1923 - 2014 : Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, από την Συνθήκη της Λωζάνης, μέχρι την αμφισβήτηση της ελληνικής AOZ. Το Καστελλόριζο (και τα Δωδεκάνησα), στο επίκεντρο των νεοοθωμανικών κατακτητικών σχεδιασμών.
Απεικόνιση της ελληνικής ΑΟΖ, την ανακήρυξη της οποίας η Τουρκία, ουδέποτε θα αποδεχθεί, ενώ, παράλληλα, ουδέποτε θα αποδεχθεί και μια δικαστική επίλυση των διαφορών, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, έτσι όπως αυτές τίθενται, μέσα από τις διεκδικήσεις της, οι οποίες φθάνουν, πολλές φορές σε επίπεδα παράνοιας, αφού π.χ. απειλεί την Ελλάδα, με κήρυξη πολέμου, εάν αυτή προβεί σε επέκταση των χωρικών της υδάτων, πέραν των έξι μιλίων, όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη θάλασσα - ακόμη και στο Ιόνιο!
Με δεδομένη την καταστροφή, που υφίσταται η χώρα μας, εξ αιτίας της, τραγικά, αποτυχημένης στρατηγικής επιλογής της ηλίθιας "ευρωπαϊστικής", κατ' ουσίαν, κοσμοπολιτικής και εν τοις πράγμασι, απάτριδος ελληνικής πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ, η νεοοθωμανική ελίτ, που διοικεί την Τουρκία, σχεδιάζει, οργανωμένα και συστηματικά, την σκύλευση του ελληνικού (του ελλαδικού και του κυπριακού) πτώματος, την διαρπαγή της περιουσίας του (είτε, σε συνεταιρισμό, με τους, εξ Εσπερίας, δανειστές του, εν λόγω πτώματος, είτε και χωρίς αυτούς), περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή.
Η τουρκική επιμονή, που έχει φθάσει και έχει ξεπεράσει τα όρια της εμμονής, για την μη ανακήρυξη της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), στον θαλάσσιο χώρο της Μεσογείου και η ανοικτή και έμπρακτη αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ (δήθεν, για χάρη των Τουρκοκυπρίων), προσθέτει νέα προβλήματα, επάνω, στα, ήδη, υπάρχοντα, γύρω από την οριοθέτηση του Αιγαίου, σε επίπεδο χωρικών υδάτων, αιγιαλίτιδας ζώνης και υφαλοκρηπίδας.
Έτσι, η διεύρυνση των ελληνικών χωρικών υδάτων, από 6, σε 12 ναυτικά μίλια και η σύστοιχη μεγέθυνση της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας μας, που θα έλθει, ως αποτέλεσμα αυτής της διεύρυνσης και η οποία είναι σύμφωνη, με τα όσα προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας, αποτελούν, επισήμως, για την κυβερνώσα ελίτ της γείτονος, casus belli, γεγονός, το οποίο έχει κυρωθεί και με απόφαση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, την ίδια στιγμή, που όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις (κεμαλικές και ισλαμικές) αρνούνται, σταθερά, να δεχθούν ότι τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, όπως συμβαίνει και με τις ακτές των ηπείρων του πλανήτη.
Η επικαιροποίηση του ζητήματος της ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ, λόγω της αναζήτησης νέων πηγών υδρογονανθράκων (και όχι μόνο), σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, έχει επικαιροποιήσει και τις λοιπές τουρκικές διεκδικήσεις, στο Αιγαίο, κλείνοντας τον κύκλο των αναθεωρητικών επιδιώξεων του τουρκικού κράτους και της ελίτ, που το διοικεί, η οποία επιδιώκει την έμπρακτη τροποποίηση και αναθεώρηση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης, που υπογράφηκε, μετά την μικρασιατική καταστροφή, στις 24/7/1923, καθώς και όλων των μετέπειτα Συνθηκών και Συμφωνιών, που καθόρισαν το status quo, στο Αιγαίο και ευρύτερα, στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η τουρκική ελίτ δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί μια μονομερή ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ. Η άρνησή της αυτή δεν μένει, στα λόγια, αφού οι απειλές που εκτοξεύει, παραπέμπουν, στο casus belli και συνοδεύονται, από συνεχή έμπρακτη αεροναυτική αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, στο Αιγαίο και, στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Αυτόν τον καιρό, τα Δωδεκάνησα βρίσκονται, στο επίκεντρο των επιθετικών διαθέσεων της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής. Το Καστελλόριζο, μάλιστα, με το μικρό - αλλά καίριο και καταστροφικό, για τα τουρκικά συμφέροντα - νησιωτικό του σύμπλεγμα, αντιμετωπίζει έναν ευθύτατα κίνδυνο, μιας τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης, για την κατάληψή του, η οποία θα είναι και εύκολη.
Ο παραπάνω χάρτης, που προσδιορίζει την ελληνική ΑΟΖ, εάν και όταν αυτή ανακηρυχθεί, σύμφωνα, με την ισχύουσα νομική και πραγματική κατάσταση, όπως, επίσης και ο παρακάτω χάρτης, που ακολουθεί και απεικονίζει την ΑΟΖ της Τουρκίας, έτσι, όπως η τουρκική πολιτικοοικονομική ελίτ την επιθυμεί να είναι (δηλαδή, με το Καστελλόριζο ενσωματωμένο/απορροφημένο, στην τουρκική επικράτεια, ή, έστω, χωρίς να έχει δική του ΑΟΖ), αποδεικνύουν, σαφέστατα και χωρίς καμμία αμφιβολία, τους λόγους, για τους οποίους οι τουρκικές απειλές δεν είναι κενές περιεχομένου.
Ο παραπάνω χάρτης, που προσδιορίζει την ελληνική ΑΟΖ, εάν και όταν αυτή ανακηρυχθεί, σύμφωνα, με την ισχύουσα νομική και πραγματική κατάσταση, όπως, επίσης και ο παρακάτω χάρτης, που ακολουθεί και απεικονίζει την ΑΟΖ της Τουρκίας, έτσι, όπως η τουρκική πολιτικοοικονομική ελίτ την επιθυμεί να είναι (δηλαδή, με το Καστελλόριζο ενσωματωμένο/απορροφημένο, στην τουρκική επικράτεια, ή, έστω, χωρίς να έχει δική του ΑΟΖ), αποδεικνύουν, σαφέστατα και χωρίς καμμία αμφιβολία, τους λόγους, για τους οποίους οι τουρκικές απειλές δεν είναι κενές περιεχομένου.
Η τουρκική ΑΟΖ, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο - έτσι όπως δεν είναι και έτσι όπως την επιθυμεί η τουρκική ελίτ να είναι -, με το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου ενσωματωμένο, στην (ή απορροφημένο από την) τουρκική επικράτεια...
Η κυβερνώσα ελίτ της γείτονος εκτιμά ότι η τεράστια στρατηγική ανοησία, που διέπραξε η χώρα μας, εντασσόμενη, στην ευρωζώνη και η οικονομική της χρεωκοπία, που ήλθε, ως αποτέλεσμα, αυτής της βλακώδους επιλογής, έχει αποδεκατίσει την ελληνική αμυντική ικανότητα και έχει εξουδετερώσει οποιαδήποτε δυνατότητα αντίστασης και αντίδρασης της Ελλάδας. Η Άγκυρα, μάλιστα, φαίνεται να πιστεύει ότι, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η χώρα μας έχει μετατραπεί, σε μια αποικία χρέους, αυτή η επικρατούσα κατάσταση δεν έχει τον χαρακτήρα της προσωρινότητας, θα έχει διάρκεια και θα αποσαρθρώσει τα όποια διεθνή ερείσματα της Ελλάδας, ως προς την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, καθώς και στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας.
Η νεοοθωμανική ελίτ δεν φαίνεται να έχει άδικο. Ετούτοι, εδώ, που "κυβερνούν" την χώρα μας (ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος), είναι κουραμπιέδες και δεν επιθυμούν τίποτε περισσότερο, από την παραμονή τους, στις καρέκλες, που κάθονται. Βέβαια, είναι και "ευρωπαϊστές" - πανάθεμά τους - και φυσικά, θέλουν οι καρέκλες τους να είναι κάτω, από την ευρωπαϊκή "προστασία". Όμως, αυτό, που, με τρόμο, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται, είναι ότι αυτή η προστασία είναι ανύπαρκτη και δεν πρόκειται να τους δοθεί, εάν εμπλακούν, με την Τουρκία.
Η Τουρκία δεν πρόκειται να κάνει το χατήρι κανενός και δεν πρόκειται να δεχτεί καμμία διαμεσολάβηση, πριν καταλάβει το Καστελλόριζο και όποιο άλλο νησί επιλέξει, όταν κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει, σε μια τέτοια ενέργεια. Και καλόν είναι να μην αμφιβάλουμε ότι κάνει τους σχετικούς σχεδιασμούς. Και τους σχεδιασμούς αυτούς θα τους πραγματοποιήσει και θα τους ολοκληρώσει, όταν αποφασίσει την υλοποίησή τους.
Από την άλλη πλευρά, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι (δηλαδή η Ε. Ε.) δεν πρόκειται να προστατεύσουν κανέναν σαμαροβενιζέλο, ή οποιονδήποτε άλλον βρεθεί στην θέση των τωρινών κυβερνητών της Ελλάδας. Αν οι "δικοί" μας δεν έχουν νύχια να ξυστούν, ουδείς θα τους βοηθήσει. Ως εκ τούτου, ένας νέος εδαφικός ακρωτηριασμός είναι επικείμενος, εάν η κυβέρνηση δεν προσέξει. Αλλά, όπως είπα, αυτή η κυβέρνηση, έτσι όπως, τώρα, είναι, αποτελείται από κουραμπιέδες και μπράβους των τοκογλύφων, οι οποίοι δεν επιθυμούν να χρηματοδοτήσουν νέα έξοδα. Αν η χώρα ήταν ανεξάρτητη, τότε, θα μπορούσε να είναι ετοιμοπόλεμη και θα έπρεπε να δώσει ένα σκληρό μάθημα, στην νεοοθωμανική ελίτ, η οποία πρέπει να ηττηθεί και για την οποία - και τις προθέσεις της - δεν θα πρέπει να έχουμε αυταπάτες.
Έτσι, λοιπόν, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως μπράβοι των ξένων δανειστών και ως κουραμπιέδες, που είναι, δεν πρόκειται να κάνουν τίποτε, που να δυσαρεστήσει τους ξιπασμένους νεοοθωμανούς. Κότες λιράτες, δηλαδή.
Και για να μην κρύβω λόγια, μέσα από εύκολες κατηγορίες, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι οι γείτονες, δεν έχουν καμμιά δουλειά, στο Καστελλόριζο. Ούτε πρέπει να ανακατεύονται, στην ελληνική ΑΟΖ, πέρα, από τις όποιες διαβουλεύσεις, που είναι απαραίτητες για την οριοθέτησή της, έναντι της τουρκικής και οι οποίες διαβουλεύσεις αφορούν τεχνικής φύσεως ζητήματα. Και φυσικά, απέναντι, σε οποιουσδήποτε παλικαρισμούς, η ελληνική απάντηση πρέπει να είναι λελογισμένη και υπολογισμένη, αλλά σκληρή και αμείλικτη, όταν χρειασθεί.
Η σκληρή και πικρή αλήθεια είναι ότι η τουρκική ελίτ, έχοντας μυριστεί πτώμα, καιροφυλακτεί και ετοιμάζεται, για να πάρει την ανολοκλήρωτη (το 1922) ρεβάνς της ήττας του Οθωμανικού κράτους, στους βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1913. Και αυτή η ρεβάνς δεν θα είναι άλλη, από τον εδαφικό ακρωτηριασμό της ελληνικής επικράτειας, η οποία, εν πολλοίς, διαμορφώθηκε το 1913 και ολοκληρώθηκε, με την Συνθήκη των Παρισίων, της 10/2/1947, με την παραχώρηση της Δωδεκανήσου και του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου, στην οποία υποχρεώθηκε να προβεί η ηττημένη, κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλία.
Εκ των πραγμάτων, αυτή η τουρκική στάση θέτει, επί τάπητος, την αναθεώρηση των προβλέψεων της Συνθήκης της Λωζάνης και την ανατροπή των αποτελεσμάτων της, στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, αφού, λίγο, ή πολύ, ευθέως, ή εκ του πλαγίου, άμεσα, ή έμμεσα, αυτή η Συνθήκη είναι εκείνη, που ρυθμίζει το τωρινό νομικό καθεστώς και τα δεσμά, εντός των οποίων ασφυκτιά ένα μεγάλο παράκτιο κράτος, σαν την Τουρκία, η οποία περιορίζεται, περίπου, στην θαλάσσια ακτογραμμή της, η οποία δεν μπορεί να αποκτήσει το εύρος και την βαθύτητα, που η τουρκική ελίτ επιφυλάσσει, στο κράτος της και στον εαυτό της.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, ως προς το περιεχόμενο των εδαφικών ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης είναι σχετικά νέος. Στα 91 χρόνια της ζωής της Συνθήκης αυτής, οι αναθεωρητικές τουρκικές θέσεις, για πρώτη φορά, εκφράστηκαν, επίσημα, με τον παραπάνω χάρτη, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της γείτονος χώρας, στις 1 Νοεμβρίου 1973, με τον οποίον δεσμεύτηκαν περιοχές, που βρίσκονται βόρεια και δυτικά της Λέσβου, της Λήμνου, της Σαμοθράκης και της Χίου και εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τις οποίες η τουρκική κυβέρνηση παραχώρησε, στην Κρατική Εταιρεία Πετρελαίου, για έρευνα και εκμετάλλευση.
Μέχρι τότε και επί 50 συναπτά χρόνια, ο τουρκικός αναθεωρητισμός ήταν ανύπαρκτος. Οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης, όσο και αν ήσαν δυσάρεστες, για το τουρκικό κράτος, δεν δημιουργούσαν πρόβλημα, στην ιθύνουσα ελίτ της Τουρκίας και γίνονταν αποδεκτές. Αυτό, που είχε αλλάξει, τον Νοέμβριο του 1973 και οδήγησε την τουρκική κυβέρνηση, στην επίσημη και ευθεία αμφισβήτηση των διατάξεων της Συνθήκης, που υπέγραψε ο Ισμέτ Ινονού, το 1923, στην Λωζάνη, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
Τον Μάρτιο του 1973, η ελληνική κυβέρνηση (η δικτατορία των συνταγματαρχών) πραγματοποίησε, νοτιοανατολικά της Λήμνου, την πρώτη γεώτρηση, με την βοήθεια αμερικανικής εταιρείας, η οποία προχώρησε σε έρευνα, η οποία απέβη άκαρπη. Τότε, η τουρκική κυβέρνηση δεν διαμαρτυρήθηκε, αλλά, προφανώς, αυτή η ενέργεια της ελληνικής πλευράς δεν πρέπει να έμεινε απαρατήρητη.
Το καλοκαίρι του 1973, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, που, με αφορμή και αιτία το κίνημα του Ναυτικού, έχει καταργήσει την βασιλεία και έχει αναγορευθεί σε "Πρόεδρο της Δημοκρατίας" έχει δηλώσει, δημοσίως, ότι στο Αιγαίο βρίσκονται κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία το ελληνικό κράτος προτίθεται να εξορύξει.
Η τουρκική κυβέρνηση, με την σειρά της, βλέπει ότι ανοίγεται, στον χώρο του Αιγαίου, ένα επικερδές πεδίο οικονομικών δραστηριοτήτων, το οποίο συνοδεύεται και από γεωπολιτική ισχύ, από το οποίο η τουρκική ιθύνουσα τάξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να απουσιάζει. Και φυσικά, δεν έχει σκοπό, ούτε και διάθεση να αφήσει την ελληνική ελίτ να κυριαρχήσει, στον χώρο αυτόν.
Όμως, η τουρκική ελίτ έχει ένα ουσιαστικό και στην πράξη, ανυπέρβλητο νομικό και πραγματικό εμπόδιο, το οποίο δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση των επιδιώξεών της, αφού αυτό το εμπόδιο, είναι ένα κατασκεύασμα, στου οποίου την οικοδόμηση έχει συμβάλλει, αποφασιστικά, το σύγχρονο τουρκικό κράτος και ο ιδρυτής του, ο Μουσταφά Κεμάλ.
Το νομικό και πραγματικό αυτό οικοδόμημα είναι η Συνθήκη της Λωζάνης και οι εδαφικές της ρυθμίσεις, οι οποίες έχουν, ουσιαστικά, μετατρέψει το Αιγαίο, σε ένα ελληνικό αρχιπέλαγος, προσομοιάζοντας και μετατρέποντας την θάλασσα αυτή, με την ισχύ της μεταπολεμικής Συνθήκης των Παρισίων του 1947 σε μια, σχεδόν, ελληνική λίμνη, αφού η Συνθήκη αυτή, παραχωρεί το σύνολο, σχεδόν, των νήσων και νησίδων του Αιγαίου, που βρίσκονται, πέραν των τριών ναυτικών μιλίων, από την ασιατική τουρκική ακτή, στην Ελλάδα, με την εξαίρεση της Ίμβρου, της Τενέδου, των Λαγουσών νήσων.
Για να αντιληφθούμε το, περίπου, απόλυτο νομικό και πραγματικό αδιέξοδο, στο οποίο βρέθηκε και εξακολουθεί να βρίσκεται, η τουρκική ελίτ, καθώς και το, περίπου, πλήρως, αβάσιμο των ισχυρισμών και των διεκδικήσεών της, απαραίτητο είναι να δούμε τις συγκεκριμένες διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης, που ρυθμίζουν την νομική πραγματικότητα, στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, έως τα Δωδεκάνησα και, μέχρι την θάλασσα της Μέσης Ανατολής, στις αρχές της οποίας βρίσκεται το μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου - γνωρίζοντας, βέβαια, ότι και τα Δωδεκάνησα και το Καστελλόριζο έχουν περάσει, από την κυριαρχία της Ιταλίας, στην ελληνική κυριαρχία, ύστερα, από την Συνθήκη των Παρισίων.
Ας δούμε, λοιπόν, τις διατάξεις αυτές της Συνθήκης της Λωζάνης, που ορίζουν τα εδαφικά/θαλάσσια σύνορα της περιοχής του Αιγαίου, φθάνοντας, μέχρι το Καστελλόριζο. Οι διατάξεις αυτές (άρθρα 12 - 16) έχουν, ως εξής :
Άρθρον 12.
Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούνται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15.
Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν.
Άρθρον 13.
Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τίνος έργου.
2. θα απαγορευθή εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας.
Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
3. Αι ελληνικαι στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ' ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην.
Άρθρον 14.
Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσαι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαύωσιν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελούμενης εκ τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν ιθαγενή πληθυσμόν δι' ό,τι αφορά εις την τοπικήν διοίκησιν και την προστασίαν των προσώπων και των περιουσιών.
Η διατήρησις της τάξεως θα εξασφαλίζηται εν αυταίς δι' αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού, τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως υπό τα διαταγάς της οποίας θα διατελή.
Αι συνομολογηθείσαι ή συνομολογηθησόμεναι μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίαι, αι αφορώσαι την ανταλλαγήν των Ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, δεν θα εφαρμοσθώσιν εις τους κατοίκους των νήσων Ίμβρου και Τενέδου.
Άρθρον 15.
Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου (όρα χάρτην υπ' αρ. 2).
Άρθρον 16.
Η Τουρκία δήλοι ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων.
Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουσι τας συνομολογηθείσας ή συνομολογηθησομένας ιδιαιτέρας συμφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και των ομόρων χωρών λόγω της γειτνιάσεως αυτών.
Αυτή η απλή παράθεση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης, που ορίζουν τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, περιγράφουν και τα ανυπέρβλητα νομικά και πραγματικά εμπόδια, που καθιστούν αβάσιμες τις τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις.
Οι παραπάνω δύο χάρτες απεικονίζουν την ελληνική και την τουρκική αιγιαλίτιδα ζώνη, ανάλογα, με το εύρος τους. Ο πρώτος χάρτης απεικονίζει την τωρινή κατάσταση, κατά την οποία το εύρος των χωρικών υδάτων έχει καθοριστεί στα 6 ναυτικά μίλια (κάθε μίλι ισούται, με 1852 μέτρα). Έτσι, με το ισχύον νομικό καθεστώς η Ελλάδα κυριαρχεί, επί του 35% του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου, η Τουρκία, επι του 8,8%, ενώ το 56,2% του χώρου αυτού είναι διεθνές. Ο δεύτερος χάρτης απεικονίζει τις αιγιαλίτιδες ζώνες των δύο χωρών, εάν αυτές είχαν το εύρος των 12 ναυτικών μιλίων. Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα είναι κυρίαρχη, στο 64% αυτής της θαλάσσιας περιοχής, η Τουρκία, μόλις, στο 10%, ενώ τα διεθνή ύδατα περιορίζονται, στο 26%. Με αυτά τα δεδομένα, οι τουρκικές αντιρρήσεις, για την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, στα 12 ναυτικά μίλια είναι κατανοητές, αλλά στερούνται οποιασδήποτε νομικής βάσεως...
Το κυριότερο πρόβλημα, για την τουρκική ελίτ, έγκειται, στο αφοπλιστικό γεγονός ότι η Συνθήκη προσδιορίζει, επακριβώς, την έκταση της τουρκικής κυριαρχίας, στο Αιγαίο, η οποία φθάνει, μέχρι τα νησιά, που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή (εξαιρουμένων των περιπτώσεων της Ίμβρου και της Τενέδου, καθώς και των Δωδεκανήσων, που ρυθμίζονται, διαφορετικά, από την ίδια Συνθήκη), αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα, στην ελληνική κυριαρχία.
Η σχετική διάταξη, η ύπαρξη της οποίας οδηγεί σε αδιέξοδο τις τουρκικές αξιώσεις, τις οποίες καθιστά ατυχείς, ως μη ερειδόμενες, σε πραγματική και στερεά νομική βάση, είναι, απολύτως, σαφής, χωρίς να επιδέχεται ερμηνείες και παρερμηνείες.
Η τουρκική ελίτ ατύχησε, επίσης, εξ αιτίας του γεγονότος ότι στην εποχή της σύναψης της Συνθήκης της Λωζάνης το εύρος της θαλάσσιας περιοχής - των χωρικών υδάτων -, που περιβάλλει το έδαφος ενός κράτους, είτε αυτό αφορά ηπειρωτική, είτε νησιωτική ακτή, έφθανε στα τρία μίλια, μια απόσταση, η οποία καθορίστηκε, ως μέτρο προσδιορισμού της έκτασης της τουρκικής κυριαρχίας, επί των νήσων του Αιγαίου, με βάση εκκίνησης τις ασιατικές ακτές. Αν εκείνη την εποχή, το διεθνώς, αποδεκτό εύρος των χωρικών υδάτων των παράκτιων χωρών είχε οριστεί, στα 6 μίλια, είναι πολύ πιθανό η έκταση της τουρκικής κυριαρχίας, στο Αιγαίο να ρυθμιζόταν, αντίστοιχα.
Αυτή η νομική κατάσταση, που απορρέει από την Συνθήκη της Λωζάνης καθόρισε όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι το 1973 και την πραγματική κατάσταση, στο Αιγαίο. Με δεδομένο το γεγονός ότι ουδείς ενδιαφερόταν, για τον υποθαλάσσιο πλούτο αυτής της θαλάσσιας περιοχής, δεν υπήρχαν τριβές, ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Τουρκία, για τα σύνορα, που είχαν χαραχθεί το 1923, παρά το γεγονός ότι το 1936 η Ελλάδα αύξησε το εύρος των χωρικών της υδάτων, στα 6 ναυτικά μίλια, γεγονός, το οποίο η Τουρκία απεδέχθη, για να προχωρήσει και η ίδια, αργότερα (το 1964), στην θεσμοθέτηση των 6 μιλίων, ως ορίου, για τα δικά της χωρικά ύδατα, ενώ στις μικρές αποστάσεις, όπου εφάπτονται και συμπλέκονται τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών, τηρείται η αρχή της μέσης γραμμής απόστασης.
Με αυτόν τον τρόπο, προσδιορίστηκαν, αδιατάρακτα, οι θαλάσσιες ζώνες (οι λεγόμενες αιγιαλίτιδες) της Ελλάδας και της Τουρκίας, στο Αιγαίο, επί των οποίων οι δύο χώρες ασκούν την κυριαρχία τους, στα νερά, στον βυθό και στο υπέδαφος, όπως και στον εναέριο χώρο, που βρίσκεται πάνω από τις ζώνες αυτές.
Τα πετρελαϊκά κοιτάσματα στο Αιγαίο (πραγματικά, ή εικαζόμενα) και η εισαγωγή των εννοιών της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στις σχέσεις των δύο χωρών, ήσαν η αιτία, για την ανατροπή αυτής της κατάστασης.
Η αναφορά του Γεώργιου Παπαδόπουλου στην εξόρυξη του πλούτου των υδρογονανθράκων του Αιγαίου, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και μια μακρά αντιπαράθεση της ελληνικής και της τουρκικής πολιτικοοικονομικής ελίτ, σχετικά με την μοιρασιά, η οποία, εάν τηρηθούν, ως βάση, όσα προβλέπουν η Συνθήκη της Λωζάνης και οι μετέπειτα από αυτήν Συνθήκες, λειτουργεί ετεροβαρώς και φυσικά, εις βάρος των τουρκικών επιθυμιών.
Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι εύκολο να κατανοηθεί, αφού ο βυθός και το υπέδαφος της θαλλάσσιας περιοχής του Αιγαίου και της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων και των νησιών και των νησίδων, που συντηρούν οικονομική ζωή και που εκτείνονται, έως 200 ναυτικά μίλια από τις ακτογραμμές (ή και έως 350 ναυτικά μίλια, όπου το υφαλοπλαίσιο ξεπερνάει τα 200 ναυτικά μίλια) καθιστούν το Αιγαίο, περίπου, πλήρως, ελληνικό, ενώ, ειδικά, το Καστελλόριζο, περιορίζει σημαντικά την τουρκική υφαλοκρηπίδα στις αρχές της θαλάσσιας περιοχής της Μέσης Ανατολής, αφού η Ελλάδα, μέσω αυτού του νησιωτικού συμπλέγματος καθίσταται (και) χώρα της οποίας τα συμφέροντα ακουμπούν σε αυτή την περιοχή.
Η Τουρκία αποφεύγει και θα συνεχίσει να αποφεύγει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, αφού γνωρίζει, πολύ καλά, ότι το Δικαστήριο (όπως φαίνεται, από τον παραπάνω χάρτη, που δεν είναι ευνοϊκός, για τα ελληνικά συμφέροντα), θα της εκχωρήσει, με την ευνοϊκότερη δυνατή, για την ίδια, απόφασή του, ένα ποσοστό 2%-3%, στο βόρειο και κεντρικό Αιγαίο, 0%, στο τμήμα της Δωδεκανήσου, έως την Ρόδο, Στο τμήμα, μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου η Τουρκία θα πάρει το 25% και τέλος ένα ποσοστό, γύρω στο 18%, ανατολικά της νήσου Μεγίστης.
(Στον σχεδιασμό του χάρτη αυτού, που έγινε, αφού λήφθηκε υπόψη η ποικίλη και κατά περίπτωση, εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου και με δεδομένο ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί, επακριβώς, η όποια δικαστική απόφαση, έχει υπολογισθεί και αποτυπώθηκε το καλύτερο δυνατό σενάριο, υπέρ της τουρκικής πλευράς. Όμως και αυτό το σενάριο είναι, εντελώς, δύσπεπτο και απολύτως, δυσάρεστο, για την τουρκική ελίτ).
Έτσι, στο πλαίσιο της oριoθέτησης των θαλάσσιων ζωνών, με την Τουρκία, το όλο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας πρέπει να αντιμετωπίζεται ενιαία και όχι περιπτωσιολογικά, όπως επιδιώκουν οι ριψασπιδικές κυβερνήσεις των Αθηνών, με πρώτον και χειρότερο τον θλιβερό Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος επιδιώκει να βρει τρόπους (τους οποίους και εφυρίσκει), για να δώσει χώρο, στην ικανοποίηση των τουρκίκών επιδιώξεων).
Αυτό σημαίνει ότι η διάκριση, ανάμεσα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου είναι βλαπτική, για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού συνάδει, με τις επιδιώξεις της τουρκικής πλευράς. Ως εκ τούτου, τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, στην υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου είναι ορθό και απαραίτητο να ενταχθούν, στην δικαστική επίλυση της διαφοράς, με την Τουρκία, η οποία επίλυση θα περιλαμβάνει όλο το εύρος της ελληνοτουρκικής οριογραμμής, από τις εκβολές του Έβρου, στο βόρειο Αιγαίο, μέχρι το Καστελλόριζο, στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, αφού, στην περίπτωση, που η υφαλοκρηπίδα του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου ρυθμιστεί χωριστά, είναι σφοδρότατα, πιθανή η αναγνώριση μειωμένων δικαιωμάτων, στο Καστελλόριζο, ενώ θα έχει χαθεί το διαπραγματευτικό χαρτί της αύξησης των χωρικών του υδάτων, αλλά και το ενδεχόμενο ενός συμψηφισμού, με τις διεκδικήσεις ελληνικές στο Αιγαίο.
Εδώ, άλλωστε, βρίσκεται και το κρίσιμο σημείο, που αφορά τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, στην Ανατολική Μεσόγειο, αφού ολόκληρο το ανατολικό όριο επηρεάζεται από την νήσο Στρογγυλή του νησιωτικού συμπλέγματος των 13 νησιών, νησίδων και βράχων του Καστελόριζου, η οποία προσδιορίζει και τα κοινά όρια των υφαλοκρηπίδων της Ελλάδας και της Κύπρου, τα οποία υπάρχουν, μόνον, εάν η γραμμή, που οριοθετεί την ελληνική και την τουρκική υφαλοκρηπίδα, προσδιοριστεί, με βάση την μέση γραμμή μεταξύ της νήσου Στρογγυλής του Καστελλόριζου και της παρακείμενης τουρκικής ακτής.
Σε αυτή την κομβική περιοχή και σε αυτό το στρατηγικής σημασίας νησί του συμπλέγματος του Καστελλόριζου εντοπίζεται η αθλιότητα, που διέπραξε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος, για να δώσει ένα παράθυρο μιας μερικής ικανοποίησης των τουρκικών αξιώσεων και προφανώς, ίσως, για να αποφύγει μια, πιθανώς, επικείμενη τουρκική επιδρομή, στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου, φρόντισε να την εκκενώσει, αφού, προηγουμένως, είχε κινήσει τις διαδικασίες, για να χαρακτηρισθεί, η Στρογγυλή, ως αρχαιολογικός χώρος, γεγονός το οποίο θα είχε το αποτέλεσμα το νησί να μην δικαιούται να έχει ΑΟΖ, αφού δεν θα μπορεί να έχει μόνιμους κατοίκους και συναφή οικονομική ζωή. Την πράξη αυτή του υπουργού Εξωτερικών αναίρεσε, άμεσα, ο, τότε, υπουργός Πολιτισμού Πάνος Παναγιωτόπουλος, αλλά δημιουργήθηκε ένα κακό προηγούμενο, το οποίο οι γείτονες δεν θα το αφήσουν χωρίς εκμετάλλευση...
Αυτό είναι όλο το νομικό και πραγματικό πλαίσιο, που τροφοδότησε και κλιμάκωσε την αντιπαράθεση, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γύρω από τα ζητήματα της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, στο Αιγαίο και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, αφού το νομικό και το πραγματικό αδιέξοδο, στο οποίο βρέθηκε η τουρκική πλευρά, εξ αιτίας της Συνθήκης της Λωζάνης και της ελληνικής πολυνησίας, στον χώρο του Αιγαίου, έπρεπε να αμφισβητηθεί και ως προς το νομικό του υπόβαθρο, αλλά και στο επίπεδο της καθημερινότητας.
Έτσι, ως προς το νομικό επίπεδο, η τουρκική ιθύνουσα ελίτ εισήγαγε διάφορες εξωνομικές θεωρίες, παραθεωρίες και παρερμηνείες, γύρω από την Συνθήκη της Λωζάνης, αδιαφορώντας, για τον όποιον βαθμό εξωφρενικότητάς τους, ο οποίος, στην μεγίστη πλειοψηφία των περιπτώσεων, υπήρξε και εξακολουθεί να παραμένει μεγάλος, ενώ, παράλληλα, στην πορεία του χρόνου κατασκευάζονται και νεώτερες παρερμηνείες, οι οποίες διακρίνονται, από το γγονός ότι η εξωφρενικότητά τους βαίνει αύξουσα, γεγονός το οποίο δεν είναι καθόλου τυχαίο και αποτελεί συνάρτηση μιας πραγματικότητας, στην οποία ανταποκρίνεται η τουρκική πλευρά και έχει να κάνει με την σταθερή επίδειξη υποχωρητικότητας, από την ελληνική πλευρά, η οποία είναι απόρροια της διαχρονικής δειλίας της εγχώριας ελίτ να αντιμετωπίσει, δυναμικά και με σθένος τις τουρκικές αξιώσεις.
Αυτές οι αξιώσεις των κυρίαρχων στρωμάτων της τουρκικής κοινωνίας και του τουρκικού κράτους, είτε αναφερόμαστε στους κεμαλιστές, είτε στους ισλαμιστές, συντείνουν, σε ένα σημείο και συνίστανται και συνολικοποιούνται, σε μια συγκεκριμένη άποψη, η οποία, μέσα στις διαδρομές της τουρκικής συλλογιστικής, αποκτά τον χαρακτήρα της κραταιάς και ακράδαντης θέσης, η οποία συνοψίζεται, ως ακολούθως :
Το Αιγαίο, ως χώρος εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου του, πρέπει να τμηθεί, στην μέση του γραμμή, χωρίς να ληφθεί υπόψη η υφαλοκρηπίδα και η αιγιαλίτιδα ζώνη των νησιών, που βρίσκονται, σε αυτό, προκειμένου ο χώρος αυτός να καταστεί ένας χώρος μιας κεχωρισμένης, αλλά, παράλληλα και ισομερούς συνεκμετάλλευσης, ανάμεσα στα δύο παράκτια κράτη - την Ελλάδα και την Τουρκία.
Αυτό πρέπει να συμβεί, σύμφωνα, με την υποδόρια, αλλά και απολύτως, εμφανή επιχειρηματολογία της γείτονος χώρας, επειδή αυτά τα νησιά, που η ιστορική συγκυρία τα οδήγησε να τεθούν, κάτω από την ελληνική κυριαρχία και να ενταχθούν, στην ελληνική επικράτεια, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, σχηματίζουν μια καταθλιπτική, για τα τουρκικά συμφέροντα, ελληνική πολυνησία, η οποία, λόγω της έκτασής της παραγκωνίζει και περιορίζει, σχεδόν, στις ακτές του, την παρουσία την Τουρκία, που είναι ένα μεγάλο παράκτιο κράτος, το οποίο ασφυκτιά και του οποίου τα - κατά τις διακηρύξεις της ελίτ του τουρκικού κράτους - "ζωτικά συμφέροντα", στο Αιγαίο, δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Η βασική αυτή θέση της ηγεμονεύουσας ελίτ της Τουρκίας, η οποία έχει την ισχύ δόγματος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αναλύεται και στηρίζεται, σε κάποιες πολύ συγκεκριμένες παραδοχές, οι οποίες εδράζονται και απορρέουν, από το δόγμα αυτό.
Έτσι αυτό το δόγμα, που αφορά την εξωτερική πολιτική του τουρκικού κράτους, ως προς το Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο, απέναντι στην Ελλάδα, αποτελείται και συμπυκνώνεται, σε τρεις άξονες :
1) Η Ελλάδα, δεν πρέπει, επ' ουδενί, να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, πέραν των 6 ναυτικών μιλίων.
2) Η ελληνική υφαλοκρηπίδα είναι μόνον αυτή, που ξεκινάει, από τις ηπειρωτικές ακτές και όχι από τις νησιωτικές.
3) Η Ελλάδα δεν πρέπει να προβεί σε μονομερή ανακήρυξη της δικής της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Η τουρκική ελίτ έχει καταστήσει, από πολύ νωρίς, σαφές ότι κάθε άλλη κίνηση της Ελλάδας, προς την αντίθετη κατεύθυνση, από αυτές τις παραδοχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, θα εξωθήσει την Τουρκία, σε αντιδράσεις, με την χρήση της στρατιωτικής βίας.
Ήδη από τον Ιούλιο του 1976, που η κυβέρνηση του Suleyman Demirel δημιούργησε μια οξεία κρίση, στο Αιγαίο, στέλνοντας το ερευνητικό πλοίο "Χόρα" - το μετέπειτα "Σισμίκ" -, για να ερευνήσει την ύπαρξη πετρελαϊκών κοιτασμάτων, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, οι τουρκικοί σκοποί είχαν καταστεί εμφανείς, μέσα από την ανακοίνωση της 15/7/1976, δια της οποίας η κυβερνητική τάξη της γείτονος διακήρυσσε ότι :
"Ουδείς έχει το δικαίωμα να εμποδίσει τις έρευνές μας, έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Η Τουρκία ουδέποτε θα συναινέσει, σε μια κατάσταση, που εμφανίζει την Ελλάδα να διεκδικεί ολόκληρο το Αιγαίο, σαν δική της λίμνη. Σε περίπτωση επέμβασης, στην αποστολή του "Χόρα", στο Αιγαίο, η Τουρκία θα ανταποδώσει την επέμβαση".
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές θέσεις υπήρξαν σαφείς, αλλά ουδέποτε συνοδεύτηκαν από αξιόπιστη επίδειξη δύναμης, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει, αποτρεπτικά, απέναντι, στις τρέχουσες και συγκυριακές επιδιώξεις της γείτονος.
Έτσι, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή απάντησε λέγοντας ότι :
"Οι ελληνικές θέσεις είναι σαφείς. Και διετυπώθησαν με την πρόταση της Ελλάδας να αχθεί η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως έπραξαν και άλλες χώρες σε παρόμοιες περιπτώσεις. Παρήλθον όμως έκτοτε 15 μήνες και η Τουρκία, αν και κατ' αρχήν απεδέχθη την πρότασιν, αναβάλλει με διάφορα προσχήματα την υπογραφή του συνυποσχετικού που θα άνοιγε τον δρόμο σ' αυτή την ειρηνική και αδιάβλητη διαδικασία. Είναι δε εκπληκτικό ότι ενώ συνεχίζονται οι επαφές τις οποίες η ίδια επεδίωξε, η τουρκική κυβέρνηση απειλεί να διεξαγάγει σεισμικές έρευνες σε περιοχές όπου δεν έχει δικαίωμα να το πράξει".
Αλλά όλα αυτά ήσαν λόγια, αφού αυτό που συνέβη, τελικά, ήταν να οπισθοχωρήσει η ελληνική πλευρά και να συνυπογράψει, με την κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετσεβίτ το Πρωτόκολλο της Βέρνης με το οποίο οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις, για την υφαλοκρηπίδα. Αυτές οι συνομιλίες, όμως, υπήρξαν και είναι, σταθερά, άκαρπες, λόγω της πάγιας θέσης, που έχει διαμορφώσει η τουρκική πλευρά, για το ζήτημα αυτό και από την οποία ουδέποτε απομακρύνθηκε, ούτε στο ελάχιστο.
Φυσικά, οι διαπραγματεύσεις αυτές, είτε καρκινοβατούσαν, είτε διεκόπτοντο, ενώ η τουρκική πλευρά, η οποία το 1975 είχε συμφωνήσει, για την σύνταξη συνυποσχετικού, με σκοπό την προσφυγή των δύο χωρών, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στην συνέχεια, άλλαξε στάση και αρνήθηκε να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, με αποτέλεσμα η μονομερής προσφυγή της Ελλάδας, στο δικαστήριο αυτό, να απορριφθεί, επειδή οι δικαστές το έκριναν αναρμόδιο, ακριβώς, επειδή ήταν μονομερής.
Η επόμενη κρίση, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήταν αυτή του Μαρτίου του 1987, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έκρινε ότι το Πρωτόκολλο της Βέρνης και οι συμφωνίες Καραμανλή - Ετσεβίτ είχαν ανενεργοποιηθεί, αφού οι διαπραγματεύσεις, για την υφαλοκρηπίδα είχαν διακοπεί, με ευθύνη της τουρκικής πλευράς και ότι η ελληνική πλευρά μπορούσε να προχωρήσει τις έρευνες, για πετρέλαιο στα 10 ναυτικά μίλια, στην περιοχή της Θάσου.
Η κυβέρνηση του Τουργκούτ Οζάλ έστειλε, τότε το "Σισμίκ" στην περιοχή, ανάμεσα στην Λήμνο και την Λέσβο, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου κινητοποίησε τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και τον ελληνικό λαό και συνέπραξε με την Βουλγαρία του Τοντόρ Ζίφκωφ, η οποία προέβη σε στρατιωτικές κινήσεις, στην περιοχή της Θράκης, που φόβισαν την τουρκική πλερά και τις Η.Π.Α., με αποτέλεσμα να αποσυρθεί το τουρκικό σκάφος.
Η θορύβηση των Η.Π.Α. του Ronald Reagan και των νεοσυντηρητικών, που κυβερνούσαν την υπερδύναμη ήταν πολύ μεγάλη και εκφράστηκε, με ένα άρθρο της δημοσιογράφου Flora Lewis, που δημοσιεύτηκε, στις 30 Μαρτίου 1987, στην εφημερίδα "Times" της Νέας Υόρκης και αναδημοσιεύτηκε, στο ανεπίσημο δημοσιογραφικό όργανο του αμερικανικού Πενταγώνου "Stars and Stripes".
Στο άρθρο αυτό, γινόταν μια περιγραφή της ζημιάς, που προξενούσαν οι ελληνικές κινήσεις, στο ΝΑΤΟ και στα δυτικά συμφέροντα, στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η περιγραφή συνοδευόταν από μια σφοδρή επίθεση, στον Ανδρέα Παπανδρέου, με τον οποίον οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί ρεπουμπλικανοί είχαν πολλά προηγούμενα, ενώ το άρθρο κατέληγε, με την έκκληση, για την ανατροπή του, τότε, πρωθυπουργού.
Ας δούμε ένα τμήμα του άρθρου αυτού :
"Απείλησε ότι θα κλείσει τις αμερικανικές βάσεις, στην Ελλάδα, που είναι, πράγματι, σημαντικές, για την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου, με αποκλειστικό στόχο να κερδίσει μεγαλύτερες παραχωρήσεις, από τις ΗΠΑ, στην σχέση ισορροπίας των όπλων, που παραδίδουν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία ... Στέλνοντας τον υπουργό Εξωτερικών, στην Σόφια, άφησε να εννοηθεί ότι η Ελλάδα, σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, θα αλλάξει στρατόπεδο, θα αποχωρήσει, από το ΝΑΤΟ και θα βρει στέγη, στο σοβιετικό μπλοκ. Θα ήταν μια τραγωδία, για την Δύση και το Ισραήλ και περισσότερο, για την Ελλάδα αυτή η αλλαγή .... Οι Έλληνες, που κατέχουν θέσεις ευθύνης, έχουν την υποχρέωση να συγκρατήσουν τον άστατο πρωθυπουργό τους. Ή, ακόμη, καλύτερα θα ήταν, για το συμφέρον τους, να βρουν έναν πολιτικό άνδρα και να τον αντικαταστήσουν".
Στην συνέχεια, όμως, ο, τότε, πρωθυπουργός, οπισθοχώρησε, η κρίση εκτονώθηκε και τον Μάϊο του 1988, με την Συμφωνία της Βουλιαγμένης, που συνυπέγραψε, με τον Οζάλ, δέχθηκε να ενεργοποιηθεί και πάλι, το Πρωτόκολλο της Βέρνης, που σταματούσε, κάθε έρευνα, στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, ο οποίος εκτείνεται, πέρα από τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών (τα οποία, όμως, η Τουρκία δεν δέχεται να επεκταθούν, στα 12 μίλια).
(Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν απέφυγε την μήνι των Αμερικανών νεοσυντηρητικών, οι οποίοι οργάνωσαν, στην συνέχεια, το σκηνικό της απομάκρυνσής του, από την πρωθυπουργία, βασιζόμενοι, στην σκανδαλώδη υπόθεση, με την Τράπεζα Κρήτης και τον Γιώργο Κοσκωτά, στα προσωπικά σφάλματα, που διέπραξε και στην εκδήλωση της ασθένειάς του, που τον έστειλε στο Λονδίνο, για επέμβαση ανοικτής καρδιάς και τον εμπόδισε να προκηρύξει τις βουλευτικές εκλογές, που σχεδίαζε να πραγματοποιήσει, το φθινόπωρο του 1988 και τις οποίες θα κέρδιζε).
Τα κοιτάσματα, στο Αιγαίο. Η πληρέστερη, έως τώρα, έκθεση για την υπόθεση αυτή, έχει γίνει, από το Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίου. Η καταγραφή βασίστηκε, σε σεισμικές έρευνες, που έγιναν από την Texaco, στον Θερμαϊκό και στο Θρακικό Πέλαγος το 1971, στις έρευνες της Oceanic, που έγιναν, στην Θάσο, κατά την περίοδο 1971 - 1974 και από την ADA, που διεξήχθησαν, στην Λήμνο, στα 1971. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η περιοχή, ανατολικώς, της Θάσου, στην θέση Μπάμπουρας, ένα άλλο τμήμα, δυτικά του νησιού και η περιοχή, ανάμεσα στην Σάμο και στην Ικαρία. Σε αυτή την περιοχή, περιλαμβάνονται αρκετά τμήματα των λεγόμενων "γκρίζων ζωνών", τις οποίες διεκδικεί, ευθέως, το τουρκικό κράτος...
Η αναθεωρητική λογική της τουρκικής ελίτ, η οποία εκφράζεται, ρητά και κατηγορηματικά, από τις πάγιες θέσεις της, δεν εντάσσεται και δεν μπορεί να αποδεχθεί καμμία προσφυγή, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για την υφαλοκρηπίδα και για τα υπόλοια ζητήματα, που αφορούν το Αιγαίο. Οι θέσεις της τουρκικής πλευράς είναι, στην μεγίστη πλειοψηφία τους, νομικά, αδύναμες, έως αστήρικτες.
Φυσικά, η τουρκική πλευρά, γνωρίζει πολύ καλά, το τί μπορεί να πάρει, μέσω της δικαστικής οδού, από τον υποθαλάσσιο πλούτο της περιοχής του Αιγαίου, που περιγράφει ο παραπάνω χάρτης και επίσης, έχει υπόψη της τις πληροφορίες ότι η περιοχή του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου έχει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, γι' αυτό και θα επιμείνει στην θέση της για εξωδικαστική επίλυση της υπόθεσης, με διμερείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες, ουσιαστικά, θα αποτελούν το μέσο εκείνο, που θα οδηγήσει την Ελλάδα, στην αποδοχή των τουρκικών θέσεων, μέσα από την άσκηση της πίεσης, που υφίσταται, από το μέγεθος της Τουρκίας και τις τουρκικές απειλές, για χρήση στρατιωτικής βίας.
Έτσι, επί της ουσίας και παρά τους όποιους "πανηγυρισμούς", η κρίση του Μαρτίου του 1987 ξεπεράστηκε, χωρίς η τουρκική πλευρά να αλλάξει στάση. Χωρίς, ούτε καν, να δεχθεί μια κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να οδηγηθεί σε διαπραγματεύσεις, εφ' όλης της ύλης, για την επαναχάραξη των ελληνικών συνόρων, όπως δέχτηκε, πολύ αργότερα, ο Γιάννης Καψής, που χειρίστηκε την κρίση αυτή, ως υφυπουργός Εξωτερικών.
Το, υπ' αριθμ. 198 τηλεγράφημα της Ιταλικής Διοίκησης των Νήσων του Αιγαίου, με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1933, συνοδεύει τον παραπάνω χάρτη, με τον οποίο καθορίζονται τα όρια της ιταλικής κυριαρχίας, στα χωρικά ύδατα της περιοχής. Ο χάρτης αυτός, που βρέθηκε, στα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και ο οποίος έχει χαραχθεί, σε σχεδιόχαρτο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του πρακτικού του Δεκεμβρίου του 1932, υπογράφεται, από τον Ιταλό ναύαρχο Soldati και τον Τούρκο αξιωματικό του ναυτικού Ertugrul Bey και απεικονίζει, με ακρίβεια, την οριοθέτηση της ιταλοτουρκικής μεθορίου, προσδιορίζοντας ποιά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες ανήκουν στην Τουρκία και ποιά στην Τουρκία. Στον ιχνογραφημένο αυτόν χάρτη, τα Ίμια, υπό την τουρκική τους ονομασία Cardac, (τα έχω κυκλώσει, μέσα στον χάρτη, με το πορτοκαλί χρώμα), προσδιορίζονται, ως ανήκοντα, στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου και στην ιταλική κυριαρχία. Παρ' όλ' αυτά, η κυβέρνηση των "ευρωλιγούρηδων" κοσμοπολιτών του Κώστα Σημίτη αποδέχτηκε την κατάταξή τους, στην κατηγορία των νησιών, που ανήκουν, στις λεγόμενες (και ανύπαρκτες) "γκρίζες ζώνες" του Αιγαίου, η οποία είναι μια καθαρή τουρκική επινόηση, κατά ευθεία παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης. Το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου, το οποίο αποτελείται, από 13 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, ανήκει, διοικητικά και γεωγραφικά, στα Δωδεκάνησα, γεγονός, που αποτυπώνεται στην οριοθέτηση του ιταλοτουρκικού Πρακτικού του Δεκεμβρίου του 1932, με το οποίο συμπληρώνεται η Συμφωνία της Άγκυρας της 4ης Ιανουαρίου 1932, ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία και η οποία οριοθετεί τα χωρικά ύδατα της Δωδεκανήσου.
Αυτή η σκληρή πραγματικότητα θα προέκυπτε, με τον πιο οδυνηρό
τρόπο, στην επόμενη κρίση, η οποία ήλθε, τον Ιανουάριο του 1996, στην περιοχή των Ιμίων, οπότε η Τουρκία αμφισβήτησε, ανοικτά και απροσχημάτιστα το καθεστώς της ελληνικής κυριαρχίας, πάνω σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, για τα οποία δεν γίνεται συγκεκριμένη και ονομαστική αναφορά, στην Συνθήκη της Λωζάνης, ότι ανήκουν στην ελληνική επικράτεια.
Η έκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, στο Αιγαίο, ήταν η αιτία, που πυροδότησε την κρίση αυτή, αφού η ύστερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου κύρωσε την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, με τον νόμο 2321/1995, παρά τις επίμονες τουρκικές απειλές και δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά, ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει, οποτεδήποτε κρίνει η ελληνική πλευρά, το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια.
Επί της ουσίας, το δικαίωμα, για την επέκταση των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, είναι μονομερές και κυριαρχικό, χωρίς να υπόκειται, σε αμφισβήτηση, από τρίτους και δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, ή περιορισμούς, αφύ το άρθρο 3 της κυρωθείσας, από την ελληνική βουλή, διεθνούς Σύμβασης για την Θάλασσα εμπεριέχει τον σχετικό κανόνα του εθιμικού δικαίου, γι' αυτό και τα παράκτια κράτη, σχεδόν, στο σύνολό τους (εξαιρουμένων της Ελλάδας, του Άγιου Δομίνικου και του Ισραήλ - η Τουρκία έχει θεσπίσει τα 12 ναυτικά μίλια, στον Εύξεινο Πόντο), έχουν θεσπίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης τους, στα 12 ναυτικά μίλια.
Εκείνη την εποχή, η τότε τουρκική κυβέρνηση δεν προχώρησε, στην πραγματοποίηση των απειλών της, προφανώς, διότι αντιλήφθηκε ότι υπήρχε, εν εξελίξει, ένας ελληνικός στρατιωτικός σχεδιασμός, ο οποίος θα ενέπλεκε την Τουρκία, σε περιπέτειες, τις οποίες η τουρκική ελίτ δεν ήθελε, ή δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει. Η αντίδρασή της κινήθηκε, αντίστοιχα, με την ελληνική, δηλαδή, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, με την - εν λευκώ και με αόριστη χρονική διάρκεια - εξουσιοδότηση, που δόθηκε, στην κυβέρνηση, από την τουρκική εθνοσυνέλευση, στις 8 Ιουνίου 1995, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα, εάν και όταν αυτή επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνης της πέραν των 6 ναυτικών μιλίων.
Έτσι, η Άγκυρα άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν, για να δει την σοβαρότητα και την διάρκεια του σχεδιασμού της ελληνικής πλευράς. Και εκ των πραγμάτων, προέκυψε ότι δεν έσφαλε, αφού η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, τον Νοέμβριο του 1995, τον έθεσε εκτός πρωθυπουργίας, ενώ ο διάδοχός του, ο Κώστας Σημίτης και οι "ευρωπαϊστές" (στα όρια του ευρωλιγουρισμού και πολύ πέραν αυτού) του ΠΑΣΟΚ, δεν θέλησαν να προχωρήσουν τον σχεδιασμό αυτόν και υπέκυψαν, στις τουρκικές αξιώσεις, αποδεχόμενοι την ύπαρξη "γκρίζων ζωνών", στην κυριαρχία χιλιάδων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου, με επίκεντρο την Δωδεκάνησο.
31/1/1996 : Ο νεόκοπος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, αμέσως, μετά τον επονείδιστο τερματισμό της κρίσης των Ιμίων, ευχαριστεί, από το βήμα της βουλής την κυβέρνηση του Bill Clinton, για την διαμεσολάβηση του Richard Holbrooke. Πριν λίγες ώρες, είχε διατάξει να υποσταλεί η ελληνική σημαία, από τα Ίμια και να αποχωρήσει ο ελληνικός στόλος, από την περιοχή, απεμπολώντας τον σχεδιασμό, για την καταβύθιση του συνόλου του τουρκικού στόλου, κόντρα, στις προτάσεις του υφυπουργού άμυνας πτέραρχου ε.α. Νίκου Κουρή.
Η άτακτη υποχώρηση της νεοπαγούς κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη και η ανατροπή του προηγούμενου πολιτικοστρατιωτικού σχεδιασμού της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, μαζύ με την έμπρακτη αποδοχή της θεωρίας, περί γκρίζων ζωνών και αμφισβητούμενων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων, στο Αιγαίο, ενώ τέτοιες "γκρίζες ζώνες" δεν υφίστανται, στις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και των μετέπειτα αυτής Συνθηκών, έχουν δώσει μια αληθοφανή υπόσταση, στις τουρκικές διεκδικήσεις, καθιστώντας αποτελεσματική την εξωδικαστική τους επιβολή, μέσα από την επίδειξη ισχύος των κυβερνήσεων της Άγκυρας - από την εποχή του Mustafa Bülent Ecevit, της Tansu Penbe Çiller και έως τις ημέρες μας, του Recep Tayyip Erdoğan και του Ahmet Davutoğlu - και τον φόβο, που αυτή η επίδειξη προκαλεί, στους ψοφοδεείς κυβερνήτες των Αθηνών.
Το πλήγμα, που έχει δεχθεί η χώρα, από την κρίση των Ιμίων και την, ανοκτά και, περίπου, απροσχημάτιστα, προδοτική στάση των "εκσυγχρονιστών" και "ευρωπαϊστών" του Κώστα Σημίτη, είναι βαρύτατο, με τεράστιες επιπτώσεις, αφού με την Συμφωνία της Μαδρίτης, της 8/7/1997, που υπέγραψαν οι Κώστας Σημίτης και Θεόδωρος Πάγκαλος, με τον Suleyman Demirel και τον Ismail Cem İpekçi, αναγνωρίστηκαν "ζωτικά συμφέροντα" της Τουρκίας, στο Αιγαίο, την στιγμή, που τα, νομικώς, κατοχυρωμένα συμφέροντα της χώρας αυτής είναι, εντελώς, διαφορετικά, ως προς το περιεχόμενό τους, από αυτά, που η τουρκική ελίτ ονομάζει ως "ζωτικά συμφέροντα" - έναν όρο, την ύπαρξη του οποίου η Άγκυρα πέτυχε να γίνει αποδεκτός και να αναγνωρισθεί, ως υφιστάμενος και από την ελληνική πλευρά.
Το κείμενο της Συμφωνίας της Μαδρίτης είναι σαφές και αποκαλυπτικό των όσων συνομολόγησαν οι δύο πλευρές :
"Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις, που θα βασίζονται σε:
Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους.
Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση, και
δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας".
Η αλήθεια, που αφορά το κείμενο αυτής της Συμφωνίας, είναι ότι η τουρκική πλευρά πέτυχε την αναβάθμιση και την ενίσχυση των θέσεών της, ως προς τις διεκδικήσεις, στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Το κλειδί της Συμφωνίας της Μαδρίτης δεν βρίσκεται, στην αναγνώριση των νόμιμων συμφερόντων των δύο χωρών, η οποία αποτελεί κάτι το φυσιολογικό.
Το κλειδί της Συμφωνίας και το κομβικό σημείο της, που ενδιέφερε, περισσότερο από ότιδήποτε άλλο, την ελίτ της γείτονος χώρας, βρίσκεται, στην αναγνώριση της ύπαρξης "ζωτικών συμφερόντων" της Τουρκίας, στο Αιγαίο. Αυτή την αναγνώριση της ύπαρξης "ζωτικών συμφερόντων" της τουρκικής πλευράς είναι που συνομολόγησε η Ελλάδα, με την υπογραφή της Συμφωνίας της Μαδρίτης. Όλα τα άλλα, υπήρξαν αδιάφορα, για την τουρκική ηγεσία, η οποία έγραψε, στα παλαιότερα των υποδημάτων της, τις προβλέψεις της Συμφωνίας αυτής.
Έτσι, παρά τα άλλα προβλεπόμενα, από την Συμφωνία της Μαδρίτης, η Άγκυρα δεν έχει αποσύρει το casus belli, του 1995, αρνείται την εφαρμογή των Διεθνών Συνθηκών, παρά τα όσα η τουρκική κυβέρνηση υπέγραψε, τα οποία, με κομψό τρόπο, εντάσσονται, μέσα σε ένα ασαφές πλαίσιο, το οποίο προσδιορίζεται, ως "προσπάθεια" και όχι ως υποχρέωση, που ακολουθεί κάποιους - έστω, δεοντολογικούς - κανόνες, ενώ, παράλληλα, κατοχύρωσε το δικαίωμά της να επικαλείται την ύπαρξη (και φυσικά, την νόμιμη υπεράσπιση) "ζωτικών συμφερόντων" της, στο Αιγαίο.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, τέτοια "ζωτικά συφέροντα" της Τουρκίας δεν υπάρχουν, έτσι όπως η τουρκική ελίτ τα εννοεί. Η Τουρκία, προφανώς και έχει συμφέροντα, στο Αιγαίο. Αυτό ουδείς το αμφισβητεί. Αλλά αυτά τα συμφέροντα δεν είναι ζωτικά, γι' αυτήν, απλούστατα, διότι η χώρα αυτή και ο πληθυσμός της υπάρχουν και μπορούν να υπάρχουν, χωρίς να ζημιωθούν, στο ελάχιστο και χωρίς αυτά τα συμφέροντα, που η τουρκική ελίτ προσδιορίζει, ως "ζωτικά". Η Τουρκία μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί και χωρίς αυτά τα συμφέροντα, που περιγράφει, ως ζωτικά. Μπορεί, μια χαρά, να αρκεσθεί, στα πραγματικά της συμφέροντα. Και αυτό είναι, άλλωστε, που πράττει, όλα αυτά τα χρόνια.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό και με δεδομένη την ζοφερή κατάσταση, στην οποία έχει βρεθεί η χώρα μας, εξ αιτίας της ένταξής της, στην ευρωζώνη και έχοντας μετατραπεί, σε μια αποικία χρέους, υποκείμενη, στις εντολές και στην άμεση διοίκηση των, εξ Εσπερίας, τοκογλυφικών δανειστών της, έρχεται, στην Αθήνα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ahmet Davutoğlu, κραδαίνοντας το σύνολο των τουρκικών απειλών, οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται, στο παρασκήνιο, στην κατάληψη του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλόριζου και ίσως, όχι μόνον, αυτού.
Η αλήθεια είναι ότι οι τουρκικές απειλές έπιασαν τόπο, αφού ο Αντώνης Σαμαράς, παρά τα όσα ο ίδιος διέδιδε, στο παρασκήνιο, δεν τόλμησε, κατά την επίσκεψή του, στην Κύπρο και κατά την διάρκεια των διαβουλεύσεων, με την κυπριακή και την αιγυπτιακή ηγεσία, για την οριοθέτηση των εφαπτόμενων ΑΟΖ των χωρών αυτών, στον θαλάσσιο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, να ανακηρύξει την ελληνική ΑΟΖ, αν και η χώρα μας έχει κάθε δικαίωμα να το πράξει, αφού προηγουμένως, βέβαια, προβεί στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.
Υπό το κράτος αυτής της, εντελώς, παρακμιακής κατάστασης, η έλευση του Τούρκου πρωθυπουργού, στην Αθήνα, δεν έχει καμμία χρησιμότητα, για την χώρα μας και τον πληθυσμό της.
Ο κ. Davutoğlu πρέπει να βρει τις πόρτες κλειστές. Και φυσικά, πρέπει να του υποδειχθεί ο δρόμος της επιστροφής του, στην χώρα του. Ευγενικά, μεν, αλλά αποφασιστικά, δε...
.
Σχόλια