, έστω, εξορία στην Σιβηρία.
Τσάρος Νικόλαος Α' (25/6/1796 - 18/2/1855). Ζητώντας, από τον Μιχαήλ Μπακούνιν να του απευθύνει μια επιστολή, με την οποία θα ζητούσε συγγνώμη, για την επαναστατική του δραστηριότητα, στον ευρωπαϊκό χώρο, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, υπέστη έναν πρωτοφανή εμπαιγμό, τον οποίον και αντελήφθη. Το αποτέλεσμα ήταν να αφήσει τον Μπακούνιν να σαπίσει, στην φυλακή...
Παρά τις παραπειστικές του αναφορές, στην συγγνώμη που έλεγε ότι ζητάει, για την συμμετοχή του, στα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα του 1848 - 1849, ο Μπακούνιν αναιρεί τον όποιο απολογητικό του τόνο, αφού αρνείται να μιλήσει για τις επαναστατικές του δραστηριότητες και τους συνεργάτες του και κατονομάζει την Ρωσία, ως την πιο καταπιεστική χώρα στην Ευρώπη. Ο Τσάρος Νικόλαος Α' αντιλαμβάνεται ότι ο Μπακούνιν τον κοροϊδεύει και ότι ουδεμία διάθεση, για πραγματική μετάνοια, έχει, με αποτέλεσμα να τον αφήσει να αργοσβήνει στην φυλακή.
Ο Μπακούνιν, άλλωστε, δεν θεωρούσε ότι ανήκε σε ένα κίνημα, μέσα στην Ρωσία και δεν είχε κάτι να προδώσει, γεγονός το οποίο ήταν κατανοητό και στους ανακριτές και τους δεσμοφύλακές του. Ήταν ένας μοναχικός επαναστάτης, ο οποίος ήταν έρμαιο στις επιθυμίες, που είχαν οι δεσμοφύλακες, οι αστυνομικές αρχές και ο ίδιος ο Τσάρος. Τελικά, πολύ αργότερα, το 1857, αφού τον Τσάρο Νικόλαο Α', έχει διαδεχθεί ο γιός του Αλέξανδρος Β' και μετά από πολλά παρακάλια και μεσολαβήσεις της οικογενείας του και πολλών συγγενών του, που είχαν υψηλά πόστα, στην διοικητική μηχανή, θα επιτραπεί στον Μπακούνιν να βγεί, από την φυλακή και να ακολουθήσει τον δρόμο της εξορίας στην Σιβηρία, από όπου, στην συνέχεια, θα δραπετεύσει στην ελευθερία, πηγαίνοντας, στην Ιαπωνία και από εκεί, στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη.
Ο ίδιος ο Μπακούνιν εκείνη την εποχή, που ήταν κλεισμένος στην φυλακή, πέρα, από το κείμενο της "Εξομολόγησης", που του επέτρεψαν να γράψει, ως επιστολή συγγνώμης, προς τον Τσάρο και πέρα από την επιστολή, που εμφανίζουν οι σταλινικοί, κατά την δεκαετία του 1930, έγραψε, κρυφά και ένα άλλο σημείωμα, το οποίο έδωσε, στην αδελφή του Τατιάνα, η οποία το διέσωσε και του οποίου το περιεχόμενο είναι αποκαλυπτικό των πεποιθήσεων και των προθέσεων του ανδρός.
Ας το δούμε, για να αντιληφθούμε, περί τίνος πρόκειται :
"Η φυλακή μου έκανε καλό. Μου χάρισε ελεύθερο χρόνο και την συνήθεια να συλλογίζομαι, ενίσχυσε, κατά κάποιον τρόπο, τo πνεύμα μου, αλλά δεν άλλαξε, όμως, κανένα από τα παλιά μου συναισθήματα. Απεναντίας, μάλιστα, τα έκανε πιο φλογερά, πιο απόλυτα από κάθε άλλη φορά και στο εξής όλα όσα έχουνε μείνει, σε μένα από τη ζωή, μπορούν να συνοψιστούν σε μια μόνο λέξη: ελευθερία".
Αλλά αφήνοντας όλη αυτή την περιπτωσιολογία, που αφορά την ζωή του Μπακούνιν και τις, κάτω από ειδικές (ή και μη ειδικές) και δραματικά, εξαιρετικές (ή και μη δραματικά εξαιρετικές) συνθήκες, απόψεις, που, κατά καιρούς, εξέφρασε, αυτό που αξίζει και έχει νόημα να εξετάσουμε είναι το εάν όλα αυτά έχουν την σημασία τους, στον πορεία του νεαρού και μετέπειτα του ώριμου Μιχαήλ, στο να γίνει αυτό που έγινε, να καταλήξει, σε αυτό, που κατέληξε και να αφήσει πίσω του την κληρονομία, που άφησε.
Προφανώς, όλα αυτά έχουν την σημασία τους και έχουν παίξει τον ρόλο τους, στην διαμόρφωση του Μιχαήλ Μπακούνιν. Αλλά η διαδικασία του να γίνει κάποιος αυτό που είναι και που οι άλλοι θεωρούν ότι είναι δεν είναι μια απλή διαδικασία. Οι άνθρωποι και τα κοινωνικά σύνολα, μπορούν να έχουν - και σίγουρα, ανά πάσα στιγμή, έχουν - μια, πρόσκαιρα, ορατή εικόνα και μια θέαση. Μπορούν, δηλαδή να υπάρχουν, ως αυτό που είναι, μέσα σε μια δεδομένη στιγμή, του παρόντος και του παρελθόντος, αλλά αυτή η εικόνα είναι στατική, είναι σταθερή και απαρασάλευτη και ως εκ τούτου, μερικώς, αληθής. Οι άνθρωποι όμως, όπως και τα κοινωνικά σύνολα, μέσα από μια δυναμική διαδικασία, που μετατρέπει την προσωρινή εικόνα, σε μια αλληλουχία, η οποία ταιριάζει και προσομοιάζει, περισσότερο με την κινηματογραφική ταινία, αυτοδιαμορφώνονται, ως ιστορία και τελικά, γίνονται αυτό που οι ίδιοι και οι άλλοι βλέπουν, όσο και σε όποιον βαθμό, αυτή η θέαση μπορεί να γίνει αντιληπτή και από και για τους ίδιους, αλλά και από και για τους άλλους.
Έτσι, ο νεαρός Μιχαήλ μπορεί να είχε, ως αφετηρία της εξεγερτικής του διάθεσης, τον ομολογημένο και ανεκπλήρωτο έρωτά του, για την αδελφή του Τατιάνα, όπως, επίσης και ο ώριμος Μιχαήλ, στην δεκαετία του 1850, να μπορεί, ως ένας καλός και ευγενής διαχειριστής των δουλοπάροικων των κτημάτων της οικογενείας του, με την οποία ήταν δεμένος, να δίνει συμβουλές, στον αδελφό του, για την μεταχείρισή τους και τα συστήματα αμοιβών και τιμωριών (μέσα στις οποίες, εκείνη την εποχή και όχι μόνον, ήσαν και οι ραβδισμοί), που έπρεπε και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Αλλά, αυτές οι διαδοχικές φάσεις της ζωής του Μιχαήλ διαπραγματεύονται και αφορούν έναν λιγότερο, ή περισσότερο ημιτελή Μπακούνιν, αφού ο Μιχαήλ Μπακούνιν, για τον οποίον μιλάμε, ολοκληρώνεται και γίνεται αυτός, που εμείς έχουμε γνωρίσει - όσο μπορούμε να λέμε ότι γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, με τον οποίον δεν έχουμε ζήσει - μετά την δραπέτευσή του, από την Σιβηρία.
Μέσα, σε αυτά τα πλαίσια και υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να ειδωθούν και όσα έχει γράψει ο Μπακούνιν, για τις δραστηριότητες των επαναστατικών οργανώσεων, πριν από την όποια κοινωνικοαπελευθερωτική ανατροπή και για τα οποία έχει κατηγορηθεί, για αυταρχισμό.
Αν δούμε το τί έχει πει, σχετικά, με την "συλλογική δικτατορία της μυστικής οργάνωσης", δηλαδή "ανθρώπους αόρατους, κρυμμένους μέσα στις μάζες", που θα συντονίζουν την ανατροπή και για το ότι "είναι αναγκαίο, πέρα από τον ίδιο τον λαό, να υπάρχει ένα επαναστατικό γενικό επιτελείο που να αποτελείται από άτομα αφοσιωμένα ..., ικανά να υπηρετήσουν ως ενδιάμεσα ανάμεσα στην επαναστατική ιδέα και στα λαϊκά ένστικτα", αναγνωρίζουμε, αμέσως, ότι οι απόψεις αυτές, που διατύπωσε ο Μπακούνιν, τότε, που τις διατύπωσε, πέρα, από το γεγονός ότι αφορούν την περίοδο, πριν από την χειραφετική κοινωνικαπελευθερωτική ανατροπή (το οποίο, βέβαια, δεν έχει βαρύνουσα σημασία, λαμβανομένων υπόψη όσων συνέβησαν, με τα πρακτικά αποτελέσματα των ανάλογων μαρξικών και μαρξιστικών δοξασιών, όπως, επίσης και των συναφών πεποιθήσεων του Ωγκύστ Μπλανκί και των μπλανκιστών), αποτελούν πεποιθήσεις, γύρω από την χρήση μεθόδων και πολιτικών εργαλείων, που θα του ήσαν χρήσιμα, για την επίτευξη του στόχου της κοινωνικοαπελευθερωτικής αλλαγής.
Με αυτά τα εργαλεία και την χρήση τους, είναι που πάλεψε, στην διάρκεια ενός πολύ μεγάλου τμήματος της πολιτικής του ζωής, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, προκειμένου να εκμαιεύσει την κοινωνική επανάσταση και την χειραφέτηση. Η χρήση τους, από τον Ρώσο επαναστάτη υπήρξε επίμονη και διαρκής, σε όλη του την ζωή, μέχρι τον ερχομό της Κομμούνας του Παρισιού. Και φυσικά, αυτή η χρήση, ακόμη και όταν δεν ήταν καταστροφική, όπως στην περίπτωση του Νετσάγιεφ (αν και στην περίπτωση της τσαρικής απολυταρχίας, στην Ρωσία, η χρήση των κανόνων συνομωσίας, ήταν επιβεβλημένη), υπήρξε, σε κάθε περίπτωση, αδιέξοδη.
Αυτό που αδυνατούν να δουν οι εύκολοι επικριτές της υποτιθέμενης αυταρχικότητας και της "δικτατορικής αντίληψης" του Μιχαήλ Μπακούνιν, δεν είναι οι όποιες αληθείς και βάσιμες δικαιολογίες, που θα μπορούσαν να προβληθούν, στηριγμένες, στην αυταρχικότητα των καθεστώτων, που επικρατούσαν, στις χώρες της Ευρώπης, κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα και στις ανάγκες άμυνας του επαναστατικού εργατικού κινήματος, απέναντι, σε αυτήν την αυταρχικότητα. Αυτές οι δικαιολογίες, που μπορούν να επικαλεστούν και ο Μαρξ, όπως και οι οπαδοί του, φυσικά, δεν είναι αποδεκτές. Τέτοιου είδους δικαιολογίες, φυσικά, δεν είναι αποδεκτές ούτε και για τον Μπακούνιν.
Αυτό που αδυνατούν, ή/και αρνούνται να δουν οι επικριτές του Μιχαήλ Μπακούνιν, αναφερόμενοι, σε αυτές του τις θέσεις, είναι ότι, σε έναν πολύ - μα, πάρα πολύ - σημαντικό βαθμό, αυτή η πολλαπλή εμπειρία του, μέσα από τους συνεχείς πειραματισμούς του, στους κανόνες της συνωμοτικότητας, τις ομάδες των συνωμοτών και την διαπίστωση των διαρκών αδιεξόδων, τον διαμόρφωσε, ως εκφραστή της κοινωνικής χειραφέτησης και της κοινωνικοαπελευθερωτικής αλλαγής, στην σύγκρουσή του, με τον Καρλ Μαρξ και τους οπαδούς του.
Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, η αντιπαράθεση γίνεται, με μια συγκεκριμένη στατική και παγωμένη εικόνα του Μιχαήλ Μπακούνιν, χωρίς να λαμβάνεται, υπόψη, το γεγονός ότι ο Ρώσος επαναστάτης, κατά την διάρκεια όλης αυτής της εποχής, που προσπαθούσε να φέρει, σε πέρας, αυτές τις απόψεις, για τις οποίες επικρίνεται, βρισκόταν στην διαδικασία, για να γίνει ο Μπακούνιν, που γνωρίζουμε - όσο μπορούμε να τον γνωρίζουμε -, μέσα από την σύγκρουσή του, με τον Καρλ Μαρξ και τις θέσεις, που ο Μπακούνιν εξέφρασε, ως απαύγασμα των πεποιθήσεών του, κατά την διάρκεια της κεφαλαιώδους και ιστορικής αυτής σύγκρουσης, που προσδιόρισε, αμετάκλητα, την πορεία του επαναστατικού εργατικού κινήματος και την κυριαρχία της εργατικής αριστοκρατίας και της κομματικής γραφειοκρατίας των αστών, των μικροαστών και των προλεταρίων διανοουμένων, μέσα στο κίνημα αυτό και αργότερα, σε όλες τις κοινωνίες του γνωστού καπιταλιστικού κόσμου (και όχι μόνο).
Όταν γίνει κατανοητή αυτή η δημιουργική διαδικασία, μέσα από την οποία ο Μιχαήλ Μπακούνιν έγινε ένας από τους γνήσιους εκφραστές του αιτήματος, για την κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή και της ουτοπίας, που αυτό εκφράζει, τότε, θα γίνει κατανοητή και η απόρριψη των μεθόδων συνωμοσίας, ως κανονιστικών εργαλείων και μηχανισμών, για την επίτευξη αυτού του στόχου, στον οποίο έμεινε προσηλωμένος, μέχρι το τέλος της ζωής του. Και το πολιτικοϊδεολογικό περιεχόμενο της σύγκρουσης του Μιχαήλ Μπακούνιν, με τον Καρλ Μαρξ, γύρω από το κράτος, τον κομμουνισμό και την δικτατορία των σοφών, κατά την διάρκεια των αντιπαραθέσεών τους, που οδήγησαν, στην διάσπαση της Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων, στην δεκαετία του 1870, μετά την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, δείχνει ότι οι συνωμοτικές μέθοδοι, ως εργαλεία, για την κοινωνικοαπελευθερωτική αλλαγή, πρέπει να ήσαν - και ήσαν -, για τον Μιχαήλ Μπακούνιν παρελθόν.
Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο Μιχαήλ Μπακούνιν έχει εξασφαλισμένο κάποιο "ακαταδίωκτο", για όσα έπραξε, οποτεδήποτε και αν τα έπραξε. Κάθε άλλο. Κρίνεται και για όσα έχει πράξει. Αλλά, αυτού του είδους η "ταξινόμηση", την οποία επιχειρώ, εδώ, δεν κάνει τίποτε άλλο, πέρα, από το να βάζει κάποια απαραίτητα ορθολογικά πλαίσια, στην προσπάθεια, για την κατανόηση των γεγονότων, γύρω από την πολυτάραχη ζωή και την πολυσήμαντη και ακατάπαυστη επαναστατική δραστηριότητα αυτού του θεωρούμενου, ως προφήτη του ελευθεριακού κομμουνισμού, Ρώσου επαναστάτη, αν αυτό που είναι ορθό, όταν αναφερόμαστε στον Μπακούνιν, είναι να μην τον βλέπουμε, ως αυτό, που, πράγματι, δεν ήταν και ως αυτό που ο ίδιος, με μια σπάνια ενάργεια, δεν αναγνώριζε, στον εαυτό του, αφού είχε αρνηθεί, σαφέστατα, την ιδιότητα του κομμουνιστή.
"A las barricadas". Ο ύμνος της ισπανικής αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης C.N.T. (Confederacion Nacional de Trabajo - Εθνική Συνομοσπονδία της Εργασίας), που μαζύ με την F.A.I. (Federacion Anarquista Iberica - Αναρχική Ομοσπονδία της Ιβηρικής), προσπάθησαν να εφαρμόσουν, άλλοτε, με αρκετή επιτυχία, άλλοτε όχι, τις αναρχικές αντιλήψεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, στην ισπανική κοινωνία του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο αιματηρός τριετής εμφύλιος πόλεμος της περιόδου 1936 - 1939, που έληξε, με την σαρωτική ήττα των αναρχοσυνδικαλιστών και την απόλυτη νίκη των φασιστών του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Η εκδοχή του τραγουδιού αυτού είναι ένα πολύ επιτυχημένο έργο των νέων της εποχής μας, που αξίζει τον κόπο. Τόπο στα νειάτα...
Το σωστό, στην περίπτωση του Μιχαήλ Μπακούνιν, αυτού του μεγάλου αντίπαλου του Καρλ Μαρξ, είναι να τον αναγνωρίζουμε, ως αυτό, που, πράγματι, ήταν και που εξακολουθεί να είναι. Δηλαδή, ως πατέρα του σύγχρονου, του έμπρακτου - όχι του θεωρητικού - αναρχισμού και ως έναν εξέχοντα κοινωνικό και πολιτικό αναλυτή όλων των αρνητικών της εποχής, που ακολούθησε τον θάνατό του, η οποία εκτείνεται, μέχρι τις ημέρες μας και τις ξεπερνάει κατά πολύ, αφού και οι καιροί, που θα ακολουθήσουν την δική μας εποχή, θα αποτελούν αναπόσπαστη συνέχεια όλων όσων προηγήθηκαν, με τα οποία ασχολήθηκε και τόλμησε να περιγράψει, με τεράστια ενάργεια και σαφήνεια, ο Ρώσος επαναστάτης, με, κατ' εξοχήν, πεδίο αναφοράς του, την ζοφερή τύχη του εργατικού, του σοσιαλιστικού, του κομμουνιστικού και του επαναστατικού κινήματος, αλλά και των ανθρώπων και των κοινωνιών, που βρέθηκαν κάτω από την προστακτική επίδραση και την επιβολή των μαρξικών και των μαρξιστικών ιδεών, ως ενός συνεκτικού συνόλου μιας κομματικής ιδεολογίας, η οποία, στην συνέχεια, μετατράπηκε σε μια επίσημη, επιβεβλημένη και υποχρεωτική ιδεολογία μιας σειράς ολοκληρωτικών κρατών, η ύπαρξη των οποίων εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα, παρά την παταγώδη πτώση της "Σοβιετικής Ένωσης" και των χωρών του πρώην "υπαρκτού σοσιαλισμού".
Όπως έδειξε η ζωή και η εξέλιξή της, κατά την διάρκεια των, περίπου 140 χρόνων, που ακολούθησαν, από τότε, που ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Καρλ Μαρξ, άφησαν τα εγκόσμια, η διαφορά, ανάμεσα, στις δύο έννοιες, δεν υπήρξε αμελητέα. Κάθε άλλο. Υπήρξε, απόλυτα καθοριστική, χωρίζοντας, έμπρακτα, με ένα τεράστιο σεισμικό ρήγμα για να μην αδικούμε τον Ρώσο επαναστάτη, ο οποίος, στο συνέδριο της Πρώτης Διεθνούς, που έγινε στην Βέρνη το 1868, αρνήθηκε, ρητά και κατηγορηματικά την έννοια του κομμουνιστή, ενώπιον του Καρλ Μαρξ, που ήταν εκεί και άκουγε τον Μπακούνιν.
"Δεν είμαι κομμουνιστής διότι ο κομμουνισμός συγκεντρώνει και απορροφά όλες τις δυνάμεις της κοινωνίας, μέσα στα χέρια του κράτους", είπε, τότε, ο Μπακούνιν, οριοθετώντας, με μιαν, ούτως ειπείν και καταχρηστικώ τω λόγω, απαράμιλλη και καταπληκτική, βλέποντας τα πράγματα, εκ των υστέρων, προφητική αντιληπτική ικανότητα, την θλιβερή και συνάμα, ζοφερή προοπτική του κομμουνισμού, ως μιας μαρξιστικής θεωρητικής κατασκευής, η οποία είχε την απαίτηση και την τόλμη να αναμετρηθεί, με την πραγματικότητα, της οποίας το μέλλον ισχυριζόταν ότι εξέφραζε, με τα καλύτερα δυνατά περιγραφικά στοιχεία.
Ο Karl Marx, σε μια προπαγανδιστική αφίσσα, του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η αφίσσα αυτή τυπώθηκε το 1983, για τα 100 χρόνια, από τον θάνατό του ιδρυτή του μαρξισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται, στο κινεζικό κείμενο, ως "ο μεγαλύτερος προλετάριος καθοδηγητής, σε όλον τον κόσμο". Αυτήν την ολοκληρωτική εξέλιξη και κατάληξη των ιδεών του Καρλ Μαρξ, ο Μιχαήλ Μπακούνιν την είχε προβλέψει, απολύτως. Είχε μιλήσει, γι' αυτήν, σε καιρούς ανύποπτους και την είχε, δριμύτατα, καταγγείλει. Και φυσικά, δεν έπεσε έξω...
Αυτά τα, μέχρι εξαντλήσεως, περιγραφικά στοιχεία, αν και ο διδάσκαλός τους - ο Καρλ Μαρξ - επιθυμούσε να τα παρουσιάσει, ως μια συγκροτημένη επιστημονική κοινωνική θεωρία, η οποία υποτίθεται ότι ήταν προϊόν της πράξης, ως κοινωνικής δραστηριότητας και των νόμων, που - υποτίθεται ότι - την διέπουν, δύσκολα, μπορούσαν να κρύψουν ότι δεν ήσαν τίποτε άλλο, πέρα από μια νέου τύπου ιστορικιστική ανάλυση, η οποία είχε, ως αφετηρία της, τις τιμωρητικές και ευτυχισιακές εσχατολογικές προφητείες της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, τις οποίες, άλλωστε και η ανάλυση αυτή (δηλαδή ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ, ο οποίος υπήρξε και ο εφευρέτης της) κήρυττε, μέσα από έναν επιστημονικοφανή εικασιολογικό επανευαγγελισμό των μελλοντολογικών υποσχέσεων μιας νέας εκκοσμικευμένης θρησκείας, η οποία διέφερε, από τις παλαιές θρησκευτικές κατασκευές του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου, λόγω της επιφανειακής εκκοσμίκευσής της και του επιστημονικοφανούς περιεχομένου του λόγου της, ο οποίος, όμως, ουδέποτε ξεπέρασε τα όρια της εικοτολογίας.
Έτσι, εν τοις πράγμασι, ο Καρλ Μαρξ έγινε ένας νέος ταλμουδιστής, με εξειδίκευση, στην Κοινωνιολογία, της οποίας είναι και ο πατέρας, αφού αυτός - και όχι ο Auguste Comte - είναι ο πραγματικός ιδρυτής της, ως ενός χωριστού επιστημονικού κλάδου, στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Όμως, στην ουσία, ουδέποτε κατάφερε να αποκοπεί, από τα βαθύτερα δόγματα και τις μοιρολατρικές ιστορικιστικές πεποιθήσεις, που αποτελούν γεννήματα του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου, τέκνα του οποίου αποτελούν ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ και ο μαρξισμός, μέσα από μια τερατογονία, η οποία προέκυψε, από την συνεύρεση του παλαιού αυτού κόσμου, με τις νεωτεριστικές ιδέες του Διαφωτισμού.
Αυτή η εξέλιξη της πορείας της μαρξικής σκέψης δεν διέφυγε από τον Μιχαήλ Μπακούνιν. Επισημάνθηκε και επικρίθηκε, έγκαιρα, από τον Ρώσο επαναστάτη και οι σχετικές επισημάνσεις και επικρίσεις, που αυτός έκανε, αποδείχτηκαν, επίσης, ορθές, παρά το γεγονός ότι, στον Μπακούνιν έχει απευθυνθεί η κατηγορία, ότι η κριτική, που άσκησε στον Καρλ Μαρξ, η οποία εξελίχθηκε, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του αντιπαράθεσης, με τον Γερμανοεβραίο φιλόσοφο και πολιτικό, σε πολεμική, τον οδήγησε, στον αντισημιτισμό. Δεν επρόκειτο, περί αυτού, αν και οι βιαστικές αναγνώσεις ορισμένων κειμένων του Μπακούνιν θα μπορούσαν να οδηγήσουν, σε τέτοια συμπεράσματα.
Ας δούμε κάποια από αυτά τα κείμενα, τα οποία ήσαν αποσπασματικά και δεν είχαν γραφεί, ως τμήματα ενός ενιαίου άρθρου, ή βιβλίου :
"Ο Μαρξ είναι Εβραίος και είναι περικυκλωμένος από ένα πλήθος μικροπρεπών, περισσότερο ή λιγότερο νοημόνων, ραδιούργων, ευκίνητων, κερδοσκόπων Εβραίων, την ώρα που οι Εβραίοι βρίσκονται παντού, σαν εμπορικοί και τραπεζικοί παράγοντες, συγγραφείς, πολιτικοί, ανταποκριτές εφημερίδων όλων των αποχρώσεων. Εν συντομία (είναι) λογοτεχνικοί μεσάζοντες, την ίδια ώρα που είναι οικονομικοί μεσάζοντες, με το ένα πόδι στην τράπεζα και το άλλο στο σοσιαλιστικό κίνημα και με τα οπίσθια τους καθισμένα, στον γερμανικό τύπο. Αυτοί έχουν γραπώσει τον έλεγχο όλων των εφημερίδων, και μπορείτε να φανταστείτε τι εμετικά έντυπα είναι το αποτέλεσμα τους.
Τώρα, αυτός όλος ο εβραϊκός κόσμος, ο οποίος συγκροτεί μια σέκτα εκμετάλλευσης, ένα λαό από βδέλλες, ένα αδηφάγο παράσιτο, στην οποία είναι στενά και βαθιά συνδεδεμένοι, ο ένας με τον άλλον, χωρίς να λογαριάζουν όχι μόνο συνοριακές, αλλά επίσης ούτε και πολιτικές διαφορές -, αυτός ο εβραϊκός κόσμος είναι στις ημέρες μας, κατά μεγάλο μέρος, στην διάθεση του Μαρξ, ή του Ρότσιλντ. Είμαι βέβαιος ότι, από την μία πλευρά, η οικογένεια Ρότσιλντ εκτιμά την αξία του Μαρξ, και από την άλλη πλευρά, ο Μαρξ αισθάνεται μια ενστικτώδη συμπάθεια και τρέφει έναν μεγάλο σεβασμό, για την οικογένεια Ρότσιλντ. Αυτό, ίσως, φαίνεται περίεργο. Τι κοινό θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ του κομμουνισμού και της υψηλής διαχείρισης χρημάτων; Ω! ω! Ο κομμουνισμός του Μαρξ ζητά ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος και όπου αυτό υφίσταται, πρέπει αναπόφευκτα να υπάρχει μια κεντρική κρατική τράπεζα, και όταν αυτό υφίσταται, εκεί, το παρασιτικό εβραϊκό έθνος, το οποίο κερδοσκοπεί πάνω στο μόχθο του λαού, θα βρίσκει, πάντοτε, τα μέσα για την ύπαρξη του."
(Από την, μετέπειτα, ονομασθείσα "Πολεμική κατά των Εβραίων").
"Ως προς την καταγωγή του, ο Κύριος Μαρξ είναι ένας Εβραίος. Συνενώνει μέσα του, θα μπορούσε να πει κανείς, όλα τα χαρακτηριστικά και τα μειονεκτήματα αυτής της ταλαντούχας φυλής. Νευρικός, όπως λένε, σε σημείο δειλίας, είναι εξαιρετικά φιλόδοξος και ματαιόδοξος, εριστικός, μισαλλόδοξος και απολυταρχικός όπως και ο Ιεχωβάς, ο Κύριος Θεός των προγόνων του, ο οποίος είναι, όπως ο ίδιος ο Μαρξ, εκδικητικός, σε σημείο παραφροσύνης. Δεν υπάρχει ψεύδος, ή συκοφαντία, που δεν είναι ικανός να επινοήσει, εναντίον οποιουδήποτε είχε την ατυχία να του διεγείρει την ζηλοφθονία, ή το μίσος του."
(Από την, μετέπειτα, αποκλειθείσα μπροσούρα "Κράτος και Αναρχία").
Και τα δύο αυτά κείμενα, γραμμένα, μέσα, στα πλαίσια, μιας σκληροτράχηλης πολεμικής, φαίνονται και πολλές φορές χρησιμοποιούνται, ως αποδείξεις ενός ιδιότυπου ρατσισμού και μιας αντισημιτικής αντίληψης, που - υποτίθεται ότι - διακατείχαν τον Μιχαήλ Μπακούνιν. Το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτής της πολεμικής οδήγησε τον Ρώσο επαναστάτη να χρησιμοποιήσει απλοϊκές και απλουστευτικές εκφράσεις και γενικεύσεις, προκειμένου να περιγράψει ένα κοινωνικό σύνολο, το οποίο, ως προς τον ορισμό του, ως συνόλου, εμπεριέχει μια διφυή υπόσταση, ήτοι αυτήν του έθνους και της συγκροτημένης θρησκευτικής ομάδας, με την δεύτερη ιδιότητα να είναι πολύ πιο σημαντική από την πρώτη, σε τέτοιο σημείο, που η θρησκευτική ιδιότητα να ταυτίζεται με (και να υπερκαλύπτει) την ιδιότητα του έθνους, δεν πρέπει να μας ξεγελάει, ως προς αυτό που ήθελε να εκφράσει ο Μπακούνιν και την κριτική που ασκούσε, σε αυτό που αποκαλούσε, ως "εβραϊκό κόσμο" και στους Εβραίους.
Η κριτική του Μπακούνιν έχει να κάνει, με και απευθύνεται, στους Εβραίους (στον "εβραϊκό κόσμο"), όχι ως φυλή και ως έθνος, αλλά, ως θρησκευτική ομάδα, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, ως θρησκεία, η οποία, μάλιστα, σύμφωνα με τις μπακουνινικές αντιλήψεις - οι οποίες, άλλωστε, είναι βάσιμες και αληθείς - υπήρξε, ανάμεσα, στα άλλα και το μακραίωνο εκκολαπτήριο του σύγχρονου καπιταλισμού, αφού στην εβραϊκή θρησκεία όχι μόνο δεν υπήρξε η απαγόρευση της επιβολής και της είσπραξης του τόκου, ως αμοιβής για τον δανεισμό του χρήματος, ενώ αυτού του είδους η απαγόρευση είχε επιβληθεί, από τους ιδρυτές του Χριστιανισμού και εθεωρείτο, ως, κατ' εξοχήν, αμάρτημα, από τους εκχριστιανισμένους λαούς της δύσης και της ανατολής, αλλά, πέρα από την μη ύπαρξη μιας τέτοιας απαγόρευσης, η εβραϊκή θρησκεία ενεθάρρυνε την τοκοφορία και την τοκοληψία, ως αμοιβή, για το δανειστικό χρήμα.
Αλλά αυτού του είδους οι τοκοφόρες δανειακές χρηματικές δωσοληψίες, όπως είναι γνωστό από την απλή γνώση της ιστορίας του χρήματος, γεννούν νέο χρήμα και αυτό το χρήμα φέρνει νέο χρήμα και όλα αυτά, μαζύ αυξάνουν την παραγωγή και την κατανάλωση, στρέφοντας την κοινωνία, προς την επιδίωξη του κέρδους. Δηλαδή οδηγούν στον μετασχηματισμό των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, σε καπιταλιστικές.
Μπορεί ο δρόμος αυτός να κατέστη μακραίωνος, ανασφαλής, ασταθής και δύσβατος. Μπορεί να μην είχε ποτέ γίνει δυνατό να δημιουργηθεί, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι βασικοί σκαπανείς του, ήσαν οι Εβραίοι, αφού αυτοί, λόγω της δικής τους θρησκευτικής ιδιαιτερότητας, ήσαν, που κράτησαν την δανειστική χρηματική δωσοληψία, ως καθημερινή συναλλαγή, στις κοινωνίες εκείνες, όπου υπήρχαν, ως συγκροτημένες ομάδες.
Ο Μιχαήλ Μπακούνιν, λοιπόν, όταν μιλάει, επικριτικά, για τους Εβραίους, δεν το πράττει, για φυλετικούς, ή εθνικούς λόγους. Το πράττει, για λόγους, που έχουν να κάνουν, με την συγκρότησή τους, ως θρησκευτικής κοινότητας (ως θρησκείας, που αντιμετωπίζεται, ως απάτη και αυταπάτη) και ως κοινωνικούς σκαπανείς του καπιταλισμού, ακριβώς, επειδή, για τον Μιχαήλ Μπακούνιν, η έλευση του καπιταλισμού δεν αντιμετωπίζεται, ως ένα, κατ' ανάγκην, προοδευτικό φαινόμενο, όπως κάνει ο Καρλ Μαρξ.
Ο Ρώσος επαναστάτης μπορεί, πολλές φορές να αδιαφορεί, ως προς μια τέτοιου είδους κατάταξη του καπιταλιστικού φαινομένου. Κάποιες άλλες φορές μπορεί να το καταδικάζει, συλλήβδην και κάποιες άλλες φορές μπορεί να είναι περισσότερο ανεκτικός μαζύ του, όταν το βλέπει, ως κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Αλλά αυτό που πράττει, χωρίς δεύτερη κουβέντα, είναι ότι καταδικάζει τον καπιταλισμό της εποχής του, όπως, επίσης και τον καπιταλισμό του όποιου μέλλοντος, αφού δεν πράττει αυτό που πράττει ο Μάρξ, δηλαδή δεν αναγνωρίζει, στο καπιταλιστικό σύστημα της εποχής του, την αναγκαιότητα επιτέλεσης οποιουδήποτε καθήκοντος, σε αντίθεση, με τον Γερμανοεβραίο αντίπαλό του, ο οποίος, μέσα από τις δικές του ιδεοληψίες, αναγνωρίζει τέτοιου είδους καθήκοντα, στο καπιταλιστικό σύστημα.
Ο Μπακούνιν, λοιπόν, γνωρίζει ότι οι Εβραίοι, ως θρησκευτική μειοψηφία, κράτησαν ζωντανή αυτή την παράδοση, η οποία χάθηκε, μαζύ με την επικράτηση του Χριστιανισμού και την πτώση της Ρώμης, ξεκινώντας από τους αργυραμοιβούς των Σκοτεινών Χρόνων, μέχρι τους αργοπορημένους τραπεζίτες της μεταναγεννησιακής περιόδου, που ήλθαν, μετά από αιώνες να διαδεχθούν τους τραπεζίτες της αρχαιότητας, σαν τον Φιλοστέφανο, από την Κόρινθο, σαν τον απελεύθερο δούλο Πασίωνα, σαν τον φιλόσοφο Διογένη, που διηύθυνε τράπεζα της Σινώπης (γεγονός, το οποίο οδήγησε, κατά πάσα πιθανότητα, τους κατοίκους αυτής της πόλης, στο να τον εξορίσουν στην Αθήνα), ή σαν την τάξη των ιππέων, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Βέρρη της αρχαίας Ρώμης.
Έτσι, ήταν λογικό και επόμενο, μεγάλα τμήματα των εβραϊκών πληθυσμών, όπως και οι, συνεκτικότατα, οργανωμένες κοινότητές τους, να γίνουν, μέσα στο διάβα της Ιστορίας, ιδιοκτήτες τεράστιων περιουσιών και αναπόσπαστο κομμάτι των ελίτ των πλουσίων και των αρχόντων, κάθε κοινωνίας, σε οποιαδήποτε εποχή, κατά την διάρκεια της οποίας συμμετείχαν, στις κοινωνίες, που τους είχαν αποδεχθεί, συγκεντρώνοντας, παράλληλα και τις αντιπάθειες και τα μίση της μεγάλης πλειοψηφίας των χριστιανικών πληθυσμών, που έρχονταν σε συναλλαγές μαζύ τους.
Αυτή είναι η βάση της κριτικής του Μπακούνιν, στους Εβραίους. Μπορεί να έχει γενικεύσεις, οι οποίες, ως προϊόν απλουστεύσεων, να φαίνονται, ως αντισημιτικές, αλλά στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται, για κάτι τέτοιο. Η κριτική του Ρώσου επαναστάτη δεν είναι, ούτε φυλετική, ούτε εθνική. Είναι προϊόν μιας πολιτικής πολεμικής και εδράζεται, στον εβραϊσμό, ως θρησκεία και ως σκαπανικό εργαλείο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δυναμικής και κοινωνικής μηχανικής, που οδήγησε στην λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
Με την ουσία αυτής της κριτικής μπορεί κάποιος να διαφωνήσει, ή να συμφωνήσει, όπως, επίσης, μπορεί να συμφωνήσει, ή να διαφωνήσει, για τις, επί μέρους, διατυπώσεις της. Μπορεί να επισημάνει και να μιλήσει, για την απρόσεκτη χρήση κάποιων, εξ αυτών των διατυπώσεων, αλλά, μέχρι εκεί.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι ο Μπακούνιν δεν υπήρξε φυλετιστής, ούτε εχθρός κάποιου έθνους, αν και υπήρξε επικριτικός, για τις στάσεις ζωής ορισμένων εθνών - και ιδίως, των Γερμανών, στην χώρα των οποίων πέρασε ένα πολύ μεγάλο διάστημα της ζωής του, όπου ανέπτυξε την ακαταπόνητη δραστηριότητά του, σε μία εποχή, που η Γερμανία δεν είχε μετασχηματισθεί και δεν είχε ενοποιηθεί, σαν αυτοκρατορία των Χοεντζόλλερν και του Μπίσμαρκ και δεν είχε κυριαρχήσει, στην Ευρώπη, όπως έπραξε, μετά τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 και την ήττα της Γαλλίας. Ούτε, φυσικά, είχε προχωρήσει, στην διεξαγωγή των δύο ευρωπαϊκών πολέμων, που μετεξελίχθησαν, σε παγκόσμιους.
Παρ' όλ' αυτά, ο Μπακούνιν έγραψε, προφητικά, αναφερόμενος, στην Γερμανία, ότι :
"Στην Γερμανία, όμως, αναπνέεις την ατμόσφαιρα μιας τεράστιας πολιτικής και κοινωνικής δουλείας, η οποία ερμηνεύεται και γίνεται αποδεκτή, φιλοσοφικά, από έναν μεγάλο λαό, μοιρολατρικά και ηθελημένα ... Σε όλες τις διεθνείς της σχέσεις, η Γερμανία, από τις αρχές της ύπαρξής της, κιόλας, αργά και συστηματικά, έπαιζε, πάντοτε, τον ρόλο του εισβολέα, του κατακτητή, όντας, πάντα, πρόθυμη να επεκτείνει, στο έδαφος των γειτόνων της, την δική της ηθελημένη υποδούλωση. Και από τότε, που εδραιώθηκε, οριστικά, σαν ενιαία δύναμη, έγινε μια απειλή, ένας κίνδυνος, για την ελευθερία ολόκληρης της Ευρώπης. Η σημερινή Γερμανία δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποδούλωση, θριαμβευτική και κτηνώδης"...
Ποιός θα μπορούσε, σήμερα, αλλά και κατά την διάρκεια ολόκληρου του περασμένου αιώνα να αντιλέξει ο,τιδήποτε σε αυτό το τεράστιο δείγμα της απαράμιλλης ικανότητας του Μπακούνιν, ως προς την κατανόηση του βάθους των πραγμάτων, που συγκροτούν το γερμανικό φαινόμενο, που επανέρχεται, μετά τις συντριπτικές ήττες του, ιστορικά, πρόσφατου παρελθόντος των τελευταίων 100 ετών και "φιλοδοξεί" να οδηγήσει την Ευρώπη, σε μια νέα αποσύνθεση;
Και όμως, ακόμη και αυτή του η διορατική περιγραφή του Μιχαήλ Μπακούνιν αντιμετωπίστηκε, ως ύποπτη για φυλετισμό. Φυσικά, ουδέποτε υπήρξε κάτι τέτοιο...
Οι θέσεις αυτές του Μιχαήλ Μπακούνιν είναι τόσο "φυλετιστικές", όσο "φυλετιστικές" είναι και οι θέσεις, που αναπτύσσει ο Φρήντριχ Ένγκελς, στο απαράμιλλο έργο του "Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία", αναφερόμενος στην ζωή των μεταναστών Ιρλανδών εργατών, στις βιομηχανικές πόλεις της Αγγλίας, στον απεργοσπαστικό ρόλο, που τους επιφύλασσαν οι εργοδότες τους, καθώς και τις τραγικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, μέσα από την συμπίεση του μισθωτικού κόστους των εργατών και των πάσης φύσεως εργαζομένων, εκείνη την εποχή, μέσα από το ανταγωνιστικό φθηνό κόστος των μισθών των εισαγόμενων από την Ιρλανδία μεταναστών εργατών, που οδηγούσαν, στην πτώση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των Άγγλων εργατών.
Οπως, επίσης, είναι το ίδιο "φυλετιστικές", με τις θέσεις, που εκφράζει ο Καρλ Μαρξ, για λογαριασμό του Κεντρικού Συμβουλίου της Πρώτης Διεθνούς, αναφερόμενος, στα μεταναστευτικά ρεύματα, από την Ευρώπη, στην Βρετανία, αλλά και από την Ινδία, στην Τζαμάϊκα, κατά την δεκαετία του 1860.
Ας δούμε το σχετικό κείμενο του Καρλ Μαρξ, το οποίο αγνοούν οι σύγχρονοι οπαδοί του και το οποίο ουδεμία σχέση έχει, με τον τυφλό δογματικό "διεθνισμό", που αυτοί επιδεικνύουν, ούτε με την φανατική και εξωπραγματική λογική, που εμπεριέχεται στο κλασικό σύνθημα, που έχει ως περιεχόμενο το κλισέ : "Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα", το οποίο, μονότονα και κονσερβοποιημένα, προτάσσουν, όταν υπερασπίζονται, άκριτα και αφελώς, την ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών, στην χώρα μας και οπουδήποτε άλλου, για χάρη μιας υποτιθέμενης διεθνιστικής αλληλεγγύης των εργαζομένων, η οποία, φυσικά, θα έπρεπε να είναι αμφίπλευρη και η οποία ούτε επιδεικνύεται και ούτε υπάρχει, ενώ στην πράξη λειτουργεί, υπέρ των, πάσης φύσεως, εργοδοτών και των διευθυντικών ελίτ κάθε χώρας :
"Εδώ και λίγο καιρό, οι ραφτεργάτες του Λονδίνου ίδρυσαν μια γενική ομοσπονδία για να υποστηρίξουν τα αιτήματά τους εναντίον των εργοδοτών, που στην πλειοψηφία τους είναι μεγαλοκαπιταλιστές. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να ανέβουν οι μισθοί στα επίπεδα των διαρκώς αυξανομένων τιμών των μέσων επιβίωσης αλλά και να μπει ένα τέλος στην υπερβολικά σκληρή μεταχείριση των εργατών σ’ αυτόν τον κλάδο της βιομηχανίας.
Οι εργοδότες κοίταξαν πως θα ματαιώσουν αυτό το σχέδιο, φέρνοντας εργάτες απ’ το Βέλγιο, τη Γαλλία, ή την Ελβετία. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, το Κεντρικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών δημοσίευσε στις βελγικές, γαλλικές και ελβετικές εφημερίδες μια προειδοποίηση, η οποία είχε πλήρη επιτυχία. Η μανούβρα των εργοδοτών του Λονδίνου απέτυχε. Αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να ανταποκριθούν στα δίκαια αιτήματα των εργατών.
Έχοντας ηττηθεί, στην Αγγλία, οι εργοδότες προσπαθούν τώρα να πάρουν αντίμετρα, ξεκινώντας απ’ τη Σκωτία. Σαν αποτέλεσμα των όσων συνέβησαν στο Λονδίνο, αναγκάστηκαν, αρχικά και στο Εδιμβούργο, να συμφωνήσουν, σε μια αύξηση μισθών 15%. Την ίδια στιγμή, όμως, μυστικά, έστειλαν, στην Γερμανία, ανθρώπους, για να στρατολογήσουν εργάτες, ειδικά, από τις περιοχές του Ανόβερου και του Μεκλεμβούργου και να τους φέρουν, στο Εδιμβούργο. Η πρώτη ομάδα έχει, ήδη, μεταφερθεί. Ο σκοπός αυτής της εισαγωγής εργατών είναι ίδιος, με την εισαγωγή Ινδών κούληδων στην Τζαμάϊκα, δηλαδή η διατήρηση της δουλείας.
Αν οι εργοδότες του Εδιμβούργου πετύχουν, μέσω της εισαγωγής Γερμανών εργατών, να εξουδετερώσουν τις παραχωρήσεις που, ήδη, έχουν κάνει, αυτό θα έχει, αναπόφευκτα, τον αντίκτυπό του και στην Αγγλία. Και αυτοί, που θα υποφέρουν περισσότερο, θα είναι οι ίδιοι οι Γερμανοί εργάτες, που, στην Μεγάλη Βρετανία, είναι περισσότεροι, από τους εργάτες άλλων εθνών της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Αυτοί οι ίδιοι οι νεοεισαγόμενοι εργάτες, όντας τελείως αβοήθητοι, σε μια ξένη χώρα, θα βυθιστούν, σύντομα, στο επίπεδο ενός παρία. Είναι ζήτημα τιμής, για τους Γερμανούς εργάτες να αποδείξουν, στους εργάτες των υπολοίπων χωρών, ότι και αυτοί, όπως οι αδελφοί τους, στην Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Ελβετία, γνωρίζουν πως να υπερασπιστούν τα κοινά συμφέροντα της τάξης τους και δεν θα γίνουν υποτακτικά όργανα του κεφαλαίου, στον αγώνα του, εναντίον της εργατικής τάξης".
Για λογαριασμό του Κεντρικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
Καρλ Μαρξ, Λονδίνο 4 Μαΐου 1866.
Στον Καρλ Μαρξ μπορούν να καταλογισθούν τα μύρια όσα, αλλά αυτό, που δεν μπορεί να του καταλογισθεί, είναι οποιαδήποτε αδυναμία διάκρισης, κατάταξης και διαχείρισης των ζητημάτων, που, κάθε φορά είχε να αντιμετωπίσει και ειδικά, μάλιστα, όταν αυτά δεν ελάμβαναν το περιεχόμενο και δεν αποκτούσαν τον χαρακτήρα μιας πολιτικής σύγκρουσης και όταν η πολιτική αντιπαράθεση δεν ξέπεφτε στο επίπεδο μιας πολεμικής.
Έτσι, ο Καρλ Μαρξ, όντας διεθνιστής, δεν μπορούσε, παρά να αντιταχθεί στην εισαγωγή Ινδών κούληδων, στην Τζαμάϊκα, όπως θα αντιτασσόταν, αργότερα, εάν ζούσε, στην μεταφορά Ινδών εργατών στην Νότια Αφρική, όπως, επίσης, θα αντιτασσόταν και σήμερα, στις αχαλίνωτες μεταναστευτικές ροές, από τον τρίτο κόσμο, στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, με την ίδια συλλογιστική. Και φυσικά, αυτή του η στάση δεν θα τον καθιστούσε, ούτε εθνικιστή, ούτε ρατσιστή, όπως θα έσπευδαν, προφανώς, να τον χαρακτηρίσουν οι σύγχρονοι οπαδοί του, οι οποίοι έχουν χαθεί, μέσα στα ψευδοδιεθνιστικά και ψευδοαντιρατσιστικά ιδεολογήματά τους, τα οποία ταιριάζουν, ως προς τα αποτελέσματα, τα οποία υπερασπίζονται, δικαιολογούν και παράγουν, με τις επιδιώξεις των κεφαλαιοκρατικών και των διευθυντικών ελίτ των χωρών υποδοχής των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών, αφού συντρίβουν, μέσω αυτών των ροών, το μισθωτικό κόστος των χωρών αυτών και το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων, εντός αυτών, τάξεων.
Όπως και με τον Μαρξ, έτσι, κάτι ανάλογο, συμβαίνει και με τον Μπακούνιν, αν και η γλώσσα και η γραφή του τελευταίου υπήρξαν περισσότερο αυθόρμητες και χαρακτηρίζονται από λεκτικές υπερβολές.
Κάπου εδώ και αφού αναφέρθηκα, με αφορμή τις ροές των μεταναστών, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και στην χώρα μας, στον διεθνισμό, τον οποίον επικαλούνται οι σύγχρονοι οπαδοί του Καρλ Μαρξ, τους οποίους ακολουθούν και υπερακοντίζουν, ως προς την "διεθνιστική" επιχειρηματολογία και οι σύγχρονοι οπαδοί του Μπακούνιν, οδηγώντας τις κοινωνίες, στο να γίνουν πλήρη υποχείρια του εντόπιου και του διεθνούς κεφαλαίου, που ωφελείται, από αυτές τις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, πρέπει να επισημάνω ότι, πάντοτε γελούσα και εξακολουθώ να μειδιώ, όταν οι πολιτικοί απόγονοι των σοσιαλιστικών, των κομμουνιστικών και των αναρχικών πολιτικών ρευμάτων, που ξεπήδησαν, μέσα από την Πρώτη Διεθνή, επιχειρούσαν και εξακολουθούν, πάντοτε, με τον ίδιο φανατισμό, να επιχειρούν να υποχρεώσουν τις κοινωνίες και τους ανθρώπους να διαλέξουν, ανάμεσα στον διεθνισμό και τον πατριωτισμό.
Το γέλιο και το μειδίαμα μου έρχονται, ως αυθόρμητες αντιδράσεις, απέναντι σε τετοιου είδους, διλήμματα, επειδή ουδέποτε μπόρεσα να κατανοήσω, για ποιόν λόγο κάποιος, που είναι διεθνιστής, δεν μπορεί να είναι και πατριώτης. Ακόμη, περισσότερο δεν μπορώ να κατανοήσω μια τέτοια αντίστιξη, επειδή, σχεδόν, από τότε, που θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαι και πατριώτης και διεθνιστής.
Για μένα αυτά τα ζητήματα είναι λυμένα, εδώ και πολλά χρόνια. Όπως, άλλωστε, ήσαν λυμένα και για τον Μιχαήλ Μπακούνιν. Ας δούμε κάποια απαράμιλλα κείμενά του, για την πατρίδα και τον πατριωτισμό, με τα οποία ο Ρώσος διεθνιστής επαναστάτης και πατέρας του σύγχρονου αναρχισμού, έδωσε μια πολύ παραστατική, αυθεντική και ουσιαστική διάσταση της φιλοπατρίας και της εθνικότητας. Και η αντικειμενική αλήθεια είναι ότι αυτός, ως, διαρκώς, καταδιωκόμενος εμιγκρές, μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο :
"Η ευημερία του κράτους είναι αθλιότητα του πραγματικού έθνους, του λαού. Το μεγαλείο και η ισχύς του κράτους είναι σκλαβιά του λαού. Ο λαός είναι φυσικός και νόμιμος εχθρός του κράτους. Ακόμα και αν ο λαός υποκύπτει – πολύ συχνά αλίμονο - στις αρχές, κάθε αρχή του είναι μισητή. Το κράτος δεν είναι πατρίδα. Είναι η αφαίρεση, ο μεταφυσικός, μυστικιστικός, πολιτικός, νομικός μύθος της πατρίδας. Οι λαϊκές μάζες όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους. Αλλά αυτό είναι μια φυσική, πραγματική αγάπη.
Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός, και ο πολιτικός πατριωτισμός, η αγάπη του Κράτους δεν είναι η ακριβής έκφραση αυτού του γεγονότος, αλλά μια εκφυλισμένη έκφραση, μέσω μιας απατηλής αφαίρεσης, και πάντα, προς όφελος μιας εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας. Η πατρίδα, η εθνικότητα όπως και η ατομικότητα, είναι ταυτόχρονα ένα γεγονός φυσικό και κοινωνικό, ψυχολογικό και ιστορικό. Δεν είναι μια θεωρητική αρχή. Μπορούμε να ονομάσουμε ανθρώπινη αρχή, μόνο ό,τι είναι καθολικό, κοινό, σε όλους τους ανθρώπους. Η εθνικότητα τους χωρίζει. Δεν είναι, λοιπόν, αρχή. Αλλά αυτό, που είναι αρχή, είναι ο σεβασμός, που ο καθένας πρέπει να έχει, για τα φυσικά, πραγματικά, ή κοινωνικά γεγονότα. Η εθνικότητα, όπως και η ατομικότητα, είναι ένα, από τα γεγονότα αυτά. Οφείλουμε, λοιπόν, να την σεβόμαστε. Η καταπίεσή της είναι έγκλημα, και για να μιλήσουμε, με τη γλώσσα του Μαντσίνι, αυτή γίνεται ιερή αρχή, κάθε φορά, που απειλείται ή καταπιέζεται. Γι' αυτό, λοιπόν, συναισθάνομαι, ειλικρινά και πάντα, τον πατριώτη, κάθε καταπιεσμένης πατρίδας. Η Πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα, κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν, με τον δικό τους τρόπο, και ο τρόπος αυτός είναι, πάντα, το αναμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας ιστορικής εξέλιξης.
Υποκλινόμαστε, λοιπόν, στην παράδοση, στην ιστορία. Ή, καλύτερα, τις αναγνωρίζουμε, όχι γιατί μας παρουσιάζονται σαν αφηρημένα εμπόδια που σχηματίστηκαν, μεταφυσικά, νομικά και πολιτικά, από τους σοφούς δασκάλους και ερμηνευτές του παρελθόντος , αλλά, μόνο, γιατί έχουν περάσει πραγματικά, στο αίμα και στην σάρκα, στις αληθινές σκέψεις και την θέληση των σημερινών λαών".
Το κείμενο αυτό, το οποίο διατηρεί την διαχρονική του αξία, δεν θα μπορούσε να έχει οποιονδήποτε ανταγωνιστή. Δεν υπάρχει άλλο κείμενο, το οποίο να μπορεί να συγκριθεί μαζύ του, ως προς την ακρίβεια και την πραγματική διάσταση των επιχειρημάτων, που παραθέτει. Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να γραφεί καλύτερα, από οποιονδήποτε άλλο, αν και αυτοί, που διεκδικούν την πολιτική του κληρονομιά, επιδιώκουν και επιθυμούν να το πάρει το ποτάμι της λήθης, μέσα από την αποσιώπησή του, σιγοψιθυρίζοντας, παράλληλα και κάποια ακατάληπτα λόγια, που έχουν να κάνουν, με τον "εθνικισμό" του Μπακούνιν.
Τα περισσότερα κείμενα του Μιχαήλ Μπακούνιν έμειναν, είτε ηθελημένα, είτε, εκ των πραγμάτων ημιτελή. Ο Ρώσος επαναστάτης υπήρξε, με δική του πρωτοβουλία και με δική του προτίμηση, περισσότερο ένας άνθρωπος της πράξης, παρά ένας θεωρητικός στοχαστής και αναλυτής των όποιων (πραγματικών ή μη) ορθολογικών, ή των όποιων (υπαρκτών, ή ανύπαρκτων) αντικειμενικών νόμων, που υποτίθεται ότι κινούν την Ιστορία. Δεν πίστευε, στα ιστορικιστικά θεωρητικά σχήματα, τα οποία ήθελαν να ενδυθούν την επιστημονική αυθεντία, προκειμένου να εξηγήσουν τον κόσμο και την πορεία του στο πλησιέστερο και το απώτερο μέλλον, με ουσιώδη - αν και μη ομολογημένο - στόχο, την δικαιολόγηση των προσωπικών πεποιθήσεων και αντιλήψεων των ανθρώπων, που κατασκεύασαν αυτά τα θεωρητικά σχήματα.
Στον ιστορικιστικό επιστημονικό σοσιαλισμό του Καρλ Μαρξ και των μαθητών του, ο "παρείσακτος" Ρώσος επαναστάτης αντέταξε τον ενστικτώδη εξεγερτικό και κοινωνικά χειραφετικό σοσιαλισμό της πράξης, αφού βαθύτατη υπήρξε η πεποίθηση του Μιχαήλ Μπακούνιν, περί του ότι "καμία θεωρία, κανένα σύστημα και κανένα βιβλίο δεν πρόκειται να σώσουν τον κόσμο".
Αυτό σημαίνει, κατά τον Μπακούνιν, ότι ο θεωρητικός συλλογισμός, όχι μόνο δυσχεραίνει την δράση, αλλά και οδηγεί, αν αφεθεί ο όποιος δημιουργός του όποιου θεωρητικού σχήματος να εκτυλίξει την σκέψη του και να την μεταμορφώσει, σε πράξη, στην μετατροπή των επαναστατών σε δικτάτορες. Ο Μπακούνιν μεμφόταν τον Μαρξ, για την αντίληψή του, ως προς το τί είναι μια επανάσταση και προσδιόριζε την δική του αντίληψη, για τον σοσιαλισμό, με αφετηρία την ανάγκη, για κοινωνική και ατομική χειραφέτηση και με εργαλείο και ως έκφραση, την κοινωνική εξέγερση.
Ο σοσιαλισμός του Μπακούνιν δεν είναι προϊόν των όποιων νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, που ανακαλύπτει η επιστημονική κοινωνική θεωρία και στους οποίους νόμους οι άνθρωποι και οι κοινωνίες είναι υποχρεωμένοι/ες να υπακούσουν, όχι επειδή το επιθυμούν, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένοι/ες να το επιθυμήσουν και τελικά, να το πράξουν, χωρίς αυτοί και αυτές να μπορούν να πράξουν κάτι άλλο και να δράσουν διαφορετικά, από ό,τι προβλέπει η δυναμική του συνόλου των νόμων, που διέπουν τα κοινωνικά σύνολα, στα πλαίσια του σύγχρονου καπιταλισμού.
Για τον Μπακούνιν, λοιπόν, το πρόβλημα, με την όποια επιστημονική κοινωνική θεωρία, έχει ευρύτερες διαστάσεις και σχετίζεται, άμεσα, όχι, μόνο με το περιεχόμενο των όποιων θεωριών, αφού κάποια τμήματά τους, μεγαλύτερα, ή μικρότερα, περισσότερο ή λιγότερο ουσιώδη, μπορεί να αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, την οποία θέλουν να περιγράψουν. Πέρα, από το περιεχόμενο των θεωριών αυτών, το πρόβλημα, σε αυτές εντοπίζεται, στον κατασκευαστή τους και στις επιδιώξεις του ιδίου, αλλά και των οπαδών του, καθώς και των όποιων κοινωνικών στρωμάτων, χρησιμοποιούν αυτές τις θεωρίες, ως ιδεολογία.
Η όποια επιστημονική θεωρία (δηλαδή η επιστημονικοφανής θεωρία μπορούμε να πούμε σήμερα), σε σχέση, με την κοινωνία, με λίγα λόγια, έχει, για τον Μπακούνιν, μιαν άμεση και άρρηκτη σχέση, με την σχέση αφέντη και δούλου, στον βαθμό, που έρχεται να υποκαταστήσει, ως κυρίαρχη ιδεολογία, την θρησκεία. Και αυτό είναι το κεντρικό μοτίβο όλων των κατηγοριών, που ο Ρώσος επαναστάτης εξαπέλυσε έναντίον του Καρλ Μαρξ, μεμφόμενος τον "επιστημονικό σοσιαλισμό" του Γερμανοεβραίου φιλόσοφου και πολιτικού γραφειοκράτη.
Η γνώση - πραγματική, ή μη, αληθής, ή ψευδής - αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εξουσίας, όταν γίνεται (και χρησιμοποιείται ως) πολιτικό εργαλείο. Και το εργαλείο αυτό, όπως κάθε εργαλείο, στην πολιτική (δηλαδή στην πάλη, για την εξουσία) είναι, θανάσιμα, επικίνδυνο, αφού είναι ένα εξουσιαστικό εργαλείο.
Ο άνθρωπος, που, κάποτε, σε μια πρόποσή του, σε ένα γεύμα, στην Γερμανία, είχε πει, καταχειροκροτούμενος, ότι πίνει υπέρ της καταστροφής της δημόσιας τάξης και υπέρ του ξεσπάσματος των κακών παθών, δεν είχε άδικο, στις διαπιστώσεις του αυτές. Και αυτές οι διαπιστώσεις του, οι οποίες έχουν αγνοηθεί, ακόμη και από τους περισσότερους οπαδούς του, είτε αυτοί είναι σύγχρονοί του, είτε μεταγενέστεροι από αυτόν και ευρίσκονται, λιγότερο, ή περισσότερο κοντά, στην δική μας εποχή, είναι που έχουν την μεγαλύτερη σημασία, όσον αφορά το έργο του.
Πράγματι, λοιπόν, ο Μιχαήλ Μπακούνιν δεν άφησε πίσω του ένα θεωρητικό έργο, ή μια επιστημονικοφανή θεωρία, όπως έκανε ο Καρλ Μαρξ και όπως έκαναν και πολλοί άλλοι. Αυτό δεν ήταν, όμως, αποτέλεσμα κάποιας οκνηρίας, ή κάποιας άγνοιας του ανδρός. Ήταν προϊόν μιας προσωπικής επιλογής, η οποία είχε, σαν ουσιαστική της βάση, αυτήν την στάση και αυτήν την πεποίθησή του, για την όποια θεωρία, για το όποιο θεωρητικό έργο, το οποίο προσπαθεί να αναφερθεί, στα κοινωνικά φαινόμενα και για τον θεωρητικό κατασκευαστή αυτών των οργανωμένων και συστηματικοποιημένων αντιλήψεων, που συγκροτούνται, ως θεωρία, με την επιθυμία και την επιδίωξη αυτού του θεωρητικού να προσδιοριστεί η θεωρία αυτή, ως επιστημονική.
Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι Στάλιν (18/12/1878 - 5/3/1953). Το καθεστώς της ολοκληρωτικής εξουσίας της κομματικής και κρατικής κομμουνιστικής γραφειοκρατίας, που, με ιδεολογία τον μαρξισμό, εδραιώθηκε, κατά την διάρκεια της δικής του διακυβέρνησης, στην "Σοβιετική Ένωση", δεν ήταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο, από την πλήρη επιβεβαίωση των προβλέψεων, που είχε διατυπώσει, ευθαρσώς, ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ήδη, από την δεκαετία του 1870, όσον αφορά την τύχη του μαρξισμού και των καθεστώτων, που επρόκειτο να προκύψουν, εάν οι ιδέες του Μαρξ, περί κομμουνισμού, κάποια στιγμή, στο μέλλον, εφαρμόζονταν. Δυστυχώς...
Το 1873 προέβλεψε με απίστευτη ακρίβεια ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, για την οποία έκανε λόγο ο Καρλ Μαρξ, θα ήταν, όντως, μια δικτατορία, η οποία, όμως, δεν επρόκειτο να είναι δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά θα είχε μετατραπεί, σε μια δικτατορία των "σοφών" και των κομματικών στελεχών. Δεν είχε άδικο. Και αυτό πρέπει να το λέμε, για να αποδίδουμε τα απαραίτητα εύσημα, σε αυτόν που τα αξίζει και για να γνωρίζουμε ότι ο Μιχαήλ Μπακούνιν έπραξε αυτα που του αναλογούσαν και μάλιστα, πολύ περισσότερα από αυτά, αφού κτύπησε, εγκαίρως, το καμπανάκι του επερχόμενου κινδύνου, τον οποίο, τότε, ουδείς έβλεπε και οι περισσότεροι υπερασπίζονταν, με πάθος και φανατισμό, ότι ο κίνδυνος αυτός ήταν ανύπαρκτος.
Ας δούμε κάποια από τα επιχειρήματα του Μιχαήλ Μπακούνιν, για να αντιληφθούμε, περί τίνος επρόκειτο και την εκπληκτική ακρίβεια της πρόβλεψης, η οποία δεν ήταν μια κάποια προφητεία, η οποία επρόκειτο να επιβεβαιωθεί, ή να διαψευσθεί, ανάλογα, με τα καμώματα της ιστορικής εξέλιξης, αλλά μια εναργής επιστημονική πρόβλεψη, μέσα από την κατάδειξη των αιτίων και των αιτιατών, που οδηγούσαν, στην επιβεβαίωση του περιεχομένου της :
"Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο κ. Μαρξ και οι ακόλουθοί του δηλαδή, θα επιχειρήσουν να "ελευθερώσουν" την ανθρωπότητα με τον δικό τους τρόπο ..., θα ιδρύσουν μια κρατική τράπεζα και θα συγκεντρώσουν όλη την εμπορική, βιομηχανική, αγροτική, ακόμη και την επιστημονική παραγωγή στα χέρια τους και ύστερα θα χωρίσουν τις μάζες, σε δύο στρατούς - έναν βιομηχανικό και έναν αγροτικό -, υπό τον άμεσο έλεγχο των γραφειοκρατών του κράτους, οι οποίοι θα δημιουργήσουν μια νέα προνομιούχο πολιτική τάξη".
Μπορεί να πει κάποιος ότι η εξέλιξη και η πορεία, που ακολούθησαν τα γεγονότα, δεν επιβεβαίωσαν τις απόψεις του Μιχαήλ Μπακούνιν; Μπορεί να πει κάποιος ότι τα γεγονότα δεν διέψευσαν τις επιστημονικοφανείς προβλέψεις του Καρλ Μαρξ;
Θα ήταν αστείος, ακόμη και ως σκέψη, ένας τέτοιος ισχυρισμός. Γι' αυτό και η αντιμετώπιση των παραπάνω ερωτημάτων γίνεται, με την παράκαμψη και την αποσιώπησή τους. Η λήθη, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι το "καλύτερο" φάρμακο.
Ο Μπακούνιν, λοιπόν, είχε δίκιο, σε όσα καταμαρτυρούσε, στον Μαρξ και στους οπαδούς του. Ακόμη είχε δίκιο, σε όσα καταμαρτυρούσε και στον αστικό κοινοβουλευτισμό της εποχής του, μέχρι και τις ημέρες μας, αφού η, εκ μέρους του, απόρριψη της αντιπροσωπευτικότητας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, παραμένει, πάντοτε, εδραία και εκφράζεται, με μια γλώσσα, η οποία έχει ένα περιεχόμενο, το οποίο είναι πολύ πιο κοντά, στον 20ο και στον 21ο, παρά στον 19ο αιώνα.
Και όμως, παρά την διάλυση των προσωπικών τους σχέσεων, που ήλθε, ως αποτέλεσμα των άθλιων χειρισμών του πολιτικού γραφειοκράτη Καρλ Μαρξ, ο οποίος έφθασε στο έσχατο σημείο της κατασυκοφάντησης του Μπακούνιν, διαδίδοντας ότι ο Ρώσος επαναστάτης ήταν πράκτορας του Τσάρου, οι σχέσεις των Καρλ Μαρξ και Μιχαήλ Μπακούνιν δεν ήταν, πάντα, κακές. Πέρασαν, από σαράντα κύματα και από πολλές διακυμάνσεις.
Στις 12/9/1863, ο Καρλ Μαρξ γράφει στον Φρήντριχ Ένγκελς και του περιγράφει τον Μιχαήλ Μπακούνιν, ως εξής - αν και έχει να τον δει, από το 1848 :
"Ο Μπακούνιν έχει γίνει τέρας, μια πελώρια μάζα, από σάρκες και λίπη, που μόλις μπορεί να περπατάει. Εκτός, από αυτό είναι τρελός, για δέσιμο και ζηλότυπος, για την δεκαεπτάχρονη Πολωνίδα του, που τον παντρεύτηκε, στην Σιβηρία. Τώρα, βρίσκεται, στην Σουηδία, όπου κάνει την "επανάσταση", με τους Φιλλανδούς".
Κάτι παραπάνω, από έναν χρόνο αργότερα, στις 4/11/1864, οι απόψεις του, για τον Μπακούνιν, έτσι, όπως τις εκθέτει και πάλι, στον Ένγκελς είναι, εντελώς, διαφορετικές :
"Ο Μπακούνιν σου στέλνει τους χαιρετισμούς του. Έφυγε, σήμερα, για την Ιταλία (Φλωρεντία), όπου είναι η διαμονή του. Τον είδα, χτες, για πρώτη φορά, μετά από 16 χρόνια. Πρέπει να ομολογήσω ότι μου άρεσε, πολύ περισσότερο, από άλλοτε... είναι, με δυό λόγια, ένας, από τους σπάνιους ανθρώπους, που, μετά από 16 χρόνια, παρουσιάζουν πρόοδο και όχι οπισθοδρόμηση".
Αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1868, όταν το Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς εξέταζε το καταστατικό της "Σοσιαλδημοκρατικής Συμμαχίας", με την οποία ο Μπακούνιν εντάχθηκε, στην Διεθνή, φάνηκε ότι, με αυτήν, η οποία διατηρούσε χωριστά τμήματα, σε διάφορες χώρες, λειτουργώντας και με κανόνες συνωμοσίας, ο Μπακούνιν, επιδίωκε να θέσει την Διεθνή, κάτω από τον δικό του έλεγχο. Αυτό το γεγονός δεν μπορούσε να το αποδεχτεί ο Καρλ Μαρξ, γι' αυτό και στο τέλος της συνεδρίασης, μέσά στα μαύρα μεσάνυκτα, έγραψε, στον Ένγκελς ότι "ο κύριος Μπακούνιν - στο βάθος - καταδέχεται να θέσει το εργατικό κίνημα, κάτω από ρωσική διεύθυνση".
Αλλά και ο Μπακούνιν δεν ήταν, πάντοτε, πολύ σκληρός, με τον Καρλ Μαρξ, αν και είχε αντιληφθεί, ευθύς εξ αρχής, ποιά πράγματα τον χώριζαν από αυτόν. Έτσι, μετά την πρώτη τους συνάντηση, το 1844, στο Παρίσι, έγραψε, για τον, μετέπειτα, αντίπαλό του :
"Είμαστε, αρκετά, φίλοι... Εγώ, τότε, δεν ήξερα τίποτε, από πολιτική οικονομία, δεν είχα, ακόμη, απελευθερωθεί, από τις μεταφυσικές αφαιρέσεις και ο σοσιαλισμός μου ήταν, μόνο, ενστικτώδης. Αυτός, αν και πιο νέος, από μένα, ήταν, κιόλας, άθεος, ένας επιστήμονας υλιστής και ένας συνειδητός σοσιαλιστής... Βλεπόμαστε, αρκετά συχνά, αφού τον σεβόμουν πολύ, για τις γνώσεις του και την φλογερή και σοβαρή αφοσίωσή του, στην υπόθεση του προλεταριάτου, αν και ανάμεικτη, με προσωπική ματαιοδοξία. Επιδίωκα, με απληστία, τις συζητήσεις, μαζύ του, πάντοτε, διδακτικές και σε πνευματικό επίπεδο, όταν δεν τις τροφοδοτούσε το ταπεινό μίσος, που τον κυρίευε, αλοίμονο, πολύ συχνα... Όμως, υπήρχε ένας ειλικρινής δεσμός ανάμεσά μας. Οι χαρακτήρες μας ήσαν διαφορετικοί. Αυτός με θεωρούσε, έναν αισθηματικό ιδεαλιστή. Και είχε δίκιο. Εγώ τον θεωρούσα, έναν ματαιόδοξο, άπιστο και δόλιο. Κι' εγώ, επίσης, είχα δίκιο".
Ο Πιότρ Κροπότκιν έγραψε, κάποτε, ότι η τεράστια επίδραση του Μπακούνιν, στους ριζοσπαστικούς κύκλους, είχε την αιτία της περισσότερο, στην επιρροή που ασκούσε ο Μπακούνιν, ως μια ηθική προσωπικότητα, παρά ως μια πνευματική αυθεντία.
Δεν είχε δίκιο. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν ήταν και τα δύο. Μπορεί, με δική του επιλογή, να παραμέλησε την θεωρία, την οποία ταύτιζε, με την κοινωνική επιστήμη, της οποίας την εξουσιαστική δύναμη αρνιόταν να την αποδεχτεί και να την χρησιμοποιήσει, επειδή γνώριζε τις καταστροφικές επιπτώσεις της, στο εργατικό και το επαναστατικό κίνημα της εποχής του, όπως επίσης και στους ευρύτερους κοινωνικούς σχηματισμούς, αλλά αυτή του η επιλογή, δεν μπορεί να του στερήσει την παραδοχή του γεγονότος ότι υπήρξε μια τεράστια πνευματική προσωπικότητα, η οποία, παρά τις όποιες πολιτικές και προσωπικές ανεπάρκειες του ανδρός (ποιός, άλλωστε, μπορεί να χαρακτηρισθεί, ως επαρκής;) ήταν πολύ μεγαλύτερη, από αυτήν του μεγάλου του αντιπάλου του - του Καρλ Μαρξ.
Αυτή η πραγματικότητα κρύφτηκε, από το γεγονός ότι ο Καρλ Μαρξ νίκησε και ο Μιχαήλ Μπακούνιν ηττήθηκε.
Αλλά αυτή η ήττα του Μπακούνιν, δεν σημαίνει ότι είχε άδικο. Κάθε άλλο. Είχε δίκιο, σε σχέση, με τον Καρλ Μαρξ και τους οπαδούς του. Και όχι μόνο, σε σχέση με αυτούς.
Και ίσως, γι' αυτόν τον λόγο και ηττήθηκε. Επειδή είχε δίκιο, αφού αυτή είναι η, πάντοτε, κακή τύχη των ουτοπιστών, όταν έχουν δίκιο, σε όσα λένε και σε όσα προβλέπουν.
Να ηττώνται...
Σχόλια