27/2/1953 - 20/12/2013 Από την Συμφωνία του Λονδίνου, για την δραστική μείωση του γερμανικού δημόσιου χρέους, στην μίζερη ευρωπαϊκή ψευδοτραπεζική ένωση. (Όσο και αν η Γερμανία κωλλυσιεργεί, στο τέλος θα πληρώσει τον λογαριασμό των δημόσιων χρεών στην ευρωζώνη).
27/2/1953 Λονδίνο : Η γερμανική αντιπροσωπεία, πανευτυχής, υπογράφει την ευεργετική για την χώρα της, Συμφωνία, μεταξύ της Ο.Δ. της Γερμανίας και 21 κρατών. Η πείρα της τραγικής αποτυχίας της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που οδήγησε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ο αναμφισβήτητος αμερικανικός ρεαλισμός οδήγησαν στην μεγαλύτερη διαγραφή χρέους, που έγινε, ποτέ στον 20ο αιώνα και απετέλεσε την βάση εκκίνησης του μεταπολεμικού γερμανικού οικονομικού θαύματος, το οποίο δεν θα είχε συντελεσθεί, εάν δεν είχε υπάρξει αυτή η συμφωνία, που αφάνισε το 62,6% του τότε, γερμανικού δημόσιου χρέους. Αυτή την πραγματικότητα οι Γερμανοί την ξεχνούν. Όχι, όμως οι Έλληνες. Το οικονομικό θαύμα των Γερμανών έγινε δυνατό, επειδή δεν αναγκαστήκαν να πληρώσουν αποζημιώσεις, τα κατοχικά δάνεια και τα έξοδα κατοχής. Εμείς οι Έλληνες το γνωρίζουμε, πολύ καλά. Με δεδομένες τις υπάρχουσες συνθήκες και εν όψει της ακαμψίας των Γερμανών, που αρνούνται την, μέσω του seigniorage, χρηματοδότηση του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους θεσμούς της ευρωζώνης, καιρός είναι η ελληνική στάση να αλλάξει και να τεθούν και πάλι, επί τάπητος, οι σχετικές διεκδικήσεις. Η Γερμανία, έστω και με κόπο, έστω και ύστερα από πολύ χρόνο, θα υποκύψει και θα υποχρεωθεί να πληρώσει. Και τότε, θα τα χάσει όλα...
Η επίμονη ταλάντευση, που υφίσταται το σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα και η περιδίνηση, στην οποία έχει περιέλθει, ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς συναθροιστικής ζήτησης, στο διεθνές οικονομικό σύστημα, οδηγούν τους ανθρώπους στην προσπάθεια να εξηγήσουν και να βρουν τις αιτίες αυτού του φαινομένου, που ταλαιπωρεί τις σύγχρονες κοινωνίες. Έτσι, έρχονται, στην επιφάνεια, παλιές αντιλήψεις και θεωρίες, οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν τις αιτίες των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων και υφέσεων και φιλοδόξησαν, όχι, απλώς, να προτείνουν λύσεις, αλλά να δώσουν τις ορθές λύσεις, στα προβλήματα, που προέκυπταν, από την έλευση των καπιταλιστικών κρίσεων.
Η μακραίωνη ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία είναι συνδεμένη και με τις κρίσεις και τις υφέσεις, που αυτό πέρασε και ξεπέρασε, δείχνει ότι αυτές οι προσπάθειες εξήγησης των κρίσεων και των υφέσεων του συστήματος, ακόμη και όταν είναι επιτυχείς, δεν οδήγησαν, πάντοτε, τους ανθρώπους, στην υιοθέτηση των ορθών, ή των χρήσιμων, λύσεων. Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε, με αρκετή ασφάλεια, ότι, συνήθως, συνέβη το αντίθετο. Οι άνθρωποι επέλεγαν, τις πλείστες φορές, πρακτικές αντιμετώπισης των κρισιακών και των υφεσιακών καταστάσεων, οι οποίες υπήρξαν αλυσιτελείς και επιδεινωτικές του προβλήματος, που είχαν να επιλύσουν και των επιπτώσεων, που αυτό είχε. Φυσικά, κάποια στιγμή, δινόταν μια λύση, στο πρόβλημα, το οποίο, εν τω μεταξύ, είχε διογκωθεί, αλλά το κόστος ήταν, τις περισσότερες φορές, βαρύτατο.
Η σημερινή κατάσταση, που επικρατεί, παγκόσμια και πολύ περισσότερο, στην ευρωζώνη, επιβεβαιώνει, για μία ακόμη φορά, δυσάρεστα, την παραπάνω ιστορική διαπίστωση. Φυσικά, θα μπορούσε η εξέλιξη των πραγμάτων να είναι διαφορετική και να μην την επιβεβαιώσει. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει τα δεδομένα, που αντιμετωπίζουμε, τα οποία διαμορφώθηκαν, όχι από αυτό, που, ορθολογικά, επιβαλλόταν να γίνει, αλλά από αυτό, που, ανορθολογικά, έγινε. Από αυτό που έπραξαν οι άνθρωποι - δηλαδή οι ελίτ -, που πήραν τις σχετικές αποφάσεις. Έτσι, όπως τις πήραν, μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, που έδρασαν και με το σύστημα ιδεών και συμφερόντων, που είχαν στο κεφάλι τους και εξυπηρετούσαν, ή που νόμιζαν ότι είχαν στο κεφάλι τους, ή που νόμιζαν ότι εξυπηρετούσαν.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, την αρχή της ελληνικής κρίσης χρέους, πριν από, ακριβώς, 4 χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2009, όταν αναζητούνταν 30 δισ. €, για την κάλυψη του ελληνικού δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009, το οποίο οι ευρωζωνίτες, με, επί κεφαλής, την Ε.Κ.Τ. του Jean-Claude Trichet και τον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, των Angela Merkel και Guido Westerwelle, κατάφεραν να το μετατρέψουν σε μια ευρωζωνική κρίση χρέους, με κόστος 240 δισ. €, μόνο, για την Ελλάδα και με άγνωστη συνέχεια. Ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Gordon Brown, τους πρώτους μήνες του 2010, τους είχε προειδοποιήσει, για το τεράστιο μέγεθος του προβλήματος, που δημιουργούσαν, αλλά, εις μάτην. Δεν τον άκουσαν και αυτός δεν είχε κανένα λόγο, για να επιμείνει, αφού η Βρετανία, όντας εκτός ευρωζώνης, δεν θα έβαζε το χέρι στην τσέπη.
Η ευρωζώνη αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει η ίδια το έλλειμμα αυτό και να εγγυηθεί την αποπληρωμή του ελληνικού δημόσιου χρέους. Έτσι το αποτέλεσμα, δηλαδή η ουσιαστική χρεωκοπία της ευρωζώνης, υπήρξε φυσικό επακόλουθο. Όπως δεδομένο είναι ότι η Γερμανία και η Ε.Κ.Τ. μπορεί να ανέβαλαν την ανάληψη της αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους, αλλά δεν θα την αποφύγουν, είτε ως ευθεία αποπληρωμή, είτε, ως κούρεμα των περιουσιακών απαιτήσεων της ευρωζώνης, που είναι απόρροια του γεγονότος ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκεται, πλέον, κατά πλειοψηφία, στα χέρια των δικών της θεσμών, δηλαδή του ESM. Το χειρότερο όλων, μάλιστα, δεν είναι η αποπληρωμή του ελληνικού δημόσιου χρέους από την Γερμανία και την Ε.Κ.Τ. Αυτό είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι ότι η γερμανική ελίτ και η ευρωμπατιροτραπεζοκρατία θα υποχρεωθούν να πληρώσουν - άμεσα ή έμμεσα - τα δημόσια χρέη (και όχι μόνον αυτά, αλλά και τα ιδιωτικά) των χωρών της ευρωζώνης, που είναι υπερχρεωμένες και φυσικά, αδυνατούν να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή τους.
Όσο και αν η Γερμανία φαίνεται να ευνοείται, από την λειτουργία της ευρωζώνης, όσο και αν φαίνεται να κερδίζει, από την ύπαρξη της ευρωπαϊκής νομισματικής ζώνης και το ευρώ, στην πραγματικότητα, η παρούσα εικόνα της ευρωζώνης, που χαρακτηρίζεται από την περιέλευσή της, στην κατάσταση ενός ζόμπυ, το οποίο παραμένει άταφο, απλώς, αναβάλει την επερχόμενη γερμανική χρεωκοπία, αφού όλα τα υποτιθέμενα κέρδη της γερμανικής οικονομίας, από την λειτουργία της ευρωζώνης είναι κέρδη, στα χαρτιά, τα οποία δεν έχουν και δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσουν πραγματικό υπόβαθρο και περιεχόμενο.
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, για να γίνει αντιληπτή η αλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Τα σχετικά μεγέθη και οι αριθμοί δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία. Έτσι :
Η Ελλάδα, το 2009, δηλαδή πριν από την είσοδό της στο Μνημόνιο, είχε δημόσιο χρέος, ίσο με το 115% του ΑΕΠ, το οποίο ανά κάτοικο, έφθανε, περίπου, τα 35.100 €. Τώρα το ελληνικό δημόσιο χρέος τρέχει, ακάθεκτα, προς το 180% του ΑΕΠ.
Η Πορτογαλία έχει ένα δημόσιο χρέος, που φθάνει στο 135% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος, ανά κάτοικο, που αγγίζει, περίπου τα 25.600 €.
Η Ισπανία έχει ένα δημόσιο χρέος, που φθάνει στο 84% του ΑΕΠ (από 69%, που ήταν το 2011) και δημόσιο χρέος, ανά κάτοικο, γύρω στα 23.700 €.
Η Ιταλία έχει ένα δημόσιο χρέος, το οποίο φθάνει στα 130% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος ανά κάτοικο 30.750 €.
Αλλά και οι πλούσιες χώρες της ευρωζώνης δεν είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Η Γαλλία έχει ένα δημόσιο χρέος, ίσο με το 93,5% του ΑΕΠ, ήτοι, ανά κάτοικο, κοντά στα 37.200 €.
Το Βέλγιο, που το 2009 είχε ένα δημόσιο χρέος που έφθανε στο 95% του ΑΕΠ, τώρα, έχει ποσοστό δημόσιου χρέους, ως προς το ΑΕΠ, ίσο με 104%, ήτοι δημόσιο χρέος, ανά κάποικο, που φθάνει τα 45.700 €.
Η Ολλανδία έχει ένα δημόσιο χρέος, το οποίο και αυτό δεν είναι ευκαταφρόνητο, αφού φθάνει στο 71% του ΑΕΠ της χώρας (από 65%, που ήταν το 2011) και δημόσιο χρέος ανά κάτοικο, γύρω στα 47.300 €.
Η Αυστρία έχει ένα δημόσιο χρέος, που φθάνει στο 74% του ΑΕΠ της και δημόσιο χρέος, ανά κάτοικο, γύρω στα 32.800 €.
Η Γερμανία, παρ' όλα όσα λέγονται, δεν είναι πολύ μακριά. Το δημόσιο χρέος της φθάνει στο 81% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε χρέος, ανά κάτοικο, γύρω, στα 25.400 €.
Η παράδοξη σχέση δανειστών και οφειλετών. Ένα πολύ καλό βίντεο, για την Συμφωνία του Λονδίνου της 27/2/1953, που οδήγησε, στον οικονομικό απεγκλωβισμό της Γερμανίας, μέσα από την δραστική μείωση του δημόσιου χρέους της. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θέσει το θέμα, δημόσια, όσον αφορά τον χειρισμό του ζητήματος του ελληνικού δημόσιου χρέους, με πρότυπο την Συμφωνία εκείνης της εποχής. Το μόνο, που έχει να κάνει, είναι να επιμείνει, στην θέση του αυτή. Όσο και αν αυτό δυσαρεστεί τους ευρωζωνίτες...
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γερμανία έχει υποστεί και έχει πυροδοτήσει τις μεγαλύτερες χρεωκοπίες, από τον μεσοπόλεμο και μετά, με τελευταία την στάση πληρωμών του 1990, όταν ο καγκελάριος Helmut Kohl αρνήθηκε να υλοποιήσει την Συμφωνία , που είχε υπογραφεί το 1953, στο Λονδίνο και είχε ρυθμίσει το προπολεμικό γερμανικό χρέος, με έναν τρόπο που ευνοούσε, σκανδαλωδώς, την Γερμανία. Η συμφωνία έλεγε ότι, μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις θα γίνονταν αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, κάτι το οποίο η, τότε, γερμανική κυβέρνηση το αρνήθηκε, με αποτέλεσμα η Γερμανία να πληρώσει, μετά το 1990, με την συγκατάθεση των Η.Π.Α. - Βρετανίας - Γαλλίας - Ρωσίας, ελάχιστες αποζημιώσεις, χωρίς να πληρώσει, ούτε τα αναγκαστικά δάνεια, που είχε συνάψει, με τις διορισμένες από την ίδια, κυβερνήσεις των κατεχόμενων χωρών, ούτε και τα έξοδα της Κατοχής.
Ουσιαστικά, η Συμφωνία του Λονδίνου της 27/2/1953, η οποία έγινε, κάτω από την πίεση και με την επιμονή των Η.Π.Α., ελάφρυνε δραστικά το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, μειώνοντάς το, από 38,8 δισ. μάρκα (συνολικά, με εκτοκισμό, 22,6 δισ. μάρκα, για το προπολεμικό χρέος και 16,2 δισ. μάρκα, για το μεταπολεμικό χρέος), σε 14,5 δισ. μάρκα (7,5 δισ. μάρκα, για το προπολεμικό και 7 δισ. μάρκα, για το μεταπολεμικό δημόσιο χρέος). Μια μείωση, η οποία υπήρξε πρωτοφανής, στα χρονικά του 20ου αιώνα, αφού έφθασε, στα επίπεδα του 62,6% του συνολικού χρέους του γερμανικού κράτους.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε ότι οι πληρωμές μπορούσαν να ανασταλούν, εάν υπήρχε μια δυσμενής μεταβολή των συνθηκών, που περιόριζε την διαθεσιμότητα των πόρων, στην γερμανική οικονομία, οπότε η Γερμανία είχε το δικαίωμα να ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση των όρων αποπληρωμής του εναπομείνατος δημόσιου χρέους της. Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας θα επαναλειτουργούσε οι πιστωτές της έθεσαν, ως αρχή, ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει το χρέος αυτό, διατηρώντας, παράλληλα, ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και πραγματικής βελτίωσης της διαβίωσης του γερμανικού πληθυσμού. Δέχθηκαν, δηλαδή, αποπληρωμή, χωρίς να φτωχαίνει η χώρα και ο πληθυσμός της.
Έτσι, οι δανειστές δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα πλήρωνε, είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα. Επίσης, δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει, συμφωνώντας να μειώσουν τις εξαγωγές τους, προς αυτήν, ενώ επέτρεψαν, στην Γερμανία, να πωλεί τα προϊόντα της, στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο, επειδή, στις αρχές του 1950, η γερμανική οικονομία είχε αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, αφού η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών).
Οι σχετικές διατάξεις της Συμφωνίας του Λονδίνου υπήρξαν σαφέστατες (σελ. 12 της Συμφωνίας) :
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές, σε γερμανικά μάρκα, χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά, επίσης, ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί, στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της. Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα, όπως:
1) Η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2) Η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3) Οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4) Τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές».
Ακόμη, σε περίπτωση διαφορών, με τους δανειστές, αρμόδια, για την επίλυσή τους, ήσαν τα γερμανικά δικαστήρια. Στην Συμφωνία αναφέρεται, ρητά, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση οριζόταν να είναι, όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη».
Ακόμη, η εξυπηρέτηση του χρέους εξαρτιόταν από την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις εξαγωγές, αφού η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων, από τις εξαγωγές, δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερη, από το 5%. Κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα, δεν συνέβη, αφού, στην πράξη, από το 1959, μόλις το 4,2% των ετήσιων εσόδων της Γερμανίας, από τις εξαγωγές, θα προσανατολισθούν, στην εξυπηρέτηση του χρέους. Επιπροσθέτως, έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων του γερμανικού δημόσιου χρέους, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%
Αλλά και αυτό, στην πορεία του χρόνου, ατόνησε, αφού ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε, με γερμανικά μάρκα, δηλαδή με νέο χρήμα, που εξέδιδε η Bundesbank.
Έτσι, η Γερμανία έγινε αυτό, που είναι, σήμερα. Και αν είναι αυτό, που είναι, αυτό το χρωστάει στις Η.Π.Α., οι οποίες, μετά τους δύο παγκόσμιους πόλεμους, παραιτήθηκαν, από τις τεράστιες χρηματικές απαιτήσεις τους.
Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεσοπολεμική Γερμανία κατόρθωσε να επιζήσει, από το 1924, μέχρι το 1929, αποκλειστικά, με δανεικά, από τις Η.Π.Α., για τις αποζημιώσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και για να μπορέσει να λειτουργήσει, σαν κράτος. Επρόκειτο για ένα δανειστικό σχήμα, που κατέρρευσε, με την κρίση του 1929-1932. Τα χρήματα των δανείων των Η.Π.Α. χάθηκαν, η ζημιά για τους Αμερικανούς ήταν τεράστια, όπως τεράστιες ήσαν και οι συνέπειες, για την παγκόσμια οικονομία, αφού τα γερμανικά χρέη της δεκαετίας του 1930 ισοδυναμούν, με το κόστος της βαθιάς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Έτσι, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Η.Π.Α. δεν έθεσαν και φρόντισαν να μην θέσει κανείς, από τους νικητές του πολέμου, έναντι της Γερμανίας, αξιώσεις για αποζημίωση. Σχεδόν όλες οι σχετικές απαιτήσεις αναβλήθηκαν, μέχρι να γίνει η ενοποίηση των δύο Γερμανιών, που προέκυψαν, ως αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου - μια ενοποίηση, η οποία ήταν άδηλο το πότε και το εάν θα γινόταν. Αυτό ήταν κρίσιμο, για την Γερμανία και πάνω σε αυτό το γεγονός, στηρίχθηκε το γερμανικό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα, αφού τα θύματα της γερμανικής κατοχής αποποιήθηκαν του δικαιώματός τους, για αποζημιώσεις.
Αντώνης Σαμαράς : Δεν είναι το μόνο. Και δεν είναι μόνος του...
Μετά από όλα αυτά, ορατό είναι ότι οι χρεωκοπίες της Γερμανίας, στα περασμένα χρόνια, δείχνουν τη λύση:
Απαραίτητο είναι, τώρα, να συμφωνηθεί, μέσα από μια πανευρωπαϊκή διάσκεψη η ανάληψη της εξυπηρέτησης των δημοσίων χρεών της ευρωζώνης, από τα θεσμικά όργανά της. Δηλαδή από την Ε.Κ.Τ. και τον E.S.M.
Αυτή είναι η ορθότερη λύση. Είναι δηλαδή εκείνη η λύση, η οποία θα αποφύγει την χρεωκοπία της ευρωζώνης και θα κρατήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στην νομισματική ένωση, η οποία, παράλληλα, για να μπορέσει μια τέτοια λύση να καταστεί λειτουργική και μόνιμη, πρέπει να μετατραπεί σε μια ομοσπονδιακή κρατική ένωση.
Αν αυτή η λύση δεν προωθηθεί, η μόνη άμεση εναλλακτική λύση, που προβάλλει, πριν η ευρωζώνη οδηγηθεί στην αποδιοργάνωση και στην διάλυση, είναι η μείωση του δημόσιου χρέους των χωρών της ευρωζώνης.
Όποιος δάνεισε λεφτά στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη της ευρωζώνης, πρέπει να χάσει ένα μεγάλο μέρος, από αυτά. Αυτή η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει, από την Ελλάδα και να επεκταθεί, στις άλλες χώρες της ευρωζώνης, όσο και αν αυτό θα ήταν καταστροφικό, για την ευρωμπατιροτραπεζοκρατία αφού οι τράπεζες θα χρεωκοπήσουν και αναγκαστικά, θα περάσουν κάτω από έναν ευρωπαϊκό δημόσιο έλεγχο.
Σε αυτή την διαδικασία, το κράτος που θα πληρώσει τα περισσότερα είναι η Γερμανία. Αλλά αυτό είναι, που πρέπει να γίνει και έτσι θα γίνει, εκ των πραγμάτων.
Οι γερμανικές ελίτ ήσαν, κατά το παρελθόν, υπερβολικά, ξέγνοιαστες και απρόσεκτες, όταν αποφάσιζαν να οικοδομήσουν το ευρώ και την ζώνη του, έτσι όπως τα οικοδόμησαν. Η γερμανική βιομηχανική παραγωγή κέρδισε πολλά, από τις υπέρογκες εξαγωγές και από την υποτροφοδότηση της εσωτερικής ζήτησης, στην Γερμανία, οι αποταμιεύσεις από την οποία στράφηκαν, σε έναν ξέφρενο δανεισμό των άλλων χωρών, οι οποίες, στην συνέχεια, κατέστη αδύνατο να ανταποκριθούν, στα δανειακά βάρη, που ανέλαβαν, όπως, άλλωστε, αργά, αλλά σταθερά, συμβαίνει και με το ίδιο το γερμανικό κράτος.
Αυτή η λύση, προφανώς, είναι ακριβή για την Γερμανία, αλλά, όσο και αν η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ αρνείται να το παραδεχθεί, στο τέλος της διαδικασίας, η Γερμανία θα υποχρεωθεί να πληρώσει. Αυτό θα συμβεί, διότι, ακόμη κι αν ένα κράτος δεν είναι, εντελώς, ανίκανο να ικανοποιήσει τους πιστωτές του, παραμένει να είναι, υπό χρεοκοπία, όπως έγινε και στην περίπτωση της Γερμανίας, στην δεκαετία του 1950 και όπως συμβαίνει, τώρα, στην μεγίστη πλειοψηφία των χωρών της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα και οι άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, όσο αυτή παραμένει ως έχει, δεν θα μπορέσουν να πληρώσουν τα χρέη τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι, εκ των πραγμάτων - όσο και αν αυτή η κατάσταση κουκουλώνεται - χρεωκοπημένες.
Παρ' όλ' αυτά, η γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ αρνείται να λογικευθεί. Τελευταίο δείγμα του απερίσκεπτου γερμανικού εθνικισμού είναι η περιβόητη συμφωνία των ευρωζωνιτών, που ανακοινώθηκε, στις 20/12/2013, κατά την διάρκεια της Συνόδου των ηγετών της και η οποία αφορά την τραπεζική ένωση, με την ίδρυση του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγείανσης των τραπεζών (Single Resolution Mechanism), μια συμφωνία και έναν Μηχανισμό, που είναι μια σκέτη παρωδία, αφού λείπει ένας μηχανισμός πανευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων. Λείπει, δηλαδή ο αποκαλούμενος τρίτος πυλώνας της τραπεζικής ενοποίησης, ύστερα από την πλήρη και άκαμπτη άρνηση της νέας κυβέρνησης της Angela Merkel και του S.P.D., να αποδεχθεί την δημιουργία του.
Έτσι, από το τώρα και στο εξής, τίθενται, υπό την εποπτεία της Ε.Κ.Τ., μόνον, 128 μεγάλες και μεσαίες τράπεζες (ενώ ο συνολικός αριθμός των τραπεζών φθάνει στις 6.000). Η Ε.Κ.Τ. θα επισημαίνει τις τράπεζες εκείνες, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα και θα πρέπει να εκκαθαριστούν. Στην συνέχεια, η υπόθεση θα πηγαίνει στα χέρια διάφορων επιτροπών, από Ευρωπαίους αξιωματούχους και εκπροσώπους κρατών και η τελική απόφαση θα λαμβάνεται από τους υπουργούς Οικονομικών της Ε.Ε., προκειμένου η Γερμανία και οι άλλες ισχυρές χώρες να μπορούν να έχουν καθοριστικό λόγο, στα θέματα αυτά.
Η συμφωνία προβλέπει ότι, για τον S.R.M., θα ξεκινήσει η δημιουργία ενός ταμείου, από το 2016, το οποίο θα ολοκληρωθεί, έως το 2026, με κεφάλαιο ένα ποσόν της τάξης των 55 δισ. €, που θα συγκεντρωθεί, από εισφορές όλων των τραπεζών και το οποίο, φυσικά, είναι, εντελώς, ανεπαρκές, για να ανακεφαλαιοποιήσει οποιονδήποτε σοβαρό τραπεζικόν οργανισμό, αφού, μόνο για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, το 2013, απαιτήθηκαν 50 δισ. €.
Το τραγελαφικό, στην όλη υπόθεση είναι - πέρα από την παροιμιώδη τσιγκουνιά των Γερμανών - ότι, μέχρι το 2026, τα βάρη των διασώσεων των τραπεζών θα ανήκουν στα κράτη και φυσικά, αυτά θα επωμισθούν και τις παλαιές διασώσεις (πράγμα που σημαίνει ότι η ελάφρυνση των 50 δισ. €, για την οποία έκανε λόγο η κυβέρνηση των στουρνοσαμαράδων, μέσα από την μετακύλιση στο ευρωσύστημα του ποσού της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, που έγινε τον περασμένο Μάϊο, αποδεικνύεται σαπουνόφουσκα), μαζύ με τις μελλοντικές διασώσεις των τραπεζών, οι οποίες θα ακολουθήσουν το μοντέλο της Κύπρου.
Αυτό, όπως είναι, πλέον, γνωστό σημαίνει ότι η "διάσωση" των τραπεζών θα γίνει, με bail in και κούρεμα των μετόχων των τραπεζών, των ομολογιούχων και των καταθετών, αλλά και με δημόσιο δανεισμό από τον E.S.M., ο οποίος αποκλείεται, ως μηχανισμός, απ' ευθείας, χρηματοδότησης των τραπεζών, αλλά, μόνο, ως μηχανισμός δανεισμού των κρατών της ευρωζώνης, τα οποία θα ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες, που θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν - γεγονός το οποίο θα οδηγεί τα κράτη, στην σύναψη δανειακής σύμβασης και σε Μνημόνιο, το οποίο θα περιέχει τους όρους του δανεισμού.
Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται, απωλέσαι...
Σχόλια